Αριθμός 133/2022

TO ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

Αποτελούμενο από την Ειρηνοδίκη Βασιλική Μιχάλη και την Γραμματέα Αθηνά Νακοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Μαρτίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση:

Της Καλούσας - Ενάγουσας: της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "……………." με ΑΦΜ ……….. ΦΑΕ ……….., η οποία εδρεύει στην ……….., (………….) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία σύμφωνα με την υπ'αριθμ. …………. απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης, η οποία δημοσιεύτηκε στο υπ'αριθμ. ………… τεύχος Β' Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως έγινε διάδοχος και υπεισήλθε στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "…………", της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε με την υπ'αριθμ. ……….. απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.

Του καθ’ ου η κλήση - εναγόμενου: ……………., κατοίκου ……………., (οδός ……….), με ΑΦΜ …….. Δ.Ο.Υ. ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Βρόντο του Πρωτοδικείου Καρδίτσας με AM  

Β) Της αυτοτελώς προσθέτως παρερβαίνουσας: Της αυτοτελώς

προσθέτως παρεμβαίνουσας εταιρίας με την επωνυμία «……………

ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», που εδρεύει στην …….. επί της ………., με αρ. ΓΕΜΗ ………… και έχει νομίμως αδειοδοτηθεί ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της ……… του ΔΣ …….. με AM ……...

Υπέρ: Της αρχικής δικαιοπαρόχου ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας που φέρει την επωνυμία "………. ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", η οποία εδρεύει στην ………., με ΑΦΜ ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.

Του καθ’ ου η αυτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα:  ………. του ………, κατοίκου ……….., με ΑΦΜ …….. Δ.Ο.Υ. …….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Βρόντο του Πρωτοδικείου Καρδίτσας με AM 249.

Η καλούσα - ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από ……… αγωγή της, η οποία κατατέθηκε με αριθμό …….. στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 06-06-2019, όπου και ματαιώθηκε. Στη συνέχεια επανήλθε με την από ...κλήση, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της .... και κατόπιν αναβολών για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από ………. πρόσθετη παρέμβασή της, η οποία κατατέθηκε με αριθμό ……….. στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της ………. και κατόπιν αναβολών για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Ακολούθησε η συζήτηση της υποθέσεως, όπως ειδικότερα σημειώνεται στα πρακτικά.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη αγωγή (αρ. κατ. ……..) νομίμως φέρεται με την με αρ. κατ. ………… κλήση της ενάγουσας προς περαιτέρω συζήτησή της μετά την ματαίωση της δικασίμου της ………, λόγω της διενέργειας των Επαναληπτικών Αυτοδιοικητικών Εκλογών της 2ας Ιουνίου 2019 (άρθρο 230 ΚΠολΔ). Επιπλέον, πέραν της ως άνω αγωγής νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και η από ……… και με αρ. κατ. Δικογράφου …….. αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καλούσας - ενάγουσας προς το σκοπό της αποδοχής της ως άνω αγωγής της, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας. Το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει αμφότερες να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, καθόσον εκκρεμούν ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, τελούν σε σχέση κύριου και παρεπόμενου και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε και μείωση των εξόδων των διαδίκων (άρθρα 31 παρ. 1 και 246 ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση όμως του επιδίκου πράγματος ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων εωσότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος που μεταβίβασε, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, ή σε περίπτωση θανάτου αυτού, ο νομιμοποιούμενος, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΚΠολΔ, να συνεχίσει στο όνομά του τη δίκη, κληρονόμος αυτού. Ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν υπεισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του διαδίκου, ούτε μετά το θάνατο του τελευταίου, αλλά έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει παρέμβαση. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 76 παρ. 1, 80, 83 και 274 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει: "αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, τότε α) αν δεν λάβουν μέρος κανονικά στη δίκη και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272, β) αν δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του μεταξύ εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση". Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 4354/2015: "1. Στις εταιρίες της περίπτωσης του άρθρου 1 παρ. 1 α' της του παρόντος νόμου [ενν. στις εταιρίες διαχείρισης δανείων και πιστώσεων που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα] δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην της περίπτωσης α' της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, ενώ στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: α. Τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, β. Τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871-872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπιστεί με την υπ' αρ... 25-08-2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ' εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013. Τέλος, κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α' 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης". (Μον. Πρ. Πατρ. 127/2022 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση από την υπ' αρ. ……… πράξη κατάθεσης της ως άνω κλήσης προκύπτει ότι η επίσπευση της συζήτησης της υπό κρίσης αγωγής έλαβε χώρα με επιμέλεια της καλούσας - ενάγουσας (βλ. προσαγόμενο αντίγραφο κοινοποιηθέν στον εναγόμενο με επισημείωση επ' αυτού του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο ……… και ημερομηνία ……..). Περαιτέρω, από την με αρ. …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου …… με έδρα το Πρωτοδικείο ………, που προσκομίζει και επικαλείται η προσθέτως παρεμβαίνουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της πρόσθετης παρέμβασης με πράξη ορισμού δικασίμου επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση καλούσα - ενάγουσα, η οποία δεν εμφανίστηκε στη μετ' αναβολών δικάσιμο που σημειώνεται στην αρχή της απόφασης κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά του πινακίου. Εφόσον, όμως εμφανίστηκε στη δίκη η προσθέτως παρεμβαίνουσα υπέρ της ενάγουσας, το Δικαστήριο πρέπει να συζητήσει την υπόθεση ερήμην της υπέρ ης η παρέμβαση (άρθρα 274 παρ. 2 περ. α’, 272 παρ. 2 και 271 ΚΠολΔ).

Η καλούσα - ενάγουσα τραπεζική εταιρία εκθέτει στην αγωγή της ότι ο καθ’ ού η κλήση - εναγόμενος εξέδωσε στις 11 Αυγούστου 2011 στην Καρδίτσα σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "…….", και με πληρώτρια Τράπεζα την "….. Τράπεζα ……." την με αριθμό ……. μεταχρονολογημένη επιταγή με φερόμενη ημεροχρονολογία εκδόσεως την ….., ποσού 5000 ευρώ. Ότι η επιταγή αυτή μετά από σειρά νόμιμων οπισθογραφήσεων μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση και παράδοση του σώματος αυτής στην εταιρία με έδρα τον ………, με την επωνυμία "……….. Α.Ε.", η οποία, δυνάμει της μεταξύ τους σύμβασης ενεχύρασης τίτλων σε διαταγή, της την μεταβίβασε, δια του νομίμου εκπροσώπου της, την 11-08-2011 με νόμιμη οπισθογράφηση "ως αξία ληφθείσα για ενέχυρο" και δη στην τράπεζα "………" (υποκατάστημα ……..), στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της οποίας υπεισήλθε ήδη η καλούσα - ενάγουσα, η οποία, αφού της κατέβαλε το ποσό της επιταγής, εμφάνισε η ίδια, νομότυπα και εμπρόθεσμα, την επιταγή προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στον λογαριασμό του εκδότη της καθ’ ού η κλήση - εναγομένου, γεγονός που ο τελευταίος γνώριζε τόσο κατά τον χρόνο έκδοσής της, όσο και κατά τον χρόνο πληρωμής της ως άνω επιταγής, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι, εξαιτίας της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας ενέργειας του εναγομένου, η ενάγουσα ζημιώθηκε κατά το ποσό της επιταγής. Ενόψει των ανωτέρω, ζητεί η καλούσα - ενάγουσα να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει ως αποζημίωση το ανωτέρω ποσό των 5000 ευρώ, καθώς και το ποσό των 500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί στην δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή, η οποία κατατέθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2015 (αρ. κατ. ……….), παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου που είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. Ια και 22, 35 ΚΠολΔ) κατά τις διατάξεις της τακτικής διαδικασίας που ίσχυαν προ της τροποποίησης του ΚΠολΔ με τον Νόμο 4335/2015 (έναρξη ισχύος αυτού 1-1-2016). Είναι δε πλήρως ορισμένη, δεδομένου ότι περιέχει όλα τα κατά νόμους στοιχεία (άρθρ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ) και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 79 του Ν. 5960/1933, 914, 297, 298, 299, 932, 346 ΑΚ, 907, 908, 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, η ένδικη αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Η προσθέτως παρεμβαίνουσα ισχυρίζεται με το δικόγραφό της ότι αποτελεί εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δυνάμει των διατάξεων του ν. 4354/2015 και ότι ανέλαβε την διαχείριση των απαιτήσεων από τις δανειακές συμβάσεις μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας "…………Α.Ε.", η οποία είχε μεταβιβάσει λόγω ενεχύρου την επίδικη επιταγή στην καλούσα - ενάγουσα, δυνάμει του από ……… Ιδιωτικού Συμφωνητικού Διαχείρισης Απαιτήσεων που συνήψε με την εδρεύουσα στο Δουβλίνο - Ιρλανδίας εταιρία με τη επωνυμία ………..", στην οποία η καλούσα - ενάγουσα έχει μεταβιβάσει τις απαιτήσεις της δυνάμει της από ………. σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων από επιχειρηματικά δάνεια και τα σχετικά παρεπόμενα δικαιώματα που νόμιμα καταχωρίστηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. Με βάση τα περιστατικά αυτά, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζητεί να γίνει δεκτή η συμμετοχή της στη μεταξύ των αρχικών διαδίκων ανοιγείσα δίκη και να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή της υπέρ ης η παρέμβασή της. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η παρέμβαση παραδεκτά ασκείται δια δικογράφου (άρθρ. 81 ΚΠολΔ) και εισάγεται για να συζητηθεί στο Δικαστήριο αυτό κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία. Ωστόσο, από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζει η προσθέτως παρεμβαίνουσα προκύπτει ότι αυτή τυγχάνει διαχειρίστρια της ειδικής διαδόχου της καλούσας - ενάγουσας στην έννομη σχέση από την οποία απορρέουν οι απαιτήσεις της τελευταίας κατά της εταιρίας "…………. Α.Ε." και δη από την υφιστάμενη μεταξύ τους με αριθμό ………. (11-11-2009 σύμβαση Παροχής Πιστώσεως Με Ανοιχτό (Αλληλόχρεο) Λογαριασμό. Ειδικότερα, προκύπτει ότι η ειδική διαδοχή επήλθε με την από 6-12-2019 Σύμβαση Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, η οποία καταχωρίσθηκε στον τόμο ……. με αύξοντα αριθμό ……… του Δημοσίου Βιβλίου, κατά το άρθρο 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με βάση την οποία μεταβιβάστηκαν μεταξύ άλλων απαιτήσεων στην προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρία και οι απαιτήσεις εκ της προαναφερόμενης σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, η δε προσθέτως παρεμβαίνουσα ανέλαβε με το από 6-12-2019 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων που νόμιμα καταχωρίσθηκε στο Δημόσιο Βιβλίο του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτ. ……….. (τόμος ……../αυξ. αρ. ………..) σύμφωνα με την παρ. 14 του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, την διαχείριση απαιτήσεων της ειδικής διαδόχου της ενάγουσας. Με βάση λοιπόν και με τα όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας προκύπτει ότι αντικείμενο των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 4354/2015 είναι η διαχείριση των απαιτήσεων αποκλειστικά από δάνεια και πιστώσεις, που απορρέουν από τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των τραπεζικών ιδρυμάτων (αρχικών δικαιούχων απαιτήσεων) και των πελατών τους. Στην προκειμένη περίπτωση αντικείμενο της παρούσας δίκης είναι η επιδίκαση αποζημίωσης, στη βάση αδικοπρακτικής ευθύνης, λόγω έκδοσης ακάλυπτης επιταγής από τον εκδότη της (εναγόμενο), ο οποίος δεν συνδέεται με συμβατική σχέση με την καλούσα - ενάγουσα τράπεζα. Δεν πρόκειται δηλαδή για διεκδίκηση απαίτησης που προέρχεται από δάνεια και πιστώσεις. Το γεγονός ότι η επιταγή μεταβιβάστηκε από την κομίστρια εταιρία (………….. Α.Ε.) στην καλούσα - ενάγουσα στο πλαίσιο της συμβατικής τους σχέσης δεν ασκεί έννομη επιρροή, ούτε απορρέει από αυτή την μεταβίβαση έννομο συμφέρον της παρεμβαίνουσας να παρέμβει προσθέτως και μάλιστα αυτοτελώς υπέρ της αρχικής διαδίκου καλούσας - ενάγουσας τράπεζας στη δίκη της αδικοπραξίας λόγω έκδοσης ακάλυπτης επιταγής απέναντι σε τρίτο πρόσωπο (εκδότη), καθόσον δεν πρόκειται για δίκη που αφορά στη μεταβιβασθείσα απαίτηση εκ της ανωτέρω σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, και ως εκ τούτου δεν πρόκειται για απαίτηση που απορρέει από την μεταβιβασθείσα έννομη σχέση. Εξάλλου, από τις εκτυπωμένες σελίδες του παραρτήματος της από 6-12-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων όπως αυτές έχουν καταχωρισθεί στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (υπ'αρ. πρωτ. ……, τόμος …., αα …….), προκύπτει ότι μεταβιβάστηκαν οι απαιτήσεις από την με αριθμό ……… σύμβαση πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού, χωρίς να γίνεται κάποια μνεία στην επίδικη επιταγή. Επομένως, η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον της προσθέτως παρεμβαίνουσας να παρέμβει στην δίκη αυτή.

Λόγω της ερημοδικίας της καλούσας - ενάγουσας και της απόρριψης της πρόσθετης παρέμβασης προς υποστήριξη της ενάγουσας - υπέρ ης η παρέμβαση, και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλη ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και υφίσταται τεκμήριο ερημοδικίας της ενάγουσας (272 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς τον εναγόμενο, ο οποίος παραστάθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης και κατέθεσε προτάσεις (βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης), πρέπει να απορριφθεί η αγωγή και τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας και της προσθέτως παρεμβαίνουσας, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 191 παρ. 2, 180, 182,184 ΚΠολΔ), υφισταμένου σχετικού αιτήματος του εναγομένου που υποβλήθηκε με τις εμπρόθεσμες και νομότυπες προτάσεις του. Τέλος, λόγω της ερημοδικίας της ενάγουσας, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρ. 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την με αρ. κατ. ………. αγωγή, όπως αυτή φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την υπ' αρ. κατ. …….. κλήση προς συζήτησής της, και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση (αρ. κατ. ………….), ερήμην της καλούσας - ενάγουσας - υπέρ ης η παρέμβαση.

Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των 150 ευρώ.

Απορρίπτει την πρόσθετη παρέμβαση και την αγωγή.

Καταδικάζει την καλούσα - ενάγουσα και την προσθέτως παρεμβαίνουσα στην εις ολόκληρον καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου, το ποσό των οποίων ορίζει σε 170 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του στις 05 Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ....

ΑΙΤΗΣΗ (841 ΚΠολΔ-ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ)

.....

         

          Στις πέντε (5) του μηνός Αυγούστου του έτους δύο χιλιάδες δέκα εννέα (2019) πέθανε στο...., όπου και κατοικούσε, ο πατέρας μου, ....(υπ` αριθμό .... ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου ). Ο θανών δεν κατέλειπε διαθήκη και άφησε κατά τον χρόνο του θανάτου του μοναδικούς κληρονόμους του 1) την σύζυγό του.... και 2) τις θυγατέρες του, ήτοι : .... όπως όλα τα παραπάνω προκύπτουν από το με αριθμό ... πιστοποιητικό του Γραμματέα του ... και από το με αριθμ. Πρωτ. ...Πιστοποιητικό Πλησιεστέρων Συγγενών που εκδόθηκε από...  Με την με αριθμό ...έκθεση αποδοχής κληρονομίας επ` ωφελεία απογραφής ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου ...., προέβην νόμιμα και εμπρόθεσμα, σε δήλωση αποδοχής της κληρονομίας του αποβιώσαντος με το ευεργέτημα της απογραφής. Κατόπιν σχετικής αιτήσεώς μου, εκδόθηκε η με αριθμό ... απόφαση του Ειρηνοδικείου ...(εκουσία) η οποία όρισε συμβολαιογράφο για την απογραφή την συμβ/φο ....και πραγματογνώμονες-εκτιμητές τους ....... Εις εκτέλεση των ανωτέρω η απογραφή αυτή τελικά διενεργήθηκε και προς τούτο συντάχθηκε η με αρ. .... έκθεση απογραφής κληρονομίας με αξία ενεργητικού...€ και αξία παθητικού ...€ της συμβ/φου ..., η οποία έχει επι λέξει ως εξής ήτοι:

         Μετά δε ταύτα προέβην για τα παραπάνω ακίνητα, στις κάτωθι συμβολαιογραφικές δηλώσεις αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής της ανωτέρω συμβ/φου, ήτοι στις με αρ. ...άπασες της ...  οι οποίες μετεγράφησαν νόμιμα και εμπρόθεσμα.  

