Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου (118)

07 Μαϊος 2024 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ …

ΑΓΩΓΗ (χρέους)

Της ανώνυμης εταιρείας ….

ΚΑΤΑ

Διατηρώ στον ανωτέρω τόπο, κατάστημα-επιχείρηση εμπορίας με σκοπό βιοπορισμού και επι κέρδει, διαφόρων ανταλλακτικών και εξαρτημάτων για ανάγκες επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Τον Ιούλιο του 2020 συμφωνήσαμε στην έδρα μου (ο νόμιμος εκπρόσωπός μου) να του προμηθεύω-πωλώ, για τις ανάγκες των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του, διάφορα ανταλλακτικά και εξαρτήματα. Εν` όψει των συχνών  συναλλαγών πώλησης εμπορευμάτων, συμφωνήσαμε όπως ανοιχτεί μεταξύ μας λογαριασμός με βάση τον οποίο οι μεν απαιτήσεις μου που θα προέκυπταν κάθε φορά από την συμφωνία πώλησης επί πιστώσει κάθε εμπορεύματος προς αυτόν, θα υπάγονται στον ανοικτό λογαριασμό, οι δε μερικές καταβολές που θα πραγματοποιούσε δεν θα συνιστούσαν και δεν θα επέφεραν εξόφληση κάποιας συγκεκριμένης συναλλαγής, αλλά θα αποτελούσαν κονδύλια του ενιαίου και αδιαίρετου λογαριασμού, εις τρόπον ώστε να μην επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένα οι απαιτήσεις που προκύπτουν από τις μεταξύ μας συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό, με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβήνονται κατά το κλείσιμο (είτε με συμφωνία, είτε με πρωτοβουλία του ενός) του λογαριασμού αυτού, έτσι ώστε να αποτελέσει την μοναδική πλέον απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού που τυχόν θα υπάρχει και το οποίο αρχήθεν αφηρημένα υποσχέθηκε ότι θα καταβάλλει σε μένα.  Τα ανωτέρω αποτελούν μία πρακτική που κατά κόρον τηρείται στις αγοραπωλησίες του οικείου τομέα συναλλαγών, αφενός γιατί εξυπηρετούνται οι συχνές συναλλαγές πιο αποτελεσματικά με τους κανόνες της λογιστικής, αφετέρου για λόγους οικονομικής διευκόλυνσης του αγοραστή αγρότη, οι οποίοι κατά τις παγιωμένες συνήθειες του οικείου τομέα συναλλαγή, εισπράττουν τα έσοδά τους σε συγκεκριμένες περιόδους του έτους, (π.χ επιδοτήσεις, στο τέλος κάθε καλλιεργητικής περιόδου όταν συγκομίζουν, οπότε και εξοφλούν τις υποχρεώσεις προς τρίτους).  Στο πλαίσιο λοιπόν της ανωτέρω συμφωνίας μας, επώλησα και παρέδωσα σ` αυτόν, δυνάμει συμφωνίας πώλησης κάθε φορά, τα κάτωθι αναλυτικά αναφερόμενα εμπορεύματα και εν γένει είδη,  με το εκάστοτε κάθε φορά συμφωνηθέν κατ` αποκοπή τίμημα, για τα οποία εκδόθηκε και το σχετικό παραστατικό τιμολόγιο κάθε φορά, στα οποία πλήρως αναφέρομαι ως εν ενιαίο και αδιαίρετο όλον μετά της παρούσης και για τα πωληθέντα είδη (εξαρτήματα και ανταλλακτικά γεωργικών μηχανημάτων και εξοπλισμού) και για το τίμημα και για τον χρόνο πώλησης, ήτοι:…

 Συνολικά δηλ. επώλησα και παρέδωσα εμπορεύματα αξίας και συμφωνηθέντος τιμήματος  ..Έναντι των ανωτέρω τιμημάτων κάθε φορά, ο εναγόμενος μου κατάβαλε τα εξής ποσά τους κάτωθι χρόνους, ήτοι… Συνολικά δηλαδή μου κατάβαλε το ποσό των …€. Δηλ. εξόφλησε όλα τα ανωτέρω τιμολόγια μέχρι … για  το τιμολόγιο της …, κατέβαλε εν μέρει το ποσό των ….€ και απέμεινε υπόλοιπο  …. € και έκτοτε τα υπόλοιπα τιμολόγια-πωλήσεις είναι ανεξόφλητα.

