Α. Ένσταση παραγραφής όλων των οφειλών που ανάγονται, σύμφωνα με τον έλεγχο και αφορούν τα έτη 2006 έως 2011, άλλως για τα έτη 2006,2007 και 2008 του ελέγχου, και συναφώς  του δικαιώματος του καθ΄ου να βεβαιώσει οφειλές για αυτά.

Με την υπ΄αριθμ. 1833/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδόθηκε με τη διαδικασία της «πρότυπης» ή «πιλοτικής» δίκης, κρίθηκε ότι ο θεσπισθείς με το άρθρο 95 παρ. 1 του ν. 4387/2016 γενικός κανόνας της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η θεσπιζόμενη με την ανωτέρω διάταξη παραγραφή αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον χρόνος παραγραφής είκοσι ετών δεν συνιστά εύλογη διάρκεια της οικείας προθεσμίας, η οποία απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη, δεδομένης και της αυξανόμενης ταχύτητας και πολυπλοκότητας των σύγχρονων βιοτικών σχέσεων και συναλλαγών, που αξιώνουν, καταρχήν, ταχεία εκκαθάριση των εκάστοτε τρεχουσών υποχρεώσεων των διοικουμένων. Εν σχέσει προς την οργάνωση και τη λειτουργία των ασφαλιστικών φορέων, ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής πρέπει να επαρκεί, ώστε, με τη συνδρομή και των σύγχρονων δυνατοτήτων της τεχνολογίας, να διενεργούνται, στο πλαίσιο της ορθολογικής οργάνωσής τους, επίκαιροι και αποτελεσματικοί, από την άποψη της εισπραξιμότητας, έλεγχοι με στόχο την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους, χωρίς να εκτείνεται σε μεγάλη διάρκεια, η οποία, λόγω της χρονικής απόστασης από την παράβαση δεν συμβάλλει στην ορθή, κατά τον χρόνο ισχύος της, εφαρμογή της διαρκώς μεταβαλλόμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας και τη δημιουργία συνείδησης συμμόρφωσης προς αυτή, οδηγεί αναγκαίως, δεδομένης και της σοβαρής υποστελέχωσης των υπηρεσιών, σε ανεπίκαιρους και για τον λόγο αυτό μειωμένης εισπραξιμότητας ελέγχους, συνεπάγεται μη διαχειρίσιμο φόρτο για τις υπηρεσίες και, ενδεχομένως, ενθαρρύνει την απραξία των ασφαλιστικών φορέων.

Εν σχέσει προς τους βεβαρυμένους με τις ασφαλιστικές εισφορές υπόχρεους, ο χρόνος της παραγραφής απαιτείται να είναι ο αναγκαίος, ώστε, αφενός, να διασφαλίζεται το δικαίωμα άμυνας αυτών έναντι δυσχερειών απόδειξης περιστατικών αναγόμενων στο απώτερο παρελθόν, αφετέρου δε να μην οδηγούνται οι οφειλέτες σε οικονομική εξουθένωση λόγω της υποχρέωσης ταυτόχρονης καταβολής συσσωρευμένων οφειλών περισσότερων ετών, με περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση και την εθνική οικονομία γενικότερα. Τα ανωτέρω ισχύουν δε, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη ότι η μη καταβολή ή πλημμελής καταβολή ασφαλιστικών εισφορών δεν συνδέεται αναγκαίως με πρόθεση αποφυγής τους, αλλά δύναται να οφείλεται σε δυσχέρειες κατά την ερμηνεία της ασφαλιστικής νομοθεσίας, αποτέλεσμα των συνεχών τροποποιήσεων και του κατακερματισμού των επί μέρους ρυθμίσεών της. Αντιθέτως, απαιτείται να εξασφαλίζεται η έγκαιρη και σε σχετικά σύντομο χρόνο γνώση των υποχρεώσεών τους, ώστε να μην αιφνιδιάζονται, αλλά να δύνανται να προγραμματίζουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα προς όφελος και της εθνικής οικονομίας. Η διαμόρφωση δε της προθεσμίας παραγραφής υπό τους ανωτέρω όρους, που αποτελούν και εκδήλωση της ειρηνευτικής λειτουργίας του δικαίου, συμβάλλει στην καλλιέργεια της αναγκαίας σε ένα κράτος δικαίου σχέσης εμπιστοσύνης των διοικούμενων προς τη Διοίκηση.

Επιπλέον, κρίθηκε (Ολ ΣτΕ 1833/2021) ότι η ανωτέρω διάταξη αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, κατά το μέρος που η εικοσαετής παραγραφή, που θεσπίσθηκε, μάλιστα, σε χρόνο κατά τον οποίο οι υπόχρεοι είχαν ήδη υποστεί διάφορες οικονομικές επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, ισχύει αναδρομικώς και για απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της νέας διάταξης και δεν είχαν ακόμη παραγραφεί. Δεν δικαιολογείται δε τόσο μακρός χρόνος παραγραφής ούτε η αναδρομική εφαρμογή της από λόγους που συνδέονται με τις δυσχέρειες κατά την οργάνωση του νέου ασφαλιστικού φορέα και την ένταξη σε αυτόν του συνόλου των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ούτε από την έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α. ενδεχόμενη αδράνεια των φορέων κοινωνικής ασφάλισης να μεριμνήσουν για την είσπραξη των απαιτήσεών τους.

Κατόπιν της ως άνω κρίσης περί αντισυνταγματικότητας του γενικού κανόνα παραγραφής, που θεσπίστηκε με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 4997/2022, τροποποιήθηκε η ως άνω διάταξη του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, και αναμορφώθηκε εκ νέου ως εξής:

 «Άρθρο 95. Παραγραφή αξιώσεων Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης
1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, η αξίωση του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.ΚΑ.) και των φορέων που εντάσσονται σε αυτόν για την είσπραξη απαιτήσεων από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές και των πάσης φύσεως προσθέτων τελών, τόκων, προσαυξήσεων, προστίμων και επιβαρύνσεων, καθώς και των λοιπών ποσών που συνεισπράττονται με αυτές, υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή που αρχίζει από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εκείνου εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία, ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο οι απαιτήσεις αυτές βεβαιώθηκαν. Η παραγραφή διακόπτεται στις περιπτώσεις της παρ. 1 του άρθρου 138 του ν. 4270/2014 (Α' 143), περί του καθορισμού των περιπτώσεων διακοπής της παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του Δημοσίου, καθώς και με την κοινοποίηση πράξης βεβαίωσης, εν ευρεία ή εν στενή εννοία, προς τον υπόχρεο.2. Για απαιτήσεις που προέρχονται από ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία που παρασχέθηκε μετά από την 1η.1.2026η παραγραφή της παρ. 1 ορίζεται πενταετής. 3.Απαίτηση, η οποία σύμφωνα με το παρόν έχει υποπέσει σε παραγραφή, δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την έκδοση αποδεικτικού ασφαλιστικής ενημερότητας ή βεβαίωσης οφειλής που επέχει θέση ασφαλιστικής ενημερότητας.» Εκ της ως άνω λοιπόν διατάξεως, προκύπτει ότι η ισχύς του χρόνου παραγραφής είναι δεκαετής και ανατρέχει στην ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4387/2016, δηλαδή στις 12/5/2016.

Συνεπώς στην προκείμενη περίπτωση η παραγραφή των οφειλών άρχεται για το έτος 2006, από την 1-1-2007, για το έτος 2007, από την 1-1-2008, κ.ο.κ. και φυσικά συνεχίζεται εφόσον δεν επέλθει κάποιο διακοπτικό γεγονός της παραγραφής σύμφωνα με την ανωτέρω παρ. 1 του άρθρου 95 ως πλέον ισχύει.

          Μεταξύ άλλων, για τα οποία δεν πρόκειται εδώ, [δηλ. για τις ανωτέρω περιπτώσεις της παρ. 1 του άρθρου 138 του ν. 4270/2014 (Α’ 143) καθόσον δεν έλαβαν χώρα τα εις αυτή αναφερόμενα διακοπτικά γεγονότα (κατάσχεση κλπ) και σε κάθε περίπτωση τα αρνούμαι], διακοπή της παραγραφής επιφέρει κατά τα ανωτέρω η κοινοποίηση πράξης βεβαίωσης, εν ευρεία ή εν στενή εννοία, προς τον υπόχρεο.

Παγίως δε γίνεται δεκτό (ίδετε ενδ. ΔΠρΚαβ 239/2022, ΝΟΜΟΣ), ότι «Ειδικότερα, η διαδικασία βεβαιώσεως της οφειλής χωρίζεται σε δύο διακριτά στάδια. Το πρώτο στάδιο είναι αυτό της εν ευρεία εννοία βεβαιώσεως της οφειλής, κατά το οποίο ο οικείος ασφαλιστικός φορέας εντοπίζει τις καθυστερούμενες οφειλές και συντάσσει γι’ αυτές, εντός του επόμενου μήνα από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής τους και όχι πέραν των έξι μηνών από την ημέρα που αυτές κατέστησαν καθυστερούμενες, Πράξη Βεβαίωσης Οφειλής, η οποία είναι «ειδική διοικητική πράξη καταγραφής οφειλών». Η διοικητική αυτή πράξη συνιστά την καταλογιστική πράξη και τον νόμιμο τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 2 του Κ.Ε.Δ.Ε. Από την έκδοση της Πράξης Βεβαίωσης Οφειλής - η οποία εκδίδεται από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα σύμφωνα με νέα κοινή διαδικασία [η μορφή, το περιεχόμενο και ο χρόνος εκδόσεως (δηλαδή οι τιθέμενες προθεσμίες) είναι κοινά για όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς] - η καθυστερούμενη οφειλή καθίσταται ληξιπρόθεσμη. Ακολούθως, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των ασφαλιστικών φορέων διαβιβάζονται από αυτούς στο Κ.Ε.Α.Ο. Με τη διαβίβαση της σχετικής Πράξης Βεβαίωσης Οφειλής στο Κ.Ε.Α.Ο. αρχίζει το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας βεβαιώσεως της οφειλής. Συγκεκριμένα δε, οι πράξεις βεβαίωσης οφειλής εντός μηνός από την έκδοσή τους από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς διαβιβάζονται από αυτούς (αυτοματοποιημένα, κατά τα ειδικότερον οριζόμενα στην από 29-08-2013 υπουργική απόφαση) στο Κ.Ε.Α.Ο., όπου - μετά την ολοκλήρωση ελέγχου πληρότητας, ορθότητας και συνέπειας των στοιχείων από το πληροφοριακό σύστημα του Κ.Ε.Α.Ο.- κάθε πράξη βεβαίωσης οφειλής λαμβάνει (με ηλεκτρονικό τρόπο) μοναδικό αριθμό και ταυτοχρόνως εγγράφεται στο ειδικό ηλεκτρονικό μητρώο εσόδων του Κ.Ε.Α.Ο. Από και διά της αποδόσεως μοναδικού αριθμού και της εν λόγω εγγραφής, η Πράξη Βεβαίωσης Οφειλής καθίσταται εκτελεστός τίτλος κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. Έτσι διενεργείται η εν στενή εννοία βεβαίωση της οφειλής, ήτοι η ταμειακή βεβαίωση, και με αυτήν ολοκληρώνεται η διαδικασία βεβαιώσεως της οφειλής. Κατόπιν τούτων, εκκινεί το επόμενο στάδιο, αυτό της εισπράξεως της οφειλής (ΣτΕ 2658-2659/2019 7μ, 2617-2618/2018 7μ.).»

Τα ανωτέρω όμως δεν αρκούν. Διότι ναι μεν  η ανωτέρω Πράξη Βεβαίωσης Οφειλής συνιστά την καταλογιστική πράξη και τον νόμιμο τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 2 του Κ.Ε.Δ.Ε, πλην όμως για να είναι έγκυρη και όχι άκυρη, πρέπει να......

Αναφορικά με τον 2ο λόγο αναίρεσης (έλλειψη αιτιολογίας ΚΠΔ 510.1 Δ):

          Και αυτός, δέον και αιτούμαι να απορριφθεί ως απαράδεκτος και σε κάθε περίπτωση αβάσιμος. Πρόκειται ξεκάθαρα για παράπονο που στρέφεται κατά της εσφαλμένης αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων, υπο την επίφαση του λόγου αναίρεσης περί έλλειψης δήθεν αιτιολογίας. Αφορά δηλαδή την κρίση περί τα πράγματα. Συγκεκριμένα:

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σας, η δικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν περιέχονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδους τους και δεν είναι αναγκαίο να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ` αυτά. Δεν ιδρύουν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.( ΑΠ 761/2020, 2342/2003 ό.α ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1184/2002, ό.α ΝΟΜΟΣ κλπ). Η επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ` εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. (ΑΠ 148/2010 ΝΟΜΟΣ 2/2008,Τρ.Νομ.Πληρ. ΝΟΜΟΣ, ΠοινΛογ 2008,27), ΑΠ452/2006 ΠοινΛογ 2006,384). Συνεπώς αν το διατακτικό είναι αναλυτικό και πλήρες, καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση του αιτιολογικού και συνεπώς και η απλή επανάληψή του δεν βλάπτει. (ΑΠ 1128/2005, ΠΧρ ΝΣΤ`, 148, 1467/2004 ΠΧρ ΝΕ, 616, 1149/2003 Πχρ ΝΔ 251, 170)

Ειδικότερα και αναφορικά και με την αιτιολογία ως προς τα αποδεικτικά μέσα, γίνεται δεκτό πάγια (ενδ. ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 2/2023, ΝΟΜΟΣ, ίδετε παρακαλώ διαχρονικά την σχετική πάγια νομολογία σε Λ. Μαργαρίτη, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ερμηνεία κατ` άρθρο του ν.4620/2019, έκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2020, τ.ΙΙ, πλαγιαρ. 194 επ)  ότι, « Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπ` όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά κατ` επιλογή, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ, αφού η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα δεδομένα της αποδεικτικής διαδικασίας χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν κατ` αυτήν, γιατί δημιουργούνται λογικά κενά και μια τέτοια αιτιολογία δεν θεωρείται εμπεριστατωμένη (ΑΠ 900/2022, ΑΠ 63/2021, ΑΠ 326/2021, ΑΠ 504/2020). Εξάλλου πρέπει να σημειωθεί ότι όταν εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού τα τελευταία δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά (ΑΠ 950/2019, ΑΠ 1207/2017).» . Βλ επίσης ΑΠ 185/2022, ΝΟΜΟΣ «Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει, από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. (ΑΠ 82/2016). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 25/2020, ΑΠ 93/2020, ΑΠ 132/2020)

Αναφορικά δε με το ορισμένο του λόγου αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, γίνεται παγίως δεκτό ότι πρέπει α) εάν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία να προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης η εν λόγω ανυπαρξία, σε σχέση με συγκεκριμένο/α κεφάλαιο/α της απόφασης, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση και β) εάν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, σε σχέση με τα πληττόμενα κεφάλαια (ίδετε παρακαλώ Λ. Μαργαρίτης , ό.α πλαγιαρ. 141,  ΟλΑΠ 19/2001, ΟλΑΠ 2/2002, ΑΠ 761/2020, σύμφωνα με την οποία «Για το ορισμένο του προβλεπόμενου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ`ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως  για έλλειψη της, επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται σ`αυτόν, σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή και, εάν μεν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, πρέπει να προτείνεται η ανυπαρξία αυτής ως προς όλα ή ως προς συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, εάν δε υπάρχει αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη πρέπει να διευκρινίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψή της και να προσδιορίζονται οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 2/2002, 19/2001). Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.»

 Αναφορικά δε με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντος (άρθρο 28, παρ. 1 εδ. α` Ν, 3996/2011), γίνεται παγίως δεκτό ότι (ίδετε ενδ. ΑΠ 413/2023, ΑΠ 498/2023 ΝΟΜΟΣ) : «Σύμφωνα με το άρθρο 28 Ν. 3996/2011 κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές µε τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 3 του Ν. 3004/2010, την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης τιμωρείται µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή µε χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και µε τις δύο αυτές ποινές. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου, παράγραφος 1 του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται µε τις αναφερόμενες σ` αυτό ποινές κάθε εργοδότης η διευθυντής ή επιτετραμμένος ή µε οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή το έθιμο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτήν ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ` αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από τις διοικητικές πράξεις (ΑΠ 626/2022, AΠ6/2022, ΑΠ1157/2020, AΠ 135/2019, ΑΠ 727/2019). Περαιτέρω έλλειψη της επιβαλλόμενης, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα, συντρέχει, όταν δεν εκτίθενται σ` αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ειδικότερα, η καταδικαστική, για παράβαση της ως άνω διάταξης του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945, απόφαση στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας, όταν δεν εκτίθενται σ` αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τα κρίσιμα για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών και ο χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο αποδοχές στον εργαζόμενο και αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο

Εν προκειμένω, ο 2ος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος διότι:

Καταρχάς, δεν υπάρχει αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι η προσβαλλόμενη πάσχει από έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή διότι τάχα δεν έλαβε υπόψη της και δεν εξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν ενώπιον της, αλλά δήθεν μόνο κάποια απ` αυτά. Δεν υπάρχει δηλαδή καμία αιτίαση ότι δεν ελήφθη υπόψη και δεν εκτιμήθηκε το τάδε ή δείνα αποδεικτικό μέσο και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη τάχα πάσχει ειδικά ως προς συγκεκριμένη παραδοχής της. Το μόνο που αναφέρουν είναι ότι η προσβαλλόμενη πάσχει από έλλειψη ειδικής αιτιολογίας επειδή δεν «αναφέρεται…κατά ποιο ειδικότερο τρόπο προκύπτουν όλα τα αναφερόμενα ως μη καταβληθέντα ποσά …και πώς ειδικότερα προκύπτει η αναφερόμενη αναλογία Δώρου Χριστουγέννων…» (βλ. σελ. 19, υπο ε` για την ... και σελ. 20 υπο δ` για τον ...), κάτι που φυσικά δεν αποτελεί σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης αναφορικά με την έλλειψη τάχα ειδικής αιτιολογίας των αποδεικτικών μέσων, γιατί δεν εξομοιούται με το ότι δεν έλαβε υπόψη της όλα τα αποδεικτικά μέσα. Ουσιαστικά πρόκειται για αιτίαση περί εσφαλμένης αποδεικτικής κρίσης περί των πραγμάτων, της προσβαλλόμενης, που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Άλλωστε από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης (βλ. σελ. 110, στην αρχή του σκεπτικού), προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έλαβε υπόψη και εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά, αφού ρητά μνημονεύονται όλα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα που εξέτασε (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων υπεράσπισης και κατηγορίας, πρακτικά, έγγραφα, απολογία και επιπλέον παραδέχεται ότι προέβη και σε αξιολογικό συσχετισμό τους κατά την ΚΠΔ 177, αφού ενδιαφέρει πράγματι τούτο και όχι το αποτέλεσμα του αξιολογικού συσχετισμού, το οποίο δεν ελέγχεται αναιρετικά).

Αλλά και ως προς τις λοιπές επιμέρους αιτιάσεις του ιδίου λόγου, o κρινόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί η προσβαλλόμενη, διαλαμβάνει πλήρεις, ειδικές και εμπεριστατωμένες παραδοχές στις αιτιολογίες για όλα τα ανωτέρω στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν, όπως προβλέπονται από τον ερμηνευθέντα κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε.

Συγκεκριμένα, για τον χρόνο κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, παραδέχεται για την κατηγορουμένη ... (σελ. 110), ότι  «… ούσα ιδιοκτήτρια επιχείρησης με αντικείμενο το λιανικό ...με την επωνυμία ..., ενώ προσέλαβε και απασχόλησε σ` αυτή κατά το χρονικό διάστημα από 1/12/2019 έως 30/11/2020 την εγκαλούσα ως υπάλληλο φαρμακείου-πωλήτρια…» και για τον έτερο κατηγορούμενο ... (σελ. 111), ότι «…κατά το χρονικό διάστημα από 1/4/2015 έως 28/11/2019, όντας ιδιοκτήτης επιχείρησης με αντικείμενο το λιανικό ... με την επωνυμία …ενώ…προσέλαβε και απασχόλησε σ` αυτή κατά το ως άνω χρονικό διάστημα την ως άνω εγκαλούσα ως πωλήτρια-υπάλληλο γενικών καθηκόντων…». Σύστοιχα και αυτόθροα και η ειδικότερη αιτίαση της ανωτέρω 1ης κατηγορούμενης (βλ. υπο γ`), ότι τάχα η προσβαλλόμενη δεν αναφέρει «εάν η σύμβαση εργασίας της ήταν συνεχόμενη κατά το χρονικό διάστημα από την 1-5-2020 έως την 30-11-2020 (προκειμένου να δικαιούται αναλογία δώρου Χριστουγέννων», είναι απορριπτέα, γιατί το αμέσως ανωτέρω χρονικό διάστημα, περιλαμβάνεται στο διάστημα από 1/12/2019 έως 30/11/2020 για το οποίο, κατά τα ανωτέρω, η προσβαλλόμενη παραδέχθηκε ήδη την παροχή εργασίας μου.

Εν ταυτώ, και η αιτίαση των αναιρεσειόντων (βλ. παρακαλώ υπο α` για τον καθένα τους), ότι τάχα η αναιρεσιβαλλόμενη δεν διαλαμβάνει για το είδος της σύμβασης, εάν δηλαδή ήταν «εξαρτημένη ή σύμβαση έργου», είναι καταφανώς αβάσιμη. Διότι οι ανωτέρω παραδεχόμενες ιδιότητες της υπαλλήλου-πωλήτριας αρμόζουν αποκλειστικά και μόνο στην σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και όχι έργου (στην τελευταία θα μιλούσαμε για εργολάβο και εργολαβική αμοιβή και φυσικά όχι για δώρα, άδεια, αποζημίωση απόλυσης κλπ), κάτι που προκύπτει εναργώς από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Άλλωστε οι κατηγορούμενοι δεν ισχυρίστηκαν ποτέ -και δεν προκύπτει ούτε και από τον λόγο αναίρεσης, ούτε και από την επισκόπηση των ανωτέρω διαδικαστικών εγγράφων- ότι προέβαλαν οποτεδήποτε συγκεκριμένο και σαφή ισχυρισμό-άρνηση, ότι μεταξύ μας συνήφθη σύμβαση έργου τάχα και όχι  εξαρτημένης εργασίας, έτσι ώστε να γεννάται και αξίωση για την ειδική αιτιολογία απόρριψης ενός τέτοιου ισχυρισμού, ακόμα και εάν δεχθούμε ότι για τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό απαιτείται ειδική αιτιολογία απόρριψης. (που φυσικά κατά πάγια νομολογία δεν γίνεται δεκτό. Ενδ. ΟλΑΠ 2/2005)

Αλλά και αναφορικά με την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη δεν αναφέρει «ποιες ήταν οι μηνιαίες νόμιμες αποδοχές της, εάν λ.χ πληρώνονταν με ημερομίσθιο ή μισθό ή με άλλο τρόπο π.χ με ποσοστά επι των πωλήσεων…» (βλ. υπο αρ. β` και για τους δύο κατηγορούμενους), ο λόγος είναι πρωτίστως αλυσιτελής και οπωσδήποτε αβάσιμος. Διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση όλων των ανωτέρω εγγράφων της δικογραφίας (κλητήριο θέσπισμα, προσβαλλόμενη κλπ), δεν υπήρξε ποτέ κατηγορία, και πολύ περισσότερο καταδίκη τους με βάση το ανωτέρω άρθρο 28 ν. 3996/11, για μη καταβολή δεδουλευμένων ή διαφορών δεδουλευμένων μισθών οποιασδήποτε περιόδου. Γι` αυτό και δεν προβάλλουν καμία αιτίαση-λόγο αναίρεσης αναφορικά με το ότι η προσβαλλόμενη δεν αναφέρει-προσδιορίζει τις καταβληθείσες αποδοχές  κάθε επιμέρους διαστήματος, ώστε έπειτα από υπολογισμό να προκύπτει το οφειλόμενο τάχα υπόλοιπο αυτών, αφού δεν απηγγέλθη κατηγορία για κάτι τέτοιο και δεν κατέστη ποτέ αντικείμενο δίκης.  

Περαιτέρω, αναφέρεται για τον καθένα από τους κατηγορούμενους, το ύψος των οφειλομένων ποσών ξεχωριστά κατά το είδος τους (πρόσθετη απασχόληση, δώρα, αδείας, αποζημίωσης κ.λπ.) και για κάθε επιμέρους χρονικό διάστημα που αυτά αφορούν. Δεν απαιτούνταν επιπλέον στοιχεία, όπως, κατά την αιτίασή τους, «κατά ποιο ειδικότερο τρόπο προκύπτουν όλα τα αναφερόμενα ως μη καταβληθέντα ποσά», γιατί αυτό αφορά τον έλεγχο της κρίσης περί τα πράγματα όπως προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και όχι την έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης. Και ακριβώς για το λόγο αυτό, η ΑΠ 1103/2017, ΝΟΜΟΣ, αξιώνει για την νόμιμη αιτιολογία αναφορικά με τα ανωτέρω κονδύλια, μόνο την αναγραφή του ύψους των οφειλομένων ποσών ξεχωριστά κατά το είδος τους. Αναίρεσε δε η απόφαση αυτήν, ακριβώς επειδή προσδιορίζονταν το ύψος των οφειλομένων αποδοχών συλλήβδην και συνολικά και όχι ξεχωριστά κατά το είδος τους (π.χ. πρόσθετη απασχόληση, δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα, επίδομα αδείας κ.λπ.) και για κάθε επιμέρους διάστημα, πλημμέλεια που καταφανώς δεν υφίσταται εν προκειμένω. Άλλωστε, όπως προκύπτει εμφανώς από την αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα ανωτέρω ειδικότερα κονδύλια για τα οποία καταδικάστηκαν, δεν αποτελούν «υπόλοιπα» ποσών για τις ανωτέρω αιτίες, έτσι ώστε να απαιτείται τάχα να προσδιορίζονται οι καταβληθείσες επιμέρους αποδοχές για κάθε επιμέρους διάστημα, ώστε να απαιτείται οποιοσδήποτε μαθηματικός υπολογισμός για την εξεύρεση του οφειλόμενου τάχα υπόλοιπου. Αυτό είναι φανερό, γιατί ούτε στο αιτιολογικό, ούτε στο διατακτικό, αναφέρονται περιστατικά μερικής καταβολής, ή έναντι ή υπολοίπου για οποιαδήποτε αιτία κλπ. και επιπλέον, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ουδέποτε υπήρξε ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί μερικής καταβολής για οποιαδήποτε αιτία και διάστημα.