          Ωστόσο μετά από αυτά, ανακάλυψα ότι ο θανών είχε στην ιδιοκτησία του και άλλο ακίνητο, το οποίο δεν γνώριζα και το οποίο δεν συμπεριελήφθη στην ανωτέρω απογραφή, ήτοι: ένα διαμέρισμα ... 

          Όταν όμως ζήτησα από την ανωτέρω συμβολαιογράφο, η οποία είχε διενεργήσει την απογραφή, διορισθείσα με την ανωτέρω απόφαση, να τροποποιήσει-συμπληρώσει την ανωτέρω έκθεση συμπεριλαμβάνοντας και το ανωτέρω κληρονομιαίο ακίνητο σ` αυτή, αρνήθηκε με τον ισχυρισμό ότι πέρασε η 4μηνη προθεσμία εντός της οποίας έπρεπε να αποδεχτώ με το ευεργέτημα και δεν περιελήφθη αυτό στην ανωτέρω έκθεση απογραφής.

          Ωστόσο όπως ειπώθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα είχα προβεί στην δήλωση αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής στον κ. γραμματέα του Ειρηνοδικείου..., συνταχθείσης προς τούτο της με αρ. ... σχετικής δήλωσης, η οποία κατά νόμω, αλλά και κατά ρητή αναφορά σ` αυτή, αφορά την κληρονομιαία περιουσία που ήθελε τυχόν ευρεθεί (ενεργητικό και παθητικό) και όχι συγκεκριμένα ακίνητα κλπ

          Επειδή κατ` άρθρο....

Αριθμός απόφασης:       197/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Δημήτριο Κολοκοτρώνη, Πρωτόδικη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Καρδίτσας και από την Γραμματέα 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ...για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει στην ……… η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Ανδρέα Βρόντου ...ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΚΑΘΉΣ Η ΚΛΗΣΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, ……… .η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από ……… ανακοπή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, λαμβάνοντας αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΜΕΙΜΠ ………., εγγράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί αρχικά στη δικάσιμο της 16-11-2022, κατόπιν δε της υποβολής εκ μέρους της ανακόπτουσας της από 07-07-2022 αίτησης προτίμησης κατ’αρ.226 παρ.5 ΚΠολΔ, επαναπροσδιορίστηκε ως κατεπείγουσα η υπόθεση δυνάμει της από 07-07-2022 πράξης της Προέδρου Πρωτοδικών …….. για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, στην οποία και φέρεται προς συζήτηση με την με αρ.κατ. ΜΕΙΜΠ ………. κλήση της ανακόπτουσας.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται παραπάνω, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά της συνεδρίασης.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από ……… ανακοπή της ανακόπτουσας, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, λαμβάνοντας αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΜΕΙΜΠ …….., εγγράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί αρχικά στη δικάσιμο της 16-11-2022, κατόπιν δε της υποβολής εκ μέρους της ανακόπτουσας της από 07-07-2022 αίτησης προτίμησης κατ’αρ.226 παρ.5 ΚΠολΔ, επαναπροσδιορίστηκε ως κατεπείγουσα η υπόθεση δυνάμει της από 07-07-2022 πράξης της Προέδρου Πρωτοδικών ……… για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, στην οποία και φέρεται νόμιμα προς συζήτηση με την με αρ.κατ. ΜΕΙΜΠ …….. κλήση της ανακόπτουσας.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1α ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015: «ανακοπή, σύμφωνα με το άρθρο 933, είναι παραδεκτή: α) αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης». Κατά το εδ. β της ίδιας διάταξης: «αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μέσα σε τριάντα (30) μέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα (60) μέρες αφότου μεταγράφει η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα». Σύμφωνα με την παρ. 2 της ίδιας διάταξης: «αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τελευταία πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης». Σταδιακή προσβολή των πράξεων εκτέλεσης σημαίνει ότι ανάλογα με το αντικείμενο της, η εκάστοτε ανακοπή κατά της εκτέλεσης θα πρέπει να ασκείται σε καθορισμένες από τον νόμο προθεσμίες. Το πρώτο στάδιο προσβολής των πράξεων εκτέλεσης περιλαμβάνει τους λόγους ανακοπής που βάλλουν κατά του κύρους του εκτελεστού τίτλου της προδικασίας και της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 II 2 και 995 IV 2, καθώς επίσης και κατά της εκτελούμενης απαίτησης. Η προθεσμία της ανακοπής που επιδιώκει την ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω των ανωτέρω ελαττωμάτων, ορίζεται ενιαία σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης (εν είδει απώτατου χρονικού ορίου άσκησης ανακοπής), όταν η εκτέλεση επισπεύδεται για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Κατά το γράμμα του νόμου, αφετηρία της προθεσμίας των 45 ημερών αποτελεί η ημέρα της κατάσχεσης. Αποτελεί όμως η διατύπωση αυτή μάλλον σχήμα κατά συνεκδοχή. Η γνώση του καθ’ ου είναι απαραίτητη για την εκκίνηση της ανωτέρω προθεσμίας και η γνώση αυτή εξασφαλίζεται με την επίσημη επίδοση στον ίδιο του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης. Και αν μεν αυτός είναι παρών κατά την κατάσχεση, το αντίγραφο αυτό επιδίδεται στον ίδιο, μόλις περατωθεί η κατάσχεση. Αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το επιδιδόμενο έγγραφο, τότε συντάσσεται απλώς έκθεση για την άρνηση του. Αν όμως αυτός είναι απών κατά την κατάσχεση ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης, επακολουθεί επίδοση αντιγράφου αυτού στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη το αργότερο την επόμενη ημέρα της περατώσεως της κατασχέσεως, αν αυτός έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την περάτωση της κατάσχεσης (955 I, 995 I). Επομένως η προθεσμία των 45 ημερών ξεκινά κανονικά από την επίδοση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Αν όμως αυτός παρίσταται κατά την κατάσχεση αλλά αρνείται να παραλάβει το αντίγραφο αυτό, δεν προβλέπεται από το νόμο επίδοση του στον ίδιο, οπότε η αφετηρία της προθεσμίας θα είναι, για τη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, αναπόφευκτα, η ημέρα περατώσεως της κατάσχεσης. Στο πρώτο στάδιο ανήκουν πρωτίστως οι αντιρρήσεις κατά του εκτελεστού τίτλου (αντιρρήσεις που αφορούν την εγκυρότητα του τίτλου) καίτοι αυτό δεν αναφέρεται στο άρθρο 934 I στοιχ. α' ΚΠολΔ (προφανώς από παραδρομή). Οι λόγοι που αφορούν την εγκυρότητα του τίτλου είναι τα διάφορα τυπικά ή ουσιαστικά ελαττώματα. Τυπικά ελαττώματα του τίτλου είναι οι ελλείψεις που αφορούν τον τίτλο ως έγγραφο λχ δεν έχει περιαφθεί αυτός τον εκτελεστήριο τύπο, το συμβολαιογραφικό έγγραφο έχει ελλείψεις που οδηγούν σε ακυρότητα κτλ. Ουσιαστικά ελαττώματα του τίτλου είναι όλα τα υπόλοιπα ελαττώματα του τίτλου λ.χ. δεν προκύπτει η ποσότητα της παροχής (916 ΚΠολΔ) ή δεν συγκοινοποιήθηκαν μ’ αυτόν και τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλήρωση της αίρεσης ή επισπεύδεται εκτέλεση με βάση οριστική απόφαση που δεν κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή κ.ο.κ. Ουσιαστικό ελάττωμα υφίσταται και όταν ο επισπεύδουν δεν φέρεται ως δικαιούχος της ενσωματωμένης στον τίτλο αξίωσης ή ο καθ’ ου η εκτέλεση δεν είναι από τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται παθητικά να ανεχθούν την εκτέλεση με βάση τον τίτλο αυτό. Η δεύτερη κατηγορία ελαττωμάτων που εντάσσονται στο πρώτο στάδιο αφορά στις ακυρότητες των πράξεων της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η προδικασία εξαντλείται κυρίως στην επίδοση προς τον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη αντιγράφου του απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση. Οι λόγοι που στρέφονται κατά του κύρους της επιταγής υπόκεινται στην ανωτέρω προθεσμία των 45 ημερών του άρθρου 934 I στοιχ. α`, είτε αφορούν στο περιεχόμενο, είτε στην επίδοση της στον καθ’ ου η εκτέλεση (λ.χ. η επίδοση δεν είναι νόμιμη, επειδή η θυροκόλληση του επιδοτέου εγγράφου δεν συνοδεύθηκε από τις ενέργειες που επιτάσσει το άρθρο 128 παρ. 4 ΚΠολΔ) ή δεν συνοδεύθηκε και από τα έγγραφα που νομιμοποιούν τον επισπεύδοντα καθολικό ή ειδικό διάδοχο (925 ΚΠολΔ). Στην ίδια προθεσμία υπάγονται και οι λόγοι της ανακοπής που αφορούν σε προγενέστερες (ή και μεταγενέστερες) της επιταγής πράξης εκτέλεσης, λ.χ. στη χορήγηση της εντολής (927 ΚΠολΔ) στο δικαστικό επιμελητή ή και σε μεταγενέστερες, εφόσον αυτές προηγούνται χρονικά από την κατάσχεση ή άλλη αντίστοιχη μ’ αυτή διαδικαστική πράξη. Στο πρώτο στάδιο (934 στοιχ. α) ανήκουν φυσικά και οι αιτιάσεις που αφορούν στη μη τήρηση της τριήμερης προθεσμίας του άρθρου 926 I ΚΠολΔ. Στο πρώτο στάδιο προσβολής των πράξεων εκτέλεσης μετατοπίσθηκαν και οι λόγοι ανακοπής που αμφισβητούν την εγκυρότητα των πράξεων της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (934 στοιχ. α'). Πρόκειται για ατασθαλίες οι οποίες επιδρούν ακυρωτικά σε κάποια πράξη της διαδικασίας της εκτέλεσης που επιχειρήθηκε από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης μέχρι και, τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 II 2 και 995 IV 2. Στην πρώτη γραμμή εντάσσονται ελαττώματα της εκθέσεως κατασχέσεως (λχ κατασχέθηκε πράγμα ακατάσχετο κατά νόμο), ή επιβλήθηκε κατάσχεση σε ακίνητο που αγοράσθηκε από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας και απαγορευόταν η διάθεση του (175 ΑΚ) κατά τις διατάξεις του ν. 1641/1986 κτλ. Στην κατηγορία των ελαττωμάτων που αφορούν την κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης εντάσσεται και η κατά το άρθρο 951 παρ. 2 ΚΠολΔ παραβίαση της αρχής τΠζ αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι ο επισπεύδων δανειστής κατέσχεσε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη απ’ όσα είναι αναγκαία για την ικανοποίηση της απαίτησης του [Νικ. Θ. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, τόμος II, ειδικό μέρος, 2η έκδοση, σελ. 162-163, αρθμ. 22], Τέλος στην προθεσμία του πρώτου σταδίου ασκούνται και οι ανακοπές που αμφισβητούν την εκτελούμενη αξίωση (απαίτηση). Τα ελαττώματα της απαίτησης επιδρούν σε όλες τις πράξεις της εκτελέσεως, από την πρώτη μέχρι και την προτελευταία που είναι η δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης (955 II 2, 995 IV 2). Η τελευταία πράξη της εκτέλεσης, (ο πλειστηριασμός στην περίπτωση της εκτέλεσης προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων) δεν προσβάλλεται με λόγο που αφορά στην απαίτηση. Διευκρινίζεται ότι η ανακοπή κατά της εκτέλεσης, που αφορά στην απαίτηση, έχει πάντοτε ως αίτημα την ακύρωση συγκεκριμένης πράξης εκτέλεσης (λχ. της επιταγής, της εκθέσεως κατασχέσεως) και απλώς ο λόγος που προκαλεί την ακυρότητα αυτή και στηρίζει το αίτημα της ανακοπής είναι η ελαττωματικότητα της απαίτησης. Οποιοσδήποτε φύσεως ελάττωμα της εκτελούμενης απαίτησης, είτε αφορά στη γένεση, είτε στην άσκηση, είτε στην απόσβεση αυτής, μπορεί να προβληθεί με την εν λόγω ανακοπή. Ως και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχέσεως στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων μπορεί να ασκηθεί ανακοπή, η οποία στηρίζεται σε οποιοδήποτε γεγονός παρακωλυτικό ή δικαιοκωλυτικο της γενέσεως (πχ εικονικότητα, αίρεση, προθεσμία, έλλειψη τύπου, αντίθεση στα χρηστά ήθη κτλ) ή της ασκήσεως (πχ παραγραφή, κατάχρηση δικαιώματος) ή της αποσβέσεως της (εξόφληση, άφεση χρέους, ανανέωση, συμβιβασμός, συμψηφισμός κτλ). Στην ίδια ως άνω προθεσμία υπόκεινται οι αντιρρήσεις του οφειλέτη σχετικά με το ύψος του επιτασσόμενου για την απαίτηση ποσού (Νικ. Θ. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Γενικό Μέρος, τόμος I, 2η  έκδοση, 2017, σελ. 615-621, αριθμ. 14, 15, 17, 18, 19, 20). Συγκριτικά με το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, παρατηρείται ότι για τις πλημμέλειες των πράξεων εκτέλεσης από την επιταγή έως την κατάσχεση ορίζεται πλέον ρητή προθεσμία από την ημερομηνία της κατάσχεσης, που συρρικνώνεται αρκετά σε σύγκριση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, όπου η προθεσμία επεκτεινόταν έως την έναρξη της σύνταξης έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Ζήτημα ανακύπτει για τους οψιγενείς ισχυρισμούς και τα ελαττώματα της διαδικασίας που έχουν λάβει χώρα μετά τις 45 ημέρες από την κατάσχεση, οπότε λήγει η προθεσμία του πρώτου σταδίου και μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, οπότε αρχίζει το δεύτερο στάδιο προσβολής τα εκτελεστικής διαδικασίας, ως προς τις πλημμέλειες που εμφιλοχώρησαν από τότε μέχρι την τελευταία πράξη της σύνταξης έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Είναι σαφές ότι υφίσταται κενό προθεσμίας ως προς τη δυνατότητα προβολής των ως άνω ελαττωμάτων. Στο προϊσχύον δίκαιο υπενθυμίζεται ότι ανάλογοι ισχυρισμοί μπορούσαν να προβληθούν ως λόγοι ανακοπής στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ, ήτοι μέχρι τη σύνταξη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατάργηση του ενδιάμεσου σταδίου στο ισχύον άρθρο 934 ΚΠολΔ δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα προβολής των ως άνω ισχυρισμών που έλαβαν χώρα μετά την παρέλευση της προθεσμίας του πρώτου σταδίου, ήτοι της προθεσμίας των 45 ημερών από την κατάσχεση και μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού. Η προταθείσα λύση για άσκηση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής με λήψη ασφαλιστικών μέτρων για αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας ενδέχεται να καθυστερήσει τη διαδικασία σε αντίθεση με το πνεύμα του νομοθέτη (Ν. 4335/2015) για γρήγορη διεκπεραίωση της διαδικασίας εκτέλεσης. Περαιτέρω κατάλληλο ένδικο βοήθημα και για τα ελαττώματα της διαδικασίας που έχουν λάβει χώρα μετά τις 45 ημέρες από την κατάσχεση θα πρέπει να είναι η ανακοπή κατ’ αντιστοιχία με την πρόβλεψη ανακοπής για τα ελαττώματα των δύο σταδίων του νέου άρθρου 934 ΚΠολΔ. Η νομοθετική αυτή αβλεψία στερεί από τον οφειλέτη το δικαίωμα δικαστικής προστασίας καθόσον στερείται του   δικαιώματος του να προσβάλλει τα ελαττώματα της διαδικασίας με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ που μεσολάβησαν μετά τη λήξη του πρώτου σταδίου και πριν από την έναρξη του δευτέρου σταδίου του άρθρου 934 ΚΠολΔ. Εδώ μία λύση θα μπορούσε  να παράσχει η δυνατότητα τα ελαττώματα αυτά να προβληθούν στην προθεσμία του δεύτερου σταδίου (που κατά το προϊσχύσαν δίκαιο αντιστοιχούσε στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 εδ. γ' ΚπολΔ), καθόσον γίνεται δεκτό ότι στην εν λόγω προθεσμία μπορούν να προβληθούν και ελαττώματα που εμφιλοχώρησαν ακόμη και πριν από τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού, εφόσον επιδρούν ακυρωτικά στον τελευταίο. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται δεκτό ότι όπου είναι αδύνατη και μάλιστα στις δίκες περί την εκτέλεση η τήρηση ορισμένης προθεσμίας, τότε υφίσταται νομοθετικό κενό που κατανάγκην θα πληρωθεί με τη μέθοδο της αναλογίας από την πλησιέστερη εφικτή προθεσμία (ΕφΠειρ 334/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, X. Μιχαηλίδου, η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 1η έκδοση 2017, σελ. 314-315).

