Κυριότητα / Νομή / Ακίνητα

Κυριότητα / Νομή / Ακίνητα (56)

14 Φεβρουαρίου 2024 Γράφτηκε από Κατηγορία Κυριότητα / Νομή / Ακίνητα

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ …

(ειδική διαδικασία-περιουσιακές διαφορές. ΚΠολΔ 614επ)

ΑΓΩΓΗ

 

1.Της ομόρρυθμης εταιρίας …

2. Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ….

3.Του Εκκλησιαστικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ..

ΚΑΤΑ

Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου …

 

Άπαντες οι ενάγοντες καθώς και το εναγόμενο νομικό πρόσωπο είμαστε από κοινού πλήρεις κύριοι, νομείς και κάτοχοι κατά ποσοστό, αφενός ο πρώτος εξ’ ημών … το δεύτερο εξ’ ημών σε ποσοστό … το τρίτο εξ’ ημών …., αφετέρου το καθ’ ου, σε ποσοστό .από το κάτωθι αναλυτικά περιγραφόμενο γεωτεμάχιο, ήτοι : … 

Το ανωτέρω γεωτεμάχιο υπήχθη στις διατάξεις περί διηρημένης ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα στο καθεστώς περί καθέτων ιδιοκτησιών του Ν.Δ. 1024/1971 του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, από την αλλοτινή πλήρη κύρια του ακινήτου και δικαιοπάροχο των σημερινών κυρίων αυτού, μοναδική τότε ιδιοκτήτρια του όλου γεωτεμαχίου, δυνάμει διάταξης τελευταίας βούλησης αυτής, την κληρονομιά της οποίας απεδέχθησαν οι σημερινοί κύριοι του γεωτεμαχίου, δυνάμει των….και συγκεκριμένα δυνάμει των ανωτέρω συστάθηκαν οι εξής αυτοτελείς κάθετες και διηρημένες ιδιοκτησίες, ήτοι…

           Στο ανωτέρω ακίνητο και στις εγκαταστάσεις αυτού, όσο υφίσταντο, αλλά και μεταγενέστερα μέχρι και σήμερα, ασκούσαμε και ασκούμε, κάθε πράξη νομής και κατοχής που αρμόζει σε συγκύριο και κατά το λόγο της μερίδος μας, δηλ. με ανεπίληπτη και αδιάλειπτη συννομή, προθέσει και διανοία συγκυρίου κατά το ιδανικό μας μερίδιο, καθόσον, για όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, τόσο οι δικαιοπάροχοί μας, όσο και εμείς, αρχικά χρησιμοποιούσαμε τα αυτοτελή κτίσματα, αλλά και αργότερα, καθαρίζαμε αυτό, απομακρύναμε τα κατεδαφισθέντα και ισοπεδώσαμε το χώρο, επιβλέπουμε και επισκεπτόμαστε αυτό και εν γένει ασκούμε επ` αυτού, ακώλυτα και αδιάλειπτα μέχρι σήμερα και χωρίς να ενοχληθούμε και αμφισβητηθούμε από οποιονδήποτε τρίτο, ή άλλο συγκύριο, κάθε εμφανή πράξη κυριότητας, νομής και κατοχής που αρμόζει στην φύση και τον προορισμό του,  κατά τα ανωτέρω ιδανικά μερίδια μας και με πρόθεση κυρίου. Επιπλέον οι ενάγοντες δηλώνουμε αυτό στο όνομά μας σε όλα τα απαραίτητα έγγραφα ενώπιον δημοσίων αρχών (ΕΝΦΙΑ, έντυπο Ε9, Κτηματολόγιο), καταβάλλουμε τα σχετικά βάρη, φόρους και εν γένει τέλη προς τρίτους. 

Δεδομένων λοιπόν των ανωτέρω συνθηκών, αλλά και διότι από την συγκεκριμένη χρήση του κοινού ακινήτου μας ως ένα ακάλυπτο οικόπεδο, οι κοινωνοί δεν αποκομίζαμε κανένα οικονομικό όφελος, αποφασίσαμε άπαντες εντός του 2023, κατ’ αρχήν ότι ο προσφορότερος και πλέον επικερδής τρόπος αξιοποίησης του εν λόγω κοινού ακινήτου μας, είναι αφενός η κατάργηση του καθεστώτος καθέτου ιδιοκτησίας, καθώς κάθε μια εξ’ αυτών αποτελεί τμήμα οικοπέδου πολύ μικρής έκτασης και δεν δύναται να αξιοποιηθεί καταλλήλως αυτοτελώς, αφετέρου η ανέγερση επ’ αυτού του πλέον ενιαίου οικοπέδου μιας πολυώροφης οικοδομής με την μέθοδο της αντιπαροχής και της λήψης διαιρετών ιδιοκτησιών (διαμερίσματα κατοικιών, καταστήματα) υπό την ιδιότητα των οικοπεδούχων, τα οποία θα μπορούμε ευχερώς να αξιοποιήσουμε (π.χ εκμίσθωση), σύμφωνα άλλωστε με τον προορισμό και το είδος του ακινήτου.

 Συνεπεία και κατ’ ακολουθία τούτων, υπεγράφη ενώπιον της συμβολαιογράφου … η υπ’ αριθ. …. Πράξη Λύσης Καθεστώτος Κάθετου Ιδιοκτησίας, η οποία καταχωρήθηκε νομίμως στο Ελληνικό Κτηματολόγιο … δημιουργώντας ένα μοναδικό και ενιαίο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ … όπως αναλυτικά περιγράφεται κατά έκταση και όρια ανωτέρω, επαναφέροντας το στην πρότερη κατάσταση στην οποία αυτό βρισκόταν προτού υπαχθεί στο καθεστώς της καθέτου ιδιοκτησίας, από την αρχική δικαιοπάροχο μας, καθώς αυτό αποτελούσε απαραίτητο προστάδιο για την υλοποίηση του έργου της ανέγερσης πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της εργολαβίας-αντιπαροχής.

Το εν λόγω δε κοινό γεωτεμάχιο μας, είτε ως ενιαίο οικόπεδο ή με το μέχρι πρότινος υφιστάμενο καθεστώς των αυτοτελών καθέτων ιδιοκτησιών, είναι ελεύθερο από κάθε βάρος, χρέος, υποθήκη, προσημείωση, κατάσχεση και αναγγελλόμενη απαίτηση τρίτου, μεσεγγύηση, κληρονομικά ή από προίκα δικαιώματα τρίτων, εκνίκηση, διεκδίκηση, δουλείες πραγματικές και προσωπικές, ρυμοτομία, αποζημίωση οδών και παρόδιων γειτόνων, προσκύρωση, τακτοποίηση, μεσοτοιχίες και αποζημίωση μεσοτοιχιών, μίσθωση, παραχώρηση της χρήσης με οποιονδήποτε τρόπο, οφειλή οποιωνδήποτε φόρων, τελών και εισφορών, δημόσιων και δημοτικών ή υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, από κάθε δικαίωμα τρίτου και γενικά ελεύθερα από κάθε νομικό ελάττωμα και από κάθε δικαστική ή εξώδικο φιλονικία, διένεξη και αμφισβήτηση. Επιπλέον, είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, κατάλληλο για ανοικοδόμηση αυτού με το σύστημα της αντιπαροχής, και για την δημιουργία επ’ αυτού, καθεστώτος αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών επί της πολυώροφης οικοδομής που πρόκειται να ανεγερθεί επ’ αυτού.

Εξ ετέρου, ευρίσκεται εις την Β’ ζώνη του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως …. και διαθέτει μεγάλο συντελεστή δόμησης που επιτρέπει την ανέγερση μεγάλου μεγέθους και ύψους οικοδομής, ενώ η ανέγερση οικοδομής σ` αυτό δεν απαγορεύεται από Πολεοδομικούς Κανόνες. (όπως επισημάνθηκε, υπο την παρούσα μορφή του είναι ένα ακάλυπτο οικόπεδο προκύπτει μηδενικό οικονομικό όφελος για τον καθένα εξ’ ημών).

 Με βάση τις σχετικές προφορικές μας αρχικά συμφωνίες, το είδος του ακινήτου του, την τοποθεσία, την έκτασή του και τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται τις συναλλαγές, αλλά και με βάση α) το σχέδιο της προτεινόμενης εργολαβικής σύμβασης και της συγγραφής υποχρεώσεων, με προσύμφωνο για τη μεταβίβαση ποσοστών εξ’ αδιαιρέτου του ακινήτου και των αντίστοιχων χωριστών ιδιοκτησιών στον εργολάβο που πρόκειται να αναλάβει την οικοδόμηση με αντιπαροχή ή στους τρίτους που αυτός θα υποδείξει, β) σχέδιο της πράξης σύστασης χωριστής κατ` ορόφους και διαμερίσματα ιδιοκτησίας, με περιγραφή των ιδιοκτησιών που θα δημιουργηθούν και μνεία αυτών που θα περιέλθουν στον κάθε συνιδιοκτήτη και εκείνων που θα μεταβιβαστούν στον εργολάβο ή στους τρίτους που αυτός θα υποδείξει, γ) σχέδιο κανονισμού των σχέσεων των συνιδιοκτητών, δ) τα  αναγκαία κατασκευαστικά σχεδιαγράμματα, ιδίως τοπογραφικό, πρόσοψης και κάτοψης κάθε ορόφου από το υπόγειο έως το δώμα, ε) σχέδιο του πίνακα κατανομής των ποσοστών εξ’ αδιαιρέτου του κοινού ακινήτου στις χωριστές    ιδιοκτησίες που θα δημιουργηθούν με την οικοδόμηση, με μνεία της αναλογίας κοινόχρηστων δαπανών που θα βαρύνει κάθε χωριστή ιδιοκτησία,  στ) έκθεση σχετικά με την αξία κάθε ιδιοκτησίας που θα περιέλθει στους συγκύριους, συνολικά και για κάθε συγκύριο χωριστά, καθώς και την τρέχουσα στη συγκεκριμένη περιοχή ποσοστιαία αντιπαροχή, ζ) πιστοποιητικό ιδιοκτησίας και βαρών του ακινήτου και η) συμβολαιογραφική δήλωση του εργολάβου που πρόκειται να αναλάβει την οικοδόμηση, ότι δέχεται να οικοδομήσει το ακίνητο με την αντιπαροχή και τους όρους γενικά που περιέχονται στο εργολαβικό, στη συγγραφή υποχρεώσεων και στα λοιπά προαναφερόμενα έγγραφα και σχεδιαγράμματα, τα οποία το εναγόμενο έλαβε γνώση, ήδη εντός του καλοκαιρού …, προτείναμε την ανοικοδόμηση με το σύστημα της αντιπαροχής, έτσι ώστε άπαντες οι συγκύριοι να λάβουμε στην πλήρη κυριότητά μας από δύο αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες έκαστος, αξίας πολλαπλάσιας από την αξία αδόμητης γης. Εξάλλου άπαντες βάσει της εν λόγω πρότασης, πρόκειται να λάβουμε οριζόντιες ιδιοκτησίες συνολικού εμβαδού, ανάλογου προς το ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου που διαθέτουμε σήμερον.  Οι όροι δόμησης που ισχύουν στην περιοχή που βρίσκεται το εν λόγω προς αξιοποίηση οικόπεδο και οι οποίοι οριοθετούν τα μέγιστα επιτρεπόμενα εμβαδά του συνόλου των χώρων της υπό ανέγερση οικοδομής είναι οι εξής, ήτοι: …

Με τις παραπάνω υπάρχουσες πολεοδομικές διατάξεις και με δεδομένο το εμβαδόν του οικοπέδου που καταμετρηθέν είναι … τ.μ., επιχειρείται στην πρόταση μας αυτή η πλήρης αξιοποίησή του με την καλύτερη τοποθέτηση της οικοδομής σε σχέση με την μορφή και τον προσανατολισμό του οικοπέδου, την όσο το δυνατόν εξάντληση του συντελεστή δόμησης, τις όσο το δυνατόν καλύτερες όψεις του κτιρίου και την όσο το δυνατόν καλύτερη εκμετάλλευση των χώρων των διαμερισμάτων, που στις σύγχρονες πλέον κατασκευές λειτουργεί και ως βασικότατο κριτήριο αύξησης της εμπορικής αξίας του ακινήτου.

Η δε αντικειμενική αξία των ιδιοκτησιών που θα περιέλθει σε εμάς, λαμβανομένων υπόψη των τετραγωνικών μέτρων των διαμερισμάτων, όπως φαίνονται και στον πίνακα ποσοστών που προσκομίζεται, των αντικειμενικών αξιών της περιοχής και των συντελεστών εμπορικότητας, ανέρχεται στα ποσά που κατωτέρω θα αναφερθούν.

Σύμφωνα με την ανωτέρω πρόταση και κατωτέρω συνταγέντα προς τούτο, έγγραφα, προτάθηκαν οι εξής ειδικότεροι όροι και συμφωνίες για την παραπάνω ανοικοδόμηση, ήτοι:

Οι οικοπεδούχοι, ως αντάλλαγμα των δαπανών που θα κάνει η εργολάβος για την κατασκευή και αποπεράτωση των παραπάνω ιδιοκτησιών, οι οποίες θα περιέλθουν σ’ αυτούς μαζί με την αναλογία τους στους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, μέρη, πράγματα, και εγκαταστάσεις της πολυώροφης οικοδομής, καθώς και του επιχειρηματικού κινδύνου που αυτή αναλαμβάνει, αφού παρακρατήσουν τα …. αδιαίρετης συμμετοχής στο οικόπεδο, που θ’ αντιστοιχούν στις αυτοτελείς ιδιοκτησίες που και κατά το άρθρο 2 του προειρημένου κατατεθειμένου εργολαβικού σχεδίου, θα περιέλθουν σ’ αυτούς, θα μεταβιβάσουν στην εργολάβο ή σε τρίτα πρόσωπα που αυτή θα υποδείξει, τα υπόλοιπα …. εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου με τις αντιστοιχούσες σ’ αυτά αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες της πολυκατοικίας, σταδιακά και σύμφωνα με τους όρους αυτού του συμβολαίου. Οι οικοπεδούχοι θα υποχρεούνται να μεταβιβάζουν σταδιακά τα ποσοστά συμμετοχής τους επί του οικοπέδου στην εργολάβο ή σε τρίτους, με υπόδειξή της, με προσύμφωνα ή οριστικά συμβόλαια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του σχεδίου. Το τίμημα που θα εισπράττει από τους τρίτους, για τις μεταβιβάσεις αυτές η εργολήπτρια εταιρεία, ανήκει σ’ αυτή ως μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος.

 Ειδικότερα:

Η πολυώροφη οικοδομή – πολυκατοικία, θα κτισθεί ….

Από τις αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες που θα κατασκευάσει η εργολάβος, αυτές που περιγράφονται παρακάτω, θα περιέλθουν στους οικοπεδούχους, μαζί με τα ποσοστά αδιαίρετης συμμετοχής που αναλογούν σ’ αυτές από το οικόπεδο και τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, έργα, μέρη, πράγματα και εγκαταστάσεις της πολυώροφης οικοδομής. Στις ιδιοκτησίες αυτές θα αντιστοιχούν και θα αναλογούν τα … αδιαίρετης συμμετοχής στο οικόπεδο, τα οποία θα παρακρατήσουν οι οικοπεδούχοι και θα κατανεμηθούν στην κάθε ιδιοκτησία τους.

          Ειδικότερα θα περιέλθουν σ’ αυτούς ως εξής:…

 Οι οικοπεδούχοι, ως αντάλλαγμα των δαπανών που θα κάνει η εργολάβος … θα μεταβιβάσουν στην εργολάβο ή σε τρίτα πρόσωπα που αυτή θα υποδείξει, τα υπόλοιπα … εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου με τις αντιστοιχούσες σ’ αυτά αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες της πολυκατοικίας, σταδιακά και σύμφωνα με τους όρους αυτού του συμβολαίου. Οι οικοπεδούχοι θα υποχρεούνται να μεταβιβάζουν σταδιακά τα ποσοστά συμμετοχής τους επί του οικοπέδου στην εργολάβο ή σε τρίτους, με υπόδειξή της, με προσύμφωνα ή οριστικά συμβόλαια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του σχεδίου. Το τίμημα που θα εισπράττει από τους τρίτους, για τις μεταβιβάσεις αυτές η εργολήπτρια εταιρεία, ανήκει σ’ αυτή ως μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος.

 Επιπλέον στο πλαίσιο της ίδιας ανωτέρω επωφελούς πρότασης, προτάθηκε ως το καταλληλότερο πρόσωπο εργολάβου για την ανωτέρω ανοικοδόμηση, η 1η από εμάς εταιρεία με την επωνυμία …., η οποία τυγχάνει ταυτόχρονα συγκύριος του κοινού μας οικοπέδου αλλά και μια εταιρία που δραστηριοποιείται στην κατασκευή κατοικιών με το σύστημα της αντιπαροχής στην πόλη …., εν ολίγοις είναι προφανέστατα η καταλληλότερη και πλέον πρόσφορη επιλογή για την ανέγερση της πολυώροφης οικοδομής μας.

Συγκεκριμένα, πρόκειται αμιγώς για εταιρία κατασκευής οικοδομών – κατοικιών, που διαθέτει οικοδομική δραστηριότητα στην πόλη …. πέραν των τεσσαράκοντα ετών αδιαλείπτως. Ως εκ τούτου, λόγω της μακρόχρονης εμπειρίας της στον οικείο τομέα συναλλαγών και στην κατασκευή τέτοιων κτηρίων, αποτελεί την πλέον πρόσφορη επιλογή για την ανάθεση ανέγερσης της πολυώροφης οικοδομής, καθόσον άλλωστε διαθέτει το σχετικό προσωπικό, αλλά και υλικό εξοπλισμό για τον ανωτέρω σκοπό της. Έχει μακροχρόνια εμπειρία στην κατασκευή οικοδομών με αντιπαροχή και είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της τόσα χρόνια, αφού περατώνει τις εργολαβίες που αναλαμβάνει. Είναι φερέγγυα, δεν οφείλει και συνεργάζεται χωρίς προβλήματα με τις τράπεζες της πόλης μας, έχοντας αυξημένη πιστοληπτική ικανότητα, ως εκ της φερεγγυότητας της. Μέλος της είναι και η ….,  αρχιτέκτων μηχανικός και δια τούτο παρέχει τα εχέγγυα καλής εκτέλεσης της εργολαβικής σύμβασης αφού είναι και ο ερμηνευτής και δημιουργός των κατασκευαστικών σχεδίων/κατόψεων κλπ που αναφέρονται στην παραπάνω πρόταση (ΑΠ 905/2009, ΝΟΜΟΣ) 

Είναι δε η τοιαύτη ανάθεση ο πλέον συμφέρον τρόπος και επ` ωφελεία απάντων των συγκοινωνών διότι:

13 Σεπτεμβρίου 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Κυριότητα / Νομή / Ακίνητα

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ...

ΕΦΕΣΗ

..

ΚΑΤΑ

1) ...2) Της με αρ. ... οριστικής εκδοθείσης αντιμωλίαν, απόφασης του ...

           Εκκαλώ την ανωτέρω σημειούμενη απόφαση, δι` όσους λόγους επιφυλάσσομαι να προσθέσω στο μέλλον, αλλά και για τους κάτωθι νόμιμους και βάσιμους ήτοι:

                                 ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ

          ...

