Αναιρέσεις Ποινικών αποφάσεων και βουλευμάτων

Αναιρέσεις Ποινικών αποφάσεων και βουλευμάτων (24)

Αναφορικά με τον 2ο λόγο αναίρεσης (έλλειψη αιτιολογίας ΚΠΔ 510.1 Δ):

          Και αυτός, δέον και αιτούμαι να απορριφθεί ως απαράδεκτος και σε κάθε περίπτωση αβάσιμος. Πρόκειται ξεκάθαρα για παράπονο που στρέφεται κατά της εσφαλμένης αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων, υπο την επίφαση του λόγου αναίρεσης περί έλλειψης δήθεν αιτιολογίας. Αφορά δηλαδή την κρίση περί τα πράγματα. Συγκεκριμένα:

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σας, η δικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν περιέχονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδους τους και δεν είναι αναγκαίο να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ` αυτά. Δεν ιδρύουν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.( ΑΠ 761/2020, 2342/2003 ό.α ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1184/2002, ό.α ΝΟΜΟΣ κλπ). Η επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ` εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. (ΑΠ 148/2010 ΝΟΜΟΣ 2/2008,Τρ.Νομ.Πληρ. ΝΟΜΟΣ, ΠοινΛογ 2008,27), ΑΠ452/2006 ΠοινΛογ 2006,384). Συνεπώς αν το διατακτικό είναι αναλυτικό και πλήρες, καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση του αιτιολογικού και συνεπώς και η απλή επανάληψή του δεν βλάπτει. (ΑΠ 1128/2005, ΠΧρ ΝΣΤ`, 148, 1467/2004 ΠΧρ ΝΕ, 616, 1149/2003 Πχρ ΝΔ 251, 170)

Ειδικότερα και αναφορικά και με την αιτιολογία ως προς τα αποδεικτικά μέσα, γίνεται δεκτό πάγια (ενδ. ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 2/2023, ΝΟΜΟΣ, ίδετε παρακαλώ διαχρονικά την σχετική πάγια νομολογία σε Λ. Μαργαρίτη, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ερμηνεία κατ` άρθρο του ν.4620/2019, έκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2020, τ.ΙΙ, πλαγιαρ. 194 επ)  ότι, « Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπ` όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά κατ` επιλογή, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ, αφού η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα δεδομένα της αποδεικτικής διαδικασίας χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν κατ` αυτήν, γιατί δημιουργούνται λογικά κενά και μια τέτοια αιτιολογία δεν θεωρείται εμπεριστατωμένη (ΑΠ 900/2022, ΑΠ 63/2021, ΑΠ 326/2021, ΑΠ 504/2020). Εξάλλου πρέπει να σημειωθεί ότι όταν εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού τα τελευταία δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά (ΑΠ 950/2019, ΑΠ 1207/2017).» . Βλ επίσης ΑΠ 185/2022, ΝΟΜΟΣ «Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει, από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. (ΑΠ 82/2016). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 25/2020, ΑΠ 93/2020, ΑΠ 132/2020)

Αναφορικά δε με το ορισμένο του λόγου αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, γίνεται παγίως δεκτό ότι πρέπει α) εάν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία να προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης η εν λόγω ανυπαρξία, σε σχέση με συγκεκριμένο/α κεφάλαιο/α της απόφασης, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση και β) εάν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, σε σχέση με τα πληττόμενα κεφάλαια (ίδετε παρακαλώ Λ. Μαργαρίτης , ό.α πλαγιαρ. 141,  ΟλΑΠ 19/2001, ΟλΑΠ 2/2002, ΑΠ 761/2020, σύμφωνα με την οποία «Για το ορισμένο του προβλεπόμενου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ`ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως  για έλλειψη της, επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται σ`αυτόν, σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή και, εάν μεν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, πρέπει να προτείνεται η ανυπαρξία αυτής ως προς όλα ή ως προς συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, εάν δε υπάρχει αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη πρέπει να διευκρινίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψή της και να προσδιορίζονται οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 2/2002, 19/2001). Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.»

 Αναφορικά δε με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντος (άρθρο 28, παρ. 1 εδ. α` Ν, 3996/2011), γίνεται παγίως δεκτό ότι (ίδετε ενδ. ΑΠ 413/2023, ΑΠ 498/2023 ΝΟΜΟΣ) : «Σύμφωνα με το άρθρο 28 Ν. 3996/2011 κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές µε τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 3 του Ν. 3004/2010, την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης τιμωρείται µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή µε χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και µε τις δύο αυτές ποινές. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου, παράγραφος 1 του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται µε τις αναφερόμενες σ` αυτό ποινές κάθε εργοδότης η διευθυντής ή επιτετραμμένος ή µε οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή το έθιμο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτήν ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ` αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από τις διοικητικές πράξεις (ΑΠ 626/2022, AΠ6/2022, ΑΠ1157/2020, AΠ 135/2019, ΑΠ 727/2019). Περαιτέρω έλλειψη της επιβαλλόμενης, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα, συντρέχει, όταν δεν εκτίθενται σ` αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ειδικότερα, η καταδικαστική, για παράβαση της ως άνω διάταξης του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945, απόφαση στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας, όταν δεν εκτίθενται σ` αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τα κρίσιμα για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών και ο χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο αποδοχές στον εργαζόμενο και αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο

Εν προκειμένω, ο 2ος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος διότι:

Καταρχάς, δεν υπάρχει αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι η προσβαλλόμενη πάσχει από έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή διότι τάχα δεν έλαβε υπόψη της και δεν εξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν ενώπιον της, αλλά δήθεν μόνο κάποια απ` αυτά. Δεν υπάρχει δηλαδή καμία αιτίαση ότι δεν ελήφθη υπόψη και δεν εκτιμήθηκε το τάδε ή δείνα αποδεικτικό μέσο και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη τάχα πάσχει ειδικά ως προς συγκεκριμένη παραδοχής της. Το μόνο που αναφέρουν είναι ότι η προσβαλλόμενη πάσχει από έλλειψη ειδικής αιτιολογίας επειδή δεν «αναφέρεται…κατά ποιο ειδικότερο τρόπο προκύπτουν όλα τα αναφερόμενα ως μη καταβληθέντα ποσά …και πώς ειδικότερα προκύπτει η αναφερόμενη αναλογία Δώρου Χριστουγέννων…» (βλ. σελ. 19, υπο ε` για την ... και σελ. 20 υπο δ` για τον ...), κάτι που φυσικά δεν αποτελεί σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης αναφορικά με την έλλειψη τάχα ειδικής αιτιολογίας των αποδεικτικών μέσων, γιατί δεν εξομοιούται με το ότι δεν έλαβε υπόψη της όλα τα αποδεικτικά μέσα. Ουσιαστικά πρόκειται για αιτίαση περί εσφαλμένης αποδεικτικής κρίσης περί των πραγμάτων, της προσβαλλόμενης, που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Άλλωστε από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης (βλ. σελ. 110, στην αρχή του σκεπτικού), προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έλαβε υπόψη και εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά, αφού ρητά μνημονεύονται όλα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα που εξέτασε (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων υπεράσπισης και κατηγορίας, πρακτικά, έγγραφα, απολογία και επιπλέον παραδέχεται ότι προέβη και σε αξιολογικό συσχετισμό τους κατά την ΚΠΔ 177, αφού ενδιαφέρει πράγματι τούτο και όχι το αποτέλεσμα του αξιολογικού συσχετισμού, το οποίο δεν ελέγχεται αναιρετικά).

Αλλά και ως προς τις λοιπές επιμέρους αιτιάσεις του ιδίου λόγου, o κρινόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί η προσβαλλόμενη, διαλαμβάνει πλήρεις, ειδικές και εμπεριστατωμένες παραδοχές στις αιτιολογίες για όλα τα ανωτέρω στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν, όπως προβλέπονται από τον ερμηνευθέντα κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε.

Συγκεκριμένα, για τον χρόνο κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, παραδέχεται για την κατηγορουμένη ... (σελ. 110), ότι  «… ούσα ιδιοκτήτρια επιχείρησης με αντικείμενο το λιανικό ...με την επωνυμία ..., ενώ προσέλαβε και απασχόλησε σ` αυτή κατά το χρονικό διάστημα από 1/12/2019 έως 30/11/2020 την εγκαλούσα ως υπάλληλο φαρμακείου-πωλήτρια…» και για τον έτερο κατηγορούμενο ... (σελ. 111), ότι «…κατά το χρονικό διάστημα από 1/4/2015 έως 28/11/2019, όντας ιδιοκτήτης επιχείρησης με αντικείμενο το λιανικό ... με την επωνυμία …ενώ…προσέλαβε και απασχόλησε σ` αυτή κατά το ως άνω χρονικό διάστημα την ως άνω εγκαλούσα ως πωλήτρια-υπάλληλο γενικών καθηκόντων…». Σύστοιχα και αυτόθροα και η ειδικότερη αιτίαση της ανωτέρω 1ης κατηγορούμενης (βλ. υπο γ`), ότι τάχα η προσβαλλόμενη δεν αναφέρει «εάν η σύμβαση εργασίας της ήταν συνεχόμενη κατά το χρονικό διάστημα από την 1-5-2020 έως την 30-11-2020 (προκειμένου να δικαιούται αναλογία δώρου Χριστουγέννων», είναι απορριπτέα, γιατί το αμέσως ανωτέρω χρονικό διάστημα, περιλαμβάνεται στο διάστημα από 1/12/2019 έως 30/11/2020 για το οποίο, κατά τα ανωτέρω, η προσβαλλόμενη παραδέχθηκε ήδη την παροχή εργασίας μου.

Εν ταυτώ, και η αιτίαση των αναιρεσειόντων (βλ. παρακαλώ υπο α` για τον καθένα τους), ότι τάχα η αναιρεσιβαλλόμενη δεν διαλαμβάνει για το είδος της σύμβασης, εάν δηλαδή ήταν «εξαρτημένη ή σύμβαση έργου», είναι καταφανώς αβάσιμη. Διότι οι ανωτέρω παραδεχόμενες ιδιότητες της υπαλλήλου-πωλήτριας αρμόζουν αποκλειστικά και μόνο στην σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και όχι έργου (στην τελευταία θα μιλούσαμε για εργολάβο και εργολαβική αμοιβή και φυσικά όχι για δώρα, άδεια, αποζημίωση απόλυσης κλπ), κάτι που προκύπτει εναργώς από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Άλλωστε οι κατηγορούμενοι δεν ισχυρίστηκαν ποτέ -και δεν προκύπτει ούτε και από τον λόγο αναίρεσης, ούτε και από την επισκόπηση των ανωτέρω διαδικαστικών εγγράφων- ότι προέβαλαν οποτεδήποτε συγκεκριμένο και σαφή ισχυρισμό-άρνηση, ότι μεταξύ μας συνήφθη σύμβαση έργου τάχα και όχι  εξαρτημένης εργασίας, έτσι ώστε να γεννάται και αξίωση για την ειδική αιτιολογία απόρριψης ενός τέτοιου ισχυρισμού, ακόμα και εάν δεχθούμε ότι για τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό απαιτείται ειδική αιτιολογία απόρριψης. (που φυσικά κατά πάγια νομολογία δεν γίνεται δεκτό. Ενδ. ΟλΑΠ 2/2005)

Αλλά και αναφορικά με την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη δεν αναφέρει «ποιες ήταν οι μηνιαίες νόμιμες αποδοχές της, εάν λ.χ πληρώνονταν με ημερομίσθιο ή μισθό ή με άλλο τρόπο π.χ με ποσοστά επι των πωλήσεων…» (βλ. υπο αρ. β` και για τους δύο κατηγορούμενους), ο λόγος είναι πρωτίστως αλυσιτελής και οπωσδήποτε αβάσιμος. Διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση όλων των ανωτέρω εγγράφων της δικογραφίας (κλητήριο θέσπισμα, προσβαλλόμενη κλπ), δεν υπήρξε ποτέ κατηγορία, και πολύ περισσότερο καταδίκη τους με βάση το ανωτέρω άρθρο 28 ν. 3996/11, για μη καταβολή δεδουλευμένων ή διαφορών δεδουλευμένων μισθών οποιασδήποτε περιόδου. Γι` αυτό και δεν προβάλλουν καμία αιτίαση-λόγο αναίρεσης αναφορικά με το ότι η προσβαλλόμενη δεν αναφέρει-προσδιορίζει τις καταβληθείσες αποδοχές  κάθε επιμέρους διαστήματος, ώστε έπειτα από υπολογισμό να προκύπτει το οφειλόμενο τάχα υπόλοιπο αυτών, αφού δεν απηγγέλθη κατηγορία για κάτι τέτοιο και δεν κατέστη ποτέ αντικείμενο δίκης.  

Περαιτέρω, αναφέρεται για τον καθένα από τους κατηγορούμενους, το ύψος των οφειλομένων ποσών ξεχωριστά κατά το είδος τους (πρόσθετη απασχόληση, δώρα, αδείας, αποζημίωσης κ.λπ.) και για κάθε επιμέρους χρονικό διάστημα που αυτά αφορούν. Δεν απαιτούνταν επιπλέον στοιχεία, όπως, κατά την αιτίασή τους, «κατά ποιο ειδικότερο τρόπο προκύπτουν όλα τα αναφερόμενα ως μη καταβληθέντα ποσά», γιατί αυτό αφορά τον έλεγχο της κρίσης περί τα πράγματα όπως προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και όχι την έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης. Και ακριβώς για το λόγο αυτό, η ΑΠ 1103/2017, ΝΟΜΟΣ, αξιώνει για την νόμιμη αιτιολογία αναφορικά με τα ανωτέρω κονδύλια, μόνο την αναγραφή του ύψους των οφειλομένων ποσών ξεχωριστά κατά το είδος τους. Αναίρεσε δε η απόφαση αυτήν, ακριβώς επειδή προσδιορίζονταν το ύψος των οφειλομένων αποδοχών συλλήβδην και συνολικά και όχι ξεχωριστά κατά το είδος τους (π.χ. πρόσθετη απασχόληση, δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα, επίδομα αδείας κ.λπ.) και για κάθε επιμέρους διάστημα, πλημμέλεια που καταφανώς δεν υφίσταται εν προκειμένω. Άλλωστε, όπως προκύπτει εμφανώς από την αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα ανωτέρω ειδικότερα κονδύλια για τα οποία καταδικάστηκαν, δεν αποτελούν «υπόλοιπα» ποσών για τις ανωτέρω αιτίες, έτσι ώστε να απαιτείται τάχα να προσδιορίζονται οι καταβληθείσες επιμέρους αποδοχές για κάθε επιμέρους διάστημα, ώστε να απαιτείται οποιοσδήποτε μαθηματικός υπολογισμός για την εξεύρεση του οφειλόμενου τάχα υπόλοιπου. Αυτό είναι φανερό, γιατί ούτε στο αιτιολογικό, ούτε στο διατακτικό, αναφέρονται περιστατικά μερικής καταβολής, ή έναντι ή υπολοίπου για οποιαδήποτε αιτία κλπ. και επιπλέον, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ουδέποτε υπήρξε ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί μερικής καταβολής για οποιαδήποτε αιτία και διάστημα.

Επειδή εν τέλει η προσβαλλόμενη προσδιορίζει σαφώς και την ιδιότητα των κατηγορουμένων (ιδιοκτήτες επιχείρησης) και το υποκειμενικό στοιχείο («με πρόθεση») τέλεσης του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν. (αν και για τα ανωτέρω στοιχεία του εγκλήματος, δεν υπάρχει καμία αιτίαση των κατηγορουμένων).

Για το ότι εν τέλει, για να επιληφθεί το Δικαστήριό σας αυτεπάγγελτα για την παραγραφή, απαιτείται πλέον κατά τα άρθρα ΚΠΔ 511 και 514, να κριθεί και ένας τουλάχιστον βάσιμος λόγος αναίρεσης και δεν αρκεί μόνο το παραδεκτό του λόγου (όπως ίσχυε από 1.7.2019 μέχρι 18-11-2019. Ν. 4620/1-7-2019), ίδετε παρακαλώ ενδ. ΑΠ 945/2020 ΝΟΜΟΣ σύμφωνα με την οποία η ΚΠΔ 511 είναι δικονομική διάταξη και δεν ισχύει η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού νόμου κατά την ΠΚ 2.1

 Συνεπώς η υπό κρίση αναίρεση πρέπει και αιτούμαι να απορριφθεί και αιτούμαι να καταδικασθούν οι κατηγορούμενοι στην δικαστική μου δαπάνη, αφού παρέστην δια πληρεξουσίου δικηγόρου στην δίκη. 

                   Ο πληρεξούσιος δικηγόρος

     ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Ο 1ος λόγος αναίρεσης (510.1.Β ΚΠΔ) δέον και αιτούμαι να απορριφθεί πρωτίστως ως απαράδεκτος, διότι η ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος (σχετική ακυρότητα), η οποία απορρίφθηκε πρωτόδικα ως αβάσιμη, δεν επαναφέρθηκε με ειδικό λόγο έφεσης στο Εφετείο. Συνεπώς καλύφθηκε και άρα δεν μπορεί να προταθεί ούτε ως λόγος αναίρεσης της απόφασης.

          Ειδικότερα, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, η ακυρότητα μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο αν αυτή προβληθεί με ειδικό λόγο έφεσης, ανεξάρτητα από το αν ο κατηγορούμενος ήταν παρών ή απών στον πρώτο βαθμό (βλ. έτσι και ΑΠ 779/2019, ΠοινΔικ (2020), 240, ΠραξΛογΠΔ (2019), 280, ΑΠ 697/2019, ΠοινΔικ (2020), 363, ΑΠ 528/2019, ΠοινΧρ (ΞΘ/2019), 685, ΑΠ 385/2019, ΠραξΛογΠΔ (2019), 23, ΑΠ 1802/2018 (: απαράδεκτη η προβολή του ισχυρισμού με ένσταση στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αν δεν προτάθηκε με ειδικό λόγο έφεσης), ΠοινΔικ (2020), 784 (περίλ.), ΑΠ 1561/2018, ΠοινΔικ (2020), 520 (περίλ.), ΑΠ 1406/2018, ΠραξΛογΠΔ (2019), 528, ΑΠ 1302/2018, ΠοινΔικ (2020), 263 (περίλ.), ΑΠ 1134/2018, ΠοινΔικ (2019), 1399 (περίλ.), ΑΠ 1127/2018, Αρμ (2018), 1541, ΑΠ 638/2018 (: απαράδεκτη η προβολή του ισχυρισμού αν δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης, ακόμα και αν προτείνεται στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου πριν την έναρξη της συζήτησης), ΠοινΔικ (2019), 881 (περίλ.), ΑΠ 136/2018 (: απαράδεκτη η προβολή του ισχυρισμού αν δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης, ακόμα και αν προτείνεται στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου πριν την έναρξη της συζήτησης), ΠοινΔικ (2019), 400 (περίλ.), NOMOS, ΑΠ 1272/2017, Αρμ (2017), 1967, ΑΠ 1227/2017, ΠοινΔικ (2019), 220, ΠραξΛογΠΔ (2018), 48, Αρμ (2017), 1568, ΑΠ 1165/2017, ΠοινΔικ (2018), 951 (περίλ.), ΑΠ 435/2017, ΠοινΧρ (ΞΗ/2018), 613, Αρμ (2017), 817, ΑΠ 97/2017, ΠοινΔικ (2018), 113 (περίλ.), Ισοκράτης, ΑΠ 1465/2016, ΠοινΧρ (ΞΖ/2017), 356, ΠοινΔικ (2017), 1002 (περίλ.), ΑΠ 1336/2016, ΠοινΧρ (ΞΗ/2018), 294, ΑΠ 711/2016, ΠοινΔικ (2017), 363 (περίλ.), ΑΠ 607/2016 (: απαράδεκτη η προβολή του ισχυρισμού αν δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης, ακόμα και αν προτείνεται στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου πριν την έναρξη της συζήτησης), ΠοινΔικ (2017), 224 (περίλ.), ΑΠ 66/2016, ΠοινΔικ (2016), 1100 (περίλ.), ΑΠ 1261/2015, ΠοινΔικ (2016), 978 (περίλ.), NOMOS, ΑΠ 137/2015, ΠοινΧρ (ΞΣΤ/2016), 276, ΑΠ 820/2014, ΠοινΔικ (2015), 652 (περίλ.), ΑΠ 245/2014, ΕλλΔνη (55/2014), 1575, ΑΠ 109/2014, ΠοινΔικ (2014), 1016 (περίλ.), NOMOS, ΑΠ 750/2013, ΠοινΧρ (ΞΔ/2014), 47, ΑΠ 670/2013, ό.π., ΑΠ 300/2013, ΠοινΔικ (2014), 85 (περίλ.), ΑΠ 261/2013, ΠοινΧρ ΞΓ/2013), 674, Αρμ (2013), 1515, ΑΠ 975/2012, ΠοινΔικ (2013), 659 (περίλ.), ΑΠ 537/2012, ΠοινΧρ (ΞΓ/2013), 118, ΠοινΔικ (2013), 88 (περίλ.), ΑΠ 279/2012, ΠοινΧρ ΞΒ/2012), 670, ΠοινΔικ (2013), 141, ΑΠ 23/2012, ΠοινΔικ (2012), 938 (περίλ.).

          Γίνεται περαιτέρω δεκτό ότι η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται και όταν προταθεί με αόριστο λόγο έφεσης, ακόμα και αν προβληθεί στη συνέχεια στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 1165/2017, ΠοινΔικ (2018), 951 (περίλ.), ΑΠ 1132/2016, ΠοινΔικ (2017), 693 (περίλ.), NOMOS.

          Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι οι πιο πάνω θέσεις ισχύουν και υπό τον νέο ΚΠΔ χωρίς να επηρεάζονται από την πρόβλεψη στο άρθρο 502 παρ. 2 ΚΠΔ του καθολικού μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης για τους εξής λόγους: πρώτον, το καθολικό αποτέλεσμα της έφεσης γινόταν νομολογιακά δεκτό και υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 και συνεπώς δεν επήλθε νομοθετική αλλαγή, αλλά επιβεβαίωση της κρατούσας νομολογίας και δεύτερον, η κάλυψη της σχετικής ακυρότητας από τη μη ρητή προβολή σχετικού παραπόνου στην έκθεση ή στο δικόγραφο της έφεσης δεν σχετίζεται με το αντικείμενο της δίκης σε δεύτερο βαθμό, αλλά με τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος μη προβάλλοντας ρητά το σχετικό παράπονό του οδηγεί σε κάλυψη της ακυρότητας, αφού από το άρθρο 175 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι για να ληφθεί υπόψη και να κηρυχθεί η σχετική ακυρότητα πρέπει να έχει προηγηθεί συγκεκριμένη ρητή εναντίωση του κατηγορουμένου και συνεπώς η διάταξη αυτή ως ειδικότερη υπερισχύει εκείνης του άρθρου 502 παρ. 2 ΚΠΔ.

            Σε περίπτωση λοιπόν που ο κατηγορούμενος εμφανιστεί και δεν προτείνει έγκαιρα την ακυρότητα, δεν μπορεί πλέον να την επικαλεστεί σε κανένα στάδιο της διαδικασίας. Μετά την κατά τα προαναφερόμενα κάλυψη της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αυτή (ακυρότητα) δεν μπορεί πλέον να προταθεί ούτε ως λόγος έφεσης, αλλά ούτε και ως λόγος αναίρεσης της απόφασης. Αν δε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάσει στην ουσία και κάνει δεκτή την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, παρά το ότι η ακυρότητα είχε καλυφθεί κατά τα προαναφερόμενα, υπερβαίνει την εξουσία του και η απόφασή του καθίσταται αναιρετέα (βλ. και ΑΠ 691/2007 (: το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, που απορρίφθηκε πρωτόδικα και δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης), ΠοινΧρ (ΝΗ/2008), 221 (περίλ.), NOMOS, ΑΠ453/2006 (: το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, που απορρίφθηκε πρωτόδικα και δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης), ΠοινΛογ (2006), 387).

          Περαιτέρω, ναι μεν γίνεται δεκτό κατά τα ανωτέρω ότι, εφόσον η σχετική ένστασή του απορρίφθηκε, απαιτείται ειδικός λόγος έφεσης για να επαναφέρει την ακυρότητα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προαπαιτείται όμως στην περίπτωση αυτή, οι λόγοι ακυρότητας να είναι οι ίδιοι. Δηλαδή να επαναφερθούν οι αντιρρήσεις μόνο εφόσον βασίζονται στους ίδιους λόγους που προτάθηκαν και απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, αφού κατά τα λοιπά η ακυρότητα καλύφθηκε (βλ. έτσι και ΑΠ 1315/2018, ΠοινΔικ (2020), 265 (περίλ.), Ισοκράτης, ΑΠ 1070/2013, NOMOS).   

          Επιπλέον, δεν αρκεί το γενικό παράπονο της έφεσης περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων και κήρυξης της ενοχής ή το αορίστως αναφερόμενο ότι ο κατηγορούμενος «δεν κλητεύθηκε καθόλου με την επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος», αφού δεν περιέχεται στις δηλώσεις αυτές αντίρρηση στην πρόοδο της διαδικασίας, όπως απαιτεί το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠΔ [ΑΠ 702/1997 ΠοινΧρ ΜΗ',221]·

           Εν τέλει, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος δεν μπορεί να προταθεί το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου [ΑΠ 1055/1976 ΠοινΧρ ΚΖ',358], μπορεί, όμως, να προταθεί για πρώτη φορά στη νέα μετ' αναίρεση δίκη ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής [ΑΠ 1887/1989 ΠοινΧρ Μ',888].

          Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την (παραδεκτή για τον έλεγχο της νομιμότητας του λόγου) επισκόπηση της ανωτέρω αίτησης-δήλωσης ασκήσεως αναίρεσης, της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης και των με αρ. ... και με αρ. ... εκθέσεων έφεσης της ... και ... αντίστοιχα, ναι μεν προτάθηκε πρωτόδικα η σχετική ένσταση-ισχυρισμός περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία εν συνεχεία απορρίφθηκε ως αβάσιμη, πλην όμως δεν επαναφέρθηκε αυτή με εδικό λόγο έφεσης στο Εφετείο (Τριμελές Πλημ/κείο Καρδίτσας). Συνεπώς το τελευταίο δεν μπορούσε να επιληφθεί της όποιας τυχόν ακυρότητας, αφού θα υπέπιπτε στην πλημμέλεια της θετικής υπέρβασης εξουσίας.

          Συγκεκριμένα από την επισκόπηση των ανωτέρω εκθέσεων εφέσεων των κατηγορουμένων, προκύπτει ότι η ... στην με αρ. κατ. .... έκθεση ισχυρίστηκε ότι «επίσης το δικαστήριο εκτίμησε πλημμελώς τα πραγματικά περιστατικά και τους νομικούς κανόνες και απέρριψε την υποβλειθήσα ένσταση κατά του κλητηρίου θεσπίσματος και τηης εγκυρότητας της ασκηθείσας ποινικής δίωξης, όπως αυτή αναπτύχθηκε προφορικά και υπογράφηκε εγγράφως στα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, ενώ κατ` ορθή εκτίμηση αυτών και των προσκομισθέντων – αναγνωσθέντων εγγράφων θα έπρεπε να γίνει δεκτή η εν λόγω ένσταση, να ακυρωθεί το κλητήριο θέσπιμα για τους αναφερόμενους στην ένστασή μας λόγους και να κριθεί άκυρη και απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη…», ο δε .... στην με .... αντίστοιχη, ισχυρίστηκε ότι «εσφαλμένως και κατά πλημμελή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, των νομικών κανόνων και των πρασαχθέντων – αναγνωσθέντων εγγράφων απέρριψε την ένστασή του περί ακυρώσεως του κλητηρίου θεσπίσματος της Εισαγγελίας ... και περί ακύρωσης της εις βάρος του ασκηθείσης ποινικής διώξεως, ενώ κατ` ορθή εκτίμηση αυτών θα έπρεπε να αποδεχθεί την ως άνω ένσταση και να ακυρώσει το κλητήριο θέσπισμα και κρίνει άκυρη – απαράδεκτη την ασκηθείσα – δυνάμει του ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος – εις βάρος του ποινική δίωξη…».

          Τα ανωτέρω όμως σαφώς δεν αποτελούν ειδικό λόγο έφεσης,   διότι δεν προκύπτει με κανέναν τρόπο ποιο ήταν το ακριβές περιερχόμενο του σχετικού ισχυρισμού περί ακυρότητας που προβλήθηκε πρωτόδικα, αλλ` ούτε και το περιεχόμενο του ισχυρισμού ακυρότητας που επαναφέρεται με την έφεση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Δεν προκύπτει δηλαδή ποιες ακριβώς και ειδικά είναι οι αντιρρήσεις που επαναφέρονται, αλλ` ούτε και ότι αυτές βασίζονται στους ίδιους λόγους που προτάθηκαν και  απορρίφθηκαν πρωτόδικα, που φυσικά είναι κρίσιμο κατά τα ανωτέρω, γιατί εάν στο Εφετείο ο κατηγορούμενος προβάλλει λόγους ακυρότητας διαφορετικούς από αυτούς που είχε προβάλει πρωτόδικα,ο λόγος αυτός έχει καλυφθεί και πρέπει το Εφετείο να τον απορρίψει ως απαράδεκτο. Επιπλέον δεν προκύπτει από τις εκθέσεις τους, ποια συγκεκριμένα είναι τα πραγματικά περιστατικά και οι νομικοί κανόνες που το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εκτίμησε, ή εκτίμησε πλημμελώς, ή δεν έλαβε υπόψη, ή ερμήνευσε και εφάρμοσε λάθος κλπ και για ποια αντικειμενικά ή υποκειμενικά στοιχεία ή άλλα, του εγκλήματος που έπρεπε κατά την ΚΠΔ 321 να αναγράφονται στο κλητήριο σαφώς και ορισμένα και πώς μετά ταύτα όφειλε το πρωτόδικο να κάνει δεκτή την ένσταση και να ακυρώσει το κλητήριο θέσπισμα και με ποια ειδικότερη αιτίαση εν` όψει και των περισσοτέρων του ενός λόγων ακυρότητας που προέβαλαν. Πράγματι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της πρωτόδικης και προσβαλλόμενης, αλλά και της ίδιας της ένστασης ακυρότητας, η τελευταία, διαλαμβάνει για τον καθένα κατηγορούμενο, πλείονες και διακριτούς λόγους ακυρότητας (μη αναφορά των μηνιαίων νόμιμων αποδοχών, του χρόνου καταβολής αυτών, την πρόβλεψή τους σε ατομική σύμβαση ή αλλαχού, των επακριβών ωρών απασχόλησης την 6η ημέρα, του τρόπου που προκύπτουν όλα τα αναφερόμενα κλπ). Ωστόσο το τι ακριβώς από τις ανωτέρω αιτιάσεις και λόγους επαναφέρθηκε προς επανάκριση στο Εφετείο με τις ανωτέρω εκθέσεις τους, είναι παντελώς άδηλο, γιατί οι εκθέσεις τους δεν αναφέρουν και δεν διαλαμβάνουν τίποτα από τα ανωτέρω και συνεπώς και για το λόγο αυτό δεν πρόκειται για ειδικό λόγο έφεσης. Άλλωστε ούτε και οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται στην κρινομένη αίτηση-δήλωσης άσκησης αναίρεσής τους ότι τωόντι, επανέφεραν στο Εφετείο με ειδικό λόγο έφεσης την απορριφθείσα πρωτόδικα σχετική ένσταση και τους λόγους της. Στην σελίδα 15 αυτής (μέσον), αναφέρουν μόνο ότι «προβάλλαμε νόμιμα και εμπρόθεσμα την προπαρατεθείσα προσφυγή κατά του από ... κλητηρίου θεσπίσματος Τριμελές Πλημμελειοδικείο…την απέρριψε αφενός όλως παρανόμως και αφετέρου άνευ της απαιτούμενης…αιτιολογίας». Δηλαδή ούτε και οι ίδιοι ισχυρίζονται στην αναίρεσή τους ότι προέβαλαν ειδικό λόγο έφεσης με τις ανωτέρω εκθέσεις τους και φυσικά δεν ισχυρίζονται ούτε παραθέτουν το περιεχόμενο αυτού του ειδικού λόγου, αφού καταφανώς και ομολογημένα, κανείς τέτοιος δεν προβλήθηκε με τις ανωτέρω εκθέσεις τους. 

          Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναίρεσης είμαι μη νόμιμος και απαράδεκτος, άλλως αβάσιμος. Κατά το σκέλος δε αυτού που αιτιώνται (σελ. 16), ότι «πέραν δε αυτής της έλλειψης όμως, στο εν λόγω κατηγορητήριο καταγράφονται όλως αντιφατικώς ο χρόνος της φερόμενης τέλεσης της αξιόποινης πράξης από έκαστο εξ ημών», δηλαδή ότι το κατηγορητήριο είναι άκυρο, όχι μόνο για τους λόγους που είχαν προβάλει με την σχετική ένστασή τους (που απορρίφθηκε και δεν επαναφέρθηκε ποτέ με ειδικό λόγο έφεσης), αλλά και για τον αμέσως ανωτέρω, η αναίρεση είναι καταφανώς απαράδεκτη, καθόσον ο ανωτέρω λόγος ακυρότητας προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιόν Σας. Και πράγματι από την παραδεκτή επισκόπηση όλων των ανωτέρω διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι η ανωτέρω συγκεκριμένη αιτίαση δεν είχε προβληθεί ούτε και πρωτόδικα με την σχετική ένσταση ακυρότητας και φυσικά, δια τούτο, δεν επαναφέρθηκε ποτέ στο Εφετείο. Συνεπώς δεν μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά ενώπιόν σας και δέον και αιτούμαι να απορριφθεί.

          Σε κάθε περίπτωση όμως ο σχετικός λόγος είναι μη νόμιμος, άλλως αβάσιμος, διότι, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου μόνο του ν. 690/1945, το κλητήριο θέσπισμα αρκεί να αναγράφει το οφειλόμενο στον εργαζόμενο ποσό και δεν απαιτείται η αναφορά και των λοιπών στοιχείων που απαιτούνται για την αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, αφού τα στοιχεία αυτά ανάγονται στην αποδεικτική διαδικασία [βλ. έτσι ΑΠ 44/2012, NOMOS, ΑΠ 1202/2010, NOMOS,  ΑΠ 1187/2010, ΠοινΧρ (ΞΑ/2011), 354, ΑΠ 1200/1994 (: δεν χρειάζεται να αναφέρεται ο ελάχιστος νόμιμος μισθός και ποιο ποσό καταβλήθηκε σε καθένα από τους μισθωτούς - κρίσιμο μόνο το οφειλόμενο σε καθένα μισθωτό ποσό), ΠοινΧρ (ΜΔ/1994), 993, Υπέρ (1995), 55, Σεβαστίδης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ν. 4620/2019, έκδ. Σάκκουλα 2021, τόμος  IV, πλαγιαρ. 95 ].Το κλητήριο θέσπισμα για μη καταβολή επιδομάτων αδείας και δώρων δεν απαιτείται να αναγράφει το ημερομίσθιο ή τον μηνιαίο μισθό, βάσει των οποίων υπολογίζονται ούτε η ημέρα καταβολής τους, αφού όλα αυτά τα στοιχεία προβλέπονται στο νόμο και στις συλλογικές συμβάσεις [ΑΠ 1151/2002, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 408 (περίλ.), ΠοινΛογ (2002), 1680].

          Συνεπώς ο 1ος λόγος αναίρεσης είναι καθ` ολοκληρίαν απορριπτέος και δέον και αιτούμαι την απόρριψή του.

 

ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Α.Π.1575/2022. Σωματική βλάβη από αμέλεια με παράλειψη . Εγκυρότητα κλητηρίου θέσπισματος .

Για την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο το έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη, σύμφωνα με τα άρθρα 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ., εκτός των προβλεπόμενων στο άρθρο 321 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. άλλων στοιχείων, πρέπει επιπλέον να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, σε περίπτωση δε που αυτή πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου να προσδιορίζεται αυτός (κανόνας δικαίου), ενώ, εάν η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου.

Αριθμός 1575/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές:                   Γεώργιο Χριστοδούλου,

Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Κουβίδου, Βασίλειο Μαχαίρα, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου και Ελευθέριο Σισμανίδη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Ασπρογέρακα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ'αριθμ. 610/2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου .... Με κατηγορούμενο τον …… του …….., κάτοικο ………, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του ………… και με υποστηρίζουσα την κατηγορία την ………… του ………, κάτοικο ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Βρόντο.

Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο ..., με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Λάμπρος Σοφουλάκης ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαρτίου 2022 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη, έλαβε αριθμό 16/2022, και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 316/2022.

Αφού άκουσε

Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Οι διατάξεις του άρθρου 504 παρ. 1, 4 του Κ.Ποιν.Δ. ορίζουν ότι: «1. Όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 368). (...) 4. Αν ζητηθεί η αναίρεση σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, θεωρούνται ότι προσβάλλονται μαζί και οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από αυτήν που προσβάλλεται.». Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. α’ του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ. (Ν. 4620/2019, Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τεύχος πρώτο) ορίζει ότι: «Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507», ενώ η διάταξη του άρθρου 507 του αυτού ως άνω Κ.Ποιν.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 155 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο), ορίζει ότι: «Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και για μεν τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι ενός (1) μηνός, για δε τους λοιπούς εισαγγελείς είκοσι (20) ημερών, από την καταχώριση αυτήν.». Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 137 και 548 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι σε αναίρεση υπόκεινται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, οι ανέκκλητες αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, από δε τις αποφάσεις των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, όσες είναι οριστικές, με την έννοια ότι το δικαστήριο αποφαίνεται τελειωτικά για την αθώωση, την καταδίκη, την οριστική παύση της ποινικής διώξεως και την κήρυξη αυτής ως απαράδεκτης. Άλλες αποφάσεις των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθούν με τις παραπάνω και να επιτρέπεται και η κατ’ αυτών άσκηση αναίρεσης, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 464 του Κ.Ποιν.Δ., σύμφωνα με την οποία «ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα». Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου όμως, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας του ενός (1) μηνός από τότε που αυτή καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο κατ’ άρθρο 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, στην περίπτωση κατά την οποία από παραδρομή ή εσφαλμένη κρίση ακυρωθεί από το δικαστήριο έγκυρο κλητήριο θέσπισμα, ακολούθως δε, λόγω ανατροπής της χωρήσασας με την επίδοσή του (κλητηρίου θεσπίσματος) αναστολής της παραγραφής, παύσει οριστικά την ασκηθείσα εναντίον του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, επειδή είχε συμπληρωθεί ο από τον νόμο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής της αξιόποινης πράξης, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει δικαίωμα άσκησης αναίρεσης κατά της ανωτέρω περί οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής, απόφασης, αλλά και δικαίωμα να συμπροσβάλει και την προπαρασκευαστική περί ακύρωσης του κλητηρίου θεσπίσματος απόφαση, θα κριθεί δε από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση αυτή από πλευράς ορθής ή εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 321 του Κ.Ποιν.Δ. και 113 του Π.Κ. (Α.Π. 261/2013).

II. Στην προκείμενη περίπτωση η υπό κρίση αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αρ. 610/4-3-2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου .., ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο….. του …….. και της …….., κάτοικο ……… (οδός ……. αρ. ..), που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., που τηρείται στη Γραμματεία του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου ..., την 22-3-2022, με αριθμό 127, με την οποία (προσβαλλόμενη απόφαση), μεταξύ άλλων, έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής, η ασκηθείσα και εναντίον του ανωτέρω αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου ποινική δίωξη, για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, που φέρεται ότι τελέστηκε στην ………., το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, σε βάρος της ……… του ………., ύστερα από την ακύρωση του κλητηρίου θεσπίσματος που επιδόθηκε σ’ αυτόν (αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με δήλωση στην αρμόδια γραμματέα του Αρείου Πάγου, την 30-3-2022, για την οποία (δήλωση) συντάχθηκε η υπ’ αρ. 16/30-3-2022 έκθεση αναίρεσης, είναι δε παραδεκτή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη, καθόσον ασκήθηκε από δικαιούμενο προς τούτο πρόσωπο, κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο (άρθρα 505 παρ. 2, 507, 473 παρ. 3, 474 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.), περιλαμβάνει δε παραδεκτούς λόγους αναίρεσης, συνιστάμενους σε υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 περ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ.), έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ αντιστοίχως του Κ.Ποιν.Δ.). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, με την παρουσία τόσο του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου, ……… του …., όσο και της υποστηρίζουσας την κατηγορία, …… του …...