Η δε κίνηση του λογαριασμού αυτού (δοσοληψίες), για το χρονικό διάστημα από …, για τις μεταξύ μας ανωτέρω συμφωνηθείσες αγοραπωλησίες, ήτοι τα συγκεκριμένα κονδύλια των χρεώσεων των ποσών-τιμήματος, τα ποσά που κατέβαλε έναντι, τα συνολικά ποσά, τα υπόλοιπα που απέμειναν και αλλά και οι ημερομηνίες αυτών, έχουν αναλυτικά όπως ακριβώς απεικονίζεται στην αμέσως κατωτέρω ενσωματούμενη στην παρούσα ως εν ενιαίο και αδιαίρετο όλο, «Καρτέλα Πελάτη» η οποία αποτυπώνει κατά τους κανόνες της λογιστικής, τις εκατέρωθεν τμηματικές παροχές με την καταχώρηση ως "χρέωση" της αξίας των πωληθέντων υπ` εμού εμπορευμάτων και με την καταχώρηση ως "πίστωση" της αξίας των μετρητών ή άλλων καταβολών που κατέβαλε κάθε φορά και αποτελούν καταβολές απέναντι στις απαιτήσεις μου που προέκυπταν εξ` αιτίας της μη άμεσης τακτοποίησης/εξόφλησης των δοσοληψιών, στην οποία πλήρως αναφέρομαι ως εν ενιαίο όλον μετά της παρούσης και έχει ως εξής,  ήτοι…  

Με την από … εξώδικη καταγγελία μου που επιδόθηκε στον εναγόμενο την …. με την με αρ. … έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή …, προέβην στο κλείσιμο του ανωτέρω λογαριασμού οπότε και ζήτησα από αυτόν να μου καταβάλει άμεσα το ανωτέρω κατάλοιπο των …όπως αρχήθεν συμφωνήθηκε, πλήν όμως ουδέν κατέβαλε μέχρι σήμερα, αν και η λειτουργία του λογαριασμού αυτού σταμάτησε με το ανωτέρω κλείσιμο και έκτοτε δεν υπήρξε άλλη συναλλαγή.

 Επειδή, γίνεται δεκτό ότι είναι ισχυρή η σύμβαση με την οποία υπόσχεται/αναγνωρίζει κάποιος το χρέος του από ορισμένη αιτία, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 873-875 ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους.. Η πρώτη (αιτιώδης αναγνώριση χρέους),  δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας κατ` άρθρο 361 ΑΚ, με το οποίο θεσπίζεται γενικώς η ελευθερία της σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικών για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενο τους να μην προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη.  Καταρτίζεται ατύπως (δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο) και εφόσον δεν σκοπεί στην απλή επανάληψη του περιεχομένου της αρχικής σύμβασης, παράγει νέα ενοχή για τον οφειλέτη, η οποία όμως εξαρτάται στενά από την αιτία της η οποία είναι η εξυπηρέτηση της αρχικής οφειλής. (Ν. Λεοντής, ΕρμΑΚ,  2020, τ. Ι, υπο  873.3). Αλλά και νομολογιακά, παγίως γίνεται δεκτό (ενδ. ΑΠ 629/2023, ΑΠ 999/2022, ΝΟΜΟΣ) ότι «Κατά κανόνα δε με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους επιδιώκεται η δημιουργία νέας ενοχής, είτε παράλληλα προς την παλαιά είτε σε αντικατάσταση της παλαιάς (άρθρα 421, 436 ΑΚ) και απαλλαγμένης συνεπώς από τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν στο πλαίσιο εκείνης, η οποία, νέα ενοχή, δεν υπόκειται επίσης σε τύπο, εκτός εάν με τη σύμβαση αναγνωρίζεται υποχρέωση, για την ανάληψη της οποίας ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος αυτός και για τη σύμβαση αναγνώρισης (ΟλΑΠ 5/2016).». Γίνεται επίσης δεκτό (ενδ. ΑΠ 629/2023, 878/2018, ΝΟΜΟΣ) ότι «Στην περίπτωση της υπόσχεσης ή της αναγνώρισης της από ορισμένη αιτία οφειλής, έτσι ώστε να δημιουργείται νέα ενοχή, για την πληρότητα της αγωγής, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι` αυτήν (ΑΠ 1086/2017, ΑΠ 1279/2012)»