          Κατά το μέρος που έγινε δεκτή ως νόμιμη η αγωγή, η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι ο ενάγων ισχυρίστηκε με αυτή και αιτείται την καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, όχι ως εκπλήρωση παροχής ένεκα καταρτισθείσης σύμβασης (ή προσυμφώνου) την οποία ο νόμος εξοπλίζει με δεσμευτικότητα, αλλά ως αποζημίωση ένεκα αξίωσης τάχα προς αποκατάσταση ζημίας συνεπεία αδικοπραξίας (ΑΚ 914 ή 919).  Στην μεν πρώτη περίπτωση (συμβατική υποχρέωση), απαιτείται οπωσδήποτε συμβολαιογραφικό προσύμφωνο (τέλεια σύμβαση) γιατί αφορά ακίνητο. Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Συνεπώς για τη νομιμότητα της αγωγής στην περίπτωση αυτή, έπρεπε να γίνει επίκληση του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Στην δεύτερη περίπτωση (υποχρέωση από το νόμο, που εν προκειμένω δέχθηκε η εκκαλουμένη), απαιτείται καταρχάς ο αγωγικός ισχυρισμός αλλά και η πλήρωση των όρων της αδικοπραξίας, ήτοι οπωσδήποτε ζημία και είτε να συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 914, είτε οι όροι άλλου αδικοπρακτικού λόγου ευθύνης, π.χ οι όροι της ΑΚ 919, ή αυτοί της ΑΚ 920 κλπ, οι οποίοι είναι διαφορετικοί. Διότι κάθε παρανομία της ΑΚ 914 δεν συνιστά αναγκαίως και αντίθεση στα χρηστά ήθη, ούτε προσβάλλει αναγκαίως την πίστη, το μέλλον κλπ. (Γεωργ-Σταθ. υπο 919.22 και υπο 920.9). Δηλ. για τη νομιμότητα της αγωγή πρέπει ο ενάγων να επικαλείται τα στοιχεία της αδικοπραξίας σαφώς και ορισμένως και να αιτείται  την καταδίκη σε δήλωση βούλησης προς μεταβίβαση ακινήτου ως φυσική αποζημίωση, δηλ. προς αποκατάσταση ισόποσης επενεχθείσης ζημίας. Ειδικά εφόσον βάση (ιστορική-πραγματικάά περιστατικά) της αγωγής συνιστά η αντίθεση στα χρηστά ήθη, πρέπει ο ενάγων να επικαλείται όλες τις πραγματικές προϋποθέσεις της ΑΚ 919 για την κλήση σε εφαρμογή των εννόμων συνεπειών της (αποζημίωση). 

            Προϋποθέσεις δε εφαρμογής της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να συνιστά και  αδικοπραξία του άρθρου 914 ΑΚ, είναι οι εξής: 1. Συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη σε άσκηση δικαιώματος), που αντίκειται στα χρηστά ήθη, τέτοια δε συμπεριφορά υπάρχει, όταν, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο.  2. Η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, προξενήσεως ζημιάς, ήτοι δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημιά του άλλου, αλλ’ αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημιάς στον άλλο και παρά ταύτα αυτός δεν θέλησε να αποστεί από αυτήν. 3. Να προκλήθηκε όντως ζημιά σε άλλον. 4. Να υπάρχει μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, ή επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 137/2005, ΑΠ 864/2014). Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με την διαγωγή του ζημιωθέντος, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική, αναλογική σχέση (ΑΠ 1652/2006, ΑΠ 1385/2013).

            Για την κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ πληρότητα της σχετικής αγωγής πρέπει αυτή να περιέχει, κατά τρόπο σαφή, τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία καλύπτουν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, καταφάσκουν προς το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 919 ΑΚ και συγκεκριμένα θα πρέπει στο αγωγικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται προς δικαστική κρίση η σχετική αξίωση, να αναφέρονται τα κίνητρα και ο σκοπός του υποκειμένου, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού αυτού, καθώς και οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωση της συμπεριφοράς του (ΑΠ 1027/2021, 1678/2001, ΑΠ 1298/2006, ΑΠ 488/2010, ΑΠ 864/2014, ΝΟΜΟΣ).

 Εν προκειμένω η εκκαλουμένη παρά το νόμο δεν απέρριψε ως μη νόμιμη, άλλως αόριστη την ένδικη αγωγή. Συγκεκριμένα κατά την εκτίμηση των αγωγικών ισχυρισμών, έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα, μη διαλαμβανόμενα σ` αυτή για την πλήρωση της ΑΚ 919 και ΚΠολΔ 949, άλλως θώρησε επαρκή τα εκτεθειμένα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα, πραγματικά γεγονότα και οπωσδήποτε δεν έλαβε υπόψη γεγονότα που διαλαμβάνονται στην αγωγή και αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων που εφάρμοσε και τις έννομες συνέπειές τους. Συγκεκριμένα:

                                            Ι

          Πράγματι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αγωγής, ο ενάγων, δεν ζητά την καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης προς μεταβίβαση του ακινήτου ως φυσική αποζημίωση, δηλ. προς αποκατάσταση ισόποσης επενεχθείσης ζημίας. Αντίθετα, επικαλείται υποχρέωσή μου προς μεταβίβαση του ακινήτου, συνεπεία προηγηθείσης προφορικής συμφωνίας μεταξύ μας προς μεταβίβασή του, δηλ. ως εκπλήρωση παροχής από προφορική «σύμβαση» που αφορά την μεταβίβαση του ακινήτου, η οποία φυσικά είναι άκυρη και δεν μπορεί να υποχρεώσει κατά το ουσιαστικό δίκαιο σε δήλωση βούλησης γιατί δεν περιεβλήθη τον συμβολαιογραφικό τύπο.  Σύμφωνα με την ΑΚ 166 ««Η σύμβασις, δι` ης τα μέρη υποχρεούνται να συνάψωσιν ωρισμένην συμβασιν (προσύμφωνον) υπόκειται εις τον τύπον, ον ο νόμος ορίζει δια την συναπτέαν σύμβασιν.». Ως τύπος διά την συναπτέαν σύμβασιν νοείται ενταύθα μόνον το συμβολαιογραφικόν ή ιδιωτικόν έγγραφον, ουχί δε άλλως τις τύπος (Μπαλής, § 58∙ πρβλ. και Ράμμον, ΕρμΑΚ 166 αρ. 15). Αν η κυρία σύμβασις δεν υπόκειται κατά νόμον εις τύπον, ουδέ το περί ταύτης προσύμφωνον υπόκειται.. Το προσύμφωνον περί μεταβιβάσεως δικαιώματος επί ακινήτου δέον επί ποινή ακυρότητος να καταρτίζεται δια συμβολαιογραφικού εγγράφου (πρβλ. Τούσην, § 89, σημ. 2), διαφορετικά, δηλ. άτυπα ή με ιδιωτικό έγγραφο, δεν επιτρέπεται η καταδίκη σε δήλωση βούλησης με την ΚΠολΔ 949 εφόσον πρόκειται για ακίνητο. Αναφέρομαι πλήρως στην ΜΠΡΑθ 19/2010 και στην εκεί νομολογία και σκέψεις. Εν προκειμένω ούτε έγινε ποτέ συμβολαιογραφικό προσύμφωνο, ούτε και ο ενάγων ισχυρίζεται κάτι τέτοιο και συνεπώς η αγωγή του είναι νόμω αβάσιμη, ούτε και η εκκαλουμένη το παραδέχεται. 

          Προκύπτει δηλ. ότι ο ενάγων δεν αιτείται in natura αποζημίωση με πραγματικό την ΑΚ 919 ή έστω της ΑΚ 914, στην οποία στηρίζει μόνο αίτημα ηθικής βλάβης και όχι κάτι άλλο. Αντίθετα σαφώς ζητά «να αναγνωριστεί ότι…καταρτίστηκαν διαδοχικές συμβάσεις άτοκου δανείου» και ότι «λόγω αδυναμίας απόδοσης…η εναγομένη υποσχέθηκε αντι καταβολής του ποσού, την μεταβίβαση κατά πλήρη κυριότηταμε την προϋπόθεση ότι το ύψος του δανείου θα ανέρχεται στην αγοραία αξία του ακινήτου» και εν τέλει για τους ανωτέρω λόγους «να αναγνωριστεί η ύπαρξη αξίωσης προς δήλωση βούλησης και να καταδικαστεί η εναγομένη να μου μεταβιβάσει….». Δηλ. επικαλείται σαφώς πραγματικά περιστατικά υποχρέωσης προς μεταβίβαση από συμφωνία (και όχι από άλλο λόγο) και γι` αυτό άλλωστε επικαλείται μεταβίβαση αντί καταβολής ισόποσης με την αγοραία αξία του. [την οποία ο ενάγων δεν επικαλείται (αοριστία) και η εναγομένη δεν την παραδέχεται (έλλειψη αιτιολογίας) αλλά, παρά ταύτα, αντί να απορρίψει την αγωγή, με καταδικάζει σε δήλωση για μεταβίβαση ακινήτου αδήλου αξίας για αποκατάσταση της ισχυριζόμενης αγωγικής ζημίας!]

          Για να μην απομείνει καμιά αμφιβολία: ο ίδιος στην από ... που κατατέθηκε αυθημερόν, προσθήκη-αντίκρουσή του, ρητά ισχυρίζεται (σελ. 4) ότι « η αγωγή μου, όμως, στηρίζεται στην κατάρτιση συμβάσεως δανείου και την νεότερη συμφωνία απόδοσης αυτού με την μεταίβαση του οικοπέδου της εναγομένης, η οποία ως άτυπη και προφορική συμφωνία…κρίνεται νόμιμη και επιφέρει έννομα αποτελέσματα». Επίσης στην σελ. 2 αυτής, υπερθεματίζει ισχυριζόμενος ότι «η συμφωνία αυτή άτυπη, πλην όμως νόμιμη έγινε προφορικά αφού λόγω της ιδιαίτερα στενής οικογενειακής σχέσης…υπήρχε ηθική αδυναμία για την απόκτηση αποδεικτικού εγγράφου…η συμφωνία αυτή συνάγεται με βεβαιότητα από την μαρτυρική κατάθεση…»

          Επομένως η εκκαλουμένη διαστρέβλωσε πλήρως τους αγωγικούς ισχυρισμούς και έλαβε υπόψη πράγματα και ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν, αφού αυτός ζητούσε την όποια δήλωση βούλησης για το ακίνητο (βλ. κατωτέρω για τα τι ακριβώς ζητούσε), όχι ως υποχρέωση που πηγάζει από το νόμο και δη ειδικά από ΑΚ 919, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, αλλά από σύμβαση  που ο νόμος εξοπλίζει με εκτελεστότητα, κάτι που φυσικά δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει δεκτό και η εκκαλουμένη έπρεπε να απορρίψει την αγωγή, αφού δεν ισχυρίζεται και ούτε και η εκκαλουμένη παραδέχεται για την τοιαύτη σύμβαση, συμβολαιογραφικό έγγραφο αν και αφορούσε ακίνητο.

                                                ΙΙ

          Ακόμη όμως και εάν θεωρηθεί ότι ζητούσε την ανωτέρω «καταδίκη» σε δήλωση βούλησης ως υποχρέωση που πηγάζει από το νόμο και δη ειδικά από ΑΚ 919, ή έστω από την ΑΚ 914 (και 386ΠΚ) και πάλι η εκκαλουμένη έσφαλε που δέχθηκε αυτή διότι:

          Η μόνη αναφορά της αγωγής σε αδικοπραξία είτε της ΑΚ 914, είτε της ΑΚ 919, είναι η αντιγραφή των άρθρων του νόμου και όχι πραγματικά περιστατικά περί αυτών. Δηλ. δεν επικαλείται, άλλως δεν επικαλείται σαφώς και ορισμένως πραγματικά περιστατικά, που αληθή υποτιθέμενα «καλύπτουν» τους ειδικούς όρους, δηλ. το πραγματικό (tatbestand) της όποιας αδικοπρακτικής ευθύνης των ανωτέρω διατάξεων, δηλ. είτε της απάτης, είτε της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, περιστατικά περί του δόλου, όπως και περιστατικά περί της ελάχιστης αιτιώδους συνάφειας, έτσι ώστε η συμπεριφορά αυτή να μπορεί να ελεγχθεί ότι συνιστά πρόσφορη, ή επαρκή αιτία της ζημίας.  Δεν ισχυρίζεται δηλ. πραγματικά περιστατικά  ψευδών εν γνώσει μου, παραστάσεων γεγονότων ως αληθών ή αποσιώπησης αληθών, με τι σκοπό και πώς αυτές συνδέονται με διάθεση περιουσίας εκ μέρους του και ποια η εξ αυτής ζημία. Αλλ` ούτε και ισχυρίζεται περιστατικά επαγωγής με πρόθεση ζημίας και μάλιστα με τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, ποια είναι αυτά και πότε και που επικρατούντα κλπ. και πώς αυτή η συμπεριφορά, η οποία επιπροσθέτως πρέπει να ήταν και αντικειμενικά πρόσφορη, αιτιακά προκάλεσε την ζημία.  Σημειώνεται, ότι η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής, δεν συνιστά καθεαυτήν αδικοπραξία, εκτός εάν συντρέχουν και οι όροι της τελευταίας, ώστε και χωρίς τη συμβατική σχέση να πρόκειται για υπαίτια ζημιογόνα συμπεριφορά. Συνεπώς στην αγωγή του δεν αρκούσε να ισχυριστεί την συμβατική σχέση και την παραβίασή της, αλλά και τα τυχόν ανωτέρω (ενδεικτικά) περιστατικά παρανόμου, υπαιτίου και ζημιογόνου συμπεριφοράς (ΑΚ 914,919), δηλ. περιστατικά αδικοπρακτικής ευθύνης, τα οποία όπως ειπώθηκε απουσιάζουν.  Η αναφορά του σε πράξη αδικοπραξίας, ήγουν απάτης συνιστάμενης σε ψευδείς τάχα υποσχέσεις, και αληθή υποτιθέμενα δεν έλκουν σε εφαρμογή τις συνέπειες της ΑΚ 914 σε συνδυασμό με την τάχα παραβιασθείσα ποινική διάταξη της ΠΚ 386, γιατί αν μη τι άλλο δεν πρόκειται για παράσταση γεγονότων. Οι υποσχέσεις και συμβατικές υποχρεώσεις, δηλ. ακόμα και η ενυπάρχουσα τυχόν στην σύναψη της σύμβασης πρόθεση του οφειλέτη να μην εκπληρώσει (που εδώ δεν υπάρχει ούτως ή άλλως, αφού πρόκειται για άκυρη από την αρχή προφορική συμφωνία μεταβίβασης ακινήτου), δεν είναι γεγονότα και δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν το «παράνομο» της απάτης κατά πάγια νομολογία (ΑΠ 774/2020, 651/2020, 527/2020 κλπ). Μάλιστα γίνεται δεκτό ότι επι υποσχέσεων ή διαβεβαιώσεων για μελλοντικό γεγονός, όπως εδώ ο ίδιος επικαλείται, ελλείπει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης της παραπλάνησης και της επενεχθείσης πλάνης, αφού τέτοιες διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις για μελλοντικά γεγονότα δεν είναι ικανές αντικειμενικά να προκαλέσουν πλάνη (Χρ.Μυλωνόπουλος, Ειδ. Μέρος, εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, 2001, παρ. 12. αρ. 862-865).  Όχι μόνο δεν επικαλείται τα ανωτέρω αναγκαία, αλλά, αντίθετα ομολογεί πραγματικά περιστατικά που αποκλείουν εντελώς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων (ΑΚ 914 και 919) αφού ομολογεί, ότι προέβη στον δανεισμό όχι από δικές μου πράξεις εξαπάτησης και υποσχέσεις περί μελλοντικής μεταβίβασης,   ούτε και από δόλια περί την επαγωγή της ζημίας του, συμπεριφορά μου αντικείμενη τάχα στα χρηστά ήθη, αλλά καθαρά από δική του απόφαση, επιθυμία και θέληση.

          Πράγματι ομολογεί στην σελ. 1 ότι για το διάστημα από ... έως ... με έβλεπε σε άσχημη οικονομική κατάσταση και χωρίς δισταγμό (η έκφραση δική του) μου δάνειζε σταδιακά μέχρι το .... Δεν επικαλείται καμία «παράνομη» συμπεριφορά μου που να εμπίπτει στις ΑΚ 914,919,386ΠΚ. Μάλιστα ομολογεί σελ. 2 ότι «μετά από παρακλήσεις της μητέρας» του και όχι δικές μου (πολλώ δε μάλλον εξαπάτησή μου), «ενέδιδα και δάνεισα». Αλλά και μετά το ανωτέρω διάστημα δηλ. από το ... και μετά, όταν δηλ. διατείνεται ότι (εγώ) «ανέφερε ότι θα μου μεταβιβάσει το οικόπεδό της», ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι «δεν είχα σκοπό να αποξενώσω την θεία μου από την πατρική της περιουσία». Είχε λάβει δηλ. τις αποφάσεις του και είχε ήδη προαποφασίσει ανεξάρτητα από τη δική μου συμπεριφορά, αφού ομολογεί ότι τον σκοπό που ανωτέρω είχε, δεν τον διαμόρφωσα εγώ, αλλά ο ίδιος. (για την κρισιμότητα του σκοπού στην εφαρμογή της ΑΚ 919, βλ. ό.α ΑΠ 1027/2021).  Επίσης για το διάστημα μετά το ... (σελ. 4) ότι «δεν πίεζα άμεσα την εναγόμενη για την κατάρτιση του συμβολαίου, άλλωστε γνώριζα ότι με τα οικονομικά της προβλήματα δεν μπορούσε να αποκτήσει φορολογική ενημερότητα» (πώς λοιπόν παραπλανήθηκε ότι θα γίνει η μεταβίβαση, όταν γνώριζε ήδη ότι αυτή δεν γίνεται;) και επιπλέον (σελ. 5 αγωγής) ότι «της πρότεινα αναλογιζόμενος ότι δεν θέλει να απωλέσει την πατρική της περιουσία, να μου επιστρέψει σταδιακά τα δανεικά σε βάθος χρόνου.». Και όταν όπως ισχυρίζεται (σελ. 5) άρχισε να έχει αμφιβολίες, «η μητέρα μου απαντούσε ότι δεν είναι δυνατόν» εγώ να τον εξαπατήσω. Η μητέρα του ισχυρίζεται ότι έδινε τέτοιες διαβεβαιώσεις, όχι εγώ. Και εν τέλει (σελ. 6) ότι «Η λογική αντιμετώπιση όμως της κατάστασης οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι μόνο με την εκ νέου δανειοδότηση…». Και όλα αυτά αφού είχε προηγηθεί, κατά τους ισχυρισμούς του, δήθεν η άρνησή μου το ... να υπογράψω το συμβόλαιο που ήταν σχεδόν έτοιμο στα χέρια του συμβ/φου.