Επειδή εν τέλει η προσβαλλόμενη προσδιορίζει σαφώς και την ιδιότητα των κατηγορουμένων (ιδιοκτήτες επιχείρησης) και το υποκειμενικό στοιχείο («με πρόθεση») τέλεσης του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν. (αν και για τα ανωτέρω στοιχεία του εγκλήματος, δεν υπάρχει καμία αιτίαση των κατηγορουμένων).

Για το ότι εν τέλει, για να επιληφθεί το Δικαστήριό σας αυτεπάγγελτα για την παραγραφή, απαιτείται πλέον κατά τα άρθρα ΚΠΔ 511 και 514, να κριθεί και ένας τουλάχιστον βάσιμος λόγος αναίρεσης και δεν αρκεί μόνο το παραδεκτό του λόγου (όπως ίσχυε από 1.7.2019 μέχρι 18-11-2019. Ν. 4620/1-7-2019), ίδετε παρακαλώ ενδ. ΑΠ 945/2020 ΝΟΜΟΣ σύμφωνα με την οποία η ΚΠΔ 511 είναι δικονομική διάταξη και δεν ισχύει η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού νόμου κατά την ΠΚ 2.1

 Συνεπώς η υπό κρίση αναίρεση πρέπει και αιτούμαι να απορριφθεί και αιτούμαι να καταδικασθούν οι κατηγορούμενοι στην δικαστική μου δαπάνη, αφού παρέστην δια πληρεξουσίου δικηγόρου στην δίκη. 

                   Ο πληρεξούσιος δικηγόρος

     ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Ο 1ος λόγος αναίρεσης (510.1.Β ΚΠΔ) δέον και αιτούμαι να απορριφθεί πρωτίστως ως απαράδεκτος, διότι η ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος (σχετική ακυρότητα), η οποία απορρίφθηκε πρωτόδικα ως αβάσιμη, δεν επαναφέρθηκε με ειδικό λόγο έφεσης στο Εφετείο. Συνεπώς καλύφθηκε και άρα δεν μπορεί να προταθεί ούτε ως λόγος αναίρεσης της απόφασης.

          Ειδικότερα, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, η ακυρότητα μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο αν αυτή προβληθεί με ειδικό λόγο έφεσης, ανεξάρτητα από το αν ο κατηγορούμενος ήταν παρών ή απών στον πρώτο βαθμό (βλ. έτσι και ΑΠ 779/2019, ΠοινΔικ (2020), 240, ΠραξΛογΠΔ (2019), 280, ΑΠ 697/2019, ΠοινΔικ (2020), 363, ΑΠ 528/2019, ΠοινΧρ (ΞΘ/2019), 685, ΑΠ 385/2019, ΠραξΛογΠΔ (2019), 23, ΑΠ 1802/2018 (: απαράδεκτη η προβολή του ισχυρισμού με ένσταση στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αν δεν προτάθηκε με ειδικό λόγο έφεσης), ΠοινΔικ (2020), 784 (περίλ.), ΑΠ 1561/2018, ΠοινΔικ (2020), 520 (περίλ.), ΑΠ 1406/2018, ΠραξΛογΠΔ (2019), 528, ΑΠ 1302/2018, ΠοινΔικ (2020), 263 (περίλ.), ΑΠ 1134/2018, ΠοινΔικ (2019), 1399 (περίλ.), ΑΠ 1127/2018, Αρμ (2018), 1541, ΑΠ 638/2018 (: απαράδεκτη η προβολή του ισχυρισμού αν δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης, ακόμα και αν προτείνεται στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου πριν την έναρξη της συζήτησης), ΠοινΔικ (2019), 881 (περίλ.), ΑΠ 136/2018 (: απαράδεκτη η προβολή του ισχυρισμού αν δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης, ακόμα και αν προτείνεται στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου πριν την έναρξη της συζήτησης), ΠοινΔικ (2019), 400 (περίλ.), NOMOS, ΑΠ 1272/2017, Αρμ (2017), 1967, ΑΠ 1227/2017, ΠοινΔικ (2019), 220, ΠραξΛογΠΔ (2018), 48, Αρμ (2017), 1568, ΑΠ 1165/2017, ΠοινΔικ (2018), 951 (περίλ.), ΑΠ 435/2017, ΠοινΧρ (ΞΗ/2018), 613, Αρμ (2017), 817, ΑΠ 97/2017, ΠοινΔικ (2018), 113 (περίλ.), Ισοκράτης, ΑΠ 1465/2016, ΠοινΧρ (ΞΖ/2017), 356, ΠοινΔικ (2017), 1002 (περίλ.), ΑΠ 1336/2016, ΠοινΧρ (ΞΗ/2018), 294, ΑΠ 711/2016, ΠοινΔικ (2017), 363 (περίλ.), ΑΠ 607/2016 (: απαράδεκτη η προβολή του ισχυρισμού αν δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης, ακόμα και αν προτείνεται στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου πριν την έναρξη της συζήτησης), ΠοινΔικ (2017), 224 (περίλ.), ΑΠ 66/2016, ΠοινΔικ (2016), 1100 (περίλ.), ΑΠ 1261/2015, ΠοινΔικ (2016), 978 (περίλ.), NOMOS, ΑΠ 137/2015, ΠοινΧρ (ΞΣΤ/2016), 276, ΑΠ 820/2014, ΠοινΔικ (2015), 652 (περίλ.), ΑΠ 245/2014, ΕλλΔνη (55/2014), 1575, ΑΠ 109/2014, ΠοινΔικ (2014), 1016 (περίλ.), NOMOS, ΑΠ 750/2013, ΠοινΧρ (ΞΔ/2014), 47, ΑΠ 670/2013, ό.π., ΑΠ 300/2013, ΠοινΔικ (2014), 85 (περίλ.), ΑΠ 261/2013, ΠοινΧρ ΞΓ/2013), 674, Αρμ (2013), 1515, ΑΠ 975/2012, ΠοινΔικ (2013), 659 (περίλ.), ΑΠ 537/2012, ΠοινΧρ (ΞΓ/2013), 118, ΠοινΔικ (2013), 88 (περίλ.), ΑΠ 279/2012, ΠοινΧρ ΞΒ/2012), 670, ΠοινΔικ (2013), 141, ΑΠ 23/2012, ΠοινΔικ (2012), 938 (περίλ.).

          Γίνεται περαιτέρω δεκτό ότι η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται και όταν προταθεί με αόριστο λόγο έφεσης, ακόμα και αν προβληθεί στη συνέχεια στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 1165/2017, ΠοινΔικ (2018), 951 (περίλ.), ΑΠ 1132/2016, ΠοινΔικ (2017), 693 (περίλ.), NOMOS.

          Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι οι πιο πάνω θέσεις ισχύουν και υπό τον νέο ΚΠΔ χωρίς να επηρεάζονται από την πρόβλεψη στο άρθρο 502 παρ. 2 ΚΠΔ του καθολικού μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης για τους εξής λόγους: πρώτον, το καθολικό αποτέλεσμα της έφεσης γινόταν νομολογιακά δεκτό και υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 και συνεπώς δεν επήλθε νομοθετική αλλαγή, αλλά επιβεβαίωση της κρατούσας νομολογίας και δεύτερον, η κάλυψη της σχετικής ακυρότητας από τη μη ρητή προβολή σχετικού παραπόνου στην έκθεση ή στο δικόγραφο της έφεσης δεν σχετίζεται με το αντικείμενο της δίκης σε δεύτερο βαθμό, αλλά με τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος μη προβάλλοντας ρητά το σχετικό παράπονό του οδηγεί σε κάλυψη της ακυρότητας, αφού από το άρθρο 175 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι για να ληφθεί υπόψη και να κηρυχθεί η σχετική ακυρότητα πρέπει να έχει προηγηθεί συγκεκριμένη ρητή εναντίωση του κατηγορουμένου και συνεπώς η διάταξη αυτή ως ειδικότερη υπερισχύει εκείνης του άρθρου 502 παρ. 2 ΚΠΔ.

            Σε περίπτωση λοιπόν που ο κατηγορούμενος εμφανιστεί και δεν προτείνει έγκαιρα την ακυρότητα, δεν μπορεί πλέον να την επικαλεστεί σε κανένα στάδιο της διαδικασίας. Μετά την κατά τα προαναφερόμενα κάλυψη της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αυτή (ακυρότητα) δεν μπορεί πλέον να προταθεί ούτε ως λόγος έφεσης, αλλά ούτε και ως λόγος αναίρεσης της απόφασης. Αν δε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάσει στην ουσία και κάνει δεκτή την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, παρά το ότι η ακυρότητα είχε καλυφθεί κατά τα προαναφερόμενα, υπερβαίνει την εξουσία του και η απόφασή του καθίσταται αναιρετέα (βλ. και ΑΠ 691/2007 (: το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, που απορρίφθηκε πρωτόδικα και δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης), ΠοινΧρ (ΝΗ/2008), 221 (περίλ.), NOMOS, ΑΠ453/2006 (: το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, που απορρίφθηκε πρωτόδικα και δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης), ΠοινΛογ (2006), 387).

          Περαιτέρω, ναι μεν γίνεται δεκτό κατά τα ανωτέρω ότι, εφόσον η σχετική ένστασή του απορρίφθηκε, απαιτείται ειδικός λόγος έφεσης για να επαναφέρει την ακυρότητα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προαπαιτείται όμως στην περίπτωση αυτή, οι λόγοι ακυρότητας να είναι οι ίδιοι. Δηλαδή να επαναφερθούν οι αντιρρήσεις μόνο εφόσον βασίζονται στους ίδιους λόγους που προτάθηκαν και απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, αφού κατά τα λοιπά η ακυρότητα καλύφθηκε (βλ. έτσι και ΑΠ 1315/2018, ΠοινΔικ (2020), 265 (περίλ.), Ισοκράτης, ΑΠ 1070/2013, NOMOS).   

          Επιπλέον, δεν αρκεί το γενικό παράπονο της έφεσης περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων και κήρυξης της ενοχής ή το αορίστως αναφερόμενο ότι ο κατηγορούμενος «δεν κλητεύθηκε καθόλου με την επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος», αφού δεν περιέχεται στις δηλώσεις αυτές αντίρρηση στην πρόοδο της διαδικασίας, όπως απαιτεί το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠΔ [ΑΠ 702/1997 ΠοινΧρ ΜΗ',221]·

           Εν τέλει, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος δεν μπορεί να προταθεί το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου [ΑΠ 1055/1976 ΠοινΧρ ΚΖ',358], μπορεί, όμως, να προταθεί για πρώτη φορά στη νέα μετ' αναίρεση δίκη ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής [ΑΠ 1887/1989 ΠοινΧρ Μ',888].

          Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την (παραδεκτή για τον έλεγχο της νομιμότητας του λόγου) επισκόπηση της ανωτέρω αίτησης-δήλωσης ασκήσεως αναίρεσης, της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης και των με αρ. ... και με αρ. ... εκθέσεων έφεσης της ... και ... αντίστοιχα, ναι μεν προτάθηκε πρωτόδικα η σχετική ένσταση-ισχυρισμός περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία εν συνεχεία απορρίφθηκε ως αβάσιμη, πλην όμως δεν επαναφέρθηκε αυτή με εδικό λόγο έφεσης στο Εφετείο (Τριμελές Πλημ/κείο Καρδίτσας). Συνεπώς το τελευταίο δεν μπορούσε να επιληφθεί της όποιας τυχόν ακυρότητας, αφού θα υπέπιπτε στην πλημμέλεια της θετικής υπέρβασης εξουσίας.

          Συγκεκριμένα από την επισκόπηση των ανωτέρω εκθέσεων εφέσεων των κατηγορουμένων, προκύπτει ότι η ... στην με αρ. κατ. .... έκθεση ισχυρίστηκε ότι «επίσης το δικαστήριο εκτίμησε πλημμελώς τα πραγματικά περιστατικά και τους νομικούς κανόνες και απέρριψε την υποβλειθήσα ένσταση κατά του κλητηρίου θεσπίσματος και τηης εγκυρότητας της ασκηθείσας ποινικής δίωξης, όπως αυτή αναπτύχθηκε προφορικά και υπογράφηκε εγγράφως στα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, ενώ κατ` ορθή εκτίμηση αυτών και των προσκομισθέντων – αναγνωσθέντων εγγράφων θα έπρεπε να γίνει δεκτή η εν λόγω ένσταση, να ακυρωθεί το κλητήριο θέσπιμα για τους αναφερόμενους στην ένστασή μας λόγους και να κριθεί άκυρη και απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη…», ο δε .... στην με .... αντίστοιχη, ισχυρίστηκε ότι «εσφαλμένως και κατά πλημμελή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, των νομικών κανόνων και των πρασαχθέντων – αναγνωσθέντων εγγράφων απέρριψε την ένστασή του περί ακυρώσεως του κλητηρίου θεσπίσματος της Εισαγγελίας ... και περί ακύρωσης της εις βάρος του ασκηθείσης ποινικής διώξεως, ενώ κατ` ορθή εκτίμηση αυτών θα έπρεπε να αποδεχθεί την ως άνω ένσταση και να ακυρώσει το κλητήριο θέσπισμα και κρίνει άκυρη – απαράδεκτη την ασκηθείσα – δυνάμει του ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος – εις βάρος του ποινική δίωξη…».

          Τα ανωτέρω όμως σαφώς δεν αποτελούν ειδικό λόγο έφεσης,   διότι δεν προκύπτει με κανέναν τρόπο ποιο ήταν το ακριβές περιερχόμενο του σχετικού ισχυρισμού περί ακυρότητας που προβλήθηκε πρωτόδικα, αλλ` ούτε και το περιεχόμενο του ισχυρισμού ακυρότητας που επαναφέρεται με την έφεση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Δεν προκύπτει δηλαδή ποιες ακριβώς και ειδικά είναι οι αντιρρήσεις που επαναφέρονται, αλλ` ούτε και ότι αυτές βασίζονται στους ίδιους λόγους που προτάθηκαν και  απορρίφθηκαν πρωτόδικα, που φυσικά είναι κρίσιμο κατά τα ανωτέρω, γιατί εάν στο Εφετείο ο κατηγορούμενος προβάλλει λόγους ακυρότητας διαφορετικούς από αυτούς που είχε προβάλει πρωτόδικα,ο λόγος αυτός έχει καλυφθεί και πρέπει το Εφετείο να τον απορρίψει ως απαράδεκτο. Επιπλέον δεν προκύπτει από τις εκθέσεις τους, ποια συγκεκριμένα είναι τα πραγματικά περιστατικά και οι νομικοί κανόνες που το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εκτίμησε, ή εκτίμησε πλημμελώς, ή δεν έλαβε υπόψη, ή ερμήνευσε και εφάρμοσε λάθος κλπ και για ποια αντικειμενικά ή υποκειμενικά στοιχεία ή άλλα, του εγκλήματος που έπρεπε κατά την ΚΠΔ 321 να αναγράφονται στο κλητήριο σαφώς και ορισμένα και πώς μετά ταύτα όφειλε το πρωτόδικο να κάνει δεκτή την ένσταση και να ακυρώσει το κλητήριο θέσπισμα και με ποια ειδικότερη αιτίαση εν` όψει και των περισσοτέρων του ενός λόγων ακυρότητας που προέβαλαν. Πράγματι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της πρωτόδικης και προσβαλλόμενης, αλλά και της ίδιας της ένστασης ακυρότητας, η τελευταία, διαλαμβάνει για τον καθένα κατηγορούμενο, πλείονες και διακριτούς λόγους ακυρότητας (μη αναφορά των μηνιαίων νόμιμων αποδοχών, του χρόνου καταβολής αυτών, την πρόβλεψή τους σε ατομική σύμβαση ή αλλαχού, των επακριβών ωρών απασχόλησης την 6η ημέρα, του τρόπου που προκύπτουν όλα τα αναφερόμενα κλπ). Ωστόσο το τι ακριβώς από τις ανωτέρω αιτιάσεις και λόγους επαναφέρθηκε προς επανάκριση στο Εφετείο με τις ανωτέρω εκθέσεις τους, είναι παντελώς άδηλο, γιατί οι εκθέσεις τους δεν αναφέρουν και δεν διαλαμβάνουν τίποτα από τα ανωτέρω και συνεπώς και για το λόγο αυτό δεν πρόκειται για ειδικό λόγο έφεσης. Άλλωστε ούτε και οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται στην κρινομένη αίτηση-δήλωσης άσκησης αναίρεσής τους ότι τωόντι, επανέφεραν στο Εφετείο με ειδικό λόγο έφεσης την απορριφθείσα πρωτόδικα σχετική ένσταση και τους λόγους της. Στην σελίδα 15 αυτής (μέσον), αναφέρουν μόνο ότι «προβάλλαμε νόμιμα και εμπρόθεσμα την προπαρατεθείσα προσφυγή κατά του από ... κλητηρίου θεσπίσματος Τριμελές Πλημμελειοδικείο…την απέρριψε αφενός όλως παρανόμως και αφετέρου άνευ της απαιτούμενης…αιτιολογίας». Δηλαδή ούτε και οι ίδιοι ισχυρίζονται στην αναίρεσή τους ότι προέβαλαν ειδικό λόγο έφεσης με τις ανωτέρω εκθέσεις τους και φυσικά δεν ισχυρίζονται ούτε παραθέτουν το περιεχόμενο αυτού του ειδικού λόγου, αφού καταφανώς και ομολογημένα, κανείς τέτοιος δεν προβλήθηκε με τις ανωτέρω εκθέσεις τους. 

          Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναίρεσης είμαι μη νόμιμος και απαράδεκτος, άλλως αβάσιμος. Κατά το σκέλος δε αυτού που αιτιώνται (σελ. 16), ότι «πέραν δε αυτής της έλλειψης όμως, στο εν λόγω κατηγορητήριο καταγράφονται όλως αντιφατικώς ο χρόνος της φερόμενης τέλεσης της αξιόποινης πράξης από έκαστο εξ ημών», δηλαδή ότι το κατηγορητήριο είναι άκυρο, όχι μόνο για τους λόγους που είχαν προβάλει με την σχετική ένστασή τους (που απορρίφθηκε και δεν επαναφέρθηκε ποτέ με ειδικό λόγο έφεσης), αλλά και για τον αμέσως ανωτέρω, η αναίρεση είναι καταφανώς απαράδεκτη, καθόσον ο ανωτέρω λόγος ακυρότητας προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιόν Σας. Και πράγματι από την παραδεκτή επισκόπηση όλων των ανωτέρω διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι η ανωτέρω συγκεκριμένη αιτίαση δεν είχε προβληθεί ούτε και πρωτόδικα με την σχετική ένσταση ακυρότητας και φυσικά, δια τούτο, δεν επαναφέρθηκε ποτέ στο Εφετείο. Συνεπώς δεν μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά ενώπιόν σας και δέον και αιτούμαι να απορριφθεί.

          Σε κάθε περίπτωση όμως ο σχετικός λόγος είναι μη νόμιμος, άλλως αβάσιμος, διότι, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου μόνο του ν. 690/1945, το κλητήριο θέσπισμα αρκεί να αναγράφει το οφειλόμενο στον εργαζόμενο ποσό και δεν απαιτείται η αναφορά και των λοιπών στοιχείων που απαιτούνται για την αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, αφού τα στοιχεία αυτά ανάγονται στην αποδεικτική διαδικασία [βλ. έτσι ΑΠ 44/2012, NOMOS, ΑΠ 1202/2010, NOMOS,  ΑΠ 1187/2010, ΠοινΧρ (ΞΑ/2011), 354, ΑΠ 1200/1994 (: δεν χρειάζεται να αναφέρεται ο ελάχιστος νόμιμος μισθός και ποιο ποσό καταβλήθηκε σε καθένα από τους μισθωτούς - κρίσιμο μόνο το οφειλόμενο σε καθένα μισθωτό ποσό), ΠοινΧρ (ΜΔ/1994), 993, Υπέρ (1995), 55, Σεβαστίδης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ν. 4620/2019, έκδ. Σάκκουλα 2021, τόμος  IV, πλαγιαρ. 95 ].Το κλητήριο θέσπισμα για μη καταβολή επιδομάτων αδείας και δώρων δεν απαιτείται να αναγράφει το ημερομίσθιο ή τον μηνιαίο μισθό, βάσει των οποίων υπολογίζονται ούτε η ημέρα καταβολής τους, αφού όλα αυτά τα στοιχεία προβλέπονται στο νόμο και στις συλλογικές συμβάσεις [ΑΠ 1151/2002, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 408 (περίλ.), ΠοινΛογ (2002), 1680].

          Συνεπώς ο 1ος λόγος αναίρεσης είναι καθ` ολοκληρίαν απορριπτέος και δέον και αιτούμαι την απόρριψή του.

 

ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Αριθμός απόφασης : 48 /2024
Αριθμός έκθεσης κατάθεσης : 5/2023
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
(Τακτική Διαδικασία)

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Καρδίτσας, Χριστίνα I. Ταμπακιώτη, που όρισε με πράξη της η Πρόεδρος Πρωτοδικών Καρδίτσας, και τη Γραμματέα, Αναστασία Καρακώστα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Καρδίτσα στις 16 Νοεμβρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε»

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) ……. τους οποίους εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, Ανδρέας Βρόντος (Δ.Σ. Καρδίτσας, Α.Μ. 249), ο οποίος προκατέθεσε κοινές προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από …….. (αριθ. εκθ. κατ. ……) αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις …….., στη συνέχεια, δε, δυνάμει της από ……. πράξης ορισμού δικασίμου της Διευθύνουσας το Ειρηνοδικείο Καρδίτσας, γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και μετά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν εγγράφως τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους και ζήτησαν, αντίστοιχα, να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

(I) Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, κατά την οποία, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι δικαιούχος αποζημίωσης είναι το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που προσβλήθηκε με την αδικοπραξία άμεσα στα δικαιώματα, έννομα αγαθά, ή προστατευόμενα συμφέροντά του. Συνεπώς, δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση της ηθικής βλάβης και νομικό πρόσωπο, εάν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική του πίστη, η επαγγελματική του υπόληψη και, γενικά, το εμπορικό του μέλλον. Από δε τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 §2, 118§4, 216 ΚΠολΔ, 297, 298, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι στην αγωγή για αποζημίωση καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία απαιτείται, για την πληρότητα του δικογράφου, να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, να προσδιορίζεται η ζημία περιουσιακή ή μη (ηθική βλάβη) και να αναφέρεται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψής του και της περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ και η οποία υφίσταται, όταν η υπαίτια συμπεριφορά ήταν ικανή με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όσον αφορά στα νομικά πρόσωπα, η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης καθιδρύεται πρωτογενώς υπέρ αυτών, εφόσον με την τελούμενη σε βάρος τους αδικοπραξία προσβάλλεται η εμπορική φήμη, η πίστη, η επιχειρηματική δραστηριότητα και το μέλλον αυτών, χωρίς να απαιτείται κατ' αρχήν για το ορισμένο του σχετικού αιτήματος της αγωγής η εξειδίκευση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, διότι είναι φανερό ότι αυτή αναφέρεται στην πίστη, το κύρος, τη φήμη κλπ. του νομικού προσώπου. Πλην όμως, στις περιπτώσεις αυτές, δεδομένου ότι επί νομικών προσώπων η ηθική βλάβη δεν ανάγεται σε ενδιάθετο συναίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, όπως συμβαίνει στα φυσικά πρόσωπα, αλλά σε συγκεκριμένη, έχουσα υλική υπόσταση, βλάβη, για το ορισμένο της σχετικής αγωγής απαιτείται το ενάγον νομικό πρόσωπο να επικαλείται και να αποδεικνύει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο τη συγκεκριμένη αυτή βλάβη που έχει υλική υπόσταση, άλλως η αγωγή είναι αόριστη. Συνεπώς, προκειμένου να κριθεί, εάν και κατά πόσον επήλθε, συνεπεία της αδικοπραξίας προσβολή της εμπορικής πίστης και της επαγγελματικής υπόληψης του νομικού προσώπου, πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να αναφέρεται η επιχειρηματική και περιουσιακή κατάσταση του θιγόμενου, χωρίς την παρεμβολή της επιλήψιμης συμπεριφοράς και μετά την εκδήλωση αυτής, ώστε να προκύπτει διαφορά και να δικαιολογείται η αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΜονΠρΠατρ. 82/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ με τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).