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 172 παρ. 1, 174 παρ. 2, 320 και 321 παρ. 1 και 4 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ’ αυτόν εγγράφου (κλητηρίου θεσπίσματος), το οποίο πρέπει να περιέχει, μεταξύ και άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και το άρθρο του ποινικού νόμου που προβλέπει την αξιόποινη πράξη, τα στοιχεία δε της πράξης, πρέπει να είναι τόσα, ώστε ο κατηγορούμενος να λάβει σαφή και λεπτομερή γνώση της κατηγορίας που του αποδίδεται, για να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Ακριβής καθορισμός της αξιόποινης πράξης νοείται, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 στοιχ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη, κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της, όπως απαιτεί η οικεία και υποχρεωτικά παρατιθέμενη ποινική διάταξη, η οποία τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει τις προϋποθέσεις του αξιόποινου της πράξης και την απειλούμενη ποινή, χωρίς όμως, να απαιτείται η αναφορά περιστατικών και στοιχείων που προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά μιας αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης, με την οποία το κλητήριο θέσπισμα, ως εισαγωγικό έγγραφο της δίκης, σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται (Α.Π. 1023/2019). Ανάλογη πρόβλεψη υπάρχει στο άρθρο 6 παρ. 3 περ. α’ και β’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, το οποίο ορίζει ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί μέσα στη συντομότερη προθεσμία, στη γλώσσα που κατανοεί και με κάθε λεπτομέρεια, τη φύση και τον λόγο της σε βάρος του κατηγορίας, να διαθέτει δε τον χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες, για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, αλλά και στο άρθρο 14 παρ. 3 περ. α’ και β’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997, έχει δε επίσης υπερνομοθετική ισχύ, το οποίο περιέχει παρόμοια ρύθμιση με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 3 περ. α’ και β’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Διαφορετικά το κλητήριο θέσπισμα, αν δεν περιέχει τα ανωτέρω στοιχεία, είναι άκυρο, κατά το άρθρο 321 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ., οι σχετικές δε ελλείψεις αποδεικνύονται από το αντίτυπο που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ή από το αντίτυπο που επισυνάπτεται στη δικογραφία, σε περίπτωση δε έλλειψής τους, από το αποδεικτικό επίδοσης (άρθρο 321 παρ. 5 του Κ.Ποιν.Δ.). Περαιτέρω, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία αφορά πράξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας στο ακροατήριο και είναι σχετική, πρέπει, κατά το άρθρο 174 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., να προταθεί μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την κατηγορία σε τελευταίο βαθμό, πριν αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή από την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, άλλως καλύπτεται, κατά το άρθρο 175 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., ενώ, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται, αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στη δίκη και δεν προβάλλει εναντίωση στην πρόοδό της, προτείνοντας την ακυρότητα (Α.Π. 515/2020). Εξάλλου, στην περίπτωση κατά την οποία στον κατηγορούμενο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, που τελέστηκε με πράξη ή παράλειψη, το κλητήριο πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της πράξης, κατά τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά της στοιχεία, καθώς και τη διάταξη του ποινικού νόμου που την προβλέπει και την τιμωρεί (άρθρα 28, 314 παρ. 1 του Π.Κ.). Όμως, όταν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αμέλεια δεν συνίσταται απλώς σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, οπότε, για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ., συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της διάταξης αυτής είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής (και όχι ηθικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή, η οποία δημιουργείται μόνο για τον εμφανιζόμενο ενώπιον της έννομης τάξης ως έχοντα θέση εγγυητή της ασφάλειας του έννομου αγαθού, που προσβάλλεται με την επέλευση του αποτελέσματος που πρέπει να αποτραπεί και συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή, για την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο το έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη, σύμφωνα με τα άρθρα 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ., εκτός των προβλεπόμενων στο άρθρο 321 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. άλλων στοιχείων, πρέπει επιπλέον να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, σε περίπτωση δε που αυτή πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου να προσδιορίζεται αυτός (κανόνας δικαίου), ενώ, εάν η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου. Περαιτέρω, η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Αρκεί δηλαδή, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν για την πρόκληση του συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως (λ.χ. αμέλεια του παθόντος ή τρίτου). Τούτο δε, διότι η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, υπό την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, εν αντιθέσει προς τη θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία επικρατεί για τον καταλογισμό της αστικής ευθύνης. Εξάλλου, στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα, θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση κατά την οποία, αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, τότε με μεγάλη πιθανότητα (η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας) θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (Α.Π. 107/2019). Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια ασθενούς στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες το αποτέλεσμα αυτό, ως συνέπεια ιατρικής πράξης ή παράλειψης, οφείλεται σε παράβαση από αυτόν (ιατρό) των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση, η ενέργεια ή παράλειψή του δε αυτή δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμελείας. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης του ασθενούς απορρέει από τον νόμο. Ειδικότερα, μετά την κατάργηση, με το άρθρο 341 του Ν. 4512/2018 (Φ.Ε.Κ. 5/17-1-2018, τεύχος πρώτο), του άρθρου 24 του διατηρηθέντος σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ., κατά το άρθρο 47 του Εισ.Ν.Α.Κ., Α.Ν. 1565/1939 «Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», το οποίο όριζε ότι ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική συνδρομή του, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της πείρας που έχει αποκτήσει, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης του ασθενούς θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 3, 3 παρ. 2 και 3, 9 παρ. 3 του Ν. 3418/2005 «Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας» (Φ.Ε.Κ. 287/28-11- 2005, τεύχος πρώτο), καθώς και από την εγγυητική θέση του απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης (Α.Π. 259/2021, Α.Π. 1161/2020). Έτσι, ελέγχεται ο κατηγορούμενος ιατρός για κάθε ενέργεια ή παράλειψή του υπό την ανωτέρω ιδιότητά του ως προς την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς που επιμελήθηκε, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή και άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα μπορούσε να επιφέρει βλάβη της υγείας του ασθενούς, όπως κάθε μέσος ιατρός της ειδικότητάς του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις, έχοντας γνώση του ιστορικού και των συμπτωμάτων του ασθενούς, καθώς και τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή αυτά συμπτώματα και τις παρεπόμενες βλάβες που εμφανίζουν ασθενείς, υποβαλλόμενοι σε ιατρική επέμβαση (Α.Π. 1057/2016). Ειδικότερα, όταν πρόκειται περί θεράποντος χειρουργού ιατρού, αντικείμενο της ευθύνης του είναι η καλή έκβαση της χειρουργικής επέμβασης, στην οποία περιλαμβάνεται εκτός από τον προεγχειρητικό έλεγχο και το στάδιο της χειρουργικής επέμβασης, και το μετεγχειρητικό στάδιο, που αποτελούν μία ολότητα που οργανώνεται και κατευθύνεται από αυτόν, ελεγχόμενο για κάθε ενέργεια ή παράλειψή του, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ως προς την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς και μετά την εγχείρηση, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα μπορούσε να επιφέρει βλάβη της υγείας του χειρουργηθέντος ασθενούς, όπως κάθε μέσος συνετός ιατρός χειρουργός της ειδικότητάς του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις, έχοντας γνώση του ιστορικού του ασθενούς και τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή συμπτώματα που εμφανίζουν ασθενείς, υποβαλλόμενοι σε τέτοια χειρουργική επέμβαση, εφόσον η αντίστοιχη ενέργεια ή παράλειψη του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματός του και ανάγεται σε νομική υποχρέωσή του, σύμφωνα με τους επιτακτικούς κανόνες που προαναφέρθηκαν (Α.Π. 1863/2019). Εξάλλου, αν δεν περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα και τα ανωτέρω πρόσθετα στοιχεία, που απαιτούνται για τη θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, που τελέστηκε με παράλειψη, μολονότι ο υπαίτιος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενεργήσει, τότε αυτό (κλητήριο θέσπισμα) και μαζί του η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είναι άκυρα, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ. (Α.Π. 261/2013). Η ακυρότητα αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία είναι σχετική και αφορά σε προπαρασκευαστική πράξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, καλύπτεται, αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλλει εγκαίρως ακυρότητα και αντίρρηση για την πρόοδό της (Α.Π. 1023/2019).

!V. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1 και 3, 112 και 113 παρ. 1 και 2 του Π.Κ., το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, η προθεσμία δε της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία (3) έτη για τα πλημμελήματα. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340 και 343 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει, είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης με τα οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, αδιάφορα αν η υπόθεση αναβλήθηκε ή εκδικάσθηκε, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Αν το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο είναι άκυρο, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία ούτε επέρχεται αναστολή της παραγραφής, ήτοι, αν ακυρωθεί το κλητήριο θέσπισμα από το δικαστήριο, η επίδοσή του δεν έχει διακόψει την παραγραφή, αν δε έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της και έχει εξαλειφθεί το αξιόποινό της, το δικαστήριο νομίμως προχωρεί στην οριστική παύση της ασκηθείσας ποινικής δίωξης εναντίον του υπαιτίου (ΑΠ 1465/2016, Α.Π. 261/2013).

  • Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 511 του Κ.Ποιν.Δ.), υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από τον νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά νόμο όροι, ή παραλείπει να αποφανθεί για ζήτημα που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του. Στην πρώτη περίπτωση που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (Ολ. Α.Π. 3/2005, Α.Π. 648/2021). Τέτοια υπέρβαση εξουσίας συντρέχει και ιδρύεται ο παραπάνω αναιρετικός λόγος, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν το Δικαστήριο της ουσίας, αυτεπαγγέλτως, χωρίς την προβολή σχετικού ισχυρισμού, προβεί σε ακύρωση κλητηρίου θεσπίσματος, συνεπεία μη ακριβούς περιγραφής της πράξης για την οποία παραπέμφθηκε να δικαστεί, καθώς και όταν, ύστερα από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, προβεί στην ακύρωση του κλητηρίου θεσπίσματος, ενώ αυτό δεν πάσχει από ακυρότητα, ακολούθως δε παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αντί να προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν εκδίκαση της υπόθεσης (Α.Π. 473/2022).
  • H επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, δηλαδή στην καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές, προπαρασκευαστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε (Α.Π. 1306/2020). Έτσι η παρεμπίπτουσα απόφαση, που δέχεται ισχυρισμό (ένσταση) του κατηγορουμένου για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος που του επιδόθηκε, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, καθώς και τις σκέψεις, βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην επί του ανωτέρω ισχυρισμού κρίση του (Α.Π. 697/2019). Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε (Α.Π. 658/2021).
  • Στην προκείμενη περίπτωση, ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, άσκησε εμπρόθεσμα και παραδεκτά, όπως ήδη προαναφέρθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο II σκέψη, την κρινόμενη υπ’ αρ. έκθεσης 16/30-3-2022 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αρ. 610/4-3-2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ..... Από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση έπαυσε οριστικά η εναντίον του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου, …….. του …….., ασκηθείσα ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, φερόμενη ως τελεσθείσα σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία …….του ……., με παράλειψη, το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου, συνεπεία πενταετούς παραγραφής, επειδή με την ταυτάριθμη προηγούμενη απόφασή του το ανωτέρω δικαστήριο της ουσίας, αφού αποδέχθηκε υποβληθέντα σχετικό ισχυρισμό του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου, ακύρωσε [εσφαλμένα κατά τις αιτιάσεις της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, ειδικότερα δε κυρίως καθ’ υπέρβαση εξουσίας, σε κάθε δε περίπτωση χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθώς και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ.] το υπό στοιχεία Αριθμός Βιβλίου Μηνύσεων: ....κλητήριο θέσπισμα της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών ..., που επιδόθηκε νομότυπα σ’ αυτόν (αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο) εντός της πενταετίας από την τέλεση της αποδιδόμενης σ’ αυτόν ως άνω αξιόποινης πράξης, με το οποίο (κλητήριο θέσπισμα) παραπέμφθηκε ενώπιον του παραπάνω δικαστηρίου της ουσίας, για να δικαστεί γι’ αυτήν. Ειδικότερα, η αξιόποινη πράξη, για την οποία παραπέμφθηκε ο αναιρεσίβλητος - κατηγορούμενος να δικαστεί στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου της ουσίας συνίστατο, σύμφωνα με το περιεχόμενο του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, κατά πιστή αντιγραφή, στο ότι από κοινού με τους αναφερόμενους σ’ αυτό συγκατηγορουμένους του (με την διευκρίνιση ότι πρώτος κατηγορούμενος στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα είναι ο αναιρεσίβλητος - κατηγορούμενος): «(...) στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 26/08/2016 έως 31/08/2016, από αμέλειά τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης τους, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του αποτελέσματος αυτού. Συγκεκριμένα, ο πρώτος κατηγορούμενος ως ιατρός χειρουργός - μαιευτήρας - γυναικολόγος, ασκώντας ιατρικές πράξεις της ειδικότητάς του στην μαιευτική - γυναικολογική και χειρουργική κλινική με το διακριτικό τίτλο «………..», ο δεύτερος κατηγορούμενος ως ιατρός αναισθησιολόγος, συνεργαζόμενος με την ανωτέρω κλινική και οι, τρίτη, τέταρτος και πέμπτη των κατηγορουμένων, με την ιδιότητά τους ως καταστατικών εκπροσώπων (Προέδρου, Διευθύνοντος Συμβούλου και μελών αντιστοίχως) της ανωτέρω κλινικής, προέβησαν στις ακόλουθες πράξεις και παραλείψεις που είχαν ως αποτέλεσμα να υποστεί σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας της η ……… του ………. Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος είχε αναλάβει, ως εκ της θέσεώς του, να υποβάλει την …….., η οποία τον είχε επισκεφθεί προς τούτο, σε επέμβαση με καισαρική τομή προκειμένου να γεννήσει το πρώτο τέκνο της και είχε επιλέξει για την αναγκαία τοπική νάρκωσή της τον δεύτερο κατηγορούμενο, η οποία πράγματι έλαβε χώρα σε χειρουργείο της ανωτέρω κλινικής την 26/08/2016, είχαν δε οι κατηγορούμενοι ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να διενεργήσουν την χειρουργική επέμβαση και να αντιμετωπίσουν την μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης τους που είναι κοινώς παραδεδεγμένοι και συγκεκριμένα, είχαν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της μετεγχειρητικής πορείας της ασθενούς, να αξιολογήσουν τα συμπτώματα που ενδεχομένως αυτή παρουσίαζε σε συνδυασμό με τα ευρήματα των εργαστηριακών και κλινικών της εξετάσεων και να χορηγήσουν την δέουσα φαρμακευτική ή άλλη αγωγή προς αντιμετώπιση τυχών επιπλοκών ή και άλλων παθήσεων που παρουσιάζονται κατά την μετεγχειρητική της πορεία. Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι προέβησαν στην διενέργεια της καισαρικής τομής την 26/08/2016, όμως κατά την χορήγηση στην ……… της επισκληριδίου αναισθησίας σε καθιστή θέση μέσω βελόνας <ΤΗΟΥ 18G> στο διάστημα μεταξύ των οσφυϊκών σπονδύλων 03 - 04, το δεξί πόδι της ……… τινάχτηκε προς τα επάνω και άρχισε αμέσως να μουδιάζει χάνοντας η ίδια πλήρως την αίσθηση αυτού. Την ίδια ημέρα και μετά από μερικές ώρες από την διενέργεια της επέμβασης, η παθούσα άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα χειροτέρευσης της υγείας της (έντονους σπασμούς και στα δύο χέρια), τα οποία ανέφερε αμέσως στους κατηγορούμενους, οι οποίοι όμως δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια προς αποκατάσταση της υγείας της, ενώ, όταν στην συνέχεια η παράλυση και η αναισθησία στο δεξιό πόδι της επέμενε υπάρχουσα κατά τις βραδινές ώρες, γεγονός για το οποίο ενημερώθηκαν οι κατηγορούμενοι, οι τελευταίοι αξιολόγησαν τα συμπτώματα ως περαστικά μη προβαίνοντας σε οποιαδήποτε ενδεδειγμένη ενέργεια. Την επόμενη ημέρα, ήτοι το Σάββατο 27/08/2016 και εφόσον τα συμπτώματα της παράλυσης και αναισθησίας παρέμεναν ισχύοντα, οι κατηγορούμενοι κάλεσαν την ιατρό νευρολόγο . …….., η οποία - αφού εξέτασε κλινικά την παθούσα - διέγνωσε ότι εμφανίζει πάρεση δεξιού κάτω άκρου και υπαισθησία αυτού, καθώς και στο δεξί σκέλος κατάργηση αντανακλαστικού γόνατος και αχίλλειου, ενώ συνέστησε την διενέργεια <MRI ΟΜΣΣ>. Εν τούτοις, οι κατηγορούμενοι κάλεσαν ασθενοφόρο από το ιατρικό κέντρο «…..», προκειμένου να υποβληθεί η παθούσα σε αξονική τομογραφία και όχι σε μαγνητική, που είχε συστήσει ως ενδεικνυόμενη η ανωτέρω νευρολόγος. Σύμφωνα δε με από 27/08/2016 έγγραφο του ανωτέρω ιατρικού κέντρου, που συνέταξε η ιατρός - ακτινοδιαγνώστης …..., συνεστήθη περαιτέρω διερεύνηση με MRI, αλλά ουδόλως οι κατηγορούμενοι παρέπεμψαν την παθούσα στο αρμόδιο διαγνωστικό κέντρο προς διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας. Την Δευτέρα 29/08/2016 διαπιστώθηκε αδυναμία ούρησης της παθούσας, η οποία δεν είχε αίσθηση του ελέγχου ούρησης και των γεννητικών της οργάνων, ενώ την Τρίτη 30/08/2016, διαπιστώθηκε ότι η παθούσα δεν είχε καμία αίσθηση ούτε και της ανάγκης κένωσης, εκτός της ούρησης και ότι επίσης, όπως και στην ούρηση, δεν μπορούσε να ελέγξει και την περιοχή του ορθού και πρωκτού για την λειτουργία αυτή, οπότε η παθούσα και ο σύζυγός της, - κατόπιν συστάσεων του ουρολόγου …….., με τον οποίο ήρθαν σε επικοινωνία με δική τους πρωτοβουλία, - ζήτησαν από τους κατηγορούμενους να διώξουν άμεσα την παθούσα με παραπεμπτικό για μαγνητική τομογραφία στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ……... Μόλις την επόμενη ημέρα, μετά την παρέλευση πέντε [5] και πλέον ημερών, ήτοι την Τετάρτη 31/08/2016, οδηγήθηκε με ασθενοφόρο η παθούσα στα ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ του Γενικού Νοσοκομείου .., όπου εξετάστηκε από ιατρό - νευρολόγο, ο οποίος την παρέπεμψε επειγόντως στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο .., όπου και μεταφέρθηκε με το ίδιο ασθενοφόρο περί την 00 ώρα της ίδιας ημέρας. Στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο .., μετά την άμεση διενέργεια των αναγκαίων εξετάσεων και συγκεκριμένα την διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας, η παθούσα εισήχθη εσπευσμένα στην νευρολογική κλινική, όπου και παρέμεινε κλινήρης έως την 08/09/2016, ήτοι επί εννέα [9] ημέρες. Διαγνώστηκε ότι η παθούσα έπασχε από ιππουριδική συνδρομή λόγω αραχνοειδίτιδας του μυελικού κώνου και ιππουρίδας, η οποία προκάλεσε την αδυναμία και αναισθησία του (δε) κάτω άκρου, την αδυναμία ούρησης και κένωσης και την υπαισθησία δίκην σέλας στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Ειδικότερα, ο δεύτερος κατηγορούμενος προέβη στην διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο, καθόσον τραυμάτισε με την αιχμή της βελόνης τα νεύρα στην περιοχή του νύγματος, ήτοι τις κατώτερες οσφυϊκές και ιερές ρίζες 04 - 05 - 11 - 12 - 13 που πορεύονται παράλληλα προς το τελικό νημάτιο ωσάν τρίχες ουράς αλόγου (ιππουρίς) και επιπλέον διοχέτευσε επιπλέον μη ενδεικνυόμενη - τοξική ποσότητα αναισθητικού φαρμάκου (levobupivacaine), που επέφερε τοξική βλάβη στην αραχνοειδή μήνιγγα που περιβάλλει τον μυελικό κώνο, στην ιππουρίδα και στις νωτιαίες ρίζες, ενέργειες οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την παραλυσία και αναισθησία στο δεξιό πόδι της παθούσας, στα γεννητικά όργανα και την αδυναμία ούρησης και αφόδευσης. Στην συνέχεια όμως, οι κατηγορούμενοι, ενώ γνώριζαν ότι προκλήθηκε βαρεία νευρολογική βλάβη στην παθούσα και ότι η καθυστέρηση αυξάνει γεωμετρικά τον κίνδυνο μονιμότητας και μακροχρονιότητας των νευρολογικών επιπλοκών και συμπτωμάτων εξαιτίας της φύσεως της νευρολογικής βλάβης, είχαν δε την υποχρέωση να παρακολουθούν επισταμένως την πορεία της υγείας και την εξέλιξη της μετεγχειρητικής καταστάσεως της ασθενούς παραπέμποντάς την στους αρμόδιους για την αποκατάσταση της υγείας της ιατρούς και υποβάλλοντας την στην διενέργεια των ενδεδειγμένων ιατρικών εξετάσεων, ωστόσο οι κατηγορούμενοι, ενώ όφειλαν πάραυτα να οργανώσουν την διακομιδή της παθούσας από την ιδιωτική κλινική στο κατάλληλο νοσοκομείο, ενημερώνοντας επαρκώς τους ιατρούς που θα αναλάμβαναν την περαιτέρω αντιμετώπιση της καταστάσεως της και ειδικότερα τους ιατρούς του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου ..., όπου στην συνέχεια μεταφέρθηκε η ασθενής, αντίθετα οι ίδιοι διατείνονταν ότι δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα και ότι η επέμβαση εξελίχθηκε ομαλά, καθησυχάζοντας την παθούσα και αξιολογώντας την κατάσταση της υγείας της ως μη χρήζουσας άμεσης ιατρικής φροντίδας, παρέλειψαν δε να την παραπέμψουν άμεσα και χωρίς καθυστέρηση στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο.. για την ενδεικνυόμενη θεραπεία, με αποτέλεσμα να παρέλθει έτσι ο κρίσιμος χρόνος των πρώτων ωρών μετά την επέμβαση, οπότε και η νευρολογική βλάβη που υπέστη η παθούσα κατέστη μη αναστρέψιμη, η δε βαρεία σωματική βλάβη της κατέστη μόνιμη. Η πράξη προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 1, 14, 15, 16, 18, 26 εδ. β, 28, 51, 53, 55, 57, 79, 80, 81, 314 § 1 εδ. α & 2 Π.Κ.». Κατά την εκδίκαση της ανωτέρω υπόθεσης, που αφορούσε πλημμεληματική πράξη, στο δικαστήριο της ουσίας, την 4-3-2022, ενώ δηλαδή είχε συμπληρωθεί την ημέρα της δίκης η πενταετής παραγραφή, αλλά είχε ανασταλεί η κύρια διαδικασία επί τριετία με την επίδοση του παραπάνω κλητηρίου θεσπίσματος, όπως προαναφέρθηκε, και δεν είχε συμπληρωθεί η οκταετής πλέον παραγραφή, ο αναιρεσίβλητος - κατηγορούμενος εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πιο πάνω δικαστηρίου και σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 1 και 4 του Κ.Ποιν.Δ., πρόβαλε, δια του συνηγόρου υπεράσπισής του, ισχυρισμό περί ακυρότητας του επιδοθέντος σ’ αυτόν ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος, που ανέπτυξε προφορικά, κατέθεσε δε αυτόν και εγγράφως και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, κατ’ άρθρο 141 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., που έχει, κατά πιστή μεταφορά, ως ακολούθως: «Το επιδοθέν σε εμέ κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει τα κατά νόμο και δη τα κατά το άρθρο 321 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οριζόμενα στοιχεία, ήτοι την ακριβή περιγραφή της πράξης δια την οποία κατηγορούμαι και ειδικότερα κατηγορούμαι ότι από κοινού με τον αναισθησιολόγο ……, ενώ γνώριζα τη βαρεία νευρολογική βλάβη της …….., εν τούτοις παρέλειψα να την παραπέμψω στο Νοσοκομείο Λάρισας για την ενδεικνυόμενη θεραπεία με αποτέλεσμα να παρέλθει κρίσιμος χρόνος των πρώτων ωρών μετά την επέμβαση, οπότε η νευρολογική βλάβη κατέστη μόνιμη. Ανεξαρτήτως του αβασίμου της αποδιδόμενης σε εμέ κατηγορίας, δεν περιγράφεται στο κλητήριο θέσπισμα ποια ήτο η "ενδεικνυόμενη θεραπεία” ώστε να κριθεί τι επακριβώς παρέλειψα να πράξω και ποια θεραπεία δεν έδωσα στη φερόμενη ως παθούσα. Με την άνω παράλειψη το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο και απαράδεκτο και δέον να ακυρωθεί», περαιτέρω δε με προφορική δήλωση του συνηγόρου υπεράσπισης του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου, που επίσης καταχωρήθηκε στα ανωτέρω πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, συμπλήρωσε τον ως άνω ισχυρισμό του εντολέα του περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος αναφέροντας αυτολεξεί ότι: «(...) δεν μνημονεύεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του δεύτερου κατηγορουμένου συνεπεία της αποδιδόμενης σε εκείνον τέλεσης της πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια δια παραλείψεως, ήτοι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 ΠΚ και δη δεν γίνεται ακριβής αναφορά του νόμου από την οποία υφίσταται η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση ως ιατρού.». Τον παραπάνω ισχυρισμό του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας (Μονομελές Πλημμελειοδικείο ...) με την προσβαλλόμενη απόφασή του [αφού προηγουμένως δόθηκε ο λόγος: α) στην εισαγγελέα της έδρας, η οποία πρότεινε την παραδοχή του, ακολούθως δε να παύσει οριστικά η ασκηθείσα εναντίον του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, λόγω παραγραφής, β) τον πληρεξούσιο δικηγόρο της υποστηρίζουσας την κατηγορία, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη του ανωτέρου ισχυρισμού του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, και γ) τον συνήγορο υπεράσπισης του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου, ο οποίος συντάχθηκε με την παραπάνω πρόταση της Εισαγγελέα της έδρας], με την ακολούθως, κατά το μέρος που ενδιαφέρει την παρούσα υπόθεση, κατά πιστή αντιγραφή, εκτιθέμενη αιτιολογία, μετά την παράθεση νομικής σκέψης σχετικής με την ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος (άρθρο 321 του Κ.Ποιν.Δ.), σωματική βλάβη από αμέλεια, με παράλειψη, από υπόχρεο (άρθρα 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ.), και οριστική παύση της ποινής δίωξης, λόγω παραγραφής (άρθρα 111 παρ. 1 και 2, 112 και 113 παρ. 1 του Π.Κ., 368 του Κ.Ποιν.Δ.): «(...) Ο πρώτος κατηγορούμενος πρόβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, ισχυριζόμενος, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του ισχυρισμού του, ότι είναι αόριστο και ασαφές και συνεπώς άκυρο το κλητήριο θέσπισμα, διότι δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια αφενός μεν οι ιδιαίτεροι επιτακτικοί κανόνες δικαίου από τους οποίους προκύπτει η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση ως ιατρού χειρουργού - μαιευτήρα - γυναικολόγου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος της σωματικής βλάβης της παθούσας αφετέρου τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη της αποδιδόμενης σωματικής βλάβης από αμέλεια. (...) Ειδικότερα, από την επισκόπηση του προσβαλλόμενου κλητηρίου θεσπίσματος προκύπτει ότι, αναφορικά με τον πρώτο κατηγορούμενο, γίνεται μνεία της ιδιότητάς του ως ιατρού χειρουργού - μαιευτήρα - γυναικολόγου, οπότε και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω νομική σκέψη, δεν απαιτείται να αναφέρεται ο ειδικότερος επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο υποκειμενικώς και αντικειμενικώς απορρέει η υποχρέωσή του να ενεργήσει, ήτοι σύμφωνα με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005), πλην όμως δεν αναφέρονται εκείνα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η αμελής συμπεριφορά του, η οποία να συνδέεται αιτιακώς με το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης της παθούσας, και τα οποία είναι αναγκαία για να συγκροτηθεί ακολούθως η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση αποτροπής του ως άνω εγκληματικού αποτελέσματος. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται μνεία ότι ο πρώτος κατηγορούμενος «είχε αναλάβει, ως εκ της θέσεως του, να υποβάλει την …….., η οποία τον είχε επισκεφθεί προς τούτο, σε επέμβαση με καισαρική τομή προκειμένου να γεννήσει το πρώτο τέκνο της και είχε επιλέξει για την αναγκαία τοπική νάρκωσή της τον δεύτερο κατηγορούμενο», ότι «προέβη μαζί με το δεύτερο κατηγορούμενο στη διενέργεια της καισαρικής τομής την 26/08/2016», και ότι είχε «ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να διενεργήσει την χειρουργική επέμβαση και να αντιμετωπίσει την μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης τους που είναι κοινώς παραδεδεγμένοι και συγκεκριμένα, είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρακολουθήσει την εξέλιξη της μετεγχειρητικής πορείας της ασθενούς, να αξιολογήσει τα συμπτώματα που ενδεχομένως αυτή παρουσίαζε σε συνδυασμό με τα ευρήματα των εργαστηριακών και κλινικών της εξετάσεων και να χορηγήσει την δέουσα φαρμακευτική ή άλλη αγωγή προς αντιμετώπιση τυχών επιπλοκών ή και άλλων παθήσεων που παρουσιάζονται κατά την μετεγχειρητική της πορεία» πλην όμως ακολούθως αναφέρεται (βλ. την τρίτη σελίδα του κλητηρίου θεσπίσματος) ότι «ο δεύτερος κατηγορούμενος προέβη στην διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο, καθόσον τραυμάτισε με την αιχμή της βελόνης τα νεύρα στην περιοχή του νύγματος, ήτοι τις κατώτερες οσφυϊκές και ιερές ρίζες 04 - 05 - 11 - 12 - 13 που πορεύονται παράλληλα προς το τελικό νημάτιο ωσάν τρίχες ουράς αλόγου (ιππουρίς) και επιπλέον διοχέτευσε επιπλέον μη ενδεικνυόμενη - τοξική ποσότητα αναισθητικού φαρμάκου (levobupivacaine), που επέφερε τοξική βλάβη στην αραχνοειδή μήνιγγα που περιβάλλει τον μυελικό κώνο, στην ιππουρίδα και στις νωτιαίες ρίζες, ενέργειες οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την παραλυσία και αναισθησία στο δεξιό πόδι της παθούσας, στα γεννητικά όργανα και την αδυναμία ούρησης και αφόδευσης». Συνακόλουθα, από το κλητήριο θέσπισμα προκύπτει ότι από προηγούμενη θετική πράξη του δευτέρου κατηγορουμένου προκλήθηκε (βαριά) σωματική βλάβη στην παθούσα (παραλυσία και αναισθησία στο δεξιό πόδι της παθούσας, στα γεννητικά όργανα και αδυναμία ούρησης και αφόδευσης), ενώ δεν γίνεται ουδεμία αναφορά σε εκείνα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η αμελής συμπεριφορά του πρώτου κατηγορουμένου η οποία να συνδέεται αιτιακώς με το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης της παθούσας, ήτοι να προκύπτει ότι αυτός αφενός δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος ιατρός της ειδικότητάς του, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, μολονότι στο κλητήριο θέσπισμα γίνεται μνεία περί ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του δευτέρου κατηγορουμένου (διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο) ως ιατρού αναισθησιολόγου και της πρόκλησης σωματικής βλάβης της παθούσας, ακολούθως δεν γίνεται αναφορά σε κανένα πραγματικό περιστατικό από το οποίο να προκύπτει το πως συνδέεται αιτιακά η ιδιότητα του πρώτου κατηγορουμένου ως ιατρού χειρουργού - μαιευτήρα - γυναικολόγου, από την οποία απορρέει η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση αποτροπής της σωματικής βλάβης της παθούσας, με τη σωματική βλάβη αυτή καθαυτή, η οποία άλλωστε είχε ήδη επέλθει από την αυτοτελή προηγούμενη θετική πράξη του δευτέρου κατηγορουμένου. Συνακόλουθα, ο αυτοτελής ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου (κατά το δεύτερο σκέλος του) τυγχάνει βάσιμος στην ουσία του, οπότε και το προκείμενο κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο, κατ’ άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ, σύμφωνα με την ως άνω νομική σκέψη, κατά το μέρος που αφορά στον κατηγορούμενο αυτό. (...) Κατόπιν τούτων, η υπόθεση επανέρχεται στο προδικαστικό στάδιο και ανατρέπονται όλα τα αποτελέσματα της επίδοσης του άκυρου κλητηρίου θεσπίσματος, συνεπώς και η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής. Εφόσον δε ο φερόμενος χρόνος τέλεσης της πράξης που αποδίδεται στους πρώτο (..) των κατηγορουμένων είναι το χρονικό διάστημα από 26/08/2016 έως 31/08/2016, το αξιόποινο αυτής εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής, αφού από τότε μέχρι σήμερα παρήλθαν πέντε έτη χωρίς να εμφιλοχωρήσει αναστολή και, ως εκ τούτου, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για αυτούς λόγω παραγραφής». Από την ανωτέρω αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης με σαφήνεια συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας προχώρησε στην ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος με την παραδοχή ότι δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτό (κλητήριο θέσπισμα) πραγματικά περιστατικά, όπως αυτολεξεί αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση: «(...) από τα οποία να προκύπτει η αμελής συμπεριφορά του πρώτου κατηγορουμένου η οποία να συνδέεται αιτιακώς με το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης της παθούσας, ήτοι να προκύπτει ότι αυτός αφενός δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος ιατρός της ειδικότητάς του, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, μολονότι στο κλητήριο θέσπισμα γίνεται μνεία περί ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του δευτέρου κατηγορουμένου (διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο) ως ιατρού αναισθησιολόγου και της πρόκλησης σωματικής βλάβης της παθούσας, ακολούθως δεν γίνεται αναφορά σε κανένα πραγματικό περιστατικό από το οποίο να προκύπτει το πως συνδέεται αιτιακά η ιδιότητα του πρώτου κατηγορουμένου ως ιατρού χειρουργού - μαιευτήρα - γυναικολόγου, από την οποία απορρέει η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση αποτροπής της σωματικής βλάβης της παθούσας, με τη σωματική βλάβη αυτή καθαυτή, η οποία άλλωστε είχε ήδη επέλθει από την αυτοτελή προηγούμενη θετική πράξη του δευτέρου κατηγορουμένου. (...)», δηλαδή για λόγο που ουδόλως πρόβαλε ο αναιρεσίβλητος - κατηγορούμενος, καθόσον ο τελευταίος ζήτησε την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, επειδή δεν περιγράφεται σ’ αυτό, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά πιστή μεταφορά: «(...) ποια ήτο η "ενδεικνυόμενη θεραπεία” ώστε να κριθεί τι επακριβώς παρέλειψα να πράξω και ποια θεραπεία δεν έδωσα στη φερόμενη ως παθούσα. (...)». Έτσι όμως, το δικαστήριο της ουσίας, ακυρώνοντας το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα, ακολούθως δε παύοντας οριστικά την ασκηθείσα σε βάρος του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, που τελέστηκε με παράλειψη, σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία, υπερέβη την εξουσία του θετικά, αφού άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο, ειδικότερα δε αποφάνθηκε για την ακυρότητα του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος για λόγο που δεν προτάθηκε από τον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο, ως εκ τούτου δε ακόμη και αν υπήρχε η ανωτέρω ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, που δεν προτάθηκε όμως, αυτή καλύφθηκε, καθόσον, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, η ως άνω ακυρότητα, η οποία αφορά πράξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι σχετική, προτείνεται δε από τον κατηγορούμενο, πριν αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή από την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, διαφορετικά καλύπτεται (Α.Π. 45/2020). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση είναι βάσιμος. Περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας με τις προαναφερθείσες παραδοχές του για την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος και ακολούθως την οριστική παύση της ασκηθείσας εναντίον του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου ποινικής δίωξης για την προαναφερθείσα πράξη, λόγω παραγραφής, αφενός δεν διέλαβε στην ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28, 111 παρ. 1 και 3, 112, 113 παρ. 1 και 314 παρ. 1 του Π.Κ.. Ειδικότερα, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής, καθόσον αφορά την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν διαλαμβάνονται σ’ αυτήν σκέψεις για ποιο λόγο η αποδιδόμενη στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο αμέλεια, συγκεκριμένα δε η παράλειψή του, ως θεράποντος ιατρού της υποστηρίζουσας την κατηγορία, να αντιμετωπίσει αμέσως, όπως είχε υποχρέωση, τα συμπτώματα που εμφάνισε η τελευταία, μετά την χειρουργική επέμβαση της καισαρικής τομής, την ίδια ημέρα, μετά από μερικές ώρες από την διενέργειά της (επέμβασης), καθώς και την χειροτέρευση της υγείας της, πραγματικά περιστατικά για τα οποία ενημερώθηκε εγκαίρως αυτός, δηλαδή ο αναιρεσίβλητος - κατηγορούμενος, κατά τα αναφερόμενα στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα, δεν συνδέεται αιτιωδώς με την καθυστερημένη αντιμετώπιση αυτών (συμπτωμάτων), μετά την παρέλευση πέντε (5) ημερών από την εμφάνισή τους, που είχε ως συνέπεια η νευρολογική βλάβη που υπέστη η υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, προκειμένου να διενεργηθεί η χειρουργική επέμβαση της καισαρικής τομής και να γεννήσει το πρώτο τέκνο της, να καταστεί μη αναστρέψιμη, η δε σωματική της βλάβη μόνιμη. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με όσα εκτενώς έχουν αναπτυχθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IV νομική σκέψη, όταν πρόκειται περί θεράποντος χειρουργού ιατρού, ιδιότητα την οποία είχε ο αναιρεσίβλητος - κατηγορούμενος στην κρινόμενη υπόθεση, αντικείμενο της ευθύνης του είναι η καλή έκβαση της χειρουργικής επέμβασης, στην οποία περιλαμβάνεται εκτός από τον προεγχειρητικό έλεγχο και το στάδιο της χειρουργικής επέμβασης, καθώς και το μετεγχειρητικό στάδιο, που αποτελούν μία ολότητα που οργανώνεται και κατευθύνεται από αυτόν, ελεγχόμενο για κάθε ενέργεια ή παράλειψή του, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ως προς την παρακολούθηση της πορείας της υγείας του ασθενούς και μετά την εγχείρηση, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα μπορούσε να επιφέρει βλάβη της υγείας του χειρουργηθέντος ασθενούς ή και επιδείνωσή της, όπως κάθε μέσος συνετός ιατρός χειρουργός της ειδικότητάς του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις, έχοντας γνώση του ιστορικού του ασθενούς και τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή συμπτώματα που εμφανίζουν ασθενείς, υποβαλλόμενοι σε τέτοια χειρουργική επέμβαση, παράλειψη που αποδίδεται στην κρινόμενη υπόθεση στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης για την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, στηρίζεται στην έλλειψη αναφοράς πραγματικών περιστατικών που συνδέουν τον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο με την σωματική βλάβη που προκλήθηκε στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, προκειμένου να διενεργηθεί η χειρουργική επέμβαση της καισαρικής τομής και να γεννήσει το πρώτο τέκνο της, πλην όμως με το ως άνω κλητήριο θέσπισμα δεν του αποδίδεται αυτή η πράξη, αλλά η παράλειψή του, ως θεράποντος ιατρού, να αντιμετωπίσει αμέσως τα δυσμενή συμπτώματα που εμφάνισε η υποστηρίζουσα την κατηγορία, μετά την χειρουργική επέμβαση, για τα οποία ενημερώθηκε εγκαίρως, γνωρίζοντας δε ότι προκλήθηκε νευρολογική βλάβη στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, καθώς και ότι η καθυστέρηση αντιμετώπισής της αυξάνει γεωμετρικά τον κίνδυνο μονιμότητας και μακροχρονιότητας των νευρολογικών επιπλοκών, δεν αξιολόγησε εγκαίρως και ορθώς την κατάσταση της υγείας της ως χρήζουσας άμεσης ιατρικής φροντίδας, με αποτέλεσμα να μη οργανώσει εγκαίρως την διακομιδή της στο κατάλληλο νοσοκομείο για τη νοσηλεία της, παράλειψη που είχε συνέπεια η ανωτέρω σωματική βλάβη που υπέστη η τελευταία, δηλαδή η υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την αναισθησία της, να καταστεί μη αναστρέψιμη και μόνιμη. Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, προκύπτει ότι αναφέρονται σ’ αυτό επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική (μη συνειδητή αμέλεια), την αποδιδόμενη στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης, από αμέλεια, από υπόχρεο, για την οποία παραπέμφθηκε να δικαστεί στο ακροατήριο του δικαστηρίου της ουσίας (Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ...). Επίσης στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου να ενεργήσει προς αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που εμφανίστηκαν στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, μετά την χειρουργική επέμβαση και να αποτρέψει το επελθόν αποτέλεσμα. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι ήταν ιατρός (χειρουργός - μαιευτήρας), που είχε αναλάβει, λόγω της ιδιότητάς του αυτής, να υποβάλει την υποστηρίζουσα την κατηγορία (παθούσα) σε καισαρική τομή, για να γεννήσει το πρώτο τέκνο της στην αναφερόμενη σ’ αυτό (κλητήριο θέσπισμα) κλινική, επιλέγοντας και τον αναισθησιολόγο, έχοντας την ευθύνη της φροντίδας της και κατά το μετεγχειρητικό στάδιο, που αποτελούν, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, μία ολότητα που οργανώνεται και κατευθύνεται από αυτόν, ως χειρουργό ιατρό, η γνώση του ότι προκλήθηκε νευρολογική βλάβη στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, αφού ενημερώθηκε αμέσως, ότι η καθυστέρηση αντιμετώπισής της αυξάνει τον κίνδυνο μονιμότητας της βλάβης αυτής, καθώς και ότι δεν οργάνωσε την έγκαιρη διακομιδή της στο κατάλληλο νοσοκομείο για τη νοσηλεία της, επειδή δεν αξιολόγησε εγκαίρως και ορθώς, με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης που είναι κοινώς παραδεδεγμένοι, την κατάσταση της υγείας της και ότι έχρηζε άμεσης ιατρικής φροντίδας, καθώς και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς του και του επελθόντος αποτελέσματος, που συνίσταται όχι στην πρόκληση της περιγραφόμενης στο κλητήριο θέσπισμα σωματικής βλάβη που επήλθε από την ιατρική πράξη της αναισθησίας, αλλά στο ότι αυτή κατέστη μη αναστρέψιμη και μόνιμη, λόγω της μη έγκαιρης διακομιδής της υποστηρίζουσας την κατηγορία σε κατάλληλη νοσηλευτική μονάδα και παροχής σ’ αυτήν της επιβαλλόμενης ιατρικής φροντίδας, οφειλόμενης (της καθυστερημένης διακομιδής της υποστηρίζουσας την κατηγορία σε κατάλληλη νοσηλευτική μονάδα) σε αμέλειά του, ως θεράποντος ιατρού της. Με την παράθεση των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών στο προαναφερόμενο κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο, προσδιορίζεται επαρκώς η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του τελευταίου να ενεργήσει για την αντιμετώπιση των επιπλοκών, νευρολογικής φύσης, που εμφάνισε η υποστηρίζουσα την κατηγορία, μετά την χειρουργική επέμβαση, στηριζόμενη αφενός στη σύμβαση που είχε καταρτίσει με την τελευταία και είχε αναλάβει τον τοκετό της, που πραγματοποίησε, αφετέρου δε στην εγγυητική θέση, λόγω του επαγγέλματός του, ως ιατρού, απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας της ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, που εκτείνεται και κατά το μετεγχειρητικό στάδιο, κατά το οποίο επέδειξε την προαναφερθείσα αμέλεια, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με τη σωματική βλάβη της παθούσας, καθόσον κατέστη μόνιμη, λόγω της καθυστερημένης αντιμετώπισής της, οφειλόμενης σε αμέλειά του, κατά τα εκτιθέμενα στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο είναι έγκυρο, αφού περιέχονται σ’ αυτό όλα τα αναγκαία από τον νόμο στοιχεία, με την επίδοσή του δε στον τελευταίο, πριν την παρέλευση πενταετίας από τον χρόνο τέλεσης της περιγραφόμενης α’ αυτό αξιόποινης πράξης, ανεστάλη η προθεσμία της πενταετούς παραγραφής του αξιοποίνου της επί μία τριετία, κατά τον χρόνο δε της εκδίκασης της υπόθεσης στο δικαστήριο της ουσίας, την 4-3-2002, δεν είχε εξαλειφθεί το αξιόποινο της με παραγραφή, αφού είχε τελεστεί το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως και 31-8-2022 και από τότε που τελέστηκε δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής και της τριετούς αναστολής της, δηλαδή δεν είχε παρέλθει οκταετία (άρθρο 113 παρ. 2 του Π.Κ.). Παραταύτα, ενώ δεν συνέτρεχαν οι από το νόμο όροι, που παρείχαν στο ως άνω δικαστήριο της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, την δικαιοδοσία και την εξουσία να κρίνει ότι είναι άκυρο το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, τελεσθείσα με παράλειψη, σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία, λόγω συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής του αξιοποίνου της, τούτο, δηλαδή το ανωτέρω δικαστήριο της ουσίας ακυρώνοντας το ως άνω κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο, πριν τη συμπλήρωση πενταετίας από την τέλεση της παραπάνω αποδιδόμενης σ’ αυτό αξιόποινης πράξης, κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού του τελευταίου, αφενός χωρίς να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28, 111 παρ. 1 και 3, 112, 113 παρ. 1 και 2, 314 παρ. 1 του Π.Κ., όπως βασίμως διατείνεται ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της κρινόμενης αίτησής του για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων αντιστοίχως, αναιρετικοί λόγοι που είναι βάσιμοι, υπερέβη την από το νόμο εξουσία του και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου, για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, τελεσθείσα με παράλειψη, σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία, λόγω ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος που του επιδόθηκε και συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής του αξιοποίνου της.

VIII. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, κατά παραδοχή των λόγων της κρινόμενης αίτησης του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Θ’ του Κ.Ποιν.Δ., για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της πληττόμενης απόφασης, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, καθώς και υπέρβασης εξουσίας, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις διατάξεις της που αφορούν: α) την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο, και β) την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, που ασκήθηκε εναντίον του τελευταίου, για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, φερόμενη ως τελεσθείσα σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία Π Π του Γ, με παράλειψη, στην Καρδίτσα, το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, λόγω παραγραφής, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ’ αρ. ..../4-3-2022 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ..., ως προς τις διατάξεις της που αφορούν: α) την ακύρωση του υπό στοιχεία ..., κλητηρίου θεσπίσματος της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών .., που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο - κατηγορούμενο, … του ….. και της ….., κάτοικο …….. (οδός ….. αρ. ..), και β) την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, που ασκήθηκε εναντίον του αναιρεσίβλητου - κατηγορουμένου, για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, φερόμενη ως τελεσθείσα σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία …….. του ……., με παράλειψη, στην .., το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, λόγω παραγραφής.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενος μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που είχε δικάσει προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2022. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Νοεμβρίου 2022.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ Κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ  ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΑΙΤΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ  ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

Της πολιτικώς ενάγουσας …………, κατοίκου ……… με αδτ ………και ΑΦΜ ……..