          Για ποια λοιπόν πράξη απάτης ή αντίθεση σε χρηστά ήθη μιλάμε όταν ο ίδιος ομολογεί ότι προέβη σε δανεισμό όχι μετά από δική μου πράξη, αλλά μετά από δική του απόφαση και δική του λογική αξιολόγηση-αντιμετώπιση των πραγμάτων;. Αλλά και σε κάθε περίπτωση, εδώ ομολογεί ότι ακόμα και μετά τις ψευδείς τάχα υποσχέσεις μου, πρόκειται καθαρά για δικές του αποφάσεις μετά από παράκληση της μητέρα του και για την ικανοποίηση των δικών του σκοπών  μετά από δική του αξιολόγηση και κρίση ότι πρέπει να μου δανείσει. Ποια είναι λοιπόν η αιτιώδης σύνδεση μεταξύ της πράξης μου των ψευδών υποσχέσεων ακόμα και εάν αυτή υπήρξε, που το αρνούμαι κατηγορηματικά (άλλη πράξη-περιστατικά εκτός από ψευδείς τάχα υποσχέσεις για το μέλλον, δεν επικαλείται) και της «πλάνης» του, όταν ευθέως ομολογεί ότι βασίστηκε σε προσωπικές κρίσεις, αξιολογήσεις και παρακλήσεις τρίτων;. Άλλωστε όπως ειπώθηκε, η παραπλάνηση της ΠΚ 386 πρέπει να οφείλεται (αιτιώδης συνάφεια) στην παράσταση ψευδών γεγονότων. Εάν οφείλεται σε μελλοντικές υποσχέσεις ή διαβεβαιώσεις για το μέλλον, δεν πρόκειται για γεγονότα και άρα αποκλείεται η παραπλάνηση εκ του λόγου αυτού. Συνεπώς όφειλε η εκκαλουμένη να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη με τέτοιους ισχυρισμούς αφού και αληθείς υποτιθέμενοι αποκλείουν την πλήρωση της ΑΚ 919 που εφάρμοσε.

                                                   ΙΙΙ

          Όμως, πέραν τούτων, η εκκαλουμένη δεν διαλαμβάνει παραδοχές πραγματικών περιστατικών που υπαγόμενα ορθά, δηλ. χωρίς ελλείψεις, ασάφειες και λογικά κενά, πληρούν τωόντι το πραγματικό της ΑΚ 919 ή έστω της ΠΚ 386 (σε συνδυασμό με ΑΚ 914). Δηλ. πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ανεπάρκεια, άλλως ασάφεια) αφού ελλείπουν, άλλως είναι ανεπαρκή τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται για τη δικαιολόγηση εφαρμογής της ΑΚ 919 και έτσι είναι ανέφικτος ο έλεγχος ορθής εφαρμογής της. Γιατί, αναφορικά με την «παρανομία» είτε για την πλήρωση της ΑΚ 919 (πράξη αντίθετη στα χρηστά ήθη), είτε της ΠΚ 386-914ΑΚ (πράξη εξαπάτησης), δεν παραδέχεται κανένα πραγματικό περιστατικό που απαιτεί το πραγματικό τους. Παραδέχεται μόνο ότι «υποσχέθηκε στον ενάγοντα ότι θα του μεταβιβάσει κατά κυριότητα, αντί καταβολής το ακίνητο…» και ότι «για να μπορεί να συνεχίζει να αποσπά ως δάνειο χρηματικά ποσά, παρέδωσε σ` αυτόν κατά το έτος ...την κατοχή του οικοπέδου της…». Και αληθή υποτιθέμενα όμως αυτά που παραδέχεται, πώς και με ποια αιτιολογία τα υπήγαγε στην έννοια της πράξης που τελεί σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη, και επιπλέον είναι αντικειμενικά πρόσφορη να επιφέρει ζημία, έτσι ώστε να αιτιολογήσει σοβαρά και εμπεριστατωμένα την εφαρμογή της ΑΚ 919;. Είναι φανερό από τις ανωτέρω παραδοχές της ότι αναβίβασε την «υπόσχεση» (ούτε καν την ψευδή υπόσχεση αφού καμία τέτοια παραδοχή δεν διαλαμβάνει), σε πράξη αντικείμενη στα χρηστά ήθη κατά την ΑΚ 919, αν και, η ψευδής υπόσχεση και διαβεβαίωση δεν μπορεί να πληροί κατά νόμω ούτε καν την πράξη απάτης της πΚ 386.  

          Επιπλέον, δεν διέλαβε καμία παραδοχή πραγματικών περιστατικών για την αιτιολόγηση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην όποια παραδεχόμενη παράνομη πράξη μου (δηλ. την υπόσχεση αφού αυτή μόνο παραδέχεται) και στην επέλευση της ζημίας του. Πώς και με ποια αιτιολογία, δηλ. με ποιες παραδοχές πραγματικών περιστατικών στην αιτιολογία της (σκεπτικό) οδηγήθηκε στην κρίση ότι «υπάρχει μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος», όταν ο ενάγων ομολογεί τα ανωτέρω περί δικών του αποφάσεων, σκοπών και αξιολογήσεων που τον οδήγησαν μετά από λογική αντιμετώπιση, αλλά και τις προτροπές τρίτων, στην συνέχιση του δανεισμού;. Εδώ πρόκειται για πλήρη ανεπάρκεια των αιτιολογιών αναφορικά με την αιτιότητα τουλάχιστον, που γεννούν λόγους αναίρεσης (559.1,19 ΚΠΟλΔ)

                                                 IV

          Περαιτέρω, υφίσταται η ίδια έλλειψη αιτιολογίας και αναφορικά με το ύψος της αποζημίωσης που δέχθηκε ότι πρέπει να αποκαταστήσω με την «φυσική αποκατάσταση». Γιατί ενώ παραδέχεται ως ζημία το ποσό των ....€, δεν παραδέχεται πουθενά ποια είναι η αξία του ακινήτου για την μεταβίβαση του οποίου με καταδίκασε σε δήλωση βούλησης. Είναι ισόποσο, μικρότερο ή μεγαλύτερο;. Διότι στην τελευταία περίπτωση κατά το «επιπλέον» της αξίας, ο ενάγων αυτονόητα πλουτίζει αδικαιολόγητα. Συνεπώς, πώς μετά ταύτα οδηγήθηκε στην κρίση περί καταδίκης μου σε μεταβίβαση όλου του ακινήτου ως φυσική αποκατάσταση της ζημίας και όχι κάποιου ποσοστού, ισόποσης αξίας με την ζημία;

          Αλλά, πρωτίστως, ώφειλε να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη, άλλως αόριστη, αναφορικά με την έλλειψη του ισχυρισμού περί της αξίας του ακινήτου, καθόσον ακόμα και εάν υποτεθεί ότι ο ενάγων ζητά τωόντι συνεπεία αδικοπραξίας (και όχι από δικαιοπρακτική ευθύνη), για την αποκατάσταση της ζημίας του την καταδίκη σε δήλωση βούλησης για την μεταβίβαση του ακινήτου, ώφειλε να ισχυριστεί εκτός από το ύψος της ζημίας, και την αξία του ακινήτου, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί (και να αντικρουστεί) εάν με την μεταβίβαση επέρχεται και σε ποιο βαθμό η φυσική αποκατάσταση της ζημίας.

                                                 V

          Το δικαστήριο που δίκασε ήταν καθ` ύλην αναρμόδιο. Η αρμοδιότητα στην περίπτωση της ΚΠολΔ 949 καθορίζεται από την αξία του αντικειμένου της υπό κατάρτιση δικαιοπραξίας εφόσον, όπως εδώ, είναι αποτιμητό σε χρήμα αφού πρόκειται για ακίνητο. Η αγοραία και πραγματική αξία του επιδίκου κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής αλλά και συζήτησης, ανέρχεται σε ...€ τουλάχιστον, ενόψει της έκτασης, θέσης, και είδους του, με βάση τις τιμές του οικείου τομέα συναλλαγών στην περιοχή της Καρδίτσας και στον ανωτέρω τόπο που αυτό κείται, καθόσον μπορεί να οικοδομηθεί, είναι άρτιο και πολύ κοντά στην Καρδίτσα με συνεχή και απρόσκοπτη συγκοινωνία και περιβαλλόμενο από δρόμους. Η εκκαλουμένη όπως ειπώθηκε, δεν παραδέχθηκε ποτέ την αξία του ακινήτου, αν και ήταν σημαντικότατο ζήτημα (και για το ορισμένο της αγωγής) σύμφωνα με όσα αμέσως στον προηγηθέντα λόγο αναφέρθηκαν και επιπλέον φαίνεται να δέχθηκε την αρμοδιότητά της με βάση το ποσό της ισχυριζόμενης ζημίας του ενάγοντος και όχι από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς (ακίνητο), ήτοι της υπο κατάρτιση δικαιοπραξίας, παρότι ο ενάγων δεν ζητούσε την αποζημίωση σε χρήμα. Έτσι δεν όρισε ποτέ αποδείξεις για την αξία του η οποία εξικνείται πλέον του ποσού αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου και έτσι έσφαλε και δέον και αιτούμαι να εξαφανιστεί και για το λόγο αυτό. Σε κάθε περίπτωση ΖΗΤΩ την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από μηχανικό με τι ειδικές γνώσεις της επιστήμης, για την απόδειξη της αξίας του ακινήτου μου.

                                         VI

          Η εκκαλουμένη επιδίκασε πλέον του αιτηθέντος. Ενώ απέρριψε ορθά ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα περί αναγνώρισης της ύπαρξης αξίωσης προς δήλωση βούλησης, ωστόσο κατά το διατακτικό της με καταδίκασε σε «δήλωση βούλησης ενώπιον συμβ/φου με την οποία θα μεταβιβάζει κατά πλήρη κυριότητα στον ενάγοντα το οικόπεδό της…». Όμως όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αιτήματος της αγωγής, ο ενάγων ζήτησε μόνο «να καταδικαστεί η εναγομένη να μου μεταβιβάσει…το ακίνητο κατά πλήρη κυριότητα.». Δεν ζήτησε την καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης με την οποία θα μεταβιβάσω το ακίνητο. Είναι άλλο η καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης με την οποία θα μεταβιβάζεται η κυριότητα και άλλο εντελώς η καταδίκη μου να μεταβιβάσω το ακίνητο άνευ δηλώσεως βουλήσεως την οποία δεν ζητά. Και ούτε φυσικά μπορεί να νοηθεί ότι τοιαύτη καταδίκη σε δήλωση βούλησης ενώπιον συμβ/φου εμπεριέχεται στο αίτημα για αναγνώριση προς δήλωση βούλησης ή ότι πρέπει να την υποθέσουμε ως περιεχόμενη τάχα στο αίτημα για καταδίκη  μεταβίβασης του ακινήτου, αφού πριν από την μεταβίβαση της κυριότητας (εμπράγματη και αιτιώδης δικαιοπραξία) , προηγείται κατά νόμω η καταδίκη σε δήλωση βούλησης περί αυτής (αιτία), άνευ της οποίας δεν μπορεί να επιτευχθεί η εμπράγματη (μεταβίβαση κυριότητας). [Γι` αυτό και παγίως γίνεται δεκτό ότι η τελεσίδικη απόφαση της ΚΠολΔ 949 εκτελείται με επιταγή προς εκτέλεση μετά την οποία επέρχονται οι έννομες συνέπειες που θα επέφερε οι οικειοθελής δήλωση βούλησης. Εφόσον δε πρόκειται για συμβ/κο τύπο, με την απόφαση  υποχρεώνεται ο οφειλέτης μετά από πρόσκληση να προσέλθει στον ορισθησόμενο συμβ/φο κλπ και εάν δεν συμμορφωθεί θεωρείται ότι υπάρχει πλασματική δήλωση. Μέχρι τότε έχει δικαίωμα ανακοπής 933 και αίτησης αναστολής (Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας ΕρμΚπολΔ 2, 2021, υπο 949, 10-12). Και εφόσον η πλασματική δήλωση περιβληθεί και το νόμιμο τύπο, γίνουν οι νόμιμες διατυπώσεις και μεταγραφή, τότε επέρχεται η μεταβίβαση. (ό.α αρ. 13 όπου και νομολογία)]

                                     VΙI

          Ουχί ορθώς και όλως εσφαλμένα η εκκαλουμένη δέχθηκε το σχετικό αγωγικό αίτημα και με υποχρέωσε να παραδώσω το ακίνητο. Το αίτημα είναι μη νόμιμο, όπως και το διατακτικό. Δεν πρόκειται για αγωγή νομής (πολλώ δε μάλλον που η εκκαλουμένη δέχεται ότι ο ενάγων «νέμεται το οικόπεδο και το εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του»). Ο ενάγων ώφειλε να ισχυριστεί και η εκκαλουμένη να παραδεχθεί κάποια από τις περιπτώσεις της πρόωρης δικαστικής προστασίας κατ` άρθρο 69 ΚπΟλΔ για να διατάξει και την διενέργεια της ανωτέρω υλικής πράξης της παράδοσης (ό.α αρ. 10 όπου και νομολογία). Όμως τέτοιο αίτημα δεν υποβλήθηκε ποτέ με την αγωγή και συνεπώς η εκκαλουμένη έσφαλε και στο σημείο αυτό.

            Επειδή συνεπώς η εκκαλουμένη έσφαλε κατάφωρα και πρέπει να εξαφανιστεί......

           .....

                            Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Βρόντος Ανδρέας

Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249

E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

24410-41255/6972422002

20 Σεπτεμβρίου 2022 Γράφτηκε από Κατηγορία Κυριότητα / Νομή / Ακίνητα

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ....

ΑΙΤΗΣΗ (841 ΚΠολΔ-ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ)

.....

         

          Στις πέντε (5) του μηνός Αυγούστου του έτους δύο χιλιάδες δέκα εννέα (2019) πέθανε στο...., όπου και κατοικούσε, ο πατέρας μου, ....(υπ` αριθμό .... ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου ). Ο θανών δεν κατέλειπε διαθήκη και άφησε κατά τον χρόνο του θανάτου του μοναδικούς κληρονόμους του 1) την σύζυγό του.... και 2) τις θυγατέρες του, ήτοι : .... όπως όλα τα παραπάνω προκύπτουν από το με αριθμό ... πιστοποιητικό του Γραμματέα του ... και από το με αριθμ. Πρωτ. ...Πιστοποιητικό Πλησιεστέρων Συγγενών που εκδόθηκε από...  Με την με αριθμό ...έκθεση αποδοχής κληρονομίας επ` ωφελεία απογραφής ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου ...., προέβην νόμιμα και εμπρόθεσμα, σε δήλωση αποδοχής της κληρονομίας του αποβιώσαντος με το ευεργέτημα της απογραφής. Κατόπιν σχετικής αιτήσεώς μου, εκδόθηκε η με αριθμό ... απόφαση του Ειρηνοδικείου ...(εκουσία) η οποία όρισε συμβολαιογράφο για την απογραφή την συμβ/φο ....και πραγματογνώμονες-εκτιμητές τους ....... Εις εκτέλεση των ανωτέρω η απογραφή αυτή τελικά διενεργήθηκε και προς τούτο συντάχθηκε η με αρ. .... έκθεση απογραφής κληρονομίας με αξία ενεργητικού...€ και αξία παθητικού ...€ της συμβ/φου ..., η οποία έχει επι λέξει ως εξής ήτοι:

         Μετά δε ταύτα προέβην για τα παραπάνω ακίνητα, στις κάτωθι συμβολαιογραφικές δηλώσεις αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής της ανωτέρω συμβ/φου, ήτοι στις με αρ. ...άπασες της ...  οι οποίες μετεγράφησαν νόμιμα και εμπρόθεσμα.  

          Ωστόσο μετά από αυτά, ανακάλυψα ότι ο θανών είχε στην ιδιοκτησία του και άλλο ακίνητο, το οποίο δεν γνώριζα και το οποίο δεν συμπεριελήφθη στην ανωτέρω απογραφή, ήτοι: ένα διαμέρισμα ... 

          Όταν όμως ζήτησα από την ανωτέρω συμβολαιογράφο, η οποία είχε διενεργήσει την απογραφή, διορισθείσα με την ανωτέρω απόφαση, να τροποποιήσει-συμπληρώσει την ανωτέρω έκθεση συμπεριλαμβάνοντας και το ανωτέρω κληρονομιαίο ακίνητο σ` αυτή, αρνήθηκε με τον ισχυρισμό ότι πέρασε η 4μηνη προθεσμία εντός της οποίας έπρεπε να αποδεχτώ με το ευεργέτημα και δεν περιελήφθη αυτό στην ανωτέρω έκθεση απογραφής.

          Ωστόσο όπως ειπώθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα είχα προβεί στην δήλωση αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής στον κ. γραμματέα του Ειρηνοδικείου..., συνταχθείσης προς τούτο της με αρ. ... σχετικής δήλωσης, η οποία κατά νόμω, αλλά και κατά ρητή αναφορά σ` αυτή, αφορά την κληρονομιαία περιουσία που ήθελε τυχόν ευρεθεί (ενεργητικό και παθητικό) και όχι συγκεκριμένα ακίνητα κλπ

          Επειδή κατ` άρθρο....

10 Ιουλίου 2022 Γράφτηκε από Κατηγορία Κυριότητα / Νομή / Ακίνητα

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Αρνούμαι και αποκρούω την αγωγή του αντιδίκου γενικά και ειδικά και λέξη προς λέξη.

Η αγωγή είναι μη νόμιμη, άλλως αόριστη κατ' άρθρο 118 και 216 του ΚΠολΔ και δέον και αιτούμαι την απόρριψή της, επειδή στο δικόγραφό της δεν αναφέρονται, όπως θα έπρεπε, το αντικείμενό της κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο καθώς και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το Νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της. Δεν αναφέρονται επίσης σ' αυτή η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς (ΕΘ 2472/1995 ΕλλΔνη 38/1161) και συγκεκριμένα:

Στην περίπτωση αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής ακινήτου (άρθρο 1094 ΑΚ) απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία και ακριβής περιγραφή από τον ενάγοντα του εν λόγω ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του (ΑΠ 1185/2012 Α' δημ. Νόμος, ΑΠ 491/1995 ΕλλΔνη 37.317, ΑΠ 1296/1983 ΝοΒ 32.1028, ΑΠ 66/1981 ΝοΒ 29.1258, ΕφΠειρ 889/1996 ΕλλΔνη 39.599) και κατά τρόπο ώστε να μπορεί αυτό να εντοπίζεται επακριβώς και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά εδάφη, έστω και αν δεν αναφέρεται το μήκος των πλευρών του σε μέτρα (ΑΠ 714/2015 Α' δημ. Νόμος) και έστω και αν η έκταση και τα όριά του δεν ανταποκρίνονται με ακρίβεια στην πραγματικότητα, αφού ο ακριβής καθορισμός τους εναπόκειται στο Δικαστήριο που αποφαίνεται γι' αυτά με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΕιρΠάρου 1/1990 ΑρχΝ Μ Γ 251 επ., ΕιρΦλωρ 43/2001 ΑΡΜ 2003/27). Δεν απαιτείται, συνεπώς, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις του ακινήτου (βλ. σχετικά AΠ 9/1996 ΝοΒ 14.716, ΑΠ 493/2007 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 503/2009 ΕΠολΔ 1010.403, Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου έκδ. 1989 παρ. 103σελίδες 240επ.).   Η έλλειψη της ακριβούς περιγραφής του ακινήτου στη διεκδικητική ή αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή καθιστά το δικόγραφο της αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, η αοριστία δε της αγωγής εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΤρΕφΠατρ 192/2018)

Εν προκειμένω το ενάγον δεν περιγράφει σαφώς και ορισμένως το ακίνητο που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο εξατομικευμένος προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια.