(II) Από τα άρθρα 1710 παρ. 2 και 1813 ΑΚ συνάγεται ότι το κληρονομικό εκ διαθήκης δικαίωμα επί της κληρονομιάς κάποιου, κατά κανόνα αποκλείει το κληρονομικό εξ αδιαθέτου δικαίωμα επί της αυτής κληρονομιάς. Με το άρθρο 1847 παρ. 1 ΑΚ παρέχεται στον κληρονόμο προσωποπαγές δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομιά έστω και αν με την αποποίηση βλάπτονται τα συμφέροντα δανειστών του, διότι κατά την αντίληψη του νομοθέτη ουδείς δύναται να αναγκασθεί σε αποδοχή της, η δε αποποίηση πρέπει να γίνει με μονομερή δήλωση μη απευθυντέα, υποβαλλομένη στον γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς (ΑΚ 1848 παρ. 1), εντός αποκλειστικής προθεσμίας, η οποία κατ' αρχήν ορίζεται σε τέσσερις μήνες από την εκ μέρους του κληρονόμου γνώση της επαγωγής και του λόγου της. Γνώση της επαγωγής συνιστά η από τον κληρονόμο γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου, γνώση δε του λόγου της επαγωγής συνιστά η γνώση της από διαθήκη ή από το νόμο (εξ αδιαθέτου) κλήσης στην κληρονομιά. Η διάταξη απαιτεί θετική γνώση του λόγου της επαγωγής, να γνωρίζει δηλαδή ο κληρονόμος ότι καλείται είτε από διαθήκη είτε εξ αδιαθέτου. Με την ρύθμιση αυτήν ο νομοθέτης αποβλέπει αφ' ενός στην ασφάλεια του δικαίου και ιδίως στην προστασία των δανειστών της κληρονομιάς, οι οποίοι πρέπει να πληροφορηθούν σε εύλογο χρόνο τον κληρονόμο, κατά του οποίου μπορούν να στραφούν προς ικανοποίηση τους, και αφ' ετέρου στην προστασία του κληρονόμου, στον οποίο πρέπει να παρέχεται ικανός χρόνος προς ενημέρωση του περί της καταστάσεως και ιδίως των χρεών της κληρονομιάς, ώστε να αποφασίσει συνειδητώς αν θα την αποδεχθεί ή θα την αποκρούσει. Εξάλλου, επί επαγωγής της κληρονομιάς από διαθήκη, η προθεσμία αποποίησης της κληρονομιάς δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης. Τούτο σημαίνει ότι αν ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής σ' αυτόν της κληρονομιάς πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης, η προθεσμία της αποποιήσεως δεν αρχίζει από τη γνώση αυτή, αλλά η έναρξη της μετατίθεται στο χρόνο δημοσιεύσεως της διαθήκης, αδιαφόρως αν ο κληρονόμος έλαβε γνώση της δημοσιεύσεως. Εάν, όμως, ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής μετά τη δημοσίευση της διαθήκης, η προθεσμία αποποιήσεως της κληρονομιάς αρχίζει όχι από τη δημοσίευση της διαθήκης αλλά από τη γνώση της από διαθήκη επαγωγής, έστω και αν ο κληρονόμος δεν έλαβε γνώση της δημοσιεύσεως της διαθήκης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1901 ΑΚ «ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομιάς», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1885 ΑΚ «... τα χρέη της κληρονομιάς διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων ανάλογα με την μερίδα του καθενός». Ο κάθε κληρονόμος έχει ορισμένη κληρονομική μερίδα, η οποία εκφράζεται σε κλάσμα. Εφόσον οι κληρονόμοι εγκαταστάθηκαν επί δήλων πραγμάτων, το ποσοστό του κάθε κληρονόμου επί της όλης κληρονομιάς προσδιορίζεται από την αναλογία της αξίας του δήλου προς την αξία της όλης κληρονομιαίας περιουσίας, κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης, που αποτελεί και το κρίσιμο μέτρο της ευθύνης του (ΑΠ 1389/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι ανατέθηκε σ’ εκείνη η λειτουργία και η συντήρηση του Ελληνικού Δικτύου ……. Ότι, μεταξύ άλλων, αυτή είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή αυτοψιών και ελέγχων αναφορικά με τη διαπίστωση ρευματοκλοπών, για την εκτίμηση της μη καταγραφείσας ενέργειας στις περιπτώσεις διαπιστωμένης ρευματοκλοπής όπως επίσης και για την είσπραξη των αντίστοιχων βεβαιωμένων ποσών. Ότι, κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε από αρμόδιο συνεργείο της στις …….., διαπιστώθηκε υπαίτια παρέμβαση στον μετρητή ηλεκτρικής ενέργειας της με αριθμό ……… παροχής (τριφασική παροχή ισχύος 25 kVA), με την οποία ηλεκτροδοτείτο οικία ιδιοκτησίας του …….. επί της οδού ………. στην ………. Ότι στην ανωτέρω οικία, εκτός από τον …….., διέμεναν η σύζυγός του ……… και τα τέκνα τους, ……., ……….. Ότι η αυτοψία στην εν λόγω παροχή διενεργήθηκε κατόπιν εκτέλεσης εντολών διαδοχής ονόματος απουσία του υπόχρεου …….., ο οποίος απεβίωσε την 7η- 7-……... Ότι το υπ’ αριθ. …….. Δελτίο Επίσκεψης του συνεργείου καθώς και το από …………. Πρωτόκολλο Σφράγισης επιδόθηκαν ιδιοχείρως στη σύζυγο του αποβιώσαντος ………... Ότι κατά την αυτοψία διαπιστώθηκαν κομμένες σφραγίδες καλύμματος μετρητή, κομμένες σφραγίδες καλύμματος ακροδεκτών μετρητή, παρέμβαση στους ακροδέκτες του μετρητή και επέμβαση στη συνδεσμολογία του μετρητή. Ότι το αρμόδιο συνεργείο προέβη σε αντικατάσταση του υφιστάμενου μετρητή με νέο και η διάταξη σφραγίστηκε. Ότι ο παλιός μετρητής εκτοποθετήθηκε με πρωτόκολλο σφράγισης και φυλάσσεται στα γραφεία της και ότι η παροχή δεν διακόπηκε. Ότι το χρονικό σημείο έναρξης της ρευματοκλοπής υπολογίσθηκε στις 29-5-2014. Ότι αυτή προέβη σε εκτίμηση της μη καταγραφείσας από τον ως άνω μετρητή ενέργειας, η οποία για το χρονικό διάστημα από τις 29-5-2014 έως τις 29-3-2019, προσδιορίστηκε σε 17.755 kWh (κιλοβατώρες) συνολικής αξίας 3.506,085 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 13%. Ότι οι εναγόμενοι βαρύνονται με το διαχειριστικό κόστος της ρευματοκλοπής, το οποίο ανέρχεται σε 550 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24%. Ότι η συνολική ζημία, που αυτή υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων-υπαιτίων της ρευματοκλοπής, ανέρχεται στο ποσό των 4.646,88 ευρώ. Ότι ο ………. απεβίωσε στις 7-7-20…. και κατέλειπε ως κληρονόμους του τους εναγόμενους βάσει της από ……. Ιδιόγραφης Διαθήκης η οποία δημοσιεύθηκε δυνάμει των υπ’ αριθ. ………. Πρακτικών Ιδιόγραφης Διαθήκης του Ειρηνοδικείου …….., το σώμα των οποίων παραθέτει αυτούσιο στην ένδικη αγωγή. Ότι οι κληρονόμοι του δεν αποποιήθηκαν την κληρονομιά μέσα στη νόμιμη προθεσμία και ότι η κληρονομιά έγινε αποδεκτή απ’ αυτούς κατά πλάσμα δικαίου. Ότι την ανωτέρω παράνομη επέμβαση στον μετρητή αποφάσισαν και ακολούθως πραγματοποίησαν από κοινού ο τότε εν ζωή ……….. με τους πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτο και πέμπτη εναγόμενους, που συνοικούσαν στην ως άνω οικία που αφορούσε η επίδικη παροχή, οι οποίοι ήταν και οι άμεσα ωφελούμενοι από την κατανάλωση της επίδικης ενέργειας. Ότι οι πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτος και πέμπτη εναγόμενοι από κοινού με τον αποβιώσαντα ………… ήταν και οι διαπράξαντες και επωφελούμενοι της υπαίτιας παρέμβασης στο μετρητή ηλεκτρικής ενέργειας και χρήστες της εν λόγω παροχής, ευθυνόμενοι προσωπικά εις ολόκληρο γι’ αυτήν, άλλως ευθύνονται ως κληρονόμοι κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας, ενώ οι έβδομος και όγδοος εναγόμενοι ευθύνονται ως κληρονόμοι του αποβιώσαντος κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας ως ττεριγράφεται στη διαθήκη. Ότι, από τον θάνατο του εν λόγω αποβιώσαντος, στην ως άνω οικία που ηλεκτροδοτείται με την με αριθμό …….. παροχή τριφασικού ρεύματος εξακολουθούν και διαμένουν οι πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτος και πέμπτη εναγόμενοι και ότι η επίδικη παροχή παρέμενε συνδεδεμένη στο όνομα του προαναφερόμενου αποβιώσαντος έως τον Μάρτιο του έτους 2019, όταν η πέμπτη εναγόμενη, την 28η-3-2019, υπέγραψε σύμβαση παροχής ρεύματος στο δικό της όνομα. Ότι όσον αφορά στη ρευματοκλοπή που τέλεσε σε βάρος της ο ………. κατά το μέρος που του αναλογεί, η υποχρέωση του κληρονομούμενου προς αποκατάσταση της ζημίας που αυτή υπέστη λόγω της εις βάρος της αδικοπραξίας που τελέστηκε από τον αποβιώσαντα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα και κατ’ ελάχιστο μέχρι το θάνατό του, μεταβιβάστηκε στους κληρονόμους του (εναγομένους), ως καθολικούς διαδόχους του, οι οποίοι, μετά την αποδοχή της κληρονομιάς, υπεισήλθαν στη θέση αυτού και ευθύνονται για την αποκατάσταση της εξ αδικοπραξίας ζημίας (πέραν της ατομικής τους ευθύνης και υπαιτιότητας) ο καθένας και κατά τον λόγο της κληρονομικής τους μερίδας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1885 ΑΚ. Ότι, εξαιτίας της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του θανόντος από κοινού με τους εναγομένους, αυτή υπέστη βλάβη στη φήμη και στο κύρος της και ιδίως στην εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτή και την ικανότητα ομαλής και δίκαιης διαχείρισης του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Η ενάγουσα λοιπόν ζητά, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, σύμφωνα με τους αναλυτικώς αναφερόμενους στην αγωγή και τις προτάσεις της λόγους κατά την κύρια βάση, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914 επ ΑΚ), άλλως, κατά την επικουρική βάση, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ) : α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρο ο καθένας τους το ποσό των 4.643,88 ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας της, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση οι μεν πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτος και πέμπτη εναγόμενοι εις ολόκληρο εκ της προσωπικής τους ευθύνης από τη διάπραξη της υπαίτιας παρέμβασης στον μετρητή ηλεκτρικής ενέργειας και χρήση της εν λόγω παροχής, άλλως έκαστος ανάλογα με το ποσό που αντιστοιχεί στην κληρονομική τους μερίδα, οι, δε, εκτός και έβδομος εναγόμενοι έκαστος ανάλογα με το ποσό που αντιστοιχεί στην κληρονομική τους μερίδα καθώς και το ποσό των 700 ευρώ έκαστος εις ολόκληρο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και β) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της. Μ’ αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα η κρισιολογούμενη αγωγή παραδεκτώς, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. …….. e-παράβολο το οποίο προσκομίστηκε κατόπιν κλήσης της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενάγουσας κατ’ άρθρο 227 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρα 1, 7, 9, 10, 14 παρ. 1α και 22 του ΚΠολΔ), για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων. Είναι, δε, αρκούντως ορισμένη, κατά την κύρια βάση της από την αδικοπραξία ως προς τους πέντε πρώτους εναγόμενους, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων, καθόσον στο κρισιολογούμενο δικόγραφο εκτίθενται με σαφήνεια : i) τα περιστατικά εκείνα, που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, ii) τα γεγονότα, που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του εναγομένου και της ζημίας, που επήλθε στην ενάγουσα και ίii) τα στοιχεία εκείνα, που προσδιορίζουν τη θετική ζημία της ενάγουσας (ΕιρΠατρ. 183/2022 ΤΝΠ Δ.Σ.Α. «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»), πλην : α) του αγωγικού κονδυλίου επιδίκασης υπέρ της ενάγουσας του χρηματικού ποσού ύψους 700 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία αυτή υπέστη από την προπεριγραφόμενη συμπεριφορά των εναγομένων, το οποίο τυγχάνει απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, καθώς δεν διαλαμβάνονται στο αγωγικό δικόγραφο με πληρότητα και σαφήνεια, όλα τα αναγκαία εκ του νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118, 119 και 216 του ΚΠΔ, στοιχεία για τη θεμελίωσή του και συγκεκριμένα, διότι δεν γίνεται επίκληση από την ενάγουσα συγκεκριμένων στοιχείων σχετικά με την επιχειρηματική και περιουσιακή κατάστασή της, χωρίς την παρεμβολή της αδικοπραξίας και μετά από αυτή, ώστε να προκύπτει η διαφορά, η οποία συνιστά τη συγκεκριμένη βλάβη με υλική υπόσταση, που να δικαιολογεί τη χρηματική της ικανοποίηση λόγω προσβολής της εμπορικής της πίστης και επαγγελματικής της υπόληψης. Δεν περιγράφονται, δηλαδή, στο αγωγικό δικόγραφο συγκεκριμένα περιστατικά, που συνιστούν συγκεκριμένη βλάβη, που να έχει υλική υπόσταση, την οποία αυτή έχει υποστεί ένεκα της προπεριγραφόμενης συμπεριφοράς των εναγομένων και τα οποία διατάραξαν την επαγγελματική της λειτουργία και δραστηριότητα, προκάλεσαν απώλεια υφισταμένων ή νέων πελατών, ανέστειλαν προπαρασκευαστικές επαγγελματικές δράσεις της και οδήγησαν σε οικονομική της ζημία ή μείωση των εσόδων της με συγκεκριμενοποίηση του είδους της ζημίας της. Αντίθετα, η ενάγουσα προβαίνει σε μία γενική και αφηρημένη επίκληση της προσβολής της φήμης και εν γένει υπόληψης με αντικείμενο τον αντίκτυπο των περιπτώσεων ρευματοκλοπής στο καταναλωτικό κοινό (ΜονΠρΠατρ. 82/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και β) της βάσης της αγωγής εκ κληρονομικής διαδοχής κατ’ άρθρο 1885 ΑΚ ως προς όλους τους εναγόμενους, η οποία είναι αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, διότι δεν αναγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο το ποσοστό του κάθε κληρονόμου επί της όλης κληρονομιάς, που προσδιορίζεται από την αναλογία της αξίας του δήλου προς την αξία της όλης κληρονομιαίας περιουσίας, κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης, που αποτελεί και το κρίσιμο μέτρο της ευθύνης του σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχείο (II) νομική σκέψη της παρούσας, καθώς ο αποβιώσας την …… κατέλειπε την από ……… ιδιόγραφη διαθήκη η οποία δημοσιεύθηκε με τα υπ’ αριθ. ………. Πρακτικά Δημοσίευσης Ιδιόγραφης Διαθήκης του Ειρηνοδικείου …….. και οι αναφερόμενοι σε αυτοί κληρονόμοι του δεν αποποιήθηκαν την κληρονομιά του αποβιώσαντος εντός της νόμιμης προθεσμίας σύμφωνα με το υπ’ αριθ. …….. πιστοποιητικό του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας. Επίσης, είναι και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 340, 346, 914 επ. του ΑΚ, 68, 176, 189, 191, 907 και 908 παρ. 1 του ΚΠολΔ, 95 της υπ’ αριθ. 395/2016 απόφασης της Ρ.Α.Ε. (Φ.Ε.Κ. τεύχος Β', 78/2017) κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 128 του Ν. 4001/2011, σε συνδυασμό με τα άρθρα 26, 27§1, 178 και 372 του Π.Κ., πλην της επικουρικής βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα, διότι είναι επιβοηθητικής φύσης, υπό την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο, εφόσον λείπουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση της αγωγής από την αδικοπραξία, πλην, όμως, στην προκειμένη περίπτωση δεν θεμελιώνεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από αδικοπραξία (ΜονΠρΘεσσ. 4389/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεδομένου, δε, ότι για το παραδεκτό της συζήτησης προσκομίστηκε η από 26-12- 2022 έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση (άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του Ν. 4640/2019), υπογεγραμμένη από την νόμιμη εκπρόσωπο της ενάγουσας και την πληρεξούσια δικηγόρο της, επομένως, κατά το μέρος της που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Με τις προτάσεις τους οι εναγόμενοι αρνούνται το περιεχόμενο της υπό κρίση αγωγής και ταυτόχρονα προβάλλουν τον ισχυρισμό περί παραγραφής της ένδικης απαίτησης. Ειδικότερα, εκθέτουν ότι η, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, επέμβαση στο μετρητή που είχε ως αποτέλεσμα να μην καταγράφεται η αληθής ποσότητα ενέργειας έγινε το 2014, οπότε και υπήρξε σταθερή μείωση κατανάλωσης ενέργειας, συνεπώς, τυγχάνει παραγεγραμμένη κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής κατά το έτος 2023, αφού είχε ήδη παρέλθει πενταετία από τον χρόνο έναρξης της φερόμενης ζημίας και των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της και της άσκησης της ένδικης αξίωσης. Σε κάθε περίπτωση, δε, εάν ήθελε κριθεί ότι οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 12 της με αριθμό 236/2017 απόφασης της Ρ.Α.Ε. είναι συνταγματικές, τότε τεκμαίρεται ότι ο χρόνος έναρξης της ρευματοκλοπής και συνεπώς η γνώση της καλύπτεται από το τεκμήριο αυτό κατ’ απόκλιση από την ΑΚ 937 και 251 και συνεπώς ο χρόνος τέλεσης και η γνώση της κλοπής - δεσμευτικά κατά το νόμιμο τεκμήριο - και χωρίς σύνδεση με τη γνώση είτε του υπαιτίου είτε της ζημίας, είναι τα ανωτέρω χρονικά σημεία και άρα η παραγραφή δεσμευτικά άρχεται από τα ανωτέρω χρονικά σημεία ήτοι από το έτος 2014. Ο ισχυρισμός αυτός, που αποτελεί ένσταση, είναι αρκούντως ορισμένος και νόμιμος, στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 937 του ΑΚ και στο άρθρο 12 παρ. 2 της με αριθμό 236/2017 απόφασης της Ρ.Α.Ε. και η ουσιαστική βασιμότητά του θα κριθεί κατωτέρω. Τέλος, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς για την άσκηση της ένδικης αγωγής. Ειδικότερα, εκθέτουν ότι η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται ότι είναι φορέας της έννομης σχέσης της αδικοπραξίας, δηλαδή ιδιοκτήτης του ρεύματος και άρα αμέσως παθούσα αφού μόνο ο ιδιοκτήτης ή ο κάτοχος εν προκειμένω, νομιμοποιείται κατά το νόμο στην άσκηση αγωγής, αντίθετα δε η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι της ανατέθηκε η λειτουργία και συντήρηση του δικτύου, με συνέπεια αυτό να μην την καθιστά ιδιοκτήτη ούτε καν κάτοχο και συνεπώς, δεν την νομιμοποιεί για την αναζήτηση της ζημίας από ρευματοκλοπή. Ότι ακόμη και αν θεωρηθεί ότι ασκεί, ως κατ’ εξαίρεση μη δικαιούχος για λογαριασμό του αληθούς κυρίου της ενέργειας, την αγωγή, δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά της κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησής της. Ότι ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι δυνάμει του άρθρου 123 Ν. 4001/2011 η ενάγουσα νομιμοποιείται να ασκήσει την αγωγή ως διαχειριστής διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, αυτό μπορεί να το κάνει μόνο για τις αξιώσεις ειδικά από ρευματοκλοπή δηλαδή από αδικοπραξία και όχι για άλλες απαιτήσεις όπως συμβατικές ή αδικαιολόγητου πλουτισμού αφού αυτή είναι δικαιούχος της αξίωσης από ρευματοκλοπή ειδικά και όχι άλλων αξιώσεων. Όμως, ο ως άνω ισχυρισμός του εναγομένου είναι μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι από 20-1-2017 η ….. κατέστη το πρώτον αρμόδια, επιπλέον του ελέγχου διαπίστωσης ρευματοκλοπών, και για την είσπραξη του συνόλου των κονδυλίων, που αντιπροσωπεύουν την αξία της ηλεκτρικής ενέργειας, που δεν καταγράφηκε λόγω της ρευματοκλοπής (ΑΠ 132/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ως εκ τούτου, νομιμοποιείται ενεργητικώς η ενάγουσα να αξιώσει την ένδικη απαίτηση, διότι η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5-1-2023, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …. έκθεση κατάθεσης δικογράφου της Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, …, και επιδόθηκε στους εναγομένους στις 16-1-2023, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. ………. εκθέσεις επίδοσης της διορισμένης στο Εφετείο ….. με έδρα το Πρωτοδικείο ……..δικαστικής επιμελήτριας, ………, ενώ ταυτόχρονα, για όλους τους παραπάνω λόγους, νομιμοποιείται να αξιώνει και απαιτήσεις, που ερείδονται στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού ή σε απαιτήσεις που ερείδονται στις διατάξεις περί αποκατάστασης της ηθικής βλάβης (εξ αντιδιαστολής επιχείρημα από ΜονΠρΡοδ. 80/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από όσα αναπτύχθηκαν κατά τη συζήτηση δια των εγγράφων προτάσεων των διαδίκων, αντιστοίχως, καθώς και των προσθηκών - αντικρούσεων αυτών, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 και 395 του ΚΠολΔ), έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση κατωτέρω, καθώς και από τις φωτογραφικές αναπαραστάσεις, που μετ' επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ', 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αλλά και από τις φωτοτυπίες εγγράφων, των οποίων η ακρίβεια δεν έχει βεβαιωθεί, κατ' άρθρο 449 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που λαμβάνονται υπόψη ως αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ), τα οποία νόμιμα προσκόμισαν μετ' επικλήσεως οι διάδικοι, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων περί προσκόμισης εκ μέρους της ενάγουσας ανυπόστατων αποδεικτικών μέσων, από τις ομολογίες των διαδίκων που προκύπτουν από τις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρο 261 του ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και απ' όλη τη διαδικασία εν γένει, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα έχει αναλάβει τη λειτουργία και τη συντήρηση του …... Μεταξύ άλλων, είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή αυτοψιών και ελέγχων αναφορικά με τη διαπίστωση ρευματοκλοπών, για την εκτίμηση της μη καταγραφείσας ενέργειας στις περιπτώσεις διαπιστωμένης ρευματοκλοπής, όπως επίσης και για την είσπραξη των αντίστοιχων καταλογισθεισών οφειλών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε από αρμόδιο συνεργείο της στις 29-3-2019, διαπιστώθηκε αυθαίρετη παρέμβαση στον μετρητή ηλεκτρικής ενέργειας με αριθμό ……. της παροχής με αριθμό ……… (τριφασική παροχή ισχύος 25kVA), η οποία ηλεκτροδοτεί ακίνητο επ’ ονόματι του ……… επί της οδού ……….. στην ……... Ειδικότερα, διαπιστώθηκε πως ο ……… έκοψε τις σφραγίδες του καλύμματος και των ακροδεκτών του μετρητή, παρενέβη στους ακροδέκτες του μετρητή και επενέβη στην συνδεσμολογία του μετρητή, με συνέπεια να μην καταγράφεται η πράγματι καταναλισκόμενη ενέργεια. Επίσης, η ενάγουσα προέβη σε εκτίμηση της μη καταγραφείσας από τον ως άνω μετρητή ενέργειας, η οποία, για το χρονικό διάστημα από τις 29-5-2014 έως τις 29-3-2019, οπότε αποκαταστάθηκε η ορθή λειτουργία της μετρητικής διατάξεως, προσδιορίστηκε σε 17.555 Kwh συνολικής αξίας 3.506,085 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 13%. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ……… απεβίωσε στις 7 Ιουλίου …….. Όμως, δεν αποδείχθηκε ότι τα τέκνα του …….. και η σύζυγός του, ήτοι η ……… και η ……… (πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτος και πέμπτη εναγόμενοι), οι οποίοι διέμεναν και διαμένουν κατά την κατάθεση της ένδικης αγωγής στην ανωτέρω οικία επί της οδού …… στην …….., έκοψαν από κοινού ή κατά μόνας τις σφραγίδες του καλύμματος και των ακροδεκτών του μετρητή, παρενέβησαν από κοινού ή κατά μόνας στους ακροδέκτες του μετρητή και επενέβησαν από κοινού ή κατά μόνας στην συνδεσμολογία αυτού, με συνέπεια να μην καταγράφεται η πράγματι καταναλισκόμενη ενέργεια είτε κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ζούσε ο συμβεβλημένος χρήστης ……., ήτοι από 29-5-2014 έως 7- 7-2018, είτε κατά το χρονικό διάστημα από την επόμενη ημέρα του θανάτου του, ήτοι από τις 8-7-2018 και μέχρι την πραγματοποίηση του τεχνικού ελέγχου στις 29-3-2019. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι ανωτέρω εναγόμενοι γνώριζαν θετικά τις προπεριγραφείσες παράνομες ενέργειες του θανόντος ως άνω συγγενούς τους. Κατ’ ακολουθία λοιπόν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσία αβάσιμη. Σημειώνεται, δε, ότι παρέλκει η εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας των λοιπών ισχυρισμών-ενστάσεων των εναγομένων. Τέλος, η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το Παράρτημα I του Ν. 4194/2013), κατόπιν αποδοχής σχετικού αιτήματος των τελευταίων, που υποβλήθηκε με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους, κατά τα αναφερόμενα, ειδικότερα, στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

Απορρίπτει την υπό κρίση αγωγή.