Καρδίτσα  8-3-2022

Αξιότιμε κύριε Εισαγγελέα,

          Την ..-3-2022 δικάσθηκε, σε πρώτο βαθμό, από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο .. ποινική υπόθεση, που αφορούσε έγκλησή μου κατά των κατηγορουμένων 1) ………., μαιευτήρος- χειρούργου γυναικολόγου ιατρού. 2)  …….., ιατρού - αναισθησιολόγου, 3) …….., 4) ………., Ιατρού, 5)………, απάντων κατοίκων Καρδίτσας  για το έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υποχρέους δι` ενεργείας και παραλείψεως τελεσθείσα (ιατρική αμέλεια) σύμφωνα με το από 1-8-2020 κλητήριο θέσπισμα του κ. Εισαγγελέα Πλημ/κών ……... (ΑΒΜ …….., ΑΒΩ ……... Χρόνος τελέσεως από 26-8-16 έως 31-8-2016)

          Ήδη με την από 27-11-2016 έγκλησή μου, είχα δηλώσει νομότυπα παράσταση πολιτικής αγωγής εναντίον των κατηγορουμένων, χωρίς να αποβληθώ από την ποινική διαδικασία.

          Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως αμέσως παθούσα, καταστάσα μόνιμα ανάπηρη εκ των εγκληματικών ενεργειών και παραλείψεων των κατηγορουμένων ιατρών (ιππουριδική συνδρομή), δήλωσα-επανέλαβα, όπως και στις προηγηθείσες από αναβολή δικασίμους, νομότυπα και εμπρόθεσμα παράσταση πολιτικής αγωγής κατά των κατηγορουμένων προς υποστήριξη της κατηγορίας. Εναντίον της παράστασής μου, δεν προβλήθηκε καμιά αντίρρηση και δεν αποβλήθηκα από την ποινική δίκη.

           Ο συνήγορος του 1ου κατηγορουμένου κατά την έναρξη της συζήτησης, πρότεινε με αυτοτελή ισχυρισμό την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος   για το λόγο ότι εν τω μεταξύ, στην σχετική αστική αγωγή μου κατά των ιδίων κατηγορουμένων και εναγομένων ιατρών και κλινικαρχών με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά ιατρικής αμέλειας, εξεδόθη η με αρ. …./2021 οριστική απόφαση του ΜονΠρωτ. ……, η οποία δέχθηκε ότι η αρχική σωματική μου βλάβη προκλήθηκε κατά τη διαδικασία της αναισθησίας με επισκληρίδιο έγχυση για την επίτευξη του τοκετού, από τοξική φλεγμονή του αναισθητικού φαρμάκου στην αραχνοειδή μήνιγγα και όχι από τρώση νεύρου όπως αναφέρει δήθεν το κατηγορητήριο, κάτι που εμφανώς αφορά όχι τα στοιχεία της εγκυρότητας του κλητηρίου κατ` 321ΚΠΔ, αλλά την εξειδίκευση του λάθους της αμελούς συμπεριφοράς που θα προέκυπτε από την αποδεικτική διαδικασία. Τα ανωτέρω ανέπτυξε προφορικά. Επίσης και ότι δεν περιγράφεται σ` αυτό «ποια ήτο η ενδεικυόμενη θεραπεία ώστε να κριθεί τι ακριβώς παρέλειψα να πράξω και ποια θεραπεία δεν έδωσα στην φερόμενη ως παθούσα» .

          Συγκεκριμένα, το ακριβές περιεχόμενο του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού ο οποίος εδόθη γραπτώς, έχει επι λέξει ως εξής ήτοι:

«Ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος

(Πρώτου Κατηγορουμένου)

Το επιδοθέν σε εμε κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει τα κατά νόμο και δη τα κατά το άρθρο 321 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, οριζόμενα στοιχεία, ήτοι την ακριβή περιγραφή της πράξης δια την οποία κατηγορούμαι και ειδικώτερα κατηγορούμαι ότι από κοινού με τον αναισθησιολόγο ……, ενώ γνώριζα την βαρεία νευρολογική βλάβη της ……….., εν τούτοις παρέλειψα να την παραπέμψω στο ….. για την ενδεικνυόμενη θεραπεία με αποτέλεσμα να παρέλθει κρίσιμος χρόνος των πρώτων ωρών μετά την επέμβαση, οπότε η νευρολογική βλάβη κατέστη μόνιμη.

Ανεξαρτήτως του αβασίμου της αποδιδομένης σε εμε κατηγορίας, δεν περιγράφεται στο κλητήριο θέσπισμα ποια ήτο η ¨ενδεικνυόμενη θεραπεία¨  ώστε να κριθεί τι επακριβώς παρέλειψα να πράξω και ποια θεραπεία δεν έδωσα στην φερόμενη ως παθούσα.

Με την άνω παράλειψη το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο και απαράδεκτο και δέον να ακυρωθεί.»

          Όπως προκύπτει ευχερώς, διότι ενσωματώνεται αυτούσιος ο ανωτέρω ισχυρισμός, δεν υπογράφεται από κανέναν συνήγορο.

          Το δικαστήριο όμως, οίκοθεν  δέχθηκε, με σύμφωνη γνώμη της κ. εισαγγελέως της έδρας ότι, το κλήτηριο θέσπισμα είναι άκυρο όχι για τον ανωτέρω λόγο που πρότεινε ο 1ος κατηγορούμενος, αλλά για άλλον λόγο, ο οποίος όμως δεν προτάθηκε καθόλου από τον 1ο κατηγορούμενο, ήτοι διότι δεν αναφέρονται τάχα σ` αυτό οι ειδικές επιτακτικές διατάξεις του κώδικα της Ιατρικής δεοντολογίας που θεμελιώνουν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς ενέργεια του μαιευτήρα ιατρού, ήτοι αυτές που προβλέπουν την ειδική δήθεν και όχι γενική υποχρέωσή του μαιευτήρα ιατρού προς ενέργεια, ο οποίος, με βάση τα αναγραφόμενα περιστατικά στο κατηγορητήριο, «είχε αναλάβει ως εκ της θέσεώς του αυτής να με υποβάλει σε επέμβαση με καισαρική τομή, να οργανώσει πάραυτα την διακομιδή μου στο Νοσοκομείο, αφού γνώριζε ότι από την διενέργεια της τοπικής  αναισθησίας, προκλήθηκε βαρεία νευρολογική βλάβη σε μένα και ότι η καθυστέρηση αυξάνει γεωμετρικά τον κίνδυνο μονιμότητας και μακροχρονιότητας των νευρολογικών επιπλοκών».

          Σημειώνεται ότι ο 2ος κατηγορούμενος αναισθησιολόγος, βαρυνόμενος και αυτός, πλην των άλλων, με την ίδια ανωτέρω κατηγορία, ήτοι διότι παρέλειψε και αυτός να με παραπέμψει εγκαίρως στο νοσοκομείο αν και γνώριζε όλα τα ανωτέρω, δεν προέβαλε καμία ένσταση, ούτε και το δικαστήριο δέχθηκε αυτεπαγγέλτως γι` αυτόν όσα ανωτέρω περί ακυρότητας δέχθηκε για τον μαιευτήρα με την ίδια κατηγορία.

          Μετά ταύτα, με την με αρ. …./..-3-2022 απόφαση του το δικαστήριο ακύρωσε το κατηγορητήριο για τον 1ο κατηγορούμενο για τον ανωτέρω λόγο ακυρότητας και όχι γι` αυτόν που πρότεινε ο κατηγορούμενος μαιευτήρας και λόγω του χρόνου τελέσεως (από 26-8-16 έως 31-8-2016), έπαυσε οριστικά ποινική δίωξη γι` αυτόν. Ακύρωσε επίσης αυτό για τους 3,4,5 των κατηγορουμένων (κλινικάρχες) συνεπεία σχετικής ένστασής τους, γιατί τάχα δεν περιγράφονται τα στοιχεία της πράξης και έπαυσε και γι` αυτούς οριστικά ποινική δίωξη. Εν συνεχεία και για τον απομείναντα 2ο κατηγορούμενο αναισθησιολόγο, ανέβαλε για κρείσσονες αποδείξεις έτσι ώστε να κληθούν οι αναφερόμενοι σ` αυτήν, μάρτυρες. (για το ότι η ακύρωση του κλητηρίου θεσπίσματος μπορεί να είναι μερική, δηλ. να αφορά έναν μόνο από τους περισσότερους κατηγορούμενους,  ενώ ως προς τους λοιπόύς διατηρούνται οι συνέπειες της επίδοσης, μεταξύ των οποίων και η αναστολή της παραγραφής , ίδετε ΑΠ 1685/2017, ΑΠ 1261/2015 ΝΟΜΟΣ, Σεβαστίδης ΚΠΔ ν.4620/2019, τ. ιv, υπο 321.130 σελ. 81 όπου και νομολογία)

          Η παραπάνω απόφαση κατά το οριστικό σκέλος της  με το οποίο ακυρώθηκε το κλητήριο θέσπισμα για τον 1ο κατηγορούμενο ιατρό-μαιευτήρα και συναφώς έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, είναι ανέκκλητη για εμένα. (ΚΠΔ 368, 486 επ, 504)

          Ωστόσο το δικαστήριο με την ανωτέρω απόφαση του, ερμήνευσε και εφάρμοσε κατάφωρα εσφαλμένα το νόμο, ήτοι τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις  των άρθρων 15, 28, 314 παρ.1 εδ. α και 2, 111-113 ΠΚ, αλλά και ΚΠΔ 321 μη λαμβάνοντας υπόψη του τα αναγραφόμενα πραγματικά περιστατικά του κλητηρίου θεσπίσματος, δεν διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία  και υπερέβη την εξουσία του και για το λόγο αυτό, ήτοι διότι υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες της ΚΠΔ 510 στοιχ. Δ, Ε και Θ` με την παρούσα αίτησή μου ζητώ να ασκήσετε ΑΝΑΙΡΕΣΗ κατά της ανωτέρω υπ` αριθμ. …./..-3-2022 ανέκκλητης απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …., όπως έχετε νόμιμο δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 504, 505 ΚΠΔ, για τους ακόλουθους παραδεκτούς, νόμιμους, βάσιμους και αληθείς λόγους και συγκεκριμένα διότι:

          Το ανωτέρω από 1-8-2020 κλητήριο θέσπισμα για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεους του κ. Εισαγγελέα Πλημ/κών ….., που επεδόθη στον 1ο κατηγορούμενο εντός της πενταετίας από την τέλεση της πράξης (από 26-8-2016 έως 31-8-2016), έχει κατά τα πραγματικά του περιστατικά επι λέξει ως κάτωθι και διαλαμβάνει στο τέλος αυτών τις κάτωθι νομικές διατάξεις, ήτοι:

«Κατηγορούνται ως υπαίτιοι του ότι στην ….. κατά το χρονικό διάστημα από 26/08/2016 έως 31/8/2016, από αμέλεια τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης τους, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του αποτελέσματος αυτού. Συγκεκριμένα, ο πρώτος κατηγορούμενος ως ιατρός χειρουργός – μαιευτήρας – γυναικολόγος, ασκώντας ιατρικές πράξεις της ειδικότητάς του στην μαιευτική – γυναικολογική και χειρουργική κλινική με το διακριτικό τίτλο «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΜΑΙΕΥΤΗΡΙΟ …..», ο δεύτερος κατηγορούμενος ως ιατρός αναισθησιολόγος, συνεργαζόμενος με την ανωτέρω κλινική και οι Τρίτη, τέταρτος και Πέμπτη των κατηγορουμένων, με την ιδιότητα τους ως καταστατικών εκπροσώπων (Προέδρου, Διευθύνοντος Συμβούλου και μελών αντιστοίχως) της ανωτέρω κλινικής, προέβησαν στις ακόλουθες πράξεις και παραλείψεις που είχαν ως αποτέλεσμα να υποστεί σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας της η ……… Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος είχε αναλάβει, ως εκ της θέσεως του, να υποβάλει την ……, η οποία τον είχε επισκεφθεί προς τούτο, σε επέμβαση με καισαρική τομή προκειμένου να γεννήσει το πρώτο τέκνο της και είχε επιλέξει για την αναγκαία τοπική νάρκωση της τον δεύτερο κατηγορούμενο, η οποία πράγματι έλαβε χώρα σε χειρουργείο της ανωτέρω κλινικής την 26/08/2016, είχαν δε οι κατηγορούμενοι ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να διενεργήσουν την χειρουργική επέμβαση και να αντιμετωπίσουν την μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης τους που είναι καονώς παραδεδεγμένοι και συγκεκριμένα, είχαν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της μετεγχειρητικής πορείας της ασθενούς, να αξιολογήσουν τα συμπτώματα που ενδεχομένως αυτή παρουσίαζε σε συνδυασμό με τα ευρήματα των εργαστηριακών και κλινικών της εξετάσεων και να χορηγήσουν την δέουσα φαρμακευτική ή άλλη αγωγή προς αντιμετώπιση τυχόν επιπλοκών ή και άλλων παθήσεων που παρουσιάζονταν κατά την μετεγχειρητική της πορεία. Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι προέβησαν στην διενέργεια της καισαρικής τομής την 26/08/2016, όμως κατά την χορήγηση στην ……….. της επισκληριδίου αναισθησίας σε καθιστή θέση μέσω βελόνας <ΤΗΟΥ 18G> στο διάστημα μεταξύ των οσφυϊκών σπονδύλων Ο3 – Ο4, το δεξί πόδι της ……….. τινάχθηκε προς τα επάνω και άρχισε αμέσως να μουδιάζει χάνοντας η ίδια πλήρως την αίσθηση αυτού. Την ίδια ημέρα και μετά από μερικές ώρες από την διενέργεια της επέμβασης, η παθούσα άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα χειροτέρευσης της υγείας της (έντονους σπασμούς και στα δύο χέρια), τα οποία ανέφερε αμέσως στους κατηγορούμενους, οι οποίοι όμως δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια προς αποκατάσταση της υγείας της, ενώ, όταν στην συνέχεια η παράλυση και η αναισθησία στο δεξιό πόδι της επέμενε υπάρχουσα κατά τις βραδινές ώρες, γεγονός για το οποίο ενημερώθηκαν οι κατηγορούμενοι, οι τελευταίοι  αξιολόγησαν τα συμπτώματα ως περαστικά μη προβαίνοντας σε οποιαδήποτε ενδεδειγμένη ενέργεια. Την επόμενη ημέρα, ήτοι το Σάββατο 27/08/2016 και εφόσον τα συμπτώματα της παράλυσης και αναισθησίας περέμεναν ισχύοντα, οι κατηγορούμενοι κάλεσαν την ιατρό νευρολόγοι ………, η οποία – αφού εξέτασε κλινικά την παθούσα – διέγνωσε ότι εμφανίζει πάρεση δεξιού κάτω άκρου και υπαισθησία αυτού, καθώς και στο δεξί σκέλος κατάργηση αντανακλαστικού γόνατος και αχίλλειου, ενώ συνέστησε την διενέργεια <MRI OΜΣΣ>. Εν τούτοις, οι κατηγορούμενοι κάλεσαν ασθενοφόρο από το ιατρικό κέντρο …….., προκειμένου να υποβληθεί η παθούσα σε αξονική τομογραφία και όχι σε μαγνητική που είχε συστήσει ως ενδεικνυόμενη η ανωτέρω νευρολόγος. Σύμφωνα δε με από 27/08/2016 έγγραφο του ανωτέρω ιατρικού κέντρου, που συνέταξε η ιατρός – ακτινοδιαγνώστης …….., συνεστήθη περαιτέρω διερεύνηση με MRI, αλλά ουδόλως οι κατηγορούμενοι παρέπεμψαν την παθούσα στο αρμόδιο διαγνωστικό κέντρο προς μαγνητικής τομογραφίας. Την Δευτέρα 29/08/2016 διαπιστώθηκε αδυναμία ούρησης της παθούσας, η οποία δεν είχε αίσθηση του ελέγχου ούρησης και των γεννητικών της οργάνων, ενώ την Τρίτη 30/08/2016, διαπιστώθηκε ότι η παθούσα δεν είχε καμία αίσθηση ούτε και της ανάγκης κένωσης, εκτός της ούρησης και ότι επίσης, όπως και στην ούρηση, δεν μπορούσε να ελέγξει και την περιοχή του ορθού και πρωκτού για την λειτουργία αυτή, οπότε η παθούσα και ο σύζυγός της, - κατόπιν συστάσεων του ουρολόγου ……….., με τον οποίο ήρθαν σε επικοινωνία με δική τους πρωτοβουλία, - ζήτησαν από τους κατηγορούμενους να διώξουν άμεσα με παραπεμπτικό για μαγνητική τομογραφία στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο …….. Μόλις την επόμενη ημέρα, μετά την παρέλευση πέντε [5] και πλέον ημερών, ήτοι την Τετάρτη 31/08/2016, οδηγήθηκε με ασθενοφόρο η παθούσα στα ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ  του Γενικού Νοσοκομείου ………., όπου εξετάσθηκε από ιατρό – νευρολόγο, ο οποίος την παρέπεμψε επειγόντως στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ….., όπου και μεταφέρθηκε με το ίδιο ασθενοφόρο περί την 16.00 ώρα της ίδιας ημέρας. Στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο …….., μετά την άμεση διενέργεια των αναγκαίων εξετάσεως και συγκεκριμένα την διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας, η παθούσα εισήχθη εσπευσμένα στην νευρολογική κλινική, όπου και περέμεινε κλινήρης έως την 08/09/2016, ήτοι επί εννέα [9] ημέρες. Διαγνώστηκε ότι η παθούσα έπασχε από ιππουριδική συνδρομή λόγω αραχνοειδίτιδας του μυελικού κώνου και ιππουρίδας, η οποία προκάλεσε την αδυναμία και αναισθησία του (δε) κάτω άκρου, την αδυναμία ούρησης και κένωσης και την υπαισθησία δίκην σέλας στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Ειδικότερα, ο δεύτερος κατηγορούμενος προέβη στην διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο, καθόσον τραυμάτισε με την αιχμή της βελόνης τα νεύρα στην περιοχή του νύγματος, ήτοι τις κατώτερες οσφυϊκές και ιερές ρίζες 04 – 05 – 11 – 12 – 13 που πορεύονται παράλληλα προς το τελικό νημάτιο ωσάν τρίχες ουράς αλόγου (ιππουρίς) και επιπλέον διοχέτευσε επιπλέον μη ανδεικνυόμενη – τοξική ποσότητα αναισθητικού φαρμάκου (levobupivacaine), που επέφερε τοξική βλάβη στην αραχνοειδή μήνιγγα που περιβάλλει τον μυελικό κώνο, στην ιππουρίδα και στις νωτιαίες ρίζες, ενέργειες οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την παραλυσία και αναισθησία στο δεξιό πόδι της παθούσας, στα γεννητικά όργανα και την αδυναμία ούρησης και αφόδευσης. Στην συνέχεια όμως, οι κατηγορούμενοι, ενώ γνώριζαν ότι προκλήθηκε βαρεία νευρολογική βλάβη στην παθούσα και ότι η καθυστέρηση αυξάνει γεωμετρικά τον κίνδυνο μονιμότητας και μακροχρονιότητας των νευρολογικών επιπλοκών και συμπτωμάτων εξαιτίας της φύσεως της νευρολογικής βλάβης, είχαν δε την υποχρέωση να παρακολουθούν επισταμένως την πορεία της υγείας και την εξέλιξη της μετεγχειρητικής καταστάσεως της ασθενούς παραπέμποντας την στους αρμόδιους για την αποκατάσταση της υγείας της ιατρούς και υποβάλλοντας την στην διενέργεια των ενδεδειγμένων ιατρικών εξετάσεων, ωστόσο οι κατηγορούμενοι, ενώ όφειλαν πάραυτα να οργανώσουν την διακομιδή της παθούσας από την ιδιωτική κλινική στο κατάλληλο νοσοκομείο, ενημερώνοντας επαρκώς τους ιατρούς που θα αναλάμβαναν την περαιτέρω αντιμετώπιση της καταστάσεως της και ειδικότερα τους ιατρούς του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου ….., όπου στη συνέχεια μεταφέρθηκε η ασθενής, αντίθετα οι ίδιοι διατείνονταν ότι δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα και ότι η επέμβαση εξελίχθηκε ομαλά, καθησυχάζοντας την παθούσα και αξιολογώντας την κατάσταση της υγείας της ως μη χρήζουσας άμεσης ιατρικής φροντίδας, παρέλειψαν δε να την παραπέμψουν άμεσα και χωρίς καθυστέρηση στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο …… για την ενδεικνυόμενη θεραπεία, με αποτέλεσμα να παρέλθει έτσι ο κρίσιμος χρόνος των πρώτων ωρών μετά την επέμβαση, οπότε και η νευρολογική βλάβη που υπέστη η παθούσα κατέστη μη αναστρέψιμη, η δε βαρεία σωματική βλάβη της κατέστη μόνιμη.

Η πράξη προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 1, 14, 15, 16, 18, 26εδ.β, 28, 51, 53, 55, 57, 79, 80, 81, 314 § 1εδ.α&2 Π.Κ.»    

          Το κατηγορητήριο λοιπόν με το ανωτέρω περιεχόμενο περιείχε όλα τα κατ` ΚΠΔ 321 και άρθρο 6 ΕΣΔΑ στοιχεία για το αποδιδόμενο έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια τελεσθείσας με παράλειψη (ΠΚ 28, 15,314).

          Γιατί σ` αυτό αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά...

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ +++++

ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός………………………

                                  ΕΚΘΕΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

Στην  ++++ και στο κατάστημα του Πρωτοδικείου ++++++++ (γραφείο Ποινικού Τμήματος), σήμερα την                                  , ημέρα

               και ώρα   ενώπιον τ   γραμματέως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ++++++++ που εξέδωσε την απόφαση

                                       εμφανίσθηκε ο +++++++++ του +++++++, που γεννήθηκε στην +++++++ την +++++ κάτοικος +++++, (οδός +++++++++), κάτοχος του με αριθμό Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας Α.Δ.Τ. ++++++ που εξεδόθη την +++++ από το +++++++, επαγγέλματος ελεύθερος επαγγελματίας, με ΑΦΜ ++++ Δ.Ο.Υ. ++++ και ΔΗΛΩΣΕ ότι ασκεί αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της με αριθμό ++++ καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου +++++ (δικάσαντος ως Εφετείου), δικάσιμου +++++, που καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο με αύξοντα αριθμό ++ την +++++, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης ++ μηνών την οποία ανέστειλε επι τριετία καθώς και στα δικαστικά έξοδα και ζήτησε την ακύρωση και εξαφάνιση της ανωτέρω απόφασης και την απαλλαγή του από κάθε κατηγορία και ποινή, για τους παρακάτω νόμιμους, βάσιμους και αληθείς λόγους και για όσους επιφυλάσσεται να προσθέσει εν καιρώ:

                                    

                                ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

          Με το από ++++ κλητήριο θέσπισμα του κ. εισαγγελέως Πλημ/κών +++++ (ΑΒΜ +++++++) κλήθηκα ως κατηγορούμενος να δικαστώ στο Μονομελές Πλημ/κείο +++++++ ως υπαίτιος φυσικός αυτουργός «του ότι, στη διακατεχόμενο δάσος +++++ περιφέρειας +++++ του Δήμου +++++ κατά το χρονικό διάστημα 25-6-2015 έως 7-9-2015, προέβη σε υλοτομία προξενώντας ζημιά, η οποία υπερβαίνει τα 300€, χωρίς σχετική άδεια υλοτομίας και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο προέβη σε παράνομη υλοτομία ιστάμενων ατόμων ελάτης διαστάσεως 30cm – 40cm και δρυός διαστάσεως 16,24cm δυνάμει να αποδώσουν α) 98,07 Κ.Μ. τεχνικής ξυλείας ελάτης β) 144,264 Χ.Κ.Μ. καυσόξυλα ελάτης και γ) 41,58 Χ.Κ.Μ. καυσόξυλα δρυό, προξενώντας ζημιά ανερχόμενη στα 8.878,38€, άνευ αδείας υλοτομίας της αρμόδιας αρχής, και τοι τούτο απαγορεύεται.

Για παράβαση των άρθρων : 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26§1α, 27§ 1, 51, 53, 57, 61, 63, 79 Π.Κ., άρθρ. 268§§1β΄, 2 Ν.Δ.86/69, σε συν. με 382§§2α΄, 1 Π.Κ. »   

          Παρόντος εμού εξεδόθη η πρωτόδικη με αρ. +++++++ απόφαση του ανωτέρω Μονομελούς Πλημ/κείου που με έκρινε ένοχο των αποδιδόμενων ανωτέρω πράξεων και μου επέβαλε ποινή φυλάκισης 8 μηνών την οποία ανέστειλε επι τριετία καθώς και τα δικαστικά έξοδα.

          Άσκησα νόμιμα και εμπρόθεσμα την από +++++ με αρ. έκθεσης ++ έφεσή μου κατά της ανωτέρω απόφασης απευθυνόμενη προς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο +++++. Επί της εφέσεώς μου αυτής, εκδόθηκε  παρόντος εμού η με αρ. ++++  προσβαλλομένη απόφαση που κατά το διατακτικό της με κήρυξε ένοχο παράνομης υλοτομίας. Μου επέβαλλε δε μετά ταύτα ποινή φυλάκισης 8 μηνών που ανέστειλε επι τριετία και με καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα.

 

ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ

         

          Κατά το αιτιολογικό της-σκεπτικό, η προσβαλλομένη απόφαση οδηγήθηκε στην ανωτέρω καταδικαστική κρίση της, δεχόμενη ότι είμαι φυσικός αυτουργός της πράξεως της παράνομης υλοτομίας. Συγκεκριμένα δέχθηκε ότι «Κατά τη διάταξη του άρθρου 85 § 1 εδ. α΄ του ν. 86/1969 "Δασικός Κώδικας", "ουδείς υλοτόμος δύναται να υλοτομήση, κατασκευάση ή συλλέξη δασικά προϊόντα εκ δημοσίων ή μη δασών, προς εμπορίαν ή ατομικάς ανάγκας εάν δεν εφοδιασθή προηγουμένως δι΄ αδείας υλοτομίας". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 268 του ιδίου νόμου με τίτλο Παράνομη υλοτομία και μεταφορά δασικών προϊόντων - Παράνομη κλαδονομή - Παράβαση αστυνομικών διατάξεων : 1. α) Ο οπωσδήποτε βλάπτων δάσος ή δασική έκταση ή προξένων οποιαδήποτε φθορά, β) ο υλοτόμων, κατασκευάζων ή συλλέγων δασικά προϊόντα χωρίς άδεια υλοτομίας ή έγκριση ατελούς υλοτομίας ή εγκατάσταση από τη δασική αρχή, προκειμένου δε περί μη δημοσίων δασών, και χωρίς αδεία του ιδιοκτήτη ή του διακατόχου του δάσους, όπου απαιτείται τέτοια άδεια, γ) ο υλοτόμων, κατασκευάζων ή συλλέγων δασικά προϊόντα δυνάμει αδείας ή έγκρισης ατελούς υλοτομίας της δασικής αρχής ή αδείας και του ιδιοκτήτη, προκειμένου περί μη δημοσίου δάσους, κατά τρόπο αντιβαίνοντα στις περί του τρόπου υλοτομίας, κατασκευής ή συλλογής δασικών προϊόντων διατάξεις, δ) ο μεταφέρων δασικά προϊόντα πριν την εξέλεγξη ή μετά από αυτήν από τον τόπο της εξέλεγξης στον τόπο της πρώτης αποθήκευσης ή από αυτόν αλλού χωρίς θεώρηση ή εξόφληση του πρωτοκόλλου εξελέγξεως του δελτίου μεταφοράς δασικών προϊόντων ή της αδείας υλοτομίας, στις περιπτώσεις όπου δεν συντάσσεται πρωτόκολλο εξέλεγξης, για το μεταφερόμενο ποσό, ε) ο μεταφέρων δασικά προϊόντα, πλέον των επιτρεπομένων να μεταφερθούν, σύμφωνα με τα ως άνω έγγραφα μεταφοράς, καθώς και ο κάτοχος των παρανόμως μεταφερόμενων δασικών προϊόντων, εφόσον ειδικές διατάξεις του παρόντος κώδικα δεν ορίζουν άλλως, τιμωρούνται με πρόστιμο ή κράτηση ή και με αμφότερες τις ποινές αυτές, εάν από την παράβαση δεν επήλθε καμία ζημία ή η προξενηθείσα δεν υπερβαίνει τα 300 ευρώ. «στ. ο μεταφέρων δασικά προϊόντα, τα οποία έχουν υλοτομηθεί ή συλλεχτεί χωρίς τις απαιτούμενες άδειες». ***Η περ.στ` προστέθηκε με το άρθρο 48 παρ.3 του Ν.4280/2014, ΦΕΚ Α 159/8.8.2014. 2. Εάν η ζημία υπερβαίνει τα 300 ευρώ, ο παραβάτης τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 381 και 382 του Ποινικού Κώδικα. Ως επιβαρυντική περίπτωση θεωρείται, εάν το δάσος είναι δημόσιο. Σε όσους αγοράζουν την παρανόμως υλοτομημένη ξυλεία για περαιτέρω εμπορία επιβάλλεται από την αρμόδια οικονομική αρχή πρόστιμο ίσο με την πενταπλάσια αξία μεταπώλησης του προϊόντος, το οποίο εισπράττεται κατά τα ισχύοντα για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Σε περίπτωση υποτροπής αφαιρείται η άδεια λειτουργίας της επιχείρησης για 2 μήνες. 3. Ο υπαίτιος των πράξεων των περιπτώσεων β` έως και ε` της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη αν η προξενηθείσα από την τέλεση αυτών στο δάσος ζημία υπερβαίνει τα 10.000 ευρώ. 4. Οι παραβάτες των δασικών αστυνομικών διατάξεων τιμωρούνται με πρόστιμο ή κράτηση, εκτός εάν η από την παράβαση των ως άνω διατάξεων προκύψασα ζημία είναι μεγαλύτερη των 300 ευρώ, οπότε τιμωρούνται με τις ποινές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. 5. Με τις ποινές των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου τιμωρούνται και οι παραβάτες των περί κλαδονομής διατάξεων του άρθρου 112. Η κλαδονομή εντός δημοσίων, δημοτικών ή κοινοτικών δασών θεωρείται ως επιβαρυντική αιτία. 6. Οποιαδήποτε διάταξη ρυθμίζει τα θέματα του παρόντος άρθρου κατά διάφορο τρόπο καταργείται.»

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης στο ακροατήριο οι οποίες περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως (και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως) αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος τυγχάνει επαγγελματίας υλοτόμος μίσθωσε από τους ιδιοκτήτες του διατεχόμενου δάσους +++++ της περιφέρειας ++++++++++ του Δήμου +++++++++ δυνάμει του από 18-3-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού, τμήματα του δάσους αυτού, ήτοι τα 2α, 2γ, 1 ως αυτά εμφανίζονται στην διαχειριστική έκθεση περιόδου 2013 έως 2017 αντί μισθώματος 12.600 ευρώ, προκειμένου να τα υλοτομήσει μετά από λήψη της νόμιμης προς τούτο άδειας από το αρμόδιο Δασαρχείο. Μετά την λήψη νόμιμης άδειας και την εγκατάστασή του σε αυτό συνταχθέντος προς τούτο του με αριθμό +++++++ πρωτοκόλλου εγκαταστάσεως υλοτομίας ο κατηγορούμενος προέβη σταδιακά σε υλοτομία της συστάδας 2γ αυτού. Με βάση το σχετικό πρωτόκολλο εγκατάστασης, τα προσημασμένα δέντρα ελάτης και δρυός με σφύρα Υ και αυτά που με βάση την δοθείσα άδεια μπορούσε να υλοτομήσει ο κατηγορούμενος ήταν: 207 άτομα ελάτης, 215 κ.μ. και 190 άτομα δρυός, 48,51 κ.μ ή 24,28 τόνους ξυλείας. Στις 4-8-2015 συνετάγη από τους δασολόγους +++++++ και ++++++++ και τον δασοκόμο του Δασαρχείου ++++++++, μερικό πρωτόκολλο εξελέγξεως δασικών προϊόντων των ήδη υλοτομηθέντων δέντρων από τον κατηγορούμενο και ελήφθησαν από αυτόν 62,18 κ.μ. στρογγυλής ξυλείας ελάτης, 21,46 καυσόξυλα ελάτης και 11,63 τόνοι καυσόξυλα δρυός. Ωστόσο μετά την σύνταξη του ως άνω μερικού πρωτοκόλλου εξελέγξεως δασικών προϊόντων και τον γενόμενο στα πλαίσια αυτού έλεγχο, ο κατηγορούμενος προέβη στην υλοτόμηση όχι μόνο των προσημασμένων με το γράμμα «Υ» και με τη σφραγίδα των αρμοδίων υπαλλήλων του Δασαρχείου δέντρων αλλά και ετέρων δέντρων, στα οποία είχε προβεί μόνος του σε χάραξη του γράμματος «Υ» με τσεκούρι ως ο ίδιος παραδέχθηκε. Η ενέργεια αυτή του κατηγορουμένου διαπιστώθηκε στις 7-9-2015 από τους αρμόδιους δασάρχες, Μετά από καταμέτρηση των παρανόμων προσημασμένων ατόμων δρυός και ελάτης από τον ++++++, παρουσία και των δασοφυλάκων ++++, ++++++ και ++++++++, ευρέθη ότι τα παρανόμως υλοτομηθέντα άτομα ελάτης ήταν διαμέτρου από 30-40 cm συνολικού ξυλώδους όγκου 180 κ.μ. και τα αντίστοιχα άτομα δρυός ήταν διαμέτρου 16,24 cm, συνολικού ξυλώδους όγκου 24 κ.μ. Μετά από ενημέρωση του κατηγορουμένου να σταματήσει κάθε υλοτομική εργασία οι αρμόδιοι υπάλληλοι προέβησαν σε κατάσχεση 98,07 κ.μ. τεχνικής ξυλείας ελάτης και 144,264 χκμ καυσόξυλα ελάτης και 41,5 χ.μ.ν. καυσόξυλα δρυός. Ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ότι η εκ μέρους του υλοτόμηση ατόμων εκτός των προσημασμένων ήταν αναγκαία, διότι εξαιτίας του επικλινούς εδάφους προκειμένου να προστατευθούν οι εργάτες του από την πτώση δέντρων, έπρεπε να υλοτομηθούν και επιπλέον δέντρα και ότι ο λόγος που ο ίδιος προέβαινε σε χάραξη με το γράμμα Υ με τσεκούρι ήταν προκειμένου εν τέλει να ενημερώσει το δασαρχείο για να αφαιρεθεί η ξυλεία των δέντρων αυτών από τα προσημασμένα. Ότι πολλά από τα δέντρα αυτά αναγκάσθηκε να τα υλοτομήσει καθώς έσπασαν από την πτώση άλλων δέντρων και θα ήταν επικίνδυνο να τα αφήσει. Ο ισχυρισμός του αυτός, τον οποίο ο κατηγορούμενος εκτιμά ως «κατάσταση ανάγκης» η οποία αίρει το άδικο της πράξης του, πρέπει να απορριφθεί καθώς ως αποδείχθηκε ο κατηγορούμενος τυγχάνει ιδιαίτερα έμπειρος υλοτόμος, γνωρίζων ότι προ κάθε όμοιας ενέργειας όφειλε να ενημερώσει το δασαρχείο και όχι να προβεί ο ίδιος σε παράνομη χάραξη των υλοτομηθέντων δέντρων. Εξάλλου προ της μίσθωσης της έκτασης αυτής για υλοτομία είχε επισκεφθεί επιτοπίως την περιοχή μαζί και με τους αρμόδιους δασάρχες και ήλεγξαν και προέβησαν σε σήμανση των δέντρων προς υλοτομία, λαμβάνοντας υπόψη και το επικλινές έδαφος. Ως αποδείχθηκε ο κατηγορούμενος ουδέποτε ενημέρωσε το δασαρχείο ή τον ιδιοκτήτη, για την υλοτομία εκ μέρους του δέντρων εκτός των προσημασμένων, αλλά προέβη στην πράξη του για την οποία κατηγορείται μετά την μερική εξέλεγξη σε χρόνο δηλαδή που πίστευε ότι δεν θα πραγματοποιείτο άμεσα νέος έλεγχος. Οι δε αρμόδιοι δασικοί υπάλληλοι διαπίστωσαν μόνοι τους τι είχε συμβεί μετά από επιτόπιο έλεγχο ως κατέθεσε ο εξ’ αυτών ++++++++. Με βάση τη σχετική μήνυση των δασικών υπαλλήλων και τα όσα εξέθεσαν αυτοί ενόρκως στο ακροατήριο, η ζημία εκ της πράξεως του κατηγορουμένου ανέρχεται στο ποσό των 8.878,58, ευρώ. Ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι εν προκειμένω, ότι πρόκειται περί πολύ μικρότερης ζημίας καθώς ο ίδιος με βάση το πρωτόκολλο εγκατάστασης όφειλε να λάβει επιπλέον καυσόξυλα και συνεπώς έπρεπε η αξία αυτών να αφαιρεθεί από την αξία των κατασχεθέντων. Ακόμη ισχυρίζεται ότι οι δασικοί υπάλληλοι προέβησαν στην κατάσχεση και δασικών προϊόντων δέντρων που εδύνατο νομίμως να υλοτομήσει χωρίς να αφαιρέσουν την αξία αυτών. Τέλος ισχυρίσθηκε ότι κατόπιν εφαρμογής είτε της διάταξης του άρθρου 381 ΠΚ υπό την προγενέστερη μορφή του, είτε μετά το νέο ΠΚ της νέας διάταξης του άρθρου 378 ΠΚ και δεδομένου ότι και με το κατηγορητήριο περιγράφεται απλή φθορά ξένης ιδιοκτησίας, η οποία επιφέρει ποινή φυλάκισης έως δύο έτη, κατόπιν εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 του Ν. 4111/2016 το δικαστήριο πρέπει να παύσει υπό όρους την ποινική δίωξη. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ως προς το σκέλος του που αφορά το ύψος της πραγματικής ζημίας εκ της πράξης του τυγχάνει κατ’ αρχήν αόριστος ως εκτίθεται, καθώς ο κατηγορούμενος δεν εκθέτει ποια θεωρεί ο ίδιος ότι είναι η πραγματική ζημία εκ της υλοτομίας των μη προσημασμένων δέντρων, δηλαδή τι αξία θα είχαν τα δασικά προϊόντα των ατόμων που δεν εδικαιούτο να κόψει και τι ακριβώς ζημία επήλθε εκ της πράξης του αυτής. Ωστόσο με τον ισχυρισμό του περί εφαρμογής του άρθρου 381 παρ.1 ΠΚ υπό την προγενέστερη μορφή του (δηλαδή προ της εισαγωγής με το Ν. 4619/2019 του νέου ποινικού κώδικα) ο κατηγορούμενος συνομολογεί ότι η αξία της ζημίας εκ της παράνομης πράξης του ήταν μεγαλύτερη των 300 ευρώ. Η δε τελική ζημία εκ της πράξης του, η οποία θα υπολογισθεί στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια στα οποία έχει προσφύγει ο κατηγορούμενος δεν απαιτείται να περιγράφεται εν προκειμένω στο κατηγορητήριο, ούτε αναιρεί την ποινική του ευθύνη. Επίσης ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί εφαρμογής του Ν. 4111/2016 τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος και τούτο διότι, εν προκειμένω ο κατηγορούμενος κατηγορείται κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 268 ΝΔ 86/69 σε συνδυασμό και με τα άρθρα 381 και 382 παρ.2α,1 ΠΚ για διακεκριμένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας, ήτοι για φθορά άνω των 300 ευρώ γενόμενη σε πράγμα που χρησιμεύει για κοινό όφελος και δη σε δάσος. Ως πράγμα χρησιμεύον σε κοινό όφελος νοείται κάθε δάσος, ακόμη και το διακατεχόμενο από ιδιώτη. Εν προκειμένω, όλα τα στοιχεία της ως άνω κατηγορίας αποδείχθηκαν καθώς ο κατηγορούμενος προέβη ως προαναφέρθηκε σε διακατεχόμενο δάσος σε υλοτομία σε ορισμένα δέντρα χωρίς άδεια της αρχής, πράξη από την οποία επήλθε φθορά ιδιοκτησίας η οποία επέφερε ζημία με βεβαιότητα άνω των 300 ευρώ με αποτέλεσμα η πράξη του κατηγορουμένου να μην εμπίπτει σε καμία περίπτωση στη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 4111/2016 ως εκ του χρόνου τελέσεώς της ως εκθέτει ο κατηγορούμενος, καθώς πρόκειται για πράξη που με βάση το νέο Ποινικό Κώδικα και δη το άρθρο άρθρο 378 ΠΚ παρ.2 αυτού τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών, ενώ με βάση την παλαιά μορφή της διάταξης του άρθρου 382 παρ.2α -382 παρ. 1 ΠΚ, (προ της εισαγωγής δηλαδή του νέου ΠΚ), η οποία τυγχάνει εφαρμοστέα ως επιεικέστερη εν προκειμένω, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Συνεπώς και απορριπτομένων όλων των ισχυρισμών του κατηγορουμένου πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος. Περιστατικά δε αναγνώρισης στον κατηγορούμενο των ελαφρυντικών περιστάσεων των άρθρων 83 παρ.2β και δ ΠΚ δεν αποδείχθηκαν εν προκειμένω κατά την κρίση του δικαστηρίου και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός του, ο οποίος άλλωστε υπεβλήθη όλως αορίστως.»  

          Μετά δε ταύτα κατά το διατακτικό της με κήρυξε ένοχο του «ότι στο διακατεχόμενο δάσος +++περιφέρειας ++++++ του Δήμου +++++ κατά το χρονικό διάστημα 25-6-2015 έως 7-9-2015, προέβη σε υλοτομία προξενώντας ζημιά, κ οποία υπερβαίνει τα 300€, χωρίς σχετική άδεια υλοτομίας- και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο προέβη σε παράνομη υλοτομία ιστάμενων ατόμων ελάτης διαστάσεως 30cm – 40cm και δρυός διαστάσεως 16,24cm δυνάμει να αποδώσουν α) 98,07 Κ.Μ. τεχνικής ξυλείας ελάτης β) 144,264 Χ.Κ.Μ. καυσόξυλα ελάτης και γ) 41,58 Χ.Κ.Μ. καυσόξυλα δρυός, προξενώντας ζημιά ανερχόμενη στα 8.878,38 €, άνευ αδείας υλοτομίας της αρμόδιας αρχής, και τοι, τούτο απαγορεύεται.»

                                1ος ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

         

ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΣ. ΕΚ ΠΛΑΓΙΟΥ ΠΑΡΑΒΑΣΗ-ΕΛΛΕΙΨΗ ΝΟΜΙΜΗΣ ΒΑΣΗΣ. (510 παρ.1 περ`.Ε` ΚΠΔ).

          Η προσβαλλόμενη απόφαση ψευδώς ερμήνευσε και εν συνεχεία εσφαλμένως εφάρμοσε το νόμο, δηλ. την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 268 παρ. 1 β`, και 2 σε συνδυασμό με 383 παρ. 2α`, 1, 381 ΠΚ, οδηγούμενη στην κατάφαση του αξιοποίνου του αδικήματος της παράνομης υλοτομίας, δεχθείσα ότι « Η πράξη (όπως δέχθηκε τα πραγματικά της περιστατικά ως αληθινά) για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων….268 παρ. 1 β`, και 2 σε συνδυασμό με 383 παρ. 2α`, 1, 381 ΠΚ».

          Δέχθηκε δηλ. κατά την ερμηνεία της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφάρμοσε, ότι πληρούται κατά νόμω η ειδική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της παράνομης υλοτομίας, εκ της οποίας η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει τα 300€ (πράξη για την οποία με κήρυξε ένοχο), όταν απλά υφίσταται η (μυϊκή) πράξη της υλοτομίας χωρίς την σχετική άδεια υλοτομίας του Δασαρχείου, χωρίς άλλο τι.

