συκοφαντική δυσφήμηση και προσβολή προσωπικότητας. άμυνα εναγομένου.Αξιολόγηση Συμβουλίου επιλογής δ/ντών Σχολικών μονάδων. άρση του παράνομου.367ΠΚ

ΑΠΟΦΑΣΗ: 23/2016

(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής ++)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Κωνσταντίνο Πολύμερο, Πρωτόδικη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Μαριάννα Παναγιώτου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την ++ για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ++, 2) ++, 3) ++, 4) ++, 5) ++ του ++, κατοίκων ++, 6) ++ 7) ++ 8) ++, οι οποίοι παραστάθηκαν δια των πληρεξούσιων δικηγόρων, ++, και κατέθεσαν προτάσεις.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ++, κατοίκου ++, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιας δικηγόρου, Ανδρέα Βρόντου, και κατέθεσε προτάσεις.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από ++ και με αριθ. έκθεσης κατάθεσης ++ αγωγή του και η οποία προσδιορίστηκε μετ' αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτό όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου τούτου και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά τα προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ' επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2§1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκφάνσεις του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή αυτών συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι, α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ψυχικής πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25§3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 356/2010). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρ. 914,919, 920 και 932ΑΚ, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361-363 ΠΚ, που μπορεί να περιέχονται και σε δημοσίευμα εφημερίδας ή τηλεοπτική εκπομπή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 περ. α-δ του ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα ποινικά κολάσιμων πράξεων, αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις. Η προβολή περίπτωσης του πιο πάνω άρθρου 367 § 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της προσβολής της προσωπικότητας, μέσω εξυβριστικών ή δυσφημιστικών εκφράσεων, δεν αίρεται, λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ, και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά το νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 § 2, δηλαδή, όταν οι επίμαχες εκφράσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης των άρθρων 363-362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης. Έτσι η προβολή ισχυρισμού από το άρθρο 367§2 αποτελεί αντένσταση κατά της πιο πάνω ένστασης από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 285/2012). Εξάλλου, κατά την παρ. 1 του άρθρου 367 του ΓΊΚ, δεν αποτελούν άδικη πράξη α) οι δυσμενείς κρίσεις... β) γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή Επίσης στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η προηγούμενη διάταξη (της παρ. 1) δεν εφαρμόζεται α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 ΠΚ (συκοφαντικής δυσφήμησης) και β) όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξύβρισης και της απλής δυσφήμησης (άρθρα 361 και 362 ΠΚ) αίρεται και στην περίπτωση που οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Έτσι είναι επιτρεπτές εκδηλώσεις με ειδήσεις και σχόλια για την πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού, που συνοδεύονται ακόμη και από οξεία κριτική και από δυσμενείς χαρακτηρισμούς σε βάρος προβεβλημένων προσώπων, τα οποία ασκούν ή άσκησαν δημόσια εξουσία ή λειτουργία ή άλλη δραστηριότητα, που ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο ή μέρος αυτού σε ευρύτερη ή στενότερη τοπική κλίμακα. Και στην περίπτωση, όμως αυτή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδήλωσης δεν αίρεται, και συνεπώς παραμένει η παρανομία ως ουσιαστικό στοιχείο της αδικοπραξίας όταν η παραπάνω εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμηση ή όταν από τον τρόπο ή από τις περιστάσεις που αυτή έγινε προκύπτει σκοπός εξύβρισης δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικά σε προσβολή της τιμής άλλου και ενέχει αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου ή περιφρόνηση αυτού. Τέτοιος σκοπός εμφαίνεται στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για να αποδοθεί όπως έπρεπε το περιεχόμενο της σκέψης του ενεργήσαντος προς προστασία δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και όταν ο τελευταίος αν και γνώριζε την έλλειψη της αναγκαιότητας του τρόπου αυτού, εντούτοις τον χρησιμοποίησε για να προσβάλλει την τιμή του άλλου. Η προβολή δε από τον προσβληθέντα περίπτωσης από το άρθρο 367 παρ. 2 ΠΚ αποτελεί αντένσταση κατά της από το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ ένστασης (βλ. ΑΠ 195/2007 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 391/2006 ΧΡΙΔ 2006, 596, ΑΠ 1395/2005 δημ στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/2005, δημ στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 167/2000 ΕλΔ 41, 771, ΕφΑΘ 471/2009 αδημ., ΕφΑΘ 3664/2003 ΕλΔ 45, 263, ΕφΑΘ 6277/1999 ΕλΔ 41, 1431. Επειδή δε η ύπαρξη του ειδικού σκοπού εξύβρισης συνιστά νομική έννοια που ελέγχεται αναιρετικά, το δικαστήριο της ουσίας, όταν δέχεται ότι προκύπτει ειδικός σκοπός εξύβρισης από τον τρόπο εκδήλωσης της μειωτικής συμπεριφοράς ή από τις περιστάσεις τέλεσης της πράξης, πρέπει να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία συνήγαγε την παραδοχή, ότι ο συγκεκριμένος τρόπος εκδήλωσης της μειωτικής συμπεριφοράς του υπαιτίου δεν ήταν πράγματι αναγκαίος για την αντικειμενική απόδοση της σκέψης του, δηλαδή να προσδιορίσει ποιες ηπιότερες μειωτικές εκφράσεις μπορούσε αυτός να χρησιμοποιήσει για την άσκηση του νομίμου δικαιώματος του ή για την εκδήλωση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του, καθώς επίσης να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία συνήγαγε την παραδοχή, ότι ο υπαίτιος γνώριζε τον ηπιότερο και αναγκαίο τρόπο εκδήλωσης της μειωτικής συμπεριφοράς του, αλλά χρησιμοποίησε τον συγκεκριμένο μη αναγκαίο με τον ειδικό σκοπό να προσβάλει την τιμή του άλλο (ΑΠ 159/2008, ΑΠ 1395/2005, ΑΠ 1499/1999).

Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα [άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού]. Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Άλλωστε, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις προκύπτει, ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας [ΟλΑΠ 812/1980, ΑΠ 1599/2000, ΑΠ 1735/2009]. Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ (ΑΠ 265/2015).

Οι ενάγοντες με την κρινόμενη αγωγή τους και κατ' ορθότερη εκτίμηση του δικογράφου αυτής εκθέτουν ότι ο εναγόμενος υπέβαλλε αίτηση προς το Συμβούλιο Επιλογής Διευθυντών Σχολικών Μονάδων για την πλήρωση θέσης Διευθυντή Σχολικής Μονάδας. Ότι κατά τη διαδικασία της προαπαιτούμενης σύμφωνα με το νόμο, προφορικής συνέντευξης ο εναγόμενος κατά τους ισχυρισμούς του, έλαβε βαθμολογία αντιστρόφως ανάλογη των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων του. Ότι εν συνεχεία υπέβαλλε την από ++ μήνυση κατά των εναγόντων το περιεχόμενο της οποίας ήταν συκοφαντικό, προσβλητικό για την τιμή και υπόληψη των εναγόντων, σχετιζόταν δε με ψευδείς ισχυρισμούς την αναλήθεια των οποίων γνώριζε ο εναγόμενος η δε πρόθεση του τελευταίου ήταν να συκοφαντήσει και να πλήξει την εικόνα των εναγόντων ως επιστημόνων και ως ανθρώπων. 'Ότι πράγματι από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου προσεβλήθη η προσωπικότητα τους προκλήθηκε δε σ' αυτούς ηθική βλάβη, όπως ειδικότερα προσδιορίζουν αυτήν. Με βάση τα ανωτέρω ζητούν, μετά από νόμιμο περιορισμό του αιτήματος τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό μέχρις ύψους 22.000,00 ευρώ που έγινε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο κατά την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης και καταχωρήθηκε στο οικείο πρακτικό και με τις προτάσεις που κατέθεσε νομίμως (άρθρα 223, 294 εδ. α’, 295 παρ. 1 εδ. β' και 297 ΚΠολΔ), με απόφαση του δικαστηρίου προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 50.000,00 ευρώ και να καταδικαστεί στη δικαστική τους δαπάνη. Με το ως άνω πλέον περιεχόμενο, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (αρθρ. 7, 9 εδ. 1 έως 3, 10 , 221 παρ. 1 περ β, 215 παρ. 1 εδ. α, 14 παρ. 2, 35 Κ.Πολ.Δ.) είναι δε νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 59 εδ. α και β, 914, 330, 299, 340, 345, 346, 932 Α.Κ., 70, 176, και 361-3 Π.Κ., πλην του παρεπομένου αιτήματος προσωρινής εκτελεστότητας, το οποίο θα πρέπει να απορριφθεί ως αόριστο διότι οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ούτε συνδρομή εξαιρετικού λόγου προς τούτο ούτε κίνδυνο σημαντικής ζημίας από την καθυστέρηση (Μπρίνιας Αναγκαστική Εκτέλεση Τόμος I άρθρ 908 παρ. 51 σελ. 143). Πρέπει συνεπώς η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω, δεδομένου ότι κατεβλήθη το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις σχετικές προσαυξήσεις υπέρ ΤΑΧΔΙΚ, ΤΝ και ΤΤ1ΔΑ (βλ. το με σειρά ++ διπλότυπο της Δ.Ο.Υ. ++ που οι ενάγοντες προσκομίζουν).

Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του αρνείται την ιστορική βάση της αγωγής ισχυριζόμενος επιπλέον ότι τα αναφερόμενα στη μήνυσή του περιστατικά είναι αληθή και περαιτέρω ότι τα ισχυρίσθηκε στο πλαίσιο διαφύλαξης και υπεράσπισης των δικαιωμάτων του έναντι των ενεργειών των εναγόντων και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον ενώ δε συντρέχει στο πρόσωπό του ειδικός σκοπός εξύβρισής τους. Ο ανωτέρω ισχυρισμός συνιστά νόμιμη ένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ ΠΚ, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη και πρέπει να εξετασθεί και κατά την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης της πρώτης ενόγουσας και του εναγόμενου, οι οποίοι εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και οι καταθέσεις τους περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεώς του, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που μετ' επικλήσεώς τους προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 154/1992 ΕλλΔνη 33.814) μερικά εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (336 παρ.4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος, στις 23 Μαΐου 2011, υπέβαλλε αίτηση, δυνάμει του νόμου 3848/2010, προς το Συμβούλιο Επιλογής Διευθυντών Σχολικών Μονάδων για την πλήρωση θέσης Διευθυντή Σχολικής Μονάδας ++. Σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο, και ειδικότερα με το άρθρο 12 ορίζεται ότι κριτήρια επιλογής των στελεχών της εκπαίδευσηςαποτελούν: α) Η επιστημονική-παιδαγωγική συγκρότηση και κατάρτιση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου του υποψηφίου και τα συνυποβαλλόμενα αποδεικτικά στοιχεία, β) Η υπηρεσιακή κατάσταση, καθοδηγητική και διοικητική εμπειρία, όπως προκύπτει από στοιχεία του φακέλου του υποψηφίου, γ) Η συμβολή του υποψηφίου στο εκπαιδευτικό έργο, όπως προκύπτει από τις θέσεις στις οποίες έχει υπηρετήσει, καθώς και η προσωπικότητα και η γενική συγκρότηση του υποψηφίου που αποτιμώνται πρώτον στην περίπτωση των υποψηφίων Διευθυντών σχολικών μονάδων και Ε.Κ. κατά τη μυστική ψηφοφορία του συλλόγου διδασκόντων και δεύτερον στην περίπτωση των υποψηφίων υποδιευθυντών σχολικών μονάδων και Ε.Κ. και υποψηφίων υπευθύνων τομέων Ε.Κ. κατά τη μυστική ψηφοφορία του συλλόγου διδασκόντων. Τρίτον, στην περίπτωση των υποψηφίων Διευθυντών Εκπαίδευσης αποτιμώνται: α) κατά τη μυστική ψηφοφορία των Διευθυντών και υποδιευθυντών σχολικών μονάδων και Ε.Κ., των Προϊσταμένων νηπιαγωγείων και των Προϊσταμένων Δημοτικών Σχολείων και β) κατά την προφορική συνέντευξη ενώπιον του αρμόδιου συμβουλίου επιλογής του άρθρου 16Α. Ακολούθως, σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο, προηγείται η ταξινόμηση των υποψηφίων ανάλογα με τα ουσιαστικό και τυπικά προσόντα τους (τίτλοι σπουδών μεταπτυχιακά κ.λ.π.) ενώ έπεται η διαδικασία της προφορικής συνέντευξης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά την ανωτέρω διαδικασία, η οποία έλαβε χώρα στις ++, ο εναγόμενος μεταξύ των 79 συνυποψήφιων του, έλαβε βαθμολογία 10,86 με άριστα το 15 ενώ παράλληλα ο ίδιος και κατά παράβαση του άρθρο 109 παρ. 2 εδ.