Διότι ενώ αναφέρει ότι έχει «στην αποκλειστική κυριότητα κυριότητά του ένα ακίνητο εμβαδού 327,66τμ το οποίο αποτελεί μέρος ακινήτου με συνολικό εμβαδό 419τμ ΟΤ 173…στο ως άνω ακίνητο έχει ανεγερθεί κτίσμα δύο ορόφων συνολικού εμβαδού 140τμ», ωστόσο δεν περιγράφει κατά σχήμα, όρια και πλευρές, το ακίνητο των 419τμ, μέρος του οποίου αποτελεί κατά τους ισχυρισμούς του το ακίνητο των 327,66τμ., αλλ` ούτε και το σχήμα, θέση και όρια του τελευταίου εντός του όλου. Δηλ. δεν περιγράφει ούτε το όλο, ούτε το μέρος κατά θέση, όρια και σχήμα. Αναφέρει ένα ΚΑΕΚ (…1002) για το επίδικο των 327,66τμ (αφού αυτό αιτείται στο αιτητικό της αγωγής) και επισυνάπτει  και το απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος στο οποίο αποτυπώνεται αυτό (άνευ άλλων στοιχείων προσδιορισμού, παρά μόνο με τον αριθμό ΚΑΕΚ), αλλά δεν προκύπτει απ` αυτό, εάν πρόκειται για την αποτύπωση των 419τμ ή των 327,66τμ. Εάν πρόκειται για την αποτύπωση του πρώτου, όπως είναι το πλέον πιθανό, τμήμα του οποίου είναι το δεύτερο και επίδικο, είναι σαφές από την επισκόπηση και μόνο, ότι το  τελευταίο, αν και αποτελεί μέρος του ευρύτερου ακινήτου με το ίδιο ΚΑΕΚ, δεν απεικονίζεται-αποτυπώνεται με κανένα τρόπο ούτε σ` αυτό το απόσπασμα κατά θέση, όρια και πλευρές, έτσι ώστε να εξατομικευτεί πλήρως σε σχέση με το ευρύτερο ακίνητο των 419τμ. και να «ξεχωρίσει» απ` αυτό ως μέρος του. 

Τέτοια εξατομικευμένη περιγραφή κατά θέση και όρια για το 327,66τμ και εν σχέσει με το 419τμ ακίνητο, δεν προκύπτει ούτε από το διάγραμμα της σελ. 4 της αγωγής σε συνδυασμό με όσα ισχυρίζεται στην σελ. 6 αυτής. Διότι ισχυρίζεται (σελ. 6) ότι το επίδικο …1002 συνορεύει βόρεια και ανατολικά με το υπόλοιπο τμήμα του …1002, εμβαδού 94τμ, πλην όμως τέτοια έκταση εμβαδού 94τμ με το ίδιο ΚΑΕΚ, δεν αποτυπώνεται, δεν περιγράφεται ούτε απεικονίζεται πουθενά στην αγωγή κατά θέση όρια και σχήμα. Περαιτέρω δεν είναι κατανοητό κατά την περιγραφή του επιδίκου ακινήτου των 327,66τμ (….1002), τι εννοεί και τι ακριβώς περιγράφει όταν ισχυρίζεται ότι από νότια και δυτικά συνορεύει με το ΚΑΕΚ …8001 από το οποίο «αποκόπτονται» τα τμήματα που αναφέρει στην σελ. 6 της αγωγής, έκτασης 2,71τμ και 0,02τμ. Τι σημαίνει αποκόπτονται; Επί χάρτου, ή για κάποιο νόμιμο λόγο και ποιόν και πότε έγινε αυτό; Και επιπλέον πρέπει να υποτεθεί ότι τα αποκοπέντα τμήματα περιέρχονται (και για ποιόν νόμιμο λόγο και πότε) στην κυριότητα του…1002 (στα 419τμ ή στα 327,66τμ. βλ. κατωτέρω), όταν ούτε καν το ισχυρίζεται;

Συνεπώς δεν ισχυρίζεται ούτε και την ιδιότητα (βλ. ανωτέρω νομολογία) του επιδίκου των 327,66τμ. Δεν προκύπτει δηλ. πώς αυτό αποτελεί κατά τους ισχυρισμούς της αγωγής μία ξεχωριστή και αυτοτελή ιδιοκτησία της οποίας ζητά την αναγνώριση, αν και κατά τους ισχυρισμούς της αποτελεί ταυτόχρονα, μέρος του ακινήτου των 419τμ, που αυτονόητα όμως αρμόζει σε αδιαίρετο τμήμα ιδιοκτησίας, αφού και για τα δύο τμήματα (419 και 327,66τμ) ισχυρίζεται το ίδιο ΚΑΕΚ, δηλ. μία ενιαία και αδιαίρετη κυριότητα. Ποιά είναι λοιπόν η ιδιότητα του 327,66τμ αναφορικά με το ευρύτερο ακίνητο των 419τμ του οποίου αποτελεί μέρος; Είναι ξεχωριστή αυτοτελής ιδιοκτησία, οπότε δεν μπορεί αν είναι μέρος του, ή ισχύει το τελευταίο οπότε αποτελεί εξ αδιαιρέτου τμήμα της ευρύτερης ιδιοκτησίας των 419τμ;. Και στην πρώτη περίπτωση, πώς προέκυψε κατά νόμω ή στην πράξη αυτή η ξεχωριστή ιδιοκτησία των 327,66τμ, δηλ. η «απόσπαση» από το ακίνητο των 419τμ και πότε και σε ποιόν ανήκει «το υπόλοιπο τμήμα του οικοπέδου με ΚΑΕΚ…1002 εμβαδού 94τμ»;. Διότι μη διευκρινιζόμενα αυτά, δεν μπορεί να ελεγχθεί εάν π.χ τα ανωτέρω αποκοπέντα τμήματα «αποκτήθηκαν»  από το 419τμ (ως αδιαίρετο) ή από τα 327,66τμ (ως ξεχωριστή για κάποιο λόγο κυριότητα).   

Αλλ` ούτε και προκύπτει σε ποιό ακίνητο ισχυρίζεται ότι έχει ανεγερθεί το κτίσμα των δύο ορόφων. Σ` αυτό των 327,66τμ και πού ακριβώς (ούτε στο διάγραμμα της σελ. 4 αποτυπώνεται κάποιο κτίσμα), ή σ` αυτό των 419τμ; . Επιπρόσθετα δεν το περιγράφει κατά θέση και όρια και δεν ισχυρίζεται την «ταυτότητά» του, δηλ. το είδος και την χρήση του, αλλ` ούτε και σε ποιόν ανήκει. Επίσης δεν είναι κατανοητό τι συνιστούν οι ενδείξεις ΑΒΚ 43 για το ακίνητο που ισχυρίζεται ως δημόσιο κτήμα (πρβλ. ΕιρηνΘες 3941/2017), έτσι ώστε να μπορώ να αντικρούσω και το δικαστήριο να τάξει τα οικεία θέματα απόδειξης.

Φαίνεται δηλ. να ισχυρίζεται  ένα ακίνητο (327,66) μέσα σε ένα άλλο ακίνητο, αφού ισχυρίζεται ότι συνορεύει με υπόλοιπο του ιδίου ακινήτου 94τμ και άρα συνολικά 421,66τμ. Αυτό εννοεί ως ακίνητο των 419τμ μέρος του οποίου μέρος είναι τα 327,66τμ;. Ή μήπως κάποιο άλλο (…8001)  από το οποίο αποκόπτονται 2,71τμ και 0,02τμ (και αποκτώνται από το …1002;) και άρα το ευρύτερο ακίνητο γίνεται (421,66+2,71,+0,02=) 424,39 τμ; ή «προσκολλώνται» αυτά μόνο στο τμήμα των 327,66 τμ  για κάποιο νόμιμο λόγο και πότε και έτσι γίνεται αυτό 330,39τμ. ;

Προκύπτει δηλ. ότι είναι εντελώς ασαφές ποιο είναι τελικά κατά θέση όρια και πλευρές το φερόμενο ως διεκδικούμενο με ΚΑΕΚ …1002/0/0 ακίνητο το οποίο είναι μέρος ενός ακινήτου 419τμ, που δεν περιγράφεται αλλά και ταυτόχρονα συνορεύει με υπόλοιπο …1002 έκτασης 94τμ που δεν αποτυπώνεται και δεν περιγράφεται στην αγωγή.

Όπως δε και κατωτέρω θα αναφερθεί, αναπτύσσοντας το ενάγον στην αγωγή του (σελ.6-7) την διαδοχή των μεταβιβάσεων της κυριότητας, αναφέρεται σε δύο διαφορετικά και ξεχωριστά ακίνητα με βάση τους τίτλους κυριότητας, ήτοι σε ένα των 419τμ με μία διώροφη οικία εντός του, περιελθόν σε μένα με τα .... προικοσύμφωνα νομίμως και εμπροθέσμως μεταγραφέντα και το οποίο αποτυπώνεται στο από Οκτωβρίου 1970 διάγραμμα του μηχανικού ... και σε ένα άλλο έκτασης 364,25τμ, όμορο από ανατολικά του πρώτου, το οποίο αποτυπώνεται στο από Μαίου 1984 άλλο τοπογραφικό διάγραμμα του ιδίου ανωτέρω μηχανικού, περιελθόν όμως στην κόρη μου .... δωρητήριο συμβόλαιο των ιδίων κοινών δικαιοπαρόχων μας, ήτοι των .... Συνεπώς δεν είναι κατανοητό με βάση τους ισχυρισμούς αυτούς για δύο ακίνητα, σε ποιο ακριβώς αναφέρεται σε συνδυασμό και με την ανωτέρω ασαφή και αόριστη περιγραφή απάντων των ακινήτων και μερών αυτών στα οποία αναφέρει στην αγωγή του.

Ακολούθως, το αντίδικο με την υπό κρίση αγωγή του παραλείπει να αναφέρει, άλλως ισχυρίζεται εντελώς αόριστα και ασαφώς, τον τρόπο με τον οποίο κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου, θεμελιώνοντας, όλως αορίστως, την κυριότητά του στη καθολική διαδοχή του εκ του Οθωμανικού Δημοσίου. Συγκεκριμένα, επικαλούμενο την από 20 Ιουνίου/2 Ιουλίου σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως, ισχυρίζεται ότι «εφ’ όλων των εκτάσεων των γαιών της Θεσσαλίας και της περιοχής της Άρτας, επί των οποίων δεν απεκτήθη νομίμως εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας ή εξουσίασης από τρίτο ιδιώτη, κατά τα προαναφερόμενα, υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος οθωμανικού δικαίου, το Δημόσιο κατέστη αποκλειστικός κύριος εκ διαδοχής του Τουρκικού Δημοσίου, δυνάμει της ανωτέρω Συνθήκης του 1881, των τριών (από 3/2,4-16/6 και 19/6-17) Πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830 και της από 3-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, με τα οποία πρωτοϊδρύθηκε το Ελληνικό Κράτος, των άρθρων 1-3 του από 17/29-11-1836 Διατάγματος «περί ιδιωτικών δασών», του άρθρου 1 του Διατάγματος της 3/15-12-1833 και του Διατάγματος (Νόμου) της 21-6/10-7-1837 «περί ιδιωτικών κτημάτων» […]Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 1539/1938, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ., με το άρθρο 53 Εις.Ν.ΑΚ, στα αδέσποτα και στα δημόσια κτήματα γενικά, νομέας θεωρείται το δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε πράξεις νομής σε αυτά.[…]», ενώ περαιτέρω (βλ. σελ. 8-9 της υπό κρίση αγωγής) ισχυρίζεται ότι «Άλλως και σε κάθε περίπτωση περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως μη δεσποζόμενη παρ’ ιδιωτών, κατ’ άρθρο 16 του από 10-07-1847 νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων» (Α’25/10-07-1837), που εφαρμόζεται στην επίδικη περιοχή, μετά την εισαγωγή της ελληνικής νομοθεσίας στη Θεσσαλία […].» 

 Ωστόσο, τα ανωτέρω εκ μέρους του ισχυριζόμενα, δεν καθίστανται ικανά προκειμένου να δικαιολογήσουν την εκ μέρους του απόκτηση ιδίας κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου, αντιθέτως δε συνίστανται σε παραθέσεις νομοθετικών διατάξεων και γενικόλογες αναπόδεικτες εκφράσεις περί δημοσίων γαιών και περί κυριότητας εκ διαδοχής του οθωμανικού δημοσίου μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τον Τουρκικό ζυγό, χωρίς ουδεμία επίκληση κρίσιμων πραγματικών περιστατικών εκ των οποίων θα προέκυπτε αβίαστα η κυριότητά του, όπως του τρόπου με τον οποίο το επίδικο ακίνητο κατέστη δημόσιο ήτοι από ποιον οθωμανό υπήκοο εγκαταλείφθηκε και ποια χρονική στιγμή κατέστη δημόσιο, αν αποδεδειγμένα διέθετε δασικό χαρακτήρα ή αποτελούσε χορτολιβαδική έκταση με αποτέλεσμα να περιέλθει στη κυριότητα του. Είναι δε γνωστό ότι με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (άρθρο 4) την οποία επικαλείται το αντίδικο, το ελληνικό δημόσιο περιήλθε στη κυριότητα του οθωμανικού δημοσίου μόνο ως προς την κυριότητα των δασών, ως προς τις λοιπές δε ιδιοκτησίες που αποκτήθηκαν δυνάμει ή μη τίτλων από ιδιώτες πριν από την προσάρτηση (και άρα δεν ανήκαν στο τουρκικό δημόσιο μετά την προσάρτηση) ουδέν δικαίωμα κυριότητας κατείχε.

Επιπλέον, όπως ήδη αναφέρθηκε για την αοριστία, δεν ισχυρίζεται σαφώς και ορισμένως, πώς κατέστη κύριος μόνο των 326,66τμ, αν και πρόκειται κατά τους ισχυρισμούς του, για μέρος ενός ενιαίου ακινήτου 419τμ με ένα ΚΑΕΚ και χωρίς επιπλέον να επικαλείται ότι πρόκειται για διακεκριμένες (και με διαφορετικά ΚΑΕΚ) ιδιοκτησίες.

 Έτι περαιτέρω, όλως αορίστως τυγχάνει και ο ισχυρισμός του ότι αποτελεί αδέσποτο κτήμα και ως εκ τούτου δημόσιο ερειζόμενος αφενός, στην επίκληση διατάξεων του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου άλλως του Α.Ν. 1539/1938, αφετέρου, στο Διάταγμα της 21-6/10-7-1837 «περί διακρίσεως κτημάτων» καθότι συνίσταται στην απλή επίκληση και παράθεση διατάξεων χωρίς ουδεμία αναφορά σε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ήτοι περί του ότι  υπήρξε εγκατάλειψη από τον μέχρι τότε κύριο με πρόθεση παραίτησης από το δικαίωμα κυριότητας του επίδικου και χωρίς περαιτέρω να προσδιορίζει ποιο πρόσωπο προέβη στη ως άνω εγκατάλειψη, τα οποία και θα επέτρεπαν την κρίση ότι στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις και ως εκ τούτου πρόκειται για δημόσιο κτήμα (ΕφΠατρ 62/2022, ΜΠρΠατρ 7/2022). Η ισχυριζόμενη δε απλή καταγραφή από την τότε Οικονομική Εφορία ... ως ανέκαθεν δημόσιο κτήμα χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό αυτού, ήτοι χωρίς διευκρίνιση αλλά και απόδειξη ως προς το αν πρόκειται τελικά για δασική έκταση ή για εγκαταλειφθέν ή για αδέσποτο τμήμα, καθιστούν το αίτημα του περί αναγνώρισης ιδίας κυριότητας του επί του επίδικου ιδιόκτητου ακινήτου όλως απαράδεκτο ως αορίστως προβληθέν. Άλλωστε ακόμα και η «πρώτη καταγραφή» που επικαλείται (σελ. 9), δεν αναφέρει σε τι ακριβώς συνίσταται, τι καταγράφηκε, πού και με ποια νομική ισχύ, πότε και από ποιόν και πώς μετά ταύτα η τοιαύτη καταγραφή προσνέμει κυριότητα, νομή ή οποιοδήποτε άλλο υπέρτερο δικαίωμα στο ενάγον που το νομιμοποιεί στην έγερση της παρούσης.

 Ενόψει όλων των προαναφερομένων, συνάγεται ότι το αντίδικο παραλείπει να προσδιορίσει με σαφήνεια τη ταυτότητα του αντικειμένου της διαφοράς ενώ αποσιωπά κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ως προς το τρόπο της εκ μέρους του απόκτησης της κυριότητας του επί του επίδικου ιδιόκτητου ακινήτου, με αποτέλεσμα η υπό κρίση αγωγή του να  είναι αόριστη και απορριπτέα, κάτι που εξετάζεται και αυτεπάγγελτα.

Επομένως, γενομένης δεκτής της ένστασης μου νόμω αβασίμου και αοριστίας της αγωγής κατά τα άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ, η οποία άλλωστε εξετάζεται και αυτεπάγγελτα, δέον και αιτούμαι να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.  

Άρνηση της αγωγής. Νόμω και ουσία αβάσιμο αυτής γιατί το ενάγον δεν απέκτησε ποτέ κυριότητα στο επίδικο. Άλλως ένσταση ιδίας κυριότητας.