Με την υπό κρίση ανακοπή και για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται σ’ αυτή, η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η ανακοπή της και να ακυρωθεί η από ……… επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’αριθμ……… διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου …… και να καταδικαστεί η καθ’ης η ανακοπή στα δικαστικά έξοδά της. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο, αφού ο μεν εκτελεστός τίτλος εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο, το δε κατασχεθέν ακίνητο βρίσκεται στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου ……. (άρθρο 933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο Ν. 4335/2015 και το άρθρο 207 παρ. 2 Ν. 4512/2018). Νομίμως δε εισάγεται για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο Ν. 4335/2015. Ειδικότερα, στο άρθρο 1.9 του Ν. 4335/2015 (μεταβατικές διατάξεις), ορίζεται με γενική αφορώσα την εκτέλεση ρύθμιση ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016. Ως κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη του νέου δικαίου θα πρέπει να θεωρείται ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της ένδικης κύριας εκτελεστικής διαδικασίας διά της επιβολής κατασχέσεως (βλ. ΜΠρΘεσ 299/2019, αδημ. ΜΠΛαμ 223/2016, ΜΠρΤρικ 249/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και σε θεωρία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν 4335/2015, Αρμ. 2016/1 επ., 13-14, Β. Χατζηϊωάννου, Το διαχρονικό δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, ΕΠολΔ 2017,587 βλ. όμως και αντίθετη θέση σε ΜΠρΑΘ 7189/2016 με σύμφωνες παρατηρήσεις Π. Γιαννόπουλου σε ΕΠολΔ 2017,68 επ. και Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως 12,2017, παρ. 4, αριθ. 8, σελ. 82). Η ανακοπή, η οποία επιδόθηκε στην καθ’ης την 13-07-2022, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ……….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο ………, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, καθώς την 11-06-2022 έλαβε χώρα η εκ μέρους της καθ’ης επίδοση στην ανακόπτουσα της υπ’αριθμ……… δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου …….. με την οποία ορίστηκε ημερομηνία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού η ………, όπως προκύπτει από την επισημείωση στο επιδοθέν αντίγραφο της δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού της δικαστικής επιμελήτριας με έδρα στο Πρωτοδικείο ……….., ……….., η δε γνωστοποίηση της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e- ΕΦΚΑ) την 14-09-2022, ήτοι εντός της προθεσμίας της, σύμφωνα και με την ανωτέρω μείζονα σκέψη, αναλογικά εφαρμοζόμενης διάταξης του άρθρου 934 παρ.1 β’ ΚπολΔ, όπως ισχύει, δεδομένου ότι δεν έχει διενεργηθεί πλειστηριασμός και του ότι εν προκειμένω δεν θα μπορούσε να τηρηθεί η προθεσμία του αρ. 934 παρ. 1α’ ΚΠολΔ με ευθεία εφαρμογή αυτής της διάταξης, καθώς πριν την επίδοση της ανακοπτόμενης επιταγής προς εκτέλεση, είχε ήδη λάβει χώρα η κατάσχεση ενός ακινήτου ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας την 20-02-2018, δυνάμει της υπ’αριθμ……….. έκθεσης κατάσχεσης της ανωτέρω δικαστικής επιμελήτριας. Συνεπώς, η υπό κρίση ανακοπή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Κατ’ άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ, φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο που είναι κατά το νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα. Εξάλλου, με το άρθρο 36 παρ. 2 στοιχ. γ’ ν.4194/2013 ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να προβαίνει σε έκδοση επικυρωμένων αντιγράφων κάθε είδους εγγράφων, τα δε αντίγραφα αυτά έχουν πλήρη ισχύ ενώπιον οποιοσδήποτε δικαστικής ή άλλης αρχής, καθώς και έναντι ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων. Κατά την έννοια δε του ίδιου άρθρου, το έγγραφο υπάρχει στα χέρια του δικηγόρου αν αυτός το κατέχει, προσωρινά έστω, και ανεξάρτητα από τη χρονική διάρκεια, όταν εκδίδει το αντίγραφο. Για το κύρος της επικύρωσης φωτοτυπίας, με βεβαίωση από δικηγόρο της ακρίβειάς της, δεν είναι, σε περίπτωση προσωρινής κατοχής του πρωτοτύπου, αναγκαία η πανηγυρική διατύπωση αυτού του γεγονότος στη σχετική έγγραφη βεβαιωτική πράξη του δικηγόρου, αλλά αρκεί να συνάγεται βεβαίωση και του γεγονότος αυτού από την όλη διατύπωση της πράξης. Τέτοια δε έμμεση βεβαίωση προσωρινής κατοχής του εγγράφου από τον δικηγόρο μπορεί να ενέχει και η φράση ότι το επικυρούμενο είναι «ακριβές φωτοαντίγραφο από το πρωτότυπο», αφού αυτή λογικά προϋποθέτει την υλική ενέργεια παραβολής της φωτοτυπίας προς το πρωτότυπο και τη διαπίστωση της συμφωνίας προς αυτό, πράγμα που σημαίνει την έστω και βραχύχρονη κατοχή του πρωτοτύπου από τον δικηγόρο, ο οποίος το παραβάλλει προς την φωτοτυπία που επικυρώνει (ΑΠ 1579/2005, ΜΠρΚερκ 257/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, διατείνεται η ανακόπτουσα ότι είναι ακυρωτέα η προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση, διότι η τελευταία της επιδόθηκε κάτωθι ενός φωτοτυπημένου αντιγράφου της διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, παρά πόδα του οποίου, φωτοτυπημένα επίσης, με ημερομηνία 03-05-2022, αναγράφεται ότι αποτελεί αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’αριθμ.64/2009 διαταγής πληρωμής που είναι κατατεθημένη στην υπ’αριθμ.47.542/01-03-2018 πράξη συμβολαιογράφου αγνώστου ονόματος, λόγω του δυσδιάκριτου της υπογραφής. Ότι στη φωτοτυπία αυτή της διαταγής πληρωμής που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο βάσει του οποίου επισπεύδεται σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση, δεν υπάρχει πρωτότυπη υπογραφή και σφραγίδα οποιουδήποτε συμβολαιογράφου ορισθέντος ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού και συνεπώς δεν αποτελεί η φωτοτυπία αυτή επίσημο αντίγραφο του απογράφου κατ’αρ.918 παρ.6 ΚΠολΔ, εξαχθέν από το αρχείο του συμβολαιογράφου. Ότι επιπλέον, η πληρεξούσια δικηγόρος της επισπεύδουσας, ...., έθεσε την σφραγίδα της ανάμεσα σε αυτή την απλή φωτοτυπία και στο παρά πόδα αυτής φύλλο όπου ανέγραψε την επιταγή προς πληρωμή, πλην όμως αυτό δεν αίρει την ακυρότητα και δεν αναβιβάζει την απλή φωτοτυπία σε επίσημο αντίγραφο, αφού το α’ εκτελεστό απόγραφο δεν ήταν στα χέρια της έτσι ώστε να εξάγει ακριβές αντίγραφο εξ αυτού, αλλά ήταν κατατεθειμένο σε συμβολαιογράφο, υπάλληλο του πλειστηριασμού. Ότι η ανωτέρω επιταγή προς εκτέλεση είναι άκυρη χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης βλάβης κατ’αρ.925 και 159 παρ.1 ΚΠολΔ, διότι την τήρηση της διάταξης του αρ.918 παρ.6 ΚΠολΔ την επιβάλλει ο νόμος επί ποινή ακυρότητας, άλλως βάσει της διάταξης του αρ.159 παρ.2 ΚΠολΔ, επίσης ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης, διότι παραβιάζονται οι γενικές αρχές της εκτελεστικής διαδικασίας και ειδικότερα της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης με την μη έγκυρη κοινοποίηση αντιγράφου από το απόγραφο. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα ο παραπάνω λόγος είναι παραδεκτός και νόμιμος και πρέπει να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από τη διάταξη του άρθρου 924 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 904, 918 και 919 επ. ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή με την οποία άρχεται η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του οφειλομένου ποσού, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Πρέπει όμως, να περιέχει ακριβή και σαφή καθορισμό της απαίτησης, διαφορετικά προκαλείται ακυρότητα της επιταγής, εάν κατά την κρίση του Δικαστηρίου προκύπτει βλάβη από αυτή την παράλειψη, η οποία μπορεί να θεραπευτεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ.ΙΙ, αρ. 8, σελ. 497, εκδ.2017). Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν, θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυριστεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Ειδικότερα, στην περίπτωση που ο οφειλέτης ισχυρίζεται ότι η απαίτηση έχει αποσβεσθεί ή ότι έχει λάβει χώρα παράνομος ή εσφαλμένος υπολογισμός των τόκων ή ότι υφίσταται εν γένει ανακρίβεια κονδυλίων, εναπόκειται σε αυτόν η επίκληση και απόδειξη των κρίσιμων περιστατικών (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος II, υπό το άρθρο 924, παρ. 9, σελ. .565). Εφόσον, δηλαδή, γίνει ο διαχωρισμός σε κεφάλαιο, τόκους και κατ’ ιδίαν έξοδα, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και εναπόκειται στον οφειλέτη να επικαλεστεί και να αποδείξει τον εσφαλμένο υπολογισμό ή τον παράνομο εκτοκισμό, μέσω της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Οι καταβολές του οφειλέτη δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ένστασης του οφειλέτη. Αν η επιταγή έγινε για ποσό μεγαλύτερο από το πράγματι οφειλόμενο, ακυρότητα επέρχεται μόνο κατά το επί πλέον ποσό. Δεν πάσχει, όμως, από καμία ακυρότητα για το πράγματι οφειλόμενο ποσό για το οποίο νόμιμα αρχίζει και προχωρεί η αναγκαστική εκτέλεση (Εφ. Πατρ. 1083/2006, Ά δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η αμφισβήτηση, ακόμη και η μερική μόνο απόσβεση της επίδικης απαίτησης, οποτεδήποτε αν έγινε, δεν συνεπάγεται την ακύρωση των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, γιατί το εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να ισχυροποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση, εφόσον ο ανακόπτουν οφειλέτης δεν προσφέρεται στην εκπλήρωση του εκτελουμένου τίτλου, κατά το ποσό που αυτός είναι έγκυρος, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων, το δε ζήτημα του ύψους της απαίτησης, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, εξετάζεται κατά την κατάταξη (ΕφΑιγ 97/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ. Πειρ. 328/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, η αναφορά του είδους των τόκων σε συσχετισμό με το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα είναι αρκετή, ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση να παρακολουθήσει και να αντιληφθεί τα περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η οφειλή, ώστε να μπορεί να τα ελέγξει και να αντιτάξει την άμυνά του (ΑΠ 72/1995 ΕλλΔνη 38.585, ΕφΔωδ 07/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 259/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠειρ 1041/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», Μ Π Σερ 139/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΠειρ 2186/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»). Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η δυνάμει της με αριθμό ……… διαταγής πληρωμής από ……. επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ ης το κεφάλαιο ποσού 103.289,91 ευρώ εντόκως από 01-01-2009 έως την εξόφληση, είναι άκυρη λόγω της αοριστίας της, καθώς δεν καθορίζει ακριβώς την έκταση της απαίτησης της επισπεύδουσας, αφού δεν αναφέρει εάν πρόκειται για τοκισμό με συμβατικούς ή τόκους υπερημερίας, ποιο ήταν το ποσοστό αυτών και σε τι κεφάλαιο αναλογούν οι τόκοι αυτοί, στερώντας της κατά τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα του ελέγχου της ακρίβειας των υπολογισμών και του ύψους των κονδυλίων, προκαλώντας της δικονομική βλάβη. Ο δεύτερος λόγος αυτός ανακοπής προβάλλεται παραδεκτά και είναι νόμιμος, οπότε θα πρέπει να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 924 παρ. 1 εδ. β' και 118 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στην επιταγή που γράφεται κάτω από το αντίγραφο του απογράφου πρέπει να προσδιορίζεται η απαίτηση με τρόπο σαφή, ορισμένο και αναμφίβολο. Ειδικότερα, επί εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως, είναι αόριστη και άκυρη η επιταγή που επιτάσσει τον καθ'ου να πληρώσει ορισμένο χρηματικό ποσό για δαπάνη απογράφου, αντιγράφου του απογράφου, εξόδων επίδοσης και σύνταξη επιταγής, χωρίς να διευκρινίζει αναλυτικά το ποσό για την κάθε μία από τις παραπάνω δαπάνες. Ο ακριβής αυτός καθορισμός επιβάλλεται για να καταστεί δυνατή η συμμόρφωση των επιτασσόμενων ανακοπτόντων, η άμυνα αυτών και η περαιτέρω εκτέλεση (Μπρίνια, Αναγκ. Εκτ. 1978, σ. Α\ άρθρ. 924, παρ. 115, ΕφΑΘ 3785/1975 ΝοΒ 23,1275, ΕφΘεσ 635/1997 ΕλλΔνη 1997, 1895, ΕφΙω 41/1974 ΝοΒ 23, 365, ΜΠρΘεσ 31899/1999 Αρμ 2001,1373)• Το ανεκαθάριστο, όμως, των ως άνω κονδυλίων δεν συνεπάγεται ακυρότητα ολόκληρης της επιταγής, αλλά μόνον των κονδυλίων αυτών (Μπρίνια, ο.π. παρ. 116, ΑΠ 1445/1980 ΝοΒ 29, 707» ΑΠ 237/1976 ΝοΒ 24, 781, ΑΠ 190/1974, ΝοΒ 22,1061, ΕφΑΘ 5213/1982 Αρμ 37, 786, ΕφΑΘ 7885/1982 ΕλλΔνη 24, 72 και ΕφΑΘ 805/1987 ΕλλΔνη 29, 306, ΜΠρΑΘ 2379/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον τρίτο λόγο ανακοπής, η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή είναι αόριστη και ως τέτοια πρέπει να ακυρωθεί καθόσον δεν προσδιορίζει αναλυτικά πως επιμερίζεται το ποσό των 1.350,00 ευρώ δια του όποιου επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ'ης έξοδα αναφορικά με την α’ επιταγή για αντίγραφο, αντιγραφικά δικαιώματα σύνταξής της, παραγγελίας προς επίδοση και επίδοσή της, με αποτέλεσμα να μην δύναται να επαληθεύσει εάν τα ανωτέρω έξοδα έχουν υπολογιστεί σωστά. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την ανακοπτόμενη επιταγή που προσκομίζεται, η καθ’ ης δεν καθορίζει επακριβώς τη δαπάνη για το ανωτέρω κονδύλιο ώστε να κριθεί η νομιμότητα καθενός εξ αυτών, ήτοι για αντίγραφο, αντιγραφικά δικαιώματα σύνταξης, παραγγελίας προς επίδοση και επίδοσης της συνταχθείσας από 23-02-2009 α’ επιταγής, και συνεπώς, σύμφωνα και με την εκτεθείσα μείζονα σκέψη στα πλαίσια του δεύτερου και του τρίτου λόγων ανακοπής, πρέπει η ανακοπτόμενη επιταγή να ακυρωθεί όχι στο σύνολό της, αλλά μόνο κατά το υπερβάλλον ως ανωτέρω ποσό, ήτοι ως προς το ποσό των 1.350,00 ευρώ.