Καταδικάζει την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των εκατόν επτά (107) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Καρδίτσα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 15\ -2-2024, απάντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ …

(ειδική διαδικασία-περιουσιακές διαφορές. ΚΠολΔ 614επ)

ΑΓΩΓΗ

 

1.Της ομόρρυθμης εταιρίας …

2. Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ….

3.Του Εκκλησιαστικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ..

ΚΑΤΑ

Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου …

 

Άπαντες οι ενάγοντες καθώς και το εναγόμενο νομικό πρόσωπο είμαστε από κοινού πλήρεις κύριοι, νομείς και κάτοχοι κατά ποσοστό, αφενός ο πρώτος εξ’ ημών … το δεύτερο εξ’ ημών σε ποσοστό … το τρίτο εξ’ ημών …., αφετέρου το καθ’ ου, σε ποσοστό .από το κάτωθι αναλυτικά περιγραφόμενο γεωτεμάχιο, ήτοι : … 

Το ανωτέρω γεωτεμάχιο υπήχθη στις διατάξεις περί διηρημένης ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα στο καθεστώς περί καθέτων ιδιοκτησιών του Ν.Δ. 1024/1971 του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, από την αλλοτινή πλήρη κύρια του ακινήτου και δικαιοπάροχο των σημερινών κυρίων αυτού, μοναδική τότε ιδιοκτήτρια του όλου γεωτεμαχίου, δυνάμει διάταξης τελευταίας βούλησης αυτής, την κληρονομιά της οποίας απεδέχθησαν οι σημερινοί κύριοι του γεωτεμαχίου, δυνάμει των….και συγκεκριμένα δυνάμει των ανωτέρω συστάθηκαν οι εξής αυτοτελείς κάθετες και διηρημένες ιδιοκτησίες, ήτοι…

           Στο ανωτέρω ακίνητο και στις εγκαταστάσεις αυτού, όσο υφίσταντο, αλλά και μεταγενέστερα μέχρι και σήμερα, ασκούσαμε και ασκούμε, κάθε πράξη νομής και κατοχής που αρμόζει σε συγκύριο και κατά το λόγο της μερίδος μας, δηλ. με ανεπίληπτη και αδιάλειπτη συννομή, προθέσει και διανοία συγκυρίου κατά το ιδανικό μας μερίδιο, καθόσον, για όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, τόσο οι δικαιοπάροχοί μας, όσο και εμείς, αρχικά χρησιμοποιούσαμε τα αυτοτελή κτίσματα, αλλά και αργότερα, καθαρίζαμε αυτό, απομακρύναμε τα κατεδαφισθέντα και ισοπεδώσαμε το χώρο, επιβλέπουμε και επισκεπτόμαστε αυτό και εν γένει ασκούμε επ` αυτού, ακώλυτα και αδιάλειπτα μέχρι σήμερα και χωρίς να ενοχληθούμε και αμφισβητηθούμε από οποιονδήποτε τρίτο, ή άλλο συγκύριο, κάθε εμφανή πράξη κυριότητας, νομής και κατοχής που αρμόζει στην φύση και τον προορισμό του,  κατά τα ανωτέρω ιδανικά μερίδια μας και με πρόθεση κυρίου. Επιπλέον οι ενάγοντες δηλώνουμε αυτό στο όνομά μας σε όλα τα απαραίτητα έγγραφα ενώπιον δημοσίων αρχών (ΕΝΦΙΑ, έντυπο Ε9, Κτηματολόγιο), καταβάλλουμε τα σχετικά βάρη, φόρους και εν γένει τέλη προς τρίτους. 

Δεδομένων λοιπόν των ανωτέρω συνθηκών, αλλά και διότι από την συγκεκριμένη χρήση του κοινού ακινήτου μας ως ένα ακάλυπτο οικόπεδο, οι κοινωνοί δεν αποκομίζαμε κανένα οικονομικό όφελος, αποφασίσαμε άπαντες εντός του 2023, κατ’ αρχήν ότι ο προσφορότερος και πλέον επικερδής τρόπος αξιοποίησης του εν λόγω κοινού ακινήτου μας, είναι αφενός η κατάργηση του καθεστώτος καθέτου ιδιοκτησίας, καθώς κάθε μια εξ’ αυτών αποτελεί τμήμα οικοπέδου πολύ μικρής έκτασης και δεν δύναται να αξιοποιηθεί καταλλήλως αυτοτελώς, αφετέρου η ανέγερση επ’ αυτού του πλέον ενιαίου οικοπέδου μιας πολυώροφης οικοδομής με την μέθοδο της αντιπαροχής και της λήψης διαιρετών ιδιοκτησιών (διαμερίσματα κατοικιών, καταστήματα) υπό την ιδιότητα των οικοπεδούχων, τα οποία θα μπορούμε ευχερώς να αξιοποιήσουμε (π.χ εκμίσθωση), σύμφωνα άλλωστε με τον προορισμό και το είδος του ακινήτου.

 Συνεπεία και κατ’ ακολουθία τούτων, υπεγράφη ενώπιον της συμβολαιογράφου … η υπ’ αριθ. …. Πράξη Λύσης Καθεστώτος Κάθετου Ιδιοκτησίας, η οποία καταχωρήθηκε νομίμως στο Ελληνικό Κτηματολόγιο … δημιουργώντας ένα μοναδικό και ενιαίο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ … όπως αναλυτικά περιγράφεται κατά έκταση και όρια ανωτέρω, επαναφέροντας το στην πρότερη κατάσταση στην οποία αυτό βρισκόταν προτού υπαχθεί στο καθεστώς της καθέτου ιδιοκτησίας, από την αρχική δικαιοπάροχο μας, καθώς αυτό αποτελούσε απαραίτητο προστάδιο για την υλοποίηση του έργου της ανέγερσης πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της εργολαβίας-αντιπαροχής.

Το εν λόγω δε κοινό γεωτεμάχιο μας, είτε ως ενιαίο οικόπεδο ή με το μέχρι πρότινος υφιστάμενο καθεστώς των αυτοτελών καθέτων ιδιοκτησιών, είναι ελεύθερο από κάθε βάρος, χρέος, υποθήκη, προσημείωση, κατάσχεση και αναγγελλόμενη απαίτηση τρίτου, μεσεγγύηση, κληρονομικά ή από προίκα δικαιώματα τρίτων, εκνίκηση, διεκδίκηση, δουλείες πραγματικές και προσωπικές, ρυμοτομία, αποζημίωση οδών και παρόδιων γειτόνων, προσκύρωση, τακτοποίηση, μεσοτοιχίες και αποζημίωση μεσοτοιχιών, μίσθωση, παραχώρηση της χρήσης με οποιονδήποτε τρόπο, οφειλή οποιωνδήποτε φόρων, τελών και εισφορών, δημόσιων και δημοτικών ή υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, από κάθε δικαίωμα τρίτου και γενικά ελεύθερα από κάθε νομικό ελάττωμα και από κάθε δικαστική ή εξώδικο φιλονικία, διένεξη και αμφισβήτηση. Επιπλέον, είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, κατάλληλο για ανοικοδόμηση αυτού με το σύστημα της αντιπαροχής, και για την δημιουργία επ’ αυτού, καθεστώτος αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών επί της πολυώροφης οικοδομής που πρόκειται να ανεγερθεί επ’ αυτού.

Εξ ετέρου, ευρίσκεται εις την Β’ ζώνη του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως …. και διαθέτει μεγάλο συντελεστή δόμησης που επιτρέπει την ανέγερση μεγάλου μεγέθους και ύψους οικοδομής, ενώ η ανέγερση οικοδομής σ` αυτό δεν απαγορεύεται από Πολεοδομικούς Κανόνες. (όπως επισημάνθηκε, υπο την παρούσα μορφή του είναι ένα ακάλυπτο οικόπεδο προκύπτει μηδενικό οικονομικό όφελος για τον καθένα εξ’ ημών).

 Με βάση τις σχετικές προφορικές μας αρχικά συμφωνίες, το είδος του ακινήτου του, την τοποθεσία, την έκτασή του και τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται τις συναλλαγές, αλλά και με βάση α) το σχέδιο της προτεινόμενης εργολαβικής σύμβασης και της συγγραφής υποχρεώσεων, με προσύμφωνο για τη μεταβίβαση ποσοστών εξ’ αδιαιρέτου του ακινήτου και των αντίστοιχων χωριστών ιδιοκτησιών στον εργολάβο που πρόκειται να αναλάβει την οικοδόμηση με αντιπαροχή ή στους τρίτους που αυτός θα υποδείξει, β) σχέδιο της πράξης σύστασης χωριστής κατ` ορόφους και διαμερίσματα ιδιοκτησίας, με περιγραφή των ιδιοκτησιών που θα δημιουργηθούν και μνεία αυτών που θα περιέλθουν στον κάθε συνιδιοκτήτη και εκείνων που θα μεταβιβαστούν στον εργολάβο ή στους τρίτους που αυτός θα υποδείξει, γ) σχέδιο κανονισμού των σχέσεων των συνιδιοκτητών, δ) τα  αναγκαία κατασκευαστικά σχεδιαγράμματα, ιδίως τοπογραφικό, πρόσοψης και κάτοψης κάθε ορόφου από το υπόγειο έως το δώμα, ε) σχέδιο του πίνακα κατανομής των ποσοστών εξ’ αδιαιρέτου του κοινού ακινήτου στις χωριστές    ιδιοκτησίες που θα δημιουργηθούν με την οικοδόμηση, με μνεία της αναλογίας κοινόχρηστων δαπανών που θα βαρύνει κάθε χωριστή ιδιοκτησία,  στ) έκθεση σχετικά με την αξία κάθε ιδιοκτησίας που θα περιέλθει στους συγκύριους, συνολικά και για κάθε συγκύριο χωριστά, καθώς και την τρέχουσα στη συγκεκριμένη περιοχή ποσοστιαία αντιπαροχή, ζ) πιστοποιητικό ιδιοκτησίας και βαρών του ακινήτου και η) συμβολαιογραφική δήλωση του εργολάβου που πρόκειται να αναλάβει την οικοδόμηση, ότι δέχεται να οικοδομήσει το ακίνητο με την αντιπαροχή και τους όρους γενικά που περιέχονται στο εργολαβικό, στη συγγραφή υποχρεώσεων και στα λοιπά προαναφερόμενα έγγραφα και σχεδιαγράμματα, τα οποία το εναγόμενο έλαβε γνώση, ήδη εντός του καλοκαιρού …, προτείναμε την ανοικοδόμηση με το σύστημα της αντιπαροχής, έτσι ώστε άπαντες οι συγκύριοι να λάβουμε στην πλήρη κυριότητά μας από δύο αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες έκαστος, αξίας πολλαπλάσιας από την αξία αδόμητης γης. Εξάλλου άπαντες βάσει της εν λόγω πρότασης, πρόκειται να λάβουμε οριζόντιες ιδιοκτησίες συνολικού εμβαδού, ανάλογου προς το ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου που διαθέτουμε σήμερον.  Οι όροι δόμησης που ισχύουν στην περιοχή που βρίσκεται το εν λόγω προς αξιοποίηση οικόπεδο και οι οποίοι οριοθετούν τα μέγιστα επιτρεπόμενα εμβαδά του συνόλου των χώρων της υπό ανέγερση οικοδομής είναι οι εξής, ήτοι: …

Με τις παραπάνω υπάρχουσες πολεοδομικές διατάξεις και με δεδομένο το εμβαδόν του οικοπέδου που καταμετρηθέν είναι … τ.μ., επιχειρείται στην πρόταση μας αυτή η πλήρης αξιοποίησή του με την καλύτερη τοποθέτηση της οικοδομής σε σχέση με την μορφή και τον προσανατολισμό του οικοπέδου, την όσο το δυνατόν εξάντληση του συντελεστή δόμησης, τις όσο το δυνατόν καλύτερες όψεις του κτιρίου και την όσο το δυνατόν καλύτερη εκμετάλλευση των χώρων των διαμερισμάτων, που στις σύγχρονες πλέον κατασκευές λειτουργεί και ως βασικότατο κριτήριο αύξησης της εμπορικής αξίας του ακινήτου.

Η δε αντικειμενική αξία των ιδιοκτησιών που θα περιέλθει σε εμάς, λαμβανομένων υπόψη των τετραγωνικών μέτρων των διαμερισμάτων, όπως φαίνονται και στον πίνακα ποσοστών που προσκομίζεται, των αντικειμενικών αξιών της περιοχής και των συντελεστών εμπορικότητας, ανέρχεται στα ποσά που κατωτέρω θα αναφερθούν.

Σύμφωνα με την ανωτέρω πρόταση και κατωτέρω συνταγέντα προς τούτο, έγγραφα, προτάθηκαν οι εξής ειδικότεροι όροι και συμφωνίες για την παραπάνω ανοικοδόμηση, ήτοι:

Οι οικοπεδούχοι, ως αντάλλαγμα των δαπανών που θα κάνει η εργολάβος για την κατασκευή και αποπεράτωση των παραπάνω ιδιοκτησιών, οι οποίες θα περιέλθουν σ’ αυτούς μαζί με την αναλογία τους στους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη, πράγματα, και εγκαταστάσεις της πολυώροφης οικοδομής, καθώς και του επιχειρηματικού κινδύνου που αυτή αναλαμβάνει, αφού παρακρατήσουν τα …. αδιαίρετης συμμετοχής στο οικόπεδο, που θ’ αντιστοιχούν στις αυτοτελείς ιδιοκτησίες που και κατά το άρθρο 2 του προειρημένου κατατεθειμένου εργολαβικού σχεδίου, θα περιέλθουν σ’ αυτούς, θα μεταβιβάσουν στην εργολάβο ή σε τρίτα πρόσωπα που αυτή θα υποδείξει, τα υπόλοιπα …. εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου με τις αντιστοιχούσες σ’ αυτά αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες της πολυκατοικίας, σταδιακά και σύμφωνα με τους όρους αυτού του συμβολαίου. Οι οικοπεδούχοι θα υποχρεούνται να μεταβιβάζουν σταδιακά τα ποσοστά συμμετοχής τους επί του οικοπέδου στην εργολάβο ή σε τρίτους, με υπόδειξή της, με προσύμφωνα ή οριστικά συμβόλαια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του σχεδίου. Το τίμημα που θα εισπράττει από τους τρίτους, για τις μεταβιβάσεις αυτές η εργολήπτρια εταιρεία, ανήκει σ’ αυτή ως μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος.

 Ειδικότερα:

Η πολυώροφη οικοδομή – πολυκατοικία, θα κτισθεί ….

Από τις αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες που θα κατασκευάσει η εργολάβος, αυτές που περιγράφονται παρακάτω, θα περιέλθουν στους οικοπεδούχους, μαζί με τα ποσοστά αδιαίρετης συμμετοχής που αναλογούν σ’ αυτές από το οικόπεδο και τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, έργα, μέρη, πράγματα και εγκαταστάσεις της πολυώροφης οικοδομής. Στις ιδιοκτησίες αυτές θα αντιστοιχούν και θα αναλογούν τα … αδιαίρετης συμμετοχής στο οικόπεδο, τα οποία θα παρακρατήσουν οι οικοπεδούχοι και θα κατανεμηθούν στην κάθε ιδιοκτησία τους.

          Ειδικότερα θα περιέλθουν σ’ αυτούς ως εξής:…

 Οι οικοπεδούχοι, ως αντάλλαγμα των δαπανών που θα κάνει η εργολάβος … θα μεταβιβάσουν στην εργολάβο ή σε τρίτα πρόσωπα που αυτή θα υποδείξει, τα υπόλοιπα … εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου με τις αντιστοιχούσες σ’ αυτά αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες της πολυκατοικίας, σταδιακά και σύμφωνα με τους όρους αυτού του συμβολαίου. Οι οικοπεδούχοι θα υποχρεούνται να μεταβιβάζουν σταδιακά τα ποσοστά συμμετοχής τους επί του οικοπέδου στην εργολάβο ή σε τρίτους, με υπόδειξή της, με προσύμφωνα ή οριστικά συμβόλαια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του σχεδίου. Το τίμημα που θα εισπράττει από τους τρίτους, για τις μεταβιβάσεις αυτές η εργολήπτρια εταιρεία, ανήκει σ’ αυτή ως μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος.

 Επιπλέον στο πλαίσιο της ίδιας ανωτέρω επωφελούς πρότασης, προτάθηκε ως το καταλληλότερο πρόσωπο εργολάβου για την ανωτέρω ανοικοδόμηση, η 1η από εμάς εταιρεία με την επωνυμία …., η οποία τυγχάνει ταυτόχρονα συγκύριος του κοινού μας οικοπέδου αλλά και μια εταιρία που δραστηριοποιείται στην κατασκευή κατοικιών με το σύστημα της αντιπαροχής στην πόλη …., εν ολίγοις είναι προφανέστατα η καταλληλότερη και πλέον πρόσφορη επιλογή για την ανέγερση της πολυώροφης οικοδομής μας.

Συγκεκριμένα, πρόκειται αμιγώς για εταιρία κατασκευής οικοδομών – κατοικιών, που διαθέτει οικοδομική δραστηριότητα στην πόλη …. πέραν των τεσσαράκοντα ετών αδιαλείπτως. Ως εκ τούτου, λόγω της μακρόχρονης εμπειρίας της στον οικείο τομέα συναλλαγών και στην κατασκευή τέτοιων κτηρίων, αποτελεί την πλέον πρόσφορη επιλογή για την ανάθεση ανέγερσης της πολυώροφης οικοδομής, καθόσον άλλωστε διαθέτει το σχετικό προσωπικό, αλλά και υλικό εξοπλισμό για τον ανωτέρω σκοπό της. Έχει μακροχρόνια εμπειρία στην κατασκευή οικοδομών με αντιπαροχή και είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της τόσα χρόνια, αφού περατώνει τις εργολαβίες που αναλαμβάνει. Είναι φερέγγυα, δεν οφείλει και συνεργάζεται χωρίς προβλήματα με τις τράπεζες της πόλης μας, έχοντας αυξημένη πιστοληπτική ικανότητα, ως εκ της φερεγγυότητας της. Μέλος της είναι και η ….,  αρχιτέκτων μηχανικός και δια τούτο παρέχει τα εχέγγυα καλής εκτέλεσης της εργολαβικής σύμβασης αφού είναι και ο ερμηνευτής και δημιουργός των κατασκευαστικών σχεδίων/κατόψεων κλπ που αναφέρονται στην παραπάνω πρόταση (ΑΠ 905/2009, ΝΟΜΟΣ) 

Είναι δε η τοιαύτη ανάθεση ο πλέον συμφέρον τρόπος και επ` ωφελεία απάντων των συγκοινωνών διότι:

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ….

ΑΙΤΗΣΗ (ανάκλησης προσωρινής δ/γής)

….

ΚΑΤΑ

….

          Καρδίτσα …

          Με τον καθ` ου τελέσαμε …..λύσαμε το γάμο μας συναινετικά. Προς τούτο συντάχθηκε και υπογράφηκε από εμάς το από …. ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης γάμου και περί επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής ανηλίκου τέκνου, …          Η διάρκεια ισχύος του ανωτέρω συμφωνητικού, ορίστηκε στα δύο έτη, ήτοι έληξε την …. Δεν ανανεώθηκε ούτε παρατάθηκε, αλλ` ούτε και συνάψαμε άλλη συμφωνία.

          Ήδη και προ της λήξης ισχύος της ανωτέρω συμφωνίας, ο καθ` ου, άσκησε εναντίον μου την από …. τακτική αγωγή του στο …. με την οποία ζητά να ανατεθεί η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου μας και στους δύο γονείς (συνεπιμέλεια) και να οριστεί ως τόπος διαμονής του εναλλάξ ανά εβδομάδα, η κατοικία των γονέων.  

          Λίγο αργότερα, άσκησε και την από … αίτησή του ασφαλιστικών μέτρων στο ίδιο δικαστήριο … και με προσωρινή δ/γή ζήτησε την ανάθεση προσωρινά της επιμέλειας από κοινού και στους δύο γονείς και επίσης να οριστεί ως τόπος διαμονής του, εναλλάξ ανά εβδομάδα, η κατοικία των γονέων. Δεν είχε επικουρικό αίτημα επικοινωνίας.

          Συζητήσεως γενομένης επ` αυτής την …, εκδόθηκε η από … προσωρινή δ/γή του κ. δικαστή …., η οποία ανέθεσε αποκλειστικά σε εμένα την επιμέλεια προσωρινά μέχρι τη συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών την …. και ρύθμισε την επικοινωνία του με το ανήλικο αυτεπάγγελτα κατά τα ειδικότερα εν αυτή.

          Συγκεκριμένα όρισε μεταξύ άλλων, να επικοινωνεί με το ανήλικο τέκνο μας «Β. Κάθε δεύτερο Παρασκευοσαββατοκύριακο εκάστου μήνα, αρχής γενομένης από τον μήνα Δεκέμβριο, από την Παρασκευή και ώρα 19.00 π.μ., οπότε θα παραλαμβάνει το ανήλικο τέκνο από την οικία της μητρός του έως και την Κυριακή και ώρα 19:00 μ.μ., οπότε και θα το παραδίδει ξανά στην ως άνω οικία, με διανυκτέρευση του αιτούντος με το ανήλικο τέκνο του στην οικία του. Κατά το ως άνω χρονικό διάστημα κατά το οποίο το ανήλικο τέκνο θα διαμένει στην οικία του πατέρα του, η μητέρα αυτού έχει δικαίωμα να επικοινωνεί με το ανήλικο τέκνο της…»

          Η αίτησή του ασφαλιστικών μέτρων με την παρά πόδα αυτής καταχωρηθείσα ανωτέρω προσωρινή δ/γή επιδόθηκε σε εμένα την …. επιμελεία του, και συνεπώς γνώριζε καλά το περιεχόμενό της.

          Ωστόσο ο καθ` ου, με δόλο δεν συμμορφώθηκε με αυτήν και την παραβίασε ενόσω αυτή ίσχυε, το ΠαρασκευοΣαββατοΚύριακο από …. και από … καθόσον στην πρώτη περίπτωση διανυκτέρευσε και διέμενε με αυτό στο …. και στην δεύτερη, διανυκτέρευσε και διέμενε με αυτό στην …και όχι στην οικία του … επί της οδού …. (αυτή αναγράφει στα δικόγραφά του και δήλωσε και στο ακροατήριο) και, επιπλέον, και στις δύο περιπτώσεις, μαζί με τη νέα σύντροφό του. Δεν υπήρξε προς τούτο καμία προηγούμενη έγγραφη ή προφορική συναίνεσή μου ή έγκριση ή κατ` άλλο τρόπο συμφωνία μας για τροποποίηση των ρυθμίσεων της ανωτέρω προσωρινής δ/γής.

          Για τις ανωτέρω εγκληματικές του ενέργειες, υπέβαλα εναντίον του την από … έγκλησή μου στον κ. Εισαγγελέα …, ζητώντας την τιμωρία του για το αδίκημα της ΠΚ 169 Α και δήλωσα με αυτή παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας εναντίον του ως δικαιούμενη κατά τον ΑΚ, να αξιώσω την αποκατάσταση της ηθικής μου βλάβης (ΑΚ 57,59,914,932) 

          Λίγο χρειάζεται να τονιστεί ότι ο κ. Δικαστής που εξέδωσε αυτή και όρισε επικοινωνία στην οικία του και όχι κάπου άλλου, έλαβε υπόψη μετά βεβαιότητας το συμφέρον του τέκνου και δεν άφησε αυτό στην επιλογή του αντιδίκου. Γι` αυτό και αυτεπάγγελτα, όρισε το δικαίωμά του επικοινωνίας με το ανωτέρω περιεχόμενο, δηλ. διότι το δικαστήριο έχει την δυνατότητα να επιλαμβάνεται αυτεπάγγελτα για την επικοινωνία εφόσον αυτό είναι προς το συμφέρον του τέκνου (βλ. ενδ. ΜΠρΚαρδ 25/2016 αδημ, όπου και παραπομπές). Εν προκειμένω δηλαδή, αφού έλαβε υπόψη προφανώς τις σχέσεις αντιδικίας των γονέων, την ηλικία του τέκνου και τις ανάγκες του και ασχολίες του («πρόγραμμά του»), όρισε η επικοινωνία τα ΠΣΚ να διενεργείται στην οικία του καθ` ου στην …. όπου το παιδί θα διαμένει και θα διανυκτερεύει και όχι σε άλλον τόπο και σε άλλη οικία. Και όπως ειπώθηκε, δεν παραχώρησε δικαίωμα επιλογής στον καθ` ου ή την κατ` άλλοι τρόπο ελευθερία να προσδιορίζει αυτός τον τόπο διαμονής και διανυκτέρευσής του διαφορετικά.

          Είναι γνωστό ότι τα ασφαλιστικά μέτρα, είναι παρεπόμενα της κυρίας δίκης αφού είναι ρυθμιστικά-εξασφαλιστικά του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης. Δεν νοούνται συνεπώς χωρίς αυτή. Και γι` αυτό έχουν προσωρινή ισχύ, ήτοι έως.....

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ …..