          Όμως έτσι απέδωσε στο νόμο διαφορετική έννοια από αυτή που πραγματικά έχει, δηλ. τον παρερμήνευσε διότι:

          Στο άρθρο 85.1 του Ν.Δ 86/69 (Δασικός Κώδιξ), ορίζεται ότι «ουδείς υλοτόμος δύναται να υλοτομήσει, κατασκευάσει ή συλλέξει δασικά προϊόντα εκ δημοσίων ή μη δασών, προς εμπορία ή ατομικάς ανάγκας, εάν δεν εφοδιαστεί προηγουμένως δι`  αδείας υλοτομίαςΚατ’ εξαίρεση δεν απαιτείται άδεια υλοτομίας εις τας υπό των άρθρων 177 και 178 προβλεπομένας περιπτώσεις». Στο δε άρθρο 66 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι «1. Δασικαί αστυνομικαί διατάξεις των δασαρχών, εκδιδόμεναι εγκρίσει του νομάρχου μετά γνώμην του περιφερειακού διευθυντού δασών, δύναται διά λόγους δασοπονικούς, προστατευτικούς, τουριστικούς, αισθητικούς και εν γένει κοινής ωφελείας να ρυθμίσουν ή περιορίσουν μέχρι πλήρους απαγορεύσεως κατά χώρον, χρόνον και τρόπον ως και κατά ξυλευόμενα χωρία, κωμοπόλεις και πόλεις πάσαν άνευ αδείας υλοτομίαν, συλλογήν ή κατασκευήν δασικών προϊόντων κατά τας διατάξεις των άρθρων 177 και 178 ως και την υλοτομίαν, κλάδευσιν ή εκρίζωσιν παντός δένδρου, θάμνου, φρυγάνου και χόρτου φυομένων εντός γεωργικώς ή δενδροκομικώς καλλιεργουμένων εκτάσεων, χορτολιβαδίων, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων και δασών δημοσίων ή μη…3. Δια διαταγμάτων ορίζονται αι απαιτούμεναι αστυνομικαί διατάξεις δια τον κανονισμόν της υλοτομίας, συλλογής ή κατασκευής δασικών προϊόντων και πάσης καρπώσεως δάσους, δια τας προθεσμίας και λοιπάς λεπτομερείας τας αναφερομένας εις τους πίνακας υλοτομίας τα πρωτόκολλα εγκαταστάσεως των υλοτόμων εις το δάσος, τους όρους της συγγραφής των υποχρεώσεων των εργολάβων υλοτομίας εντός δημοσίων δασών, τα πρωτόκολλα εξελέγξεως των δασικών προϊόντων καθώς και πάσαν άλλην λεπτομέρειαν εν γένει.  4. Αι δασικαί αστυνομικαί διατάξεις ισχύουν μόνον μετά την, επιμέλεια του δασάρχου, δημοσίευσιν αυτών δια τοιχοκολλήσεως εις το δημοτικόν ή κοινοτικόν κατάστημα των οικείων πόλεων, κωμοπόλεων και χωρίων. Ο αρμόδιος δασάρχης μεριμνά δια την ευρύτεραν τούτων δημοσιότητα, είτε δια του τύπου είτε δι` άλλου προσφόρου τρόπου.». Στο άρθρο 177 ΔΚ «Ατελείς και άνευ αδείας υλοτομίαι.», ορίζεται ότι «1. Ατελώς και άνευ αδείας υλοτομούνται, συλλέγονται ή κατασκευάζονται:  α)…β)…γ)…δ)…ε)…στ)» και αναφέρει τις διακρίσεις, ενώ στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι « 2. Αι περί ων η προηγουμένη παράγραφος υλοτομίαι δύνανται να ρυθμισθούν ή περιορισθούν μέχρι πλήρους απαγορεύσεως κατά χώρον, χρόνον και τρόπον, κατά τα εν άρθρω 66 οριζόμενα.». Επίσης το άρθρο 178ΔΚ «Τοπικαί ατέλειαι» που ρυθμίζει στην παρ.1 τις περιπτώσεις υλοτομίας άνευ αδείας, στην παράγραφο 2 ορίζει ότι «2. Διά τας υλοτομίας της προηγουμένης παραγράφου ισχύουν, όσον αφορά εις τας δυναμένας να εκδοθούν αστυνομικάς δασικάς διατάξεις τα εν άρθρω 66 οριζόμενα.». Ενώ κατ` άρθρο 268.1β Δασικού Κώδικα, τελεί την πράξη της παράνομης   υλοτομίας, «ο υλοτόμων… χωρίς άδεια υλοτομίας ή έγκριση ατελούς υλοτομίας ή εγκατάσταση από τη δασική αρχή, προκειμένου δε περί μη δημοσίων δασών, και χωρίς αδεία του ιδιοκτήτη ή του διακατόχου του δάσους, όπου απαιτείται τέτοια άδεια»

          Από το συνδυασμό των παραπάνω άρθρων του ιδίου Κώδικα, συνάγεται ότι καυσόξυλα υλοτομούνται και συλλέγονται, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει εκδοθεί αντίθετη δασική αστυνομική διάταξη, ατελώς και χωρίς άδεια της δασικής αρχής. Δεν υπάρχει δηλαδή αξιόποινο υλοτομίας καυσοξύλων κατ` 268,1.β`ΔΚ, εφόσον δεν έχει εκδοθεί αντίθετη αστυνομική διάταξη (για τον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο) και η υλοτομία και συλλογή των καυσοξύλων είναι ελεύθερη, ατελής και χωρίς άδεια της δασικής αρχής. Περιορισμοί υπάρχουν ως προς τη  ποσότητα και διακίνηση των συλλεγέντων ανάλογα με το εάν προέρχονται από δημόσια ή ιδιωτικά δάση. Περαιτέρω, κάθε αστυνομική-δασική διάταξη ισχύει μόνο μετά την με επιμέλεια του δασάρχη τοιχοκόλληση και ανάγνωση αυτής (άρ.66 ΝΔ 86/69).

Αριθμός 1309/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Βιολέττας Κυτέα), Αγγελική Αλειφεροπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Δημήτριο Τζιούβα και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις ++, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ++, κατοίκου ++, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Βρόντο, για αναίρεση της υπ'αριθ++ αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον «ΕΘΝΙΚΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ (Ε.Ο. Π.Υ.Υ.), που εκπροσωπείται νόμιμα και ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, από την πληρεξούσια δικηγόρο του ++.

Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από ++ αίτησή του αναιρέσεως και στους από ++ προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ++.

Αριθμός 451/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις ++, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ++, κατοίκου ++, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ++, για αναίρεση της υπ'αριθ. ++ αποψάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ++, κάτοικο ++, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βρόντο Ανδρέα.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από ++ αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ++.

Αφού άκουσε

Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

08 Φεβρουαρίου 2016 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις Ποινικών αποφάσεων και βουλευμάτων

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Του πολιτικώς ενάγοντος ++ του ++, κάτοικου ++, οδός ++, με αδτ ++ και ΑΦΜ ++ Δ.Ο.Υ ++

ΚΑΤΑ

Του αναιρεσείοντος ++ του ++ και της ++, κάτοικου ++.

Καρδίτσα ++

          Επί της συζητουμένης ενώπιόν σας την ++ από ++ αίτησης αναίρεσης (με αρ. κατ. ++ και αρ.πιν.++) του καταδικασθέντος ++ κατά της με αρ. ++ αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θες/νίκης, ως Εφετείου, επάγομαι τα εξής:

                                                  I

          Ο κατηγορούμενος ενώπιον του Εφετείου, όπως επισκοπείται από την ανάγνωσή της αναιρεσιβαλλομένης, δεν υπέβαλε κανένα αίτημα για ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση της με αρ. ++ ένορκης βεβαίωσης. Ειδικότερα δεν έπραξε τούτο ούτε όταν προέβαλε τον «αυτοτελή ισχυρισμό» του, καταχωρηθέντα στα πρακτικά, αφού σ` αυτόν δεν απαντάται κανένα τέτοιο αίτημα, παρά μόνο αξιολογείται επι της ουσίας η υπόθεση και προβάλλονται αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί, για τους οποίους ισχυρισμούς (και όχι αίτημα για ανάγνωση εγγράφου), όπως προκύπτει, και ο κ. Εισαγγελέας και το Δικαστήριο επιφυλάχθηκαν να απαντήσουν, ούτε όταν, μετά την εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης, αναγνώστηκαν τα έγγραφα που προσκόμισαν οι διάδικοι. Μάλιστα ρητά επισκοπείται στα πρακτικά της προσβαλλομένης ότι στο στάδιο αυτό, «η πρόεδρος ρώτησε…και τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου αν έχουν και άλλα προς ανάγνωση έγγραφα…», τούτος δε ζήτησε να αναγνωστούν τα αναφερόμενα και καταγραφέντα στο σχετικό χωρίο, στα οποία όμως δεν περιλαμβάνεται η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση. Συνεπώς δεν υπήρξε ποτέ αίτημα για ανάγνωση αυτού του εγγράφου.

29 Σεπτεμβρίου 2015 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις Ποινικών αποφάσεων και βουλευμάτων

 Απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο. Λήψη υπόψη εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε.(άρθρο 510 παρ.1 περ. Α του Κ.Π.Δ)

 

Γίνεται δεκτό παγίως ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329,331 παρ. 2, 333,364 και 369 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι η μη ανάγνωση εγγράφου στο ακροατήριο, δημιουργεί τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α΄και Γ΄ του αυτού Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν το έγγραφο  λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου, γιατί έτσι, αφ’ ενός δεν δίνεται σ’ αυτόν η δυνατότητα να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για τα αποδεικτικά αυτά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα (πάγια νομολογία, ενδ. ΑΠ 1353/2010, ΝΟΜΟΣ αλλά και πλήθος παλαιότερης και νέας νομολογίας σε Λ. Μαργαρίτη ό.α υπο 510. παρ. 23 σελ. 3030-3031), και αφ’ ετέρου παραβιάζονται οι αρχές της προφορικότητας της συζητήσεως στο ακροατήριο και της δημοσιότητας της δίκης και ειδικότερα της προφορικότητας του άρθρου 331 ΚΠΔ (ΑΠ 1143/1998 ΠΧ ΜΘ 661, 287/97 ΠΧ ΜΗ 46, Μ. Μαργαρίτης ό.α υπο 364. 27, σελ. 761-762). Για το ότι η ακυρότητα αυτή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον ΑΠ βλ. ΑΠ 302/2001 ΝΟΜΟΣ).

Εξαίρεση από τον ανωτέρω κανόνα περί δημιουργίας απόλυτης ακυρότητας, υφίσταται κατά τη νομολογία του Ακυρωτικού μας δικαστηρίου όταν πρόκειται για έγγραφα που αναφέρονται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της απόφασης χωρίς να προκύπτει ότι έχουν ληφθεί υπόψη αμέσως από το δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, αλλά και όταν «το περιεχόμενό τους προέκυψε από άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως βεβαιώνεται στην απόφαση» .(ΑΠ 1943/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1464/1994 ΠοινΧρ ΜΔ, 1240, Μ. Μαργαρίτης ό.α υπο 364 αρ. 34, σελ. 764. βλ. επίσης αμέσως κατωτέρω αναφερόμενη νομολογία). [αν και ορθά όμως παρατηρείται  για την ανωτέρω θέση της νομολογίας στην τελευταία περίπτωση (βλ. Λ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 510, σελ. 3033 όπου και παραπομπές) ότι η αναφορά του εγγράφου σε άλλο αποδεικτικό μέσο δεν δικαιολογεί την παράλειψη ανάγνωσης αυτού στο ακροατήριο, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος αγνοεί ότι το δικαστήριο πρόκειται να στηρίξει την καταδικαστική κρίση του στο συγκεκριμένο έγγραφο, παραπλανάται και στερείται ουσιαστικά του δικαιώματος υποβολής παρατηρήσεως σχετικά με αυτό (άρθρο 358 ΚΠΔ)].  

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

(Δια του κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου)

 

ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

 

Του ++, που γεννήθηκε στη ++, κάτοικου ++, κατόχου του με αριθμό δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ++ και με ΑΦΜ ++

      

                                   ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Της με αριθμό ++ καταδικαστικής απόφασης του Α` Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων ++, δικάσιμου ++, που καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο με αύξοντα αριθμό ++ την ++

 

                                            ---------------

 

Με την από ++ δήλωσή μου, που επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την ++, με την με αρ. ++ έκθεση επίδοσης της δικ.επιμ. ++, άσκησα νομίμως και εμπροθέσμως, αναίρεση κατά της ανωτέρω καταδικαστικής απόφασης του Εφετείου που συζητείται στο Δικαστήριό σας την ++.

           

                                ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

 

          Με το από ++ κλητήριο θέσπισμα του κ. εισαγγελέως Πλημ/κών ++ (ΑΒΜ ++) κλήθηκα να δικαστώ στο Τριμελές Πλημ/κείο ++ ως κατηγορούμενος-υπαίτιος του ότι «στον παρακάτω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με άλλο πρόσωπο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το συνολικό δε σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προκληθείσα στον παθόντα ζημία ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα, στα ++ κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάιο του έτους ++ έως τον Φεβρουάριο του έτους ++, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με τον ++, με σκοπό να αποκομίσουν από κοινού παράνομο περιουσιακό όφελος, ως ++ στα καθήκοντα οποίου ανάγεται η ++ και μη, η σύνταξη και η έκδοση ιατρικών συνταγών για χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων σ' αυτούς που είχαν τη σχετική ανάγκη και η συμπλήρωση στην ειδική στήλη του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του κάθε ασφαλισμένου στον ++ ασθενή της διάγνωσης και των φαρμάκων που αναφέρονται στις συνταγές, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους υπαλλήλους του ++ που ήταν αρμόδιοι για την πληρωμή των ιατρικών συνταγών των ασφαλισμένων ότι οι ασφαλισμένοι 1) ++2) ++, 3) ++, 4++, 5) ++, 6) ++, 7) ++, 8) ++, 9) ++, 10++, κατά το χρονικό διάστημα» που αναφέρεται για τον καθένα ξεχωριστά στο κατηγορητήριο και σε συγκεκριμένες για τον καθένα αναφερόμενες ημερομηνίες «έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε sτον ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών (για λογαριασμό αμφοτέρων τους). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο ανωτέρω κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω ++ κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνάς τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ++ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου» και αναφέρει εν συνεχεία για κάθε ένα από τους ανωτέρω ασφαλισμένους το ύψος της αξία αυτών των συνταγών σε πίνακα, «προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημιά του ++», ήτοι για παράβαση, καθόσον με αφορά των  άρθρων «386 παρ.1β,α του ΠΚ σε συνδ με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1,98ΠΚ»

          Παρόντος εμού εξεδόθη η πρωτόδικη με αρ. ++ απόφαση του ανωτέρω Τριμελούς Πλημ/κείου που με έκρινε ένοχο των αποδιδόμενων ανωτέρω πράξεων, δηλ. της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού και κατ` εξακολούθηση και μου επέβαλλε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών την οποία ανέστειλε επι τριετία καθώς και τα δικαστικά έξοδα.

          Άσκησα νόμιμα και εμπρόθεσμα την από ++ με αρ. έκθεσης ++ έφεσή μου κατά της ανωτέρω απόφασης απευθυνόμενη προς το Εφετείο ++. Επί της εφέσεώς μου αυτής, εκδόθηκε  παρόντος εμού η με αρ. ++  προσβαλλομένη απόφαση του Α` Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων ++ που κατά το διατακτικό της με κήρυξε ένοχο του ότι«στον παρακάτω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με άλλο πρόσωπο, με περισσότερες πράξεις +++++++++», και ότι «η αξιόποινη πράξη για την οποία κηρύχθηκα ένοχος προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των  άρθρων 386 παρ.1β,α του ΠΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων  …98ΠΚ». Μου επέβαλλε δε μετά ταύτα ποινή φυλάκισης δυό (2) ετών που ανέστειλε επι τριετία και με καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα.

ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ

Κατά το αιτιολογικό της-σκεπτικό, η προσβαλλομένη απόφαση οδηγήθηκε στην ανωτέρω καταδικαστική κρίση της, δεχόμενη ότι «από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης στο ακροατήριο οι οποίες περιλαμβάνονται στα ανωτέρω πρακτικά, από την ανάγνωση των πρακτικών της εκκαλουμένης υπ` αριθμ` ++ αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου ++, από την ανάγνωση όλως ανεξαιρέτως των εγγράφων και γνωμοδοτήσεων που αναφέρονται στα πρακτικά του της δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος δικαστηρίου και τα οποία βρίσκονται στην δικογραφία, από την απολογία των κατηγορουμένων στο ακροατήριο καθώς και από όλη εν γένει την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο τέταρτος κατηγορούμενος ++ στον παρακάτω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με άλλο πρόσωπο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το συνολικό δε σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προκληθείσα στον παθόντα ζημία ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα, στα ++ κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάιο του έτους ++ έως τον Φεβρουάριο του έτους ++, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με τον ++, με σκοπό να αποκομίσουν από κοινού παράνομο περιουσιακό όφελος, ως ++ στα καθήκοντα οποίου ανάγεται η ιατρική εξέταση των ασθενών ασφαλισμένων του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) και μη, η σύνταξη και η έκδοση ιατρικών συνταγών για χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων σ' αυτούς που είχαν τη σχετική ανάγκη και η συμπλήρωση στην ειδική στήλη του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του κάθε ασφαλισμένου στον Ο.Γ.Α. ασθενή της διάγνωσης και των φαρμάκων που αναφέρονται στις συνταγές, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους υπαλλήλους του ΟΓΑ που ήταν αρμόδιοι για την πληρωμή των ιατρικών συνταγών των ασφαλισμένων ότι οι ασφαλισμένοι και αναφέρει τα ονόματά τους, ήτοι « 1) ++2) +++++, κατά το χρονικό διάστημα» που αναφέρει για τον καθένα ξεχωριστά και σε συγκεκριμένες για τον καθένα αναφερόμενες ημερομηνίες «έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε sτον ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών(για λογαριασμό αμφοτέρων). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος (για κάθε ασφαλισμένο από τους ανωτέρω) είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο ανωτέρω κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω ++ κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνάς τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου» και αναφέρει εν συνεχεία για κάθε ένα από τους ανωτέρω ασφαλισμένους το ύψος της αξίας αυτών σε ευρώ, «προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημιά του ΟΓΑ» και επιπλέον συνεχίζει στην αιτιολογία της παραδεχόμενη και ότι «Ο τέταρτος κατηγορούμενος, σύμφωνα με όσα είχαν πει ορισμένοι ασθενείς του ή οι συγγενείς τους κατά τη διάρκεια της έρευνας, τους έδινε ο ίδιος τα φάρμακα που είχαν ανάγκη, ενώ εκείνος συμπλήρωνε και τις συνταγές στα βιβλιάρια τους, γράφοντας όμως σ' αυτά τις ως άνω υπερβολικές ποσότητες, για τις οποίες εισέπραττε ο προαναφερόμενος φαρμακοποιός, προς παράνομο όφελος αμφοτέρων τους, το αντίτιμο, ενώ στην περίπτωση του ++ ο τέταρτος κατηγορούμενος τον επισκεπτόταν εκτός ωραρίου και υπηρεσίας στο σπίτι του, φέρνοντας ο ίδιος φάρμακα, συνταγογραφώντας όμως στο βιβλιάριό του τις ποσότητες που ήθελε σα να τελούσε σε υπηρεσία στο νοσοκομείο. Όλες οι παραπάνω συνταγές, τα φάρμακα των οποίων, με τη συχνότητα που συνταγογραφούνταν, αποτελούσαν υπερδοσολογία (διπλή ή και τριπλή δοσολογία από αυτήν του εθνικού συνταγολογίου και την ενδεικνυόμενη), φέρονταν ότι εκτελέσθηκαν από το ίδιο φαρμακείο (αυτό του συνεργού του ++), ενώ αφορούσαν φάρμακα με μηδενική συμμετοχή του ασφαλισμένου, ώστε να μην τίθεται ζήτημα πληρωμής εκ μέρους του έστω και ενός μικρού ποσού. Σημειώνεται δε ότι οι αναγραφόμενες ποσότητες φαρμάκων ήταν υπερβολικές και ξεπερνούσαν ακόμη και την υπερδοσολογία που συνιστούσε με τις συνταγές του ο ίδιος ο τέταρτος κατηγορούμενος (τις δόσεις που ο ίδιος όριζε για καθημερινή κατανάλωση για ορισμένο χρονικό διάστημα). Αυτός προσπάθησε να δικαιολογήσει αυτό το φαινόμενο επικαλούμενος στην απολογία του πως δεν γνώριζε πόσα χάπια περιείχε κάθε κουτί. Ο σχετικός ισχυρισμός του ελέγχεται αβάσιμος ενόψει της ιδιότητάς του ως ++. Ο παραπάνω κατηγορούμενος μάλιστα δεν επικαλέσθηκε εξ υπαρχής, κατά τη διάρκεια της πραγματοποιηθείσας έρευνας, συγκεκριμένους λόγους που θα μπορούσαν κατ’ εξαίρεση, σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, να δικαιολογήσουν ανάγκη αυξημένης, έστω και κατά τι, λήψης σκευασμάτων, όπως ανεπιτυχώς αποπειράθηκε να κάνει με την απολογία του. Αρκετοί δε από τα πρόσωπα, στα οποία συνταγογραφούσε, ήταν συγγενείς του (μητέρα του, θεία του, θείος του και η σύζυγος αυτού- θεία του κλπ). Στα σπίτια όμως όλων των παραπάνω ασθενών του (ή φερόμενων ως ασθενών του: ++, η οποία δεν έπασχε από ψυχική ασθένεια και δεν έλαβε στην πραγματικότητα οποιαδήποτε αγωγή) δεν βρέθηκαν αποθέματα φαρμάκων. Μετά την απόδειξη της  ενοχής του, ο τέταρτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της παραπάνω πράξης.»

 Η παραπάνω απόφαση καταχωρίσθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ανωτέρω Ποινικού Δικαστηρίου την ++ με αριθμό καταχωρήσεως ++.

          Με την ανωτέρω δήλωσή μου για αναίρεση, που συζητείται ενώπιον του Δικαστηρίου σας την ++, ζήτησα την αναίρεση της παραπάνω εφετειακής απόφασης για όλους τους λόγους που προβάλλω σ` αυτήν, οι οποίοι είναι ορισμένοι, νόμιμοι, παραδεκτοί και βάσιμοι και τους οποίους θα αναπτύξω περαιτέρω στο ακροατήριο του δικαστηρίου σας.

          Στους παραπάνω, με την δήλωση αναίρεσής μου, νόμιμους, παραδεκτούς και βάσιμους λόγους αναίρεσης, προσθέτω νομίμως και εμπροθέσμως σύμφωνα με το άρθρο 509.2ΚΠΔ και τους ακόλουθους νόμιμους, βάσιμους και παραδεκτούς λόγους αναίρεσης και ζητώ την αναίρεση της ανωτέρω αναιρεσιβαλλομένης απόφασης και γι` αυτούς τους πρόσθετους λόγους και συγκεκριμένα:                                               

 

                                   ΝΟΜΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

                                                 Ι

 

Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα καθορίζεται από τα αντικείμενα στα οποία αναφέρονται οι λόγοι του ενδίκου μέσου και περιορίζεται μόνο στο μέρος κατά το οποίο προσβλήθηκε η απόφαση (ΑιτΕκθΣχΚΠοινΔ 1934, 147, Ζησιάδης ΠοινΔ Τ.Γ, 191). Ισχύει δηλ. η αρχή «τόσο μεταβιβάζεται, όσο προσβάλλεται» η οποία στην έφεση είναι γνωστή με την λατινική έκφαση «tantumdevolotumquantumappellatum» . Η αρχή αυτή βρίσκει το νομοθετικό της έρεισμα γενικά στο άρθρο 474.2 ΠΔ και ειδικά επι εφέσεως κατά αποφάσεως στο άρθρο 502.2 ΚΠΔ. (Μ. Μαργαρίτης: Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, θεωρία-νομολογία, εκδ. Π. Σάκκουλας 2008, υπό Γενική Εισαγωγή στα άρθρα 462-454, αρ. 7, σελ. 915, όπου και νομολογία, υπο 502, αρ. 10, σελ. 1035, υπο 510. αρ.83, σελ. 1079, Λ. Μαργαρίτης: Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ` άρθρο, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2012, τ.ΙΙ υπο 502 αρ. 8, σελ. 2886-2891).

Συνεπώς από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 2 ΚΠΔ, κατά την οποία «σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνο τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι» προκύπτει ότι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως κατά απόφασης, προσδιορίζεται από την έκταση αυτής και από τους λόγους της, μπορεί δε να είναι είτε καθολικό, όταν προσβάλλεται το σύνολο της αποφάσεως, είτε μερικό, όταν πλήττονται ορισμένα κεφάλαιά της.(πάγια νομολογία, βλ. κατωτέρω. ενδ. ΑΠ 1673/2008 ΠΧρ ΝΘ/2009, 641). «Εντεύθεν καθίσταται αναντίρρητον, ότι ο παραπονούμενος κατά της αποφά­σεως ή του βουλεύματος δίδει εκείνος την έκτασιν του ελέγχου αυτών, υπό του ανωτέρω δικαστηρίου, διά των αιτιάσεων, τας οποίας αποδίδει εις ταύτην ή εις τούτο και καθ’ ό κεφάλαιον παραπονείται. Υπό τον περιορισμόν τούτον η υπόθεσις μετάγεται εις το δευτεροβάθμιον δικαστήριον ή συμβούλιον. Το εφετείον εξετάζει και αποφασίζει επ’ εκείνων μόνον των μερών της εκκληθείσης αποφάσεως ή βουλεύματος καθ’ ών στρέφονται οι προβληθέντες υπό του εκκαλούντος λόγοι εφέσεως…».(Α. Ζύγουρας: Το μεταβιβαστικόν αποτέλεσμα της Εφέσεως, Αρμενόπουλος 1992, σελ. 293).

Σχετικά δε με την παραβίαση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος κατά την ειδικότερη όψη του «πόσο» μεταβιβάζεται, γίνεται παγίως δεκτό ότι όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία δεν μεταβιβάστηκαν με την ασκηθείσα έφεση, τότε η απόφασή του καθίσταται αναιρετέα για θετική υπέρβαση εξουσίας [Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 510 σελ. 3265, ΑΠ 406/1952 ΠοινΧρ 1952, 510, ΑΠ 1112/1975 ΠοινΧρ 1976, 408, ΑΠ 212/1976 ΠοινΧρ 1976,645, ΑΠ 349/1985 ΠοινΧρ 1985,716, ΑΠ 1845/1988 ΠοινΧρ 1989,621, ΑΠ 781/2000 ΠοινΔικ 2000,948]. Αν αντίστροφα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για τα μέρη εκείνα που μεταβιβάστηκαν με την ασκηθείσα έφεση, δηλ. επι των εκκληθέντων μερών της πρωτόδικης απόφασης, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας [Λ. Μαργαρίτης, ό.α., υπο 510, σελ. 3265, επίσης υπο 502, σελ. 2889, Μ. Μαργαρίτης ό.α υπο 510. αρ. 83, 87, σελ.1079,1080, ΑΠ 388/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1825/1988 ΠοινΧρ 1989, 611, ΑΠ 1097/1992 ΠοινΧρ 1992,815, ΑΠ 761/2000 Υπερ 2000,1013 (με παρατ. Ζαχαριάδη), ΑΠ 1511/2005 ΠΛογ 2005,1340, ΑΠ 1673/2008 ΠοινΧρ 2009,641].

Ειδικότερα γίνεται δεκτό ότι όταν με την ασκηθείσα έφεση διατυπώνεται κάποιος ειδικός λόγος εφέσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να αποφανθεί επί του ειδικού αυτού λόγου, διαφορετικά η απόφασή του καθίσταται αναιρετέα για υπέρβαση εξουσίας. Ιδίως δε με την απορριφθείσα πρωτοδίκως ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος γίνεται δεκτό ότι όταν διατυπώνεται ως ειδικός λόγος εφέσεως η παραδεκτώς προβληθείσα κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, το δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσειεπί του ειδικώς μεταβιβασθέντος αυτού σκέλους, δηλ. έχει υποχρέωση να αποφανθεί επι της απορριφθείσας πρωτοδίκως ενστάσεως ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, εφόσον διατυπώθηκε ειδικός κατά τρόπο παραδεκτό (ορισμένο) ειδικός προς τούτο λόγος στην έκθεση έφεσης, άλλως υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας ιδρυομένου του αναιρετικού λόγου του άρθρου 510.1 στοιχ.Η Κ.Π.Δ. (Λ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 502, σελ. 2878, ΑΠ 388/2010, ΑΠ 1220/2010, ΑΠ 609/2010, ΑΠ 1957/2010, ΑΠ 260/2009, ΑΠ 1511/2005, ΑΠ 761/2000 ΝΟΜΟΣ,

Πάντως για να ιδρυθεί ο αναιρετικός λόγος της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, προϋποτίθεται ότι ο ισχυρισμός που συνιστά λόγο έφεσης, προβλήθηκε παραδεκτά στο πρωτόδικο δικαστήριο, διότι σε αντίθετη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει στον σχετικό λόγο της έφεσης, εφόσον αυτό αποτελεί επανάληψη απαράδεκτου αυτοτελούς ισχυρισμού (Λ. Μαργαρίτης ό. α υπο 502, σελ. 2889, ΑΠ 735/2010, ΝΟΜΟΣ). Ομοίως, το Εφετείο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό που προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά δεν υποβλήθηκε εκ νέου στο Εφετείο με λόγο έφεσης (Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 502, σελ. 2888, ΑΠ 1492/2008, ΝΟΜΟΣ).

                                        ΙΙ

Περαιτέρω ορίζεται από το άρθρο 170 ΚΠΔ (σχετικές ακυρότητες) ότι «1. Η ακυρότητα μιας πράξης ή ενός εγγράφου της  ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στο νόμο. 2.Η ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται επίσης και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή  ο  εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο  τους  το  αρνήθηκε  ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση.», από το άρθρο 171ΚΠΔ (απόλυτες ακυρότητες) ορίζεται ότι «Ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον `Αρειο Πάγο ακόμη προκαλείται: Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν:…δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα..2. Αν  ο  πολιτικώς  ενάγων  παρέστη  παράνομα  στη διαδικασία του ακροατηρίου.» και από το άρθρο 174ΚΠΔ ορίζεται ότι «1. Ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται. 2. Η ακυρότητα της κλήσης στο  ακροατήριο ή του κλητήριου θεσπίσματος του κατηγορουμένου… καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε  στη  δίκη  εμφανιστεί  και  δεν  προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της.», ενώ από το άρθρο 321ΚΠΔ ορίζεται ότι «1.Το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει:…δ) τον ακριβή καθορισμό  της  πράξης  για  την οποία κατηγορείται…4. Η  τήρηση των διατάξεων των παρ. 1 και 2 επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητήριου θεσπίσματος και της κλήσης.». Περαιτέρω από το άρθρο 34ΚΠΔ ορίζεται ότι «Η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση ορισμένων εγκλημάτων ενεργείται και από δημοσίους υπαλλήλους, όπου αυτό προβλέπεται σε ειδικούς νόμους…», από το άρθρο 105ΚΠΔ, ορίζεται ότι «Όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 του παρόντος, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31» και απο το άρθρο 31.2 ΚΠΔ, ορίζεται ότι «Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο, δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας.», ενώ από το άρθρο 211ΚΠΔ ορίζεται ότι «Με ποινή ακυρότητας της  διαδικασίας  δεν  εξετάζονται  ως  μάρτυρες  στο  ακροατήριο:  α) όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα  ή  έργα  γραμματέα  της  ανάκρισης  στην  ίδια υπόθεση…».   Επίσης από το άρθρο 210ΚΠΔ ορίζεται ότι «Όποιος διενεργεί ανάκριση ή  και  το  δικαστήριο  μπορεί  να μην εξετάσει κάποιο μάρτυρα που είναι παράφρονας ή βλάκας ή  βρίσκεται προφανώς σε τέτοια διανοητική κατάσταση, ώστε να  μην  είναι  σε θέση να παραστήσει τα γεγονότα όπως έχουν συμβεί.» και από το άρθρο 255ΚΠΔ ότι «1. Όποιος στις περιπτώσεις των άρθρων 253 και 254 ενεργεί την έρευνα σε κατοικία προσλαμβάνει και άλλον ανακριτικό  υπάλληλο, με τον οποίο συμπράττει,  εκτός αν αυτός έχει προσληφθεί  σύμφωνα με το άρθρο 150. Αν βρει την  πόρτα κλειστή και ο ένοικος  αρνείται να την ανοίξει, μπορεί να την παραβιάσει παρουσία ενός  ανακριτικού υπαλλήλου με τον οποίο συμπράττει. 2. Αν την έρευνα την ενεργούν αξιωματικός ή υπαξιωματικός της χωροφυλακής ή   αξιωματικός της αστυνομίας πόλεων ως δεύτερος ανακριτικός υπάλληλος προσλαμβάνεται δικαστικός λειτουργός, αν υπάρχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η έρευνα διαφορετικά, προσλαμβάνεται ο πρόεδρος της κοινότητας. 3. Αντίγραφο της έκθεσης για την έρευνα δίνεται ατελώς στον ένοικο της κατοικίας όπου έγινε αυτή, με προφορική αίτησή του.», ενώ από το άρθρο 177.2ΚΠΔ ορίζεται ότι «αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής…». Εν τέλει από το άρθρο 510.1ΚΠΔ ορίζεται ότι «Ως λόγοι για να αναιρεθεί η απόφαση μπορούν να προταθούν μόνο Α) η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο. Β) η σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170. παρ.1) και δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174, καθώς και η έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170.παρ.2…»

Με βάση τους ανωτέρω ορισμούς γίνονται δεκτά τα εξής, ήτοι: Ότι σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος κατ` 321.4ΚΠΔ, προκαλείται σε περίπτωση που δεν περιέχει τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 321.1ΚΠΔ.(πάγια νομολογία. Ενδ. ΑΠ 1911/2010, 1829/2010, ΝΟΜΟΣ) και ότι η ακυρότητα που παράγεται από την έλλειψη των στοιχείων του άρθρου 321.1,2ΚΠΔ, καλύπτεται αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στην δίκη και δεν προβάλει εναντίωση στην πρόοδό της, προτείνοντας την ακυρότητα.(πάγια νομολογία. ενδ. ΑΠ 1827/2003 Πχρ ΝΔ,716). Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η ακυρότητα και η εντεύθεν αντίρρηση της προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την απορρίψει, ο κατηγορούμενος, αν εμμένει σ` αυτήν, πρέπει να επαναφέρει την πρόταση της ακυρότητας και την προβληθείσα αντίρρηση, διαλαμβάνοντας στην έφεσή του ειδικό παράπονο-λόγο έφεσης περί τούτου. (Μ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 321.22, σελ. 648, Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 321, σελ. 1409-1410,1411, Σεβαστίδης, ό.α υπο 174, σελ.2217-2218, ΑΠ 1621/2011, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1829/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1265/2006, 1666/2006 ΠοινΔικ 2007.119,384) και αν το Εφετείο δεν απαντήσει σ` αυτόν, ανακύπτει η ανωτέρω, στην αρχή της παρούσης, αναιρετική πλημμέλεια, δηλ. υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του.(βλ. ανωτέρω νομολογία, αλλά και Μ. Μαργαρίτης ό.α υπο 321.26)Ότι προκαλείται σχετική ακυρότητα της διαδικασίας από την εξέταση στο ακροατήριο μαρτύρων μη εξεταζόμενων κατά την διάταξη του άρθρου 211 περ. α ΚΠΔ (ΑΠ 1199/2012 ΠοινΧρ 2013, 589, 304/2012 ΠοινΧρ 2012, 737, 1833/2011 ΠοινΔικ 2012, 854), όπως και από την ανάγνωση, κατ` άρθρο 365ΚΠΔ, της ληφθείσας ένορκης κατάθεσης που έδωσαν στην προδικασία (ΑΠ 861/2012, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1064/2008 ΠοινΧρ 2009, 349, Χ. Σεβαστίδης Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ` άρθρο, τ.ΙΙΙ, υπό 211, αρ. 4, όπου και πλήθος νομολογίας και 55, τ.ΙΙ υπο 170. 24) ή της κατάθεσής τους που περιέχεται στα πρακτικά άλλης δίκης, όπως λ.χ της πρωτόδικης. (Σεβαστίδης ό.α υπό 211.4, ΑΠ 315/2001, ΠοινΧρ 2001, 1074). Η απαγόρευση περιλαμβάνει όχι μόνο τους γενικούς αλλά και τους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους ανεξάρτητα αν ενήργησαν μετά από παραγγελία του εισαγγελέα, ή αυτεπάγγελτα στα πλαίσια αστυνομικής προανάκρισης (ΑΠ 304/2012 ό.α, ΑΠ 1833/2011 ΠοινΔικ 2012,854, Σεβαστίδης ό.α υπό 211. αρ. 12), όπως επίσης και τα πρόσωπα που ενεργούν κατά την προκαταρκτική εξέταση (ΑΠ 1199/2012 ό.α, Σεβαστίδη ό.α υπό 211.20). Ως ανακριτικά καθήκοντα νοούνται η εξέταση μάρτυρα, η λήψη απολογίας, η αυτοψία, η έρευνα, η κατάσχεση. (Σεβαστίδης ό.α υπο 211.13, Μ. Μαργαρίτης ό.α υπό 211.5). Έτσι γίνεται δεκτό ότι εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 211.περ.α`ΚΠΔ οι ανακριτικοί υπάλληλοι που συνέταξαν έκθεση αυτοψίας (ΑΠ 311/2013 ΝΟΜΟΣ, 1833/2011ό.α) ή που διενήργησαν κατ` οίκον έρευνα (Σεβαστίδης ο.α υπο 211.25).  Η ακυρότητα είναι σχετική και αν δεν προταθεί έγκαιρα, καλύπτεται κατά τα άρθρα 173.1 και 174.1ΚΠΔ. (Σεβαστίδης ό.α υπο 211.55, Μ. Μαργαρίτης ό.α υπο 211.9, ΑΠ 1524/2006 ΠοινΧρ ΝΖ 134). Η απόφαση που απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για μη εξέταση μάρτυρα επειδή συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος εξαίρεσης του άρθρου 211ΚΠΔ, πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ αν το αίτημα δεν απαντηθεί καθόλου, υπάρχει σχετική ακυρότητα λόγω έλλειψης ακρόασης. (Σεβαστίδης ό.α υπο 211. 60, ΑΠ 1265/2009 ΠοινΧρ 2010,325, ΑΠ 1697/2008 ΠοινΧρ 2009, 649).Ότι κατά το άρθρο 170.2ΚΠΔ, επέρχεται σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί σε σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, όπως όταν το δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει σε αίτημα του κατηγορουμένου για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 1010/2007 ΠοινΛογ 2007,693, 2036/2005 ΠοινΔικ 2006,534, Σεβαστίδης ό.α υπο 170.55 όπου και πλήθος νομολογίας, Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 510, σελ. 3083 και παραπομπή σε ΑΠ 703/2000 ΠοινΧρ ΝΑ -2001,53).Ότι κατά το άρθρο 171.2ΚΠΔ, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ελέγχεται όχι μόνο μετά από αντιρρήσεις του κατηγορουμένου, αλλά και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και ενώπιον ακόμη του ΑΠ, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα σ` αυτή (έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης ή παραβίαση των διατάξεων σχετικά με τον τρόπο και χρόνο άσκησης της), ιδρυομένου του αναιρετικού λόγου του άρθρου 510 παρ.1 Α Κ.Π.Δ (Λ. Μαργαρίτης ό.α τ.Ι, υπο 171. 22, ΟλΑΠ 1282/1992 ΠοινΧρ ΜΒ 921).Ότι η ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας της εξέτασης (ανεξάρτητα αν γίνεται ενόρκως ή ανωμοτί) του μετέπειτα κατηγορουμένου, ληφθείσας στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης ή της αστυνομικής προανάκρισης κατά παράβαση των άρθρων 31.2 και 105ΚΠΔ, προκαλεί απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171.1δΚΠΔ που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και δημιουργεί σύστοιχα, λόγο αναίρεσης της απόφασης κατ` άρθρο 510.1ΑΚΠΔ, ενώ μετά την έκδοση της ολΑΠ 1/2004, γίνεται δεκτό ότι η ίδια αποδεικτική απαγόρευση ισχύει και για την, κατά τη διάρκεια της (εξομοιούμενης πλέον μετά τους ν.3160/03 και 3346/05 με προκαταρκτική) συναφούς ένορκης διοικητικής εξέτασης, κατάθεση του μετέπειτα κατηγορουμένου που έτσι δεν επιτρέπεται να αξιοποιηθεί αποδεικτικά στην ποινική δίκη. (Σεβαστίδης ό.α υπό 171 αρ. 37, υπό 31 αρ. 35, υπό 105. αρ.22 επ, όπου και πλήθος νομολογίας. Ενδ. ολΑΠ 1/2004, ολΑΠ 2/1999, ΝΟΜΟΣ, Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 105, σελ.439-441 και υπο 72, σελ. 370 επ.). Επίσης γίνεται δεκτό ότι προκαλεί απόλυτη ακυρότητα και η ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση της πορισματικής αναφοράς που συντάχθηκε στα πλαίσια ΕΔΕ αν προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη και αξιοποιήθηκε αποδεικτικά και η περιεχόμενη σ` αυτή μαρτυρική κατάθεση του κατηγορουμένου (ΣυμβΑΠ 1712/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 607/2010 ΝΟΜΟΣ) αλλά και σε άλλες διοικητικές διαδικασίες όπως στην περίπτωση λήψης υπόψη της πορισματικής αναφοράς των οργάνων του ΣΔΟΕ κατά την λειτουργία τους ως προανακριτικών υπαλλήλων, στην οποία περιλαμβάνεται η ανωτέρω εξέταση του μετέπειτα κατηγορουμένου[(Λ. Μαργαρίτης υπο 72, σελ. 374, όπου και νομολογία, υπο 105, σελ. 440, ΣυμβΑΠ 133/2009, 403/2008, ΑΠ 2521/2008, ΝΟΜΟΣ). Διατυπώνεται επίσης και η άποψη ότι όχι μόνο η ανάγνωση και η αξιολόγηση, αλλά και η απλή παραμονή στη δικογραφία αυτής της εξέτασης του υπόπτου και όχι στο αρχείο της εισαγγελίας, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα (Λ.Μαργαρίτης ό.α υπο 72, σελ. 370, 372, υπο 105 σελ. 441, ΑΠ 40/2001 ΠΛογ 2001,73, ΑΠ 1991/2002 ΠΛογ 2002, 2103)Ότι εν τέλει, η κατά παράβαση των άρθρων 253επΚΠΔ διενέργεια έρευνας στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης προκαλεί απόλυτη ακυρότητα (ΑΠ 1328/2003, ΠοινΔικ 2003, 780), ενώ τα αποδεικτικά μέσα και ευρήματα που προέρχονται από παράνομη έρευνα για την οποία δεν συντρέχουν οι όροι των άρθρων 253επΚΠΔ, δεν επιτρέπεται να αξιοποιηθούν αποδεικτικά στην ποινική δίκη, διαφορετικά προκαλείται απόλυτη ακυρότητα (Χ. Σεβαστίδης ό.α υπο 252, 15 όπου και νομολογία). Περαιτέρω, παγίως γίνεται δεκτό ότι σύμφωνα με το άρθρο 9 του Συντάγματος, η κατ` οίκον έρευνα πρέπει να διενεργείται με την παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής αρχής, άλλως επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της έρευνας και εξ` αιτίας αυτής της ακυρότητας, δεν επιτρέπεται και η αποδεικτική αξιοποίηση των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν (Σεβαστίδης ό.α υπο 255. 27 όπου και νομολογία. ΣυμβΑΠ 1894/2010 ΠοινΧρ 2011,729), ενώ ως ανακριτικός υπάλληλος που μπορεί να ενεργήσει έρευνα σε κατοικία την ημέρα νοείται κάθε γενικός ή ειδικός ανακριτικός υπάλληλος εφόσον όμως πρόκειται για έγκλημα της αρμοδιότητάς του. (Σεβαστίδης ό. α υπο 255, αρ. 16, 18). Λίγο χρειάζεται να τονιστεί ότι, όπως και για κάθε ανακριτική πράξη, έτσι και για την έρευνα απαιτείται η σύνταξη έκθεσης σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους (258,241,148επΚΠΔ), διότι διαφορετικά πρόκειται για ανυπόστατη-ανύπαρκτη δικονομικά ανακριτική πράξη που αυτοδικαίως δεν επιφέρει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Μάλιστα για την έρευνα σε κατοικία απαιτείται και η σύμπραξη δικαστικού γραμματέα διότι πρόκειται για ανακριτική πράξη και έτσι η σύνταξη της έκθεσης μόνο από τον ανακριτικό υπάλληλο κατά τους ορισμούς των άρθρων 241 και 150ΚΠΔ, δεν είναι επιτρεπτή κατ` 255ΚΠΔ (Σεβαστίδης ό.α αρ. 25). Άλλωστε κατά το άρθρο 19.3 Σ ρητά απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση όσων έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου 9Σ, ήτοι μέσω παραβίασης του ασύλου της κατοικίας και των νομίμων προϋποθέσεων έρευνας σ` αυτή(Μ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 177, σελ. 364, Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 177, αρ. 5, σελ. 712 και αρ. 10 σελ. 713) και έτσι η παράβαση του κανόνα του άρθρου 177.2ΚΠΔ εις βάρος του κατηγορουμένου προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ, διότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου, προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης και ιδρύει τον αναιρετικό λόγο εκ του άρθρου 510.1ΑΚΠΔ.(Μ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 177, σελ. 366, Λ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 510, σελ. 3055, όπου και πλήθος νομολογίας. ενδ. ΑΠ 711/2011 ΠοινΔικ 2011,1255 κλπ)                            1ος Λόγος αναίρεσηςΑρνητική υπέρβαση εξουσίας (510 παρ.1 περ. Η ΚΠΔ ), άλλως έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510 παρ.1 περ.Δ ΚΠΔ)                          

          Εν προκειμένω, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Τριμελούς Πλημ/κείου ++, που με την με αρ. ++ απόφαση του με έκρινε ένοχο των αποδιδόμενων ανωτέρω πράξεων, δηλ. της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού και κατ` εξακολούθηση και μου επέβαλλε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών την οποία ανέστειλε επι τριετία καθώς και τα δικαστικά έξοδα, προς υπεράσπισή μου και μέσω του πληρεξουσίου δικηγόρου μου, προέβαλα τις παρακάτω ενστάσεις και ισχυρισμούς και υπέβαλα τα κάτωθι αιτήματα, ζητώντας να γίνουν δεκτά αυτά, τα οποία και καταχωρήθηκαν, μετά από προφορική ανάπτυξη στα πρακτικά του δικάσαντος δικαστηρίου, που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, αφού είναι αναγκαίο για την εξέταση των παρόντων προσθέτων λόγων αναίρεσης (ΑΠ 1511/2005 ό.α), έχουν δε επι λέξει ως εξής, ήτοι:

«Κατόπιν η Πρόεδρος διέταξε να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία.