Επιπλέον επίσης γίνεται δεκτό (ΑΠ 999/2022, ΑΠ 253/2022, ΝΟΜΟΣ) ότι «από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361 και 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 Εμπ.Ν. και 64-67 του ν.δ. 17-7/13-8-1923 περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών, αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση με την οποία συμφωνείται από τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, ότι οι εκατέρωθεν απαιτήσεις από τις συναλλαγές τους δεν θα επιδιώκονται μεμονωμένα αλλά θα φέρονται σε κοινό λογαριασμό προς απόσβεσή τους κατά το μέρος που καλύπτονται, ώστε τελικώς το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο να αποτελεί τη μοναδική απαίτηση μεταξύ των μερών. Ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά, εκτός αντίθετης συμφωνίας, κάθε εξάμηνο και οριστικά με καταγγελία της συμβάσεως (άρθ. 112 ΕισΝΑΚ παρ.2). Το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού δεν επιφέρει τη λήξη της σχετικής σύμβασης, ούτε δημιουργεί απαίτηση για απόδοση του προκύπτοντος από αυτό καταλοίπου, το οποίο μπορεί προς λογιστική τακτοποίηση να αναγνωριστεί κατά τους όρους του άρθρου 873 ΑΚ ή με επιβεβαιωτική σύμβαση ή με παροχή αποδεικτικού μέσου. Στην περίπτωση αυτή το από το περιοδικό κλείσιμο κατάλοιπο αποτελεί κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, έτσι ώστε, μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, να μην απαιτείται εκκαθάρισή του για την περίοδο, στην οποία αφορά η γενόμενη αναγνώριση. Μόνο μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικώς η απόδοση του οριστικού καταλοίπου (AΠ 267/2021, 97/2020,1437/2014, 910/2010), ενώ το καθένα από τα συμβληθέντα μέρη μπορεί οποτεδήποτε με καταγγελία του να θεωρήσει πως ο αλληλόχρεος λογαριασμός έκλεισε οριστικά, οπότε ο δικαιούχος του καταλοίπου έχει δικαίωμα να το απαιτήσει αμέσως (άρθ. 112 εδ. γ` ΕισΝΑΚ). Η σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού διαφοροποιείται από την έννοια του απλού δοσοληπτικού λογαριασμού, η τήρησή του οποίου απλώς απεικονίζει, κατά τους κανόνες της λογιστικής και προς παρακολούθηση των δοσοληψιών μεταξύ δύο προσώπων, τις εκατέρωθεν οφειλόμενες παροχές, χωρίς να έχει προβλεφθεί και συμφωνηθεί ότι οι καταχωρούμενες σε αυτό τον λογαριασμό χρεοπιστώσεις θα χάνουν την αυτοτέλειά τους και ότι η αξίωση του δανειστή- δικαιούχου του καταλοίπου που προκύπτει θα γεννάται, μόνο, μετά από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού (βλ. και ΑΠ 754/2021). Επομένως επί απλού δοσοληπτικού λογαριασμού δεν απαιτείται να χωρήσει καταγγελία για να απαιτηθούν ακόμη και μεμονωμένες απαιτήσεις καταχωρούμενες σ` αυτόν ή το προκύπτον από τις καταχωρίσεις υπόλοιπο (με παράθεση των δοσοληψιών στη σχετική αγωγή) σε περίπτωση εκκαθάρισης των οφειλομένων είτε με συμφωνία των μερών ή και με πρωτοβουλία ενός από αυτά, ενώ και σε αυτή την περίπτωση μπορεί να αναγνωρισθεί από τα μέρη το υπόλοιπο αυτό είτε δι` αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, οπότε για τη δικαστική διεκδίκησή του δεν είναι αναγκαία η παράθεση των επιμέρους δοσοληψιών στη σχετική αγωγή, είτε δι` αιτιώδους κατ` άρθρο 361 ΑΚ αναγνώρισης χρέους, οπότε πρέπει να παρατίθεται η αιτία του κατά τα προαναφερόμενα. Περαιτέρω, ο νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης και η επιλογή των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο αποφαίνεται όμως πάντοτε με βάση τα προτεινόμενα από τους διαδίκους και αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά, ενώ είναι αδιάφορη η ονομασία την οποία έδωσαν στη σύμβαση τα μέρη (ΑΠ 754/2021, 772/2012, 1438/1995).»