ΑΓΩΓΗ (διαζυγίου, ηθικής βλάβη, αποκλειστικής επιμέλειας ανηλίκου τέκνου επί διακοπής συμβίωσης, διατροφής (1390, 1391, 1510,1511 επ, 1513, 1514 επΑΚεπ, 1516.2 επ, 1486ΑΚ επ,1489.2 ΑΚ επ. Ειδική διαδικασία ΚΠολΔ 591, 592 επ.)

….

 ΚΑΤΑ

….

Καρδίτσα …

         

          Με τον εναγόμενο τελέσαμε νόμιμο….  

                       ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

           Επειδή κατ` άρθρο 1439 ΑΚ, καθένας από τους συζύγους έχει το δικαίωμα να ζητήσει διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να καθίσταται αφόρητη για τον σύζυγο που ζητεί το διαζύγιο.

          Γίνεται δε δεκτό πάγια, ότι ως «ισχυρός κλονισμός» ορίζονται εκείνα τα γεγονότα που βάλλουν και πλήττουν τον θεσμό του γάμου ως ηθική και νομική σχέση και τα οποία είναι πρόσφορα να κλονίσουν τόσο σοβαρά την έγγαμη συμβίωση, ώστε η εξακολούθησή της να είναι πλέον αδύνατη και αφόρητη. Τα γεγονότα αυτά μπορούν μάλιστα να συνδέονται αιτιωδώς είτε με το πρόσωπο του άλλου συζύγου είτε και των δύο συζύγων. 

          Στις πράξεις ή παραλείψεις που είναι αντικειμενικά πρόσφορες να κλονίσουν τον γάμο, εμπίπτουν καταρχάς οι περιπτώσεις παράβασης της υποχρέωσης των συζύγων για συμβίωση που απορρέει από το άρθρ. 1386 ΑΚ, είτε με τη στενή είτε με την ευρεία έννοια του όρου. Εδώ περιλαμβάνονται, πλην των περιπτώσεων φυσικά της ενδοοικογενειακής βίας, ένα πλήθος και άλλων περιστατικών που έχουν σχέση κυρίως με αδικαιολόγητες απουσίες και εγκατάλειψη της συζυγικής κατοικίας (ακόμη και χωρίς να εμπίπτουν ούτε στην εγκατάλειψη της § 2, ούτε στη διακοπή συμβίωσης της § 3), με την αποφυγή των γενετήσιων σχέσεων ή γενικότερα με την άρση κάθε ουσιαστικού περιεχομένου από τον συζυγικό δεσμό. Αυτή η τελευταία μπορεί να συντελεστεί με ποικίλους τρόπους, π.χ. αδιαφορία για το πρόσωπο του άλλου συζύγου, αποφυγή συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις ζωής, ψυχική απομάκρυνση γενικά, έτσι ώστε η συμβίωση να περιορίζεται στο ελάχιστο της τυπικής συγκατοίκησης. (Γεωργ-Σταθ. υπο 1439.21 όπου και περαιτέρω παραπομπές).

          Ο ανωτέρω δε κλονισμός τεκμαίρεται, πλην των άλλων περιπτώσεων, αμάχητα όταν οι σύζυγοι ευρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια, αλλά και στην περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του ενάγοντος συζύγου, εκτός εάν ο εναγόμενος αποδεικνύει το αντίθετο.

           Επειδή απ` όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι οι σχέσεις μας έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά εξαιτίας του εναγομένου (από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του), ώστε η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεως να είναι αφόρητη για εμένα. Ειδικότερα, τέλεσε εις βάρος μου κατ` εξακολούθηση τις ανωτέρω σοβαρές παράνομες και αξιόποινες πράξεις ενδοοικογενειακής βίας, οι οποίες τιμωρούνται από το νόμο 3500/2006. Συγκεκριμένα τέλεσε σε βάρος μου κατ` εξακολούθηση τα εγκλήματα των άρθρων 6.1 ,7 και 9.1 του ανωτέρω νόμου, δηλ. της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, ενδοοικογενειακής παράνομης βίας και απειλής και ενδοοικογενειακής προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας μου. Άλλωστε και ο ίδιος, ομολογεί στην αγωγή του το ανωτέρω συμβάν του …. , συνεπεία του οποίου κατέφυγα στην Αστυνομία, αυτός δε μετακόμισε αυτόβουλα στο ισόγειο και διέκοψε οριστικά έκτοτε και με πρόθεση την έγγαμη συμβίωσή μας. Διέσπασε συνεπώς την κοινωνία βίου, επέφερε την φυσική αλλά και ψυχική και συναισθηματική αποξένωση του ζεύγους, διέλυσε την καθόλου έγγαμη συμβίωση και έτσι στέρησε την τελευταία από κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο και νόημα. Συνεπώς παρέβη την, υπό την ανωτέρω έννοια, υποχρέωσή του για συμβίωση, γιατί με την ανωτέρω απαράδεκτη, παράνομη και αξιόποινη συμπεριφορά του, εντελώς αδικαιολόγητα κατ` αντικειμενική κρίση, ήρε κάθε ουσιαστικό και πραγματικό θεμέλιο του γάμου μας, και προσέβαλε με δόλο τις νομικές και ηθικές βάσεις του γάμου

          Συνεπώς προκύπτει ότι, όχι μόνο βάσιμα και αντικειμενικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και κατά τεκμήριο του νόμου, λόγω ενδοοικογενειακής βίας, κλόνισε τόσο ισχυρά την συγκεκριμένη έγγαμη συμβίωση μας, όπως είχε οικοδομηθεί αυτή με βάση τις δικές μας διαπροσωπικές μας σχέσεις και συναισθήματα, ώστε βάσιμα και αντικειμενικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, να είναι αφόρητη για μένα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης.

          Σε κάθε περίπτωση όμως, τεκμαίρεται αμάχητα ο ισχυρισμός κλονισμός λόγω της συνεχούς διετούς διάστασης μεταξύ μας την οποία ομολογεί και ο ίδιος.

          Συνεπώς δέον και αιτούμαι για τους ανωτέρω λόγους Να γίνει δεκτή η παρούσα αγωγή μου και Να λυθεί ο ανωτέρω γάμος μου με τον εναγόμενο.

                                       ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ

          Επειδή από τις παραπάνω παράνομες και υπαίτιες με δόλο πράξεις του αντιδίκου, οι οποίες τιμωρούνται και ποινικά, υπέστην.....

Αριθμός απόφασης: AO475/2023

TO

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

(Διαδικασία διοικητικών διαφορών ουσίας)

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Μαΐου 2023, με δικαστή τον Θεόδωρο Τσαλή, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων (Δ.Δ.), και γραμματέα τον Χαράλαμπο Κανελλιά, δικαστικό υπάλληλο,

για να δικάσει την έφεση με χρονολογία κατάθεσης …. (Α.Β.Ε.Μ. ΕΦ ……)

του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «ΕΦΚΑ.» (…..), ήδη, μετονομασθέντος από ……. σε «…….» (………), ως οιονεί καθολικού διαδόχου του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «………. » (………..) », που εδρεύει στην ……., εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Καρδίτσας, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου …….. (Δ.Σ. ….), με την κατατεθείσα στις …… δήλωση περί μη εμφάνισής της, κατ' άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), όπως ισχύει

κατά της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία « ………Ο.Ε.», που εδρεύει στην …….. (……..), εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Ανδρέα Βρόντου (Δ.Σ. Καρδίτσας), με την κατατεθείσα στις 8-5-2023 δήλωση περί μη εμφάνισής του, κατ' άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., και

κατά της ……. απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου …….

Αφού μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε κατά τον Νόμο:

  • Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου (άρθρο 62 παρ. 3 περ. Θ' του ν. 4387/2016, ΦΕΚ Α' 85, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 παρ. 1 του ν. 4445/2016, ΦΕΚ Α'236).
  • Επειδή, με την υπό κρίση έφεση επιδιώκεται η εξαφάνιση της ………. απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου …. με την οποία έγινε δεκτή η με χρονολογία κατάθεσης ……. προσφυγή της εφεσίβλητης εταιρείας και ακυρώθηκε η …….. Πράξη Επιβολής Προστίμου υπαλλήλου της Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης (Ε.ΥΠ.Ε.Α.) της Περιφέρειας Αττικής. Με την τελευταία, είχε επιβληθεί σε βάρος της εφεσίβλητης, ως εργοδότριας εταιρείας, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 20 του ν. 4255/2014 (ΦΕΚ Α'89) και της …………. απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (Φ.Ε.Κ. Β' 1551), συνολικό πρόστιμο ύψους 21.601,08 ευρώ και, ειδικότερα, (α) πρόστιμο ποσού 10.550,54 ευρώ για κάθε μία από τις αποδιδόμενες σε αυτήν δύο παραβάσεις της μη αναγραφής στον Πίνακα Προσωπικού (έγγραφο Ε4) των δύο αναφερόμενων στην πράξη αυτή ως εργαζόμενων στην επιχείρησή της εργατοτεχνιτών ηλικίας άνω των 25 ετών και (β) πρόστιμο ποσού 500 ευρώ για την παράβαση της μη τήρησης του ισχύοντος πίνακα προσωπικού.
  • Επειδή, στο άρθρο 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α' 97) ορίζεται ότι: « 1. Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό. 2. Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν σε χρηματικές διαφορές, αν το αντικείμενο τους δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. ... Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το αμφισβητούμενο με την έφεση ποσό. Αν αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα ποσά αυτά...... Κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 92 του Κ.Δ.Δ., με τις οποίες το όριο του εκκλητού ορίστηκε σε πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ, αν αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα ποσά αυτά, όπως καθορίζονται με την πρωτόδικη απόφαση, και ανεξαρτήτως αν τα αυτοτελή αυτά ποσά καταλογίστηκαν με μία διοικητική πράξη (ΣτΕ 1767/2020, 126/2014, 782/2013, 2202, 3965, 4170/2012, 1591, 4101, 4242/2011, 2171, 3293, 4020/2010, 2870, 3735/2008, 1756/2007 Ολομ., 3163, 3233/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι το επιβληθέν πρόστιμο σε βάρος του εφεσίβλητου για την αποδιδόμενη παράβαση της μη τήρησης του ισχύοντος πίνακα προσωπικού, που, σύμφωνα με το άρθρο 2 της αναφερόμενης στην προηγούμενη σκέψη υπουργικής απόφασης, συνιστά αυτοτελή διοικητική κύρωση, ανέρχεται σε 500 ευρώ, υπολείπεται δηλαδή του απαιτούμενου, κατ' άρθρο 92 παρ.2 εδ. α' του Κ.Δ.Δ., για τη δυνατότητα άσκησης έφεσης, ποσού των 5.000 ευρώ, η εκκαλούμενη απόφαση είναι, κατά το μέρος που αφορά το εν λόγω πρόστιμο, ανέκκλητη (ανεξαρτήτως του αν το πρόστιμο αυτό επιβλήθηκε με την ίδια πράξη με την οποία επιβλήθηκαν και τα έτερα ένδικα πρόστιμα). Συνεπώς, κατά το μέρος αυτό, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαραδέκτως ασκηθείσα. Περαιτέρω, η υπό κρίση έφεση ασκείται παραδεκτώς κατά τα λοιπά και πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της.
  • Επειδή, στο άρθρο 20 του ν. 4255/2014 (Φ.Ε.Κ. Α' 89) ορίζεται ότι: «Παράγραφος 1: Κατάργηση υποχρέωσης τήρησης Ειδικού Βιβλίου Καταχώρισης Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού 1. “ Η περίπτωση στ’ της παρ. 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ Α' 79), όπως ισχύει, καταργείται από 1.6.2014. ” Παράγραφος 2 : Τροποποίηση αρμοδιοτήτων ΕΥΠΕΑ μετά την κατάργηση του Ειδικού Βιβλίου: 1. Τα δεύτερο και τρίτο εδάφια της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.2556/1997 (ΦΕΚ Α' 270), όπως ισχύει, αντικαθίστανται από 1.6.2014 ως εξής: “ Διενέργεια επιτόπιων ελέγχων σε επιχειρήσεις για τη διαπίστωση της υποβολής και τήρησης, ορθής ή μη, των εντύπων Ε3 (αναγγελία πρόσληψης) και Ε4 (πίνακας προσωπικού), όπως αυτά καταγράφονται στο άρθρο 2 της υπ’ αριθμ. 5072/6/25.2.2013 (ΦΕΚ Β' 449) απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, όπως αυτή κάθε φορά ισχύει, καθώς και για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Ο έλεγχος αυτός αφορά στην επιβολή προστίμου περί μη αναγραφής εργαζομένου στον πίνακα προσωπικού. Σε περίπτωση μη τήρησης και μη ανάρτησης του πίνακα προσωπικού επιβάλλονται πρόστιμα, όπως αυτά ορίζονται με την απόφαση της περίπτωσης 7 της παρούσας παραγράφου. Έλεγχος της ορθής υπαγωγής στην ασφάλιση και της τήρησης της ασφαλιστικής νομοθεσίας.” ... 4. Τα ανωτέρω πρόστιμα που επιβάλλονται από τους ελεγκτές της ΕΥΠΕΑ και τους αρμόδιους υπαλλήλους των υποκαταστημάτων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αποτελούν έσοδα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. ... Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας που εκδίδεται μέχρι τις 10.5.2014, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και του ΣΕΠΕ, δύναται να ρυθμίζεται το ύψος, ο τρόπος υπολογισμού του προστίμου, η διαδικασία, ο συγχρονισμός των ελεγκτικών υπηρεσιών, ο τρόπος και ο χρόνος διαβίβασης των εκθέσεων και δελτίων ελέγχου μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών και κάθε άλλο ειδικό θέμα ή αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων. 7. Η ισχύς του άρθρου αυτού αρχίζει την 1.6.2014 ...». Κατόπιν, κατ' εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης εκδόθηκε η Φ.11321/11115/802/2.6.2014 απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (Φ.Ε.Κ. Β' 1551), στο άρθρο 1 της οποίας ορίζεται ότι: « α) Ελεγκτές της ΕΥΠΕΑ και αρμόδιοι υπάλληλοι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ που κατά τον επιτόπιο έλεγχο διαπιστώνουν τη μη αναγραφή εργαζομένου στον ισχύοντα πίνακα προσωπικού που τηρείται από τον εργοδότη, επιβάλλουν διοικητική κύρωση (πρόστιμο) σύμφωνα με το άρθρο 4 της παρούσης, κατά δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων ως κατωτέρω: Παράβαση: Μη αναγραφή εργαζομένου στον πίνακα προσωπικού. Επιβαλλόμενο πρόστιμο: ο κατώτατος νόμιμος νομοθετημένος μισθός, μη προσαυξημένος για κάθε τριετία προϋπηρεσίας επί (18) δεκαοκτώ μήνες εργασίας για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο - υπάλληλο και το κατώτατο νόμιμο νομοθετημένο ημερομίσθιο, μη προσαυξημένο για κάθε τριετία προϋπηρεσίας επί τετρακόσιες τρεις (403) ημέρες εργασίας για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο - εργατοτεχνίτη, ανάλογα με την ηλικιακή διάκριση που θεσπίζει η υποπαράγραφος ΙΑ 11 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012. Συγκεκριμένα για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο: Για υπάλληλο ... Για κάθε εργατοτεχνίτη ηλικίας άνω των 25 ετών ... 10.550,54 ευρώ ...», και στο άρθρο 4 ότι: « α) Για την επιβολή των ανωτέρω κυρώσεων (προστίμων) των άρθρων 1 και 2 της παρούσας, συντάσσεται και επιδίδεται επί τόπου Δελτίο Ελέγχου, με το οποίο βεβαιώνεται το είδος της παράβασης, και συντάσσεται και επιδίδεται άμεσα, και όχι αργότερα από πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από το Δελτίου Ελέγχου, Πράξη Επιβολής Προστίμου, με την οποία προσδιορίζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα ανωτέρω άρθρα 1 και 2 της παρούσης, το ύψος της κύρωσης (προστίμου) που αντιστοιχεί στην βεβαιωθείσα παράβαση. Η πράξη επιβολής προστίμου κατά τα ανωτέρω κοινοποιείται, με απόδειξη, στον παραβάτη (...), δ) Κατά της Πράξης Επιβολής Προστίμου ασκείται προσφυγή ουσίας ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου μέσα σε εξήντα ημέρες από την επίδοσή της. ... ». Με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζεται η τυπική παράβαση της μη αναγραφής εργαζομένου στον πίνακα προσωπικού της επιχείρησης, με έρεισμα την απλή διαπίστωση του αντικειμενικού γεγονότος της μη καταχώρισης του εργαζομένου στον τηρούμενο στην επιχείρηση πίνακα προσωπικού, καθώς και μαχητό τεκμήριο ότι ο αναφερόμενος από τους ελεγκτές της ΕΥΠΕΑ ή τους υπαλλήλους του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ως εργαζόμενος, που δεν αναγράφεται στον πίνακα προσωπικού, συνδέεται με εργασιακή σχέση με τον εργοδότη. Ο τελευταίος δύναται να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό με την άσκηση προσφυγής, αποδεικνύοντας ότι ουδεμία σχέση εργασίας τον συνδέει με το πρόσωπο που τα ελεγκτικά όργανα θεώρησαν ως μισθωτό του (πρβλ. ΣτΕ 2151/2017 7μ.).
  • Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Στις ….., ημέρα Σάββατο και περί ώρα 12:10, ελεγκτές της Ε.ΥΠ.Ε.Α. …….. διενήργησαν επιτόπιο έλεγχο στην επιχείρηση που διατηρεί η εφεσίβλητη εταιρεία στην ……., με κύριο αντικείμενο δραστηριότητας «………». Κατά τον έλεγχο αυτό, όπως αναγράφεται στα αυθημερόν συνταχθέντα ….. και ….. δελτία ελέγχου, βρέθηκε στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης με ρούχα αγροτικής εργασίας ο ……., γεννηθείς στις ……, ο οποίος δήλωσε ότι δεν εργάζεται στην επιχείρηση και ότι είναι ο πατέρας του ομόρρυθμου μέλους της εταιρείας …... Περαιτέρω, βρέθηκαν ο ……., γεννηθείς στις ……., και ο …, γεννηθείς στις ……, πολίτες ……, και όπως αναγράφεται στο ….. δελτίο « βρέθηκαν εντός χώρου εργασίας με ρούχα εργασίας και είναι και παλαιότεροι εργαζόμενοι της επιχείρησης », σημειώνεται δε στο δελτίο ελέγχου ως ημερομηνία πρόσληψης η ημερομηνία διενέργειας του ελέγχου με την ειδικότητα του εργάτη, τέθηκαν δε οι υπογραφές των ανωτέρω στη θέση του δελτίου « υπογραφή εργαζόμενου». Στο σώμα των δελτίων σημειώθηκε, επίσης, η παρουσία του έτερου ομόρρυθμου μέλους της εταιρείας, …….., καθώς και η άρνησή του να υπογράψει και να παραλάβει αντίγραφα αυτών. Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις και αφού διαπιστώθηκε ότι οι ω άνω φερόμενοι, κατά τον έλεγχο, ως εργαζόμενοι, δεν ήταν αναγεγραμμένοι στον πίνακα προσωπικού της επιχείρησης, εκδόθηκε η ……. Π.Ε.Π. με την οποία, κατ’ επίκληση του άρθρου 20 του Ν. 4255/2014 και των οικείων διατάξεων της Φ.11321/11115/802/2.6.2014 Κ.Υ.Α., επιβλήθηκαν σε βάρος της εφεσίβλητης τα ειδικότερα αναφερόμενα στη δεύτερη σκέψη της παρούσας χρηματικά πρόστιμα.
  • Επειδή, κατά της προαναφερθείσας πράξης επιβολής προστίμου η εφεσίβλητη εταιρεία άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου …… στις ……. προσφυγή επιδιώκοντας την ακύρωσή της. Προς τούτο, αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τις αποδιδόμενες σε βάρος της ένδικες παραβάσεις, η προσφεύγουσα και, ήδη, εφεσίβλητη εταιρεία αρνήθηκε την ύπαρξη σχέση εξαρτημένης εργασίας με τους ………., κατά τον κρίσιμο χρόνο του ελέγχου, προβάλλοντας ότι δεν είχε ακόμα συναφθεί μεταξύ τους σύμβαση εργασίας για την επ’ αμοιβή απασχόλησή τους και, επομένως, η ίδια δεν υπείχε υποχρέωση ασφάλισής τους στον ασφαλιστικό φορέα και τήρησης του οικείου πίνακα προσωπικού. Συνομολόγησε μεν ότι οι εν λόγω αλλοδαποί απασχολούνταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα στην επίμαχη επιχείρηση, ως εργάτες για την κοπή, στοίβαξη και αποθήκευση της ξυλείας, καθώς και για τη φόρτωση δασικών προϊόντων σε φορτηγά προς διανομή, πλην όμως, υποστήριξε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν απασχολούνταν σε καμία σχετική εργασία και ότι απλώς, λόγω της γνωριμίας και της επικείμενης συνεργασίας τους στις αρχές Ιουλίου, βρίσκονταν στις εγκαταστάσεις της προς συνεννόηση με τους υπευθύνους. Ειδικότερα, η εφεσίβλητη εταιρεία υποστήριξε ότι κύρια δραστηριότητά της αποτελεί η εμπορία δασικών προϊόντων (ιδίως ξυλείας που προορίζεται για καύση σε σόμπες και τζάκια), η οποία περιλαμβάνει τη μεταφορά, κοπή, αποθήκευση και την περαιτέρω διανομή των προϊόντων αυτών σε πελάτες της επιχείρησης, ότι λόγω της φύσης της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας η εμπορία των καυσόξυλων διενεργείται, κατά κύριο λόγο, από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο κάθε έτους, δοθέντος ότι οι εργασίες υλοτομίας αρχίζουν την άνοιξη, όταν δεν υπάρχει πλήρες φύλλωμα, και συνεχίζεται συνήθως έως το καλοκαίρι, ανάλογα με την έκταση και τη δυσκολία της περιοχής. Συγκεκριμένα, κατά τους ισχυρισμούς της, η μεταφορά της ξυλείας από το δάσος στην ιδιωτική της μάντρα δεν μπορεί να διενεργηθεί πριν από τα τέλη Ιουνίου - αρχές Ιουλίου, καθώς, λόγω των βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων, που έχουν, κατά τα συνήθως συμβαίνοντα, προηγηθεί, είναι αδύνατη η ασφαλής προσπέλαση από τις ορεινές περιοχές. Με τα δεδομένα αυτά, υποστήριξε ότι η ανάγκη για την πρόσληψη εργατών, που απασχολούνταν με την κοπή των ξύλων που φτάνουν στη μάντρα, την αποθήκευση αυτών και τη φόρτωσή τους στα φορτηγά προς διανομή, ανακύπτει αρχές Ιουλίου, σε εξαιρετικές δε περιπτώσεις, τέλη Ιουνίου και, πάντως, σε καμία περίπτωση, αρχές Ιουνίου. Στις …….., οπότε διενεργήθηκε ο έλεγχος, δεν υπήρχαν ακόμα ξύλα στη μάντρα και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε ανάγκη απασχόλησης των συγκεκριμένων εργατών. Σε κάθε περίπτωση, η εφεσίβλητη προέβαλε ότι στα οικεία δελτία ελέγχου αναγράφεται μόνο ότι οι εν λόγω αλλοδαποί ήταν ενδεδυμένοι με ρούχα εργασίας, χωρίς να καταγράφεται αν κατελήφθησαν απασχολούμενοι σε συγκεκριμένη εργασία, σχετική με την εμπορική δραστηριότητα της επιχείρησης. Τέλος, η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι από την έναρξη λειτουργίας της συγκεκριμένης επιχείρησης τηρεί απαρέγκλιτα τους κανόνες της φορολογικής, εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, εκπληρώνοντας έγκαιρα τις σχετικές υποχρεώσεις της. Η εφεσίβλητη προς απόδειξη των ισχυρισμών της προσκόμισε τέσσερις ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων συνταχθείσες ενώπιον της Συμβολαιογράφου ……., για τις οποίες τηρήθηκε η διαδικασία των άρθρων 184- 185 του Κ.Δ.Δ. και, συγκεκριμένα: α) τις ………. και ………. ένορκες βεβαιώσεις των …….. και ……….., αντίστοιχα, οι οποίοι δήλωσαν ότι ζουν και εργάζονται στην …….. από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ότι τα τελευταία πέντε (5) περίπου έτη εργάζονται στην επίμαχη επιχείρηση ως εργάτες, από τις αρχές συνήθως του Ιουλίου κάθε έτους μέχρι το τέλος αυτού ή τις αρχές του επόμενου, απασχολούμενοι στη μεταφορά, τη στοίβαξη και την αποθήκευση των ξύλων, την κοπή με κορδέλα και τη φόρτωσή τους προς διανομή, ότι η εφεσίβλητη εταιρεία προβαίνει πάντοτε στην προβλεπόμενη εκ του νόμου ασφάλισή τους, και, τέλος, ότι την ημέρα του ελέγχου είχαν βρεθεί αμφότεροι στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης προκειμένου να συζητήσουν με τους υπευθύνους για την περίπτωση επαναπρόσληψής τους τον επόμενο μήνα, κατελήφθησαν δε να πίνουν καφέ και όχι να εργάζονται, αφού, σε κάθε περίπτωση, δεν υπήρχαν ξύλα ούτε αντίστοιχες εργασίες να διεκπεραιωθούν, όπως και οι ίδιοι εξέθεσαν στους ελεγκτές, β) την ………. ένορκη βεβαίωση του ………., που γεννήθηκε στις …………, ο οποίος δήλωσε ότι είναι πρώην ομόρρυθμο μέλος της εφεσίβλητης εταιρείας και, ήδη, συνταξιούχος, ότι κατά τον χρόνο του ελέγχου ήταν παρών στον χώρο της επιχείρησης όπου βρέθηκαν οι δύο ως άνω φερόμενοι ως απασχολούμενοι, οι οποίοι συζητούσαν με τον ………. για το ενδεχόμενο της επαναπρόσληψής τους και, πάντως, δεν κατελήφθησαν να εργάζονται, ήτοι να φορτώνουν ή να μεταφέρουν ξυλεία, να οδηγούν οχήματα ή έστω να καθαρίζουν τον χώρο, και ότι, ούτως ή άλλως, κατά τον χρόνο εκείνο, όπως όλοι οι παρευρισκόμενοι επισταμένως εξήγησαν στους ελεγκτές, δεν υπήρχαν ξύλα στη μάντρα, ούτε ήταν δυνατό να υπάρχουν, καθώς η μεταφορά τους γίνεται συνήθως στις αρχές Ιουλίου κάθε έτους, σπάνια δε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου, αφού πρώτα στεγνώσουν οι ορεινοί δρόμοι και εξαλειφθεί ο κίνδυνος να βουλιάξουν ή να ανατραπούν τα φορτηγά, και γ) την ……….. ένορκη βεβαίωση του ………., που γεννήθηκε το έτος 1965, ο οποίος δήλωσε ότι είναι έμπορος δασικών προϊόντων για 27 συναπτά έτη, ότι διαθέτει φορτηγά μεταφοράς ξυλείας και διατηρεί μάντρες πώλησης καυσόξυλων στις περιοχές ……… και …………, ότι, βάσει της εμπειρίας του, τα τελευταία χρόνια η μεταφορά ξυλείας γίνεται πάντοτε μετά το τέλος Ιουνίου κάθε έτους, λόγω της άσχημης κατάστασης των δασοδρόμων της περιοχής, η διάσχιση των οποίων, εξαιτίας των βροχοπτώσεων και της λάσπης, είναι επικίνδυνη, ότι οι έμποροι της περιοχής, κατόπιν σχετικής άδειας από το δασαρχείο, χρειάζεται κάθε χρόνο να ανοίγουν νέους δρομίσκους και, πάντως, όχι πριν από τα τέλη του Ιουνίου, προκειμένου να είναι πιο ασφαλής η διέλευση των φορτηγών, ότι, όχι μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή αλλά και σε όλη την Ελλάδα, τα πρώτα ξύλα φτάνουν στις μάντρες, στην καλύτερη περίπτωση, στις αρχές Ιουλίου και, πάντως, όχι πριν από τα τέλη ή τα μέσα Ιουνίου, ότι οι εργάτες, που απασχολούνται στην κοπή των ξύλων με κορδέλα, στη μετατόπιση και στοίβαξη αυτών και στην αποθήκευσή τους σε στέγαστρα μέσα στις μάντρες, προσλαμβάνονται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και, συγκεκριμένα, από τον Ιούλιο μέχρι και το τέλος περίπου κάθε έτους, ότι, λόγω της συνεργασίας του με την εφεσίβλητη εταιρεία κατά τα τελευταία έτη, γνωρίζει ο ίδιος προσωπικά ότι οι …….. και ………. απασχολούνται κάθε έτος στη μάντρα της επιχείρησης κατά το συγκεκριμένο ως άνω χρονικό διάστημα, εκτελώντας τις προαναφερόμενες εργασίες, ενώ, τον Μάρτιο του 2017, τους είχε προσλάβει και ο ίδιος για σχετικές υλοτομικές εργασίες, και, τέλος, ότι κατά τον χρόνο του επίδικου ελέγχου δεν υπήρχε ξυλεία στη μάντρα της επιχείρησης και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε αντικείμενο απασχόλησης εργατών, καθώς και ότι ο ίδιος το εν λόγω έτος διενήργησε τις πρώτες μεταφορές ξυλείας εντός του Ιουλίου, βεβαιώνει δε ότι είναι σύνηθες οι εργάτες του είδους να επισκέπτονται τους εμπόρους στις μάντρες και να αναζητούν εργασία πριν από την έναρξη της περιόδου. Η εφεσίβλητη εταιρεία προσκόμισε, επίσης, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) τα ΑΠ ………, ΑΠ ……….., ΑΠ ………., ΑΠ ………, ΑΠ ……… και ΑΠ ………. έντυπα αναγγελίας πρόσληψης (Ε3) και, αντίστοιχα, τα ……….. έντυπα καταγγελίας σύμβασης εργασίας (Ε6) και το ……… έντυπο αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού (Ε5), από τα οποία προκύπτει η απασχόληση του ……… στην επίμαχη επιχείρηση, με την ειδικότητα του υπαλλήλου-αποθηκάριου, 40ώρες/εβδομαδιαίως, για τα χρονικά διαστήματα από …………, καθώς και κατά τις χρονικές περιόδους 6ος/2013 (1 δημέρες απασχόλησης)-11ος/2013 και 6ος/2015 (12ημέρες απασχόλησης) -1 ος/2016, όπως τούτο προκύπτει από τον οικείο λογαριασμό ασφαλισμένου, χωρίς να προσδιορίζεται η ακριβής χρονολογία έναρξης και λήξης της εργασιακής σχέσης, β) τα ΑΠ ………, ΑΠ ………., ΑΠ ……….., ΑΠ ………., ΑΠ ……… και ΑΠ …….. έντυπα αναγγελίας πρόσληψης (Ε3) και, αντίστοιχα, τα ΑΚΧ ……, ………. έντυπα καταγγελίας σύμβασης εργασίας (Ε6) και το ΑΟ ……. έντυπο αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού (Ε5), από τα οποία προκύπτει η απασχόληση του ……… στην επίμαχη επιχείρηση, με την ειδικότητα του υπαλλήλου-αποθηκάριου, 40ώρες/εβδομαδιαίως, για τα χρονικά διαστήματα από …… και έπειτα, καθώς και κατά τις χρονικές περιόδους 6ος/2013 (15ημέρες απασχόλησης)-11ος/2013 και 6ος/2015 (12ημέρες απασχόλησης)-1ος/2016, όπως τούτο προκύπτει από τον οικείο λογαριασμό ασφαλισμένου, χωρίς να προσδιορίζεται η ακριβής χρονολογία έναρξης και λήξης της εργασιακής σχέσης, γ) τα ……. έντυπα αναγγελίας πρόσληψης (Ε3) και τα ……. έντυπα καταγγελίας σύμβασης εργασίας (Ε6), από τα οποία προκύπτει η απασχόληση των ……. και …….., με την ειδικότητα του εργάτη, 40ώρες/εβδομαδιαίως, στην ατομική επιχείρηση του ……(……… κ.ά.), για το χρονικό διάστημα από 22.3.2017 έως 24.3.2017, δ) μισθοδοτικές καταστάσεις του απασχολούμενου προσωπικού στην επίμαχη επιχείρηση, και ε) βεβαιώσεις ασφαλιστικής ενημερότητας της εφεσίβλητης εταιρείας, χορηγηθείσες με εντολή του Διοικητή του ασφαλιστικού φορέα.
  • Επειδή, ο καθ' ου η προσφυγή και, ήδη, εκκαλών ασφαλιστικός οργανισμός με την έκθεση απόψεών του, καθώς και το κατατεθέν στις …… υπόμνημα, ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής υποστηρίζοντας ότι ορθώς εκδόθηκε η καταλογιστική του προστίμου πράξη.
  • Επειδή, το Πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση έλαβε υπόψη ότι « στην προκειμένη περίπτωση η επιβολή των ένδικων προστίμων ερείδεται αποκλειστικά και μόνο επί των …….. δελτίων ελέγχου, τα οποία δεν συνεπικουρούνται από άλλα έγγραφα ή μαρτυρίες. Στα δελτία αυτά, πέρα από τη γενική αναφορά στην ενδυμασία των φερομένων ως εργαζομένων και την προηγούμενη απασχόλησή τους στην επιχείρηση, ουδόλως εξειδικεύονται τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία συνήχθη το συμπέρασμα περί παροχής εξαρτημένης εργασίας από τους ……… και ………. κατά τον κρίσιμο χρόνο του ελέγχου, δοθέντος ότι δεν καταγράφεται εάν και πως οι εν λόγω αλλοδαποί κατελήφθησαν εν ώρα εργασίας και σε ποιο ακριβώς χώρο των εγκαταστάσεων. Η θέση δε της υπογραφής τους επί των δελτίων, εφόσον δεν συνοδεύεται από δήλωσή τους σχετικά με το καθεστώς της απασχόλησής τους και τις καταβαλλόμενες σε αυτούς αποδοχές, δεν αρκεί, στην προκειμένη περίπτωση, προς απόδειξη υφιστάμενης εργασιακής σχέσης, δοθέντος, άλλωστε, ότι οι ίδιοι αρνήθηκαν την ύπαρξη αυτής και βεβαίωσαν ενόρκως ότι άρχισαν να απασχολούνται στην επιχείρηση στις αρχές Ιουλίου. Και ναι μεν οι ίδιοι αλλοδαποί είχαν καταληφθεί εργαζόμενοι στην επίμαχη μάντρα σε προηγούμενο ασφαλιστικό έλεγχο, τον Οκτώβριο του 2016 (σχετ. το …….. δελτίο ελέγχου), κατά τον οποίο, μάλιστα, είχε διαπιστωθεί η νομότυπη ασφάλισή τους, πλην όμως από το γεγονός αυτό δεν τεκμαίρεται υφιστάμενη εργασιακή σχέση και κατά τον κρίσιμο χρόνο (10.6.2017), όπως αβασίμως προβάλλεται από τον καθ’ ου. Και τούτο, διότι, όπως αποδείχθηκε, πρόκειται για εποχική εργασία και καίριο ζήτημα, σχετικό με την απασχόληση των εν λόγω εργατών, αποτελεί η έναρξη κάθε φορά της περιόδου εμπορίας ξυλείας, για την οποία, πάντως, όσον αφορά το επίμαχο έτος, ο καθ’ ου η προσφυγή φορέας δεν προέβαλε συγκεκριμένες αντιρρήσεις. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει το είδος της παρεχόμενης εργασίας και αν πράγματι στη μάντρα υπήρχαν, κατά τον χρόνο του ελέγχου, δασικά προϊόντα ή αν, εν πάση περιπτώσει, οι εν λόγω αλλοδαποί κατελήφθησαν να ασχολούνται με άλλης φύσης δραστηριότητες ». Ενόψει αυτών, έκρινε ότι μόνη η ενδυμασία των εν λόγω φερόμενων ως απασχολούμενων και η προηγούμενη απασχόλησή τους δεν αρκεί για τη συναγωγή συμπεράσματος περί παροχής εξαρτημένης εργασίας κατά τον χρόνο του επίμαχου ελέγχου. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδοχική ασφάλιση των …………. στην επίμαχη επιχείρηση, σε αντίστοιχα χρονικά διαστήματα, κατά τα τελευταία έτη (………….. και έπειτα) και εκτιμώντας ελεύθερα τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία και τις ένορκες βεβαιώσεις, κατ’ άρθρο 148 του Κ.Δ.Δικ., το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πειστικές τις εξηγήσεις της εφεσίβλητης εταιρείας σχετικά αφενός μεν με το είδος της παρεχόμενης εργασίας εκ μέρους των συγκεκριμένων φερόμενων ως απασχολούμενων (κοπή, στοίβαξη και αποθήκευση δασικών προϊόντων στη μάντρα της επιχείρησης και περαιτέρω φόρτωση προς διανομή), αφετέρου δε με τη χρονική στιγμή, κατά την οποία ανέκυψε η ανάγκη για πραγματική απασχόλησή τους το έτος 2017, ήτοι με την έναρξη της περιόδου εμπορίας ξυλείας στις αρχές Ιουλίου, οπότε και η ίδια προέβη στην ασφαλιστική τακτοποίησή τους [σχετ. τα …….. έντυπα αναγγελίας πρόσληψης (Ε3) και τα ……….. έντυπα καταγγελίας σύμβασης εργασίας (Ε6)]. Κατόπιν τούτων, με την εκκαλούμενη το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται η αποδοθείσα σε βάρος της εφεσίβλητης εταιρείας παράβαση της απασχόλησης δύο εργαζομένων στις ……, χωρίς την καταχώρισή τους στον οικείο πίνακα προσωπικού (Ε4) και, κατ’ αποδοχή της προσφυγής, ακύρωσε την προσβαλλόμενη δια αυτής πράξη επιβολής προστίμου.
  • Επειδή, ήδη, με την υπό κρίση έφεση, όπως παραδεκτώς αναπτύσσεται με το κατατεθέν στις ……… υπόμνημα, το εκκαλούν νομικό πρόσωπο προβάλλει ότι η εκκαλούμενη εκδόθηκε κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των κρίσιμων διατάξεων και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ότι από τα στοιχεία του φακέλου και, ειδικότερα, από το ……… δελτίο ελέγχου και από τα έντυπα αναγγελίας πρόσληψης, τα έντυπα καταγγελίας σύμβασης εργασίας και τους λογαριασμούς ασφαλισμένων, προκύπτει αφενός ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι κατά τον κρίσιμο χρόνο απασχολούνταν στην επιχείρηση της εφεσίβλητης συνδεόμενοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας αφετέρου οι παραδοχές της εκκαλούμενης παρίστανται εσφαλμένες, ότι από το παραπάνω δελτίο ελέγχου προκύπτει ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι δεν βρέθηκαν σε ένα τυχαίο σημείο της επιχείρησης αλλά εντός του χώρου εργασίας και με ρούχα εργασίας, ήτοι με περιβολή που προσιδιάζει σε εργάτη που εκτελεί χειρωνακτική εργασία σε μια επιχείρηση αυτής της φύσης (παραγωγή- μεταφορά- εμπόριο ξυλείας) και συνεπώς στο εν λόγω δελτίο ελέγχου εξειδικεύονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνήγαγαν οι ελεγκτές υπάλληλοι την ύπαρξη εξαρτημένης εργασίας κατά τον κρίσιμο χρόνο του ελέγχου ενώ η εφεσίβλητη, αν και έφερε το βάρος απόδειξης να ανατρέψει το θεσπιζόμενο μαχητό τεκμήριο ότι οι αναφερόμενοι από τα αρμόδια όργανα του ΠΕΚΑ ως εργαζόμενοι, δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία για να το ανατρέψει. Το εκκαλούν υποστηρίζει, επίσης, ότι από τα ασφαλιστικά στοιχεία που αφορούν στους συγκεκριμένους εργαζόμενους προκύπτει, αντιθέτως, με όσα κρίθηκαν με την εκκαλούμενη, ότι ήταν σύνηθες η απασχόλησή τους να ξεκινούσε και από τον μήνα Ιούνιο, όπως έγινε κατά τα έτη 2013, 2015 και 2019, ότι, συνεπώς, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξήγαγε το συμπέρασμα περί έναρξης της απασχόλησης των ανωτέρω εργαζόμενων από το μήνα Ιούλιο ενώ εάν εκτιμούσε ορθά τα προσκομισθέντα στοιχεία, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι κατά τον χρόνο ελέγχου στις 10-6-2017 οι ανωτέρω εργαζόμενοι πράγματι απασχολούνταν από την εφεσίβλητη.
  • Επειδή, η εφεσίβλητη δια του κατατεθέντος στις ……… υπόμνημα υποστηρίζει την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης επαναλαμβάνοντας όσα διέλαβε στην προσφυγή της.
  • Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, ότι με τις διατάξεις και την ερμηνεία τους, που παρατέθηκαν στην τέταρτη σκέψη της παρούσας, θεσπίστηκε η τυπική παράβαση της μη αναγραφής εργαζομένου στον πίνακα προσωπικού της επιχείρησης, που έχει ως έρεισμα την απλή διαπίστωση της μη καταχώρισης του εργαζομένου στον τηρούμενο στην επιχείρηση πίνακα προσωπικού, καθώς και μαχητό τεκμήριο ότι ο αναφερόμενος από τους ελεγκτές υπαλλήλους ως εργαζόμενος, που δεν αναγράφεται στον πίνακα προσωπικού, συνδέεται με εργασιακή σχέση με τον εργοδότη. Κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ο εργοδότης δύναται να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό με την άσκηση προσφυγής, αποδεικνύοντας ότι ουδεμία σχέση εργασίας τον συνδέει με το πρόσωπο που τα ελεγκτικά όργανα θεώρησαν ως μισθωτό του. Στην υπό κρίση περίπτωση, η επιβολή των ένδικων προστίμων σε βάρος της εφεσίβλητης εταιρείας ερείδεται αποκλειστικά στα προαναφερθέντα δελτία ελέγχου των ελεγκτών υπαλλήλων του εκκαλούντος ασφαλιστικού φορέα, σύμφωνα με τα οποία, σε γενόμενο επιτόπιο έλεγχο στις …… στην επιχείρηση της εφεσίβλητης εταιρείας βρέθηκαν μη καταχωρημένοι στον πίνακα προσωπικού οι ……... Ωστόσο, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, (α) ότι τα δελτία ελέγχου, ως δημόσια έγγραφα, αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς αυτά που βεβαιώνεται ότι έγιναν από τα ίδια τα δημόσια όργανα ή ενώπιον τους και τα οποία μπορεί να αμφισβητηθούν μόνο με την προσβολή τους για πλαστότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.), όμως, αυτά δεν αποτελούν πλήρη απόδειξη και ως προς την ιδιότητα των προσώπων, που βρέθηκαν ενώπιον των δημοσίων οργάνων, ως εργαζομένων, αφού η ιδιότητα αυτή περιλαμβάνεται στα ερευνητέα από τα ελεγκτικά όργανα στοιχεία και, πάντως, επιτρέπεται ανταπόδειξη ως προς τις σχετικές εκτιμήσεις, κρίσεις και συμπεράσματα των οργάνων ελέγχου (πρβλ. ΣτΕ 584 - 585/2019,3345/2015), (β) ότι από τη θεώρηση του κρίσιμου ……… δελτίου ελέγχου προκύπτει ως προς τους ως άνω δύο φερόμενους ως απασχολούμενους στην εφεσίβλητη εταιρεία ότι δεν παρατίθενται έστω και συνοπτικά οι συγκεκριμένες εργασίες που κατελήφθη να εκτελεί ο καθένας από αυτούς, χωρίς να αρκεί για την έστω και κατά τα στοιχειώδη στοιχεία περιγραφή της εργασίας η αναφορά ότι « βρέθηκαν με ρούχα εργασίας», (γ) ότι η θέση της υπογραφής στο δελτίο ελέγχου των ως άνω φερόμενων ως απασχολούμενων κατά τον επιτόπιο έλεγχο δεν αρκεί άνευ ετέρου προς απόδειξη της απασχόλησής τους κατά τον χρόνο του ελέγχου. Ενόψει αυτών και συνεκτιμώντας, (α) ότι οι ως άνω φερόμενοι ως απασχολούμενοι, παρά τη δυσχερή θέση στην οποία ευρίσκονται ως εργαζόμενοι, στις προσκομισθείσες ένορκες βεβαιώσεις αρνήθηκαν την ύπαρξη εργασιακής σχέσης με την εφεσίβλητη κατά τον χρόνο ελέγχου, καταθέτοντας ότι άρχισαν να απασχολούνταν στις αρχές Ιουλίου, (β) την προσκομισθείσα κατάθεση του ………, συνεργάτη της εφεσίβλητης, ο οποίος αρνήθηκε την απασχόληση τους κατά τον χρόνο ελέγχου, καταθέτοντας ότι η απασχόληση, λόγω του εποχιακού χαρακτήρα της συγκεκριμένης εργασίας άρχιζε τον Ιούλιο εκάστου έτους, (γ) τα προσκομιθέντα έγγραφα (αναγγελίες πρόσληψης και καταγγελίες σύμβασης εργασίας) που προδίδουν τον εποχιακό χαρακτήρα της απασχόλησης των ως άνω δύο φερόμενων ως απασχολούμενων στην επιχείρηση της εφεσίβλητης, που εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στη χρονική περίοδο από τις αρχές Ιουλίου έως το τέλος του ίδιου ημερολογιακού έτους ή τις αρχές του επόμενου έτους, (δ) ότι η εκτίμηση των ελεγκτών υπαλλήλων για την απασχόληση των δύο φερόμενων ως εργαζόμενων υπό καθεστώς εξαρτημένης εργασίας από την εφεσίβλητη εταιρεία δεν συνεπικουρείται από άλλα στοιχεία του φακέλου, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ………… δεν συνδέονταν με σχέση εξαρτημένης εργασίας με την εφεσίβλητη, κατά την ημέρα του ελέγχου, και ότι, συνεπώς, η τελευταία δεν ήταν υποχρεωμένη να τους εγγράψει στον Πίνακα Προσωπικού και μη νομίμως επιβλήθηκαν σε βάρος της εφεσίβλητης με την …….. Πράξη Επιβολής Προστίμου τα ειδικότερα αναφερόμενα στην πρώτη σκέψη ποσά προστίμου για κάθε έναν από τους δύο φερόμενους ως απασχολούμενους στην επιχείρηση της εφεσίβλητης, ερειδόμενα σε διατάξεις που αποσκοπούν στην αποτελεσματική καταπολέμηση του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας, μη συντρέχουσας, ωστόσο, τέτοιας συνθήκης, εν προκειμένω, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση.
  • Επειδή, κατ' ακολουθίαν, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, πρέπει να καταλογισθούν σε βάρος του εκκαλούντος ασφαλιστικού Οργανισμού τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης ύψους 341 ευρώ (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ’ του Κ.Δ.Δ..)

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την έφεση.

Καταλογίζει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης ύψους 341 ευρώ.

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στη Λάρισα, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημοσία στις ………..