δ' Ν.3528/2007, κατέγραψε τη διαδικασία συνέντευξής του ως αναφέρει και ο ίδιος στην με ημερομηνία ++ μη οριστική ένστασή του (βλ. 1η σελίδα αυτής 3η παράγραφος) κατά των αξιολογικών πινάκων, κατά το σκέλος της συνέντευξης του προαναφερόμενου συμβουλίου, το οποίο και συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα. Άμεση συνέπεια της ανωτέρω συμπεριφοράς του εναγόμενου ήταν να του επιβληθεί δυνάμει της υπ'αριθ.++ αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου η πειθαρχική ποινή του προστίμου ίσου με τις αποδοχές τριών (3) μηνών καταβλητέου με την παρακράτηση του 1/8 των μηνιαίων αποδοχών του μέχρι την εξόφληση η οποία επικυρώθηκε με την με αριθ.38/2014 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας το οποίο και απέρριψε την αναστολή εκτέλεσης της προαναφερόμενης απόφασης. Ακολούθως αποδείχτηκε ότι αφότου η 1η ενάγουσα, και Πρόεδρος του Συμβουλίου Επιλογής Διευθυντών Σχολικών Μονάδων, διαπίστωσε τα ως άνω διαβίβασε, ως είχε υποχρέωση, αμελλητί, την ένσταση του εναγόμενου στις ++ στις Αρμόδιες Δικαστικές Αρχές (βλ. τη με αριθ. πρωτ. ++ στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Καρδίτσας). Περαιτέρω ο εναγόμενος υπέβαλλε την με ημερομηνία ++ μήνυση κατά της 1ης, 8ης των εναγόντων καθώς και κατά των μελών του Συμβουλίου Επιλογής Διευθυντών Δημοτικών Σχολείων ++, στην οποία και ανέφερε μεταξύ άλλων ότι "Αντιλαμβάνεται εύκολα και ο πιο ανίδεος για ποιο λόγο έλαβα τη συγκεκριμένη βαθμολογία (10,86) δηλαδή λόγω του ότι οι θέσεις στο ++ ήταν δύο και έπρεπε οπωσδήποτε να τις καταλάβουν οι δικοί μας διότι έχουν προσωπική αλλά και πολιτική φιλία με την Κα ++ γεγονός το οποίο προκύπτει και από το ότι στις τελευταίες συνδικαλιστικές εκλογές του Συλλόγου ήταν υποψήφιοι με συγκεκριμένη παράταξη στην οποία πρόσκειται και η Κα ++", " σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχα με το μέλος του Συμβουλίου και δάσκαλο ++ τον ρώτησα για το βαθμό που μου έβαλε και αφού μου απήντησε ότι μου έβαλε 13, τον ρώτησα γιατί πήρα τόσο χαμηλή βαθμολογία και εκείνος μου απάντησε, αυτή ήταν η επιθυμία της ++", "όπως μου ανέφερε ο ++, πρώην Διευθυντής της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης ++, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων συνάντησε τον ++ ο οποίος του έθεσε την ερώτηση, γιατί αδικήσατε τον ++, αυτός απάντησε, τον αδικήσαμε πράγματι αλλά δε γινόταν αλλιώς έπρεπε να εξυπηρετηθούν κάποιοι άλλοι". Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι συνεπεία της ανωτέρω μήνυσης ήταν η άσκηση ποινικής δίωξης για παράβαση καθήκοντος κατά των ++, ++, ++, ++, ++, ++ και ++, ήτοι των επτά πρώτων των εναγόντων, ενώ περαιτέρω διενεργήθηκε εναντίον τους Ένορκη Διοικητική Εξέταση από την οποία κα απηλλάγησαν (βλ. τη με ημερομηνία ++  έκθεση-πόρισμα της Περιφερειακής Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Στερεάς Ελλάδος). Από την όλη αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι ο εναγόμενος όταν κατέθεσε τη μήνυση, ήταν πεπεισμένος από τη στάση των εναγόμενων, διαβίβαση αμελλητί της ενστάσεώς του εκ μέρους τους στις Αρμόδιες Αρχές ότι αυτοί τον αδικήσανε κατά τη διαδικασία της βαθμολόγησης. Συνακόλουθα από τα προεκτεθέντα το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε τα επίμαχα πραγματικό περιστατικά στο δικόγραφο της μήνυσής του, πεπεισμένος περί τη αλήθειας αυτών με μοναδικό σκοπό να περιφρουρήσει