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως επικαλουμένων και προσκομιζομένων εγγράφων, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα (άρθρα 339 και 395 ΚΠολΔ) για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκε ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στην ανακόπτουσα κάτωθι ενός φωτοτυπημένου επίσημου αντιγράφου της υπ’αριθμ……….. διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου ………., παρά πόδα του οποίου, φωτοτυπημένα επίσης, με ημερομηνία 03-05-2022, βεβαιώνεται από την υπάλληλο του πλειστηριασμού και Συμβολαιογράφο ………., ότι αυτό αποτελεί ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο από το πρώτο (Α) εκτελεστό απόγραφο της υπ’αριθμ……….. διαταγής πληρωμής, εκδιδόμενο κατ’αρ.918 παρ.6 ΚΠολΔ, του πρωτοτύπου κατατεθημένου στην υπ’αριθμ………. πράξη της, η δε βεβαίωση αυτή φέρει τη σφραγίδα και την υπογραφή της υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Περαιτέρω, η πληρεξούσια δικηγόρος της καθ’ης, ….. , κατά τη σύνταξη της ανακοπτόμενης επιταγής προς εκτέλεση, επικύρωσε ως ακριβές το αντίγραφο της διαταγής πληρωμής, βεβαιώνοντας ότι το φωτοαντίγραφο αυτό, συνιστά «ακριβές αντίγραφο αντιπεφωνημένο από το εις χείρας μας ακριβές αντίγραφο εξαχθέντος κατ’άρθρο 918 παρ.6 ΚΠολΔ εκ του κατατεθέντος με την με αρ……… πράξη της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου Συμβολαιογράφου ………., του με αριθμό ……… πρώτου απογράφου εκτελεστού της με αριθμό ……… διαταγής πληρωμής ...» και έθεσε την σφραγίδα της ανάμεσα στο αντίγραφο της διαταγής πληρωμής και στο παρά πόδα αυτής φύλλο όπου ανέγραψε την επιγταγή προς πληρωμή, την οποία και υπέγραψε. Ωστόσο, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη στα πλαίσια εξέτασης του πρώτου λόγου ανακοπής, μόνη η επικύρωση εκ του πρωτοτύπου που αναγράφεται στο αντίγραφο του άνω εγγράφου που κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα αρκεί για να καταδείξει έστω και την βραχύχρονη κατοχή του πρωτοτύπου, ήτοι του επίσημου αντιγράφου της διαταγής πληρωμής κατ’αρ.918 παρ.6 ΚΠολΔ, από τη δικηγόρο, η οποία και το παρέβαλε προς την φωτοτυπία που επικύρωσε, χωρίς να ενδιαφέρει αν το πρωτότυπο της επιδείχθηκε για την εν λόγω επικύρωση ή αν το είχε ανέκαθεν στην κατοχή της, καθότι και στην πρώτη περίπτωση της επίδειξης, τούτο αυτόματα συνεπάγεται και προσωρινή κατοχή του εγγράφου για τις ανάγκες της αντιπαραβολής και της περαιτέρω βεβαίωσης. Εξάλλου, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 449, 438 ΚΠολΔ, 36 παρ. 2β ν. 4194/2013 όταν ο δικηγόρος βεβαιώνει την ακρίβεια του αντιγράφου από κυρωμένο αντίγραφο, με τεθείσα κάτω από αυτό σφραγίδα και υπογραφή του, το εκδιδόμενο αυτό αντίγραφο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, παρά μόνον με την προσβολή του ως πλαστού, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 767/1988 ΕλΔ 1989, 564, ΕφΠειρ 950/2005 ΠειρΝομ 2006, 59, Βαθρακοκοίλη, Β., ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Β, άρθρο 449, αριθ. 12), ώστε στην προκειμένη περίπτωση, που κατά τα ιστορούμενα στον ένδικο λόγο είχαν τεθεί επί του επίμαχου αντιγράφου από δικηγόρο τα ανωτέρω στοιχεία βεβαίωσης περί της ιδιότητάς του ως ακριβές αντίγραφο, δεν δύναται να αμφισβητηθεί το κύρος αυτού (αντιγράφου) χωρίς να προσβληθεί ως πλαστό, ισχυρισμό τον οποίο δεν προβάλλει η ανακόπτουσα. Επομένως ο πρώτος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο διατακτικό της η υπ’αριθμ.... διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, βάσει του οποίου εκτελεστού τίτλου επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά της ανακόπτουσας, εκδοθείσα επί τη βάσει της υπ’αριθμ. ... σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, στην οποία συμβλήθηκε ως πιστούχος και πρωτοφειλέτρια η ανακόπτουσα, αναφέρει ότι διατάσσει την ανακόπτουσα και τους ………….. του ………… και ……….. του …………., να καταβάλλουν στην αιτούσα την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αλληλέγγυα και εις ολόκληρο ο καθένας, το ποσό των 103.282,91 ευρώ, «έντοκα, από 01-01-2009 (επομένη της τελευταίας ημέρας υπολογισμού των τόκων) μέχρι την εξόφληση, με επιτόκιο υπερημερίας ανερχόμενο σε δύο και πενήντα (2,50) εκατοστιαίες μονάδες πλέον του συμβατικού (εκάστοτε ισχύον Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων της αιτούσας (ΒΕΧ), το οποίο ανακοινώνεται δημόσια, σύμφωνα με τον όρο (21.2) της προαναφερόμενης συμβάσεως ...». Ωστόσο, στην από     11-05-2022 ανακοπτόμενη επιταγή προς εκτέλεση με επισπεύδουσα την καθ’ης η ανακοπή, αναφέρεται ότι επιτάσσεται η ανακόπτουσα να καταβάλλει στην καθ’ης τα επιταχθέντα με την πρώτη από 23-02-2009 επιταγή προς εκτέλεση κονδύλια επί της ιδίας ως άνω διαταγής πληρωμής, ήτοι «α) για επιδικασθέν κεφάλαιο 103.282,91 ευρώ, εντόκως από 01-01-2019 (επομένη της τελευταίας ημέρας υπολογισμού των τόκων) μέχρι την εξόφληση, β) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη 3.050 ευρώ, γ) για αντίγραφο, αντιγραφικά σύνταξης Α’ επιταγής, παραγγελίας προς επίδοση και επίδοσής της ποσό 1.350 ευρώ, δ) για δαπάνη επίδοσης της Β’επιταγής 40 ευρώ, ε) για δαπάνη επίδοσης της Γ’επιταγής 40 ευρώ και στ) για δαπάνη επίδοση της παρούσας επιταγής (της από 23-02-2019) επιταγής 40 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 107.802,91 ευρώ και το συνολικό αυτό ποσό εντόκως με το συμβατικό ονομαστικό επιτόκιο υπερημερίας (εκτός από τα κονδύλια υπό στοιχεία β, γ, δ, ε, στ, τα οποία τοκίζονται με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας), άπαντα τα κονδύλια από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση ...). Βάσει των ανωτέρω, αναφορικά με το επιτασσόμενο ποσό της απαίτησης που αφορά το κεφάλαιο και τους τόκους επί αυτού, αποδείχθηκε ότι η ανακοπτόμενη επιταγή αναφέρει το ποσό των 103.282,91 ευρώ «εντόκως», χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό, οπότε κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, για το χρονικό διάστημα από 01-01-2009 έως και την επίδοση της ανακοπτόμενης επιταγής προς πληρωμή, ζητούνται οι νόμιμοι τόκοι υπερημερίας επί του κεφαλαίου. Αυτό διότι, η διαταγή πληρωμής που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο, όπως ήδη εκτέθηκε το περιεχόμενό της, διέτασσε την ανακόπτουσα να καταβάλλει το ανωτέρω ίδιο ποσό του κεφαλαίου όχι νομιμοτόκως, αλλά με τον συμβατικό τόκο υπερημερίας, ο οποίος συνεπάγεται υψηλότερο επιτόκιο σε σχέση με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας και συνεπώς, με την επιταγή ζητείται το έλλασον σε σχέση με το μείζον που διετάχθη με την διαταγή πληρωμής. Κατά το επόμενο δε χρονικό διάστημα, δηλαδή από την επίδοση της ανακοπτόμενης επιταγής προς εκτέλεση, μέχρι την πλήρη εξόφληση, η ανακόπτουσα επιτάσσεται σαφώς να καταβάλλει ως το μεν ποσό που αντιστοιχεί σε κεφάλαιο εντόκως με το συμβατικό ονομαστικό επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο προβλέπεται στον υπ’αριθμ.21.2 συμβατικό όρο, τα δε λοιπά κονδύλια της επιταγής, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, διότι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη στα πλαίσια εξέτασης του δεύτερου λόγου της ανακοπής, για το έγκυρο της επιταγής προς πληρωμή αρκεί ο διαχωρισμός της απαίτησης κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω για το κύρος της η παράθεση του ακριβούς τρόπου υπολογισμού των οφειλόμενων τόκων, φόρων και συναφών λοιπών επιβαρύνσεων. Κατά τα ανωτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή, σε αυτήν λαμβάνει χώρα ο ανωτέρω διαχωρισμός με σύντομη αναφορά του οφειλόμενου ποσού, των τόκων και των εξόδων και γαι τον λόγο αυτό, η ως άνω επιταγή με το παραπάνω περιεχόμενο είναι ορισμένη ως προς το ζήτημα των τόκων που εξετάζεται με τον δεύτερο λόγο ανακοπής, η δε μη παράθεση του ποσού αυτών δεν καθιστά την επιταγή αόριστη, καθώς ο υπολογισμός των τόκων γίνεται βάσει του κεφαλαίου και του συμφωνηθέντος επιτοκίου ή του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας. Εναπόκειται δε η διενέργεια μαθηματικού υπολογισμού για την εξεύρεση του ποσού των τόκων υπερημερίας για τα εκτεθέντα χρονικά διαστήματα μέχρι την εξόφληση της επιταγής. Μετά ταύτα, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του τρίτου λόγου και απορριπτομένων των υπόλοιπων λόγων της ανακοπής κατά τα προαναφερθέντα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ανακοπή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή ως προς το ποσό των -1.350- χιλίων τριακοσίων πενήντα ευρώ και να καταδικασθεί η καθ’ ης σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας λόγω της εν μέρει ήττας της (άρθρο 178 παρ.1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ ως προς το ποσό των -1.350- χιλίων τριακοσίων πενήντα ευρώ την με ημερομηνία 11-05-2022 επιταγή προς πληρωμή συνολικού ποσού 107.802,91 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, που συντάχθηκε κάτω από ακριβές αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’αριθμ.....διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, υπογεγραμμένης της επιταγής από τη δικηγόρο Αθηνών ……….. και επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 23-05-2022.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η ανακοπή σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει στο ποσόν των -200- διακοσίων ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Καρδίτσα την 13η Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

  Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

........

Η ανακοπή μου είναι παραδεκτή και εμπρόθεσμη κατ` 934.1α ΚΠολΔ. Εδώ πρόκειται για νέας επιταγής προς πληρωμή από τον υποκαθιστάμενο στην εκτέλεση νέο δανειστή και ειδικό διάδοχο. Η 1η επιταγή είχε γίνει από τον αρχικό δανειστή την 23-2-2009 και ακολούθησε και άλλη με την με αρ. ...2018 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμ. ... και επι τη βάσει αυτής η .... ως καθολική διάδοχος της .., επέβαλε κατάσχεση του ακινήτου μου το 2018 

Η ανωτέρω δήλωση συνέχισης ... αυτή καθ` εαυτήν, δεν πάσχει, είναι κατά την άποψή μας έγκυρη και γι` αυτό δεν προσβάλλεται. Η ανακοπτόμενη όμως επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη αφού πάσχει και αναφορικά με το αντίγραφο του απογράφου επι του οποίου τέθηκε, και αναφορικά με το περιχεόμενο της, όπως εξειδικεύω στους λόγους της ανακοπής.

Οι ακυρότητες αυτές-λόγοι ανακοπής αφορούν ελαττώματα στο στάδιο «από την σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση…» και μετά, και συνεπώς η προθεσμία προβολής τους είναι 45 ημέρες μετά την κατάσχεση. Εδώ όμως η κατάσχεση έγινε το 2018 και η ανωτέρω προθεσμία παρήλθε.Συνεπώς το ερώτημα που τίθεται είναι: πώς προσβάλλεται παραδεκτά μία καταφανώς άκυρη επιταγή στην προκείμενη περίπτωση; Όταν δηλ. ο αρχικός δανειστής είχε επιβάλει κατάσχεση, χωρίς να προσχωρήσει περαιτέρω και σήμερα ο νέος δανειστής που υποκαθίσταται και επιδίδει υποχρεωτικά νέα επιταγή προς πληρωμή (αφού παρήλθε ο χρόνος), τότε αυτή προσβάλλεται α) με 933 και εντός των προθεσμιών του 934 ή β) με την 973.6;

Θεωρούμε ότι...

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ .....

 ΑΙΤΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ (731 ΚΠολΔ)

 Του ....

 ΚΑΤΑ

Της Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία ..... και με την διττή ιδιότητά της, τόσο ως επισπεύδουσας, όσο και ως υπερθεματίστριας, 

 

Κατά της παραπάνω αντιδίκου μου άσκησα την από ... με αρ. κατ. ..../22 ανακοπή μου κατά την ΚΠολΔ 933  ενώπιον του Μον.Πρωτ.... (διαδικασία περιουσιακών διαφορών), αιτούμενος την ακύρωση της υπ’ αρίθμ. ..... έκθεσης αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού και  κατακύρωσης ακινήτων ΕΥΡΩ : 65.002,00, της  με αρ. ... περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτων της Συμβολαιογράφου  Καρδίτσας ..., και της από .... αναγγελίας δανειστών (ΚΠολΔ972) της ανωτέρω επισπεύδουσας που μου επέδωσε την...2022. Δικάσιμος για την συζήτησή της, ορίστηκε η 12-10-2022 ενώ επέδωσα αυτήν νόμιμα και εμπρόθεσμα με την με αρ.... έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας Καρδίτσας, ..Έχει δε αυτή, την οποία θεωρώ ως εν ενιαίο και αδιαίρετο όλο μετά της παρούσης, επι λέξει ως εξής, ήτοι:............

Επειδή η ανωτέρω ανακοπή μου μετά βεβαιότητας θα ευδοκιμήσει, αφού οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι. Ωστόσο η ίδια η δανείστρια, ενώ γνώριζε μετά ταύτα ότι η υπόθεση ανακοπής μου περί ακύρωσης του πλειστηριασμού του ακινήτου μου θα συζητηθεί την ανωτέρω δικάσιμο, την 19-7-2022, δηλ. λίγες ημέρες πριν την απαγόρευση πράξεων εκτέλεσης από το νόμο, μου επέδωσε αντίγραφο εξ` απογράφου της με αρ. ....περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτων, με την από 18-7-2022 επιταγή προς απόδοση του ....διαμερίσματος στο οποίο κατοικώ εγώ και η οικογένειά μου και είναι η μόνη μας κύρια κατοικία.

           Πρόκειται για το με στοιχεία ...διαμέρισμα του ...   Συνεπεία της αμέσου εξώσεώς μας που επισπεύδει η καθ` ης,  κατέθεσα την από 21-7-2022 αίτηση επαναπροσδιορισμού δικασίμου μου κατ` άρθρο 226 ΚπολΔ στον κ. Πρόεδρο του Πρωτοδικείου ..., η οποία έγινε δεκτή με την με αρ..... αυθημερόν πράξη του ως κατεπείγουσα περίπτωση και ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της ανωτέρω ανακοπής μου η 7-9-2022 στο ανωτέρω δικαστήριο, επέδωσα δε την κλήση αυτή στην καθ` ης με την με αρ. .... έκθεση επίδοσης της δικ. επιμ.....

          Μετά την ανωτέρω επιταγή προς εκτέλεση (απόδοση του ακινήτου), η καθ` ης δεν ενήργησε άλλη πράξη.

          Επειδή εν προκειμένω νόμιμη συντρέχει κατεπείγουσα περίπτωση να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και να ρυθμιστεί η κατάσταση (ΚΠολΔ 731), διατασσομένης της αναστολής της περαιτέρω διαδικασίας εκτελέσεως-εξώσεώς μου από την οικία μου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση και σε δεύτερο βαθμό επι της ανωτέρω ανακοπής μου κατά της κατακύρωσης που δικάζεται όπως ειπώθηκε, μετά από επίσπευσή μου, την 7-9-2022 στο ΜΠρ... και δη στο τμήμα διακοπών, διότι:

          Με την υπ’ αριθμ. 11/2017 απόφαση του Συμβουλίου του ΑΠ, την οποία ακολούθησε μερίδα της Νομολογίας ( βλ. ενδεικτικά ΜΠρΑΘ 8259/2017, ΜΠρΑμαλ 58/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) έχει γίνει δεκτό ότι:.....

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ .....

ΑΝΑΚΟΠΗ (933ΚΠολΔ-ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών 614ΚΠολΔ)

......

ΚΑΤΑ

1) της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία ".....2) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία  ......ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ....

3) της από .... επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι του αντιγράφου του α` εκτελεστού απόγραφου της με αρ. .....δ/γής πληρωμής του κ. δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου ...

          

          Η....., με την από ... αίτησή της στο κ. δικαστή του ΜΠρ..., ζήτησε την έκδοση δ/γής πληρωμής εναντίον της .... (μητέρας μου) ως οφειλέτριας και του.. (πατρός μου) ως εγγυητή, επι τη βάσει « 1. Επικυρωμένο αντίγραφο της υπ’ αριθ. .... σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου, με τους όρους χορηγήσεως που έγιναν αμοιβαία και ανεπιφύλακτα αποδεκτοί, σε συνδυασμό με την απόδειξη είσπραξης ποσού € 50.000. 2. Επικυρωμένο αντίγραφο της από .... τροποποιητικής πράξης.3. Το από ....απόσπασμα - βεβαίωση οφειλής δανείου νόμιμα εξηγμένο από τα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας,4. Το από ...αντίγραφο του με αριθμό ... λογαριασμού του δανείου των καθ’ ων, εξηγμένο από τα τηρούμενα μηχανογραφικούς εμπορικά βιβλία της Τράπεζας, εκτυπωμένο από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, στο οποίο εμφαίνεται η κίνηση του λογαριασμού του δανείου και το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής. 5. Τις υπ’ αριθ....εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου ....νομίμως επικυρωμένες.»