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
13/2023

(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής: ΤΠ3/2022)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Διονύσιο Δάλλα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Σουρλίγκα, Πρωτόδικη - Εισηγήτρια, Τιμόθεο Κοντοχρήστο, Πρωτόδικη και από τη Γραμματέα Ιωάννα Μισύρη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 13^ Ιανουάριου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …………. του …….και της ……, κατοίκου ………, με Α.Φ.Μ. ……… - Δ.Ο.Υ. ………, για τον οποίο προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις κατ’ άρθρον 237 παρ.1 εδ.α' ΚΠολΔ, την 5ΐ/12/2022 ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, ………, δικηγόρος ……. (AM ……..), δυνάμει της από ………. έγγραφης εξουσιοδότησής του, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του και παραστάθηκε στο ακροατήριο διά του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ……….. του ………. και της ………., κατοίκου ………, ………., με Α.Φ.Μ ………. - Δ.Ο.Υ. …….., για τον οποίο προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις κατ’ άρθρον 237 παρ.1 εδ.α' ΚΠολΔ, την ………… ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, ……………, δικηγόρος …….. (AM ………), δυνάμει της από ……… έγγραφης εξουσιοδότησής του, με βεβαιωμένο τα γνήσιο της υπογραφής του και παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου,

Ο εναγών ζητεί να γίνει δεκτή η από ……. και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. αγωγή του η οποία προσδιορίστηκε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ, 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) για τη δικάσιμα που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως αναγράφεται παραπάνω, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1718 και 1721 παρ.1α ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι είναι άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη, εφόσον αυτή δεν έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη και δεν έχει χρονολογηθεί και υπογράφει από αυτόν Ο νόμος απαίτησε την καθ' ολοκληρίαν γραφή της ιδιόγραφης διαθήκης από το χέρι του ίδιου του διαθέτη προς διασφάλιση της γνησιότητας και του περιεχομένου της τελευταίας βούλησης αυτού (διαθέτη), μη επιτρέποντας την επέμβαση ξένης χειρός σ' αυτήν, και, εφόσον δεν διακρίνει, απαιτείται να είναι ιδιοχείρως γραμμένη ολόκληρη η διαθήκη απ’ αρχής μέχρι τέλους, το οποίο επισημαίνεται με την επίσης ιδιοχείρως γραμμένη υπογραφή του διαθέτη (Βλ ΑΠ 463/2019, ΑΠ 855/2018, ΑΠ 732/2016, ΑΠ 616/2016). Η διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης, με την έννοια του άρθρου 3 ΑΚ, δεν μπορεί δηλαδή η ιδιωτική βούληση να παραμερίσει τις διατυπώσεις σύνταξης που ορίζει ο νόμος, ώστε κάθε παρέκκλιση από τον τύπο που καθιερώνει ο νόμος να επιφέρει την ακυρότητα της διαθήκης (ΑΠ 855/2018, ΑΠ 1360/2008, Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1718, 1721 § 1 εδαφ. α' και 180 ΑΚ συνάγεται ότι η ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία δεν έχει γραφεί ολόκληρη, χρονολογηθεί και υπογράφει με το χέρι του διαθέτη, αλλά με το χέρι άλλου προσώπου, είναι άκυρη (ΑΠ 708/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ1912/2014, ΑΠ 609/2014 ΑΠ 1336/2009). Την ακυρότητα αυτής μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον το οποίο πρέπει να είναι άμεσο. Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον έχουν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους, λόγω της ακυρότητας της διαθήκης, περιέρχεται ολόκληρη η κληρονομιά του (ΑΠ 103/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 729/2011Δνΐ] 2011/1027, ΑΠ 1063/2006 Δνη 47/1418, ΕΑ 399/2010 δημ, ΝΟΜΟΣ. ΕφΛαμ 223/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ). Ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της υπογραφής σ’ αυτή, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφτηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη. Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας υπέρ εκείνου που την επικαλείται. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριο, μέχρις ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της διαθήκης παρήλθε πενταετία, χωρίς στο μεταξύ ν' αμφισβητηθεί η γνησιότητα της διαθήκης σε δίκη μεταξύ κάποιου που αντλεί δικαιώματα απ’ αυτή και κάποιου από τους βλαπτόμενους (άρθρ. 1777 ΑΚ). Το νόημα του μαχητού αυτού τεκμηρίου γνησιότητας συνίσταται στην ανατροπή του βάρους απόδειξης, δηλαδή, ενώ μέχρι τη συμπλήρωση της πενταετίας όποιος επικαλείται τη γνησιότητα της διαθήκης βαρύνεται και με την απόδειξη της, μετά την πάροδο της πενταετίας ανατρέπεται το βάρος της απόδειξης και αυτός που αμφισβητεί το κύρος της διαθήκης βαρύνεται να αποδείξει την έλλειψη γνησιότητας (ΑΠ 1377/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1595/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 521/2003 ΑχαΝομ 2004/186). Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για ακυρότητα της διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνο η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλομένου, από τη διαθήκη, δικαιώματος του εναγομένου. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγόμενου, αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος ν' αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη, από το διαθέτη, γραφή και υπογραφή της διαθήκης (ΑΠ 1595/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 380/1989 ΕλλΔνη 31/530, ΕΑ 399/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ., ΕΑ 2781/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ). Η προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως συμβαίνει όταν έχει γραφεί από τρίτο με υπαγόρευση του διαθέτη. Στην περίπτωση, όμως, που προβληθεί αυτοτελής ισχυρισμός για πλαστότητα της ιδιόγραφης διαθήκης, τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν οφείλει να αποδείξει αυτός που τον προβάλλει (ΕΑ 399/2010 ο.π., ΕφΑΘ 2781/2008 ο.π., ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθάπουλου, άρθρ 1721 αριθμ 2, όπου και παραπομπές σε συγγραφείς και στη νομολογία) (ΤρΕφΔωδ 1/2016, Qualex).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι την …….. απεβίωσε στην ………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο αδελφός του ………. του ………, ο οποίος ήταν άγαμος και άτεκνος. Ότι, κατά το χρόνο θανάτου του, ο ως άνω αποβιώσας κατέλιπε μοναδικούς πλησιεστέρους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τον ενάγοντα ο οποίος είναι και ο μοναδικός εν ζωή αδερφός του, και τα τρία τέκνα του προαποβιώσαντος αδερφού του, ….., ήτοι 1) την ……… του ……., 2) τον …………, του ………, εναγόμενο και 3) την ……….. του ………. Ότι παρόλο που έλαβε τόσο από το Ειρηνοδικείο Ευρυτανίας όσο και από το Ειρηνοδικείο Αθηνών πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης και εξεδόθη και διαταγή κληρονομητηρίου, ο εναγόμενος, ανιψιός του κληρονομούμενου, εμφάνισε προς δημοσίευση την από ………. ιδιόγραφη διαθήκη του ως άνω κληρονομούμενου που εν τελεί δημοσιεύθηκε δυνάμει του υπ’ αριθμ. …….. πρακτικού του Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας. Ότι με την ως άνω διαθήκη ο κληρονομούμενος φέρεται να εγκατέστησε ως κληρονόμο του τον εναγόμενο στο σύνολο της περιουσίας του. Ότι η ανωτέρω αναφερόμενη διαθήκη είναι άκυρη, διότι, αφενός, όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της διαθήκης ομολογημένα και εγγράφως, δεν έχει γραφεί ολόκληρη από το χέρι του διαθέτη αλλά από το χέρι του ίδιου του εναγόμενου και αφετέρου, ουδόλως έχει υπογράφει ιδιοχείρως από τον ως άνω κληρονομούμενο. Ότι, τέλος, τυγχάνει εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά ποσοστό ½, στην περιουσία που κατέλειπε ο κληρονομούμενος. Ενόψει δε των ανωτέρω ιστορουμένων, επικαλούμενος άμεσο έννομο συμφέρον, ζητεί να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από …… φερόμενης ως ιδιόγραφης διαθήκης του ανωτέρω αναφερόμενου διαθέτη που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ …………… πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας και καταχωρήθηκε στο γενικό βιβλίο διαθηκών του ίδιου Ειρηνοδικείου και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη.

Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, η υπο κρίση αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται ττρος συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον, αφενός, η αναγνωριστική της ακυρότητας διαθήκης αγωγή έχει ως αντικείμενο ανεπίδεκτη χρηματικής αποτίμησης διαφορά και ως εκ τούτου υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά τη διάταξη του άρθρου 18 ΚΠολΔ (βλ. ΠΠρΑΘ 289/2014. Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ). και, αφετέρου, η υπό κρίση διαφορά υπάγεται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της περιφέρειας στην οποία είχε την κατοικία του ο κληρονομούμενος, όταν πέθανε (άρθρ. 30 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, παραδεκτώς εισάγεται για να δικαστεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρ. 215, 237 επ ΚΠολΔ), διότι κατατέθηκε την 20.06.2022 και επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στον εναγόμενο, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, κατά το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’αριθμ. ……. έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Λαμίας με έδρα το Πρωτοδικείο Ευρυτανίας, …..), ενώ, για το αντικείμενό της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου. Τέλος, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 180, 1710, 1712, 1718, 1721. 1814, 1846 ΑΚ, 68, 70, 176 εδ. α' και 191 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει, η ως άνω αγωγή, να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής τηρήθηκε η έγγραφη ενημέρωση του ενάγοντος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του περί δυνατότητας επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4640/2019.

Ο εναγόμενος, με τις νομίμως κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις του συνομολογεί το θάνατο του ως άνω κληρονομούμενου, τη συγγενική σχέση των διαδίκων με αυτόν, καθώς και το γεγονός ότι το κείμενο της διαθήκης έχει γραφεί από τον ίδιο. Ισχυρίζεται, όμως, ότι την υπογραφή στο τέλος αυτής καθώς και τα ονοματεπωνυμικά του στοιχεία τα έθεσε ο ίδιος ο διαθέτης όπως και το ότι αυτή (η διαθήκη) αποτυπώνει την αληθινή του βούληση. Επιπλέον, δε, αιτείται τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης προκειμένου ειδικός διορισμένος από το Δικαστήριο γραφολόγος να γνωμοδοτήσει εάν πράγματι ο διαθέτης έθεσε την υπογραφή του και το ονοματεπώνυμό του επί της ένδικης διαθήκης.

Από την υπ' αριθμ. ……. ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……. του ………., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Καρπενησιού ……….., που προσκομίζει και επικαλείται ο εναγόμενος κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης προ δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμων ημερών κλήτευσης του ενάγοντας (βλ. την υπ` αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Λάρισας με έδρα το Πρωτοδικείο Καρδίτσας, ………..), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Ο ………….του ……………., που γεννήθηκε την ……….., απεβίωσε την ……….. στην κατοικία του, στην …………, συνεπεία καρδιαναπνευστικής ανακοπής. Κατά το χρόνο θανάτου του κατέλιπε ως πλησιέστερους συγγενείς του, τον ενάγοντα αδερφό του, ……….. του ………… και τα τρία ανίψια του, τέκνα του προαποβιώσαντος αδερφού του, ……….., ήτοι: 1) την ………. του ……………, 2) τον …………, του …………, εδώ εναγόμενο και 3) την ………. του ……….. (βλ. το υπ’ αριθμ. ………. πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου ………). Μετά το θάνατο του ………, ο εναγόμενος, ………. του ………, ανιψιός του, προσκόμισε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας την από ……….. ιδιόγραφη διαθήκη ως προερχόμενη από τον πιο πάνω αποβιώσαντα που δημοσιεύθηκε δυνάμει του υπ' αριθμ. ………. πρακτικού του ως άνω Ειρηνοδικείου και έχει το ακόλουθο περιεχόμενο [ακολουθείται η ορθογραφία του κειμένου]: «Αυτή είναι η διαθήκη μου. Ο υπογεγραμμένος ………. με αριθμό ταυτότητας ……… κάτοικος ……… κληροδοτεί ως εξείς την περιουσία του ί) Στον ……….. άνεργος με αριθμό ταυτότητας………..κάτοικο ………. Όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εκτέλεση της διαθήκης θα γίνουν από την κληρονομιά μου έτσι ώστε οι κληροδόχος μου να τταραλάβει τα κληροδοτήματα χωρίς καμία επιβάρυνση. Δηλώ επίσης ότι με τη διαθήκη μου αυτή αναιρώ κάθε προηγούμενη από το θάνατό μου διάθεση της περιουσίας μου. Συνετάχθη από εμένα το ……… λόγω ότι δεν ήταν δυνατό να τα γράψει ο θείος μου ακόμα σε περίπτωση που φύγω και εγώ από τη ζωή ο θείος μου είπε να δοθούν σε μέλη της οικογένειας μας με την προϋπόθεση ότι θα είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, συνεταχθεί την Παρασκευή …….. και ώρα 9:12 του έτους ……… και υπογράφεται ιδιόχειρα από το θείο μου διότι δεν ήταν δυνατό να συνταχθεί από τον ίδιο. Υπογραφή. ……….». Ο εναγόμενος δε, με τις προτάσεις του, διατείνεται ότι την ………, ο διαθέτης, λόγω της σημαντικής επιβάρυνσης της υγείας του και ιδίως λόγω της αδυναμίας χρήσης των χειρών του εξαιτίας του γήρατος και του γεγονότος ότι έπασχε από τη νόσο του Parkinson (Πάρκινσον), αδυνατούσε να γράψει και να συντάξει την πιο πάνω διαθήκη, όμως έθεσε ο ίδιος στο τέλος του κειμένου αυτής την υπογραφή του και τα ονοματεπωνυμικά του στοιχεία, ενώ δε, η πιο πάνω διαθήκη εκφράζει την αληθή βούλησή του. Ωστόσο, με τα δεδομένα αυτά, αποδείχθηκε ότι η επίδικη ιδιόχειρη διαθήκη είναι άκυρη, καθόσον δεν έχει γραφεί ολόκληρη και χρονολογηθεί από το ίδιο το χέρι του διαθέτη. Τα ως άνω προκύπτουν, τόσο, από το ίδιο το κείμενο της διαθήκης, όσο, και από τα όσα ο εναγόμενος συνομολογεί με τις προτάσεις του.  Ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ιδιόγραφη διαθήκη πρέπει να έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, ενώ, η ως άνω διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης και συνεπώς, δεν μπορεί η ιδιωτική βούληση να παραμερίσει τις διατυπώσεις σύνταξης που ορίζει ο νόμος. Επομένως, ουδόλως έχει σημασία εάν έχει υπογράφει από το χέρι του διαθέτη και αν αυτός έχει θέσει τα ονοματεπωνυμικά του στοιχεία. Ομοίως, παρέλκει η εξέταση του αιτήματος (του εναγόμενου) για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης ως προς το αληθές πρόσωπο που έθεσε την υπογραφή στο τέλος του κειμένου της διαθήκης, αφού ακόμα και εάν την έθεσε ο διαθέτης η ως άνω διαθήκη είναι σε κάθε περίπτωση άκυρη για τον λόγο ότι δεν γράφηκε και δεν χρονολογήθηκε εξ ολοκλήρου απ’ αυτόν. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ ουσία και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της αττό ………. ιδιόγραφης διαθήκης του ……….. του ………, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ. …….. πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου, λόγω της ήττας του (άρθρο 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ),

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η από ….. ιδιόγραφη διαθήκη του ……. του ……., που απεβίωσε την …….. στην ……., η οποία δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ. ……… πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας, είναι άκυρη

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600 €) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αττοφασίσθηκε στο Καρπενήσι την 14η Σεπτεμβρίου 2023, ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ, δε, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στο Καρπενήσι, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 10Π Νοεμβρίου του έτους 2023, με διαφορετική σύνθεση λόγω προαγωγής του Προέδρου Πρωτοδικών κ. Διονυσίου Δάλλα, αποτελούμενη από τους Παναγιώτη Τρυφωνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Σουρλίγκα, Πρωτοδίκη-Εισητήρια, Τιμόθεο Κοντοχρήστο, Πρωτόδικη και Ιωάννα Μισύρη, Γραμματέα.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Η Α είχε ασκήσει εργατική αγωγή κατά των εργοδοτών της Β και Γ, διεκδικώντας διαφορές μισθών, υπερεργασία κλπ. Πριν τη συζήτηση, είχε ασκήσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας την εξασφάλισή της με συντηρητική κατάσχεση και προσημείωση υποθήκης στην περιουσία της. Κατά την συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών, οι εναγόμενοι-καθ` ων, εξέτασαν ως μάρτυρα μέλος της οικογένειάς τους, ο οποίος ήταν άσχετος με την εργατική διαφορά. Αυτός κατέθεσε ότι «όσες συμβιβαστικές προτάσεις μας έκανε η Α της απαντήσαμε ότι δεν της οφείλαμε για όλους τους παραπάνω λόγους κανένα απολύτως ποσό και αν στην απίθανη περίπτωση δικαιωθεί δικαστικά θα της πληρώσουμε αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει το δικαστήριο, αφού η οικογένεια μας είναι έντιμη και το γνωρίζει όλη η κοινωνία ...»

          Με βάση την ανωτέρω κατάθεση, η Α, άσκησε την παρακάτω αγωγή κατά του ανωτέρω μάρτυρα με νομικές βάσεις την σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, την σύμβαση εγγύησης και την σύμβαση αφηρημένη υπόσχεση χρέους (τακτική διαδικασία)

----------

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ....

ΑΓΩΓΗ (από σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, από εγγύηση και από αφηρημένη υπόσχεση χρέους-ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

....

ΚΑΤΑ

 ......

 

                              ΣΥΜΒΑΣΗ ΣΩΡΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΔΟΧΗΣ ΧΡΕΟΥΣ

                   1ος τρόπος κατάρτισης σωρευτικής αναδοχής χρέους

          Ο εναγόμενος, με την ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή του την ..., συνήψε σύμβαση (ΑΚ 361, 477) μαζί μου δυνάμει της οποίας αναδέχθηκε σωρευτικά το χρέος του εναγόμενου υιού του και της συζύγου του. Διότι, την ανωτέρω πρότασή του ότι θα πληρώσει και αυτός («θα της πληρώσουμε…αφού η οικογένειά μας είναι έντιμη», ενώ ο ίδιος ομολογημένα είναι μέλος της ιδίας οικογένειας), το ξένο γι` αυτόν χρέος, καθόσον δεν ήταν εναγόμενος στην εργατική αγωγή μου, την αποδέχθηκα και πάντως την αποδέχομαι με την έγερση της παρούσας. (ΑΠ 934/1992, ΕΕΝ 60,656, Ν. Λεοντής, ΕρμΑΚ,1, υπο 477.6)

          Ειδικότερα, η σύμβαση σωρευτικής αναδοχής μπορεί να καταρτιστεί μεταξύ νέου οφειλέτη και δανειστή ακόμη και σιωπηρά και επιπλέον, δεν απαιτείται να τηρηθεί τύπος (Ν. Λεοντής ό,α, ΑΠ 230/2014 ΧρΙΔ 2014,500, ΑΠ 1763/2007 ΕλλΔνη 2008,217). Εν προκειμένω η πρόθεση και η αντίστοιχη πρόταση του ανωτέρω, ενδιαφερομένου νέου οφειλέτη για την ανάληψη και απ` αυτόν του χρέους, δεν συνάγεται σιωπηρά μόνο, αλλά είναι δηλωμένη εγγράφως και ρητά και δη στο ανωτέρω δημόσιο έγγραφο, που προσκομίστηκε από τους συγγενείς του στο δικαστήριο με επίκληση.

          Επιπλέον, προέβη στην ανωτέρω δημόσια έγγραφη δήλωση-πρόταση, ενώ γνώριζε καλά τις αξιώσεις μου της εργατικής αγωγής, αφού, ρητά βεβαιώνεται στην βεβαίωση που έδωσε, ότι «αφού ανάγνωσα την ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μαζί με την ενσωματωμένη σ` αυτή από ... αγωγή της έχω να καταθέσω από ιδία αντίληψη τα παρακάτω.».

          Επιπλέον, γνώριζε ότι σκοπός της ήταν να προσκομιστεί, όπως και έγινε, ενώπιον δικαστηρίου στο οποίο δεν ήταν ο ίδιος διάδικος και συναφώς δεν είχα αξίωση και από τον ίδιο. Προσέτι δε γνώριζε  και ότι θα λάβω γνώση της ενόρκου βεβαίωσης και σύστοιχα, της ανωτέρω δήλωσης, πρότασης, προσφοράς και πρόθεσής του για την πληρωμή των αξιώσεών μου και από τον ίδιο (θα της πληρώσουμε) και παρά ταύτα δήλωσε και κατέθεσε τα ανωτέρω. Τα δε κατατεθέντα, είναι φανερό ότι   δεν περιορίζονται αποκλειστικά σε γεγονότα, δηλώσεις, πρόθεση κλπ που αφορούν το πρόσωπο των διαδίκων συγγενών του, αλλά και του ιδίου, αν και, όπως ειπώθηκε, γνώριζε ότι δεν είναι διάδικος και δεν μετέχει στην δίκη. Έτσι πέραν της ανωτέρω δηλώσεώς του ότι «θα της πληρώσουμε…αφού η οικογένειά μας είναι έντιμη» , προηγείται και η κατάθεσή του ότι «όσες συμβιβαστικές προτάσεις μας έκανε…της απαντήσαμε…» εκ της οποίας και μόνο προκύπτει ότι, ενώ δεν είναι εναγόμενος, εν τούτοις συμμετέχει ομού μετά της οικογενείας του και ο ίδιος και με πρόθεση συναπόφασης προς το σκοπό επίλυσης της διαφοράς, ήδη από το στάδιο των συμβιβαστικών προτάσεων. Είναι δηλ. φανερό ότι η αναδοχή του, έχει την αιτία της στην σχέση του με τους συγγενείς του και ήδη εναγόμενους ως οφειλέτες (παροχή πίστωσης, δωρεά, άλλη σχέση «κάλυψης» κλπ), και όχι στην μεταξύ μας σχέση (έτσι ώστε π.χ να μου παράσχει ασφάλεια). Ο λόγος δεν ενδιαφέρει αφού η σωρευτική αναδοχή αποτελεί αναιτιώδη ή αφηρημένη σύμβαση και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης του χρέους, αλλά ανάληψης από τον αναδεχόμενο εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει. (Γεωργ-Σταθ. υπο 477, 6). Ακριβώς λοιπόν δια τούτα, και ιδίως από το περιεχόμενο της βεβαίωσής του, προκύπτει ότι σκοπός του με αυτή είναι ακριβώς η ικανοποίηση και δικού του συμφέροντος (Γεωργ-Σταθ. υπο 477.13), δηλ. για να μη θιγεί η εντιμότητα της οικογένειάς του και άρα και του ιδίου, αφού είναι μέλος της, την οποία (εντιμότητα της οικογενείας και του ιδίου), «γνωρίζει όλη η κοινωνία ...». Άλλωστε, όπως προκύπτει από την ίδια την κατάθεσή του, συχνά και πολλαπλώς αναφέρεται σ` αυτή την προσβολή, αφού θεωρεί ότι οι «δικαστικές ενέργειές» μου, είναι «άκρως προσβλητικές σε βάρος της οικογενείας μας» και ότι τα δικόγραφά μου προσβάλλουν την τιμή της οικογένειάς μας και μας εκθέτει .Πράγματι, εάν ληφθεί υπόψη και ο κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο δηλώνονται εγγράφως τα ανωτέρω, δηλ. όταν με ασφαλιστικά και ιδίως με προσωρινή δ/γή ζητώ άμεσα την εξασφάλιση της απαίτησής μου από τον μελλοντικό κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί αυτή, τότε αναδύεται εναργέστερα ο ανωτέρω σκοπός ικανοποίησης και του δικού του συμφέροντος. (κριτήριο- όχι το μόνο- για την κρίση περί σωρευτικής αναδοχής ΕφΑθ 10465/1978 ΝοΒ 27,979). Διότι, η «δέσμευση» των όποιων περιουσιακών στοιχείων των μελών της οικογενείας του, θα έπληττε αφόρητα (άκρως προσβλητικές) την γνωστή σε όλους και αψεγάδιαστη εικόνα της οικογενείας του, δηλ. των μελών της και του ιδίου, ιδίως δε εάν ληφθεί υπόψη, ότι θα μπορούσε να επιφέρει ακόμα και διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης.  Με την ανωτέρω λοιπόν δήλωση και πρόθεσή του, σκοπούσε ακριβώς σε αυτή την προστασία της κοινωνικοηθικής εικόνας και του ιδίου στην κοινωνία .. δηλ. στην ικανοποίηση και ενός δικού του συμφέροντος που δεν ήθελε να πληγεί.

                    2ος τρόπος κατάρτισης σωρευτικής αναδοχής χρέους

          Άλλως και επικουρικά, καταρτίστηκε σύμβαση αναδοχής χρέους μεταξύ παλαιών και νέου οφειλέτη με την συναίνεση, αποδοχή, σύμπραξη και έγκρισή μου, γιατί με τον ανωτέρω τρόπο συμφωνήθηκε μεταξύ παλαιών και νέου οφειλέτη, να προστεθεί και ο τελευταίος ως οφειλέτης στην οφειλή τους. Συγκεκριμένα:

          Προκύπτει αυτή η συμφωνία μεταξύ τους και με το ανωτέρω περιεχόμενο, διότι α) τα ανωτέρω δηλωθέντα και χωρίς αμφισημίες, κατέθεσε ο μάρτυράς τους ενώ γνώριζε όπως ειπώθηκε, για ποια υπόθεση καταθέτει και ποιες είναι οι αξιώσεις μου εναντίον των εναγομένων της εργατικής αγωγής και συγγενών του. Άλλωστε κατά τα ανωτέρω, η αιτία αναζητείται στις μεταξύ τους σχέσεις και όχι στην σχέση του μάρτυρα με εμένα. β) διότι, όπως προκύπτει από την ένορκη βεβαίωσή του, εμφανίστηκε ο ίδιος και ζήτησε την σύνταξη της, και μάλιστα την ημέρα συζήτησης της προσωρινής δ/γής, ακριβώς επειδή οι εναγόμενοι του γνωστοποίησαν την αίτησή μου (με την εν αυτή αγωγή) και ζήτησαν την κατάθεσή του, καθόσον διαφορετικά δεν θα μπορούσε να δοθεί και γ) διότι οι τελευταίοι, μετά ταύτα την αποδέχθηκαν και συμφώνησαν σ` αυτή, αφού έκαναν χρήση αυτής, δηλ. την προσκόμισαν με επίκληση στις ανωτέρω δικασίμους γνωρίζοντας το περιεχόμενό της, ήτοι ότι είχε βεβαιώσει ήδη ενόρκως τα ανωτέρω .

          Δηλ. συμφώνησαν κατ` αλλήλων, ο μεν ένας να την χορηγήσει με συγκεκριμένο περιεχόμενο και με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στο δικαστήριο, οι δε άλλοι να την χρησιμοποιήσουν με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, ενώ γνώριζαν ότι ο καταθέτων τα ανωτέρω, δεν είναι διάδικος στην δίκη που δικάζονταν, τα δε κατατεθέντα, δεν αφορούσαν αποκλειστικά τους διαδίκους, αλλά και τον ίδιο τον μάρτυρα και την δική του πρόθεση και προσφορά. Συμφώνησαν δηλαδή ότι θα της πληρώσουμε…αφού η οικογένειά μας είναι έντιμη .

          Στην παραπάνω συμφωνία μεταξύ τους συνέπραξα, άλλως την αποδέχθηκα και συναίνεσα σ` αυτή, γιατί δεν την αντέκρουσα και δεν ζήτησα να μη ληφθεί υπόψη ως παράνομο ή ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, αλλ` αντίθετα κατέστη κοινό αποδεικτικό μέσο και έλαβα γνώση αυτής. Σε κάθε περίπτωση δηλώνω και με την παρούσα ότι, εφόσον ήθελε κριθεί ότι πρόκειται για μία τέτοια συμφωνία, την αποδέχομαι, συναινώ και την εγκρίνω, οπότε γεννώνται αναδρομικά και εξ αρχής(30-6-2021) πλήρη τα αποτελέσματα της αναδοχής.  Άλλωστε αυτή καθ` εαυτήν η έγερση της παρούσης, σημαίνει αποδοχή, συναίνεση και έγκριση της παραπάνω συμφωνίας τους αφού ζητώ να επέλθουν οι έννομες συνέπειές της υπέρ μου. ( Ν.Λεοντής ΕρμΑΚ, τ.Ι, υπο 477.3, όπου και νομολογία)

                   3ος τρόπος κατάρτισης σωρευτικής αναδοχής χρέους

          Άλλως και όλως επικουρικά, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι δεν καταρτίστηκε με κανέναν από τους ανωτέρω τρόπους, τότε καταρτίστηκε   ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (ΑΚ 411, Ν. Λεοντής ό.α υπο 477. 3, Γεωργ-Σταθ. υπο 477.2 και υπο Εισαγ. παρατ. στα άρθρα 410-415. 33 όπου ρητά, η αναδοχή χρέους με συμφωνία οφειλέτη και αναδεχόμενου, αναγνωρίζεται ως μία από τις περιπτώσεις σύμβασης υπέρ τρίτου που ρυθμίζονται από τον ΑΚ, επίσης και υπό 478.9). Διότι με βάση όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά,  αλλά και όσα θα αναφερθούν,  προκύπτει σαφώς βούληση και συμφωνία τους (βλ. ανωτέρω περιστατικά, συγγενικής σχέσης, γνώσης, κοινού σκοπού και κοινού συμφέροντος, στα οποία παραπέμπω) να θεμελιωθεί άμεσο δικαίωμά μου κατά την έννοια της ΑΚ 411, ώστε να δικαιούμαι να απαιτήσω και απ` αυτόν που υποσχέθηκε την εκπλήρωση της παροχής. Πρόκειται δηλ. για γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου η οποία έχει ενέργεια σωρευτικής κατ` άρθρο 477ΑΚ αναδοχής χρέους, οπότε αρχικοί και νέος οφειλέτης είναι εις ολόκληρον συνοφειλέτες απέναντί μου. (Γεωργ-Σταθ. υπο 477. 2, 478. 9).