Στο σημείο αυτό ο συνήγορος υπεράσπισης του 10ου κατηγορούμενου, αφού ζήτησε και έλαβε το λόγο, πρόβαλε την ένσταση 1) κατά του κλητηρίου θεσπίσματος , ισχυριζόμενος ότι:

 I. Κατά το άρθρο 321 παρ. 1 ΚΠΔ, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει, με ποινή ακυρότητας, να περιέχει, μεταξύ άλλων, για να μπορεί ο κατηγορούμενος να γνωρίζει το περιεχόμενο της κατηγορίας που του αποδίδεται και να μπορεί να προετοιμάσει αποτελεσματικά την υπεράσπιση του... δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει. Πρόκειται για το πιο σημαντικό από τα περιλαμβανόμενα στο κλητήριο θέσπισμα στοιχεία, αφού με την απαίτηση του νόμου για ακριβή καθορισμό στο κλητήριο θέσπισμα της αξιόποινης πράξεως και μνεία της προβλέπουσας αυτήν ουσιαστικής ποινικής διατάξεως αφενός μεν καθιερώνεται και σε νομοθετικό επίπεδο το δικαίωμα του κατηγορουμένου να πληροφορείται «λεπτομερειακά» την κατηγορία που του αποδίδεται («δικαίωμα πληροφορήσεως»), όπως απαιτούν οι αυξημένης τυπικής ισχύος συναφείς διατάξεις του Συντάγματος (: 20 Συντ.) και της Συμβάσεως της Ρώμης (: 6 παρ. 3 περ. α' Ε.Σ.Δ.Α.), αφετέρου δε επιτυγχάνεται ο θεματικός προσδιορισμός του αντικειμένου της δίκης (βλ. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, έκδ. β' 1994, σελ. 336 επ., Δασκαλόπουλου, Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και του θύματος στην ποινική δίκη, 1991, σελ. 80, Ζησιάδου, Ποινική Δικονομία, τ. Β', 1977, σελ. 414, Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδ. β' 1998, σελ. 557 επ., παρ. 608 επ.).

ΙΙ. Ακριβής είναι ο καθορισμός της πράξης όταν στο κλητήριο θέσπισμα εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα και περιγράφονται εξαντλητικά όλα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συνιστούν τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, καθώς και ο εξωτερικός όρος του αξιοποίνου, όπου αυτός απαιτείται. Πρέπει, με άλλα λόγια, να περιγράφεται η ανθρώπινη συμπεριφορά, το υποκείμενο, το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, οι περιστάσεις της αξιόποινης συμπεριφοράς και η υπαιτιότητα (βλ. Καρρά, ό.π., σελ. 558, παρ. 608)

ΙΙΙ.Περαιτέρω, προκειμένου για έγκλημα που φέρεται, ότι τελέσθηκε κατά συναυτουργία πρέπει, για να θεωρείται ακριβής η περιγραφή της πράξης, πέραν των άλλων στοιχείων, να αναφέρονται στο κλητήριο θέσπισμα και τα εξής δύο επιπρόσθετα στοιχεία (βλ. αναλυτικά Μανωλεδάκη-Μαργαρίτη, δικονομικά ζητήματα του Ν. Α. 802/1971, σε Μαργαρίτη, Μελέτες για εμβάθυνση στην ποινική δικονομία, τεύχ. Β', σελ. 59 επ., ιδίως 82 επ., Μαργαρίτη, σε Μαργαρίτη- Ζαχαριάδη, Το κλητήριο θέσπισμα, 1996, σελ. 135 επ., ιδίως 139 επ.):

Πρώτον, ότι υπάρχει συναυτουργικός και όχι απλός δόλος, ότι δηλαδή ο κάθε συναυτουργός γνωρίζει και θέλει ή αποδέχεται τη σύμπραξη, έχει δηλαδή τον ίδιο με τους άλλους δόλο σχετικά με την από κοινού ολοκλήρωση του εγκλήματος. Τούτο ενόψει της διαφοράς απλού δόλου, «μονοαυτουργίας» και κοινού δόλου συναυτουργίας, αφού στη συναυτουργία δεν αρκεί ο απλός δόλος, δηλαδή η γνώση και θέληση ή αποδοχή τελέσεως πράξεως της αντικειμενικής υποστάσεως από τον ίδιο τον δράστη (: πρόθεση), αλλά απαιτείται εταπρόσθετα και η γνώση και θέληση ή αποδοχή συμπράξεως στην ολοκλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος με τους άλλους συναντουργούς.

Επομένως, είναι αναγκαία η μνεία στο κλητήριο θέσπισμα ότι ο κάθε συναυτουργός γνωρίζει και θέλει ή αποδέχεται τη σύμπραξη, δηλαδή έχει τον ίδιο με τους άλλους δόλο σχετικά με την από κοινού ολοκλήρωση του εγκλήματος αν το τελευταίο στοιχείο λείπει, ακριβής περιγραφή της πράξεως κατ' άρθρο 321 παρ. 1 περ. δ' ΚΠΔ δεν υπάρχει και το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο (βλ. ΑΠ 1318/1988, ΠοινΧρον 1989.307, ΑΠ 1846/1982, ΠοινΧρον 1983. 636, βλ. επίσης, Μαργαρίτη, Κλητήριο θέσπισμα και συμμετοχή, Υπέρ. 1997.149 επ., ιδίως 154).

Δεύτερον, πρέπει να εξειδικεύεται - να περιγράφεται ακριβώς - η συγκεκριμένη δράση του κάθε συναυτουργού και τούτο διότι η συναυτουργία καταφάσκεται αντικειμενικά τόσο στις περιπτώσεις παράλληλης ή διαδοχικής πραγματώσεως όλων των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος από καθένα δράστη χωριστά, όσο και στις περιπτώσεις παράλληλης ή διαδοχικής πραγματώσεως ενός τμήματος της αντικειμενικής υποστάσεως από τον έναν και του υπολοίπου τμήματος από τον άλλο δράστη.

Τι από τα δύο αυτά έχει συμβεί στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να μνημονεύεται στο κλητήριο θέσπισμα διαφορετικά τούτο είναι άκυρο, αφού δεν περιγράφει την πράξη (βλ. ολ.ΑΠ 50/1990 ΠοινΧρον 1990.949, τη θέση ότι πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός).

 

          IV. Ακολούθως, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης απαιτείται μεταξύ άλλων η ρητή παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών και η πρόκληση πλάνης στον πλανώμενο. Ειδικότερα, όσον αφορά την πλάνη, αυτή πρόκειται για διεργασία που εκδηλώνεται στο εξωτερικό κόσμο με την αντίδραση του πλανώμενου. Χωρίς τέτοια εξωτερίκευση, χωρίς να υπάρχει κάποια ελάχιστη νοητική επικοινωνία μεταξύ δράστη και διαθέτοντος με την οποία προκαλείται στη συνέχεια αιτιωδώς η πλανημένη εντύπωση στο πρόσωπο του τελευταίου, δεν υπάρχει πλάνη (βλ. Α.Π.462/1997, Ποιν,Χρον 1998,63, Πλημμ.Χιου 12/2006, Ποιν.Δνη 2006,1253, ΑΣΤΡ. Θεσσ 262/2001, Ποιν.Ανη 2001/609, Μυλωνόπουλος Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό μέρος, 2001, σελ. 457 επ.).

Ως χρόνος τέλεσης της απάτης είναι ο χρόνος της παραστάσεως των ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης όφειλε να ανακοινώσει τα αληθινά γεγονότα αλλά αθέμιτα απέκρυψε αυτά δηλ, ο χρόνος ολοκλήρωσης της απατηλής συμπεριφοράς (Α.Π. 806/1994 Ποιν,Χρον. ΜΑ 783), ενώ τόπος τέλεσης είναι αυτός στον οποίο έλαβε χώρα η ψευδής παράσταση γεγονότων όσο και αυτός στον οποίο επήλθε η παραπλάνηση ή η περιουσιακή διάθεση ή η ζημιά του παθόντος (Α.Π 1080/1995 Ποιν.Χρον. ΜΣΓ, 203). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 και 2 της Υ.Α 400/326/1983, όπως αυτή ισχύει, "οι συμβεβλημένοι φαρμακοποιοί υποβάλλουν είτε απευθείας, είτε μέσω των φαρμακευτικών συλλόγων στις κατά τόπο αρμόδιες Υπηρεσίες Υγιεινής, το πρώτο δεκαήμερο κάθε μήνα τις συνταγές, τις οποίες έχουν εκτελέσει τον αμέσως προηγούμενο μήνα μαζί με συγκεντρωτική κατάσταση του λογαριασμού σε δυο (2) αντίγραφα, για την εκκαθάριση και απόδοση της δαπάνης των φαρμάκων. Ο τύπος της καταστάσεως αυτής ορίζεται με αποφάσεις του Διοικητού του Ο.Γ.Α. Οι λογαριασμοί των φαρμακείων δεν δύνανται να αφορούν μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα του ενός μηνός. Το ένα αντίγραφο από τα δύο της συγκεντρωτικής καταστάσεως του λογαριασμού του μηνός επιστρέφεται από την Υπηρεσία Υγιεινής στον φαρμακοποιό, αφού βεβαιωθεί σ' αυτήν, μετά από πρόχειρο λογιστικό έλεγχο, ότι πράγματι το φαρμακείο κατέθεσε για εκκαθάριση κ.λ.π. τις συνταγές που γράφονται στη κατάσταση αυτή. Η επιστροφή της καταστάσεως στον φαρμακοποιό γίνεται την ημέρα της καταθέσεως του λογαριασμού του μηνός στην Υπηρεσία Υγιεινής. Το αντίγραφο της καταστάσεως που επιστρέφεται στο φαρμακοποιό αποστέλλεται από τον ίδιο στη Διοίκηση του Ο.Γ.Α. Με βάση την κατάσταση αυτή καταβάλλεται στο φαρμακείο προκαταβολή με πράξη του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Φαρμακευτικής περιθάλψεως της Διοικήσεως του Ο.Γ.Α. Η προκαταβολή ορίζεται στο 95% του ποσού που οφείλεται στον φαρμακοποιό με βάση τα στοιχεία που υπέβαλε αυτός και μετά από τον πρόχειρο λογιστικό έλεγχο που γίνεται στις Υπηρεσίες Υγιεινής. Η προκαταβολή καταβάλλεται μέσα σε 30 ημέρες από την ημερομηνία που το αντίγραφο του λογαριασμού φαρμάκων θα περιέλθει στη Διοίκηση του ΟΓΑ....".

 

Υ)Στην υπό κρίση υπόθεση, στο κλητήριο θέσπισμα που κοινοποιήθηκε σε μένα, αναγράφεται επί λέξει: Κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι δήθεν, στους αναφερόμενους στο κατηγορητήριο τόπους και χρόνους, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με άλλο πρόσωπο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το συνολικό δε σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προκληθείσα στον παθόντα ζημία ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.

Ειδικότερα, ότι δήθεν στα ++ κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάιο του έτους ++ έως τον Φεβρουάριο του έτους ++, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με ++, με σκοπό να αποκομίσουν από κοινού παράνομο περιουσιακό όφελος, ως ++ στα καθήκοντα οποίου ανάγεται η ιατρική εξέταση των ασθενών ασφαλισμένων του ΟΓΑ και μη, η σύνταξη και η έκδοση ιατρικών συνταγών για χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων σ' αυτούς που είχαν τη σχετική ανάγκη και η συμπλήρωση στην ειδική στήλη του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του κάθε ασφαλισμένου στον Ο. Γ. Α. ασθενή της διάγνωσης και των φαρμάκων που αναφέρονται στις συνταγές, παρέστησε εν γνώσει τον ψευδώς στους υπαλλήλους του ΟΓΑ που ήταν αρμόδιοι για την πληρωμή των ιατρικών συνταγών των ασφαλισμένων ότι οι αναφερόμενοι στο κατηγορητήριο 11 ασφαλισμένοι του ΟΓΑ κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα για καθέναν από αυτούς χρονικά διαστήματα είχαν ανάγκη των αναφερόμενων ειδικότερα για καθέναν από αυτούς ποσοτήτων φαρμάκων συνταγογραφώντας τις αναφερόμενες σε αυτό συνταγές για τον καθέναν τους τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε στον παραπάνω φαρμακοποιό ο οποίος εισέπραττε την αξία τους.

Τα ανωτέρω όμως ήταν, ψευδή καθόσον οι αναφερόμενοι στο κατηγορητήριο 11 ασφαλισμένοι του ΟΓΑ, είχαν ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο παρών κατηγορούμενος και στην συνέχεια ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνός τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία των 11 ασφαλισμένων αυτών, η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 61.714,67 Ευρώ συνολικά ποσό που είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με. αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ.

VI) ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ

Έτσι όμως, το συγκεκριμένο κατηγορητήριο δεν περιέχει πλήρη περιγραφή της πράξης που μου αποδίδεται και τα απαιτούμενα για την θεμελίωση της κατά τα ως άνω στοιχεία, επειδή δεν αναφέρονται σε αυτό:

ι) δεν αναφέρεται, ότι υπήρχε συναυτουργικός δόλος και όχι απλός, ότι δηλαδή ο κάθε συναυτουργός γνώριζε και ήθελε η αποδέχθηκε την σύμπραξη, είχα δηλαδή τον ίδιο με τον φαρμακοποιό δόλο σχετικά με την από κοινού ολοκλήρωση του εγκλήματος.

ιι)δεν εξειδικεύονταν η δράση καθενός μας ως συναυτουργών.

 

ιιι)δεν καταδεικνύεται, ποια ήταν η ελάχιστη νοητική επικοινωνία μεταξύ μου και του παθόντος ΟΓΑ με την οποία του προκάλεσα στην συνέχεια αιτιωδώς την πλανημένη εντύπωση, δεν υπάρχει πλάνη.

 

ιν) Με ποιόν τρόπο έπεισα εγώ τον παραπάνω οργανισμό να καταβάλλει τα ποσά που κατέβαλλε, δεν προκύπτει δηλαδή, σε τι συνίσταται η «παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών» και ειδικότερα ποια είναι τα ψευδή γεγονότα για κάθε μία ειδικότερη πράξη. (Άραγε σε ποιες συνταγές αναφέρεται η αποδιδόμενη κατηγορία;).

ν) ότι ο παραπάνω συγκατηγορούμενός μου φαρμακοποιός περιελάμβανε τις συνταγές μου αυτές στους μηνιαίους λογαριασμούς του φαρμακείου του, παριστάνοντας κάθε φορά ψευδώς στον ΟΓΑ, ότι οι επιπλέον αυτές συνταγές αυτές είχαν εκδοθεί νόμιμα για τους αναγραφόμενους σε αυτές δικαιούχους, για τις αιτίες που αυτές ανέγραφαν, ότι παραδόθηκαν τα φάρμακα που σ' αυτές αναγράφονταν, έπρεπε δε να καταβληθούν εκ μέρος του οργανισμού τα αναλογούντα ποσά που περιγράφονται στον τελευταίο υπό στοιχείο A' πίνακα.

νι) Ποια συγκεκριμένα φάρμακα παραδόθηκαν στους ασφαλισμένους; Ποια η αξία κάθε φαρμάκου.

νιι) Περαιτέρω, δεν υφίσταται στο κλητήριο θέσπισμα ο ακριβής χρονικός και τοπικός καθορισμός της πράξης της απάτης αφού σε κανένα σημείο του δεν αναφέρεται ούτε εμμέσως ο χρόνος και ο τόπος που έλαβαν χώρα οι περιγραφόμενες πράξεις, αλλά μόνο ο τρόπος.

Συγκεκριμένα, δεν προσδιορίζεται πότε εξωτερικεύτηκε χρονικά η πράξη της παραπλάνησης. Έτσι, εάν ήθελε υποτεθεί (πράγμα που κατηγορηματικά αρνούμαι), ότι εγώ πράγματι είχα δόλο να παραπλανήσω τον Ο.Γ.Α. και να αποκομίσω παράνομο περιουσιακό όφελος, τότε η πράξη εξαπάτησης θα συνέπιπτε χρονικά με την αποστολή κάθε φορά των συνταγών και της συγκεντρωτικής κατάστασης στις κατά τόπον αρμόδιες Υπηρεσίες Υγιεινής (διεύθυνση Υγιεινής της ++) ή έστω κατά τον χρόνο επιστροφής του αντιγράφου της άνω κατάστασης στον φαρμακοποιό. Πλην όμως, το κρινόμενο κλητήριο θέσπισμα δεν αναφέρει α) τον χρόνο κατά τον οποίο απέστειλε αυτός τις συνταγές και τις συγκεντρωτικές καταστάσεις ή τουλάχιστον λάμβανε, κατά τα ανωτέρω, το αντίγραφο των καταστάσεων, προκείμενου να υπάρχει η δυνατότητα χρονικού υπολογισμού για την έναρξη της παραγραφής της πράξης.

νιιι)Τέλος, το κλητήριο θέσπισμα πάσχει ακυρότητας καθόσον δεν αναφέρει τον τόπο τέλεσης της πράξης, η οποία σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, έλαβε χώρα, έστω και υπό τη μορφή της απόπειρας, ενώπιον της κατά τόπον αρμόδιας Υπηρεσίας Υγιεινής, δηλαδή στην ++ στην οποία απεστάλησαν οι συνταγές και οι συγκεντρωτικές καταστάσεις.

Εν όψει λοιπόν όλων των ανωτέρω, αναμφίβολα δεν πληρούται η προϋπόθεση της περ. δ του άρθρου 321 του Κ.Π.Δ. και για το λόγο αυτό το Δικαστήριο Σας θα πρέπει και ζητώ, να κηρύξει την ακυρότητα του κλητηρίου Θεσπίσματος (αρ.321 παρ.4 του Κ.Π.Δ.).

2) την ένσταση εξαίρεσης μαρτύρων, για την εξαίρεση των ελεγκτών του ΟΓΑ: α) ++ και β++, και μη ανάγνωσης εγγράφων και 3) αίτημα για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης που αναπτύχθηκε στο ακροατήριο και ζητείται να καταχωρηθεί στα πρακτικά σύμφωνα με το άρθρο 141 ΚΠΔ: Η εξέταση των μαρτύρων, υπαλλήλων του ΟΓΑ κ. ++ και κ++ ως μαρτύρων κατηγορίας μου, δεν θα πρέπει να επιτραπεί, για τους παρακάτω νόμιμους και βάσιμους λόγους. Διαφορετικά, η εξέτασή τους θα προκαλέσει σχετική ακυρότητα που θα επέλθει κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ.1 του ίδιου Κώδικα) η οποία αποτελεί παράβαση του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. β του ΚΠΔ.

Ειδικότερα, στο άρθρο 211 περ. α ΚΠΔ ορίζεται, ότι «με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση».

Με την διάταξη αυτή εισάγεται εξαίρεση στη χρήση αποδεικτικού μέσου, κατά συγκερασμό, αφ’ ενός μεν του συμφέροντος του κατηγορουμένου, να μην έχει αντιμέτωπο του ως μάρτυρα κατηγορίας κάποιο πρόσωπο που ενδέχεται να έχει αποκτήσει προκατάληψη εναντίον του, ως εκ της άσκησης των ως άνω καθηκόντων του, αφετέρου δε του σκοπού της ποινικής δίκης που είναι η ουσιαστική αναζήτηση της αλήθειας (ΚΠΔ 177 παρ.1 και 179 εδ. α').

Ως γνωστόν, σύμφωνα με το άρθρο 34 του ΚΠΔ με τίτλο ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι «Η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση ορισμένων εγκλημάτων ενεργείται και από δημοσίους υπαλλήλους, όπου αυτό προβλέπεται σε ειδικούς νόμους, πάντοτε υπό τη διεύθυνση και την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών».

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 1 του ΚΠΔ, «Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως, ενώ σύμφωνα με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου «η ανακοίνωση γίνεται γραπτώς και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και αφορούν την αξιόποινη πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις».

Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι με βάση την διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 του Ν. 2676/1999, οι υπάλληλοι της ΥΠ. Ε. Δ. Υ. Φ. Κ. Α. , αλλά και των υπόλοιπων φορέων Κοινωνικής ασφάλισης, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ενεργούν ως προανακριτικοί υπάλληλοι (οράτε υπ’ αρ. 310/2010 ΓΝΜΔ ΝΣΚ με Α δημοσίευση σε Νόμο για την αρμοδιότητα και τα όρια ελέγχου των ελεγκτικών οργάνων και υπηρεσιών της ΥΠΕΔΥΦΚΑ υπό την ισχύ του Ν. 3846/2010 ο οποίος τροποποίησε και συμπλήρωσε το Ν. 2676/1999 και το ΠΔ 121/2008 με βάση την οποία κάθε ελεγκτής των μικτών συνεργείων ελέγχου της ΥΠΕΔΥΦΚΑ και των ΦΚΑ, αλλά και κάθε υπάλληλος ο οποίος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, διαπιστώνει αξιόποινη πράξη αυτεπαγγέλτως διωκόμενη, έχουν την υποχρέωση αναφοράς στην Εισαγγελική Αρχή, η οποία μπορεί να γίνει και υπό μορφή προτάσεως στο συντασσόμενο πόρισμα ασκώντας προανακριτικά καθήκοντα.

Σύμφωνα με το άρθρο 239 παρ. 1 του ΚΠΔ «Σκοπός της ανάκρισης είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι’ αυτό, ενώ σύμφωνα με το εδ. α της παρ. 2 του άρθρου 239 ΚΠΔ «Κατά την ανάκριση γίνεται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της αλήθειας, εξετάζεται και βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως, όχι μόνο η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής».

Ως άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται η διενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξης από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή από γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια κύριας ανάκρισης ή προανάκρισης (βλ. Ολ. ΑΠ 4/2008) που είναι τυπικές διαδικασίες (ΚΠΔ 241 εδ. α', 243 και 246 παρ.1).

Οι παραπάνω επιθεωρητές του ΟΓΑ άσκησαν, τόσο με βάση την προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 του Ν. 2676/1999, όσο και με βάση τις προδιαληφθείσες διατάξεις του ΚΠΔ, αλλά και κατά την έννοια του άρθρου 239 του ΚΠΔ προανακριτικά καθήκοντα, καθόσον, κατά την άσκηση των ειδικών - ελεγκτικών καθηκόντων που τους ανατέθηκαν από τον ΟΓΑ για την διαπίστωση αξιόποινων παραβάσεων της ασφαλιστικής Νομοθεσίας (κανονισμού ασφάλισης του ΟΓΑ κλπ. συναφούς νομοθεσίας), έλαβαν την +++ μαρτυρικές καταθέσεις από τους ασθενείς μου ++ κλπ., αλλά και από μένα και τον εμπλεκόμενο ++, χωρίς να τηρηθούν οι όροι που προβλέπονται στην διάταξη του άρθρου 210 ΚΠΔ το οποίο ορίζει, ότι «όποιος διενεργεί ανάκριση ή το δικαστήριο μπορεί να μην εξετάσει κάποιον μάρτυρα που είναι παράφρονας ή βλάκας ή βρίσκεται προφανώς σε τέτοια διανοητική κατάσταση, ώστε να μην είναι σε θέση να παραστήσει τα γεγονότα όπως έχουν συμβεί», έκαναν έρευνες στις οικίες τους και στο ++ και σε άλλους χώρους και συνέλεξαν αποδεικτικό υλικό, μάλιστα και στην περίπτωση αυτή χωρίς την τήρηση των όρων του άρθρου 255 του ΚΠΔ, ακολούθως δε, συνέταξαν την από ++ υπηρεσιακή αναφορά η οποία υπογράφεται, από τους κκ ++), ακολούθως δε την υπέβαλλαν με βάση το άρθρο 37 του ΚΠΔ στην Εισαγγελία Πρωτ/κών ++ και με βάση αυτήν, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ασκήθηκε σε βάρος μου ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 386 παρ.1α του Π. Κ. , κατηγορία η οποία εκδικάζεται στο Δικαστήριό Σας, με βασικούς και μοναδικούς μάρτυρες κατηγορίας τους παραπάνω επιθεωρητές του ΟΓΑ οι οποίοι μάλιστα, έχουν καταθέσει και στο στάδιο της προδικασίας, τόσο στην κ. Πταισματοδίκη ++, όσο και την κ. ανακρίτρια του Πρωτ/κείου ++.

Επειδή οι παραπάνω ενέργειες τους που έγιναν στα πλαίσια της συλλογής των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, για να βεβαιωθεί η τέλεση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως, της απάτης κλπ. για τις οποίες ήδη κατηγορούμαστε (όλοι οι έχοντες την ιατρική ιδιότητα) και να αποφασιστεί, αν πρέπει να εισαχθούμε σε δίκη γι’ αυτές, είναι τυπικές προανακριτικές πράξεις που εντάσσονται στο άρθρο 239 του ΚΠΔ και αποτελούν εκ του Νόμου προανακριτικές πράξεις οι οποίες τελέσθηκαν κατά την άσκηση εκ μέρους τους προανακριτικών καθηκόντων που τους ανατέθηκαν από την υπηρεσία τους με βάση τον Νόμο και συνδέονται άμεσα με την διαπίστωση της αποδιδόμενης σε μένα και στους συγκατηγορουμένους μου αξιόποινη συμπεριφορά.

Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της απόφασης αποτελεί και η σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ.1 του ίδιου Κώδικα) και δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ως άνω Κώδικα, σχετική ακυρότητα, δημιουργείται κατά το άρθρο 211 του ΚΠΔ και στην περίπτωση που στη διαδικασία στο ακροατήριο εξετάσθηκε μάρτυρας, ο οποίος είχε ασκήσει ανακριτικά (στα οποία περιλαμβάνονται και τα προανακριτικά) καθήκοντα, ο δε λόγος εξαιρέσεως των προσώπων αυτών στηρίζεται στην προκατάληψη, την οποία ο νομοθέτης θεωρεί ότι είναι δυνατόν να έχουν υπέρ ή κατά του κατηγορουμένου, ως εκ της ασκήσεως των καθηκόντων τούτων και έτσι σκοπείται η εξασφάλιση της αξιοπιστίας και κατ' επέκταση, αμεροληψίας αυτών.

Επειδή για τους αναφερόμενους στο ενυπάρχον στην παρούσα δικογραφία υπόμνημά μου παροχής εξηγήσεων στο οποίο αναφέρομαι και τους οποίους δεν επαναλαμβάνω, προς αποφυγή άσκοπων και κουραστικών επαναλήψεων, οι παραπάνω μάρτυρες ενήργησαν κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, στο πλαίσιο της παρούσας ποινικής διαδικασίας, τουλάχιστον όσον αφορά εμένα με προκατάληψη και μεροληψία.

Ως εκ τούτου, θεωρούνται ανεπιτήδειοι να εξετασθούν ως μάρτυρες ενώπιον του παρόντος ποινικού δικαστηρίου. Για τους ίδιους ως άνω λόγους θα πρέπει και ζητώ, να μην επιτραπεί η ανάγνωση στο ακροατήριο των καταθέσεών τους στην προδικασία.

Γι αυτό θα πρέπει και ζητώ, να μη εξετασθούν οι παραπάνω ως μάρτυρες στο ακροατήριο και να μην αναγνωσθούν οι καταθέσεις τους στην προδικασία.

ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ:

Κατά το άρθρο 105 Κ.Π.Δ., όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 2408/1996, όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 Κ.Π.Δ., η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το 2° εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 στο δεύτερο αυτό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Π.Δ., που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3160/2003) ορίζεται, ότι «αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας.

Σημειωτέον, ότι με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου  105 Κ.Π.Δ. με τον παραπάνω Ν. 2408/1996 σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέτασή του ως «μάρτυρα», γεγονός που θάλπει, κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαίρετων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων.

Έτσι με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικός εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση χωρίς προηγούμενη Εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό, τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται το τέχνασμα της «μαρτυροποίησης» και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζόμενης κατά τα άλλα της παραπάνω διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Π.Δ.

Επειδή, ναι μεν η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. β' του Κ.Π.Δ. δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων που λήφθηκαν, είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξέτασης η οποία μετά την ισχύ του ν. 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση, είτε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, εφόσον μετά την λήψη αυτών στο ανακριτικό στάδιο προέκυψαν τυχόν ενδείξεις ενοχής κατά του προσώπου που κατέθεσε αρχικώς ως μάρτυρας, ως δράστη της διωχθείσας πράξης.

Όμως, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικά εκ μέρους του Δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων που λήφθηκαν, πριν αποκτήσω την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Π.Δ., είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξέτασης, η οποία μετά την ισχύ του Ν. 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση (adhoc 2324/2009 Α. Π. σε τράπεζα νομικών πληροφοριών του ΔΣΑ), είτε πριν την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, πριν αποκτήσω την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Π.Δ., δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ' και 481 παρ. 1 περ. β' Κ.Π.Δ., γιατί αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για «δίκαιη δίκη» που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και στο δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 Κ.Π.Δ., να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκόψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη.

Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος (ΑΠ 2681/08, ΑΠ 1188/2009, Α. Π. 104/2010 adhoc σε τράπεζα νομικών πληροφοριών ΔΣΑ, 389 και 1018/2011 ΑΠ σε Νόμο). Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του.

Σημειωτέον, ότι το αυτό αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής (ΟΛ Α.Π. 1/2004, Π.Χρ. ΝΕ. 113).

Όπως προλέχθηκε, βασικά στοιχεία της υπό κρίση δικογραφίας, αποτελούν:

α) η προλεχθείσα από ++ Υπηρεσιακή Αναφορά των ελεγκτών του ΟΓΑ (που υπογράφεται από τους κκ ++) στην οποία διαλαμβάνονται και από ++ ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των ασφαλισμένων του ΟΓΑ (ενδεικτικά αναφέρω τους ++ -κλπ.), αλλά και εμού του ιδίου και του συγκακτηγορουμένου μου ++ που δόθηκαν στους υπαλλήλους του ++, εκ των οποίων ο ελεγκτής ++ είναι και βασικός μάρτυρας κατηγορίας σε βάρος μου στην παρούσα δίκη, έχοντας ήδη καταθέσει στο στάδιο της προδικασίας.

β) το υπ’ αρ. πρωτ. ++ έγγραφο του ΟΓΑ.

γ) η υπ’ αρ. ++ απόφαση του κ. Υπ/τη του ΟΓΑ τα οποία στηρίχθηκαν αποκλειστικά στην από ++ υπηρεσιακή αναφορά των παραπάνω ελεγκτών του ΟΓΑ η οποία συντάχθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 210 και 255 και επ. του ΚΠΔ.

Μετά ταύτα, θα πρέπει και ζητώ να αποσυρθούν από την υπό κρίση ποινική δικογραφία τα παραπάνω έγγραφα τα οποία ερείδονται σε μαρτυρικές καταθέσεις εμού του ιδίου, του συγκατηγορουμένου μου ++ και των ως άνω ασθενών μου που λήφθησαν από τους ++ και σε αποδείξεις που συλλέχθηκαν μετά από έρευνες σε οικίες ασθενών για τις οποίες δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 255 του ΚΠΔ, δεδομένου ότι παραβιάσθηκαν οι προδιαληφθείσες διατάξεις του ΚΠΔ κατά την κτήση των παραπάνω αποδεικτικών μέσων, ενώ επίσης, αν και εφόσον κριθεί, ότι αυτοί δεν άσκησαν κατά την λήψη τους καθήκοντα ειδικών προανακριτικών υπαλλήλων, δεν υφίστατο νόμιμη αιτία για την λήψη των καταθέσεων αυτών και των κατ’ οίκον ερευνών από υπαλλήλους του ΟΓΑ, στο μέτρο που δεν ήταν προανακριτικοί υπάλληλοι, αλλά και δεν είχε διαταχθεί (κατά τον χρόνο της λήψης τους) Προκαταρκτική Εξέταση ούτε Ένορκη Διοικητική Εξέταση.

Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι παραπάνω «καταθέσεις» λήφθησαν από τους ελεγκτές του ΟΓΑ χωρίς να τηρηθούν οι όροι που προβλέπονται στην διάταξη του άρθρου 210 ΚΠΔ το οποίο ορίζει, ότι «όποιος διενεργεί ανάκριση ή το δικαστήριο μπορεί να μην εξετάσει κάποιον μάρτυρα που είναι παράφρονας ή βλάκας ή βρίσκεται προφανώς σε τέτοια διανοητική κατάσταση, ώστε να μην είναι σε θέση να παραστήσει τα γεγονότα όπως έχουν συμβεί».

Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι προκειμένου να αποδειχθεί εάν συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο εμφανίζει σημεία κάποιας ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, είναι ή όχι επιτήδειο στο να εξετασθεί ως μάρτυρας, κρίσιμο είναι το εάν το πρόσωπο αυτό έχει ή δεν έχει τη δυνατότητα να εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά, επί των οποίων θα ερωτηθεί, με τρόπο που αυτά ανταποκρίνονται στην υποκειμενική αλήθεια, στην αντίληψη, δηλαδή, την οποία μπορεί να έχει για την πραγματικότητα ο μέσος άνθρωπος, ο οποίος διαθέτει τη φυσική ικανότητα να παρατηρεί τα γεγονότα του έξω κόσμου, να αντιλαμβάνεται τη σημασία τους και να τα διηγείται έτσι ακριβώς, όπως τα έχει αντιληφθεί.

Επειδή κατά τα παραπάνω η συνεκτίμηση των ανωτέρω εγγράφων που έχουν συνταχθεί κατά παράβαση του νόμου θεμελιώνουν απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (ΑΠ adhoc 113/2009 και 117/2010 σε Νόμο).

Γι αυτό θα πρέπει και ζητώ, να αποσυρθούν από την υπό κρίση ποινική δικογραφία τα παραπάνω έγγραφα που διαλαμβάνουν και ερείδονται σε παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα.

Η παρούσα είναι νόμιμη και βάσιμη.

Γι αυτό θα πρέπει να γίνει δεκτή. Κατ’ ακολουθία, θα πρέπει να θεωρηθούν ανεπιτήδειοι ως μάρτυρες οι ιστορούμενοι ελεγκτές του ΟΓΑ και να μην επιτραπεί για το λόγο αυτό η εξέτασή τους ως μαρτύρων στο ακροατήριο και η ανάγνωση των καταθέσεών τους στην προδικασία. Επικουρικά, σε περίπτωση που απορριφθεί η ένστασή μου αυτή, θα πρέπει και ζητώ, να αποσυρθούν από την υπό κρίση ποινική δικογραφία τα ιστορούμενα έγγραφα που διαλαμβάνουν και ερείδονται σε παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα και δη:

α) η προλεχθείσα από ++ Υπηρεσιακή Αναφορά των ελεγκτών του. β) το υπ’ αρ. πρωτ. ++ έγγραφο του ΟΓΑ.

γ) η υπ’ αρ. ++ απόφαση του κ. Υπ/τη του ΟΓΑ που στηρίχθηκαν αποκλειστικά στην από ++ υπηρεσιακή αναφορά των παραπάνω ελεγκτών του ΟΓΑ η οποία συντάχθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 210 και 255 και επ. του ΚΠΔ..

Στη συνέχεια υπέβαλε το αίτημα για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και είπε: Με την παρούσα μου ζητώ, σύμφωνα με το άρθρο 183 του ΚΠΔ, να διαταχθεί η διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης σε όλους τους ασθενείς για τους οποίους φέρομαι ότι κατά το κατηγορητήριο χορήγησα (σε υπερδοσολογία) ψυχιατρικά φάρμακα. Να διορισθούν ειδικοί πραγματογνώμονες και δη, ένας ψυχίατρος και ένας γραφολόγος εκ των αναφερομένων στον ειδικά τηρούμενο κατάλογο πραγματογνωμόνων του άρθρου 185 του ΚΠΔ οι οποίοι, αφού δώσουν τον όρκο του άρθρου 194 του ΚΠΔ να γνωμοδοτήσουν εντός των νομίμων προθεσμιών γραπτά για τα εξής θέματα: α) εκτιμώντας τον δείκτη νοημοσύνης του ασθενή κ. ++, να αποφανθεί, αν μπορεί να μιλήσει ή όχι. β) αν η ασθενής κ. ++ ήταν σε θέση να αναγνώσει και να βεβαιώσει το περιεχόμενο της κατάθεσής της στους ελεγκτές του ΟΓΑ, ενόσω ήταν αγράμματη και δεν είχε υπογράψει ποτέ (οράτε αντίγραφο της ταυτότητας της κ. ++). γ) ο γραφολόγος, αν η υπάρχουσα στην κατάθεσή της υπογραφή της, είναι γνήσια ή  πλαστή.

Περαιτέρω οι πραγματογνώμονες θα πρέπει να αποφανθούν και να απαντήσουν επί των παρακάτω ερωτημάτων:

1) Πρόκειται για αληθινούς ασθενείς με ψυχιατρικές διαταραχές ή όχι; 2)Από τι πάσχουν; Να γίνει αναφορά στην πάθηση και να γίνει περιγραφή της νόσου σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες αναθεωρήσεις των ταξινομικών συστημάτων που χρησιμοποιεί η ψυχιατρική, τόσο το πολυαξονικό της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (DSM-IV), όσο και με το ταξινομικό σύστημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ICD-10). 3) Πότε χρονολογείται η έναρξη της νόσου; 4) Ποια η βαρύτητα της νόσου; 5) Ποια φαρμακευτική αγωγή ακολουθούν; 6) Ποια θα ήταν η ενδεδειγμένη φαρμακευτική αγωγή στην παρούσα χρονική περίοδο; 7) Ποια θα έπρεπε να ήταν η φαρμακευτική αγωγή κατά τη χρονική περίοδο που αναφέρεται η υπόθεση; 8) Αν κατά την χρονική περίοδο που αναφέρεται η υπόθεση οι ασθενείς αυτοί ήταν σε έξαρση ή ύφεση της νόσου, σε διέγερση ή καταστολή, αν έπρεπε να λάβουν υψηλές ή χαμηλές δοσολογίες; 9) Να τεθεί αναδρομική διάγνωση με βάση τα ευρήματα το ιστορικό των ασθενών και πάλι χρησιμοποιώντας τα ταξινομικά συστήματα DSM-IV και ICD-10. 10) Να καταθέσει γραπτώς τα πορίσματά του και να θέσει τις διαγνώσεις τόσο περιφραστικά όσο και με τους κωδικούς που χρησιμοποιούνται διεθνώς με βάση το ICD-10 και το DSM-IV (υπάρχει το ενδεχόμενο προσφυγής μου και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια). 11) Να αιτιολογήσει σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά την τοποθέτησή του ο πραγματογνώμονας ψυχίατρος και να ανακοινώσει τα συμπεράσματά του με βάση τους κανόνες και της αρχές της ψυχιατρικής επιστήμης και χρησιμοποιώντας επιστημονικές αποδείξεις.

Επειδή η αποδοχή των οποίων είναι σίγουρο ότι θα διευκόλυνε το έργο της αποδεικτικής διαδικασίας.

Επειδή έχω έννομο συμφέρον στην άσκηση της παρούσας, καθώς η διενέργεια τους θα αποδείξει περίτρανα την μη συμμετοχή μου στο κατηγορητήριο.

Για τους λόγους αυτούς ΖΗΤΩ: Την παραδοχή των αιτημάτων και την διενέργεια ψυχιατρικής και γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης»

 

          Το πρωτοβάθμιο ανωτέρω δικαστήριο σχετικά με τους ανωτέρω ισχυρισμούς, ενστάσεις και αιτιάσεις μου δέχθηκε ότι «Το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο περιέχει όλα τα απαραίτητα εκ του νόμου στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 321 ΚΠΔ και επομένως η ένσταση του ανω κατηγορουμένου ++ περί ακυρότητας αυτού πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Περαιτέρω, ο μάρτυρας κατηγορίας ++ δεν ενήργησε ως προανακριτικός υπάλληλος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του κατά την έννοια του άρθρου 211 ΚΠΔ ή με βάση άλλη ειδικότερη νομική διάταξη και συνεπώς η ένσταση εξαιρέσεώς του ομοίως είναι απορρριπτέα ως αβάσιμη. Επιπλέον, το δικαίωμα άσκησης της πολιτικής αγωγής έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή όσον αφορά το έτος++ και επομένως πρέπει η πολιτική αγωγή να αποβληθεί για το χρονικό αυτό διάστημα, ενώ δεν υφίσταται λόγος αποβολής της για το έτος ++ που αφορά τον 10° κατηγορούμενο.» και εν συνεχεία με την σχετική παρεμπίπτουσα ταυτάριθμη απόφασή του κατά το διατακτικό της  «ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους κατηγορούμενους ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής για το έτος ++. ΔΕΧΕΤΑΙ την πολιτική αγωγή για το έτος ++ που αφορά τον 10° κατηγορούμενο. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένσταση εξαίρεσης των δύο πρώτων μαρτύρων.»  

Εν συνεχεία προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης κατ` ουσίας, με έκρινε ένοχο κατά τα ανωτέρω και με καταδίκασε στην ανωτέρω ποινή. 

Δηλ. σχετικά με τους ανωτέρω ισχυρισμούς μου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ερεύνησε και εξέτασε την ένστασή μου περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος (321ΚΠΔ), αποβολής της πολιτικής αγωγής και περί μη εξέτασης-εξαίρεσης ανεπιτήδειων μαρτύρων (211ΚΠΔ) και τις απέρριψε, αλλά δεν διέλαβε καμία παραδοχή, δεν ερεύνησε και δεν απάντησε με σχετική απόφαση του στον ισχυρισμό μου και στο αίτημά μου:

α)να αποσυρθούν από την δικογραφία και να μην αναγνωστούν, ως ερειδόμενα σε παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα, αλλά και διότι περιέχουν την μαρτυρική κατάθεσή μου, αν και γινόταν έλεγχος και αποδιδόταν η πράξη σε μένα, η από ++ υπηρεσιακή αναφορά των ελεγκτών του ΟΓΑ, το υπ` αριθμ` ++ έγγραφο του ΟΓΑ και η υπ` αριθμ` ++ απόφαση του υποδιοικητή ΟΓΑ, τα οποία έγγραφα, όπως προκύπτει από το οικείο μέρος των πρακτικών αυτής (σελ. 34), ανεγνώσθησαν και λήφθηκαν υπ` όψιν ως «έγγραφα του κατηγορητηρίου» από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και

β) στο αίτημά μου να διαταχθεί ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη των ανωτέρω προσώπων.