          Εξεδόθη μετά ταύτα την 28-3-2022 η με αρ.....δ/γή για ποσό συνολικά 57.020,48€ εντόκως κατά τα εν` αυτή. Αντίγραφο από το α` εκτελεστό απόγραφο αυτής, με την από 21-7-2022 επιταγή προς πληρωμή, επεδόθη σε εμένα την 28-7-2022 από την 2η των καθ` ων...φερομένης ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της ειδικής διαδόχου της .... για ποσό συνολικά 58.947,48€, πλέον τόκων.

          Συγκεκριμένα, η ανωτέρω επιταγή, παρά πόδα του ανωτέρω αντιγράφου, έχει επι λέξει ως εξής, ήτοι: «Ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο από το εις χείρας μου πρώτο (Α΄) εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. ... Διαταγής Πληρωμής του ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ..., το οποίο με την επιφύλαξη κάθε άλλου νομίμου δικαιώματος μου αρμόδιος δικαστικός επιμελητής παραγγέλλεται να επιδώσει νόμιμα προς την ... ως ειδικό διάδοχο της ..., προς γνώση της και για τις νόμιμες συνέπειες. Σύμφωνα με την υπ' αρ. ....πράξη γονικής παροχής ακινήτου της Συμβολαιογράφου..... που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ...., η ....., απέκτησε την αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του κατωτέρω ακινήτου, ήτοι: Το υπό στοιχείο Βήτα ένα (Β-1) διαμέρισμα ....το οποίο μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην κόρη της .....δυνάμει της υπ` αριθ. ....πράξης γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου .....Με την υπ' αρ. ...απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ...., ενεγράφη στις ... προσημείωση υποθήκης στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ....για το ποσό των 65.000,00 ευρώ κατά της ..., υπέρ της δανείστριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «...., προς γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, επιτασσόμενος συγχρόνως να καταβάλει νόμιμα κι εμπρόθεσμα, τα παρακάτω αναλυτικά αναφερόμενα ποσά στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία  . … ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία .… ήτοι: 1) Για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των πενήντα επτά χιλιάδων είκοσι ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (€ 57.020,48) με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από 04.08.2021 μέχρι την πλήρη εξόφληση και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων. 2) Για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη € 1.800. 3) Για λήψη απογράφου και αντιγραφικά δικαιώματα € 2. 4) Για σύνταξη της παρούσης επιταγής € 25 και 5) Για παραγγελία προς επίδοση, καθώς και επίδοση της παρούσης € 100. δηλαδή συνολικά το ποσό των πενήντα οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα επτά ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (€ 58.947,48), τα δε πιο πάνω κονδύλια με αριθμούς 2,3,4 & 5 με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση αυτής της επιταγής μέχρι την εξόφλησή της. Διαφορετικά σε περίπτωση μη πληρωμής θα επακολουθήσει αναγκαστική εκτέλεση της παρούσας, οπότε θα πληρωθούν και € 50 για την παραγγελία προς εκτέλεση προς τον δικαστικό επιμελητή.»

          Μετά την ανωτέρω επιταγή προς πληρωμή, δεν ακολούθησε, μέχρι σήμερα, άλλη πράξη εκτέλεσης. Η ανωτέρω επιταγή προς πληρωμή με την οποία επιτάσσομαι κατά τα ανωτέρω για την καταβολή των εν αυτή ποσών ως ειδική διάδοχος, είναι απολύτως άκυρος και δέον και αιτούμαι την ακύρωσή της για τους κάτωθι βάσιμους και νόμιμους λόγους, αλλά και για όσους επιφυλάσσομαι να προβάλλω νόμιμα και εμπρόθεσμα στο μέλλον, ήτοι:

                                             Ι

          Ουδόλως θεμελιώνεται στην δ/γή πληρωμής και στην επιταγή η παθητική μου νομιμοποίηση στην εκτέλεση. Δεν υπέγραψα στις ανωτέρω συμβάσεις και τροποποιητικές πράξεις με οποιαδήποτε ιδιότητα, έτσι ώστε να ευθύνομαι εξ αυτού του λόγου. Κάτι τέτοιο δεν επικαλείται ούτε και η ....στην ανωτέρω αίτησή της για έκδοση δ/γής πληρωμής, δεν παραδέχεται η τελευταία και δεν αναφέρεται ούτε στην επιταγή προς πληρωμή από την ανωτέρω διαχειρίστρια της ειδικής διαδόχου. Το ίδιο ισχύει και για την σωρευτική ή στερητική αναδοχή χρέους (ΑΚ 471), την οποία αρνούμαι. Δηλ. κανείς δεν ισχυρίζεται, παραδέχεται ή αναφέρει κάποια τέτοια σχέση (και αυτό μετά την έκδοση του τίτλου) που θα με νομιμοποιούσε παθητικά στην εκτέλεση, ως έχουσα δήθεν εξ` αυτού του λόγου υποχρέωση εξόφλησης του δανειστή.

          Ο ειδικός διάδοχος του, εις τον εκτελεστό τίτλο φερόμενου ως υπόχρεου νομιμοποιείται παθητικά, εφόσον, προκειμένου περί δ/γής πληρωμής, η διαδοχή έλαβε χώρα μετά την έκδοση του τίτλου (ΚΠολΔ 325-327, 919). Τέτοια πραγματικά περιστατικά επίσης δεν αναφέρει, δεν ισχυρίζεται και δεν παραδέχεται κανείς.

          Περίπτωση όμως παθητικής νομιμοποίησης κατά την εκτέλεση, αποτελεί και η, κατά τα άρθρα 1294,1295 ΑΚ και 993.1β` ΚΠολΔ, δυνατότητα του ενυπόθηκου δανειστή, ενασκούντος την εμπράγματο υποθηκική αγωγή προς κατεύθυνση της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του τρίτου κυρίου. Τέτοιος είναι και ο μετά την εγγραφήν της υποθήκης ειδικός διάδοχος του οφειλέτη ο οποίος απέκτησε το ενυπόθηκο κτήμα βεβαρημένο δια της υποθήκης, χωρίς να ευθύνεται ενοχικώς για την πληρωμή του ενυποθήκου χρέους. (Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεση, Β`, τόμος τέταρτος, σελ. 1566)

          Πράγματι (ΕφΑθ 1015/2018, ΜΠρΘεσσαλ. 9213/2020, ΝΟΜΟΣ), όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1257,1258, 1265, 1268, 1291, 1292, 1294, 1295 του ΑΚ, 977 παρ. 2, 993 παρ. 1 εδ. β` και 1007 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικαίωμα της υποθήκης παρέχει στον ενυπόθηκο δανειστή, παράλληλα με την ενοχική αγωγή κατά του προσωπικού οφειλέτη του, και εμπράγματη αγωγή, στην οποία, υπόκειται και ο τρίτος κύριος, που παραχώρησε την υποθήκη, καθώς και κάθε τρίτος που απέκτησε κυριότητα μετά την εγγραφή της υποθήκης ή που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο ακίνητο. Η εμπράγματη αυτή υποθηκική αγωγή, δηλαδή η αξίωση για αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ενυπόθηκου ακινήτου, μπορεί να ασκηθεί όχι μόνο από τον ενυπόθηκο δανειστή, αλλά και από τον προσημειούχο, αφού η προσημείωση υποθήκης δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποθήκη υπό αναβλητική αίρεση (ΟλΑΠ 14/2006, ΝοΒ 54.1264). Με τη διαζευκτικώς διατυπωμένη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 1 εδ. β` του ΚΠολΔ, παρέχεται η ευχέρεια στον επισπεύδοντα ενυπόθηκο δανειστή απεύθυνσης, στις ανωτέρω περιπτώσεις, της αναγκαστικής εκτέλεσης είτε κατά του προσωπικού είτε κατά του υποθηκικού οφειλέτη. Συνεπώς, η ιδιότητα του καθ` ου η εκτέλεση καθορίζεται με την επιταγή προς πληρωμή, η οποία μπορεί να απευθυνθεί, κατ` επιλογή του επισπεύδοντα ενυπόθηκου δανειστή, είτε κατά του οφειλέτη είτε κατά του τρίτου κυρίου ή με νόμιμο τίτλο νεμόμενου το ενυπόθηκο ακίνητο, αφού κοινοποιηθεί η επιταγή στον οφειλέτη και στον τρίτο, γεγονός που έχει πρακτικές συνέπειες κυρίως στο ποιοι δανειστές δικαιούνται κάθε φορά να αναγγελθούν. Στην περίπτωση που η εκτέλεση στρέφεται κατά του τρίτου κυρίου του ακινήτου η επιταγή προς πληρωμή, κατά την κρατούσα και ορθότερη γνώμη, περιέχει....

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ....

ΠΑΡΟΧΗ ΕΞΗΓΗΣΕΩΝ

....

Καρδίτσα 30-7-2022

          Αρνούμαι με αγανάκτηση την κατηγορία περί κλοπής ηλ. ρεύματος. .

          Σε ποινικό – δικονομικό επίπεδο:

          Το όποιο αδίκημα παρεγράφη. Η κλοπή όπως και η ρευματοκλοπή, είναι έγκλημα στιγμιαίο και όχι διαρκές. Χρόνος τέλεσης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης με μυϊκή πράξη καταλύει την κατοχή τρίτου επι του πράγματος και θεμελιώνει δική του με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση του. Είναι αδιάφορο εάν η τελευταία θα επιτευχθεί, εάν όμως γίνει, δεν εξακολουθεί το αδίκημα και δεν μετατρέπεται σε διαρκές.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Αρνούμαι και αποκρούω την αγωγή του αντιδίκου γενικά και ειδικά και λέξη προς λέξη.

Η αγωγή είναι μη νόμιμη, άλλως αόριστη κατ' άρθρο 118 και 216 του ΚΠολΔ και δέον και αιτούμαι την απόρριψή της, επειδή στο δικόγραφό της δεν αναφέρονται, όπως θα έπρεπε, το αντικείμενό της κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο καθώς και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το Νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της. Δεν αναφέρονται επίσης σ' αυτή η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς (ΕΘ 2472/1995 ΕλλΔνη 38/1161) και συγκεκριμένα:

Στην περίπτωση αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής ακινήτου (άρθρο 1094 ΑΚ) απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία και ακριβής περιγραφή από τον ενάγοντα του εν λόγω ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του (ΑΠ 1185/2012 Α' δημ. Νόμος, ΑΠ 491/1995 ΕλλΔνη 37.317, ΑΠ 1296/1983 ΝοΒ 32.1028, ΑΠ 66/1981 ΝοΒ 29.1258, ΕφΠειρ 889/1996 ΕλλΔνη 39.599) και κατά τρόπο ώστε να μπορεί αυτό να εντοπίζεται επακριβώς και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά εδάφη, έστω και αν δεν αναφέρεται το μήκος των πλευρών του σε μέτρα (ΑΠ 714/2015 Α' δημ. Νόμος) και έστω και αν η έκταση και τα όριά του δεν ανταποκρίνονται με ακρίβεια στην πραγματικότητα, αφού ο ακριβής καθορισμός τους εναπόκειται στο Δικαστήριο που αποφαίνεται γι' αυτά με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΕιρΠάρου 1/1990 ΑρχΝ Μ Γ 251 επ., ΕιρΦλωρ 43/2001 ΑΡΜ 2003/27). Δεν απαιτείται, συνεπώς, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις του ακινήτου (βλ. σχετικά AΠ 9/1996 ΝοΒ 14.716, ΑΠ 493/2007 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 503/2009 ΕΠολΔ 1010.403, Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου έκδ. 1989 παρ. 103σελίδες 240επ.).   Η έλλειψη της ακριβούς περιγραφής του ακινήτου στη διεκδικητική ή αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή καθιστά το δικόγραφο της αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, η αοριστία δε της αγωγής εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΤρΕφΠατρ 192/2018)

Εν προκειμένω το ενάγον δεν περιγράφει σαφώς και ορισμένως το ακίνητο που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο εξατομικευμένος προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια.

Διότι ενώ αναφέρει ότι έχει «στην αποκλειστική κυριότητα κυριότητά του ένα ακίνητο εμβαδού 327,66τμ το οποίο αποτελεί μέρος ακινήτου με συνολικό εμβαδό 419τμ ΟΤ 173…στο ως άνω ακίνητο έχει ανεγερθεί κτίσμα δύο ορόφων συνολικού εμβαδού 140τμ», ωστόσο δεν περιγράφει κατά σχήμα, όρια και πλευρές, το ακίνητο των 419τμ, μέρος του οποίου αποτελεί κατά τους ισχυρισμούς του το ακίνητο των 327,66τμ., αλλ` ούτε και το σχήμα, θέση και όρια του τελευταίου εντός του όλου. Δηλ. δεν περιγράφει ούτε το όλο, ούτε το μέρος κατά θέση, όρια και σχήμα. Αναφέρει ένα ΚΑΕΚ (…1002) για το επίδικο των 327,66τμ (αφού αυτό αιτείται στο αιτητικό της αγωγής) και επισυνάπτει  και το απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος στο οποίο αποτυπώνεται αυτό (άνευ άλλων στοιχείων προσδιορισμού, παρά μόνο με τον αριθμό ΚΑΕΚ), αλλά δεν προκύπτει απ` αυτό, εάν πρόκειται για την αποτύπωση των 419τμ ή των 327,66τμ. Εάν πρόκειται για την αποτύπωση του πρώτου, όπως είναι το πλέον πιθανό, τμήμα του οποίου είναι το δεύτερο και επίδικο, είναι σαφές από την επισκόπηση και μόνο, ότι το  τελευταίο, αν και αποτελεί μέρος του ευρύτερου ακινήτου με το ίδιο ΚΑΕΚ, δεν απεικονίζεται-αποτυπώνεται με κανένα τρόπο ούτε σ` αυτό το απόσπασμα κατά θέση, όρια και πλευρές, έτσι ώστε να εξατομικευτεί πλήρως σε σχέση με το ευρύτερο ακίνητο των 419τμ. και να «ξεχωρίσει» απ` αυτό ως μέρος του. 

Τέτοια εξατομικευμένη περιγραφή κατά θέση και όρια για το 327,66τμ και εν σχέσει με το 419τμ ακίνητο, δεν προκύπτει ούτε από το διάγραμμα της σελ. 4 της αγωγής σε συνδυασμό με όσα ισχυρίζεται στην σελ. 6 αυτής. Διότι ισχυρίζεται (σελ. 6) ότι το επίδικο …1002 συνορεύει βόρεια και ανατολικά με το υπόλοιπο τμήμα του …1002, εμβαδού 94τμ, πλην όμως τέτοια έκταση εμβαδού 94τμ με το ίδιο ΚΑΕΚ, δεν αποτυπώνεται, δεν περιγράφεται ούτε απεικονίζεται πουθενά στην αγωγή κατά θέση όρια και σχήμα. Περαιτέρω δεν είναι κατανοητό κατά την περιγραφή του επιδίκου ακινήτου των 327,66τμ (….1002), τι εννοεί και τι ακριβώς περιγράφει όταν ισχυρίζεται ότι από νότια και δυτικά συνορεύει με το ΚΑΕΚ …8001 από το οποίο «αποκόπτονται» τα τμήματα που αναφέρει στην σελ. 6 της αγωγής, έκτασης 2,71τμ και 0,02τμ. Τι σημαίνει αποκόπτονται; Επί χάρτου, ή για κάποιο νόμιμο λόγο και ποιόν και πότε έγινε αυτό; Και επιπλέον πρέπει να υποτεθεί ότι τα αποκοπέντα τμήματα περιέρχονται (και για ποιόν νόμιμο λόγο και πότε) στην κυριότητα του…1002 (στα 419τμ ή στα 327,66τμ. βλ. κατωτέρω), όταν ούτε καν το ισχυρίζεται;

Συνεπώς δεν ισχυρίζεται ούτε και την ιδιότητα (βλ. ανωτέρω νομολογία) του επιδίκου των 327,66τμ. Δεν προκύπτει δηλ. πώς αυτό αποτελεί κατά τους ισχυρισμούς της αγωγής μία ξεχωριστή και αυτοτελή ιδιοκτησία της οποίας ζητά την αναγνώριση, αν και κατά τους ισχυρισμούς της αποτελεί ταυτόχρονα, μέρος του ακινήτου των 419τμ, που αυτονόητα όμως αρμόζει σε αδιαίρετο τμήμα ιδιοκτησίας, αφού και για τα δύο τμήματα (419 και 327,66τμ) ισχυρίζεται το ίδιο ΚΑΕΚ, δηλ. μία ενιαία και αδιαίρετη κυριότητα. Ποιά είναι λοιπόν η ιδιότητα του 327,66τμ αναφορικά με το ευρύτερο ακίνητο των 419τμ του οποίου αποτελεί μέρος; Είναι ξεχωριστή αυτοτελής ιδιοκτησία, οπότε δεν μπορεί αν είναι μέρος του, ή ισχύει το τελευταίο οπότε αποτελεί εξ αδιαιρέτου τμήμα της ευρύτερης ιδιοκτησίας των 419τμ;. Και στην πρώτη περίπτωση, πώς προέκυψε κατά νόμω ή στην πράξη αυτή η ξεχωριστή ιδιοκτησία των 327,66τμ, δηλ. η «απόσπαση» από το ακίνητο των 419τμ και πότε και σε ποιόν ανήκει «το υπόλοιπο τμήμα του οικοπέδου με ΚΑΕΚ…1002 εμβαδού 94τμ»;. Διότι μη διευκρινιζόμενα αυτά, δεν μπορεί να ελεγχθεί εάν π.χ τα ανωτέρω αποκοπέντα τμήματα «αποκτήθηκαν»  από το 419τμ (ως αδιαίρετο) ή από τα 327,66τμ (ως ξεχωριστή για κάποιο λόγο κυριότητα).   