          Ειδικότερα, ο υποσχεθείς μάρτυρας, υποσχέθηκε στους συγγενείς του αντισυμβαλλόμενους (δέκτες της υπόσχεσης) ότι θα εκπληρώσει και αυτός την παροχή (οφειλή) προς εμένα (τρίτος), διότι την συγκεκριμένη ένορκη βεβαίωση που αναφέρεται και στον ίδιο ως αυτοτελές μέλος της ιδίας οικογένειας που υπόσχεται την πληρωμή, την έδωσε και την χορήγησε στους συγγενείς του, εν γνώσει του περιεχομένου της και εν γνώσει των αξιώσεών μου (στην «περίπτωση που δικαιωθεί δικαστικά θα της πληρώσουμε αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει το δικαστήριο»). Έτσι, σύμφωνα και με όσα ειπώθηκαν ανωτέρω, συνήφθη συμφωνία μεταξύ τους, αφού οι αντίδικοί μου αποδέχθηκαν την υπόσχεσή του, καθόσον, αν μη τι άλλο, γνώριζαν το ανωτέρω ακριβές περιεχόμενο της βεβαίωσης του και την χρησιμοποίησαν. Δικαιούμαι όθεν να απαιτήσω άμεσα και απ` ευθείας απ` αυτόν που υποσχέθηκε διότι:  

          Είναι αναντίρρητο με βάση τα ανωτέρω περιστατικά, ότι μεταξύ εμού και του ανωτέρω υποσχεθέντος, δεν υπήρχε καμία έννομη σχέση, αφού δεν ήταν και δεν είναι καν διάδικος στην εργατική αγωγή και ούτε διατηρούσα κάποια αξίωση εναντίον του. Παρά ταύτα προέβη με την επίμαχη ένορκη βεβαίωση, στην ανωτέρω σύναψη της σύμβασης με τους συγγενείς του-οικογένειά του (θα της πληρώσουμε η οικογένειά μας), ενώ όπως ειπώθηκε αυτοί συμφωνούντες στην λήψη της με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, την αποδέχθηκαν και την προσκόμισαν. Η ανωτέρω λοιπόν συμφωνία τους, δεν έγινε ιδιωτικά και κρυφά από εμένα, αλλά με τον ανωτέρω τρόπο την ανακοίνωσαν και την φανέρωσαν προκειμένου να λάβω γνώση και μάλιστα αυτό έγινε επισήμως και πανηγυρικά, αφού τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος δημοσίου εγγράφου και προσκομίστηκε σε δικαστήρια από τους ίδιους.

          Προκύπτει δηλ. από τα ανωτέρω περιστατικά (δημοσιότητα της συμφωνίας τους προς το σκοπό γνώσης μου και δεσμευτικότητα λόγω του εγγράφου τύπου της), ότι σκοπός τους ήταν να προσπορίσουν σε εμένα άμεσο δικαίωμα αναζήτησης της οφειλής από τον υποσχεθέντα. Διότι διαφορετικά, την μεταξύ τους ιδιωτική συμφωνία δεν θα είχαν κανένα λόγο να την φανερώσουν προς εμένα και ούτε υπήρχε η ανάγκη έγγραφου δεσμευτικού τύπου. Δεν την εκράτησαν δηλ. μυστική και ούτε απέφυγαν να μου την ανακοινώσουν (Γεωργ-Σταθ. υπο 411.3). Μάλιστα αυτά έλαβαν χώρα ενώ γνώριζαν καλώς και πλήρως τις εργατικές μου αξιώσεις και αγωγή μου με τις οποίες διεκδικώ αυτές, ενώ το βήμα το οποίο επέλεξαν για την ανακοίνωσή της, δεν ήταν κάποια κοινωνική ή άλλη συναναστροφή τους, απέναντι στην οποία δεν θα υπήρχε παρά μόνο μία ηθική δέσμευση, αλλά το δικαστήριο το οποίο διαγιγνώσκει υποχρεώσεις και δικαιώματα (έννομες συνέπειες). Σημαντικό δε στοιχείο υπέρ του ότι σκοπούσαν να μου παράσχουν άμεσο και ίδιο δικαίωμα έναντι του υποσχεθέντος μάρτυρα, είναι ότι η παραπάνω ανακοινωθείσα σε εμένα συμφωνία μεταξύ τους, έγινε καθ` όν χρόνο εγώ με τα ασφαλιστικά μου μέτρα και δη άμεσα με προσωρινή δ/γή, ζητούσα την εξασφάλιση και προστασία της απαίτησής μου από τον κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί αυτή στο μέλλον, συνεπεία, τόσο της έλλειψης εμφανών στοιχείων του εργοδότη, όσο και της δεδηλωμένης και αναφερόμενης στην αίτησή μου (και άρα γνωστή σ` αυτούς) πρόθεσής τους (των αντιδίκων μου) να μη με πληρώσουν.

          Συνεπώς με τον ανωτέρω τρόπο και στον συγκεκριμένο χρόνο, δεν ζήτησαν απλά και άνευ ετέρου, την απόρριψη της αιτούμενης από εμένα άμεσης «δέσμευσης» των περιουσιακών τους στοιχείων (συντηρητική κατάσχεση, προσημείωση). Αντιπαρέταξαν στο ανωτέρω αίτημά μου την ανακοίνωση μίας έγγραφης συμφωνίας μεταξύ τους με βάση την οποία, ένα άλλο μέλος της έντιμης οικογένειάς τους, υπόσχονταν πλέον  και για τον ίδιο ατομικά ότι, θα την πληρώσουμε. Απέναντι δηλ. στο αίτημά μου για εξασφάλιση της απαίτησης μου με δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων, συμφώνησαν και αντιπαρέθεσαν μία άλλη εξασφάλιση, ήτοι την προσθήκη και ενός άλλου οφειλέτη και συναφώς, την προσπόριση σε εμένα ενός άλλου αντισταθμιστικού και εξισορροπητικού μεγέθους, ήτοι του δικαιώματος να αναζητήσω την παροχή απ` ευθείας απ` αυτόν.  Ως εκ τούτων, δεν υπάρχει ο κίνδυνος για τον οποίο ζητώ εξασφάλιση, αφού πλέον «εξασφαλίζομαι» με τον ανωτέρω τρόπο, δηλ. με την προσθήκη ενός νέου «οικογενειακού» οφειλέτη ο οποίος υπόσχεται την πληρωμή. Και μάλιστα εγγράφως ώστε κανείς, και κυρίως εγώ, να μην αμφιβάλλει για την βέβαιη εξόφλησή μου. Όμως ακριβώς η ανωτέρω προσθήκη ενός νέου και δη και έντιμου οφειλέτη και η ανάληψη εκπλήρωσης της παροχής και απ` αυτόν, αποδεικνύει ότι πρόκειται για γνήσια και όχι μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, γιατί εξυπηρετεί το δικό μου αποκλειστικά συμφέρον. (Ν. Λεοντής, ό.α υπο 411. 3, ΟλΑΠ 850/1982, ΑΠ 3/2018, ΝΟΜΟΣ. ας παραλληλιστεί επίσης με την σύμβαση ασφάλισης υπέρ τρίτου, αφού και εδώ, με τον ανωτέρω τρόπο, εγώ «εξασφαλίζομαι»). Τονίζεται δε εδώ ότι η εξυπηρέτηση με τον ανωτέρω τρόπο του δικού μου συμφέροντος, ήταν και ο μοναδικός τρόπος για να ικανοποιηθεί και το συμφέρον του υποσχόμενου μάρτυρα, δηλ. να μην θιγεί-προσβληθεί η έντιμη εικόνα του ιδίου και της οικογένειάς του, από την λήψη των αιτούμενων δικαστικών μέτρων κατά της περιουσίας τους. 

          Σημειώνεται ότι η σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους παράγει αυθυπόστατη, έναντι της κύριας οφειλής, ενοχή του τρίτου (αναδοχέα) έναντι του δανειστή και παλαιοί και νέος οφειλέτης, ευθύνονται κατά την ΑΚ 481 επ, ήτοι εις ολόκληρον. (ΑΠ 1099/2015, ΝΟΜΟΣ). Αντικείμενο δε της αναδοχής μπορεί να αποτελέσει, μελλοντικό, υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, αλλά και επίδικο χρέος (Γεωργ-Σταθ. υπο 471. 10,11, Ν. Λεοντής ό.α υπο 471.4). Η δε έκταση της ευθύνης του αναδεχόμενου ρυθμίζεται με βάση την έκταση που έχει το χρέος κατά το χρόνο της αναδοχής, αφού έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση (ΑΠ 230/2014, ΕφΘες 1330/1998 Αρμ 52,849). Και γι` αυτό εν προκειμένω, εφόσον το χρέος είναι τοκοφόρο (βλ. αγωγή μου, αλλά και την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση), ευθύνεται και για τους τόκους και πριν από την αναδοχή (Ν. Λεοντής ό.α υπο 477. 2).

          Προκύπτει δηλ. ότι η εν λόγω σύμβαση καταρτίστηκε μεν έγκυρα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, άλλως με την έγερση της παρούσης, και έτσι γεννήθηκε η αξίωσή μου, πλην όμως φανερά η ισχύς της και τα αποτελέσματά της, εξαρτήθηκαν από την έκδοση της δικαστικής απόφασης (μελλοντικό γεγονός) που τυχόν (αβέβαιο) θα με δικαιώσει και για «αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει» (έκταση ευθύνης. βλ. ανωτέρω). (βλ. ρητά «αν στην απίθανη περίπτωση δικαιωθεί δικαστικά θα της πληρώσουμε αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει το δικαστήριο». Πρόκειται σαφώς για την έκδοση τελεσιδίκου απόφασης επί της ανωτέρω αγωγής μου, αφού ήδη επρόκειτο και εξακολουθεί να είναι επίδικο χρέος, για το οποίο μάλιστα έχουν ασκηθεί εκατέρωθεν αντίθετες εφέσεις.

          Λίγο χρειάζεται να τονιστεί, ότι πρόκειται φανερά για σωρευτική και όχι για στερητική αναδοχή χρέους. Η πρόθεση των μερών για απαλλαγή του προσώπου του παλαιού οφειλέτη, πρέπει να προκύπτει σαφώς (Γεωργ-Σταθ. υπο 471. 16). Κάτι τέτοιο όμως εν προκειμένω, όχι μόνο δεν μπορεί να συναχθεί από τις συνθήκες και περιστάσεις σύνταξης και χορήγησής της,, αλλ` αποκλείεται ήδη και από την ρηματική διατύπωση της (Θα της πληρώσουμε, η οικογένειάς μας).

          Συνεπώς λόγω της τοιαύτης σωρευτικής αναδοχής, παράγεται αυθυπόστατη, έναντι της κύριας οφειλής, ενοχή και του εναγομένου τρίτου (αναδοχέα) έναντι μου και έτσι ευθύνεται και αυτός, εις ολόκληρον με τους παλαιούς οφειλέτες,  έναντί μου κατά την ΑΚ 481 επ.   (ΑΠ 1099/2015, ΝΟΜΟΣ)

                               ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΓΓΥΗΣΗΣ

          Άλλως και όλως επικουρικά, εάν ήθελε υποτεθεί ότι σκοπός του μάρτυρα με την ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή του, δεν ήταν η ανάληψη/αναδοχή ξένου χρέους ως δικό του, αλλά η ανάληψη ευθύνης ότι θα καταβληθεί ξένη οφειλή, χωρίς να εισέρχεται στην έννομη σχέση μου με τους εναγόμενους, δηλ. η εξασφάλισή μου με παροχή ασφάλειας ενός ακόμη προσώπου και η ενίσχυση της πίστης των οφειλετών-εναγομένων, τότε πρόκειται για σύμβαση εγγύησης μεταξύ μας (ΑΚ 847, Γεωργ-Σταθ. υπο 477.13) και συνεπώς ευθύνεται εξ αυτού του λόγου.  (για την σύναψη και της σύμβασης αυτής με πρόταση του και αποδοχή μου, από και διά της έγερσης της παρούσης αγωγής, βλ. ανωτέρω, αλλά και Γεωργ-Σταθ. υπο 847. 15. Σε κάθε περίπτωση δηλώνω ότι συναινώ, αποδέχομαι και εγκρίνω την πρότασή του για την σύναψη αυτής της σύμβασης). Μάλιστα, εν προκειμένω προκύπτει ότι εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (ΑΚ 857) και συνεπώς στερείται του δικαιώματος της ένστασης δίζησης, διότι ακόμα και ρηματικά ουδόλως αναφέρεται, καθ` οιονδήποτε τρόπο, σε επιβοηθητική ευθύνη του. Αντίθετα ρητά και σαφώς αποτυπώνει την πρόθεση του για ανάληψη της ευθύνης ως αυτοφειλέτης (Θα της πληρώσουμε, η οικογένειάς μας), δηλ. συλλήβδην, αδικαρίτως και ομού με τα μέλη της οικογένειάς του. Η ευθύνη του δε μετά ταύτα, είναι η καταβολή της οφειλής, στην έκταση που αυτή βαρύνει τον οφειλέτη, δηλ. εν προκειμένω, ό,τι και όσο επιδικαστεί τελεσίδικα («αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει»). Και εδώ δηλ. η ευθύνη του (τα αποτελέσματα της σύμβασης) εξαρτήθηκαν από την έκδοση της μελλοντικής δικαστικής απόφασης και κατά την ποσότητα που τυχόν θα με δικαιώνει. (βλ. και ανωτέρω).

          ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΦΗΡΗΜΕΝΗΣ ΥΠΟΣΧΕΣΗΣ ΧΡΕΟΥΣ

          Σε κάθε περίπτωση ο εναγόμενος .... υποσχέθηκε αφηρημένα ότι θα με πληρώσει, ό,τι επιδικάσει η απόφαση επι της αγωγής μου. Η αφηρημένη υπόσχεση χρέους (ΑΚ 873), η οποία ιδρύει νέα και αυτοτελή βάση της υποχρεώσεως, μπορεί να καταρτιστεί και υπέρ τρίτου. Συνήθως συνάπτεται μεταξύ οφειλέτη και δανειστή, αλλά μπορεί να καταρτιστεί και ως σύμβαση υπέρ τρίτου (Γεωργ-Σταθ. υπο 873.2, Ν. Λεοντής, ό.α υπο 873, αρ. 11), γιατί η σύμβαση δεν αλλάζει όταν γίνεται υπέρ τρίτου, παρά μόνο προς την κατεύθυνση της παροχής (εμένα). (Γεωργ-Σταθ. υπο εισαγ.παρατ. στα άρθρα 410-415, αρ. 3)

          Εν προκειμένω συντρέχουν άπασες οι προϋποθέσεις του νόμου για την κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης. Συγκεκριμένα υφίσταται υπόσχεση του ανωτέρω που απευθύνεται στον δανειστή και αποτελεί πρόταση για σύναψη σύμβασης (ΑΚ 185). Γιατί όπως ειπώθηκε και προκύπτει και εγγράφως από το ίδιο το κείμενο της ενόρκου βεβαίωσης, γνώριζε την αγωγή μου και για τις αξιώσεις μου, όπως και ότι αυτή θα προσαχθεί ακριβώς για να χρησιμοποιηθεί στον ανωτέρω δικαστήριο (ή/και δικαστήρια) με τους συγγενείς του και άρα ότι θα λάβω γνώση αυτής. Αφετέρου υπήρξε και αποδοχή της προτάσεως (ΑΚ 189), αφού, όπως ειπώθηκε, δεν αντέκρουσα αυτή, ούτε ζήτησα να μην γίνει χρήση της κλπ. Σημειώνεται ότι η αποδοχή μπορεί να συνάγεται ρητά ή σιωπηρά, όπως μεταξύ άλλων και με την έγερση της παρούσης αγωγής (ρητά Ν.Λεοντής ό.α υπο 873. 6). Σε κάθε δε περίπτωση δηλώνω και με την παρούσα ότι αποδέχομαι και συναινώ στην ανωτέρω πρόταση.

          Επιπλέον, υφίσταται και το απαιτούμενο συστατικό έγγραφο, διότι η ανωτέρω αφηρημένη υπόσχεση, εμπεριέχεται στην ανωτέρω ένορκη συμβολαιογραφική βεβαίωση, η οποία μάλιστα είναι και δημόσιο έγγραφο που χρησιμοποιήθηκε στο δικαστήριο. (πρβλ. και δήλωση του οφειλέτη που καταχωρίζεται στα πρακτικά του δικαστηρίου. ΑΠ 23/1969, ΝοΒ 17, 538 σε Γεωργ-Σταθ. υπο 873). Αν και δεν απαιτείται έγγραφος τύπος για την αποδοχή του δανειστή (ο.Α Ν. Λεοντής υπο 873, αρ. 13, ΑΠ 992/2014 ΝοΒ 2014,2331) πάντως και η δική μου ανωτέρω ρητή ή σιωπηρή αποδοχή, γίνεται εγγράφως με την παρούσα και με αυτή ταύτη την έγερσή της και με την εμπεριεχόμενη σ` αυτή ανωτέρω ρητή δήλωση αποδοχής μου (όπως και για όλες τις ανωτέρω προτάσεις του στις ανωτέρω νομικές βάσεις που παρέθεσα).

          Με την ανωτέρω σύμβαση σκοπήθηκε μεταξύ τους δημιουργία υποχρεώσεως του υποσχόμενου και σύστοιχης άμεσης υπέρ εμού απαίτησης εναντίον του, κατά τρόπο ανεξάρτητο από την αιτία-βασική σχέση, δηλ. την εργατική μου αξίωση. Διότι ο παραπάνω υποσχόμενος, είναι παντελώς τρίτος και η σχέση του με την αιτία του χρέους των συγγενών του, δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση για να μπορεί να την επικαλεστεί και να εξαρτήσει αιτιωδώς την υπόσχεσή του απ` αυτήν.  Άλλωστε, ήδη από την διατύπωση της δήλωσής του προκύπτει, ότι αναφορικά με αυτόν, όποια και να ήταν η αιτία της οφειλής των συγγενών του, πάντως η πληρωμή της, είναι θέμα εντιμότητας της οικογενείας του και άρα και του ιδίου και θα την έκανε σε κάθε περίπτωση γιατί θα ήταν επ` ωφελεία (κοινωνική, ηθική) απάντων. Συνεπώς, εκ της διατύπωσης και μόνο, αλλά και του ανωτέρω σκοπού του, προκύπτει η αποσύνδεση της αναλαμβανόμενης υποχρέωσης, από την αιτία, δηλ. από τα πραγματικά περιστατικά των εργατικών αξιώσεών μου. Διότι, ακόμα και εάν τα μέλη της οικογένειάς του, μου όφειλαν π.χ από δάνειο, πώληση κλπ, και πάλι η αιτία θα του ήταν αδιάφορη, δεδομένου ότι δεν θέλει, σε όλες τις περιπτώσεις, δηλ. είτε από δάνειο, είτε από πώληση, είτε από εργατικές αξιώσεις, να τρωθεί η έντιμη εικόνα της οικογενείας του, αλλά και του ιδίου. Και γι` αυτό, δεν εξαρτά την ανωτέρω υπόσχεσή του από καμία διατύπωση της μορφής, εάν αποδειχθεί δικαστικά ότι εργαζόμουν τις τάδε και όχι τις δείνα ώρες, ή ότι εάν προσέφερα υπερωριακή εργασία, ή ότι εάν δεν ελάμβανα τις νόμιμες ημέρες αδείας κλπ, τότε και μόνο «θα της πληρώσουμε η οικογένειά μας ό,τι δικαιούται ή ό,τι κριθεί βάσιμο» κλπ. Αντίθετα, αφηρημένα υπόσχεται ότι σε περίπτωση δικαστικής μου δικαίωσης, θα με πληρώσουν (η οικογένειά του), αυτά που τυχόν επιδικάσει το δικαστήριο. Και αυτό, με βάση τον σκοπό του, θα ίσχυε σε κάθε περίπτωση, δηλ. ακόμα και εάν η αιτία του χρέους ήταν άλλη και όχι οι εργατικές μου αξιώσεις. Διευκρινίζεται εδώ ότι ναι μεν καμία ενοχική δέσμευση δεν δημιουργείται τυχαία, όπως και η ανωτέρω δική του, και άρα δεν στερείται αιτίας, πλην όμως, πρέπει να γίνεται πάντα η διάκριση της εξάρτησης από την αιτία, όπως την απαιτεί η ΑΚ 873, η οποία εν προκειμένω για τους ανωτέρω λόγους, δεν υπάρχει. (Ν. Λεοντής, ό.α υπο 873. 5)

          Επίσης, πρόκειται για χρηματική παροχή που μπορεί να αποτελέσει ακώλυτα αντικείμενο της σύμβασης αφηρημένης υπόσχεσης χρέους, η δε έκτασή της, όπως αναμφισβήτητα προκύπτει από τα αντικειμενικά δεδομένα της ίδιας της ένορκης βεβαίωσης που την περιέχει και αναφέρεται σε ήδη γνωστές από την αγωγή μου αξιώσεις, αλλά και ότι αυτές είναι επίδικες και νομιμότοκες, εξικνείται αυτονόητα και φανερά σε ό,τι και όσο επιδικασθεί τελεσίδικα με την δικαστική απόφαση επί της αγωγής μου (ανώτατο όριο). (βλ. ανωτέρω )

          Επειδή ο εναγόμενος αρνείται και αμφισβητεί την ανωτέρω υποχρέωση και οφειλή του και δια τούτο και την πληρωμή

          Επειδή η αγωγή μου είναι νόμιμη και βάσιμη, ασκείται δε ενώπιον του τοπικά και υλικά αρμόδιου δικαστηρίου λόγω ποσού (βλ. ανωτέρω)

          Επειδή νόμιμη συντρέχει περίπτωση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησόμενη απόφαση, διότι ελλείψει χρημάτων μου, η καθυστέρηση εκτέλεσης μέχρι την έκδοση τελεσιδίκου απόφασης επί της παρούσης, θα προκαλέσει σε εμένα ανεπανόρθωτη βλάβη, τόσο μάλλον καθόσον, ο ανωτέρω εργοδότης, δεν κατέβαλε καν ούτε το προσωρινώς εκτελεστό ποσό των .... της εργατικής αγωγής παρά το ότι επεδόθη η απόφαση με επιταγή προς πληρωμή.  

          Δια ταύτα και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου

          ΑΙΤΟΥΜΑΙ να γίνει δεκτή η παρούσα αγωγή μου για τους εν τω ιστορικώ λόγους.

         Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, ως αναδεχθείς σωρευτικά το επιδικασθησόμενο χρέος προς εμένα των αναφερομένων στο ιστορικό της παρούσας οφειλετών μου, άλλως με αιτία την σύμβαση εγγύησης, άλλως της αφηρημένης υπόσχεσης χρέους, να μου καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με αυτούς, κάθε ποσό που ήθελε επιδικαστεί τελεσίδικα εις βάρος τους (και αυτοτελώς αλλά και εις ολόκληρον με βάση τα ανωτέρω αιτήματά μου εφόσον αυτό γίνει δεκτό) κατά παραδοχή της εργατικής αγωγής μου και για τα αιτούμενα κονδύλιά της και μέχρι του ανωτέρω συνολικού ποσού αυτής που μεταβιβάστηκαν στο Εφετείο (....€), πλέον τόκων επιδικίας και υπερημερίας για κάθε επιδικασθέν κονδύλιο, από το χρονικό σημείο που η τελεσίδικη απόφαση ήθελε κάνει δεκτή την τοκοφορία για το καθένα απ` αυτά, μέχρι και την εξόφληση τους, άλλως αυτά τα ποσά που θα επιδικαστούν, νομιμότοκα από την ... και άλλως επικουρικά από την επίδοση της παρούσης  μέχρι την εξόφληση.

          Να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή Και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική μου  δαπάνη.

Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Βρόντος Ανδρέας

Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249

E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

          24410-41255/6972422002

            FAX : 24410-41257

Σελίδα 1 από 47

aristotelis

Χρη λέγειν τα καίρια

Εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάς` αρετή εστίν.
(Η δικαιοσύνη περικλείει όλες τις αρετές).

Θέογνις (6ος αι. π.Χ.)

 

 

aristotelis

Ένα αστείο είναι κάτι πολύ σοβαρό

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο Θεό και ένα δικηγόρο;

Ο Θεός δεν λέει ότι είναι δικηγόρος.

 


 

aristotelis

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου

Η παγκόσμια επιρροή της Ελληνικής γλώσσας


Επικοινωνία


Γραφείο Αθηνών: Ακαδημίας 33, Β' Όροφος
Τηλέφωνο: 6972422002

Γραφείο Καρδίτσας: Πλαστήρα 12
Τηλέφωνο: 24410 41255

Κινητό: 6972422002
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013