Συνεπώς για τα αιτήματα αυτά επήλθε σχετική ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω έλλειψης ακρόασης (170.2 ΚΠΔ).

          Κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης όπως ειπώθηκε, άσκησα την από ++ με αρ. έκθεσης ++ έφεσή μου απευθυνόμενη προς το Εφετείο ++. Στην παραπάνω έκθεση που επιτρεπτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 761/2000 ό.α), περιλαμβάνονται ως ειδικοί λόγοι έφεσης, εκτός των άλλων (δηλ. «επειδή το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης») και τα παρακάτω παράπονα, αιτιάσεις και αντικείμενα δίκης και συγκεκριμένα:

«1)ΔΙΟΤΙ ΚΑΚΩΣ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΕ Η ΝΟΜΙΜΑ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΕΝΣΤΑΣΗ ΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ

2) ΓΙΑΤΙ ΚΑΚΩΣ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΕ Η ΝΟΜΙΜΑ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΕΝΣΤΑΣΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΤΟΥ ΟΓΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΜΟΥ ΝΑ ΑΠΟΣΥΡΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ Η ΑΠΟ ++ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΤΟΥ ΟΓΑ ΚΑΙ Η ΥΠ` ΑΡ ++ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Κ. ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗ ΟΓΑ ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΧΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΑΠΟ ++ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΤΟΥ ΟΓΑ ΠΟΥ ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 210 ΚΑΙ 255 ΚΑΙ ΕΠΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΠΔ.

ΕΠΙΣΗΣ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΜΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΘΟΥΝ ΤΑ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟ ++ ΑΙΤΗΣΗ ΜΟΥ ΕΓΓΡΑΦΑ, ΔΗΛΑΔΗ Η ΑΠΟ ++ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΤΟΥ ΟΓΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟ ++ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ++.

ΤΕΛΟΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΚΩΣ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ»

Δηλ. προέβαλα και επανέφερα προς εξέταση στο Εφετείο με ειδικό λόγο έφεσης :

-την απορριφθείσα ένστασή μου-ισχυρισμό περί ακυρότητας του κατηγορητηρίου, που είχα αναπτύξει και είχε καταχωρηθεί στα πρωτοβάθμια πρακτικά, η οποία έτσι δεν καλύφθηκε και συνιστά κατά τα άρθρα 170,321.1 και 4ΚΠΔ, σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος,

-την απορριφθείσα ένστασή μου-ισχυρισμό περί μη εξέτασης (εξαίρεσης) των ανεπιτήδειων μαρτύρων ελεγκτών του ΟΓΑ, διότι «έλαβαν την ++ μαρτυρικές καταθέσεις από τους ασθενείς…αλλά και από μένα…έκαναν έρευνες στις οικίες τους και στο φαρμακείο του ++ και σε άλλους χώρους και συνέλεξαν αποδεικτικό υλικό μάλιστα και στην περίπτωση αυτή χωρίς την τήρηση των όρων του άρθρου 255 του ΚΠΔ», αφορώσα  συναφώς στην εμφιλοχωρήσασα πρωτοδίκως σχετική ακυρότητα της διαδικασίας από την εξέταση μη επιτρεπόμενων μαρτύρων κατ` 211.α ΚΠΔ, δηλ. των διενεργησάντων ανακριτικά καθήκοντα,

-την απορριφθείσα ένστασή μου-ισχυρισμό περί αποβολής της πολιτικής αγωγής, αφορώσα συναφώς στην εμφιλοχωρήσασα πρωτοδίκως απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από την παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατ` άρθρο 171.2ΚΠΔ

-την μη απαντηθείσα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ένστασή μου-ισχυρισμό περί απόσυρσης από την δικογραφία και μη ανάγνωσης των από ++ υπηρεσιακής αναφοράς των ελεγκτών του ΟΓΑ, του υπ` αριθμ` ++ έγγραφου του ΟΓΑ και της υπ` αριθμ` ++ απόφασης του υποδιοικητή ΟΓΑ, «ως ερειδόμενα σε παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα» και «κατά παράβαση των διατάξεων 210 και 255επΚΠΔ», αλλά και διότι σ` αυτά «διαλαμβάνονται και οι από 22/11/2007 μαρτυρικές καταθέσεις των ασφαλισμένων του ΟΓΑ…αλλά και εμού του ιδίου και του συγκατηγορουμένου μου», αφορώσα συναφώς στην εμφιλοχωρήσασα πρωτοδίκως απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ λόγω προσβολής των υπερασπιστικών μου δικαιωμάτων συνεπεία της απαγορευμένης ανάγνωσης και αποδεικτικής αξιοποίησης των μαρτυρικών καταθέσεων του μετέπειτα κατηγορουμένου που περιέχονται και συμπεριλαμβάνονται σ` αυτά τα έγγραφα κατά παράβαση των άρθρων 31.2 και 105ΚΠΔ αλλά και λόγω ανεπίτρεπτης ανάγνωσης και αποδεικτικής αξιοποίησης αυτών σχετικά με ευρήματα από παράνομη έρευνα χωρίς την τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων διενέργειάς της «κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων …255 και επόμενα του ΚΠΔ.», 

          -το μη απαντηθέν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αίτημά μου για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης των ανωτέρω προσώπων, για να ελεγχθεί αν πρόκειται «για ασθενείς με ψυχιατρικές διαταραχές ή όχι…από τι πάσχουν…τη βαρύτητα νόσου…ποιά φαρμακευτική αγωγή ακολουθούν…ποια θα ήταν η ενδεδειγμένη…αν ήταν σε έξαρση ή ύφεση της νόσου, σε διέγερση ή καταστολή αν έπρεπε να λάβουν υψηλές ή χαμηλές δσολογίες» κλπ, αφορών συναφώς στην εμφιλοχωρήσασα πρωτοδίκως απόλυτη ακυρότητα λόγω προσβολής των υπερασπιστικών μου δικαιωμάτων κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ, καθόσον τα πορίσματα αυτής (πραγμ/νης) σχετίζονται άμεσα με την ουσία της κατηγορίας περί υπερσυνταγογράφησης δήθεν των φαρμάκων σε σχέση με αυτά που έδει να λάβουν καθόσον φυσικά το ποια ποσότητα έδει να λάβουν καθορίζεται απ` όλα τα ανωτέρω στοιχεία, συνθήκες και περιστάσεις του κάθε ασθενούς (μορφή της νόσου, βαρύτητα, χρονική περίοδο κλπ. βλ. παρακαλώ αναλυτικά το δικόγραφο της αναίρεσής μου).

          Συνεπώς τα ανωτέρω συγκεκριμένα σκέλη και αντικείμενα δίκης της πρωτόδικης ανωτέρω απόφασης, μεταβιβάστηκαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τους ανωτέρω ειδικούς, ορισμένους νόμιμους και εμπρόθεσμους λόγους έφεσης και συνεπώς, ανεξάρτητα από το εάν έκανε αυτούς δεκτούς ως βάσιμους ή όχι και ακύρωνε ή όχι την διαδικασία και πρωτοβάθμια απόφαση συνεπεία των ανωτέρω ακυροτήτων, πάντως,  όφειλε να τους ερευνήσει και αποφανθεί σύμφωνα με το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, διότι διαφορετικά υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας.

Όμως το Εφετείο, που δίκασε την υπόθεση και με την προσβαλλομένη απόφασή του (++) με κήρυξε ένοχο και με καταδίκασε κατά τα ανωτέρω, αν και έκρινε τυπικά δεκτή την έφεσή μου, ωστόσο, παρέλειψε να ερευνήσει και αποφανθεί επι των ανωτέρω ειδικώς εκκληθέντων κεφαλαίων και αντιστοίχων ειδικών λόγων έφεσης, καθόσον καμία παραδοχή περιστατικών και συναφή κρίση δεν διαλαμβάνει είτε στο αιτιολογικό της σε οποιοδήποτε σημείο, είτε στο διατακτικό της, είτε με άλλη παρεμπίπτουσα απόφαση στα ταυτάριθμα πρακτικά σχετικά με αυτούς τους λόγους και τα καταχθέντα σ` αυτό ανωτέρω ειδικά κεφάλαια και αντικείμενα δίκης της πρωτοβάθμιας απόφασης.

Συνεπώς το Εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας κατά το άρθρο 510.παρ.1 περ. Η` ΚΠΔ  διότι για τους ανωτέρω ειδικούς λόγους έφεσής μου με τους οποίους μεταβιβάστηκαν σ` αυτό οι ανωτέρω αιτιάσεις και αντικείμενα δίκης, ουδέν διέλαβε και καμία δικαιοδοσία του δεν άσκησε. Άλλως, αν ήθελε θεωρηθεί ότι άσκησε τέτοια δικαιοδοσία δηλ. ότι επιλήφθηκε των ανωτέρω λόγων μου και εν συνεχεία τους απέρριψε σιωπηρά, πάντως τους απέρριψε χωρίς να διαλάβει καμία αιτιολογία περί της τοιαύτης απόρριψης και συνεπώς υπέπεσε σε κάθε περίπτωση στην αναιρετική πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του άρθρου 510.παρ.1 περ. Δ` του ΚΠΔ. Συγκεκριμένα:

Απουσιάζει κάθε παραδοχή πραγματικών περιστατικών στις αιτιολογίες της προσβαλλομένης (εκ των οποίων όμως αναγκαίως θα προέκυπτε ότι ερεύνησε αυτούς ή ότι σε κάθε περίπτωση αιτιολόγησε την σιωπηρή απόρριψή τους) και συνακόλουθα κάθε απόφανση-κρίση του:

 

α) σχετικά με τα στοιχεία που εν προκειμένω το ανωτέρω συγκεκριμένο κατηγορητήριο όφειλε «για τον ακριβή καθορισμό της πράξης» να έχει κατ` 321 παρ. 1δ και 4 ΚΠΔ σε σχέση με την αποδιδόμενη κατηγορία, δηλ. τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της πράξης της απάτης κατ` άρθρο 386ΠΚ, αλλά και κάθε παραδοχή περιστατικών περί του ότι πράγματι το ανωτέρω συγκεκριμένο κλητήριο θέσπισμα τα είχε ή όχι σύμφωνα με τις ανωτέρω εκτενείς αιτιάσεις μου περί ακυρότητάς του. Αδιάφορο το αποτέλεσμα της εξέτασης και συναφούς κρίσης, αρκεί η αναιρεσιβαλλομένη να μην παρέλειπε να αποφασίσει για ζήτημα για το οποίο είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας της συνεπεία του ειδικού λόγου έφεσής μου, διότι αν κακώς και μη ορθώς κατά νόμω απέρριπτε την μη καλυφθείσα, συνεπεία του ανωτέρω ειδικού λόγου έφεσή μου, ένστασή μου σχετικής ακυρότητάς του, πάντως η κρίση της θα μπορούσε να ελεγχθεί ενώπιον του ΑΠ με λόγο αναίρεσης, είτε εκ του άρθρου 510.1Β`ΚΠΔ, δηλ. λόγω εμφιλοχωρήσασας και μη καλυφθείσας σχετικής ακυρότητας (βλ. ενδ. ΑΠ 1678/2008, ΝΟΜΟΣ, Σεβαστίδης ό.α υπο 173.7 σελ. 2210 όπου και πάγια νομολογία, Λ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 510. σελ. 3076 επ, Μ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 321. αρ. 25, σελ. 648), είτε για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510.1Δ`ΚΠΔ) αν για την απόρριψή του δεν διελάμβανε καμία αιτιολογία (ανύπαρκτη) ή ήταν αυτή ελλιπής, ασαφής ή αντιφατική, είτε εκ του άρθρου 510.1Ε`ΚΠΔ, ήτοι για εσφαλμένη ερμηνεία της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αν για την απόρριψή του είχε αποδώσει διαφορετική έννοια στο νόμο (ΠΚ 386).

Συνεπώς ως προς τον ανωτέρω ειδικό λόγο έφεσής μου δεν άσκησε την δικαιοδοσία του και άρα αρνητικά υπερέβη την εξουσία του, άλλως, ακριβώς διότι δεν διαλαμβάνει για την απόρριψή του τις ανωτέρω ελάχιστες παραδοχές (ανύπαρκτη αιτιολογία), πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την σιωπηρή απόρριψή του.

 

 β) σχετικά με την ιδιότητα ή όχι των ελεγκτών του ΟΓΑ ως προανακριτικών οργάνων και της δικαιοδοσίας τους ή όχι να ενεργούν στην προκείμενη υπόθεση και για το αδίκημα της απάτης, προανακρικτικές πράξεις και ποιες, αλλά και ποιες στην προκείμενη περίπτωση ενήργησαν σύμφωνα με τον προβληθέντα ισχυρισμό μου («έλαβαν την ++ καταθέσεις από τους ασθενείς…και από μένα…έκαναν έρευνες στις οικίες τους…») ή όχι και ότι τούτες συνιστούν κατά νόμω ή όχι προανακριτικές πράξεις και ότι επιπλέον διενεργήθηκαν αυτές κατά τους νόμιμους τύπους και διαδικασία, έτσι ώστε να είναι αποδεικτικά αξιοποιήσιμα τα ευρήματά τους και ότι συνεπώς είναι ή όχι ανεπιτήδειοι μάρτυρες κατά την διάταξη του άρθρου 211ΚΠΔ. Και εδώ αδιάφορο το αποτέλεσμα της κρίσης, διότι αν κακώς απέρριπτε την μη καλυφθείσα, συνεπεία του ανωτέρω ειδικού λόγου μου, ένστασή μου περί μη εξετάσεώς τους διότι έκρινε ότι εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 211.α`ΚΠΔ, πάντως η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης θα μπορούσε να ελεγχθεί ενώπιον του ΑΠ με λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 510.1Β`ΚΠΔ, ήτοι για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας που δεν καλύφθηκε. (Βλ. Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 510, σελ. 3070 όπου και πλήθος νομολογίας), είτε για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510.1Δ`ΚΠΔ) αν για την απόρριψή του δεν διελάμβανε καμία αιτιολογία (ανύπαρκτη) ή ήταν αυτή ελλιπής, ασαφής ή αντιφατική.  

Συνεπώς ως προς τον ανωτέρω ειδικό λόγο έφεσής μου δεν άσκησε την δικαιοδοσία του και άρα αρνητικά υπερέβη την εξουσία του, άλλως, ακριβώς διότι δεν διαλαμβάνει για την απόρριψή του τις ανωτέρω ελάχιστες παραδοχές (ανύπαρκτη αιτιολογία), πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την σιωπηρή απόρριψή του.

 

γ)σχετικά με τα περιστατικά ενεργητικής ή/και παθητικής νομιμοποίησης που συντρέχουν ή όχι στην προκείμενη περίπτωση με βάση τα περιστατικά της αποδιδόμενης σε μένα με το ανωτέρω κατηγορητήριο, κατηγορίας, στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος (63,64ΚΠΔ) αλλά και σχετικά με τον τρόπο και χρόνο ασκήσεώς της κατά παράβαση ή όχι των άρθρων 68,83 και 84 ΚΠΔ, σύμφωνα με τις αιτιάσεις μου περί αποβολής της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Και εδώ θα ήταν αδιάφορο το αποτέλεσμα της εξέτασης και συναφούς κρίσης διότι αν κακώς απέρριπτε την ένστασή μου, ακριβώς διότι η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171.2ΚΠΔ, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση θα ήταν ελεγκτέα είτε με βάση τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510.1Α`ΚΠΔ  (Λ.Μαργαρίτης, ό.α υπο 510, σελ. 3055 επ. όπου και πλήθος νομολογίας, Σεβαστίδης ό.α υπο 170. αρ. 66-68), είτε για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510.1Δ`ΚΠΔ) αν για την απόρριψή του δεν διελάμβανε καμία αιτιολογία (ανύπαρκτη) ή ήταν αυτή ελλιπής, ασαφής ή αντιφατική.  

Συνεπώς ως προς τον ανωτέρω ειδικό λόγο έφεσής μου δεν άσκησε την δικαιοδοσία του και άρα αρνητικά υπερέβη την εξουσία του, άλλως, ακριβώς διότι δεν διαλαμβάνει για την απόρριψή του τις ανωτέρω ελάχιστες παραδοχές (ανύπαρκτη αιτιολογία), πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την σιωπηρή απόρριψή του.

 

 δ) σχετικά με το ότι τα παραπάνω έγγραφα που ανέγνωσε και αξιοποίησε αποδεικτικά, δηλ. οι από ++ υπηρεσιακή αναφορά ελεγκτών ΟΓΑ και με αρ. ++ απόφαση υποδιοικητή ΟΓΑ, συντάχθηκαν στα πλαίσια διοικητικής έρευνας ή όχι, ότι περιλαμβάνεται ή όχι σ` αυτά, σύμφωνα με τις ανωτέρω εκτενείς αιτιάσεις μου, η ανωμοτί μαρτυρική κατάθεσή μου («διαλαμβάνονται και οι από ++ ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις…και εμού του ιδίου»), ότι αυτή λήφθηκε «πρίν αποκτήσω την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72ΚΠΔ» ή όχι, ότι δηλ. ελήφθησαν ή όχι σύμφωνα με όσα ορίζονται για την εξέταση του κάθε κατηγορουμένου και υπόπτου κατά τα άρθρα 31.2 και 105ΚΠΔ και ότι συνεπώς  «η συνεκτίμηση των ανωτέρω εγγράφων που έχουν συνταχθεί κατά παράβαση του νόμου θεμελιώνουν απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. (ΑΠ adhoc113/2009 και 117/2010 σε Νόμο.» ή όχι. Και αν μεν κακώς απέρριπτε αυτή, πάντως η κρίση της θα μπορούσε να ελεγχθεί με λόγο αναίρεσης είτε εκ του άρθρου 510.1,Α`ΚΠΔ ήτοι λόγω της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ (Λ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 510, σελ.3041επ και σελ. 3055), είτε για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510.1Δ`ΚΠΔ) αν για την απόρριψή του δεν διελάμβανε καμία αιτιολογία (ανύπαρκτη) ή ήταν αυτή ελλιπής, ασαφής ή αντιφατική.  

Συνεπώς ως προς τον ανωτέρω ειδικό λόγο έφεσής μου δεν άσκησε την δικαιοδοσία του και άρα αρνητικά υπερέβη την εξουσία του, άλλως, ακριβώς διότι δεν διαλαμβάνει για την απόρριψή του τις ανωτέρω ελάχιστες παραδοχές (ανύπαρκτη αιτιολογία), πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την σιωπηρή απόρριψή του. (adhoc Συμβ ΑΠ 113/2009, ΝΟΜΟΣ)

 

ε) σχετικά με το ότι σ` αυτές τις ίδιες υπηρεσιακές αναφορές, περιλαμβάνονται ή όχι αποδεικτικά ευρήματα και μέσα από την παραδεχόμενη ή μη έρευνα των ελεγκτών του ΟΓΑ «σε οικίες ασθενών», ότι αυτές διενεργήθηκαν κατά παράβαση ή όχι των άρθρων 255επΚΠΔ σύμφωνα με τις αιτιάσεις του ισχυρισμού μου και λόγου έφεσης, ήτοι παραδοχές περί διενέργειας ή μη έρευνας στην προκείμενη περίπτωση με παρουσία δικαστικού λειτουργού ή δεύτερου δικαστικού γραμματέα και με την σύνταξη της σχετικής έκθεσης έρευνας ή όχι έτσι ώστε να μπορούν κατά νόμω και επιτρεπτώς να αναγνωστούν «τα ιστορούμενα έγγραφα που διαλαμβάνουν και ερείδονται σε παρανόμως κτηθέντα μέσα».  Και αν μεν κακώς απέρριπτε αυτή, πάντως η κρίση της θα μπορούσε να ελεγχθεί με λόγο αναίρεσης είτε εκ του άρθρου 510.1Α`ΚΠΔ ήτοι λόγω της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ (Λ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 510, σελ.3041επ και σελ. 3055), είτε για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510.1Δ`ΚΠΔ) αν για την απόρριψή του δεν διελάμβανε καμία αιτιολογία (ανύπαρκτη) ή ήταν αυτή ελλιπής, ασαφής ή αντιφατική.  

Συνεπώς ως προς τον ανωτέρω ειδικό λόγο έφεσής μου δεν άσκησε την δικαιοδοσία του και άρα αρνητικά υπερέβη την εξουσία του, άλλως, ακριβώς διότι δεν διαλαμβάνει για την απόρριψή του τις ανωτέρω ελάχιστες παραδοχές (ανύπαρκτη αιτιολογία), πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την σιωπηρή απόρριψή του. 

 

στ) σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά καταρχήν της ανάγκης διενέργειας πραγματογνωμοσύνης (183ΚΠΔ), ήτοι διότι αφορά ή όχι ζητήματα άμεσα σχετιζόμενα με την υπεράσπισή μου κατά της κατηγορίας για τα οποία απαιτούνται ή όχι ειδικές γνώσεις (Σεβαστίδης, ό.α υπο 183.σελ. 2335) και εν συνεχεία σχετικά με την ύπαρξη ή όχι ικανών αποδεικτικών μέσων και ποιών συγκεκριμένα εκ των οποίων το δικαστήριο μπορεί να σχηματίσει ή όχι πλήρη δικανική πεποίθηση για τα αιτούμενα να εξεταστούν με την πραγμ/νη, ανωτέρω ζητήματα υγείας των ασθενών, που καθιστούν περιττή ή όχι την διενέργεια της αιτηθείσης πραγμ/νης. Και αν μεν απέρριπτε κακώς αυτό το αίτημα, πάντως θα μπορούσε να ελεγχθεί, είτε με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510.1ΑΚΠΔ, ήτοι λόγω απόλυτης ακυρότητας  καθόσον η μη διενέργειά της προσβάλλει το υπερασπιστικό μου δικαίωμα κατ` 171.1δ`ΚΠΔ να αμυνθώ κατά της κατηγορίας διότι πυρήνας της είναι η υπερδοσολογία φαρμάκων σε ασθενείς με ειδικά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και περιστάσεις ασθένειας και συνεπώς τα τελευταία και άρα και η διενέργειά της πραγμ/νης γι` αυτά τα ειδικά χαρακτηριστικά του κάθε ασθενούς σχετίζονται άμεσα με την υπεράσπισή μου (Σεβαστίδης, ό.α υπο 183, σελ. 2336, όπου και παραπομπή σε Ν. Ανδρουλάκη, παρατηρήσεις στη ΣυμβΑΠ 576/1971, ΠοινΧρ 1972,149), είτε με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510.1Δ`ΠΔ, ήτοι για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (Σεβαστίδης, ό.α υπο 183. αρ. 16, υπο 139.αρ.39, όπου και πλήθος νομολογίας. Ενδ. ΑΠ 1584/2001,ΠοινΛογ 2001, 2274: επαρκής η αιτιολογία ότι το δικαστήριο είναι σε θέση να σχηματίσει δικανική πεποίθηση εκ των υφισταμένων αποδεικτικών μέσων).

Συνεπώς και ως προς τον ανωτέρω ειδικό λόγο έφεσής μου δεν άσκησε την δικαιοδοσία του και άρα αρνητικά υπερέβη την εξουσία του, άλλως, ακριβώς διότι δεν διαλαμβάνει για την απόρριψή του τις ανωτέρω ελάχιστες παραδοχές (ανύπαρκτη αιτιολογία), πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την σιωπηρή απόρριψή του. 

 

          Συνεπώς η προσβαλλομένη που παρέλειψε να αποφασίσει επι των λόγων εφέσεώς μου, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510.παρ.1, περ.Η του Κ.Π.Δ., άλλως στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. περ. Δ του ιδίου Κώδικα δηλ. της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι εξέτασε αλλά σιωπηρά απέρριψε αυτούς και δέον και αιτούμαι την αναίρεσή της.

          Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης (σελ.2), κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο Εφετείο «ο Εισαγγελέας αφού έλαβε το λόγο, ανέπτυξε με συνοπτική ακρίβεια τις κρινόμενες εφέσεις…η Πρόεδρος ζήτησε από τους κατηγορουμένους πληροφορίες για την πράξη…ενώ οι κατηγορούμενοι απάντησαν ότι επιφυλάσσονται να εκθέσουν τις απόψεις τους στην απολογία τους.». Δηλ. προκύπτει ότι όλους τους ανωτέρω λόγους έφεσής μου, δεν ανέπτυξα προφορικά στο ακροατήριο, με σχετική καταχώρηση στα πρακτικά, είτε πρίν είτε μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Κάτι τέτοιο όμως, δηλ. υποχρέωση για τον εκκαλούντα κατηγορούμενο ανάπτυξης προφορικά στο Εφετείο και καταχώρησης στα πρακτικά των λόγων έφεσης κατά την έναρξη της συζήτησης στο Εφετείο, ως όρος του παραδεκτού της άσκησης ή της συζήτησης της έφεσης, δεν προβλέπεται ούτε από τις διατάξεις των άρθρων 501 και 502ΚΠΔ που ρυθμίζουν τα ζητήματα συζήτησης της έφεσης ούτε από τις διατάξεις των άρθρων 474 και 498ΚΠΔ που καθορίζουν τις διατυπώσεις που πρέπει να τηρηθούν για την παραδεκτή άσκηση έφεσης.(Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 498.αρ.2, σελ. 2823). Άλλωστε, όπως ειπώθηκε, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, δηλ. η εξουσία του Εφετείου να κρίνει επί των εκκληθέντων μερών, προσδιορίζεται ακριβώς από την έκταση της έφεσης (που έχει ασκηθεί παραδεκτά) και τους λόγους που προέβαλε με αυτή ο εκκαλών και όχι από την προφορική ανάπτυξη και καταχώρηση στο ακροατήριο των λόγων έφεσης από τον κατηγορούμενο. Συνεπώς εφόσον υπάρχει ειδικός λόγος έφεσης που ασκήθηκε παραδεκτά και με τις διατυπώσεις των ανωτέρω άρθρων περί άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά απόφασης, οφείλει το Εφετείο να τον ελέγξει χωρίς να απαιτείται ως όρος ή «διατύπωση» για να το πράξει και η προφορική τους ανάπτυξη στο ακροατήριο του Εφετείου. Σε κάθε όμως περίπτωση, όπως ανωτέρω προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης «ο Εισαγγελέας αφού έλαβε το λόγο, ανέπτυξε με συνοπτική ακρίβεια τις κρινόμενες εφέσεις» (502.1ΚΠΔ) και συνεπώς και τους ανωτέρω λόγους έφεσής μου και συνεπώς αναπτύχθηκαν στο ακροατήριο του Εφετείου και οι σχετικές αιτιάσεις μου για τις ακυρότητες που εμφιλοχώρησαν στο πρωτόδικο δικαστήριο που καθόρισαν έτσι και τα αντικείμενα της δίκης που επακολούθησε και για τα οποία το Εφετείο όφειλε να ασκήσει την δικαιοδοσία του και να αποφανθεί, αλλά δεν έπραξε. Το ζήτημα βέβαια δεν πρέπει να συγχέεται ούτε με την ρύθμιση του άρθρου 502.παρ.4ΚΠΔ. Γίνεται δεκτό κατά το άρθρο 502.4ΚΠΔ, ότι εφόσον η έφεση γίνει τυπικά δεκτή, κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης απόφασης καλύπτεται με την έκδοση της επι της ουσίας απόφασης του Εφετείου και έτσι το Εφετείο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε σχετικό ισχυρισμό περί ακυρότητας που εμφιλοχώρησε κατά την διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης μη υποπίπτοντας σχετικώς σε έλλειψη ακρόασης. (Λ. Μαργαρίτης ό,.α υπο 502. σελ. 2878) και τούτο διότι μετά τη τυπική παραδοχή της έφεσης η υπόθεση επανέρχεται στη στάση πρίν από την έκδοση της απόφασης. Τούτα αληθώς ισχύουν με την έννοια όμως ότι το Εφετείο, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης έχει την εξουσία να κρίνει όπως και το πρωτοβάθμιο, δεσμευόμενο (μόνο) από τους λόγους έφεσης και συνεπώς επανεξετάζει την υπόθεση καθ`ό μέρος προσβλήθηκε με τους λόγους έφεσης. (Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 502, σελ.2877-2878). Δηλ. αν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ανέκυψαν ακυρότητες (βλ. περιπτώσεις σε Μ. Μαργαριτης, ό.α σελ.1036), ερευνώνται από το εφετείο αν μεταβιβάστηκαν σ` αυτό με ειδικό λόγο έφεσης.(Μ. Μαργαρίτης ό.μέσως ανωτέρω όπου και παραπομπή σε ΑΠ 219,221/2002, ΠΧ ΝΒ 904,906). Άλλωστε σε διαφορετική περίπτωση, δηλ. στην περίπτωση που οι λόγοι έφεσης αφορούσαν σε ακυρότητες της πρωτοβαθμίου δίκης, ποτέ δεν θα μπορούσε, συνεπεία της εφαρμογής του 502.4ΚΠΔ να συντρέχει ο λόγος αναίρεσης της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας. 

          Συνεπώς το Εφετείο όφειλε σε κάθε περίπτωση να εξετάσει τους ανωτέρω λόγους μου και να αποφανθεί γι` αυτούς. Το ζήτημα οπωσδήποτε θα ήταν σημαντικό για την όλη πορεία της δίκης αφού αν οι λόγοι έφεσής μου γινόταν δεκτοί ως βάσιμοι και το Εφετείο ακύρωνε την πρωτοβάθμια απόφαση διότι λ.χ έκρινε άκυρο το κατηγορητήριο, ή διότι παραδεχόταν ότι δεν έπρεπε να εξεταστούν οι ανωτέρω ελεγκτές ως ανεπιτήδειοι μάρτυρες ή να αναγνωστούν τα ανωτέρω έγγραφα διότι περιέχουν καταθέσεις μου ως μάρτυρα και ευρήματα από παράνομες έρευνες ή διότι έκρινε ότι έπρεπε να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη ως προς την ιατρική ανάγκη του κάθε ασθενούς για την τάδε ή δείνα ποσότητα φαρμάκων ή διότι κακώς παρέστη ο πολιτικώς ενάγων, είναι φανερό ότι θα ήταν εντελώς διαφορετική η εξέλιξη της δίκης και μάλιστα σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις προς όφελός μου και τούτο διότι αυτονόητα λόγω ακριβώς της ακύρωσης της πρωτοβαθμίου απόφασης συνεπεία των ανωτέρω λόγων έφεσης, αν μη τι άλλο, δεν θα μπορούσαν ποτέ μετά να εξεταστούν ως μάρτυρες πρόσωπα που άσκησαν ανακριτικά καθήκοντα ή ενήργησαν διοικητική εξέταση (ΑΠ 1524/2006 ΠΧ ΝΖ 134) των οποίων όμως είναι δεδομένη η προκατάληψη εις βάρος μου αφού ο νόμος (211ΚΠΔ) επέλεξε να μην εξετάζονται ακριβώς διότι θέλει δίκαιη δίκη (εκτός εισαγωγικών η λέξη) (Σεβαστίδης ό.α υπο 211. αρ.1) και επιπλέον, δεν θα μπορούσαν ποτέ να αναγνωστούν στο ακροατήριο έγγραφα-υπηρεσιακές αναφορές που περιέχουν μαρτυρική μου κατάθεση ληφθείσα όμως χωρίς όμως την τήρηση των άρθρων 31.2 και 105ΚΠΔ αλλά και μαρτυρικές καταθέσεις τρίτων καθώς και ευρήματα από παράνομες έρευνες για τα οποία όμως καμία έκθεση εξέτασης ή έρευνας κατά τον ΚΠΔ δεν υπάρχει και η μόνη «βεβαίωση» ότι έγιναν τέτοιες ανακριτικές πράξεις είναι αυτές τούτες οι υπηρεσιακές αναφορές που δεν θα αναγιγνώσκονταν πλέον και δεν θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν εις βάρος μου τα «ευρήματά» τους.

                                     

                                    2ος Λόγος Αναίρεσης 

Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (510.παρ.1, περ.Α του Κ.Π.Δ.)

     

Σημειώνεται ότι κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης στο Εφετείο (2014), το περιεχόμενο των άρθρων 31.2 και 105ΚΠΔ, ήταν αυτό που ανωτέρω αναφέρεται και εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Όπως όμως ήδη ειπώθηκε η ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας της εξέτασης-κατάθεσης (ανεξάρτητα αν γίνεται ενόρκως ή ανωμοτί) του (μετέπειτα) κατηγορουμένου, ληφθείσας στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης ή της προκαταρκτικής εξέτασης ή της εξομοιούμενης πλέον με προκαταρκτική, ΕΔΕ (ολΑΠ 1/2004), κατά παράβαση των άρθρων 31.2 και 105ΚΠΔ, πολλώ δε μάλλον αν ο «μάρτυρας» που εξετάστηκε ήταν ύποπτος, δηλ. υπήρχαν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη οπότε και έχει μετά το ν.3346/05 τα πλήρη δικαιώματα του κατηγορουμένου, προκαλεί απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, δηλ. χωρίς προβολή σχετικού ισχυρισμού (Σεβαστίδης, ό.α υπο 170,σελ. 2072) και δημιουργεί σύστοιχα, λόγο αναίρεσης της απόφασης κατ` άρθρο 510.1ΑΚΠΔ (Σεβαστίδης ό.α υπό 171 αρ. 37, υπό 31 αρ. 35, υπό 105. αρ.22 επ, όπου και πλήθος νομολογίας. Ενδ. ολΑΠ 1/2004, ολΑΠ 2/1999, ΝΟΜΟΣ, Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 105, σελ.439-441 και υπο 72, σελ. 370 επ.,374 όπου και νομολογία). [Για το ότι μετά το ν. 3160/2003, δυνάμει του άρθρου 43ΚΠΔ, η ΕΔΕ, η αστυνομική προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση, αντιμετωπίζονται ως ισότιμες ενέργειες, βλ. ολΑΠ 1/2004, Σεβαστίδης ό.α υπο 43. σελ. 422, Λ. Μαργαρίτης υπο 31,σελ. 118, υπο 72, σελ.374)].

Δηλ. επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του μετέπειτα κατηγορουμένου όχι μόνο των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων του ιδίου που έχουν ληφθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της ίδιας ποινικής διαδικασίας (προκαταρκτική, προανάκριση) όταν ακόμα αυτός είχε την ιδιότητα του μάρτυρα, δηλ. μετά την άσκηση ποινικής δίωξης για συγκεκριμένη πράξη και πρίν αποδοθεί σ` αυτόν ποινική κατηγορία,  αλλά (μετά την ολΑΠ 1/2004) και αυτών που «λήφθηκαν και δόθηκαν κατά την διάρκειααρμοδίως διαταχθείσας διοικητικής εξέτασης, η οποία μετά την ισχύ του Ν. 3160/03 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση». (ρητή διατύπωση ενδ. σε ΑΠ 1712/2011, ΝΟΜΟΣ, αλλά και ΣυμβΑΠ 133/2009 ΠοινΧρ 2009,410, ΑΠ 2521/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1450/2007 ΠοινΧρ 2008,32, Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 31, σελ. 118-119, υπο 510, σελ. 3043). Την ανωτέρω θέση της Ολομελείας του 2004 ακολούθησαν έκτοτε αρκετές μεταγενέστερες αποφάσεις (βλ. νομολογία σε Λ. Μαργαρίτη ό.α υπο 72 σελ. 374) και επιπλέον, όπως ανωτέρω εκτίθεται, έγινε δεκτή η ανωτέρω απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποίησης της κατάθεσης του μετέπειτα καταστάντος κατηγορουμένου και στις περιπτώσεις καταθέσεων των κατηγορουμένων που δόθηκαν ενώπιον των υπαλλήλων ΣΔΟΕ (Λ. Μαργαρίτης υπο 72,σελ. 374, όπου και νομολογία). Έτσι η ΣυμβΑΠ 133/2009 (ό.α) και ΑΠ 2521/2008 (ό.α) δέχονται ότι η λήψη υπόψη και αποδεικτική αξιοποίηση των μαρτυρικών καταθέσεων που δόθηκαν κατά την διοικητική διαδικασία ελέγχου στους υπαλλήλους ΣΔΟΕ, πρίν οι εξετασθέντες αποκτήσουν την ιδιότητα του κατηγορουμένου κατά τους τρόπους που αναφέρει το 72ΚΠΔ, δημιουργεί την ως άνω ακυρότητα και ανήρεσαν η πρώτη για έλλειψη αιτιολογίας διότι το ΣυμβΕφ δεν αιτιολόγησε την απόρριψη του ισχυρισμού περί απόλυτης ακυρότητας που είχε καταχθή ενώπιόν του με ειδικό λόγο έφεσης (βλ. αμέσως ανωτέρω λόγο αναίρεσης) και η δεύτερη για απόλυτη ακυρότητα.(παρών λόγος). Και μάλιστα γίνεται δεκτό ότι προκαλείται αυτή η ακυρότητα, όχι μόνο όταν οι ως άνω μαρτυρικές εξετάσεις του μετέπειτα κατηγορουμένου λαμβάνονται υπόψη πρωτογενώς στην αποδεικτική διαδικασία, αλλά και όταν τούτο γίνεται με έμμεσο τρόπο, δηλ. όταν αναγιγνώσκεται και αξιολογείται αποδεικτικά η πορισματική αναφορά (είτε της ΕΔΕ, είτε άλλης εν γένει διοικητικής εξέτασης όπως λ.χ του ΣΔΟΕ) η οποία όμως ενσωματώνει και περιλαμβάνει τις ανωτέρω εξετάσεις του μετέπειτα κατηγορουμένου διότι η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας δημιουργείται όχι μόνο με την ευθεία χρήση του παράνομου αποδεικτικού μέσου, αλλά και με συνεκτίμηση άλλου αποδεικτικού μέσου (π.χ της πορισματικής αναφοράς) που αναφέρεται στο παράνομο αποδεικτικό μέσο. (ΑΠ 1713/2006, ΝΟΜΟΣ). Έτσι από τμήμα της νομολογίας του ΑΠ γίνεται δεκτό ότι προκαλείται η ανωτέρω ακυρότητα από την ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση της πορισματικής αναφοράς στα πλαίσια ΕΔΕ, μόνο αν προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη και αξιοποιήθηκε αποδεικτικά και η περιεχόμενη σ` αυτή μαρτυρική κατάθεση του κατηγορουμένου (ΣυμβΑΠ 1712/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 607/2010 ΝΟΜΟΣ, Σεβαστίδης ό.α υπο 105, σελ. 1285), ενώ κατ` άλλη μερίδα της νομολογίας και όταν αναγιγνώσκεται και αξιοποιείται αποδεικτικά αυτή καθ` αυτή η πορισματική αναφορά οργάνων του ΣΔΟΕ που ενήργησαν ως προανακριτικοί υπάλληλοι εφόσον «για την συγκρότηση αυτής χρησιμοποιήθηκαν και οι ένορκες αυτές εξετάσεις του κατηγορουμένου πρίν αποδοθεί σε βάρος του ποινική κατηγορία»  (ΣυμβΑΠ 133/2009 ΝΟΜΟΣ) ή «με τη λήψη υπόψη της πορισματικής αναφοράς και δι` αυτής της μνημονευόμενης σ` αυτή κατάθεσης της αναιρεσείουσας που ελήφθη με την ιδιότητα της μάρτυρος κατά την προκαταρκτική εξέταση που διενήργησε το ΣΔΟΕ…πρίν αποδοθεί σ` αυτή η ιδιότητα της κατηγορουμένης…» (ΣυμβΑΠ 403/2008 ΝΟΜΟΣ. βλ. επίσης Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 72, σελ. 374).

Επίσης μη αξιοποιήσιμη αποδεικτικά από το δικαστήριο είναι και η κατά παράβαση των ανωτέρω, ληφθείσα κατάθεση προσώπου που κατά το χρόνο εξέτασής του δεν είχε την ιδιότητα του υπόπτου, διότι μέχρι τότε δεν υπήρχε καμία ένδειξη για την απόδοση σ` αυτόν της διωκόμενης πράξης και ούτε κατονομάζονταν στην έγκληση, αλλά απέκτησε αυτή στη συνέχεια (ΑΠ 1188/2009, ΠοινΧρ 2010,319, Σεβαστίδης, ό.α υπο 31. σελ. 272, υπο 105, σελ. 1287 όπου και εκτενής νομολογία)

Στις παραπάνω λοιπόν περιπτώσεις επέρχεται η ανωτέρω απόλυτη ακυρότητα διότι με τον τρόπο αυτό παραβιάζονται δύο θεμελιακά δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, δηλ. αυτό της σιωπής και αυτό της μη αυτοενοχοποίησης, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος για «δίκαιη δίκη» που εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ καθώς και στο δικαίωμα από το άρθρο 223.4ΚΠΔ να αρνηθούν την κατάθεση περιστατικών από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη και συνεπώς τέτοιες εξετάσεις και μαρτυρικές καταθέσεις, δεν μπορούν να γίνουν δεκτές διότι η «μαρτυροποίηση» του κατηγορουμένου είναι αδιανόητη και συνεπώς αν καταστρατηγούνται με τον τρόπο αυτό τα δικαιώματά του, παράγεται απόλυτη ακυρότητα.(ολΑΠ 2/99,Λ. Μαργαρίτης υπο 31,σελ. 118 και 120 όπου και πλήθος νομολογίας ΕΔΔΑ). 

Στην προκείμενη λοιπόν περίπτωση, όπως προκύπτει από το σχετικό μέρος των ταυτάριθμων με την προσβαλλομένη πρακτικών της, στο οποίο αναφέρονται τα έγγραφα που ανέγνωσε και έλαβε υπόψη, η αναιρεσιβαλλομένη(σελ.10), ανέγνωσε και έλαβε υπόψη δηλ. αξιοποίησε αποδεικτικά για την περί ενοχής κρίση της και τα κάτωθι έγγραφα, ήτοι «… 2.Η από ++ υπηρεσιακή αναφορά του ΟΓΑ», αφού άλλωστε και στην αρχή του σκεπτικού της (σελ.16) όπου και αναφέρει κατ` είδος τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη για τη εξενεχθείσα κρίση της, ρητά παραδέχεται ότι έλαβε υπόψη και όσα προέκυψαν και «…από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων…που αναφέρονται στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος δικαστηρίου» και συνεπώς και από την ανωτέρω από ++ υπηρεσιακή αναφορά.