Γίνεται δεκτό παγίως ότι ο ισχυρισμός του εναγομένου με τη διεκδικητική αγωγή ότι έχει αποκτήσει ιδία κυριότητα στο επίδικο αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής όταν τα παραγωγικά αυτής στοιχεία είναι σύγχρονα, ολικά ή μερικά, με τα παραγωγικά της κυριότητας του ενάγοντος στοιχεία ή προηγούνται αυτών, με αποτέλεσμα η συνδρομή των πρώτων να αποκλείει τη συνδρομή των τελευταίων, η κτήση δηλ. της κυριότητας του εναγομένου, αληθής υποτιθέμενη, αποκλείει την κτήση της κυριότητας του ενάγοντος. Ενώ ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου αποτελεί ανατρεπτική ένσταση όταν τα παραγωγικά της κυριότητάς του στοιχεία έπονται των παραγωγικών της κυριότητας του ενάγοντος στοιχείων, με αποτέλεσμα η κτήση της κυριότητάς του, αληθής υποτιθέμενη, να επιφέρει απώλεια της κυριότητας του ενάγοντος, της οποίας η απόκτηση έχει προηγηθεί.  (ΑΠ 126/1979 ΝοΒ 27, 1093, ΑΠ 881/1976 ΑρχΝ 28, 165, ΑΠ 1104/1975 ΝΔικ 32, 364, ΑΠ 201/1974 ΝοΒ 22, 1151, ΑΠ 478/1970 ΑρχΝ 21, 858, Παπαδόπουλος Κ., Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, σελ. 264. 108 ΑΠ 956/1985 ΝοΒ 34, 683, ΑΠ 1090/1983 ΝοΒ 32, 841, ΑΠ 126/1979 ΝοΒ 27, 1093, ΑΠ 1192/1978 ΝοΒ 27,917, ΑΠ 881/1976 ΝοΒ 25, 338, ΑΠ 496/1975 ΑρχΝ 27, 43 ΑΠ 201/1974 ΝοΒ 22, 1151, Παπαδόπουλος Κ., Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, σελ. 264. 109 ΑΠ 956/1985 ΝοΒ 34, 683. ΑΠ 1090/1983 ΝοΒ 32, 841. ΑΠ 12/1979 ΝοΒ 27, 1093. ΑΠ 1192/1978 ΝοΒ 27, 917, Απ. Γεωργιάδης, Εμπράγματο Δίκαιο Ι, σελ 566.). Συνεπεία τούτων γίνεται δεκτό ότι η απόδειξη της ένστασης ιδίας κυριότητας του εναγομένου είναι χρήσιμη και ερευνάται μόνον, όταν ο ενάγων αποδείξει την κυριότητα στην οποία θεμελιώνει την αγωγή του, άλλως απορρίπτεται η αγωγή ως αβάσιμη, χωρίς να ενδιαφέρει καθόλου η ουσιαστική βασιμότητα της ένστασης. (ΑΠ 401/2019, ΝΟΜΟΣ)

Το αντίδικο εν προκειμένω, αιτείται να αναγνωριστεί και εγγραφεί ως αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος σε ποσοστό 100% επί του επίδικου ακινήτου, στηριζόμενο στις διατάξεις των ν. 18, 24 παρ.1 Π(43.3), 9 Εισ. (2.9) 24 (7.30)  και 2 Βασ. (50.10), σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, καθώς και αυτή του άρθρου 21 ΝΔ 22-4/16-5-1926 «Περί Αεροπορικής Αμύνης», σύμφωνα με τις οποίες τα ακίνητα του Δημοσίου εξαιρούνταν αρχικά μέχρι 11-09-1915 από την τακτική χρησικτησία και μετά την τελευταία διάταξη και από την έκτακτη. Επικαλείται επίσης και τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Α.Ν. 1539/1938, σύμφωνα με τις οποίες αφ’ ενός μεν στα αδέσποτα και στα δημόσια κτήματα εν γένει νομέας θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε καμία πράξη νομής σε αυτά και αφ’ ετέρου νομή ιδιώτη επί ακινήτου δεν αναγνωρίζεται έναντι του Δημοσίου, εφόσον ο ιδιώτης δεν είναι κύριος του ακινήτου.

Ωστόσο, στο άρθρο 4 παρ.1 του ν. 3127/2003 ....

06 Μαϊος 2022 Γράφτηκε από Κατηγορία Κυριότητα / Νομή / Ακίνητα

ΑΠΟΦΑΣΗ 144 /2022

(Αριθμός έκθ. κατ. δικ. αγωγής …../22.12.2020)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντινιά Μπεχτσή, Πρωτόδικη, η οποία ορίστηκε, δυνάμει της με αριθμό 111/21.04.2021 πράξης, από την Πρόεδρο Πρωτοδικών, που διευθύνει το Πρωτοδικείο Λάρισας, και από τη Γραμματέα Αικατερίνη Αλεξίου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 08η Ιουνίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου Ενοριακού Ιερού Ναού Αγίου ………., της ομώνυμης Ενορίας, με έδρα ……….., κάτοχου του …………. αριθμού φορολογικού μητρώου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του οποίου, Ανδρέας Βρόντος (Α.Μ. Δ.Σ. Καρδίτσας 249), κάτοικος Καρδίτσας, οδός Πλαστήρα αριθμός 12, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, στις οποίες επισυνάπτεται το με αριθμό ……… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Καρδίτσας. Ο εν λόγω Δικηγόρος είχε πληρεξουσιότητα να εκπροσωπήσει το ενάγον νομικό πρόσωπο στην παρούσα δίκη, κατ’ άρθρ. 96 παρ. 1 και 237 παρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ, που του δόθηκε δυνάμει της με αριθμό 7/24.09.2020 πράξης του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού Αγίου………….

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. ……… του …….., κάτοχου ……… αριθμού φορολογικού μητρώου, 2. ………………. του …………, κατόχου του ……….. αριθμού φορολογικού μητρώου, 3. ……….. του ………., κατόχου του ……….. αριθμού φορολογικού μητρώου, 4. ………. του ………, κατόχου του …………. αριθμού φορολογικού μητρώου, 5. ……… του ………., κατόχου του ……… αριθμού φορολογικού μητρώου, 6. ……… του …….., κατόχου του …….. αριθμού φορολογικού μητρώου, 7. …………. του ………., κατόχου του …….. αριθμού φορολογικού μητρώου, 8. ………. του …….., κατόχου του ……….. αριθμού φορολογικού μητρώου και 9. ………… του ………, κατόχου του …………. αριθμού φορολογικού μητρώου, εκ των οποίων οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος και ένατος των εναγόμενων είναι κάτοικοι ………… και η όγδοη εναγόμενη είναι κάτοικος ………... Η πληρεξούσια δικηγόρος των πρώτου, δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτου, έκτου, έβδομου και ένατου των εναγόμενων, ……… (Α.Μ. Δ.Σ. ……….), κάτοικος ……….., δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, προκατέθεσε, όμως, εμπρόθεσμα προτάσεις, στις οποίες επισυνάπτεται το με αριθμό ………. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου ………. Η εν λόγω Δικηγόρος είχε πληρεξουσιότητα να εκπροσωπήσει τους ως άνω εναγόμενους στην παρούσα δίκη, κατ’ άρθρου 96 παρ. 1 και 237 παρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ, που της δόθηκε δυνάμει του από 31.03.2021 πληρεξουσίου. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της όγδοης εναγόμενης …….. (Α.Μ. Δ.Σ. Λάρισας ………), κάτοικος ……….., δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, προκατέθεσε, όμως, εμπρόθεσμα προτάσεις, στις οποίες επισυνάπτεται το με αριθμό ……… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου ……... Ο εν λόγω Δικηγόρος είχε πληρεξουσιότητα να εκπροσωπήσει την όγδοη εναγόμενη στην παρούσα δίκη, κατ’ άρθρου 96 παρ. 1 και 237 παρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ, που του δόθηκε δυνάμει του από 29.12.2020 πληρεξουσίου.

Το ενάγον νομικό πρόσωπο ζητά να γίνει δεκτή η από ……… αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής …….., στην οποία (έκθεση) μνημονεύεται η υποχρέωση των διαδίκων για κατάθεση των προτάσεων και προσκόμιση όλων των αποδεικτικών μέσων και των διαδικαστικών εγγράφων, που επικαλούνται, εντός προθεσμίας εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της ανωτέρω αγωγής. Ο ενάγων προκατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 74 παρ. 1 Ν. 4690/2020), ήτοι την 01η.04.2021, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, τις με ίδια ημερομηνία προτάσεις του και προσκόμισε τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα, που επικαλείται με αυτές και την 16η.04.2020 την από 15.04.2020 προσθήκη στις προτάσεις του. Από την άλλη, οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος και ένατος των εναγόμενων κατέθεσαν την 01η.04.2021, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, τις από 31.03.2021 προτάσεις του και προσκόμισαν τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα, που επικαλούνται με αυτές και την 16η.04.2020 την από ίδια ημερομηνία προσθήκη στις προτάσεις του και, αντίστοιχα, η όγδοη εναγόμενη κατέθεσε την 01η.04.2021, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, τις από 30.04.2021 προτάσεις της και προσκόμισε τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα, που επικαλείται με αυτές, την 02η.04.2020 την από ίδια ημερομηνία προσθήκη στις προτάσεις της και την 16η.04.2021 τις από 15.04.2021 και 16.04.2021 προσθήκες στις προτάσεις της. Μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, με τη με αριθμό 111/21.04.2021 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Λάρισας, ορίστηκε η εισηγήτρια Δικαστής καθώς και δικάσιμος για τη συζήτηση της υπόθεσης η 08η Ιουνίου 2021, και, ακολούθως, η υπόθεση εγγράφηκε στο υπό στοιχείο Γ΄ πινάκιο, υπό τον αριθμό 5, εγγραφή, η οποία, κατά το άρθρο 237 παρ. 4 εδ. ε' ΚΠολΔ, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων.

ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την εκφώνησή της κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως μνημονεύεται ανωτέρω, και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 4, 6, 7 παρ. 1 και 2 εδ. α' και β' και 8 παρ. 1 και 2 του Αν. Ν. 821/1948 «περί αναδιανομής αγροτικών κτημάτων», ο οποίος κυρώθηκε με το Ν.Δ. 1110/49 και τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 6 του Ν. 2258/52, το άρθρο 23 του Ν.Δ. 3621/56 και τα άρθρα 26 και 27 του Ν.Δ. 3958/59, ισχύει δε μέχρι την έναρξη της ισχύος του Ν. 674/1977 (ήτοι από την 01109.1977), στην ρύθμιση του οποίου υπάγονται οι μετά την ημερομηνία αυτή κηρυχθέντες αναδασμοί (άρθρο 33 παρ. 2 Ν. 674/1977), συνάγονται τα εξής: (α) το Δημόσιο μπορεί με τα αρμόδια αυτού διοικητικά όργανα να απαλλοτριώνει αγροτικές εκτάσεις ιδιωτών για αναδιανομή, προς δημόσια ωφέλεια κατά την έννοια του άρθρου 17 του Συντάγματος, εγκείμενη (η ωφέλεια) στην βελτίωση των όρων της γεωργικής εκμετάλλευσης του εδάφους της χώρας, (β) Η κυριότητα των δημιουργηθέντων κατά την αναδιανομή κτημάτων περιέρχεται αυτοδικαίως στους αναγραφόμενους ως δικαιούχους αυτών στον κυρωθέντα κτηματολογικό πίνακα από και διά της δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του πίνακα αυτού, ενώ την εν λόγω δημοσίευση ακολουθεί, από την αρμόδια διοικητική αρχή, η έκδοση υπέρ του δικαιούχου του οικείου τίτλου κυριότητας (παραχωρητηρίου), υποκειμένου σε μεταγραφή, (γ) Από τη δημοσίευση του προαναφερομένου πίνακα, αποσβέννυνται αυτοδικαίως όλα τα εμπράγματα βάρη επί του αναδιανεμηθέντος αγροτικού ακινήτου, συμπεριλαμβανομένης και της νομής επ` αυτού, εξαιρούμενων μόνο των πραγματικών δουλειών, οι οποίες, κατ’ ειδική ρύθμιση (άρθρο 6 Αν.Ν. 821/1948), διατηρούνται. Έτσι, ο παραχωρησιούχος, με την κύρωση του προαναφερομένου πίνακα και τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της εγκριτικής αυτού από την αρμόδια διοικητική αρχή πράξης, αποκτά πρωτότυπα το δικαίωμα κυριότητας επί του μνημονευόμενου στον πίνακα αυτό ακινήτου που του παραχωρείται, αποκαθαρμένου οποιουδήποτε εμπραγμάτου βάρους (πλην δουλείας), μη εξαιρούμενης και της επ’ αυτού τυχόν νομής, αφού το περιεχόμενο της νομής είναι όσο και εκείνο της ιδιοκτησίας. Η αποκτημένη από τον δικαιούχο κυριότητα επί του άνω ακινήτου είναι απαλλαγμένη από κάθε δικαίωμα που τυχόν υφίστατο επ’ αυτού, ακόμη και εάν ο κύριος ή νομέας του παραχωρηθέντος ακινήτου ήταν ο ίδιος ο παραχωρησιούχος, καταργούμενης της προ της απαλλοτρίωσης σχέσης νομής του προς το πράγμα και τούτο για να μην ματαιώνεται ο σκοπός που επιδιώκεται με τον αναδασμό και την προς πραγμάτωση αυτού κηρυσσόμενη αναγκαστική απαλλοτρίωση. Με τον αναδασμό δεν μεταβάλλεται το νομικό καθεστώς του αγροτεμαχίου, το οποίο μπορεί να είναι και κληροτεμάχιο, αλλά απλώς η θέση του, η ιδιότητα του γεωργικού κλήρου - κληροτεμαχίου συνεχίζει να διατηρείται και στο νέο αγροτεμάχιο, το οποίο προκύπτει μετά τον αναδασμό (βλ. σχ. Ολ. ΑΠ 1236/82 ΝοΒ 1983.1174, ΑΠ 1095/1999 ΕλλΔνη 1999.1514, ΑΠ 506/1995 ΕλλΔνη 1997.65). Αποτέλεσμα της, διά της απαλλοτρίωσης λόγω αναδασμού δημιουργουμένης νέας νομικής κατάστασης, που επηρεάζει τις υφιστάμενες επί των εισφερθέντων στον αναδασμό κτημάτων κάθε φύσης εμπράγματες σχέσεις, είναι ότι το τυχόν διαρρεύσαν, μέχρι την έκδοση και δημοσίευση της ως άνω διοικητικής κυρωτικής πράξης χρονικό διάστημα νομής επί των κτημάτων αυτών, δεν μπορεί να συνυπολογισθεί ως χρόνος νομής χρησικτησίας συμπληρούμενος μετά την εν λόγω δημοσίευση, αφού και η εμπράγματη σχέση της νομής με την έκδοση και δημοσίευση της πράξης αυτής αποσβέσθηκε αυτοδικαίως υπέρ του παραχωρησιούχου, αποκτήσαντος πρωτότυπα την κυριότητα επί του παραχωρηθέντος σε αυτόν ακινήτου, απαλλαγμένη και της νομής του τρίτου, που περιήλθε σε αυτόν τον δικαιούχο μαζί με την κυριότητα. Μετά, όμως, την έκδοση και δημοσίευση της ανωτέρω πράξης είναι δυνατή η χρησιδεσποτεία από τρίτο του άνω ακινήτου, η οποία, συντρεχόντων και των λοιπών ουσιαστικών όρων, μπορεί να οδηγήσει, πρωτότυπα, δηλαδή με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, στην γένεση δικαιώματος κυριότητας στο πρόσωπο κάποιου τρίτου επ’ αυτού, καταλυομένης της με τρόπο πρωτότυπο κτηθείσας κυριότητας, διά του αναδασμού, από τον παραχωρησιούχου (βλ. σχ. ΕφΛαρ 156/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατ 953/2003 ΤΝΠ Νόμος).

II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1096 και 1098 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι η ευθύνη του κακόπιστου νομέα, δηλαδή εκείνου, ο οποίος, κατά την κατάληψη του πράγματος γνώριζε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε ή έμαθε αργότερα ότι δεν δικαιούται στη νομή του, είναι όμοια με εκείνη του καλόπιστου νομέα μετά την επίδοση της αγωγής και αρχίζει αφότου έγινε κακόπιστος. Ειδικότερα, ο καλόπιστος νομέας υποχρεούται έκτοτε να αποδώσει τα ωφελήματα, τα οποία έχουν εξαχθεί και να αποκαταστήσει την αξία όσων εξ αυτών δεν εξήγαγε, ενώ μπορούσε κατά τους κανόνες της τακτικής διαχειρίσεως να εξαγάγει. Εφόσον δε ο νόμος δεν διακρίνει, η ευθύνη του νομέα για την απόδοση των καρπών του πράγματος ισχύει όχι μόνο όταν ενάγεται με τη διεκδικητική αγωγή, αλλά και με ιδιαίτερη αγωγή. Ωφελήματα είναι όχι μόνο οι καρποί του πράγματος ή του δικαιώματος αλλά και κάθε όφελος που έχει ο νομέας από την ενοικίαση ή την κατ' άλλον τρόπο χρήση του πράγματος από τον ίδιο, συνεπεία των οποίων εξοικονομεί τη δαπάνη στην οποία θα υποβαλλόταν αν μίσθωνε άλλο όμοιο πράγμα, οπότε η ωφέλεια συνίσταται στην εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης για τα μισθώματα (ΑΠ 673/2019, ΑΠ 686/2010 στην επίσημη σελίδα του Αρειού Πάγου). Η ωφέλεια απόδοσης από τη χρήση, αν πρόκειται για αστικό ακίνητο, είναι ισοδύναμη με τη μισθωτική αξία που είχε αυτό κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης. Περαιτέρω, ενώ στο άρθρο 1096 γίνεται αναφορά στην ευθύνη του νομέα για τον χρόνο μετά την επίδοση της αγωγής, η οποία είναι ενιαία ανεξαρτήτως της καλής ή κακής πίστης του νομέα, στο άρθρο 1098 ΑΚ επεκτείνεται χρονικά η ευθύνη του, εάν αυτός είναι κακόπιστος. Η ευθύνη του εκκινεί από το χρονικό σημείο έναρξης της κακοπιστίας του πριν από την επίδοση της αγωγής (ΕφΑΘ 1079/2017 Αρμ 2017.363, Δ. Ρούσσης σε Απ. Γεωργιάδη ΣΕΑΚ σε άρθρα 1098 - 1099 αριθ. 1 και 3). Επιπλέον, κατ’ άρθρο 1098 εδ. 2 του ΑΚ ο υπερήμερος νομέας δεν αποκλείεται να ευθύνεται και για την υπερημερία του. Αν, δηλαδή, ο κύριος έχει οχλήσει τον κακόπιστο νομέα δικαστικά ή εξώδικα για τη μη έγκαιρη απόδοση του πράγματος, μπορεί να ζητήσει εκτός από τα ωφελήματα, που έχουν εξαχθεί από το πράγμα, και τα ωφελήματα που δεν απεκόμισε με δική του υπαιτιότητα, ενώ μπορούσε να τα αποκομίσει σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης και επιπλέον αποζημίωση για την καθυστέρηση, κατ’ άρθρο 343 παρ.1 του ΑΚ. Η αποζημίωση αυτή είναι πλήρης (297,298 ΑΚ) και περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία του κυρίου, δηλαδή τις δαπάνες για την απόκτηση των ωφελημάτων από αλλού, όσο και το διαφυγόν κέρδος και την αξία των καρπών, που θα αποκόμιζε ο ίδιος, αν του είχε αποδοθεί έγκαιρα το πράγμα (Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, Έκδοση 1989 σελ. 246-247). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1099 ΑΚ, αν ο νομέας απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη, αφαίρεσε δηλαδή υπαίτια από τον κύριο, χωρίς τη θέλησή του, τη νομή του πράγματος ευθύνεται κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914 επ. 934 επ. ΑΚ) σε αποζημίωση του κυρίου, δηλαδή σε πλήρες διαφέρον, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τη θετική όσο και την αποθετική ζημία που υπέστη ο κύριος από την αφαίρεση και τη μη απόδοση σ' αυτόν της νομής του πράγματος (άρθρο 298 ΑΚ), είναι δε αδιάφορη η καλή ή κακή πίστη αυτού. Η ευθύνη δηλαδή του παράνομου νομέα εκτείνεται όχι μόνο στα ωφελήματα που αναφέρονται στο άρθρο 1096 ΑΚ, αλλά και σε εκείνα τα οποία μόνο ο ίδιος, ενόψει των τυχόν ιδιαίτερων γνώσεων ή ικανοτήτων του, θα μπορούσε να ποριστεί (Δ. Ρούσσης, όπ.π. αριθ. 2 και 3). Η αποζημίωση από αδικοπραξία περιλαμβάνει τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Ο ζημιωθείς πρέπει να εκθέσει στην αγωγή του συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία πιθανολογούν την μελλοντική του ζημία και θα καταστήσουν δυνατή στο Δικαστήριο την εκτίμηση της πιθανότητας επέλευσης της ζημίας. Εφόσον τούτο συμβαίνει, τότε η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη. Αν, όμως από την έκθεση των περιστατικών η μελλοντική ζημία παρίσταται ως απλώς ενδεχόμενη, τότε η αγωγή δεν είναι νόμιμη και δεν θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης. Είναι διαφορετικό ζήτημα το θέμα εάν στην αγωγή η ζημία του ενάγοντος εμφανίζεται ως πιθανή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, όμως από τις αποδείξεις προκύπτει ότι αυτή είναι απλώς ενδεχόμενη. Στην τελευταία περίπτωση η αγωγή είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη (βλ. και ΑΠ 1582/2001 ΕλλΔνη 2002.705, ΕφΑΘ 4731/2003, ΑρχΝ 2005/165, ΕφΠατ 100/2021 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 95/2007 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 908, 910 και 911 ΑΚ προκύπτει ότι ο λήπτης ορισμένου πράγματος χωρίς νόμιμη αιτία ή από παράνομη ή ανήθικη αιτία οφείλει ν' αποδώσει στον κύριο του πράγματος, εκτός από τη νομή τούτου, όχι μόνο τα ωφελήματα που εισέπραξε από αυτό, αλλά και εκείνα που από υπαιτιότητά του δεν εισέπραξε ενώ μπορούσε να τα εισπράξει σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης, στην περίπτωση του αχρεωστήτου, εφόσον γνώριζε, ή από τότε που έμαθε, την ανυπαρξία της αιτίας και στην περίπτωση της παράνομης ή ανήθικης αιτίας από τη λήψη της παροχής με την προϋπόθεση ότι γνώριζε το σκοπό για τον οποίο του δόθηκε ή παροχή και όχι και το ότι ήταν αυτή παράνομη ή ανήθικη (Κ. Καυκά ΕνοχΔ, σε άρθρα 908-912 παρ. 2, 4 και 5). Εξάλλου, εάν ως προς τον κακόπιστο νομέα συντρέχουν οι προϋποθέσεις των αδικοπραξιών (άρθρα 914 επ. ΑΚ) ή του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ), δημιουργείται στην περίπτωση αυτή παράλληλη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και δυνατότητα σωρευτικής άσκησης των σχετικών αγωγών. Μάλιστα, στην παραπάνω περίπτωση το επίδικο δικαίωμα στηρίζεται σε περισσότερες νομικές βάσεις και δεν πρόκειται για συρροή αξιώσεων, γιατί υπάρχει μια μόνο δικονομική αξίωση, ένα αντικείμενο δίκης, που θεμελιώνεται σε περισσότερες νομικές βάσεις, πλην όμως άπαξ θα επιδικασθεί στον ενάγοντα η επίδικη αξίωση (βλ. ΑΠ 822/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 23/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 7934/2007 ΕλλΔνη 2008/1106, ΕφΑΘ 2653/2000 ΕλλΔνη/2001.217).