Αλλ` ούτε και προκύπτει σε ποιό ακίνητο ισχυρίζεται ότι έχει ανεγερθεί το κτίσμα των δύο ορόφων. Σ` αυτό των 327,66τμ και πού ακριβώς (ούτε στο διάγραμμα της σελ. 4 αποτυπώνεται κάποιο κτίσμα), ή σ` αυτό των 419τμ; . Επιπρόσθετα δεν το περιγράφει κατά θέση και όρια και δεν ισχυρίζεται την «ταυτότητά» του, δηλ. το είδος και την χρήση του, αλλ` ούτε και σε ποιόν ανήκει. Επίσης δεν είναι κατανοητό τι συνιστούν οι ενδείξεις ΑΒΚ 43 για το ακίνητο που ισχυρίζεται ως δημόσιο κτήμα (πρβλ. ΕιρηνΘες 3941/2017), έτσι ώστε να μπορώ να αντικρούσω και το δικαστήριο να τάξει τα οικεία θέματα απόδειξης.

Φαίνεται δηλ. να ισχυρίζεται  ένα ακίνητο (327,66) μέσα σε ένα άλλο ακίνητο, αφού ισχυρίζεται ότι συνορεύει με υπόλοιπο του ιδίου ακινήτου 94τμ και άρα συνολικά 421,66τμ. Αυτό εννοεί ως ακίνητο των 419τμ μέρος του οποίου μέρος είναι τα 327,66τμ;. Ή μήπως κάποιο άλλο (…8001)  από το οποίο αποκόπτονται 2,71τμ και 0,02τμ (και αποκτώνται από το …1002;) και άρα το ευρύτερο ακίνητο γίνεται (421,66+2,71,+0,02=) 424,39 τμ; ή «προσκολλώνται» αυτά μόνο στο τμήμα των 327,66 τμ  για κάποιο νόμιμο λόγο και πότε και έτσι γίνεται αυτό 330,39τμ. ;

Προκύπτει δηλ. ότι είναι εντελώς ασαφές ποιο είναι τελικά κατά θέση όρια και πλευρές το φερόμενο ως διεκδικούμενο με ΚΑΕΚ …1002/0/0 ακίνητο το οποίο είναι μέρος ενός ακινήτου 419τμ, που δεν περιγράφεται αλλά και ταυτόχρονα συνορεύει με υπόλοιπο …1002 έκτασης 94τμ που δεν αποτυπώνεται και δεν περιγράφεται στην αγωγή.

Όπως δε και κατωτέρω θα αναφερθεί, αναπτύσσοντας το ενάγον στην αγωγή του (σελ.6-7) την διαδοχή των μεταβιβάσεων της κυριότητας, αναφέρεται σε δύο διαφορετικά και ξεχωριστά ακίνητα με βάση τους τίτλους κυριότητας, ήτοι σε ένα των 419τμ με μία διώροφη οικία εντός του, περιελθόν σε μένα με τα .... προικοσύμφωνα νομίμως και εμπροθέσμως μεταγραφέντα και το οποίο αποτυπώνεται στο από Οκτωβρίου 1970 διάγραμμα του μηχανικού ... και σε ένα άλλο έκτασης 364,25τμ, όμορο από ανατολικά του πρώτου, το οποίο αποτυπώνεται στο από Μαίου 1984 άλλο τοπογραφικό διάγραμμα του ιδίου ανωτέρω μηχανικού, περιελθόν όμως στην κόρη μου .... δωρητήριο συμβόλαιο των ιδίων κοινών δικαιοπαρόχων μας, ήτοι των .... Συνεπώς δεν είναι κατανοητό με βάση τους ισχυρισμούς αυτούς για δύο ακίνητα, σε ποιο ακριβώς αναφέρεται σε συνδυασμό και με την ανωτέρω ασαφή και αόριστη περιγραφή απάντων των ακινήτων και μερών αυτών στα οποία αναφέρει στην αγωγή του.

Ακολούθως, το αντίδικο με την υπό κρίση αγωγή του παραλείπει να αναφέρει, άλλως ισχυρίζεται εντελώς αόριστα και ασαφώς, τον τρόπο με τον οποίο κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου, θεμελιώνοντας, όλως αορίστως, την κυριότητά του στη καθολική διαδοχή του εκ του Οθωμανικού Δημοσίου. Συγκεκριμένα, επικαλούμενο την από 20 Ιουνίου/2 Ιουλίου σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως, ισχυρίζεται ότι «εφ’ όλων των εκτάσεων των γαιών της Θεσσαλίας και της περιοχής της Άρτας, επί των οποίων δεν απεκτήθη νομίμως εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας ή εξουσίασης από τρίτο ιδιώτη, κατά τα προαναφερόμενα, υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος οθωμανικού δικαίου, το Δημόσιο κατέστη αποκλειστικός κύριος εκ διαδοχής του Τουρκικού Δημοσίου, δυνάμει της ανωτέρω Συνθήκης του 1881, των τριών (από 3/2,4-16/6 και 19/6-17) Πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830 και της από 3-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, με τα οποία πρωτοϊδρύθηκε το Ελληνικό Κράτος, των άρθρων 1-3 του από 17/29-11-1836 Διατάγματος «περί ιδιωτικών δασών», του άρθρου 1 του Διατάγματος της 3/15-12-1833 και του Διατάγματος (Νόμου) της 21-6/10-7-1837 «περί ιδιωτικών κτημάτων» […]Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 1539/1938, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ., με το άρθρο 53 Εις.Ν.ΑΚ, στα αδέσποτα και στα δημόσια κτήματα γενικά, νομέας θεωρείται το δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε πράξεις νομής σε αυτά.[…]», ενώ περαιτέρω (βλ. σελ. 8-9 της υπό κρίση αγωγής) ισχυρίζεται ότι «Άλλως και σε κάθε περίπτωση περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως μη δεσποζόμενη παρ’ ιδιωτών, κατ’ άρθρο 16 του από 10-07-1847 νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων» (Α’25/10-07-1837), που εφαρμόζεται στην επίδικη περιοχή, μετά την εισαγωγή της ελληνικής νομοθεσίας στη Θεσσαλία […].» 

 Ωστόσο, τα ανωτέρω εκ μέρους του ισχυριζόμενα, δεν καθίστανται ικανά προκειμένου να δικαιολογήσουν την εκ μέρους του απόκτηση ιδίας κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου, αντιθέτως δε συνίστανται σε παραθέσεις νομοθετικών διατάξεων και γενικόλογες αναπόδεικτες εκφράσεις περί δημοσίων γαιών και περί κυριότητας εκ διαδοχής του οθωμανικού δημοσίου μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τον Τουρκικό ζυγό, χωρίς ουδεμία επίκληση κρίσιμων πραγματικών περιστατικών εκ των οποίων θα προέκυπτε αβίαστα η κυριότητά του, όπως του τρόπου με τον οποίο το επίδικο ακίνητο κατέστη δημόσιο ήτοι από ποιον οθωμανό υπήκοο εγκαταλείφθηκε και ποια χρονική στιγμή κατέστη δημόσιο, αν αποδεδειγμένα διέθετε δασικό χαρακτήρα ή αποτελούσε χορτολιβαδική έκταση με αποτέλεσμα να περιέλθει στη κυριότητα του. Είναι δε γνωστό ότι με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (άρθρο 4) την οποία επικαλείται το αντίδικο, το ελληνικό δημόσιο περιήλθε στη κυριότητα του οθωμανικού δημοσίου μόνο ως προς την κυριότητα των δασών, ως προς τις λοιπές δε ιδιοκτησίες που αποκτήθηκαν δυνάμει ή μη τίτλων από ιδιώτες πριν από την προσάρτηση (και άρα δεν ανήκαν στο τουρκικό δημόσιο μετά την προσάρτηση) ουδέν δικαίωμα κυριότητας κατείχε.

Επιπλέον, όπως ήδη αναφέρθηκε για την αοριστία, δεν ισχυρίζεται σαφώς και ορισμένως, πώς κατέστη κύριος μόνο των 326,66τμ, αν και πρόκειται κατά τους ισχυρισμούς του, για μέρος ενός ενιαίου ακινήτου 419τμ με ένα ΚΑΕΚ και χωρίς επιπλέον να επικαλείται ότι πρόκειται για διακεκριμένες (και με διαφορετικά ΚΑΕΚ) ιδιοκτησίες.

 Έτι περαιτέρω, όλως αορίστως τυγχάνει και ο ισχυρισμός του ότι αποτελεί αδέσποτο κτήμα και ως εκ τούτου δημόσιο ερειζόμενος αφενός, στην επίκληση διατάξεων του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου άλλως του Α.Ν. 1539/1938, αφετέρου, στο Διάταγμα της 21-6/10-7-1837 «περί διακρίσεως κτημάτων» καθότι συνίσταται στην απλή επίκληση και παράθεση διατάξεων χωρίς ουδεμία αναφορά σε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ήτοι περί του ότι  υπήρξε εγκατάλειψη από τον μέχρι τότε κύριο με πρόθεση παραίτησης από το δικαίωμα κυριότητας του επίδικου και χωρίς περαιτέρω να προσδιορίζει ποιο πρόσωπο προέβη στη ως άνω εγκατάλειψη, τα οποία και θα επέτρεπαν την κρίση ότι στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις και ως εκ τούτου πρόκειται για δημόσιο κτήμα (ΕφΠατρ 62/2022, ΜΠρΠατρ 7/2022). Η ισχυριζόμενη δε απλή καταγραφή από την τότε Οικονομική Εφορία ... ως ανέκαθεν δημόσιο κτήμα χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό αυτού, ήτοι χωρίς διευκρίνιση αλλά και απόδειξη ως προς το αν πρόκειται τελικά για δασική έκταση ή για εγκαταλειφθέν ή για αδέσποτο τμήμα, καθιστούν το αίτημα του περί αναγνώρισης ιδίας κυριότητας του επί του επίδικου ιδιόκτητου ακινήτου όλως απαράδεκτο ως αορίστως προβληθέν. Άλλωστε ακόμα και η «πρώτη καταγραφή» που επικαλείται (σελ. 9), δεν αναφέρει σε τι ακριβώς συνίσταται, τι καταγράφηκε, πού και με ποια νομική ισχύ, πότε και από ποιόν και πώς μετά ταύτα η τοιαύτη καταγραφή προσνέμει κυριότητα, νομή ή οποιοδήποτε άλλο υπέρτερο δικαίωμα στο ενάγον που το νομιμοποιεί στην έγερση της παρούσης.

 Ενόψει όλων των προαναφερομένων, συνάγεται ότι το αντίδικο παραλείπει να προσδιορίσει με σαφήνεια τη ταυτότητα του αντικειμένου της διαφοράς ενώ αποσιωπά κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ως προς το τρόπο της εκ μέρους του απόκτησης της κυριότητας του επί του επίδικου ιδιόκτητου ακινήτου, με αποτέλεσμα η υπό κρίση αγωγή του να  είναι αόριστη και απορριπτέα, κάτι που εξετάζεται και αυτεπάγγελτα.

Επομένως, γενομένης δεκτής της ένστασης μου νόμω αβασίμου και αοριστίας της αγωγής κατά τα άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ, η οποία άλλωστε εξετάζεται και αυτεπάγγελτα, δέον και αιτούμαι να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.  

Άρνηση της αγωγής. Νόμω και ουσία αβάσιμο αυτής γιατί το ενάγον δεν απέκτησε ποτέ κυριότητα στο επίδικο. Άλλως ένσταση ιδίας κυριότητας.

Γίνεται δεκτό παγίως ότι ο ισχυρισμός του εναγομένου με τη διεκδικητική αγωγή ότι έχει αποκτήσει ιδία κυριότητα στο επίδικο αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής όταν τα παραγωγικά αυτής στοιχεία είναι σύγχρονα, ολικά ή μερικά, με τα παραγωγικά της κυριότητας του ενάγοντος στοιχεία ή προηγούνται αυτών, με αποτέλεσμα η συνδρομή των πρώτων να αποκλείει τη συνδρομή των τελευταίων, η κτήση δηλ. της κυριότητας του εναγομένου, αληθής υποτιθέμενη, αποκλείει την κτήση της κυριότητας του ενάγοντος. Ενώ ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου αποτελεί ανατρεπτική ένσταση όταν τα παραγωγικά της κυριότητάς του στοιχεία έπονται των παραγωγικών της κυριότητας του ενάγοντος στοιχείων, με αποτέλεσμα η κτήση της κυριότητάς του, αληθής υποτιθέμενη, να επιφέρει απώλεια της κυριότητας του ενάγοντος, της οποίας η απόκτηση έχει προηγηθεί.  (ΑΠ 126/1979 ΝοΒ 27, 1093, ΑΠ 881/1976 ΑρχΝ 28, 165, ΑΠ 1104/1975 ΝΔικ 32, 364, ΑΠ 201/1974 ΝοΒ 22, 1151, ΑΠ 478/1970 ΑρχΝ 21, 858, Παπαδόπουλος Κ., Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, σελ. 264. 108 ΑΠ 956/1985 ΝοΒ 34, 683, ΑΠ 1090/1983 ΝοΒ 32, 841, ΑΠ 126/1979 ΝοΒ 27, 1093, ΑΠ 1192/1978 ΝοΒ 27,917, ΑΠ 881/1976 ΝοΒ 25, 338, ΑΠ 496/1975 ΑρχΝ 27, 43 ΑΠ 201/1974 ΝοΒ 22, 1151, Παπαδόπουλος Κ., Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, σελ. 264. 109 ΑΠ 956/1985 ΝοΒ 34, 683. ΑΠ 1090/1983 ΝοΒ 32, 841. ΑΠ 12/1979 ΝοΒ 27, 1093. ΑΠ 1192/1978 ΝοΒ 27, 917, Απ. Γεωργιάδης, Εμπράγματο Δίκαιο Ι, σελ 566.). Συνεπεία τούτων γίνεται δεκτό ότι η απόδειξη της ένστασης ιδίας κυριότητας του εναγομένου είναι χρήσιμη και ερευνάται μόνον, όταν ο ενάγων αποδείξει την κυριότητα στην οποία θεμελιώνει την αγωγή του, άλλως απορρίπτεται η αγωγή ως αβάσιμη, χωρίς να ενδιαφέρει καθόλου η ουσιαστική βασιμότητα της ένστασης. (ΑΠ 401/2019, ΝΟΜΟΣ)

Το αντίδικο εν προκειμένω, αιτείται να αναγνωριστεί και εγγραφεί ως αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος σε ποσοστό 100% επί του επίδικου ακινήτου, στηριζόμενο στις διατάξεις των ν. 18, 24 παρ.1 Π(43.3), 9 Εισ. (2.9) 24 (7.30)  και 2 Βασ. (50.10), σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, καθώς και αυτή του άρθρου 21 ΝΔ 22-4/16-5-1926 «Περί Αεροπορικής Αμύνης», σύμφωνα με τις οποίες τα ακίνητα του Δημοσίου εξαιρούνταν αρχικά μέχρι 11-09-1915 από την τακτική χρησικτησία και μετά την τελευταία διάταξη και από την έκτακτη. Επικαλείται επίσης και τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Α.Ν. 1539/1938, σύμφωνα με τις οποίες αφ’ ενός μεν στα αδέσποτα και στα δημόσια κτήματα εν γένει νομέας θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε καμία πράξη νομής σε αυτά και αφ’ ετέρου νομή ιδιώτη επί ακινήτου δεν αναγνωρίζεται έναντι του Δημοσίου, εφόσον ο ιδιώτης δεν είναι κύριος του ακινήτου.