          Όπως δε προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση αυτής της αναφοράς από τον Άρειο Πάγο, που είναι αναγκαία για την εξέταση της βασιμότητας του παρόντος λόγου αναίρεσης, περιλαμβάνονται σ` αυτή α)η από ++ μαρτυρική κατάθεσή μου ληφθείσα μετά από εξέτασή μου από τους ανωτέρω διοικητικούς υπαλλήλους και ελεγκτές του ΟΓΑ, σε χρόνο προ κάθε άσκησης ποινικής δίωξης είτε εναντίον μου είτε κατά κάποιας συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης, δηλ. εξέτασή μου κατά την διάρκεια του (προηγηθέντος) διοικητικού ελέγχου και έρευνας των υπαλλήλων ελεγκτών του ΟΓΑ, καθώς και β)τα ευρήματα των ερευνών που αυτοί διενήργησαν σε οικίες και άλλους χώρους ήτοι τις συνταγές και σκευάσματα που ανακάλυψαν στις οικίες των ασφαλισμένων και συγκεκριμένα:  

          Στην από ++ υπηρεσιακή αναφορά που υπογράφεται από τους «διενεργήσαντες τον έλεγχο» ++ και απευθύνεται «προς τον ΟΓΑ Κλάδος Ε` Επιθεώρησης», διαλαμβάνεται επι λέξει στη σελ. 1 αυτού ότι « ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Σε εκτέλεση σχετικών αποφάσεων της Διοίκησης του ΟΓΑ συνεχίσαμε τον έλεγχο που έγινε στο φαρμακείο του κ. ++, διενεργώντας κατ' οίκον έρευνες με συνταγές που εκτελέστηκαν στο φαρμακείο του. Έρευνα των συνταγών που εξέδωσε ο κ. ++ και καταλογισμός της υπερσυνταγογράφησης του. Συντάξαμε πίνακες με συνταγές ασφαλισμένων μας; που εκδόθηκαν από τον κ. ++.και εκτελέστηκαν στο φαρμακείο του κ. ++, στους οποίους καταχωρήσαμε τους - αριθμούς συνταγολογίων, ημερομηνία έκδοσης, φαρμακευτικά σκευάσματα, ποσότητες, δοσολογία ιατρού και εθνικού συνταγολογίου, λαμβάνοντας υπόψη τις . ανώτατες δοσολογίες του εθνικού συνταγολογίου και κάναμε καταλογισμό ανά ασφαλισμένο μας σε βάρος του.»  και στην σελ. 3 αυτού ότι « Στις ++ συναντήσαμε τον κ. ++ στο σπίτι της κας ++, η οποία είναι θεία του και του είπαμε ότι είχαμε επισκεφθεί την κ. ++ (το γνώριζε ήδη) η οποία όπως μας είπε είναι επίσης θεία του (αδελφή του πατέρα του). Μας κατέθεσε ότι η κα ++ τον έχει εξουσιοδοτήσει να τις προμηθεύει τα φάρμακα. Κατέθεσε επίσης εγγράφως την αγωγή που ακολουθεί το τελευταίο διάστημα η κα ++ a) ++ 5mg 1 x 2, β) ++ 50mg 1 κάθε 15 ημέρες και ++ 4mg 3x3. Οι δοσολογίες των δύο πρώτων σκευασμάτων συμφωνούν με τις ανώτατες τιμές του εθν. Συνταγολογίου, αυτό δεν ισχύει όμως και για το ++ 4mgtabl (Η ανώτατη δοσολογία για τη ρισπεριδόνη (++) είναι 10mg την ημέρα ενώ του γιατρού είναι 36mg, συν το σκεύασμα ++ 50mg που περιέχει επίσης ρισπεριδόνη. Το ερώτημά μας είναι, η υπερβολική δοσολογία δεν προκαλεί στην κα ++ εξωπυραμιδικές αντιδράσεις οι οποίες είναι δοσοεξαρτώμενες ώστε να πάρει κάποιο σκεύασμα για να αντιμετωπίσει αυτής της παρενέργειας;)» (η τονισμένη γραμματοσειρά όπως και στην υπηρεσιακή αναφορά). Σε όλο δε το υπόλοιπο κείμενο της αναφοράς περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις των ασφαλισμένων ληφθείσες από τα ίδια ελεγκτικά όργανα και παρατίθενται σε πίνακες οι συνταγές και τα σκευάσματα που ανευρέθησαν μετά από έρευνες σε οικίες, για κάθε ασφαλισμένο, αλλά και αναλυτικά για τον καθέναν τους, η αξία-ποσά των σκευασμάτων που «συνταγογραφήθηκαν καθ` υπέρβαση», ενώ κάτωθι αυτών αναφέρονται ως «διαπιστώσεις» ή «συμπεράσματα» ότι «διαπιστώνουμε ότι οι ποσότητες των σκευασμάτων αλλά και οι δοσολογίες που αναγράφει ο γιατρός είναι υπερβολικά μεγάλες» (περίπτωση ++, «βλέπουμε μεγάλες αποκλίσεις…σε γενικές γραμμές είναι διπλάσιες…διαπιστώνουμε ότι ξεπερνούν κατά πολύ την θεραπεία μηνός…την συνταγή…++ καταλογίζουμε εξ`ολοκλήρου στον κ. ++» (περίπτωση ++), «διαπιστώνουμε εκτος από την υπερσυνταγογράφηση…δεν έχει κάποια επιστημονική εξήγηση» (περίπτωση ++), «θα αρκούσαν 3 συσκευασίες το μήνα…η δοσολογία του γιατρού είναι σχεδόν τριπλάσια αυτής του εθν.συνταγολογίου…» (περίπτωση ++), «Συνεπώς έχουμε υπερσυνταγογράφηση…η δοσολογία του γιατρού…είναι τριπλάσια…είναι υπερβολική» (περίπτωση ++), «διαπιστώνουμε ότι η δοσολογία του γιατρού…είναι πολύ μεγαλύτερη» (περίπτωση ++), «η υπερσυνταγογράφηση …είναι 28 συσκευασίες…τα υπόλοιπα χρεώνονται εξολοκλήρου στο γιατρό» (περίπτωση ++), «γίνεται κατανοητό ότι συνταγογραφούνται μεγαλύτερες ποσότητες απ` αυτές που χρειάζεται η ασφαλισμένη» (περίπτωση ++), «συνταγογραφήθηκαν καθ` υπέρβαση από τον κ. ++» (τελευτ.σελ. αναφοράς)

Δηλ. προκύπτει ότι σε χρόνο (++) πρίν μου αποδοθεί οποιαδήποτε ποινική κατηγορία και κατά τον οποίο διενεργούνταν χωρίς εισαγγελική παραγγελία διοικητική έρευνα από τα ανωτέρω ελεγκτικά όργανα του ΟΓΑ, αν και οι υποψίες για τέλεση αξιόποινης πράξης, όχι απλά στρέφονταν εναντίον μου, αλλά ευθέως γινόταν από τα ελεγκτικά όργανα με την ίδια αυτή υπηρεσιακή αναφορά και «καταλογισμός ανα ασφαλισμένο σε βάρος» μου ποσών για «συνταγές που εκδόθηκαν» από μένα και «συνταγογραφήθηκαν καθ` υπέρβαση (και)…είναι υπερβολικές» (τελευταία σελ.) και «χρεώνονται» σε μένα για όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις ασφαλισμένων, δηλ. σε χρόνο που έφερα την ιδιότητα οπωσδήποτε του υπόπτου και συνεπώς (μετά το ν. 3160/03 και ιδίως 3346/05), αναγνωρίζονταν πλέον στο πρόσωπό μου πλήρως τα δικαιώματα του κατηγορουμένου κατά τα ανωτέρω (βλ. Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 31,σελ.112, υπο 72, σελ. 372), εν τούτοις, δεν εξετάστηκα σύμφωνα με ό,τι ισχύει για κάθε έναν ύποπτο κατά του οποίου ευθέως στρέφεται ο έλεγχος και επιπλέον του αποδίδεται και η τέλεση συγκεκριμένων αξιοποίνων πράξεωνυπεσυνταγογράφηση εκ της οποίας υπέστη το Ταμείο μας ζημία». σελ.2), αλλά αντίθετα ελήφθη η ανωτέρω κατάθεσή μου μετά από εξέτασή μου ως μάρτυρα από τα ανωτέρω όργανα χωρίς να διασφαλιστεί κανένα υπερασπιστικό μου δικαίωμα κατά τα άρθρα 31 και 105ΚΠΔ, καθότι η εξέτασή μου έγινε κατά παράβαση των άρθρων 273 και 274 ΚΠΔ και χωρίς την αναγνώριση και εφαρμογή των εκ των άρθρων 103 και 104ΚΠΔ βασικών υπερασπιστικών δικαιωμάτων μου (Λ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 105. σελ. 440), δηλ. των δικαιωμάτων μου άρνησης εξέτασης, του δικαιώματος σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης, του δικαιώματος παράστασης και επικοινωνίας με συνήγορο, του δικαιώματος να λαμβάνω αντίγραφα της δικογραφίας, του δικαιώματος να προτείνω και προσάγω αποδεικτικά μέσα αλλά και του δικαιώματος να ενημερωθώ για τα δικαιώματά μου (για όλα τα ανωτέρω δικαιώματα στο στάδιο αυτό, βλ. αντί άλλων Σεβαστίδης, ό.α υπο 31, αρ.21-31) καθόσον άλλωστε δεν προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της ανωτέρω αναφοράς ότι μου γνωστοποιήθηκαν ή ότι μου αναγνωρίστηκαν καθ` οιονδήποτε τρόπο και πολύ περισσότερο ότι άσκησα κάποιο από τα ανωτέρω δικαιώματά μου, όπως άλλωστε τέτοιες παραδοχές δεν διαλαμβάνει ούτε και η προσβαλλομένη. Είναι δε χαρακτηριστικό όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αναφοράς αυτής ότι, εξετάστηκα ως μάρτυρας, όπως ακριβώς και οι ασφαλισμένοι στους οποίους τα ελεγκτικά όργανα διενεργούσαν έρευνες στα σπίτια τους για ανεύρεση συνταγών μου και φαρμάκων, αν και ευθέως μου καταλογιζόταν απ` αυτά υπερδοσολογία στην συνταγογράφηση και το ποσό ζημίας του ΟΓΑ σε κάθε περίπτωση ασφαλισμένου. Δηλ. επήλθε απαράδεκτη «μαρτυροποίηση» μου (ολΑΠ 2/99, ολΑΠ 1/2004) καθόσον αργότερα (ήδη 2011) κατέστην κατηγορούμενος και μου αποδόθηκε πλέον ως ποινική κατηγορία η τέλεση της αξιόποινης πράξης της απάτης και η παραπάνω υπηρεσιακή αναφορά που συγκροτείται και περιλαμβάνει την ανωτέρω εξέτασή μου καθώς και τις ανωτέρω «διαπιστώσεις και συμπεράσματα» και «καταλογισμό» συνταγών και ποσών εις βάρος μου, αξιοποιήθηκε αποδεικτικά πλήρως και ευθέως από την προσβαλλομένη για την περί ενοχής κρίση της και συγκεκριμένα: 

Η προσβαλλομένη, όπως προκύπτει ευθέως από την επισκόπησή της, έλαβε υπόψη και αξιοποίησε αποδεικτικά την ανωτέρω ανεπίτρεπτη εξέτασή μου, όχι μόνο διότι ανέγνωσε και συναφώς αξιολόγησε την υπηρεσιακή αναφορά, η οποία όμως, όπως ειπώθηκε συγκροτείται (ΑΠ 133/2009 ό.α) και από την ανωτέρω ανεπίτρεπτη εξέτασή μου και συνεπώς δι` αυτής (της ανάγνωσης και αξιολόγησης της αναφοράς), αξιολόγησε και την «μνημονευόμενη σ` αυτή κατάθεση …που ελήφθη με την ιδιότητα της μάρτυρος κατά την προκαταρκτική εξέταση που διενήργησε το ΣΔΟΕ…πρίν αποδοθεί σ` αυτή η ιδιότητα της κατηγορουμένης» (ΑΠ 403/2008 ό.α), αλλά και διότι ευθέως και πρωτογενώς έλαβε υπόψη της αυτή, δοθείσας ενώπιον των ανωτέρω οργάνων στα πλαίσια της διοικητικής εξέτασης της υπόθεσης, καθόσον ευθέως στην αιτιολογία της-σκεπτικό διαλαμβάνει τις εξής παραδοχές (σελ. 29), ήτοι ότι: «Σημειώνεται δε ότι οι αναγραφόμενες ποσότητες φαρμάκων ήταν υπερβολικές και ξεπερνούσαν ακόμη και την υπερδοσολογία που συνιοτούσε με τις συνταγές του ο ίδιος ο τέταρτος κατηγορούμενος (τις δόσεις που ο ίδιος όριζε για καθημερινή κατανάλωση για ορισμένο χρονικό διάστημα). Αυτός προσπάθησε να δικαιολογήσει αυτό το φαινόμενο επικαλούμενος στην απολογία του πως δεν γνώριζε πόσα χάπια περιείχε κάθε κουτί. Ο σχετικός ισχυρισμός του ελέγχεται αβάσιμος ενόψει της ιδιότητάς του ως ιατρού και δη ψυχιάτρου. Ο παραπάνω κατηγορούμενος μάλιστα δεν επικαλέσθηκε εξ υπαρχής, κατά τη διάρκεια της πραγματοποιηθείσας έρευνας, συγκεκριμένους λόγους που θα μπορούσαν κατ’εξαίρεση, σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, να δικαιολογήσουν ανάγκη αυξημένης, έστω και κατά τι, λήψης σκευασμάτων, όπως ανεπιτυχώς αποπειράθηκε να κάνει με την απολογία του. Αρκετοί δε από τα πρόσωπα, στα οποία συνταγογραφούσε, ήταν συγγενείς του (μητέρα του, θεία του, θείος του και η σύζυγος αυτού- θεία του κλπ). Στα σπίτια όμως όλων των παραπάνω ασθενών του (ή φερόμενων ως ασθενών του: ++, η οποία δεν έπασχε από ψυχική ασθένεια και δεν έλαβε στην πραγματικότητα οποιαδήποτε αγωγή) δεν βρέθηκαν αποθέματα φαρμάκων. Μετά την απόδειξη της ενοχής του, ο τέταρτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της παραπάνω πράξης

Δηλ. και κατά το τμήμα εκείνο της νομολογίας που δέχεται ότι δεν παραβιάζεται η ανωτέρω αποδεικτική απαγόρευση που απορρέει από την αρχή της μη αυτοενοχοποίησης με μόνη την ανάγνωση και λήψη της πορισματικής αναφοράς, αν δεν προκύπτει ότι το δικαστήριο έχει αξιολογήσει αποδεικτικά αυτή την ίδια την κατάθεση (ΣυβΑΠ 1712/2011, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2068/2008 ΠοινΧρ 2008,407, βλ. Σεβαστίδης ό.α υπο 105, σελ. 1285, Λ. Μαργραρίτης ό.α υπο 31, σελ. 121-122) και πάλι εν προκειμένω, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, αφού η προσβαλλομένη ρητά διαλαμβάνει παραδοχές πραγματικών περιστατικών περί υπερασπιστικών μου ισχυρισμών που, σε αντίθεση με την ενώπιόν της απολογία μου, δεν επικαλέστηκα εξ` υπαρχής κατά την διάρκεια της πραγματοποιηθείσας έρευνας ήτοι για την μη επίκληση υπ` εμού τότε συγκεκριμένων λόγων που θα δικαιολογούσαν την ανάγκη αυξημένης λήψης φαρμάκων, που φυσικά σημαίνει ότι για την κρίση της περί ενοχής, εξήτασε και αξιολόγησε ευθέως την ανωτέρω εξέτασή μου «κατά την διάρκεια της έρευνας» για να εξεύρει τέτοιους υπερασπιστικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς μου, αφού κατά την διάρκεια της έρευνας μόνο μέσω της εξέτασής μου μπορούσα να ισχυριστώ και επικαλεστώ ή όχι τέτοιους ισχυρισμούς (που η προσβαλλομένη όμως δεν ανακάλυψε) αφού άλλος τρόπος δεν υπάρχει μέσω του οποίου μπορούσε να γίνει αυτό. Και επειδή μάλιστα στο στάδιο αυτό της έρευνας των οργάνων του ΟΓΑ εξεταζόμενος δεν ισχυρίστηκα, όπως παραδέχεται, λόγους που θα δικαιολογούσαν την ανάγκη για επιπλέον συνταγογράφηση, δηλ. λόγους που αναφέρονται στην υπεράσπιση μου, ακριβώς τούτο σημαίνει ότι και η ίδια παραδέχεται πώς στο χρονικό σημείο εκείνο βρισκόμουν σε τέτοια θέση που έπρεπε να δικαιολογήσω και υπερασπιστώ τον εαυτό μου στα αποδιδόμενα εις βάρος μου από την έρευνα. Δηλ. ότι είχα την ιδιότητα αν όχι του κατηγορουμένου, οπωσδήποτε του υπόπτου. Άλλωστε η ίδια αξιολογεί αποδεικτικά την έλλειψη ισχυρισμών μου προς υπεράσπιση μου σ` εκείνο το στάδιο της έρευνας, σε αντιπαράθεση με την ενώπιον της απολογία μου και υπερασπιστικούς μου ισχυρισμούς έτσι ώστε, αντιμαχόμενη την απολογία μου, να παραδεχθεί ότι ο ενώπιόν της υπερασπιστικός μου ισχυρισμός ως κατηγορουμένου «ελέγχεται ως αβάσιμος» πλέον διότι «μάλιστα δεν επικαλέστηκε εξ` υπαρχής κατά τη διάρκεια της πραγματοποιηθείσας έρευνας, συγκεκριμένους λόγους που θα μπορούσαν κατ’εξαίρεση, σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, να δικαιολογήσουν ανάγκη αυξημένης, έστω και κατά τι, λήψης σκευασμάτων…», επίκληση όμως που μπορούσε να γίνει σ` εκείνο το στάδιο όπως ειπώθηκε, μόνο μέσω της εξέτασής μου από τα όργανα του ΟΓΑ.

Συνεπώς προκύπτει ότι η προσβαλλομένη υπέπεσε στην ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510.1Α`ΚΠΔ δηλ. της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δέον και αιτούμαι την αναίρεσή της και για το λόγο αυτό, διότι έλαβε υπ` όψη και αξιολόγησε αποδεικτικά τόσο μέσω της από ++ υπηρεσιακής αναφοράς, όσο και ευθέως και πρωτογενώς, την από ++ ανωμοτί εξέτασή μου στο στάδιο της έρευνας των οργάνων του ΟΓΑ που συμπεριλαμβάνεται αυτοτελώς και αυτούσια στην ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά και μάλιστα καθ`ον χρόνο έφερα την ιδιότητα οπωσδήποτε του υπόπτου, χωρίς όμως για την εξέτασή μου να τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 31 και 105ΚΠΔ και συνακόλουθα επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ λόγω προσβολής των ανωτέρω υπερασπιστικών μου δικαιωμάτων.

 

 

                      3ος Λόγος Αναίρεσης

 Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (510.παρ.1, περ.Α του Κ.Π.Δ.)

 

Σε κάθε περίπτωση η αναιρεσιβαλλομένη υπέπεσε στον αναιρετικό λόγο της απόλυτης ακυρότητας σχετικά με την αποδεικτική αξιοποίηση της από ++ ανωτέρω εξέτασής μου, διότι έλαβε υπόψη και αξιοποίησε αποδεικτικά στο ακροατήριο εις βάρος μου ανύπαρκτη δικονομικά ανακριτική πράξη και κατάθεσή μου και συγκεκριμένα:

Γίνεται δεκτό ότι το άρθρο 241ΚΠΔ, εφαρμόζεται σε ολόκληρη την ποινική προδικασία και συνεπώς και στην προκαταρκτική εξέταση (Σεβαστίδης, ό.α υπο 241 σελ. 2809, επίσης ΑΠ 1328/2003 ΠοινΧρ 2004,341 που δέχεται ότι υπό το σημερινό καθεστώς και η προκαταρκτική εντάσσεται στην προδικασία) και άρα και στην εξομοιούμενη πλέον με αυτή, διοικητική εξέταση (για την εξομοίωση της προκαταρκτικής με την διοικητική εξέταση βλ. ολΑΠ 1/2004, Σεβαστίδης ό.α υπο 105 αρ. 24, σελ. 1284). Συνεπώς για κάθε ανακριτική πράξη κατά την διάρκεια της προδικασίας (προκαταρκτική, προανάκριση, διοικητική εξέταση) συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με τα άρθρα 148-153 ΚΠΔ (βλ. και 243.2 ΚΠΔ:…«ειδοποιούν τον εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και του υποβάλλουν …τις εκθέσεις που συντάχθηκαν»). Τέτοια έκθεση είναι λ.χ η έκθεση εξέτασης μάρτυρα (226ΚΠΔ) ή κατηγορουμένου (273ΚΠΔ).(Μ.Μαργαρίτης, ό.α υπο 148.αρ.2). Και ναι μεν αν παραβιασθούν τα άρθρα αυτά, διότι π.χ η έκθεση είναι «ατελής», η ακυρότητα είναι σχετική κατά το άρθρο 153ΚΠΔ και εφόσον έλαβε χώρα κατά την προδικασία μπορεί να προσβληθεί μόνο μέχρι το πέρας της προδικασίας, οπότε και η κηρυχθείσα άκυρη έκθεση δεν επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο (Σεβαστίδης, ό.α υπο 153. αρ.3 και 4 σελ. 1936, όπου και νομολογία, Μ. Μαργαρίτης, υπο 241.αρ.6 σελ. 465), πλήν όμως αν για την ανακριτική πράξη που διενεργήθηκε (εν προκειμένω εξέταση του μετέπειτα κατηγορουμένου) δεν υφίσταται καν έκθεση, δηλ. έγγραφο-πράξη που να συγκεντρώνει καταρχήν αυτά τούτα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της έκθεσης κατά τα άρθρα 148-153ΚΠΔ, τότε πρόκειται για ανύπαρκτη-ανυπόστατη δικονομικά ανακριτική πράξη και το περιεχόμενό της δεν μπορεί να αποδειχθεί με κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. (Σεβαστίδης, ό.α υπο 241. αρ.2 σελ. 2810. ο ίδιος υπό 170.αρ.3 για την διάκριση της ανύπαρκτης-ανυπόστατης από την άκυρη και την απαράδεκτη πράξη. Μ. Μαργαρίτης, ό,α υπο 241. αρ. 6 που κάνει λόγο για ανυπόστατη ανακριτική πράξη.). Όμως η ανύπαρκτη-ανυπόστατη διαδικαστική πράξη διαφέρει από την άκυρη διαδικαστική πράξη κατά το ότι η πρώτη στερείται αυτοδικαίως εννόμου αποτελέσματος και δεν είναι ανάγκη να κηρυχθεί ως τέτοια από το δικαστήριο, προτείνεται δε σε κάθε στάδιο της δίκης και δεν καλύπτεται σε αντίθεση με την άκυρη διαδικαστική πράξη που πρέπει να κηρυχθεί από το δικαστήριο (Σεβαστίδης ό.α υπο 170.αρ.3 σελ.2073 όπου και παραπομπές).

Εν προκειμένω η προσβαλλομένη ως εξετέθη, έλαβε υπόψη και αξιολόγησε αποδεικτικά εις βάρος μου στο ακροατήριο όχι μόνο εμμέσως, αλλά ευθέως και πρωτογενώς την από ++ εξέτασή μου από τους ελεγκτές του ΟΓΑ κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας που διενεργούσαν που περιλαμβάνεται αυτούσια ως «κατάθεση» μου στην από ++ ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά.

 Όμως για την ανακριτική ανωτέρω πράξη της από ++ εξέτασης μου ως μάρτυρα στα πλαίσια της έρευνας που διενεργούσαν, δεν συνετάχθη καμία έκθεση εξέτασης (273ΚΠΔ) κατά τα άρθρα 241 και 148-153ΚΠΔ καθόσον ούτε και η προσβαλλομένη οπουδήποτε στις αιτιολογίες της παραδέχεται ή αναφέρεται άμεσα ή έμμεσα σε κάποιο έγγραφο «από ++ έκθεσης εξέτασης μάρτυρα» και επιπλέον από την επισκόπησή της προκύπτει ότι κανένα τέτοιο έγγραφο της από ++ «έκθεσης εξέτασης» μου (είτε ως μάρτυρα ή κατηγορουμένου, ενόρκως ή ανωμοτί), δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο (άλλο απ` αυτό της από ++ αναφοράς που την περιλαμβάνει), αλλά ούτε και προκύπτει ότι ήταν αναγνωστέο κάποιο τέτοιο. Δηλ. δεν υπάρχει και δεν παραδέχεται ούτε και η προσβαλλομένη, καμία έκθεση με τα εξωτερικά γνωρίσματα των άρθρων 148-153ΚΠΔ, δηλ. την από ++ «έκθεση εξέτασης» μου, για την βεβαίωση της διενεργηθείσας ανακριτικής πράξη της εξέτασης κατηγορουμένου, υπόπτου ή μάρτυρα, που να έχει δηλ. τον εξωτερικό τύπο και το περιεχόμενο που καθορίζουν για κάθε μία τέτοια έκθεση τα άρθρα αυτά (Μ. Μαργαρίτης ό.α υπο 242.αρ.6). Αντιθέτως η ανακριτική πράξη της από 23-11-2007 εξέτασής μου, «βεβαιώνεται» μόνο από την αναγνωσθείσα και παραδεχόμενη από την προσβαλλομένη από ++ ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά (που όπως ειπώθηκε την περιλαμβάνει αυτούσια στο σώμα της και με τονισμένη μάλιστα γραμματοσειρά), δηλ. με έγγραφο που δεν έχει καμία σχέση με την έκθεση που απαιτούν τα άρθρα 241 και 148-153 να υπάρχει αναγκαίως για την βεβαίωση των ανακριτικών πράξεων, διότι διαφορετικά αυτές είναι ανύπαρκτες. Και ούτε φυσικά μπορεί να γίνει δεκτό ότι τέτοια «έκθεση» κατά τον ΚΠΔ συνταγείσα για την ανακριτική πράξη της εξέτασής μου, αποτελεί δήθεν αυτή η ίδια η από ++ υπηρεσιακή αναφορά των ελεγκτών του ΟΓΑ, αφού όχι μόνο δεν συγκεντρώνει για την συγκρότησή της τον εξωτερικό τύπο και το περιεχόμενο των άρθρων 148επ , αλλά και διότι γίνεται δεκτό ότι «δεν αποτελεί έκθεση(κατά το άρθρο 148ΚΠΔ) η απλή καταχώρηση στο βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων (ΑΠ 438/95 ΠΧρ ΜΕ,758) ή οι «εκθέσεις» των άρθρων 37-39 οι οποίες είναι απλές αναφορές.» (Μ. Μαργαρίτης, ό.α υπο 148.2). Πράγματι γίνεται δεκτό ότι «ανακοίνωση» -αναφορά κατά το άρθρο 37ΚΠΔ, νοείται η πράξη εκείνη των σ` αυτό μνημονευόμενων προσώπων (ανακριτικών υπαλλήλων και δημοσίων υπαλλήλων) με την οποία γνωστοποιείται στον κ. εισαγγελέα η τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκομένων πράξεων με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης, ενώ η ίδια υποχρέωση προκύπτει κατά το άρθρο 39ΚΠΔ και για τα πρόσωπα που ασκούν διοικητική δικαιοδοσία και είναι έτσι υποχρεωμένα για σύνταξη και διαβίβαση αναφοράς στον εισαγγελέα για τα αδικήματα που ανέκυψαν κατά την διοικητική έρευνα. (Σεβαστίδης, ό.α υπο 37 αρ.1 και υπο 39, αρ.3) και συνεπώς δεν πρόκειται για «έκθεση» σύμφωνα με τα άρθρα 241 και 148επΚΠΔ. Άλλωστε, οι ανακριτικοί υπάλληλοι εκτός από την ανακοίνωση της πράξης στον εισαγγελέα, οφείλουν να ενεργήσουν προανακριτικές πράξεις κατά το άρθρο 243.2ΚΠΔ και στην τελευταία περίπτωση η «ανακοίνωση» υποβάλλεται μαζί με την δικογραφία που θα σχηματιστεί γι` αυτές τις ανακριτικές πράξεις, δηλ. τις εκθέσεις εξέτασης μαρτύρων, κατηγορουμένων κλπ (Σεβαστίδης, ό.α υπο 37. αρ.4 σελ. 341. ΕγκΕισΠρωτΠειρ (Γ.Πεπόνη) 5913/2001, ΠοινΔικ 2001,1147), οπότε και καθίσταται φανερό ότι η αναφορά δεν συνιστά «έκθεση» για την βεβαίωση διενέργειας ανακριτικής πράξης.

Συνεπώς για την ανακριτική πράξη της από 23-11-2007 εξέτασής μου από τους ελεγκτές του ΟΓΑ, δεν υπάρχει καν έκθεση, δηλ. δεν βεβαιώνεται αυτή η εξέταση με «έκθεση» (241ΚΠΔ)  και με τον νόμιμο εξωτερικό τύπο, μορφή και περιεχόμενο εκ των άρθρων 148επΚΠΔ, παρά μόνο η προσβαλλομένη παραδέχεται και αναγιγνώσκει μόνο την ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά στην οποία ενσωματώνεται η από ++ εξέτασή μου «κατά την διάρκεια της έρευνας» και συνεπώς δεν υφίσταται δικονομικά υπαρκτή και υποστατή ανακριτική πράξη εξέτασής μου. Συνεπώς η ανωτέρω ανακριτική πράξη της εξέτασής μου και άρα η «κατάθεσή μου», στερείται αυτοδικαίως κάθε εννόμου αποτελέσματος δηλ. και αποδεικτικού και συνεπώς είναι ανεπίτρεπτο να αξιοποιηθεί και μάλιστα εις βάρος μου στην δίκη και σε κανένα στάδιό της, η από ++ «κατάθεσή» μου. Δηλ. παρουσιάζεται το φαινόμενο μέσω υπηρεσιακών αναφορών να εισφέρονται στη δίκη και επιπλέον να αξιολογούνται δυστυχώς από το δικαστήριο και μάλιστα εις βάρος του κατηγορουμένου, εξετάσεις του και μαρτυρικές καταθέσεις προσώπων, χωρίς να συνταχθεί γι` αυτές καμία έκθεση του ΚΠΔ ωσάν να μην υπάρχει αυτό το νομοθέτημα η τήρηση όμως των διατάξεων του οποίου (και όχι κάποιων άλλων περί υπηρεσιακών αναφορών) διασφαλίζει και ότι διενεργήθηκαν καταρχήν τέτοιες πράξεις και ότι διενεργήθηκαν νόμιμα και ότι συνεπώς έχουν αυτό και όχι άλλο περιεχόμενο οι καταθέσεις που παραδέχεται η προσβαλλομένη έτσι ώστε επιτρεπτά (177ΚΠΔ) να αξιοποιηθούν και ο κατηγορούμενος να ασκήσει τα δικαιώματά του υπεράσπισης.

Συνεπώς η προσβαλλομένη που έλαβε υπόψη και αξιοποίησε αποδεικτικά αυτές τις ανύπαρκτες-ανυπόστατες ανακριτικές πράξεις της εξέτασής μου εις βάρος μου κατά τα ανωτέρω, στα οποία και παραπέμπω προς αποφυγή κουραστικής επανάληψης, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510.1ΑΚΠΔ, ήτοι της απόλυτης ακυρότητας τη διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι με τον τρόπο αυτό, αυτονόητα, προσεβλήθησαν κατάφωρα και πλήρως τα υπερασπιστικά μου δικαιώματα κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ, διότι καταφανώς η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 241 και 148επΚΠΔ για την συγκρότηση υποστατών και δικονομικά υπαρκτών και όχι ανυπόστατων και ανύπαρκτων τέτοιων όπως οι ανωτέρω και ιδίως της ανακριτικής πράξης της εξέτασης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, έχει ταχθεί υπέρ του κατηγορουμένου αφού σκοπός τους είναι η ασφαλής συγκέντρωση και διατήρηση των αποδείξεων προκειμένου να μην αξιολογείται εις βάρος του αποδεικτικό υλικό από ανακριτική πράξη απέναντι στην οποία δεν θα είχε ποτέ δυνατότητα άμυνας και αντίκρουσης αφού ποτέ δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί τόσο η νόμιμη διενέργειά της όσο και το περιεχόμενό της και συνεπώς όλα όσα θα εφέρετο ότι μέσω αυτής κατέθεσε, ομολόγησε ή παρέλειψε να επικαλεστεί για την υπεράσπισή του, όπως δυστυχώς αξιολόγησε η προσβαλλομένη εν προκειμένω.  

 

                      4ος Λόγος Αναίρεσης

 Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (510.παρ.1, περ.Α του Κ.Π.Δ.)

 

Ο ίδιος λόγος αναίρεσης με την ανωτέρω ίδια αιτιολογία, υφίσταται και για τις καταθέσεις των μαρτύρων που η προσβαλλομένη έλαβε υπόψη, αφού και για αυτές τις ανακριτικές πράξεις της εξέτασης μαρτύρων (226ΚΠΔ) σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, απαιτείται (241ΚΠΔ) να συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με τα άρθρα 148-153 ΚΠΔ που εν προκειμένω επίσης είναι ανύπαρκτες δικονομικά και ειδικότερα:

Η αναιρεσιβαλλομένη πανομοιότυπα όπως έπραξε με την από ++ εξέτασή μου, έλαβε υπόψη και αξιολόγησε αποδεικτικά επίσης εις βάρος μου και τις καταθέσεις των μαρτύρων (226ΚΠΔ) που περιλαμβάνονται στην ανωτέρω από ++ υπηρεσιακή αναφορά των ελεγκτών του ΟΓΑ ,σύμφωνα με την οποία εξετάστηκαν, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, οι εξής μάρτυρες, ήτοι: την ++ ο ++, πατέρας του ασφαλισμένου ++, «ο οποίος κατέθεσε ότι ο κ. ++ πηγαίνει στο χωριό και εξετάζει τον γιό του, μάλιστα τα φάρμακα του Νοεμβρίου ++ τα έφερε στο σπίτι ο ίδιος ο γιατρός.», την ++ η ++ που «μας δήλωσε ότι δεν αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα ή προβλήματα μνήμης», σε άγνωστο χρόνο, η ++ που «μας κατέθεσε εγγράφως ότι παίρνει» τα εκεί αναφερόμενα φάρμακα και «παίρνει επίσης φάρμακα για την οστεοπώροση…εάν δεχθούμε τις δοσολογίες που ανέφερε η κα ++…», επίσης άνευ ημερομηνίας η ++ που «κατέθεσε εγγράφως ότι η ίδια παίρνει…» τα εκεί αναφερόμενα σκευάσματα και «ο αδελφός της παίρνει…» τα αναφερόμενα εκεί επίσης και «σε ερώτησή μας…απήντησε», επίσης άνευ ημερομηνίας, η ++ «μας κατέθεσε ότι ο γιός της παίρνει όλα τα φάρμακα που αναφέρονται στις συνταγές.» και επιπλέον (τελευτ.σελ.), επίσης χωρίς ημερομηνία ότι «Μετά τις κατ` οίκον έρευνες και τον έλεγχο των συνταγών που καταγράψαμε…επισκεφθήκαμε ένα ψυχίατρο ο οποίος εργάζεται σε Δημόσιο Νοσοκομείο. Του δείξαμε δειγματοληπτικά συνταγές ασφαλισμένων…του ζητήσαμε να μας πεί την επιστημονική άποψη…Μας απήντησε ότι οι δοσολογίες είναι υπερβολικές και μερικά θεραπευτικά σχήματα δεν ενδείκνυνται»(η έμφαση στην υπηρεσιακή αναφορά!!) 

Και προκύπτει ότι έλαβε υπόψη και αξιοποίησε αποδεικτικά τις ανωμοτί καταθέσεις αυτών, όχι μόνο διότι προκύπτει ότι ανέγνωσε στο οικείο μέρος των πρακτικών της την ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά που περιλαμβάνει αυτές αυτούσιες ως κείμενο «κατάθεσης» στο περιεχόμενο τηςμας κατέθεσε ότι…, μας δήλωσε ότι…») και συνεπώς δι` αυτής της ανάγνωσης και αξιολόγησης, αξιολόγησε και τις μνημονευόμενες σ` αυτές μαρτυρικές καταθέσεις αλλά και διότι ευθέως και πρωτογενώς παραδέχεται αυτές στην αιτιολογία της και τις αξιολογεί εις βάρος μου, καθόσον παραδέχεται (σελ. 28) ότι « ο τέταρτος κατηγορούμενος, σύμφωνα με όσα είχαν πεί ορισμένοι ασθενείς του ή συγγενείς τους κατά την διάρκεια της έρευνας, τους έδινε ο ίδιος τα φάρμακα που είχαν ανάγκη ενώ εκείνος συμπλήρωνε και τις συνταγές στα βιβλιάρια τους…,ενώ στην περίπτωση ++ ο τέταρτος κατηγορούμενος τον επισκέπτονταν εκτός ωραρίου και υπηρεσίας στον σπίτι του, φέρνοντας ο ίδιος φάρμακα»

 Όμως και για τις ανακριτικές αυτές πράξεις της εξέτασης και μάλιστα χωρίς όρκο των ανωτέρω, ακόμα και αγνώστων μαρτύρων στα πλαίσια της ίδιας έρευνας, δεν συνετάχθη καμία έκθεση εξέτασης τους (226 ΚΠΔ) κατά τα άρθρα 241 και 148-153ΚΠΔ, με τις ανωτέρω ημερομηνίες της εξέτασής τους, έτσι ώστε να βεβαιώνεται κατά νόμω η ανακριτική πράξη της εξέτασης αυτών των μαρτύρων. Και ούτε και η προσβαλλομένη παραδέχεται με οποιαδήποτε αναφορά στην αιτιολογία της κάποια από ++ (ή με άλλη ημερομηνία) έκθεση εξέτασης του ++ κλπ. καθόσον άλλωστε κανένα τέτοιο από ++ έγγραφο έκθεσης εξέτασης των ανωτέρω ονομαστικά αναφερόμενων μαρτύρων, δεν επισκοπείται ότι ανέγνωσε ως έγγραφο στο ακροατήριο (άλλο από αυτό της από ++ αναφοράς που τις περιλαμβάνει), αλλά ούτε και ότι ήταν αναγνωστέες κάποιες τέτοιες. Και εδώ, οι ανακριτικές πράξεις και οι από ++ καταθέσεις των ανωτέρω αλλά ακόμα και αγνώστων μαρτύρων και σε άγνωστο χρόνο («ένας ψυχίατρος που εργάζεται σε δημόσιο νοσοκομείο μας είπε ότι οι δοσολογίες είναι υπερβολικές»), «βεβαιώνονται» μόνο με την αναγνωσθείσα και παραδεχθείσα από την προσβαλλόμενη ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά, που όπως ειπώθηκε, δεν συνιστά «έκθεση εξέτασης μάρτυρα» κατά τον ΚΠΔ

Συνεπώς και για τις ανακριτικές πράξεις της εξέτασης και κατάθεσης και των ανωτέρω μαρτύρων από τους ελεγκτές του ΟΓΑ  δεν υφίσταται δικονομικά υπαρκτή και υποστατή ανακριτική πράξη (πολλώ δε μάλλον που δεν νοείται κατά τον ΚΠΔ εξέταση μάρτυρα χωρίς όρκο) και συνεπώς οι ανωτέρω από 22-11-2007 «καταθέσεις μαρτύρων» στερούνται αυτοδικαίως κάθε εννόμου αποτελέσματος δηλ. και αποδεικτικού και συνεπώς ήταν ανεπίτρεπτο να αξιοποιηθούν και μάλιστα εις βάρος μου στην δίκη και σε κανένα στάδιό της. Και εδώ παρουσιάζεται το φαινόμενο μέσω υπηρεσιακών αναφορών να εισφέρονται στη δίκη και επιπλέον να αξιολογούνται δυστυχώς από το δικαστήριο και μάλιστα εις βάρος του κατηγορουμένου, μαρτυρικές καταθέσεις χωρίς όρκο ακόμα και άγνωστων προσώπων, χωρίς όμως να έχει συνταχθεί γι` αυτές καμία έκθεση του ΚΠΔ που να βεβαιώνει κατά νόμω την ανακριτική πράξη, δηλ. τόσο την διενέργειά της όσο και το περιεχόμενο αυτών που κατατέθηκαν με αποτέλεσμα με τον τρόπο αυτό, να προσβάλλονται κατάφωρα και πλήρως τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ, διότι ποτέ δεν θα μπορεί να ελεγχθεί ούτε ότι διενεργήθηκαν τέτοιες εξετάσεις, αλλά ούτε και ποιο το περιεχόμενο και οι συνθήκες λήψης αυτών των καταθέσεων που παραδέχεται η προσβαλλομένη και συνεπώς όλα όσα θα εφέρετο ότι μέσω αυτών «κατέθεσαν» και «δήλωσαν» εις βάρος του τρίτοι «μάρτυρες», όπως δυστυχώς αξιολόγησε η προσβαλλομένη εν προκειμένω.  

Συνεπώς η προσβαλλομένη που έλαβε υπόψη και αξιοποίησε αποδεικτικά αυτές τις ανύπαρκτες-ανυπόστατες ανακριτικές πράξεις της εξέτασης των ανωτέρω μαρτύρων εις βάρος μου κατά τα ανωτέρω, στα οποία και παραπέμπω προς αποφυγή κουραστικής επανάληψης, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510.1ΑΚΠΔ, ήτοι της απόλυτης ακυρότητας τη διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι με τον τρόπο αυτό, αυτονόητα, προσεβλήθησαν κατάφωρα και πλήρως τα υπερασπιστικά μου δικαιώματα κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ

  Τονίζεται και πάλι ότι δεν πρόκειται για ακυρότητα της προδικασίας κατ` άρθρο 153ΚΠΔ διότι δήθεν για τις καταθέσεις εμού και των μαρτύρων δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις σύνταξης της έκθεσης που εξ` άλλου πρέπει να προκύπτουν μόνο από την ίδια την έκθεση (Σεβαστίδης, ό.α υπο 153 αρ.2), δηλ. διότι λ.χ ελλείπει η χρονολογία ή η υπογραφή ή ότι είναι ατελής για κάποιο λόγο και άρα η έκθεση είναι άκυρη, αλλά διότι δεν υφίσταται καν έκθεση και συνεπώς δεν υπάρχει δικονομικά η ανακριτική πράξη της εξέτασης του μάρτυρα (που αφορά και την δική μου εξέταση αφού ως τέτοιος εξετάστηκα) και συνεπώς ούτε και η κατάθεση έτσι ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί αποδεικτικά.

 

                           5ος Λόγος Αναίρεσης

Απόλυτη ακυρότητα  της διαδικασίας στο ακροατήριο (510.παρ.1, περ.Α του Κ.Π.Δ.)

 

Όλα όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν για την ανύπαρκτη-ανυπόστατη δικονομικά ανακριτική πράξη των εξετάσεων μάρτυρα που δεν βεβαιώνεται με έκθεση κατά τον ΚΠΔ, φυσικά ισχύουν και για την ανακριτική πράξη της έρευνας (Μ. Μαργαρίτης ό.α υπό 148.αρ 2, υπο Εισαγ. σημείωμα στα άρθρα 251-304, σελ. 485, υπο εισαγ. σημείωμα στα άρθρα 253-259, σελ 488-489). Δηλ. τέτοια ανακριτική πράξη που δεν βεβαιώνεται με έκθεση δεν είναι δικονομικά υπαρκτή και το περιεχόμενο της δεν μπορεί να αποδειχθεί με κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο και συνεπώς στερείται αυτοδικαίως κάθε εννόμου αποτελέσματος και δη και αποδεικτικού. Περαιτέρω, γίνεται ορθά δεκτό ότι κατά την διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης δεν επιτρέπεται η διενέργεια διερευνητικών ανακριτικών πράξεων, διότι η προκαταρκτική εξέταση δεν εντάσσεται στις κατά το άρθρο 251ΚΠΔ επιτρεπτές περιπτώσεις έρευνας ούτε, άλλωστε, υπάρχει διάταξη από την οποία να συνάγεται κάτι τέτοιο (Λ. Μαργαρίτης ό.α υπο 72, σελ. 372).Κατ` άρθρο 253ΚΠΔ, η έρευνα είτε σωματική, είτε σε κατοικία ως ανακριτική πράξη μπορεί να γίνει μόνο αν άρχισε ανάκριση ή προανάκριση (ΑΠ 1328/2003, ΠοινΧρ 2004,341, Σεβαστίδης ό.α υπο 31. αρ. 49 όπου και περαιτέρω παραπομπές.). Έτσι αν γίνει έρευνα στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης, αυτή είναι παράνομη και δικονομικά άκυρη με περαιτέρω αποτέλεσμα τα ευρεθέντα και κατασχεθέντα να μην μπορούν να αξιοποιηθούν αποδεικτικά ούτε να θεωρηθούν «τυχαία ευρήματα». (Σεβαστίδης ό. αμέσως ανωτέρω. Αντιθ. ΕγκΕισΑΠ Γ. Σανιδά 1/2009, ΠοινΔικ 2010, 438). Κατά τον Λ. Μαργαρίτη (ό.α υπο 31.αρ. 4 σελ. 109 και υπο 253.αρ.3 σελ. 933), « απολύτως άκυρη ς περιπτώσεις που κατ` άρθρο 251 είναι επιτρεπτή η διενέργεια έρευνας, ούτε υπάρχει διάταξη από την οποία να συνάγεται ότι επιτρέπεται κατά τη διάρκειά της έρευνα και ότι αντίθετη εκδοχή, ενόψει του ότι η έρευνα προσβάλλει ατομικά δικαιώματα, προσκρούει στην αρχή της ειδικότητας  η οποία επιβάλλει την ρητή και ειδική πρόβλεψη των δικονομικών προσβολών των ατομικών δικαιωμάτων, τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και ο τρόπος άσκησής τους που προβλέπονται από τα άρθρα 9.1 και 2 Σ, 6.1 και 2, 8 παρ.1 ΕΣΔΑ και 171.1δ`ΚΠΔ για την δικονομική προσβολή των οποίων απαιτείται ειδική πρόβλεψη.», ενώ η ίδια αιτιολογία χρησιμοποιείται και από την ανωτέρω ΑΠ 1328/2003. Επίσης όπως ανωτέρω εκτενώς αναλύεται, η λήψη υπόψη από το δικαστήριο για την περί ενοχής κρίση του, ευρημάτων και αποδεικτικών μέσων κτηθέντων από παράνομη έρευνα, ιδίως σε οικία κατά παράβαση και των διατάξεων του Συντάγματος (9Σ), είναι παντελώς ανεπίτρεπτη (19.3Σ) και προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ και συνεπώς ιδρύει το λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 510.1 Α`ΚΠΔ, διότι η απαγόρευση του άρθρου 177.2ΚΠΔ, δηλ. της λήψης υπόψη παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων ισχύει όχι μόνο όταν τα αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν με αξιόποινες πράξεις, αλλά και με πράξεις που παραβιάζουν συνταγματικά προστατευόμενα δικαιώματα. (Λ. Μαργαρίτης ό,α υπο 177.αρ 4 και 5, αλλά και Μ. Μαργαρίτη ό.α.) 

Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης και στο οικείο μέρος της όπου αναφέρονται τα έγγραφα που ανέγνωσε, αυτή, προκειμένου να αχθεί στην περί ενοχής μου κρίση, αλλά και στην αρχή του σκεπτικού της για τα κατ` είδος αποδεικτικά μέσα που αξιολόγησε, ανέγνωσε και έλαβε υπόψη αποδεικτικά την «από ++ υπηρεσιακή αναφορά του ΟΓΑ», «υπ` αριθμ` πρωτ. ++ απόφαση του Υποδιοικητή του ΟΓΑ» και «(134) συνταγές». Σύμφωνα λοιπόν με την πρώτη υπηρεσιακή αυτή αναφορά, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, οι ελεγκτές του ΟΓΑ για κάθε περίπτωση ασφαλισμένου που κατά την διάρκεια της διοικητικής έρευνας ήλεγξαν και αναφέρεται σ` αυτή (πλήν εμού φυσικά), συνέταξαν και ένα πίνακα στον οποίο καταχωρούν τόσο τις συνταγές φαρμάκων που βρήκαν καταγεγραμμένες στα «βιβλιάρια» των ασφαλισμένων μέσα στα σπίτια τους, όσο και το είδος και την ποσότητα των σκευασμάτων που βρήκαν στο σπίτι του κάθε ασφαλισμένου, έτσι ώστε να προβούν κάθε φορά στην σύγκριση της ποσότητας αυτών των σκευασμάτων που συνταγογραφήθηκαν στα βιβλιάριά τους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και αυτών που ευρέθησαν σε κάθε σπίτι ασφαλισμένου. Συγκεκριμένα, αναφέρουν στην ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά τα ελεγκτικά όργανα ότι «διενεργώντας κατ` οίκον έρευνες με συνταγές που εκτελέσθηκαν», «επισκεφθήκαμε» 1)++ στις ++ και συνέταξαν «πίνακα με τις συνταγές του ασφαλισμένου που εκδόθηκαν» για το διάστημα που αναφέρουν, αλλά και την ποσότητα φαρμάκων που βρέθηκε στην οικία του, αναγράφοντας τα συγκεκριμένα σκευάσματα, 2)την ++ στις ++ και «της ζητήσαμε να φέρει όλα τα φάρμακα που έχει στο σπίτι της. Μας έφερε…Κάποιο φάρμακο για ψύχωση ή για την άνοια δεν βρέθηκε στο σπίτι της…στο σπίτι της δεν βρέθηκαν τα σκευάσματα του ανωτέρω πίνακα.» και επιπλέον αναφέρουν συγκεκριμένα και κατέγραψαν στον πίνακα τις συνταγές του βιβλιαρίου της για συγκεκριμένα διαστήματα , 3) την ++ (χωρίς ημερομηνία) και «της ζητήσαμε να φέρει όλα τα φάρμακα της αγωγής της. Μας έφερε…Το σκεύασμα ++…δεν βρέθηκε» και επιπλέον καταγράφουν και εδώ στον πίνακα «τα σκευάσματα που αναφέρονται στις συνταγές» μου, 4)την ++ και τον ++ (επίσης χωρίς ημερομηνία) και «Στο σπίτι μένουν τρία αδέλφια με την μητέρα τους και δεν έχουν την δυνατότητα να πηγαίνουν στο ++…Ελέγχοντας τις συνταγές της κας ++ διαπιστώνουμε εκτός από την υπερσυνταγογράφηση των σκευασμάτων και αναγραφή στην ίδια συνταγή σκευασμάτων με την ίδια δραστική ουσία», «ελέγχοντας τις συνταγές που εκδόθηκαν στο όνομά του…», 5) τον ++ και στον πίνακα «καταγράψαμε τις συνταγές που εκδόθηκαν» για το διάστημα που αναφέρουν , 6) τον ++ και «ελέγχοντας όμως τις συνταγές του ασθενούς» και συντάσσουν και εδώ τον σχετικό πίνακα, 7) την ++ και σε πίνακα επίσης « καταγράψαμε τις συνταγές…το ερώτημά μας είναι…γιατί συνταγογραφείται η δεύτερη συνταγή…γιατί συνταγογραφούνται δύο σκευάσματα…(κατά την άποψή μας είναι αδόκιμο)». (sic), 8) την ++ και ++ και «από τον ανωτέρω τρόπο συνταγογράφησης γίνεται κατανοητό ότι συνταγογραφούνται μεγαλύτερες ποσότητες» και συντάσσουν και για τους δύο πίνακες των συνταγών και ποσοτήτων φαρμάκων και εν τέλει στην τελευταία σελ. αυτής ότι «Μετά τις κατ` οίκον έρευνες και τον έλεγχο των συνταγών που καταγράψαμε στους ανωτέρω πίνακες…». Στην δε ανωτέρω από ++ απόφαση ρητά αναγράφει ο Υποδιοικητής ΟΓΑ (σελ.7 στοιχείο ζ) ότι « Από τις κατ` οίκον έρευνες και από τις καταθέσεις των ασφαλισμένων διαπιστώθηκε συνταγογράφηση μεγάλων ποσοτήτων φαρμακευτικών σκευασμάτων…» και (σελ. 8) ότι «Επιπροσθέτως παρατηρήθηκε από έλεγχο των συνταγών και την κατ` οίκον έρευνα, να έχουν συνταγογραφηθεί υπερβολικές ποσότητες φαρμάκων…»

Δηλ. ομολογουμένως και εγγράφως προκύπτει ότι οι ανωτέρω ελεγκτές μέσω των διενεργηθεισών ανακριτικών πράξεων των κατ` οίκον ερευνών των ασφαλισμένων, ανακάλυψαν, διαπίστωσαν, ήλεγξαν και κατέγραψαν σε πίνακα τις συνταγές του κάθε ασφαλισμένου που εκτελέστηκαν, αυτών δηλ. που είχαν ήδη γραφεί από μένα στο βιβλιάριό τους και επι τη βάση αυτών χορηγήθηκαν σ` αυτούς και τα σκευάσματα και που κατά την ανωτέρω «άποψή» τους και τις «διαπιστώσεις» τους, αποδεικνύουν ότι «συνταγογραφήθηκαν καθ` υπέρβαση» υπ` εμού για το χρονικό διάστημα που ελέγχθηκαν οι συνταγές.

Οπωσδήποτε δε τα ευρήματα αυτά των ερευνών λήφθηκαν υπόψη από την προσβαλλομένη, όχι βέβαια ευκαιριακά και παρεμπιπτόντως, αλλά ευθέως και με ιδιαίτερη ενασχόληση καθόσον όχι μόνο αναγνώστηκαν τα ανωτέρω έγγραφα των υπηρεσιακών αναφορών που αφορούν κατά τα ανωτέρω τα ευρήματα των συνταγών και σκευασμάτων μετά από έρευνες κατ` οίκον, οπότε και αναγνώστηκαν και οι συνταγές και το περιεχόμενό τους και ο αριθμός των σκευασμάτων που ανευρέθησαν, αφού όλα τα στοιχεία αυτά καταχωρούνται σε πίνακες που περιλαμβάνονται στην αναφορά αυτή, αλλά διότι οπωσδήποτε αναγνώστηκαν άμεσα και αυτές τούτες οι «134 συνταγές» των ασφαλισμένων που ανευρέθηκαν με τις ανωτέρω έρευνες στις οικίες τους και οι οποίες ελέγχθηκαν και καταχωρήθηκαν από τα ελεγκτικά όργανα σε πίνακες, αφού εκτός από την ευθεία αναγραφή τους ως αναγνωσθέντα έγγραφα (άλλο από αυτό της από ++ υπηρεσιακής αναφοράς) στο σχετικό μέρος των πρακτικών, ρητά η προσβαλλομένη στην αιτιολογία της παραδέχεται (σελ. 28) ότι «Όλες οι παραπάνω συνταγές τα φάρμακα των οποίων αποτελούσαν υπερδοσολογία…αφορούσαν φάρμακα με μηδενική συμμετοχή…οι αναγραφόμενες ποσότητες φαρμάκων…», που καθιστά σαφές ότι τις αξιοποίησε αποδεικτικά αφού αξιολογεί ενδελεχώς το περιεχόμενό τους. Επιπλέον η προσβαλλομένη αιτιολογώντας στο σκεπτικό της, πανομοιότυπα για κάθε ασφαλισμένο, προκειμένου να αχθεί στην κρίση της περί ενοχής μου, ότι «έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναφερόμενες συνταγές…», παραπέμπει ρητά στους πίνακες των συνταγών στους οποίους καταχωρούνται αναλυτικά αυτές που προέκυψαν μέσω των ανωτέρω ερευνών, τους οποίους και  ενσωματώνει αυτούσιους από την από ++ υπηρεσιακή αναφορά, στο διατακτικό της.!!. Επιπλέον, στα πλαίσια της ίδιας αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα που εξήτασε και αξιολόγησε για την κρίση της, ρητά παραδέχεται και αξιολογεί εις βάρος μου (σελ. 29) και ότι «Στα σπίτια όμως όλων των παραπάνω ασθενών του…δεν βρέθηκαν αποθέματα φαρμάκων.», δηλ. τα ευρήματα της έρευνας σε σπίτια των ασθενών.

Δηλ. προκύπτει ότι η προσβαλλομένη, για να οδηγηθεί στην ενοχή μου, αξιοποίησε ευθέως και πρωτογενώς εις βάρος μου, τα ευρήματα και τα αποδεικτικά μέσα από τις έρευνες των ελεγκτών του ΟΓΑ στις οικίες των ασφαλισμένων, δηλ. αφενός μεν όλες τις συνταγές που ανευρέθηκαν στα βιβλιάριά τους ως εκτελεσθείσες στις οικίες τους και γραφείσες από μένα (κατά τις παραδοχές της: «εκείνος συμπλήρωνε τις συνταγές στα βιβλιάριά τους»), δηλ. αυτό τούτο το σώμα τους ως εύρημα της έρευνας (134 συνταγές) και οι οποίες επιπλέον καταχωρήθηκαν σε πίνακες (αδιάφορη η μορφή καταχώρησης) που επίσης αναγνώστηκαν με την ανωτέρω υπηρεσιακή αναφορά, αφετέρου το γεγονός ότι από την έρευνα σε όλες τις οικίες, δεν βρέθηκαν αποθέματα φαρμάκων. Και αξιολόγησε αναγκαίως, με βάση την αποδιδόμενη σε μένα κατηγορία της απάτης, αυτά τα αποδεικτικά ευρήματα από την έρευνα, διότι αν η ποσότητα φαρμάκων που αναγράφονταν στην συνταγή του ασφαλισμένου, η ίδια ανακαλύπτονταν και στο σπίτι του, πάντως απάτη δεν μπορούσε να υπάρχει. (βλ. λόγο αναίρεσής μου για το περιουσιακό όφελος)

Όμως είναι προφανέστατο ότι πρόκειται για παντελώς παράνομες και ανυπόστατες έρευνες σε οικίες (όχι απλά άκυρες), των οποίων έτσι τα ευρήματα και αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, να μην μπορούν να αξιοποιηθούν αποδεικτικά στο δικαστήριο και μάλιστα εις βάρος του κατηγορουμένου, διότι έγιναν κατά παράβαση των διατάξεων 9 και 19.3 του Συντάγματος και  253επΚΠΔ, δηλ. σε στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο δεν επιτρέπονταν αυτές οι ανακριτικές πράξεις της έρευνας διότι δεν είχε αρχίσει ανάκριση ή προανάκριση με εισαγγελική παραγγελία και επιπλέον διενεργήθηκαν σε οικίες χωρίς παρουσία δικαστικού λειτουργού και τη σύμπραξη δικαστικού γραμματέα, ενώ και γι` αυτές τις «έρευνες» δεν συνετάχθη καμία έκθεση με τον εξωτερικό τύπο, μορφή και περιεχόμενο των άρθρων 148επΚΠΔ και 241, 255 και 258ΚΠΔ που να βεβαιώνει τέτοιες ανακριτικές πράξεις έρευνας σε οικίες των ανωτέρω ασφαλισμένων, που αντίθετα «βεβαιώνονται» και εδώ μόνο με τα υπηρεσιακά ανωτέρω έγγραφα που έλαβε υπόψη και ανέγνωσε η προσβαλλομένη αφού στις αιτιολογίες της δεν παραδέχεται ούτε αναφέρεται σε κάποιο, με συγκεκριμένη ημερομηνία και για συγκεκριμένη οικία, συνταχθέν και αναγνωσθέν στο ακροατήριο, έγγραφο έκθεσης έρευνας (άλλο από την ανωτέρω αναφορά και απόφαση) έτσι ώστε να προκύψει αποδεικτικά, δηλ. να βεβαιωθεί κατά τα άρθρα 241 και 148-153ΚΠΔ (είναι ο μόνος τρόπος κατά τον ΚΠΔ, όπως ανωτέρω στη νομική σκέψη εκτίθεται) και ο αριθμός και το περιεχόμενο των συνταγών και σκευασμάτων που τελικά παραδέχεται ότι ανευρέθησαν με τις διενεργηθείσες έρευνες. Δηλ. παρουσιάζεται το φαινόμενο η προσβαλλομένη να αξιολογεί αποδεικτικά 134 συνταγές ασφαλισμένων που βρέθηκαν από έρευνες των ελεγκτών του ΟΓΑ στα σπίτια των ασφαλισμένων και μάλιστα να τις αξιολογεί έχοντας τες σε αυτούσια μορφή στο ακροατήριο, αφού τις ανέγνωσε, που σημαίνει ότι αυτές από τα σπίτια των ασφαλισμένων όπου και ανευρέθησαν, «κατέληξαν» στο ακροατήριο και ανεγνώσθησαν αλλά και το γεγονός ότι στα σπίτια τους δεν βρέθηκαν αποθέματα φαρμάκων, χωρίς όμως να παραδέχεται ούτε τις προϋποθέσεις διενέργειας, ούτε τους όρους νομιμότητας αυτών των ερευνών, αλλά ούτε και ότι βεβαιώνονται τέτοιες ανακριτικές πράξεις έρευνας και συναφώς και τα ανωτέρω αποδεικτικά τους ευρήματα από οποιαδήποτε έγγραφο σχετικής έκθεσης, που άλλωστε, όπως ειπώθηκε, δεν ανεγνώσθη και δεν παραδέχεται πουθενά στις αιτιολογίες της, από το οποίο και μόνο θα μπορούσε να αποδειχθεί το περιεχόμενο της σχετικής ανακριτικής πράξης και τα ευρήματά της, αφού χωρίς αυτό το έγγραφο-έκθεση το περιεχόμενο της ανακριτικής πράξης δεν μπορεί να αποδειχθεί με κανένα άλλο μέσο (Σεβαστίδης, ό.α υπο 241.αρ.2, σελ.2810). Επιπλέον δεν παραδέχεται και δεν ανέγνωσε και καμία έκθεση κατάσχεσης αυτών των 134 συνταγών που ανευρέθησαν στις οικίες των ασφαλισμένων, αν και κατά το άρθρο 258ΚΠΔ,τα πράγματα που βρέθηκαν, κατάσχονται και υποβάλλονται σε μεσεγγύηση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί με κανένα τρόπο ότι αυτές οι συνταγές που ανεγνώσθησαν αυτούσιες στο ακροατήριο ως αποδεικτικό στοιχείο, είναι πράγματι αυτές που ανευρέθησαν στις κατ` οίκον έρευνες και όχι άλλες.

Συνεπώς προκύπτει ότι η προσβαλλομένη έλαβε υπόψη και αξιοποίησε αποδεικτικά εις βάρος μου ευρήματα και αποδεικτικά μέσα από πλήρως παράνομη και ανύπαρκτη δικονομικά έρευνα και κατ` αυτό τον τρόπο προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο αφού προσέβαλλε πλήρως και καταφανώς κάθε υπερασπιστικό μου δικαίωμα κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ αφού κατά τον τρόπο αυτό αυτονόητα δεν μπορώ να αντικρούσω τα «ανακαλυφθέντα» και «διαπιστωθέντα» ως δήθεν πειστήρια του εγκλήματος που μου αποδίδεται, τα οποία όμως αξιολογούνται εις βάρος μου και για την ενοχή μου και έτσι υπέπεσε στον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ.1. περ.Α` του ΚΠΔ και δέον και αιτούμαι να αναιρεθεί. (Και εδώ  δεν πρόκειται για ακυρότητα της προδικασίας. βλ. παρακαλώ αμέσως ανωτέρω 4ο αναιρετικό λόγο)

Σημειώνεται εν τέλει σχετικά με τους λόγους αναίρεσής μου που ανωτέρω αφορούν απόλυτες ακυρότητες κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, ότι δεν συναίνεσα ποτέ στη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της από ++ κατάθεσής μου, των από ++ (ή με άλλη ημερομηνία) καταθέσεων των ανωτέρω (και αγνώστων) μαρτύρων, αλλά ούτε και των «ερευνών» που διενεργήθηκαν στα σπίτια τους και ούτε φυσικά μπορούσε να γίνει αυτό καθόσον κανένα τέτοιο έγγραφο δεν ήταν ποτέ αναγνωστέο, αλλά ούτε και ανεγνώσθη στο Εφετείο αφού από τα πρακτικά της αλλά και από όλη την αιτιολογία της, όπως ανωτέρω αναπτύχθηκε, δεν προκύπτει ότι ανεγνώσθη κάποια από ++ κατάθεσή μου ή κάποιες από ++ καταθέσεις των τάδε μαρτύρων ή οι από τάδε ή δείνα ημερομηνία «εκθέσεις έρευνας», έτσι ώστε να εκφέρω τις αντιρρήσεις μου για να μη ληφθούν υπόψη. Αλλά ούτε και συναίνεσα στη λήψη υπόψη της από ++ υπηρεσιακής αναφοράς και ανωτέρω ++ απόφασης, διότι υπήρχε ειδικός λόγος έφεσής μου περί μη ανάγνωσής τους που μάλιστα ανέπτυξε ο κ. Εισαγγελέας στο ακροατήριο του Εφετείου. Άλλωστε πρόκειται για απόλυτες ακυρότητες κατ` άρθρο 171.1.δΚΠΔ που λαμβάνονται υπ`όψη αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή καθόσον σε όλες αυτές τις περιπτώσεις (31.2,105,177, 241, 148-153ΚΠΔ,9Σ,19.3Σ) προφανώς υπάρχει από το νόμο υποχρέωση του δικαστή «να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων αυτεπαγγέλτως χωρίς να απαιτείται προηγούμενη αίτηση του κατηγορουμένου» (ΑΠ 957/2006, ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτης υπο 171,αρ.39επ, Σεβαστίδης υπο 170, σελ. 2086). Και τούτο διότι αν αντίθετα δεχτούμε ότι από τις ανωτέρω διατάξεις δεν προκύπτει υποχρέωση του δικαστή να απέχει από την αξιοποίηση απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων προερχόμενα από πλήρως απαγορευμένες πρακτικές κατά την διαδικασία της έρευνας (31.2,105ΚΠΔ-μαρτυροποίηση), ή από ανυπόστατες δικονομικές πράξεις (241,148-153ΚΠΔ) ή από παράνομες έρευνες σε οικίες (9,19.3Σ και 241,148-153ΚΠΔ), θα ήταν σαν να γινόταν δεκτό ότι ο δικαστής δεν έχει υποχρέωση από το νόμο να δημιουργήσει οίκοθεν τις προϋποθέσεις για μία δίκαιη δίκη, καθόσον όλες οι ανωτέρω διατάξεις σ` αυτό ακριβώς στοχεύουν, αλλά αντίθετα απαιτείται αίτηση του κατηγορουμένου δια δίκαιη δίκη (που πολλές φορές μπορεί να μην έχει καν υπερασπιστή ή αποτελεσματικό υπερασπιστή), πράγμα άτοπο αφού η δίκαιη δίκη δεν αποτέλεσμα αιτήσεων που υποχρεούται να υποβάλει ο κατηγορούμενος (τότε η ποιότητα μίας δίκαιης δίκης θα ήταν σύστοιχη του περιεχομένου των αιτήσεων του κατηγορουμένου), αλλά υποχρέωση (και όχι ευχέρεια) του δικαστή να την παράσχει διότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Άλλωστε εκτός αυτής, δεν νοείται άσκηση υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.

 

Επειδή συνεπώς οι παρόντες πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης είναι εμπρόθεσμοι ορισμένοι, παραδεκτοί, νόμιμοι και βάσιμοι και αποτελούν ένα ενιαίο, αδιαίρετο και αδιάσπαστο σύνολο με την ανωτέρω δήλωσή μου για αναίρεση της προσβαλλομένης στους οποίους και πάλι αναφέρομαι

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ και για όσα θα προσθέσω εμπρόθεσμα και κατά τη συζήτηση της αναίρεσής μου

ΑΙΤΟΥΜΑΙ: να γίνει δεκτή η από ++ δήλωσή μου για αναίρεση της με αρ. ++ καταδικαστικής απόφασης του Α` Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων ++, που επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την ++, με την με αρ. ++ έκθεση επίδοσης της δικ.επιμ. ++ και να γίνουν δεκτοί όλοι οι λόγοι της και να αναιρεθεί η ανωτέρω απόφαση.

Να γίνουν δεκτοί οι παρόντες πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης κατά της ίδιας ως άνω καταδικαστικής απόφασης και να αναιρεθεί αυτή για όλους τους λόγους αναίρεσης, αρχικούς και πρόσθετους.

 

Ειδικό πληρεξούσιο ,συνήγορο και αντίκλητο μου διορίζω τον Δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω Βρόντο Ανδρέα του Αποστόλου ,κάτοικο Καρδίτσας, Πλαστήρα 12 (2441041255)  

 

Καρδίτσα ++

                                                                 

                  Ο Αναιρεσείων και προσθέτων

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

                                   ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Της με αριθμό 1697/2014 καταδικαστικής απόφασης του Α` Τριμελούς Εφετείου  

Καρδίτσα 4/11/2015

          Επί της από ++ Δήλωσης Αναίρεσής μου για την αναίρεση της ανωτέρω απόφασης, που επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον κ. Εισαγγελέα του ΑΠ με την προσκομιζόμενη μετ` επικλήσεως με αρ. ++ έκθεση επίδοσης της δικ. Επιμ. Αθηνών ++, καθώς και επι των από 25/8/15 και από 15/9/2015 προσθέτων λόγων αναίρεσής μου, στα οποία πλήρως αναφέρομαι ως νόμιμα, βάσιμα και αληθή και ζητώ να γίνουν δεκτά , επάγομαι και ατα εξής ήτοι:

Σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης, συνταγογραφούσα επιπλέον ποσότητες φαρμάκων από αυτές που «είχαν ανάγκη με βάση το Εθνικό Συνταγολόγιο» (ΕΣ), δηλ. ποσότητες που οι ασφαλισμένοι, κατά τις παραδοχές της, δεν «είχαν ανάγκη»

                         Έλλειψη αιτιολογίας, άλλως έλλειψη νόμιμης βάσης

- Δεν παραδέχεται όμως πραγματικά περιστατικά που να αιτιολογούν το γιατί η ανάγκη του κάθε ασθενούς σε φάρμακα καθορίζεται με βάση τις παραδεχόμενες ποσότητες-δοσολογία που προβλέπει το ΕΣ και όχι από την ιατρική επιστήμη με βάση τα χαρακτηριστικά της ασθένειας του καθενός, τη στιγμή μάλιστα που με βάση τον πρόλογο του ΕΣ που ανέγνωσε, αυτό αποτελεί οδηγία μόνο για τον γιατρό, ενώ ταυτόχρονα, δεν παραδέχεται ότι το ΕΣ είναι υποχρεωτικό για τον ιατρό με βάση το νόμο ή ότι αποτελεί την legesartis δοσολογία με βάση την ιατρική επιστήμη και έτσι δεν αιτιολογεί, πώς, μετά ταύτα υποχρεούται ο ιατρός να ακολουθεί δεσμευτικά την δοσολογία του ΕΣ και να αντικαθιστά με αυτό την ιατρική εκτίμηση inconcretoγια χορήγηση φαρμάκων. Ακόμα και το όργανο του ΟΓΑ (βλ. κατάθεση Αλμπανάκη σελ. 5 της προσβαλλομένης), κατέθεσε ότι «Δεν ξέρω ποιες είναι οι σωστές δοσολογίες, ξέρω απλώς τις ποσότητες που προβλέπει το Εθνικό Συνταγολόγιο. Δεν είμαι γιατρός.».

- Αλλά ακόμα κι έτσι, δεν παραδέχεται την ασθένεια του καθενός ασφαλισμένου έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί είτε κατά το ΕΣ, είτε κατά την ιατρική επιστήμη η ανάγκη σε δοσολογία που το ΕΣ προβλέπει για την inconcreto ασθένεια. Χωρίς παραδοχή της ασθένειας, η παραδοχή της δοσολογίας που είχαν ανάγκη για την ασθένεια, είναι αναιτιολόγητη.

- Ταυτόχρονα δεν παραδέχεται ούτε και σε ποιες ασθένειες αφορούν οι παραδεχόμενες μικρότερες δοσολογίες του ΕΣ. Δηλ. δεν παραδέχεται ούτε από ποιες ασθένειες πάσχουν οι ασφαλισμένοι, αλλά ούτε και ότι για την ασθένεια του καθενός ασφαλισμένου, το ΕΣ προβλέπει την δοσολογία που παραδέχεται για τον καθένα τους. 

- Δεν παραδέχεται το χρόνο στον οποίο αφορά η δοσολογία τόσο του ΕΣ, όσο και αυτή που συνταγογραφούσα εγώ, έτσι ώστε να ελεγχθεί ότι στην ίδια μονάδα χρόνου συνταγογραφούσα επιπλέον ποσότητες ή τις ίδιες ποσότητες σε υποπολλαπλάσια μονάδα χρόνου, καθόσον μόνο τότε υπάρχει υπερσυνταγογράφηση.

Συνεπώς πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510.1Δ ΚΠΔ), άλλως ελλείψει των ανωτέρω ανεπαρκών, ελλιπών και ατελών παραδοχών, εμφιλοχώρησαν λογικά κενά και οπωσδήποτε ασάφειες, ανεπάρκειες, ατέλειες και ελλείψεις και έτσι είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των άρθρων 386.1ΠΚ και 98ΠΚ που εφήρμοσε και άρα στερείται νόμιμης βάσης (εκ πλαγίου παράβαση των άνω διατάξεων).  (510 παρ. 1 Ε ΠΔ).

             Ακυρότητα από τη μη ανάγνωση ληφθέντος υπόψη εγγράφου

- Ενώ παραδέχεται (πίνακες) τις ποσότητες φαρμάκων που προβλέπει το ΕΣ για κάθε περίπτωση ασφαλισμένου (χωρίς παραδοχή της ασθένειας), εν τούτης δεν ανέγνωσε το ΕΣ, ούτε στα πρακτικά, αλλά ούτε και στο αιτιολογικό της παραδέχεται ότι το περιεχόμενό του και άρα οι δοσολογίες, προέκυψαν από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Συνεπώς επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 περ. Α του Κ.Π.Δ

Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία, άλλως έλλειψη αιτιολογίας, άλλως έλλειψη νόμιμης βάσης (εκ πλαγίου παράβαση)

- Είναι προφανές ότι η ανάγκη του ασθενούς για τάδε ή δείνα ποσότητα φαρμάκων καθορίζεται από τον ιατρό με βάση την ιατρική επιστήμη επί τη βάση της ασθενείας του και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε περίπτωσης. Συνεπώς η συνταγογράφηση του ιατρού ότι ο ασθενής έχει ανάγκη της ποσότητας φαρμάκων που αναγράφει στην συνταγή, συνιστά αξιολογική κρίση-αποτίμηση για την θεραπεία του και όχι παράσταση ψευδούς γεγονότος. Τέτοια θα αποτελούσε μόνο όταν τα πραγματικά περιστατικά της ασθένειας σε κάθε μία περίπτωση που παραδέχεται, δεν θα δικαιολογούσαν με βάση την ιατρική επιστήμη ήτοι legesartis, την συγκεκριμένη δοσολογία inconcreto. Όμως η προσβαλλομένη δεν παραδέχεται για κανέναν ασφαλισμένο ποια είναι η ασθένεια, ποια τα χαρακτηριστικά της αλλά ούτε και ότι με βάση (μηδέποτε παραδεχόμενους) ιατρικά εφαρμοστέους και αναγνωρισμένους κανόνες στην κάθε περίπτωση, επιβάλλονταν άλλη-μειωμένη δοσολογία. Αυτό άλλωστε θα προϋπέθετε την παραδοχή ότι η ανάγκη για την συγκεκριμένη δοσολογία, κανονίζεται από τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και όχι από το ΕΣ. Συνεπώς όσον αφορά την παράσταση ψευδούς γεγονότος παραβίασε ευθέως το νόμο αφού η αξιολογική αποτίμηση της ασθένειας δεν συνιστά παράσταση ψευδούς γεγονότος που θεμελιώνει απάτη, άλλως είναι αναιτιολόγητη γιατί δεν παραδέχεται ούτε την ασθένεια, ούτε τα χαρακτηριστικά της, ούτε τους κοινά αναγνωρισμένους κανόνες ιατρικής έτσι ώστε εφόσον είναι ψευδή να υπάρχει παράσταση γεγονότος, άλλως, ακριβώς επειδή απουσιάζουν οι άνω παραδοχές, είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί ορθής εφαρμογής της ΠΚ386.

Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της 386ΠΚ, άλλως έλλειψη αιτιολογίας

- Η παραδεχόμενη πράξη εξαπάτησης συνίσταται στο ότι με την αναγραφή μόνο στην συνταγή επιπλέον ποσοτήτων φαρμάκων, εξαπατούνταν τα όργανα του ΟΓΑ. Δεν παραδέχεται πράξη εξαπάτησης ούτε με ευθεία παράσταση γεγονότος (π.χ προσωπική επικοινωνία ή  αναγραφή επί της συνταγής των ειδικών λόγων της αυξημένης δοσολογίας κλπ), ούτε  με συμπερασματικά συναγόμενη δήλωση (π.χ. ότι με ρώτησε αν αυτή είναι η δοσολογία και εγώ δεν απάντησα), αλλά ούτε και με παρασιώπηση, εφόσον φυσικά δεχόταν στην τελευταία περίπτωση, ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης. Συνεπώς δεν πρόκειται για πράξη εξαπάτησης εκ της οποίας αιτιακά προκαλείται πλάνη (για το επιπλέον) αλλά για απλή άγνοια περιστατικών που δεν συνιστά νομικά σημαντική πλάνη για την θεμελίωση της απάτης. Συνεπώς εσφαλμένα ερμήνευσε και κατ` επέκταση εφήρμοσε το νόμο(510.1.Ε), άλλως ελλείπουν από την αιτιολογία της παραδοχές περιστατικών που συνιστούν κατά νόμω, πράξη παραπλάνησης είτε με ευθεία ή συμπερασματικά συναγόμενη παράσταση, είτε με παρασιώπηση ανακοίνωσης παρά την ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης(510.1Δ), άλλως εκ πλαγίου παραβίασε την ΠΚ 386 που εφήρμοσε.

               Έλλειψη αιτιολογίας, άλλως εκ πλαγίου παράβαση

- Δεν παραδέχεται ότι τα φάρμακα χορηγήθηκαν στους ασφαλισμένους ή όχι. Παραδέχεται με ενδοιαστική αιτιολογία ότι «φέρεται» ότι εκτελέσθηκαν οι συνταγές. Όμως αν εκτελέστηκαν δηλαδή χορηγήθηκαν, τότε δεν υπάρχει παράνομο περιουσιακό όφελος και συνεπώς σκοπός που κατατείνει σε τέτοιο, αφού τότε ο ΟΓΑ πλήρωσε για φάρμακα που χορηγήθηκαν, δηλαδή στην θέση του φαρμάκου που εξήλθε της περιουσίας του φαρμακοποιού, εισήλθαν τα  χρήματα του ΟΓΑ. Μόνο αν διελάμβανε παραδοχές περιστατικών περί του ότι οι συνταγές εκτελούνταν εικονικά, δηλαδή χωρίς να χορηγηθούν τα φάρμακα (ΑΠ 172/02) θα επρόκειτο για παράνομο όφελος. Συνεπώς ελλείψει παραδοχών ότι οι συνταγές εκτελέστηκαν και τα φάρμακα χορηγήθηκαν ή όχι, αλλά και με την ανωτέρω ενδοιαστική αιτιολογία, πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, άλλως, συνεπεία τούτων, έχουν οπωσδήποτε εμφιλοχωρήσει στο πόρισμά της ασάφειες, ανεπάρκειες, ατέλειες, ενδοιαστικές παραδοχές και γι` αυτό λογικά κενά, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της διάταξης της ΠΚ 386.1β και 98ΠΚ 

                    Αρνητική υπέρβαση εξουσίας (510.1Η ΚΠδ), άλλως έλλειψη αιτιολογίας

- Προέβαλα πρωτόδικα και καταχωρήθηκαν στα πρακτικά τις εξής ενστάσεις-ισχυρισμούς : ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος, αποβολής πολιτικής αγωγής, μη εξέτασης ανεπιτήδειων μαρτύρων (211ΚΠΔ), τις οποίες εξέτασε και απέρριψε, αλλά και μη ανάγνωσης της 9/6/08 υπηρεσιακής αναφοράς ΟΓΑ, 1430/09 απόφασης και 1530/09 εγγράφου ΟΓΑ που συντάχθηκαν κατά παράβαση των 255 επ ΚΠΔ ήτοι ως ερειδόμενα επι παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, αλλά και διότι περιέχουν ανωμοτί εξέτασή μου ως μάρτυρα κατά τον διοικητικό έλεγχο που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί κατ` 105ΚΠΔ, καθώς και διενέργειας ψυχιατρικής πραγμ/νης των ασφαλισμένων. Στα τελευταία δεν απήντησε το δικαστήριο. Επανέφερα στο Εφετείο με ειδικό λόγο έφεσης τις απορριφθείσες ενστάσεις ακυρότητας κλητηρίου, μη εξέτασης ανεπιτήδειων μαρτύρων και αποβολής της πολιτικής αγωγής. Επίσης την μη απαντηθείσα περί μη ανάγνωσης των ανωτέρω εγγράφων καθώς και της διενέργειας πραγμ/νης. Συνεπώς όφειλε να απαντήσει επί των ειδικών αυτών λόγων έφεσης, καθόσον τα αντικείμενα αυτά της δίκης, μεταβιβάστηκαν ενώπιον του. Όμως η προσβαλλομένη δεν απάντησε, δεν διέλαβε καμία παραδοχή και συνεπώς αρνητικά υπερέβη την εξουσία της, άλλως, χωρίς αιτιολογία απέρριψε τους ειδικούς αυτούς λόγους έφεσης.

    

                        Απόλυτη ακυρότητα (171.1δ και 510.1Α ΚΠΔ)

- Η προσβαλλομένη αξιοποίησε αποδεικτικά την μαρτυρική μου χωρίς όρκο κατάθεση, δοθείσα στα πλαίσια του διοικητικού ελέγχου των οργάνων του ΟΓΑ, σε χρόνο που δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά ήδη καταγγελλόμουν για υπερσυνταγογράφηση και μου καταλόγιζαν τα ποσά, άρα ήμουν τουλάχιστον ύποπτος, χωρίς όμως να τηρηθούν οι διατάξεις των 31 και 105 ΚΠΔ, δηλαδή δεν εξετάστηκα σύμφωνα με όσα ορίζονται για την εξέταση και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Η αξιοποίηση έγινε τόσο μέσω της ανάγνωσης και λήψης υπ` όψιν των πορισματικών αναφορών και ελεγκτών του ΟΓΑ, όσο και ευθέως, αφού στην αιτιολογία της ρητά αναφέρεται σε όσα κατέθεσα τότε εξεταζόμενος στον διοικητικό έλεγχο. Συνεπώς επήλθε απόλυτη ακυρότητα για τον λόγο αυτό.

-Σε κάθε περίπτωση για την ανωτέρω εξέτασή μου, δεν συντάχθηκε καμία έκθεση σύμφωνα με τον ΚΠΔ, αν και σύμφωνα με το 241ΚΠΔ που εφαρμόζεται σε όλη την ποινική προδικασία και συνεπώς και στην προκαταρκτική και άρα στην εξομοιούμενη με αυτή διοικητική εξέταση, έπρεπε να συνταχθεί έκθεση σύμφωνα με τα 148-153 ΚΠΔ. Η ανακριτική αυτή πράξη της εξέτασής μου «βεβαιώνεται» μόνο από την υπηρεσιακή αναφορά ΟΓΑ, δηλαδή με έγγραφο που δεν έχει καμία σχέση με την έκθεση του ΚΠΔ για την διενέργεια ανακριτικής πράξης. Συνεπώς πρόκειται για ανυπόστατη κι ανύπαρκτη δικονομικά πράξη και στερείται αυτοδικαίως εννόμου αποτελέσματος και συνεπώς δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί εις βάρος μου. Αντιθέτως η αξιοποίησή του προσβάλει κάθε υπερασπιστικό δικαίωμά μου αφού χωρίς την σύνταξη έκθεσης όπως ο ΚΠΔ ορίζει για την διενεργηθείσα ανακριτική πράξη, δεν μπορεί να ελεγχθεί ότι διενεργήθηκαν και μάλιστα νόμιμα και έχει αυτό και όχι άλλο περιεχόμενο.

                        Απόλυτη κυριότητα(171.1δ και 510.1Α ΚΠΔ)

- Το ίδιο συμβαίνει και με τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν κατά τον διοικητικό έλεγχο των οργάνων ΟΓΑ και μάλιστα χωρίς όρκο. Και εδώ αυτές ελήφθησαν υπ` όψιν και αξιολογήθηκαν τόσο μέσω των υπηρεσιακών αναφορών αφού αυτές αναγνώσθηκαν, όσο και ευθέως, αφού από την αιτιολογία της προκύπτει ότι αναφέρεται σ` αυτές και τις αξιολογεί για την περί ενοχής κρίση μου. Δεν υπάρχει δηλαδή καμία έκθεση κατά τον ΚΠΔ ούτε γι` αυτές τις ανακριτικές πράξεις της εξέτασης μαρτύρων και συνεπώς δεν υφίστανται δικονομικά οι πράξεις αυτές (άλλωστε δεν νοείται δικονομικά ως υποστατή πράξη η χωρίς όρκο εξέταση μάρτυρα κατά τον ΚΠΔ), έτσι ώστε να ληφθούν υπ` όψιν, αφού και εδώ δεν μπορεί να ελεγχθεί ποιες οι συνθήκες λήψης των καταθέσεων και μάλιστα χωρίς όρκο, αλλά ούτε και το περιεχόμενό τους, με αποτέλεσμα την πλήρη προσβολή των υπερασπιστικών δικαιωμάτων μου.

                 Απόλυτη κυριότητα(171.1δ και 510.1Α ΚΠΔ)

-Τα ίδια ισχύουν και για τις ανακριτικές πράξεις της έρευνας που διενήργησαν τα όργανα του ΟΓΑ κατά τον διοικητικό έλεγχο και πριν από την άσκηση κάθε ποινικής δίωξης. Όπως ειπώθηκε, η προσβαλλομένη ανέγνωσε τις υπηρεσιακές αναφορές των οργάνων αυτών, στις οποίες όμως περιλαμβάνονται όλα τα ευρήματα από τις έρευνες που αυτή διενήργησαν, δηλαδή οι συνταγές που αυτά βρήκαν στα βιβλιάρια των ασφαλισμένων στα σπίτια τους, αλλά και τα σκευάσματα φαρμάκων τα οποία και παραθέτουν σε πίνακες για κάθε ασφαλισμένο, με την ρητή μνεία ότι προέκυψαν μετά από κατ` οίκον έρευνες στις οικίες των ασφαλισμένων. Έτσι η προσβαλλομένη αναγιγνώσκοντας την υπηρεσιακή αναφορά (9-6-08) και απόφαση Υποδ/ντη ΟΓΑ (1430/09), ανέγνωσε και έλαβε υπ` όψιν και τα ευρήματα των ερευνών δηλαδή τις συνταγές και τα σκευάσματα φαρμάκων που ανευρέθησαν, αλλά και ευθέως ανέγνωσε και έλαβε υπ` όψιν και «134 συνταγές» που ανευρέθησαν στις οικίες τους μετά από αυτή την έρευνα και μάλιστα ευθέως και ρητά στην αιτιολογία της αναφέρεται στα ευρήματα αυτά, δηλαδή τις συνταγές και τα σκευάσματα που προέκυψαν από τις έρευνες για την εξενεχθείσα κρίση της περί ενοχής. Δηλαδή αξιοποίησε ευθέως τα ευρήματα των παράνομων αυτών ερευνών αποδεικτικά εις βάρος μου. Όμως πρόκειται για απολύτως παράνομες και ανυπόστατες δικονομικά ανακριτικές ενέργειες-έρευνες σε οικίες, των οποίων τα ευρήματα δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν εις βάρος του κατηγορουμένου αφενός μεν διότι σ` εκείνο το στάδιο του διοικητικού ελέγχου δεν επιτρέπονταν αυτές διότι δεν είχε αρχίσει ανάκριση και προανάκριση με εισαγγελική παραγγελία, αφετέρου διότι καμία έκθεση κατά τον ΚΠΔ δεν συνετάχθη ούτε και γι` αυτές τις ανακριτικές πράξεις, έτσι ώστε να ελεγχθεί και κατά το Σύνταγμα, η παρουσία δικαστικού λειτουργού και δικαστικού γραμματέα. Και εδώ οι ανακριτικές πράξεις «βεβαιώνονται» μόνο από τα ανωτέρω υπηρεσιακά έγγραφα που ανέγνωσε η προσβαλλομένη. Πρόκειται συνεπώς για αξιοποίηση απολύτως απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων από την οποία έπρεπε να απόσχει ο δικαστής, αφού προσβάλλονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, τις προϋποθέσεις άσκησης των οποίων, έπρεπε οίκοθεν να δημιουργήσει το δικαστήριο.   

          Επειδή προσάγω και επικαλούμαι: +++ και τις κάτωθι αποφάσεις ΑΠ δημοσιευμένες στην τρ.νομ.πληρ. ΝΟΜΟΣ, ήτοι: 200/2000, 40/2000, 1172/2010, 1943/2006, 1057/2000, 1464/1994, 1749/2009, 1987/2001, 172/2002, 760/2005, 761/2000, 388/2010, 609/2010, 1511/2005, 1479/2009, 1328/2003, 2521/2008, 403/2008, 133/2009,1713/2006 καθώς και Κ. Παπαθανασίου ΠΧρ Νθ/2009, 12 επ, ιδίως 15, Χαραλαμπάκης ΠΚ 2011, υπο 386 σελ. 2020, Μαργαρίτης Μ.ΠΚ υπο 386,1155.

          Για τους ανωτέρω λόγους και αναφερόμενος πλήρως στην αναίρεση μου και στους πρόσθετους λόγους, ΑΙΤΟΥΜΑΙ όσα και ανωτέρω, να γίνει δεκτή η αναίρεσή μου και οι πρόσθετοι λόγοι καθώς και το παρόν υπόμνημά μου ΚΑΙ ΝΑ ΑΝΑΙΡΕΘΕΙ η προσβαλλομένη ανωτέρω απόφαση.

                             Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

                                       Βρόντος Ανδρέας

                                 Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

                                   Πλαστήρα 12 Καρδίτσα

                                         24410-41255

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013