Με την κρινόμενη, από …………, αγωγή του, το ενάγον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ιστορεί ότι κατά το έτος 1974 έλαβε χώρα αγροτικός αναδασμός στην κτηματική περιοχή του αγροκτήματος της …………., στον οποίο εισφέρθηκαν τα αναφερόμενα στην αγωγή τεμάχια, ιδιοκτησίας του, προερχόμενα από τη διανομή του αγροκτήματος …………. του έτους 1929 και έχοντα την ιδιότητα την εφημεριακού κλήρου. Ότι το ίδιο, μετά τη συντέλεση του αναδασμού, εγκαταστάθηκε από το έτος 1974 στα νέα, συνολικά τρία, ακίνητα, τα οποία πρόεκυψαν σε αντικατάσταση των εισφερθέντων ακινήτων και λεπτομερώς περιγράφονται κατά θέση, έκταση και όρια στο αγωγικό δικόγραφο, καθ' υπόδειξη των οικείων υπηρεσιών που διενήργησαν τον αναδασμό. Ότι το από ………. τοπογραφικό σχεδιάγραμμα της διεύθυνσης τοπογραφικής υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας και ο από ……… κτηματολογικός πίνακας της ανωτέρω διανομής της κτηματικής περιοχής του Αγροκτήματος ………., εκ της οποίας προήλθαν τα επίδικα ακίνητά, κυρώθηκαν με την από ……. απόφαση του Νομάρχη ……. και ότι ακολούθησε η έκδοση του με αριθμό ……….. τίτλου της Διεύθυνσης Γεωργίας της Νομαρχίας ………….., που μεταγράφηκε στα βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ………. τη ………., στον τόμο ……… και με αριθμό ………, διά του οποίου (τίτλου) δηλοποιήθηκε ότι τα επίδικα ακίνητα περιήλθαν στην κυριότητα του ιδίου (ενάγοντος), αναγραφόμενου ιδίως στον ως άνω τίτλο ότι τα ακίνητα περιήλθαν στην κυριότητα του εκάστοτε ιερέα του Ναού. Ότι σε κάθε περίπτωση θεμελίωσε εμπράγματα δικαιώματα στα επίδικα ακίνητα και με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης, χρησικτησίας, ασκώντας με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο την ως άνω μεταγεγραμμένη πράξη, τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής πράξεις νομής. Ότι τα ως άνω ακίνητα έχουν καταλάβει παράνομα και αυθαίρετα οι εναγόμενοι, ήδη από το Νοέμβριο του έτους 2019, αποβάλλοντας το ίδιο και έκτοτε τα κατέχουν, αντιποιούμενοι τη νομή του επί των ως άνω ακινήτων, εκμεταλλευόμενοι αυτά παράνομα, γνωρίζοντας ότι του ανήκαν. Ότι συνεπεία της εν λόγω παράνομης και κακόπιστης συμπεριφοράς των εναγομένων, το ίδιο στερήθηκε την απόλαυση των καρπών του ακινήτου, οι οποίοι συνίστανται (α) στην αξία του σκληρού σίτου, τον οποίο καλλιέργησαν στα επίδικα ακίνητα και τελικά συνέλεξαν τον Ιούνιου του έτους 2020, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των (119,802 στρέμματα X 500 κιλά/ ανά στρέμμα = 59.901 κιλά X 0,25 λεπτά του ευρώ/κιλό=) 14.975,25 ευρώ, (β) την ωφέλεια που καρπώνονται και αντιστοιχεί στο μίσθωμα που θα κατέβαλαν, εάν μίσθωναν άλλο όμοιο πράγμα, με συνέπεια να εξοικονομούν τη σχετική δαπάνη για τη χρήση του αγρών, ανερχόμενη για την καλλιεργητική περίοδο 2019-2020 στο ποσό των (119,802 στρέμματα X 60 ευρώ/ στρέμμα=) 7.188,12 ευρώ, (γ) την αξία που απώλεσε, επειδή δεν μπόρεσε να εκμισθώσει τους επίδικους αγρούς για τέσσερις καλλιεργητικές περιόδους, ήτοι από τη 10η Απριλίου 2020 έως την 31η Δεκεμβρίου 2023, όπως αρχικά σκοπούσε με τη διενέργεια πλειοδοτικής δημοπρασίας, η οποία εν τέλει ματαιώθηκε ελλείψει εμφάνισης πλειοδοτών και αντιστοιχεί στο ποσό των (119,802 στρέμματα X 40 ευρώ/ ανά στρέμμα = 4.792,08 ευρώ X 4 χρόνια=) 19.168,32 ευρώ. Ότι η κατάληψη των επίδικων ακινήτων από τους εναγόμενους συνιστά την αξιόποινη πράξη της αυτοδικίας, αφού αυτοί, χωρίς δικαίωμα, αυθαίρετα, επιχείρησαν κατάληψη στα επίδικα ακίνητα, ιδιοκτησίας του ιδίου (ενάγοντος) και ότι συνεπεία των ανωτέρω, υπέστη ηθική βλάβη, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής του, και για το λόγο αυτό δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενο ότι η αξία του με αριθμό ….. αγροτεμαχίου ανέρχεται στο ποσό των 52.325,00 ευρώ, των δε με αριθμούς ……. και ….. στο συνολικό ποσό των 140.125,90 ευρώ και όλων των επίδικων ακινήτων στο ποσό των 192.450,90 ευρώ, ζητά (α) να αναγνωριστεί η κυριότητά του επί των ως άνω διαφιλονικούμενών ακινήτων και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τού τα αποδώσουν, (β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, για το χρόνο μετά την απόδοσης της νομής των επίδικων ακινήτων σε αυτό, να παραλείψουν κάθε διατάραξη στο μέλλον και να απειληθεί σε βάρος τους χρηματική ποινή 5.000,00 ευρώ και προσωπική κράτηση ενός έτους για κάθε μελλοντική διατάραξη, (γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, οι οποίοι νέμονται κακόπιστα τα ακίνητα, καθώς γνώριζαν εξαρχής ότι αυτά ανήκουν στο ίδιο να του καταβάλουν, εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 56.331,69 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, και συγκεκριμένα, (γ1) το ποσό των 22.163,37 ευρώ, ως κακόπιστοι νομείς αλλά και ως αδικαιολογήτως πλουτίσαντες, ως ωφέλεια που καρπώνονται και αντιστοιχεί στην αξία του σίτου που συνέλεξαν και στο μίσθωμα που θα κατέβαλαν εάν μίσθωναν άλλο όμοιο πράγμα, με συνέπεια να εξοικονομούν τη σχετική δαπάνη για τη χρήση των ακινήτων, (γ2) το ποσό των 19.168,32 ευρώ ως απολεσθέντα εισοδήματα, λόγω της αδυναμίας του να εκμισθώσει του επίδικους αγρούς για τέσσερις (4) συνολικά αγροτικές περιόδους, ως κακόπιστοι νομείς, λόγω της τελεσθείσας από αυτούς αδικοπραξίας και (γ3) το ποσό των 15.000,00 ευρώ λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, επικαλούμενο υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του και τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, (δ) να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί, ως προς την αξίωση απόδοσης των ακινήτων και ως προς την καταβολή των αιτούμενων ως άνω χρηματικών ποσών καθώς και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί για τα αιτούμενα, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, κονδύλια.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, που είναι καθ' ύλη και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9 εδ. α', β' και δ', 10, 11 περ. 1, 12, 13, 14 παρ. 2 και 29 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρα 215, 226, 233, 237 επ. ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από το Ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών, κατατεθειμένων μετά την 01 η.01.2016, διότι η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε την 22η.12.2020, και επιδόθηκε, κατά τα ανωτέρω, νόμιμα και εμπρόθεσμα στους εναγόμενους, βλ. σχ. τις με αριθμούς ……… και ………. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρεια του Εφετείου ……… με έδρα στο Πρωτοδικείο ……, ……….). Προσέτι, η αγωγή διαλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά των εναγόμενων, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα και είναι, συνεπώς, ορισμένη, με αποτέλεσμα να ελέγχεται απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός των εναγόμενων περί αοριστίας αυτών.

29 Απριλίου 2022 Γράφτηκε από Κατηγορία Κυριότητα / Νομή / Ακίνητα

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ....

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΤΗΡΙΟ

α) ..., β) ..., ατομικά αλλά και ως νομίμων αντιπροσώπων και ασκούντων την γονική μέριμνα και των ανηλίκων τέκνων τους ι) ....

Καρδίτσα 18-1-2022

          Την....απεβίωσε στην ... ..., ο ..., κάτοικος εν ζωή ...., γεννηθείς .... και του οποίου ο πρώτος τυγχάνω ανεψιός, ήτοι υιός της αδελφής του ..., η δεύτερη είμαι η σύζυγος του πρώτου από νόμιμο γάμο, ενώ ο θανών ήταν παππούς (από ανεψιό) των υφ` ημών αντιπροσωπευόμενων γνησίων τέκνων από τον νόμιμο γάμο μας.

           Ο θανών κατέλιπε την με αρ. ... δημόσια διαθήκη της συμβ/φου ...., η όποια δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα με αρ. ...πρακτικά του Ειρηνοδικείου ...την 12-7-2021 και την οποία προσάγουμε με επίκληση.

          Σύμφωνα με αυτή, κατέλιπε τα κάτωθι αντικείμενα στα παρακάτω πρόσωπα όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, το οποίο έχει επι λέξει ως εξής, ήτοι:  "»

          Εν συνεχεία ο ίδιος ανωτέρω διαθέτης κατέλιπε και την από ... ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα και συντάχθηκε προς τούτο το με αρ. .... πρακτικό δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Ειρηνοδικείου ...., την οποία προσάγουμε και επικαλούμαστε.

           Το περιεχόμενό της, όπως δημοσιεύθηκε έχει επι λέξει ως εξής ήτοι:«.....»

          Μετά από αίτησή μας, η ανωτέρω ιδιόγραφη διαθήκη κηρύχθηκε κυρία με την με αρ. ... διάταξη της κ. Ειρηνοδίκου ..., την οποία προσάγουμε και επικαλούμαστε.

          Άλλη διαθήκη οποτεδήποτε συνταγείσα δεν ανευρέθη.

          Την ανωτέρω επαχθείσα σε εμάς κληρονομία, αποδεχθήκαμε τόσο δι` αναμείξεως και υπεισελεύσεως, όσο και εγγράφως με την με αρ.++++δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβ/φου ..., νομίμως και εμπροθέσμως μεταγραφείσης σε τ.+++και αρ.++++του υποθ/κείου ..., καταβάλαμε δε και τον αναλογούντα φόρο. Τα δε ποσά που ανευρέθησαν σε τράπεζες σε λογαριασμούς του θανόντος είναι τα εξής:....

          Επειδή ο θανών ως μοναδικό πλησιέστερο συγγενή έχει την θυγατέρα του .... από τον γάμο του με την 1η σύζυγό του ...., για την οποία όρισε στις διαθήκες του τα ανωτέρω.

          Σημειώνεται ότι ο θανών τέλεσε τρείς γάμους με τις  ... ο δε γάμος του λύθηκε και τις τρείς φορές με διαζύγιο, ενώ από τους δύο τελευταίους δεν απέκτησε τέκνα.

          Η ανωτέρω κόρη του απέκτησε από τον γάμο της με τον+++δύο τέκνα ήτοι+++++

          Επίσης η ανωτέρω είναι κατά νόμω, ως γνήσιο κατιόν τέκνο του αποβιώσαντος, αναγκαία μεριδούχος, δικαιούμενη καταρχήν στην νόμιμη μοίρα της. Πλην όμως όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διαθήκες και δη από την μεταγενέστερη ιδιόγραφη, που κατά το σημείο τούτο τροποποίησε την προηγούμενη, o διαθέτης την αποκλήρωσε (ΑΚ 1839). Διότι ενώ με την προγενέστερη την περιόρισε στην νόμιμη μοίρα της, με την μεταγενέστερη, δεν περιέλαβε πλέον την διάταξη αυτή, φανερά μεταστραφείσης της βουλήσεώς του προς τούτο, ήτοι προς αποκλήρωσή της, όπως αυτό εναργώς αποτυπώνεται στην τελευταία παράγραφο της διαθήκης του ήτοι «Επειδή η κόρη μου και ο περίγυρός της είναι δικομανή άτομα και τραμπούκοι εάν φτάσει στα δικαστήρια με σεβασμό στην Ελληνική Δικαιοσύνη, απαιτώ η βούλησή μου ως Διαθέτη να γίνει σεβαστή διότι δεν είναι ικανή.», σε συνδυασμό με τα αναλυτικά αναφερόμενα πανομοιότυπα από τον διαθέτη στις διαθήκες του γεγονότα και περιστατικά της συμπεριφορά της ανωτέρω εναντίον του.     

          Η ανωτέρω αποκλήρωση είναι νόμιμη και έγκυρη γιατί έγινε με διάταξη της διαθήκης, αποτυπώνει την σαφή βούληση του διαθέτη, υφίσταται νόμιμος λόγος αποκλήρωσης κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και οπωσδήποτε δεν παρασχέθηκε συγγνώμη, αφού άλλωστε η διάταξη περί αποκλήρωσης, τέθηκε σε μεταγενέστερη διαθήκη. Συγκεκριμένα ο ουσιαστικός λόγος αποκλήρωσης συνίσταται, όπως προκύπτει με σαφήνεια από τις ανωτέρω διαθήκες, στον «άτιμο ή ανήθικο» βίο, εξαιτίας της εν γένει συμπεριφοράς της κόρης του, στην οποία αντετίθετο ρητά, και η οποία (συμπεριφορά της)  κατά τις κρατούσες περί τιμής και ηθικής κοινωνικές και ηθικές αντιλήψεις και του κύκλου στον οποίο ζούσε ο κληρονομούμενος (Ν.Ψούνη.Κληρ.Δικ. Ι, Ε` έκδοση, σελ. 177, σημ.86), προσήπτε ατιμωτική προσβολή στην αξιοπρέπεια της οικογένειας του θανόντος και επιπλέον επέφερε ρήξη στον οικογενειακό δεσμό αυτού και της κόρης του, όπως με σαφήνεια ο ίδιος ανέγραψε. (ενδ. ΕφΑθ 4633/2007, ΕφΘες2855/2002 κλπ). Άλλωστε εξαιτίας της περιγραφόμενης αναλυτικά συμπεριφοράς της, στο τέλος δεν δίστασε να χαρακτηρίσει αυτήν και τον περίγυρό της, τραμπούκους, τον δε σύζυγό της λαμόγιο, παλιοχαρακτήρα, αρχαιοκάπηλο κλπ.

          Σε κάθε όμως περίπτωση η νόμιμη μοίρα της ανωτέρω μεριδιούχου καλύφθηκε με εν ζωή παροχές χωρίς αντάλλαγμα, δηλ. με χαριστικές παροχές (δωρεές ή γονικές παροχές) που έγιναν από τον κληρονομούμενο όσο ζούσε, στον μεριδούχο. (ενδ. ΕφΑΘ 1689/2006, ΕφΛαρ 381/2004, Δικογραφία 2005,253) και έτσι καταλογίζονται στη νόμιμη μοίρα και υπολογίζονται στο ποσοστό της.

          Εν προκειμένω η αξία της πραγματικής κληρονομιαίας περιουσίας ανέρχεται στα εξής ποσά για τα εξής κληρονομιαία αντικείμενα, ήτοι:....

          Δηλ. συνολικά.....

          Για την εξεύρεση όμως της καθαρής πραγματικής κληρονομίας, αφαιρούνται (ΑΚ 1831), τα χρέη και οι δαπάνες κηδείας, τα οποία εν προκειμένω ανέρχονται σε ....€ για φόρο που βεβαιώθηκε και...€ για έξοδα κηδείας.

          Αξία καθαρής πραγματικής κληρονομίας .....

          Ωστόσο για την εξεύρεση (ΑΚ 1833.1) της νόμιμης μοίρας του δικαιούχου,

26 Οκτωβρίου 2020 Γράφτηκε από Κατηγορία Κυριότητα / Νομή / Ακίνητα

Αριθμ 211/2020

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

Αποτελούμενο από την Ειρηνοδίκη Μαρία Κοτρότσιου, που όρισε με πράξη της η Πρόεδρος Πρωτοδικών Καρδίτσας και τη Γραμματέα Ευαγγελία Γκουτζιούπα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Σεπτεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αιτούντος: ……., ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ανδρέα Βρόντου του Δικηγορικού Συλλόγου Καρδίτσας με Α.Μ. 249,  

Του καθ` ου η αίτηση: ………. ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου …….. του ...