Ωστόσο, στο άρθρο 4 παρ.1 του ν. 3127/2003 ....

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ .....

ΑΝΑΚΟΠΗ (933 ΚΠολΔ-ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών)

Της εταιρίας .....

1.       Της Ανωνύμου Εταιρείας με την επωνυμία ...2.     της από ... επιταγής προς πληρωμής κάτωθι του αντιγράφου της .... δ/γής πληρωμής που υπογράφει η πλ. δικηγόρος ....

 

Η καθ` ης μου επέδωσε την.... αντίγραφο της με αρ. .... δ/γής πληρωμής του ΜονΠρωτΚαρδίτσας, με την από ... επιταγή προς πληρωμή, σύμφωνα με την οποία επιτάσσομαι να πληρώσω επι λέξει τα εξής, ήτοι:

 «…τα επιταχθέντα προς αυτόν με την από ... συνταχθείσα πρώτη (A') επιταγή μας κονδύλια, επί της αυτής ως άνω Διαταγής Πληρωμής, όπως τούτο προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ...έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή ... και συγκεκριμένα,τα ακόλουθα ποσά, ήτοι: Ευρώ: α) για επιδικασθέν κεφάλαιο .... ευρώ εντόκως, από 1/1/2009 (επομένη της τελευταίας ημέρας υπολογισμού των τόκων) μέχρι την εξόφληση , β) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη ... ευρώ,γ) για αντίγραφο, αντιγραφικά σύνταξης Α’ επιταγής, παραγγελίας προς επίδοση και επίδοσής της ποσό 1350 ευρώ,δ) για δαπάνη επίδοσης της Β' επιταγής 40 ευρώ ε) για δαπάνη επίδοσης της Γ' επιταγής 40 ευρώ στ) για δαπάνη επίδοσης της παρούσας επιταγής 40 ευρώ, ήτοι συνολικά ..., και το συνολικό αυτό ποσό εντόκως με το συμβατικό ονομαστικό επιτόκιο υπερημερίας (εκτός από τα κονδύλια υπό στοιχεία β, γ, δ, ε, στ, τα οποία τοκίζονται με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας), άπαντα τα κονδύλια από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, άλλως θα εκτελεσθεί αναγκαστικά η παρούσα, οπότε θα προστεθούν 30,00 ευρώ για την εντολή προς εκτέλεση, η οποία δίδεται με την παρούσα…»

          Μαζί με αυτή, μου συγκοινοποίησε και τα νομιμοποιητικά της έγγραφα (ΚΠολδ 925)

          Μετά ταύτα, την ...μου επέδωσε την με αρ. .... δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού του συμβ/φου ....με την οποία όρισε πλειστηριασμό για το ακίνητό μου για την ...

          Προηγουμένως η ...., ως καθολική διάδοχος της ..., για την ικανοποίηση των αξιώσεών της από την ανωτέρω δ/γή πληρωμής, με την με αρ. ...έκθεση κατάσχεσης της δικ. επιμ.... επέβαλε κατάσχεση, για ποσό 50.000€, με ορισθέντα πλειστηριασμό αρχικά την..., στο κάτωθι ακίνητό μου, ήτοι: .... Ο πλειστηριασμός δεν έγινε και ορίστηκε νέος για την ...που και αυτός δεν έγινε, ελλείψει πλειοδοτών. Ως τιμή πρώτης προσφοράς, ορίστηκε το ποσό των .....€.

                                      ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ

          Την ως άνω πράξη εκτέλεσης (επιταγή προς πληρωμή) ανακόπτω και ζητώ την ακύρωση και εξαφάνισή της για όσους επιφυλασσόμαστε να προβάλλουμε νόμιμα και εμπρόθεσμα, αλλά και για τους εξής ορθούς, νομίμους και βάσιμους λόγους, ήτοι διότι τυγχάνει άκυρη μη νόμιμη, αόριστη, ανακριβής, ως μη περιέχουσα  τα κατά νόμο προβλεπόμενα στοιχεία για την εγκυρότητα και νομιμότητά της, επερχομένης ούτω ακυρότητας όχι μόνο κατ` 159.1 και 2 ΚπολΔ, αλλά και κατ` 159.3 ΚπολΔ, ώστε να μη μπορώ να αποκρούσω αυτή επί βλάβη μου, συνιστάμενη στην απώλεια ασκήσεως των, εκ της δικονομίας και του ουσιαστικού δικαίου, δικαιωμάτων μου προς απόκρουση αυτής με την προβολή λόγων που αφορούν την αιτία της πληρωμής, το ύψος, τον τρόπο γέννησής της, και άγουν στην ακύρωσή της και η οποία (βλάβη), δεν δύναται ν` ανορθωθεί παρά μόνο με την ακύρωση της και συγκεκριμένα:

                                                   Ι

          Για την έγκυρη έναρξη ή/και συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, απαιτείται επίδοση στον καθ` ου αντιγράφου από το απόγραφο με επιταγή προς πληρωμή  ή/και εκτέλεσης του περιεχομένου του τίτλου. Το αντίγραφο από το απόγραφο, εκδίδεται από τον, κατέχοντα αυτό, πληρεξούσιο δικηγόρο του επισπεύδοντος, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, κάτω από το οποίο θα συντάξει την επιταγή. (Βαθρακοκοίλης, υπο 924, αρ. 14).  Ειδικότερα σε περίπτωση διαδοχής του δανειστή, γίνεται παγίως δεκτό (ενδ ΜΠρΛαρ 215/2022,ΝΟΜΟΣ) πως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκοϋσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει η να συνεχίσει την αναγκαστική εκτελεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης.

          Εάν όμως το απόγραφο έχει κατατεθεί στον συμβολαιογράφο-υπάλληλο του πλειστηριασμού που έχει διοριστεί φυσικά προς τούτο, τότε ....

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

.......

Αρνούμαι και αποκρούω την αγωγή της αντιδίκου γενικά και ειδικά και λέξη προς λέξη. Δεν τέλεσα καμία παράνομη πράξη ρευματοκλοπής και δεν οφείλω να της πληρώσω-αποζημιώσω κανένα ποσό. Τονίζω εδώ ότι η ΔΕΔΔΗΕ είναι ανώνυμη εταιρία. Δηλ. ιδιώτης. Δεν έχει κανένα προνόμιο του Δημοσίου, ούτε ουσιαστικό, ούτε δικονομικό. (ΑΠ 1764/2014, ΜΠρΑθ 19/1999, ΝΟΜΟΣ). Οφείλει λοιπόν να αποδείξει αυτή τους αγωγικούς ισχυρισμούς της με τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα (και όχι οποιαδήποτε) και όχι εγώ να αποδείξω την άρνησή μου. Οφείλει να αποδείξει όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτουν αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας και συμπεριφοράς του ζημιώσαντος, αφετέρου το πταίσμα του τελευταίοι. (Γεωργ-Σταθ. υπο Εισαγ.Παρατ. στα άρθρα 914-938, αρ. 60)

 Επίσης τονίζεται ότι τα έγγραφα που επικαλείται στην αγωγή δηλ. το από ... δελτίο αναφοράς πιθανής ρευματοκλοπής, με αρ. ... δελτίο στοιχείων ρευματοκλοπής, από ...πρωτόκολλο σφράγισης και από .. έγγραφο αποτελεσμάτων του εργαστηρίου, και δη τα με αρ. 1-5 των προτάσεων της, δεν μπορούν αν αποδείξουν υπέρ της γιατί είναι η εκδότρια τους και ως γνωστό το έγγραφο του εκδότη δεν μπορεί να αποδείξει υπέρ του (γιατί Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει), παρά μόνο εάν το προσκομίζει και το επικαλείται ο αντίδικος, που εν προκειμένω δεν το κάνω, αλλά τα αρνούμαι ως νόμιμα αποδεικτικά μέσα κατά τα κατωτέρω.

          Επιπλέον, είναι, αυτονόητα, ευθέως αντίθετο σε θεμελιώδεις αρχές του Κράτους Δικαίου και της νομιμότητας (Σ20,25,87), ο ιδιώτης (εν προκειμένω ΑΕ) να προβαίνει στις «ανακριτικές» πράξεις της αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης ή ελέγχου ή σφράγισης  κλπ και να αποτελούν μάλιστα τόσο αυτές όσο και τα όποια «ευρήματα» τέτοιων πράξεων, νόμιμα αποδεικτικά μέσα. Διότι έτσι παρουσιάζονται ως νόμιμες ανακριτικές ενέργειες. Όμως, όπως είναι καταφανώς κατανοητό, δεν πρόκειται για εκθέσεις αυτοψίας, ελέγχου ή πραγματογνωμοσύνης κλπ προανακριτικών υπαλλήλων του ΚΠΔ, δηλ. κρατικών λειτουργών επιφορτισμένων με την δικαιοδοσία αυτή, δηλ. προς ανακάλυψη των δραστών και διαπίστωσης του αδικήματος  που δύνανται να χρησιμεύσουν ως δημόσια έγγραφα στην πολιτική δίκη. Τα ανωτέρω έγγραφα που επικαλείται ούτε αποδεικτικά έγγραφα είναι για τον ανωτέρω λόγο, ούτε (ανώμοτη) μαρτυρία-μαρτυρική κατάθεση ή εξέταση ή βεβαίωση των υπαλλήλων ή των προστηθέντων ή των οργάνων της, αφού για την νόμιμη και υποστατή ως αποδεικτικό μέσο κατάθεση μάρτυρα που δεν γίνεται στο ακροατήριο, πρέπει να τηρηθούν οι σχετικές διατάξεις του 421 ΚΠολδ επ. Δεν έχουν λοιπόν καμία αποδεικτική ισχύ στην πολιτική δίκη των τυπικών αποδείξεων. Ούτε ως δικαστικά τεκμήρια μπορούν να ληφθούν υπόψη,  γιατί είτε ως έγγραφα, είτε ως μαρτυρική κατάθεση κατά τα ανωτέρω είναι ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, αφού ούτε καταθέσεις μαρτύρων που εξετάστηκαν σε άλλη πολιτική ή αστική δίκη είναι, ούτε εκθέσεις αρμοδίων υπαλλήλων και οπωσδήποτε με την επίκλησή τους καταστρατηγούνται οι διατάξεις περί μαρτύρων γιατί οι μάρτυρες ορκίζονται. Άλλωστε είναι φανερό ότι συντάχθηκαν προς το σκοπό να χρησιμοποιηθούν στην σχετική δίκη κατά πάγια τακτική της ΔΕΔΔΗΕ σε όλες τις σχετικές αγωγές της, δεδομένου ότι αυτά τα δικά της έγγραφα προσκομίζει όπως και εδώ. Λίγο χρειάζεται να τονιστεί ότι οι επικαλούμενες ως σχετ. 6 με την αγωγή,  «μαρτυρίες του συνεργείου» που πραγματοποίησε τον έλεγχο, είναι πλήρως ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα αφού ούτε όρκιση υπάρχει, ούτε κλήση για εξέταση για να παραστώ, αν και εν προκειμένω δεν πρόκειται για μικροδιαφορά, αλλά για τακτική αγωγή.

Συνεπώς αρνούμαι και αποκρούω την αγωγή της, όπως επίσης αρνούμαι και αποκρούω ως ανυπόστατα και απαράδεκτα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται με αυτή και τις προτάσεις της ανωτέρω και ζητώ να μη ληφθούν υπόψη.

          Περαιτέρω η αγωγή της είναι μη νόμιμη, άλλως παντελώς αόριστη γιατί δεν ισχυρίζεται τα πραγματικά περιστατικά του αδικήματος της κλοπής και συγκεκριμένα: Επι αδικοπραγίας που συνιστά και ποινικό αδίκημα, όπως εδώ η ρευματοκλοπή (372.1,2 ΠΚ), υποχρεούται εις ανόρθωση της ζημίας, ο αδικοπραγήσας, δηλ. αυτός που, επι κλοπής, με μυϊκή πράξη, καταλύει την κατοχή τρίτου (κατόχου ή κυρίου) επι του πράγματος και θεμελιώνει δική του με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση του. Πράγματι, είναι γνωστό ότι η α.υ της ΠΚ 372, πληρούται όταν ο δράστης με ενέργειά του (μυϊκή πράξη) καταλύει στην φυσική εξουσία στο πράγμα και θεμελιώνει μία νέα τέτοια στο πρόσωπό του.  Εάν μετά την ανωτέρω τέλεση της πράξης ο δράστης (χρήστης του ρεύματος), ιδιοποιείται αυτό, δηλ. το χρησιμοποιεί και αντλεί τα οφέλη από την παράνομη σύνδεση, δηλ. την κλοπή που διενήργησε, αυτό,....

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός απόφασης 3146/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Άννα Καρυδά, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Παρασκευή Χριστοδούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. ..2... οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο ο μεν πρώτος μετά και οι λοιποί δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους ……….. ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ:         ……….ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις δια του πληρεξούσιου του δικηγόρου του Ανδρέα Βρόντου (Α.Μ. Δ.Σ. Καρδίτσας 249), κατοίκου Καρδίτσας, οδός Πλαστήρα 12 και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από …………. αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………., προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την από …….. πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν κατά τον τρόπο που πιο πάνω σημειώνεται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ-ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. α) Σύμφωνα με το άρθρο 1005 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τη στιγμή που ο υπερθεματιστής καταβάλλει το πλειστηρίασμα, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του δίνει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατακύρωση και αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ρητά η αρχή ότι ο πλειστηριασμός αποτελεί νόμιμο τίτλο ως αιτία παράγωγου τρόπου κτήσης της κυριότητας και ότι συνεπώς ο υπερθεματιστής θεωρείται ειδικός διάδοχος του καθ' ου η εκτέλεση, τον οποίο και διαδέχεται στο δικαίωμα. Ειδικότερα ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα αυτό "δυνάμει σύμβασης", όπως είναι η εκποίηση από αναγκαστικό πλειστηριασμό, που αποτελεί, όπως προκύπτει από την παραπάνω διάταξη, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1017 παρ. 2 του ΚΠολΔ και 199, 513, 1192/και 1198 του ΑΚ, ιδιόρρυθμη σύμβαση πώλησης, η οποία      ενεργείται υπό το κύρος της αρχής και τελειώνεται με την κατακύρωση που αποδέχεται την τελευταία προσφορά του υπερθεματιστή. Εάν ο υπερθεματιστής καταβάλλει ολόκληρο το οφειλόμενο πλειστηρίασμα, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους υπερημερίας, το φόρο μεταβίβασης και την αναλογία στα έξοδα περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, γεννάται υποχρέωση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού να του χορηγήσει περίληψη ύστερα από αίτησή του. Με την έκδοση και μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης (η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο), η κυριότητα του πράγματος που πλειστηριάσθηκε, μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή. Η νομή, όμως του εκπλεισηριασθέντος δεν μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή eo ipso. Για τη μεταβίβασή της απαιτείται παράδοση αυτής στον υπερθεματιστή, είτε εκουσίως από τον μέχρι τούδε νομέα του, σύμφωνα με το άρθρο 976 ΑΚ, είτε με αναγκαστική εκτέλεση της περίληψης της  κατακυρωτικής έκθεσης, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 1005 παρ. 2 και 943 ΚΠολΔ (ΑΠ 820/2009 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ειδικότερα, με βάση αυτή την περίληψη μπορεί να γίνει κατά το άρθρο 943 ΚΠολΔ αναγκαστική εκτέλεση υπέρ του υπερθεματιστή και των διαδόχων του και εναντίον εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση και των διαδόχων του. Έτσι, με βάση τον εν λόγω εκτελεστό τίτλο και σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 943 ΚΠολΔ, ο δικαστικός επιμελητής αποβάλλει από το ακίνητο τον καθ' ου η εκτέλεση και εγκαθιστά σε αυτό τον υπερθεματιστή. Όσον δε αφορά τα εντός του ακινήτου κινητά πράγματα, τα οποία δεν είναι αντικείμενο της εκτέλεσης, σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει, με απόδειξη, σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση και, αν αυτός απουσιάζει ή αρνείται να τα παραλάβει, τα παραδίδει είτε σε πρόσωπο που ανήκει στην οικογένεια του καθ' ου η εκτέλεση είτε σε πρόσωπο που έχει την εξουσία να τα παραλάβει. Αν δεν υπάρχουν τα πρόσωπα που προ αναφέρθηκαν ή αν αρνούνται να παραλάβουν τα κινητά πράγματα, ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει σε μεσεγγυούχο που διορίζει ο ίδιος, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 956 ΚΠολΔ (ΑΠ 673/2019).