τα συμφέροντα του έναντι των εναγόντων, ορμώμενος και από την έντονη ανησυχία του περί περιελεύσεως του ίδιου σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, εφόσον οι απολαβές από την εργασία του ήταν το μόνο μέσο βιοπορισμού του και όχι με σκοπό να βλάψει την τιμή, την υπόληψη και την προσωπικότητά τους. Πέραν τούτων, από το όλο ύφος του επίμαχου δικογράφου και το περιεχόμενο αυτού, ορωμένου ως συνόλου και όχι από μεμονωμένες φράσεις, δεν καταλείπετε καμία αμφιβολία ότι αυτό (δικόγραφο) εντάσσεται στο πλαίσιο άσκησης του δικαιώματος του για τη λήψη έννομης προστασίας. Σε κάθε πάντως περίπτωση και αν ήθελε υποτεθεί ότι το ως άνω δικόγραφο εμπεριέχει δυσφημιστικά σχόλια για τους ενάγοντες θα πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου περί άρσης του παρανόμου χαρακτήρα της αδικοπραξίας κατ' άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ, αφού αποδείχθηκε αφενός μεν ότι αυτός ενήργησε για τη διασφάλιση δικαιώματός του, αφετέρου δεν αποδείχθηκε ότι αυτός είχε σκοπό να εξυβρίσει τους ενάγοντες. Σημειωτέον ότι από την αποδεικτική διαδικασία δεν προέκυψε ούτε ειδικός σκοπός εξύβρισης εκ μέρους του εναγομένου σε βάρος των εναγόντων, υπό την έννοια ότι ο εναγόμενος για την απόδοση της σκέψεώς του δε χρησιμοποίησε τρόπο που υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, για να προσβάλει την τιμή τους με την αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου ή με την περιφρόνηση αυτών. Η κρίση του ανωτέρω Δικαστηρίου συνάγεται από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ειδικότερα, δε, από την ανωμοτί κατάθεση του εναγόμενου ο οποίος ανέφερε «δεν είναι προσβλητικό, είναι η προσωπική μου κρίση ότι ωφέλησαν τους συνυποψήφιους μου, σύμφωνα με την αξιολογική μου κρίση κάποιοι ωφελήθηκαν», του οποίου δεν αναιρείται βάσιμα και πειστικά από την ανωμοτί  κατάθεση της 1ης ενάγουσας της οποίας η κατάθεση ελέγχεται ως προς την αξιοπιστία της λόγω του έννομου συμφέροντος να αποβεί η δίκη υπέρ αυτής. Πρέπει, επομένως η αγωγή να απορριφθεί καθ' ολοκληρίαν ως ουσιαστικά αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου να επιβληθούν σε βάρος των εναγόντων, λόγω της ήττας τους (άρθρο 176 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΠΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου σε βάρος των εναγόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ .

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Καρδίτσα στις ++ και  δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις ++ χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

aristotelis

Χρη λέγειν τα καίρια

Εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάς` αρετή εστίν.
(Η δικαιοσύνη περικλείει όλες τις αρετές).

Θέογνις (6ος αι. π.Χ.)

 

 

aristotelis

Ένα αστείο είναι κάτι πολύ σοβαρό

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο Θεό και ένα δικηγόρο;

Ο Θεός δεν λέει ότι είναι δικηγόρος.

 


 

aristotelis

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου

Η παγκόσμια επιρροή της Ελληνικής γλώσσας


Επικοινωνία


Γραφείο Αθηνών: Ακαδημίας 33, Β' Όροφος
Τηλέφωνο: 6972422002

Γραφείο Καρδίτσας: Πλαστήρα 12
Τηλέφωνο: 24410 41255

Κινητό: 6972422002
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013