Ο αϊτών με την από ….. αίτησή του που απευθύνεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αριθμ καταθ ……..) ζητά να γίνει αυτή δεκτή.

Της αίτησης αυτής ορίστηκε δικάσιμος η 10-7-2020 και μετά από αναβολή η στην αρχή της παρούσας αναφερομένη κατά τη συζήτηση της οποίας οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους, τις οποίες ανέπτυξαν και προφορικά.

Μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1118, 1119, 1121, 1045 ΑΚ, συνάγεται ότι μπορεί να αποκτηθεί εμπράγματο δικαίωμα υπέρ του εκάστοτε κυρίου άλλου ακινήτου που να παρέχει ωφέλεια σ' αυτόν, δηλαδή πραγματική δουλεία, συνεπεία της οποίας ο κύριος του δουλεύοντος φέρει το βάρος να ανέχεται κάποια χρησιμοποίηση του ακινήτου υπέρ του κυρίου του δεσπόζοντος. Το πιο πάνω εμπράγματο δικαίωμα μπορεί να συσταθεί με δικαιοπραξία ή με χρησικτησία, για την οποία εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη χρησικτησία στα ακίνητα. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 1045ΑΚ , σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 974 και 975 του ίδιου Κώδικα, για την κτήση πραγματικής δουλείας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται οιονεί νομή επί εικοσαετία, η οποία προϋποθέτει φυσική εξουσίαση του κυρίου του δεσπόζοντος σε μέρη του δουλεύοντος και θέληση του οιονεί νομέα να ασκεί την εξουσίαση αυτή με διάνοια δικαιούχου, δηλαδή όπως αρμόζει σε κύριο δεσπόζοντος. Προς συμπλήρωση της εικοσαετίας προσμετράται, κατ' άρθρο 1051 ΑΚ, επί καθολικής ή ειδικής διαδοχής, και ο χρόνος χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου. Εξάλλου κατά το άρθρο 1132 ΑΚ, αυτός που έχει δικαίωμα πραγματικής δουλείας έχει δικαίωμα, σε περίπτωση προσβολής να απαιτήσει από τον προσβολέα την αναγνώριση της δουλείας και την άρση της προσβολής, καθώς και την παράλειψη της στο μέλλον. Ως προσβολή, ειδικότερα, νοείται κάθε πράξη αντιτιθέμενη στην απαιτούμενη, για την άσκηση της δουλείας, πραγματική κατάσταση, δηλαδή κάθε πράξη περιέχουσα διατάραξη ή αφαίρεση της οιονεί νομής του δικαιούχου.

Με την κρινόμενη αίτηση, ο αϊτών ισχυρίζεται ότι τυγχάνει κύριος, νομέας και κάτοχος του περιγραφόμενού σε αυτή κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου, το οποίο απέκτησε με άτυπη δωρεά εν ζωή από τη μητέρα του άλλως με έκτακτη χρησικτησία κατά τις διατάξεις του ΑΚ. Ότι τόσο η δικαιοπάροχός του από τη δεκαετία του 1930, όσο και οι ίδιος προ 50 και πλέον ετών αντλούσαν νερό προς άρδευση του κτήματός του με διάνοια άσκησης δικαιώματος αντλήσεως ύδατος από τις πηγές Α και Β που βρίσκονται ενός αγροτεμαχίου ιδιοκτησίας …… και νυν κληρονόμων του, όπως αυτές εμφαίνονται στο τοπογραφικό διάγραμμα που προσαρτάται στην αίτηση και λεπτομερώς περιγράφονται σε αυτή, με αποτέλεσμα να έχει αποκτήσει ο αϊτών οιονεί νομή δουλείας άρδευσης από τις πηγές αυτές, δεδομένου ότι την εν λόγω οιονεί νομή ασκούσαν οι προκτήτορες του ακινήτου του, και, εν συνεχεία, ο ίδιος, ασκώντας το εν λόγω δικαίωμα επί των ανωτέρω πηγών, καλή τη πίστει και διανοία δουλειούχου, χωρίς ποτέ να εμποδιστεί στην άσκησή του ή να αμφισβητηθεί το δικαίωμά του αυτό. Πλην όμως ο καθ' ου, ο οποίος δεν είναι ιδιοκτήτης ούτε του δουλεύοντος ούτε του δεσπόζοντος ακινήτου, αλλά και ούτε άλλου ομόρου ακινήτου εγγύς των πηγών, το Πάσχα του 2020, αφαίρεσε και κατέστρεψε τον πλαστικό υδραγωγό που είχε ο αϊτών τοποθετημένο στην έξοδο της πρόχειρης δεξαμενής συλλογής του ύδατος από την πηγή Α, εφήρμοσε δε με δική του κατασκευή άλλο αγωγό (λάστιχο) και δι' αυτού οδηγεί πλέον όλο το νερό της πηγής Α προς άρδευση του ακινήτου του που βρίσκεται περί τα 500 μέτρα μακρύτερα και προς ανατολικά, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται δυνατή στο εξής η άντληση του νερού από την πηγή αυτή, έτσι ώστε ο αϊτών να μην μπορεί να τα ποτίσει τις καλλιέργειές του. Έτσι ο καθ' ου με την παραπάνω ενέργειά του προσβάλλει το δικαίωμά του της οιονεί νομής δουλείας αντλήσεως ύδατος. Ζητά δε, επειδή υπάρχει επείγουσα περίπτωση να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα, να αναγνωρισθεί προσωρινά οιονεί νομέας αντλήσεως ύδατος από τις προαναφερόμενες πηγές και διοχετεύσεως αυτού δι' αγωγού δια μέσω του ανωτέρω ακινήτου κληρονόμων ………., μέχρι του ανωτέρω αγρού του, όπως και να αναγνωρισθεί το δικαίωμά του να εγείρει τα κατάλληλα και αναγκαία κατασκευάσματα στο δουλεύον, τόσο για την άντληση όσο και για τη διοχέτευση του νερού αυτών, να υποχρεωθεί ο καθ' ου να άρει την προσβολή του ως άνω δικαιώματος του αιτούντος δι' άρσεως και απομακρύνσεως κάθε κατασκευάσματος και αγωγού διοχετεύσεως που τοποθέτησε προς άντληση, συλλογή και διοχεύτευση του ύδατος εκ της πηγής Α, να απειληθεί εναντίον του καθ 'ου χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε μελλοντική διατάραξη ή παραβίαση του διατακτικού της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αίτηση, παραδεκτά φέρεται για να συζητηθεί στο Δικαστήριο αυτό, που είναι τοπικά και υλικά αρμόδιο (άρθρα 29 και 733 ΚΠολΔ), με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ και 734 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 975, 984, 989, 996, 1120 ΑΚ, 947 και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω, για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.

Από τη χωρίς όρκο κατάθεση του αιτούντος, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, και εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, δημόσια και ιδιωτικά, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψιν προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται λόγος κατωτέρω, από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, καθώς και από τα διδάγματα κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αϊτών, 84 ετών σήμερα, τυγχάνει κύριος, νομέας και κάτοχος ενός αγροτεμαχίου εκτάσεως 3.350,20τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "…….." της Τ.Κ. …………., όπως αυτό εμφαίνεται στο από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……………, το οποίο προσαρτάται στην παρούσα αίτηση και συνορεύει γύρωθεν Βόρεια επί τεθλασμένης πλευράς 1-2-3-4 με ιδιοκτησία κληρονόμων …….., Δυτικά επί πλευράς 4-5-6-7-8-9 με ιδιοκτησία κληρονόμων …….., Νότια και Νοτιοδυτικά επί τεθλασμένης πλευράς 9-10-11-12 εν μέρει με ιδιοκτησία κληρονόμων ………. και ………. και Ανατολικά επί πλευράς 12-13-14-15-1 με ιδιοκτησία ……….. Το ακίνητο αυτό περιήλθε στον αιτούντα με άτυπη δωρεά εν ζωή από τη μητέρα του ……… προ 50 και πλέον ετών, έκτοτε δε ο αϊτών ασκούσε στο ακίνητο αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως και χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανέναν όλες τις διακατοχικές πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και προορισμό του και ειδικότερα το επισκεπτόταν, το περιέφρασσε, το καθάριζε, καλλιεργούσε αυτό με καλλιέργειες δημητριακών, καλαμποκιού και οπωροκηπευτικών και το αποτύπωνε σε διαγράμματα. Έτσι ο αϊτών κατέστη κύριος του ακινήτου αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Στη δε μητέρα του είχε περιέλθει το παραπάνω ακίνητο από την κληρονομιά του παππού της ……….. και δυνάμει της υπ'αριθμ. ……….. δημόσιας διαθήκης του που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου …………, την οποία κληρονομιά αποδέχθηκε δι' αναμείξεως και υπεισελεύσεως σε αυτή, ασκούσε δε από το χρόνο θανάτου του παππού της, από τη δεκαετία του 1930 και μετέπειτα, συνεχώς και αδιαλείπτως και χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανέναν όλες τις διακατοχικές πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και προορισμό του, όπως το επισκεπτόταν, το περιέφρασσε, το καθάριζε, καλλιεργούσε αυτό με καλλιέργειες δημητριακών, καλαμποκιού και οπωροκηπευτικών. Για την άρδευση του ως άνω αγρού του αιτούντος, χρησιμοποιούνταν τόσο από τους δικαιοπαρόχους του αιτούντος όσο και από τον ίδιο τον αιτούντα, νερό εκπηγάζον από πηγή δυτικά του ακινήτου του (πηγή Α), αναβλύζουσας εντός ιδιοκτησίας ….. και νυν κληρονόμων του και σε απόσταση περί τα 30 μέτρα από την κορυφή με αρ. 9 του προαναφερόμενού σχεδιαγράμματος. Το νερό αυτό αφού συλλέγονταν σε χειροποίητη μόνιμη υδρομάστιγα στο σημείο εκπήγασης εντός του ακινήτου …….., στη συνέχεια διοχετεύονταν προς τον αγρό του αιτούντος, μέσω χωμάτινου υδραύλακος-αγωγού με κατεύθυνση ανατολική. Στο ανωτέρω σημείο-κορυφή 9 του ακινήτου του αιτούντος, το διοχετευόμενο με τον τρόπο αυτό προς το ακίνητο νερό, ενώνεται μέσω αύλακος και πάλι με άλλη ποσότητα νερού εκπηγάζουσα από άλλη πηγή (πηγή Β) εντός της ίδιας ως άνω ιδιοκτησίας …. και σε απόσταση 15 μέτρων περίπου νότια αυτού, εν συνεχεία δε η συνολική ποσότητα νερού διοχετεύονταν και πάλι μέσω αύλακος και με βορειοανατολική πορεία κατά μήκος των συνόρων 9-10-11 του ακινήτου του αιτούντος και εισέρχονταν σε αυτό από το σημείο 11, από όπου και διακλαδίζονταν εντός αυτού δι' αυλάκων στην καλλιέργεια του αιτούντος. Οι θέσεις των πηγών Α και Β εντός του όμορου ακινήτου …… σε σχέση με το ακίνητο του αιτούντος, καθώς και η πορεία που ακολουθεί το νερό για να εισέλθει στο ακίνητο του αιτούντος, εμφαίνονται στο πρόχειρο σκαρίφημα του ιδίου ως άνω πολιτικού μηχανικού …… επί αεροφωτογραφίας ετών 2007-2009 και σε όμοιο αεροφωτογραφίας ετών 1945-1960, τα οποία επισυνάπτονται στην αίτηση. Τα τελευταία δε 20 έτη ο αϊτών διοχετεύει το νερό στο κτήμα του κατά την ίδια ως άνω πορεία από τις ίδιες ανωτέρω πηγές του ξένου κτήματος, αλλά μέσω σωλήνωσης (λάστιχο) στη Θέση των παλαιών χωμάτινων υδραυλάκων. Το δικαίωμα άντλησης και χρήσης του νερού των πηγών αυτών για την άρδευση του κτήματος του αιτούντος, ρητά αναφέρεται στην προαναφερόμενη υπ' αριθμ. ……. δημόσια διαθήκη που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου …………. Ειδικότερα ο απώτερος δικαιοπάροχος του αιτούντος ………., με την ως άνω διαθήκη του, εγκατέστησε, μεταξύ άλλων, κληρονόμο της περιουσίας του, πλην της μητέρας του αιτούντος κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα και τον υιό του ………… στον οποίο κατέλιπε να λάβει έναν αγρό, όμορο του ανωτέρω αγρού του αιτούντος, που βρίσκεται στη ίδια ως άνω θέση "…….." της Τ.Κ. ……….., με τις ευρισκόμενες σε αυτό δύο βρύσεις, από τις οποίες η εγγονή του ………. (μητέρα του αιτούντος) και ο υιός του ……….. θα έχουν αμφότεροι δικαίωμα να λαμβάνουν το 1/3 του ύδατος. Ο όρος αυτός, που ρητά αναγράφεται στην ως άνω διαθήκη, αποτελεί σύσταση δουλείας αντλήσεως ύδατος, η οποία όμως δεν περιβλήθηκε τον συμβολαιογραφικό τύπο. Πλην όμως τόσο ο αϊτών προ 50 και πλέον ετών όσο και η δικαιοπάροχος του, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1930, αντλούσαν νερό προς άρδευση του ως άνω κτήματος του αιτούντος με διάνοια άσκησης δικαιώματος αντλήσεως ύδατος από τις πηγές Α και Β που βρίσκονται ενός αγροτεμαχίου ιδιοκτησίας ……….. και νυν κληρονόμων του, με αποτέλεσμα να έχει αποκτήσει ο αϊτών οιονεί νομή δουλείας άρδευσης από τις πηγές αυτές, δεδομένου ότι την εν λόγω οιονεί νομή ασκούσαν οι προκτήτορες του ακινήτου του, και, εν συνεχεία, ο ίδιος, ασκώντας το εν λόγω δικαίωμα επί των ανωτέρω πηγών, καλή τη πίστει και διανοία δουλειούχου, χωρίς ποτέ να εμποδιστεί στην άσκησή του ή να αμφισβητηθεί το δικαίωμά του αυτό, εν γνώσει του όμορου ιδιοκτήτη ………. και των κληρονόμων του. Έτσι, προσμετρώντας και το χρόνο άσκησης οιονεί νομής δουλείας αντλήσεως ύδατος της δικαιοπαρόχου μητέρας του, απέκτησε ο αϊτών με έκτακτη χρησικτησία (κατόπιν 80ετούς και πλέον οιονεί νομής) εμπράγματο δικαίωμα δουλείας αντλήσεως ύδατος σε βάρος του γειτονικού ακίνητου ιδιοκτησίας ……….. και νυν κληρονόμων του. Κατόπιν των ανωτέρω αναφερόμενων ο ισχυρισμός του καθ' ου ότι ουδέποτε έχει συσταθεί δουλεία αντλήσεως ύδατος υπέρ του ακινήτου του αιτούντος, απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμος.

Περαιτέρω ο καθ'ου ισχυρίζεται ότι η κληρονόμος του ………., ……….., ουδέποτε επέτρεψε στον αιτούντα να αντλήσει νερό από τις επίδικες πηγές, αλλά ότι η ίδια εκχώρησε εδώ και 30 έτη το δικαίωμα λήψης νερού στον πατέρα του καθ' ου και μετέπειτα στον καθ' ου, προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του προσκομίζει δύο έγγραφες δηλώσεις της ………. με ημερομηνίες 30-5-2018 και 3-7-2020, με το ανωτέρω περιεχόμενο. Ο ισχυρισμός αυτός του καθ' ου κρίνεται αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης, διότι ο καθ' ου δεν αναφέρει αν η ………. είναι η μοναδική κληρονόμος του ……….., ώστε να μπορεί να παραχωρήσει μόνη της το ως άνω δικαίωμα ή αν είναι συγκληρονόμος του απώτερου δικαιοπαρόχου της. Επίσης δεν αναφέρει ποιο είναι το δικαίωμα (εμπράγματο ή ενοχικό) το οποίο του μεταβίβασε η ………, βάσει του οποίου ο καθ' ου έχει δικαίωμα άρδευσης από τις πηγές που βρίσκονται στο εν λόγω ακίνητο.

14 Οκτωβρίου 2020 Γράφτηκε από Κατηγορία Κυριότητα / Νομή / Ακίνητα

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ .....

ΑΓΩΓΗ (διεκδικητική ακινήτου και αξίωσης ωφελημάτων. ΑΚ 1094,1096επ)

Του ΝΠΔΔ του Ενοριακού Ιερού Ναού Αγίου …………, της ομώνυμης Ενορίας, με έδρα την …………, ………, νόμιμα εκπροσωπουμένου με Α.Φ.Μ. ………/Δ.Ο.Υ ……….

ΚΑΤΑ

1………. του ………, 2……… του ……, 3………….,  κατοίκων ……

Καρδίτσα 11-10-2020

         

          Με την με αρ. ………. απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β` 694/16-3-2016) και κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 25.1 Ν. 4301/2014,  αναγνωρίστηκε η «Ενορία  του Ιερού Ναού Αγίου ………, με έδραν την …………., ιδρυθείσα προ του έτους 1960, ως εμφαίνεται εκ της υπ` αριθμ. ……….. αποφάσεως του Μητροπολιτικού Συμβουλίου

          Στο άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 "Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος" (Α΄ 146) ορίζονται  ότι "Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις ... αι Ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών ... είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. ...". Στο άρθρο 36 του ν. 590/1977 ορίζονται, ότι "1. Η Ενορία μετά του ενοριακού ναού ως βασική μονάς οργανώσεως του εκκλησιαστικού βίου λογίζεται κατά τα εις το άρθρον 1 παρ. 4 του παρόντος ειδικώτερον οριζόμενα ως Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου. 2. Η ενορία ιδρύεται δια Προεδρικού Διατάγματος, ... 3. Τα όρια εκάστης ενορίας καθορίζονται υπό του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου. 4. Κέντρον της εν γένει εκκλησιαστικής ζωής της ενορίας είναι ο ενοριακός ναός καθοριζόμενος δι’ αποφάσεως του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου.  ... . 6. Τα της ιδρύσεως, των πόρων, της διοικήσεως, της διαχειρίσεως και της εν γένει λειτουργίας των ιερών ναών (ενοριακών και μη) ... καθορισθήσονται δια κανονιστικών αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. [Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας] και δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθ` ο μέρος δεν ρυθμίζονται δια του παρόντος. ...". Κατ` επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε ο Κανονισμός 8/1979 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Α΄ 1/1980), ο οποίος ορίζει ειδικότερα τα εξής: Στο άρθρο 1 ότι "Οι Ναοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος διακρίνονται εις: α) Ενοριακούς, εις ους υπάγονται τα Παρεκκλήσια και Εξωκκλήσια τούτων…", στο άρθρο 2 ότι "1. Οι Ενοριακοί Ι. Ναοί λογίζονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κατά τα εις το άρθρον 1 παραγρ. 4 του Ν. 590/1977 οριζόμενα. Ιδρύονται δια Προεδρικού Διατάγματος ..." και στο άρθρο 3 ότι "1. Η Ενορία μετά του Ενοριακού Ναού, ως βασική μονάς οργανώσεως του Εκκλησιαστικού βίου, έχει ωρισμένην τοπικήν περιφέρειαν, περιλαμβάνουσαν τους κατοικούντας εν αυτή Ορθοδόξους Χριστιανούς. ... Τα όρια εκάστης ενορίας ορίζονται υπό του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου ....". 