β) Εξάλλου, με το άρθρο 934 του ΚΠολΔ καθιερώνεται το σύστημα της κατά στάδια προσβολής με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, των επί μέρους πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, η οποία ανακοπή, αν αφορά ακυρότητες των πράξεων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, που έλαβαν χώρα από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη και πέρα, που είναι η σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης, πρέπει να ασκείται με ποινή απαραδέκτου μέχρι την τελευταία πράξη που είναι η σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Η ακυρότητα μιας προηγούμενης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα αυτοδικαίως και την επόμενη πράξη, αλλά απαιτείται να προσβληθεί με ανακοπή και αυτή, εφόσον υπάρχει ακόμη η από το άρθρο 934 ΚΠολΔ προθεσμία για την προσβολή της, και κηρυχθεί από το Δικαστήριο η ακυρότητά της. Διαφορετικά, εφόσον προχώρησε η εκτελεστική διαδικασία και δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως αυτοτελώς με ανακοπή και η επόμενη πράξη, η τελευταία ισχυροποιείται και παραμένει απρόσβλητη (Ολ. ΑΠ 9/2010, ΑΠ 1119/2011 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 940 § 3 του ΚΠολΔ, αν ακυρωθεί αμετάκλητα αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τη ζημία του, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του ΑΚ. Παρέχεται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζημιώσεως στον θιγέντα, στηριζόμενη σε ειδική αδικοπραξία, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 ή 919 ΑΚ (ΑΠ 475/2017, ΑΠ 792/2015, ΑΠ 1329/2014, ΑΠ 1119/2011, ΑΠ 2207/2009, ΑΠ 289/2000, ΑΠ 978/1997, πρβ. ΑΠ 134/1999, ΑΠ 1325/1997 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Δίδεται, όμως, με τη διάταξη του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, η δυνατότητα ασκήσεως αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής, με αίτημα την αποζημίωση, ή, επιβοηθητικά, τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, υπέρ του καθ' ου η εκτέλεση κατά εκείνου που επέσπευσε την αναγκαστική εκτέλεση και η δίκη αυτή δεν είναι περί την εκτέλεση, ώστε δεν έχουν εφαρμογή επ' αυτής οι ειδικοί κανόνες των άρθρων 933, 934 και 937 του ΚΠολΔ. Αυτονόητα, αν ακυρωθεί μια μόνο πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως, η αποζημίωση περιορίζεται στη ζημία που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια μόνο με την πράξη αυτή (ΑΠ 2207/2009 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά την αληθή, επομένως, έννοια της διάταξης του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, ερμηνευόμενης και υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης και παροχής ουσιαστικής έννομης προστασίας και των ταυτόσημων διατάξεων των άρθρων 2 § 3, 5 § 1 και 2 και 14 § 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (κυρ. Ν. 2462/1997), οι διατάξεις των οποίων κατοχυρώνουν, ταυτόσημα με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, δικαιώματα για πρόσβαση στα Δικαστήρια και δίκαιη δίκη, αλλά και του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος, δεν αποκλείεται η έγερση, και πέραν της παρεχόμενης από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, αξίωσης αποζημίωσης, αυτοτελούς αγωγής για αποζημίωση εξ αιτίας άδικης εκτέλεσης και η παρεμπίπτουσα κρίση, κατά τη σχετική τακτική δίκη περί ακυρότητας οποιασδήποτε πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, εναντίον της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή, προκειμένου να θεμελιωθεί το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα αποζημίωσης του καθ’ ου η εκτέλεση (Ολ ΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 15/2011, ΟλΑΠ 9/2010, ΟλΑΠ 12/2009, ΟλΑΠ 49/2005, ΑΠ 1379/2018, ΑΠ 1480/2017, ΑΠ 2044/2014, ΑΠ 1462/2013, ΑΠ 9/2015, ΑΠ 1552/2009, ΕφΠειρ 342/2016 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην περίπτωση αυτή οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναί: α) ανθρώπινη συμπεριφορά, β) παράνομη, γ) υπαίτια, δ) επέλευση ζημίας και ε) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Το βάρος επίκλησης και απόδειξης των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας φέρει ο ζημιωθείς, που πρέπει να αποδείξει όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτουν αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος και αφετέρου η υπαιτιότητα του τελευταίου (ΑΠ 1379/2018, ΑΠ 9/2015, ΑΠ 2044/2014, ΑΠ 9/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αιτιώδης συνάφεια «ζημιογόνου γεγονότος» - «ζημίας» υπάρχει, όταν η πράξη/παράλειψη του ευθυνόμενου, κατά τα διδάγματα κοινής πείρας ή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, στο χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα, ήταν ικανή και μπορούσε αντικειμενικά, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, που επήλθε στην συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 23/1998, ΑΠ 1480/2017, ΑΠ 9/2015, ΑΠ 1237/2014, ΕφΠειρ 342/2016 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Παράνομη συμπεριφορά, που κατά το άρθρο 914 ΑΚ δημιουργεί υποχρέωση του υπαιτίου σε αποζημίωση, συνιστά προεχόντως κάθε ενέργεια αντικείμενη σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, όπως είναι και ο περιεχόμενος στο άρθρο 281 ΑΚ, αφού απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος όταν γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 13/2004, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1831/2011, ΕφΛαρ 138/2004 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

γ) Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 περ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται, και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης που απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγής που θεμελιώνεται επ' αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά συνιστά έλλειψη προδικασίας και καθιστά την αγωγή αόριστη και, συνεπώς, απαράδεκτη. Η αοριστία αυτή ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, ενώ δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων (ΑΠ 778/2011, ΑΠ 250/2011, ΑΠ 878/2010, ΑΠ 1635/2008 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427). Με βάση τα προαναφερθέντα σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 914, 932, 297, 298 ΑΚ προκύπτει ότι, για το ορισμένο αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας αδικοπραξίας του εναγομένου, πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο θεμελιώνουν την παράνομη ζημιογόνο συμπεριφορά του εναγομένου, την υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) αυτού και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς του εναγομένου και της ζημίας του ενάγοντος, και να καθορίζεται το ποσό αυτής κατά αιτία, καθόσον δεν είναι αρκετή η αναφορά στην αγωγή ότι από την παράνομη ενέργεια αυτού επήλθε κάποιο αποτέλεσμα (ΑΠ 604/2009, ΑΠ 1863/2007, ΕφΛαρ 495/2019 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 1060/2008 ΔΕΕ 2008.1284, ΕφΑΘ 7466/2007 ΕλλΔνη 2008.933).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες, όπως παραδεκτά τα στοιχεία αυτών διορθώθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις έγγραφες προτάσεις τους, εκθέτουν, κατά τη δέουσα από το Δικαστήριο εκτίμηση του δικογράφου, ότι την 27.07.2016 τους κοινοποιήθηκε εξώδικη δήλωση, καταγγελία και, πρόσκληση του εναγομένου-υπερθεματιστή για την απόδοση του ακινήτου, για το οποίο διενεργήθηκε πλειστηριασμός με βάση την υπ’ αριθμ. 8995/12.01.2009 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης της συμβολαιογράφου …………. Ότι στην ως άνω εξώδικη δήλωση απάντησε με εξώδικη επίσης δήλωση ο πρώτος ενάγων, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτουν αυτούσιο στην αγωγή και στην οποία αναφέρεται ότι ο εναγόμενος γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους είναι άκυρος ο διενεργηθείς πλειστηριασμός του επιδίκου ακινήτου, εμβαδού 300 τ.μ., μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας εμβαδού 95 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «…………» του Δ.Δ ……….του Δήμου ………., ότι έγκυρος ήταν ο πλειστηριασμός που διενεργήθηκε με υπερθεματιστή τον …………, ο οποίος όμως με ευθύνη του εναγόμενου και της συμβολαιογράφου από έγκυρος κατέστη άκυρος και για τους λόγους αυτούς για χρονικό διάστημα πλέον των επτά (7) ετών δεν προέβη στην εκτέλεση της κατακυρωτικής έκθεσης και στην αποβολή τους από το ακίνητο και όχι λόγω δήθεν υφιστάμενης μεταξύ τους σύμβαση χρησιδανείου, η οποία και ουδέποτε καταρτίστηκε, ζήτησε δε να του γνωστοποιήσει εγγράφως ο εναγόμενος εντός τριών (3) εργασίμων ημερών από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης του το υπόλοιπο της οφειλής και τελικά αναφέρεται ότι ενόψει αυτών δεν υφίσταται θέμα απομάκρυνσης των κινητών πραγμάτων από το ακίνητο και παράδοση των κλειδιών. Στη συνέχεια εκθέτουν ότι ο εναγόμενος δεν απάντησε στην ως άνω εξώδικη δήλωση και την 08.12.2016 προέβη σε αναγκαστική εκτέλεση της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης του πλειστηριασμού και συνετάγη η υπ' αριθμ. …….. έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου …… με έδρα το Πρωτοδικείο …….. και ότι η αποβολή έγινε εναντίον της τρίτης ενάγουσας ………., το δε περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης παρατίθεται αυτούσιο στην αγωγή. Περαιτέρω εκθέτουν ότι ο εναγόμενος προέβη στην βίαιη αποβολή και εγκατάσταση του ίδιου στο ακίνητο παρότι ο πλειστηριασμός ήταν άκυρος και επιπρόσθετα παρότι είχε εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς η απαίτησή του, ενώ ουδόλως απάντησε στην εξώδικη πρόσκλησή του πρώτου ενάγοντος να του γνωστοποιήσει εγγράφως το τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο της οφειλής τους από την ……… διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου …….. για απαίτησή του από δάνειο και ο ίδιος τους είχε δηλώσει, ενόψει των ποινικών ευθυνών του που του διαμηνύθηκαν από τους ενάγοντες μετά τον πλειστηριασμό του ακινήτου, ότι θα προέβαινε είτε σε ακύρωση του πλειστηριασμού είτε θα μεταβίβαζε την κυριότητα του στην τρίτη των εναγόντων, χωρίς όμως και να το πράξει, και για τους ίδιους λόγους και για χρονικό διάστημα επτά (7) ετών δεν προέβαινε σε εκτέλεση της κατακυρωτικής έκθεσης. Επίσης, ισχυρίζονται ότι οι πράξεις του εναγομένου είναι αξιόποινες σε βαθμό κακουργήματος, ότι θα καταφύγουν στα αρμόδια ποινικά δικαστήρια και θα καταθέσουν αγωγή ακύρωσης του πλειστηριασμού του ακινήτου. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούν να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται ο εναγόμενος να καταβάλλει ως χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της αξιόποινης, άδικης και καταχρηστικής συμπεριφοράς του σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας 12 μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η ένδικη αγωγή, με την οποία ζητείται η αναγνώριση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την αποδιδόμενη στον εναγόμενο αδικοπρακτική συμπεριφορά, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλη και αναρμόδιο μεν κατ' αρχή κατά τόπο προς εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης (εφόσον η κατοικία του εναγομένου είναι η …….. της Δημοτικής Ενότητας …… του Δήμου …….. της περιφερειακής ενότητας ………, η δε αναφερόμενη στην αγωγή αδικοπραξία επίσης φέρεται ότι τελέστηκε στον άνω τόπο και αρμόδιο εξ αυτού παρίσταται το Μονομελές Πρωτοδικείο ……..), καθιστάμενου όμως αρμόδιου κατά τόπο λόγω σιωπηρής παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας, εφόσον ο εναγόμενος, που εμπρόθεσμα προκατέθεσε προτάσεις για την παρούσα συζήτηση, δεν προέβαλλε καμία ένσταση περί της αναρμοδιότητας αυτής (14 § 2 και 42 § 2 ΚΠολΔ, ΠΠρΑΘ 650/2016, ΠΠρΑΘ 1092/2012, ΜΠρΑΘ 182/2017 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Όμως η αγωγή τυγχάνει νομικά αόριστη, καθόσον, από την επισκόπηση της αγωγής και με βάση τα όσα οι ενάγοντες εκθέτουν σ' αυτήν είναι πρόδηλο ότι η αγωγή τους, μολονότι επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί αδικοπραξίας διατάξεις, δεν εκτίθενται σε αυτήν με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου. Ειδικότερα, ως παράνομη ενέργεια αυτού αναφέρεται η αναγκαστική εκτέλεση της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης του διενεργηθέντος στο περιγραφόμενο ακίνητο πλειστηριασμού με την σύνταξη της η υπ' αριθμ. ………. έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του αναφερόμενου δικαστικού επιμελητή, με την οποία αποβλήθηκε από τη νομή του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου η τρίτη ενάγουσα, ……… και εγκαταστάθηκε ο εναγόμενος ως υπερθεματιστής, χωρίς όμως ουδόλως να προσδιορίζεται για ποιο λόγο είναι άκυρος ο πλειστηριασμός ή ότι η αναγκαστική εκτέλεση και εντεύθεν ο πλειστηριασμός ακυρώθηκαν αμετάκλητα όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του Αστικού Κώδικα, ενώ επιπρόσθετα δεν εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά περί ακυρότητας οποιασδήποτε πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, εναντίον της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή, προκειμένου να θεμελιωθεί το ασκούμενο με την υπό κρίση αγωγή δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των εναγόντων με την ιδιότητά τους ως καθ' ων η εκτέλεση καθώς και περιστατικά παράνομης συμπεριφοράς του εναγομένου που κατά το άρθρο 914 ΑΚ δημιουργεί υποχρέωση του σε αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση για την άσκηση και πέραν της παρεχόμενης από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, αξίωσης αποζημίωσης, αυτοτελούς αγωγής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο Ιβ νομική σκέψη. Επιπλέον δε ουδόλως προσδιορίζεται η υπαιτιότητά του εναγομένου και, ιδίως, ποιες συγκεκριμένες διατάξεις του ΠΚ αυτός παραβίασε και το είδος του πταίσματος (δόλου ή αμέλειας) που τυχόν τον βαρύνει, αλλά αναφέρεται γενικά και χωρίς έκθεση πραγματικών περιστατικών ότι οι πράξεις του εναγομένου είναι αξιόποινες σε βαθμό κακουργήματος και ότι θα καταφύγουν στα αρμόδια ποινικά δικαστήρια και θα καταθέσουν αγωγή ακύρωσης του πλειστηριασμού του ακινήτου. Η αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής ότι ο εναγόμενος τους είχε δηλώσει, μετά τον πλειστηριασμό του ακινήτου, ότι θα προέβαινε είτε σε ακύρωση του πλειστηριασμού είτε θα μεταβίβαζε την κυριότητα του στην τρίτη των εναγόντων, χωρίς όμως και να το πράξει, δεν καθιστά την αγωγή ορισμένη, καθόσον αναφέρεται σε άτυπη δήλωση του υπερθεματιστή εναγομένου και σε ενέργειες στις οποίες αυτός δεν προέβει, αφού η αθέτηση των τυχόν δηλώσεών του, χωρίς άλλα περιστατικά, δεν συνιστά σε καμία περίπτωση αδικοπραξία, ενόψει και του ότι σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο Ια νομική σκέψη με την έκδοση και μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης (η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο), η κυριότητα του πράγματος, που πλειστηριάσθηκε, μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή, αλλά για τη μεταβίβαση της νομής απαιτείται παράδοση αυτής στον υπερθεματιστή και νομίμως χωρεί αναγκαστική εκτέλεση της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 1005 παρ. 2 και 943 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου η εκτέλεση από τον εναγόμενο της ως άνω περίληψης δεν συνιστά αδικοπραξία, αφού δεν αναφέρονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του.

Επομένως, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ιγ νομική σκέψη, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ενώ οι ενάγοντες πρέπει, λόγω της ήττας τους, να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγόμενου (άρθρα 176 και 191 § παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600,00 €).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, σας 24 Μαρτίου 2022, με την παρουσία της γραμματέως και απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

aristotelis

Χρη λέγειν τα καίρια

Εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάς` αρετή εστίν.
(Η δικαιοσύνη περικλείει όλες τις αρετές).

Θέογνις (6ος αι. π.Χ.)

 

 

aristotelis

Ένα αστείο είναι κάτι πολύ σοβαρό

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο Θεό και ένα δικηγόρο;

Ο Θεός δεν λέει ότι είναι δικηγόρος.

 


 

aristotelis

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου

Η παγκόσμια επιρροή της Ελληνικής γλώσσας


Επικοινωνία


Γραφείο Αθηνών: Ακαδημίας 33, Β' Όροφος
Τηλέφωνο: 6972422002

Γραφείο Καρδίτσας: Πλαστήρα 12
Τηλέφωνο: 24410 41255

Κινητό: 6972422002
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013