          Συνεπώς αποτελώ, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ΝΠΔΔ με έδρα την …………. όπου και υφίσταται ο ομώνυμος ανωτέρω Ενοριακός Ι. Ναός μου. Λειτουργώ νόμιμα από την ίδρυσή μου μέχρι και σήμερα χωρίς να έχω καταργηθεί με οποιονδήποτε τρόπο και κατά νόμω εκπροσωπούμαι από το αρμόδιο και νομίμως λειτουργούν Εκκλησιαστικό Συμβούλιό μου.

          Είμαι νόμιμος κύριος, νομέας και κάτοχος των κάτωθι αγροτεμαχίων κειμένων στην περιοχή Αγροκτήματος ………….., προερχομένων από αναδιανομή αγροτικών κτημάτων σύμφωνα με το με αρ. ………. τίτλο (παραχωρητήριο) της Δ/νσης Γεωργίας της Νομαρχίας ………., που μετεγράφη νόμιμα και εμπρόθεσμα την ………… στα βιβλία μεταγραφών του υποθ/κείου …….. σε τ. ……… και αρ. …… και συγκεκριμένα των κάτωθι ακινήτων (αγρών):

1)      Τεμάχιο  …….2)  Τεμάχιο ……3)    Τεμάχιο ……….

          Συγκεκριμένα, το από ………. επίσημο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα της Δ/νσης Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας και ο από ………. Κτηματολογικός Πίνακας της ανωτέρω διανομής της κτηματικής περιοχής του Αγροκτήματος ………., εκ της οποίας προήλθαν τα επίδικα ακίνητά μου, κυρώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 15.1 ν. 674/1977, με την με αρ. …….. απόφαση του κ. Νομάρχη …….., δημοσιευθείσης νομίμως και εμπροθέσμως εις το ΦΕΚ ……….` την ……….. Μετά δε την τοιαύτη κατά νόμω κύρωση, εξεδόθη και το ανωτέρω Παραχωρητήριο το οποίο εκδίδεται κατά νόμω υπέρ των εις τον κυρωθέντα κτηματολογικόν πίνακα της αναδιανομής αναγεγραμμένων δικαιούχων, και αποτελεί οριστικό τίτλον κυριότητος δεκτικόν μεταγραφής. (ΕφΠ 805/1983, ΑρχΝ 36,512).

          Απόσπασμα του ανωτέρω επισήμου κεκυρωμένου τοπογραφικού σχεδιαγράμματος της αναδιανομής εις το οποίο εμφαίνονται και απεικονίζονται τα ανωτέρω ακίνητα μου κατά θέση, σχήμα, πλευρές, όρια και έκταση, επισυνάπτω παρά πόδας της παρούσης, θεωρών αυτό ως εν ενιαίο και αδιαίρετον όλον μετ` αυτής.

          Συνεπώς, όπως  προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 21 §§ 1 και 4, 22 και 33 §§ 1 και 2 του ν. 674/1977 "περί αναδασμού της γης κ.λπ." (Ο α.ν. 821/1948 "περί αναδιανομής αγροτικών κτημάτων" καταργήθηκε με το άρθρο 34 ν.674/1977), η πλήρης κυριότητα των ανωτέρω κτημάτων που προήλθαν από την ανωτέρω αναδιανομή, περιήλθε σε μένα αυτοδικαίως και κατά πρωτότυπο τρόπο, από τη ανωτέρω δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της ανωτέρω αποφάσεως του Νομάρχη που κύρωσε τον αναδασμό, άλλως από την ανωτέρω μεταγραφή του οριστικού τίτλου-Παραχωρητήριου, οπότε και αντιστοίχως, αποσβήνεται αυτοδικαίως το δικαίωμα κυριότητος που υπήρχε επί των κτημάτων που αναδιανεμήθηκαν (ΑΠ 809/2015, ΕφΛαρ 38/2015, ΕφΛαρ 196/2012, ΕφΛαρ 205/2009, ΕφΛαρ 672/2003, ΑΠ 1236/1982, άπασες στη ΝΟΜΟΣ), ενώ η νομή αυτών αντιστοίχως περιήλθε σε μένα αυτοδικαίως άμα τη εγγραφή μου στον πρόχειρο κτηματολογικό πίνακα και οπωσδήποτε από την εγγραφή μου στον ανωτέρω (οριστικό) κτηματολογικό Πίνακα  (Ε. Καραμανώλης, Αναδασμός και εμπράγματοι σχέσεις, Αρμ 1993, σελ. 873 επ, 874, ΑΠ 701/1980 ΝοΒ 28,2022, ΑΠ 801/1987, ΑχΝομ 4,535, ΕφΠ 805/1983, ΑρχΝ 36,512), από το χρόνο δε αυτό (1979) αποσβήνεται αυτοδίκαια το δικαίωμα νομής των πρώην νομέων επί του αναδιανεμηθέντος κτήματος (ΑΠ 506/1995 ΕλλΔνη 38,63) . Ειδικότερα:

08 Οκτωβρίου 2020 Γράφτηκε από Κατηγορία Κυριότητα / Νομή / Ακίνητα

Αριθμός: 196/2020

TO ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη, Ειρήνη-Μαρία Καλύβα, με την παρουσία και της Γραμματέως, Αναστασίας Καρακώστα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, την ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …… η οποία προκατέθεσε προτάσεις και παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Ανδρέα Βρόντου.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Δήμου ……, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, .., αλλά δεν παραστάθηκε, και 2) Ελληνικού Δημοσίου …, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον …………, το οποίο προκατέθεσε προτάσεις και παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, …………….

Η ενάγουσα, με την από ……….. αγωγή της κατά των εναγομένων, που κατατέθηκε, με αριθ. εκθ. κατάθ. …………, στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου, ζήτησε όσα, με λεπτομέρεια, αναφέρονται σε αυτή, για τους λόγους που επικαλείται. Η συζήτηση της αγωγής αυτής ορίσθηκε, δυνάμει της, από …………, Πράξεως της Διευθύνουσας το Ειρηνοδικείο …………, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (………..) και ενεγράφη στο οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της ενάγουσας και του β’ εναγομένου, που παραστάθηκαν, αναφέρθηκαν στις προκατατεθειμένες προτάσεις τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 26-08-2019 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……….. αγωγή της ενάγουσας κατά των  εναγόμενων, κατόπιν της, από ……….., Πράξεως της Διευθύνουσας το Ειρηνοδικείο ………, με την οποία ορίσθηκε δικάσιμος, για τη συζήτησή της, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (……..) και ενεγράφη, με επιμέλεια της γραμματείας, στο οικείο πινάκιο, που ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθ. 237 παρ. 4 ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθ. 294 παρ. 1 εδ. β’ του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή στην τακτική διαδικασία, ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο. Από το χρονικό αυτό σημείο και μετά, η παραίτηση είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση αποφάσεως. Κατά τη διάταξη δε του άρθ. 295 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα πως η αγωγή δεν ασκήθηκε. Επομένως, επάγεται την κατάργηση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, με δήλωσή της, που περιέχεται στις προτάσεις της, τις οποίες κατέθεσε την 09-12-2019, παραιτήθηκε απο το δικόγραφο της αγωγής, κατά το μέρος που αφορά στο β’ εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο. Η κατάθεση των προτάσεών της έγινε μετά την κατάθεση των προτάσεων του β’ εναγομένου, που έλαβε χώρα την ………….. (βλ. σχετική σημείωση του Γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου, επί του δικογράφου των προτάσεων εκάστου των, ως άνω, διαδίκων). Το γεγονός, όμως, αυτό δεν επάγεται το απαράδεκτο της παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής, εφόσον το β’ εναγόμενο δεν προέβαλλε αντίρρηση (με προσθήκη των προτάσεων), με πιθανολόγηση ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση αποφάσεως. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω, στην μείζονα σκέψη, η δίκη να κηρυχθεί καταργημένη, ως προς το δεύτερο εναγόμενο, ……….

Η ενάγουσα και ο πρώτος εναγόμενος (εφόσον, ως προς το β’ εναγόμενο, η δίκη καταργείται, κατά τα ανωτέρω), από τους οποίους η μεν ενάγουσα παραστάθηκε, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, ο δε πρώτος εναγόμενος δεν παραστάθηκε, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, μετέχουν κανονικά στη δίκη, εφόσον κατέθεσαν προτάσεις [για τις οποίες ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας προσκόμισε και κατάθεσε το υπ’ αριθ. ………….γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Καρδίτσας (παράσταση, προτάσεις τακτικής διαδικασίας), η δε πληρεξούσια δικηγόρος του πρώτου εναγόμενου δεν υποχρεούται στην προσκόμιση σχετικού γραμματίου πάγιων εισφορών του οικείου δικηγορικού συλλόγου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 61 παρ. 3 του Ν. 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων», όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8 β’του Ν. 4205/2013], και προσκόμισαν όλα τα αποδεικτικά τους μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές, εντός της προθεσμίας των εκατό ημερών από την κατάθεση της αγωγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 237 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. και από …….. και από ……….. σημειώσεις του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου επί των κατατεθειμένων προτάσεων των διαδίκων, αντίστοιχα), ενώ μέσα στην ίδια προθεσμία κατατέθηκε το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής και τα από ……….. και ……….. πληρεξούσια έγγραφα των διαδίκων προς τους δικηγόρους, κατά το άρθ. 96 ΚΠολΔ. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να δικασθεί αντιμολία της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου.

Από τη διάταξη του άρθ. 51 του ΕισΝΑΚ συνάγεται ότι, για την κτήση κυριότητας μέχρι της ισχύος του Αστικού Κώδικα (23-02-1946), εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου. Από καμία, όμως, διάταξη του προϊσχύσαντος Β.Ρ. Δικαίου ή άλλου νόμου νεότερου από αυτές που ίσχυσαν μέχρι την 26-11-1926, όταν άρχισε η ισχύς του ΝΔ 22- 4/16-5/1926 «Περί Διοικητικής Αποβολής από των Κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», δεν συνάγεται ότι τα δημόσια δάση και οι δημόσιες εν γένει δασικές εκτάσεις ήταν πράγματα ανεπίδεκτα χρησικτησίας, ούτε ότι το Δημόσιο εθεωρείτο, κατά πλάσμα του νόμου, ότι διατηρεί επ’ αυτών νομή, παρά την υλική εξουσίασή τους από τρίτα πρόσωπα. Αντίθετα, από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Β.Ρ. Δικαίου, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθ. 18, 21 του Ν. της 21-6/3-7/1837 «Περί Διακρίσεως των Δημοσίων Κτημάτων» συνάγεται ότι, στα δημόσια κτήματα, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, χωρεί “έκτακτη” χρησικτησία, όταν ασκείται νομή επ’ αυτών καλοπίστως και με διάνοια κυρίου, επί συνεχή τριακονταετία, ο νομέας δε, που απέκτησε τη νομή με καθολική ή ειδική διαδοχή, μπορεί αν προσμετρήσει στον χρόνο της ιδίας νομής αυτού και εκείνον της νομής των δικαιοπαρόχων του [Ν 20 παρ. 12, Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41-10) και 109 Πανδ. (50.16)], ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την “τακτική” χρησικτησία. Όμως, κατά τις διατάξεις του άρθ. 21 του Ν.Δ από 22-4/16-5/1926 «Περί Διοικητικής Αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης» (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, με το άρθ. 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε και στο άρθ. 4 του Α.Ν. 1539/1938 «Περί Προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων»), τα επί των ακινήτων δικαιώματα του Δημοσίου «δεν υπόκεινται εφεξής σε καμία παραγραφή, η παραγραφή, δε, που άρχισε δεν έχει καμία συνέπεια, εάν, μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, δεν συμπληρώθηκε η 30ετής, κατά τους προϊσχύσαντες νόμους, παραγραφή». Με τη διάταξη αυτή αποκλείσθηκε, έκτοτε, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και η κτητική παραγραφή, ήτοι η έκτακτη χρησικτησία. Λαμβανομένου δε υπόψη, ότι η λήξη κάθε παραγραφής δικαιώματος του αστικού δικαίου ανέσταλη, με τα διατάγματα που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του Ν. ΔΞΗ/1912, μέχρι και την χρονολογία εκδόσεως του ανωτέρω Ν.Δ., έπεται ότι η απόκτηση κυριότητας σε δημόσια κτήματα, με έκτακτη χρησικτησία, πρέπει να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 12-09-2015 (βλ. ΟλΑΠ 75/1987, ΑΠ 2173/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1256/1997 ΕλΔνη 39 (1998) 597, ΕφΑαρ 183/2002 αδημ.). Οι πράξεις νομής, επί δημοσίου κτήματος, μετά την ημερομηνία αυτή, δεν έχουν καμία αξία, για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία, εφόσον, εάν αυτή δεν έχει επέλθει μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, δεν μπορεί να συμπληρωθεί στον μετέπειτα χρόνο. Εξάλλου, προκειμένου περί των δασών που κείνται στη Θεσσαλία, η κυριότητα αυτών, επί Τουρκοκρατίας ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις του άρθ. 3 του, από 7 Ραμαζάν 1274 (1834), Τουρκικού Νόμου Περί Γαιών, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθ. 2 και 3 των οδηγιών της 13 Μουχαρέμ 1293, περί εξελέγξεως τίτλων δασών. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, κατά το έτος 1881, στο Ελληνικό Κράτος, με τη σύμβαση της 20 Ιουνίου (2 Ιουλίου) 1881, μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, που κυρώθηκε με το Ν. ΠΛΖ της 11/13 Μαρτίου 1882, η κυριότητα αυτών περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, από του χρόνου, όμως, αυτού, τα δημόσια δάση υπόκεινται σε έκτακτη χρησικτησία, εφόσον μέχρι την 12-09-1915 έχει συμπληρωθεί η καλόπιστη 30ετής νομή (βλ. ΑΠ 2173/2014 οπ. ανωτ. και Ιωάννη Καράκωστα «Νομικά Προβλήματα από την Δασική Νομοθεσία σε ΝοΒ 26, 1133-1139). Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθ. 1 του Ν. ΑΞΝ/1888 «Περί Διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών», η οποία περιλήφθηκε, ως άρθ. 57, στο Ν. 3077/1924 «Περί Δασικού Κώδικος», ως δάσος θεωρείται κάθε έκταση, η οποία καλύπτεται, μερικώς ή εξ ολοκλήρου, από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων δασικών προϊόντων, δασικά δε εδάφη οι εντός των δασών ασκεπείς εκτάσεις, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο και συστατικό μέρος αυτών. Κατά τις διατάξεις δε των άρθρων 45, 46 του Ν. 4178/1929, 1 του ΑΝ 86/1969 και 3 του Ν. 998/1979, που ίσχυσαν μεταγενεστέρως, στην έννοια του δάσους και των δασικών εκτάσεων περιλαμβάνονται και οι εκτάσεις, οι οποίες καλύπτονται από αραιά ή πενιχρά, υψηλή ή θαμνώδη, ξυλώδη βλάστηση, οποιοσδήποτε δασικής διαπλάοεως, καθώς και οι εντός αυτών οιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη. Περαιτέρω, όσον αφορά στα ακίνητα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.δ. 31/1968 "Περί προστασίας της περιουσίας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως.του οποίου η ισχύς άρχισε από 02- 12-1968 (άρθ. 7) "αι διατάξεις των άρθρων 1 έως 24 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", ως αύται ισχύουν εκάστοτε και αι συναφείς προς αυτάς υπέρ του Δημοσίου διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως διά την προστασία των κτημάτων αυτών....". Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 4 του Α.Ν. 1539/1938 "τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου εις ουδεμίαν υπόκεινται παραγραφήν. Παραγραφή δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτου κτήματος, αρξαμένη προ της ισχύος του παρόντος νόμου, ουδεμίαν νόμιμον συνέπειαν έχει, αν αυτή δεν συνεπληρώθη μέχρι τούδε, κατά τους προϊσχύσαντας νόμους". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, προκειμένου περί ακινήτων κτημάτων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, ο χρόνος της κτητικής παραγραφής και μάλιστα της έκτακτης χρησικτησίας μπορούσε να συμπληρωθεί μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 1968, οπότε και άρχισε να ισχύει το ν.δ. 31/1968. Κατά συνέπεια, επί των ακινήτων αυτών είναι επιτρεπτή η έκτακτη χρησικτησία από εκείνον, που τα διεκδικεί, για την οποία απαιτείται, κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ανεπίληπτη νομή επί τριάντα (30) έτη και υπό τον Αστικό Κώδικα, κατ’ άρθρο 1045 αυτού, συνεχής νομή επί είκοσι (20) έτη, με την προϋπόθεση ότι αυτή (έκτακτη χρησικτησία) είχε συμπληρωθεί μέχρι την 02-12-1968, οπότε άρχισε να ισχύει το ν.δ. 31/1968 (βλ. ΑΠ 76/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ).

26 Αυγούστου 2020 Γράφτηκε από Κατηγορία Κυριότητα / Νομή / Ακίνητα

ΠΕΡΙ ΕΦΗΜΕΡΙΑΚΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΝΠΔΔ ΤΟΥ ΟΙΚΕΙΟΥ ΕΝΟΡΙΑΚΟΥ Ι.ΝΑΟΥ.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

          Ετέθη υπόψη μου το με αρ……………… παραχωρητήριο της Νομαρχίας ………………., νομίμως, εμπροθέσμως και αρμοδίως μεταγραφέν,  εκδοθέν με βάση τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας «περί αναδιανομής αγροτικών κτημάτων», δυνάμει του οποίου «περιήλθε εις την κυριότητα του εκάστοτε ιερέως» η εκεί αναγραφόμενη ακίνητη «αγροτική ιδιοκτησία εν τη περιοχή του αγροκτήματος ………………….» και ερωτάται: ποιο είναι σήμερα το ιδιοκτησιακό και εν γένει νομικό καθεστώς που διέπει τον, παραχωρούμενο με τον ανωτέρω τίτλο, εφημεριακό κλήρο υπέρ του εκάστοτε ιερέως και σε περίπτωση κατάργησής του,  σε ποιες ενέργειες μπορεί κατά νόμω να προβαίνει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του διαχείρισης και αξιοποίησης της ακινήτου περιουσίας του οικείου Ι.Ν. 

          Επί των ανωτέρω ζητημάτων η γνώμη μας είναι η ακόλουθη:

aristotelis

Χρη λέγειν τα καίρια

Εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάς` αρετή εστίν.
(Η δικαιοσύνη περικλείει όλες τις αρετές).

Θέογνις (6ος αι. π.Χ.)

 

 

aristotelis

Ένα αστείο είναι κάτι πολύ σοβαρό

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο Θεό και ένα δικηγόρο;

Ο Θεός δεν λέει ότι είναι δικηγόρος.

 


 

aristotelis

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου

Η παγκόσμια επιρροή της Ελληνικής γλώσσας


Επικοινωνία


Γραφείο Αθηνών: Ακαδημίας 33, Β' Όροφος
Τηλέφωνο: 6972422002

Γραφείο Καρδίτσας: Πλαστήρα 12
Τηλέφωνο: 24410 41255

Κινητό: 6972422002
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013