Επειδή συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, ο εναγόμενος μου οφείλει το ανωτέρω ποσό-υπόλοιπο γιατί...

01 Δεκεμβρίου 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
13/2023

(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής: ΤΠ3/2022)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Διονύσιο Δάλλα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Σουρλίγκα, Πρωτόδικη - Εισηγήτρια, Τιμόθεο Κοντοχρήστο, Πρωτόδικη και από τη Γραμματέα Ιωάννα Μισύρη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 13^ Ιανουάριου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …………. του …….και της ……, κατοίκου ………, με Α.Φ.Μ. ……… - Δ.Ο.Υ. ………, για τον οποίο προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις κατ’ άρθρον 237 παρ.1 εδ.α' ΚΠολΔ, την 5ΐ/12/2022 ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, ………, δικηγόρος ……. (AM ……..), δυνάμει της από ………. έγγραφης εξουσιοδότησής του, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του και παραστάθηκε στο ακροατήριο διά του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ……….. του ………. και της ………., κατοίκου ………, ………., με Α.Φ.Μ ………. - Δ.Ο.Υ. …….., για τον οποίο προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις κατ’ άρθρον 237 παρ.1 εδ.α' ΚΠολΔ, την ………… ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, ……………, δικηγόρος …….. (AM ………), δυνάμει της από ……… έγγραφης εξουσιοδότησής του, με βεβαιωμένο τα γνήσιο της υπογραφής του και παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου,

Ο εναγών ζητεί να γίνει δεκτή η από ……. και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. αγωγή του η οποία προσδιορίστηκε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ, 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) για τη δικάσιμα που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως αναγράφεται παραπάνω, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1718 και 1721 παρ.1α ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι είναι άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη, εφόσον αυτή δεν έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη και δεν έχει χρονολογηθεί και υπογράφει από αυτόν Ο νόμος απαίτησε την καθ' ολοκληρίαν γραφή της ιδιόγραφης διαθήκης από το χέρι του ίδιου του διαθέτη προς διασφάλιση της γνησιότητας και του περιεχομένου της τελευταίας βούλησης αυτού (διαθέτη), μη επιτρέποντας την επέμβαση ξένης χειρός σ' αυτήν, και, εφόσον δεν διακρίνει, απαιτείται να είναι ιδιοχείρως γραμμένη ολόκληρη η διαθήκη απ’ αρχής μέχρι τέλους, το οποίο επισημαίνεται με την επίσης ιδιοχείρως γραμμένη υπογραφή του διαθέτη (Βλ ΑΠ 463/2019, ΑΠ 855/2018, ΑΠ 732/2016, ΑΠ 616/2016). Η διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης, με την έννοια του άρθρου 3 ΑΚ, δεν μπορεί δηλαδή η ιδιωτική βούληση να παραμερίσει τις διατυπώσεις σύνταξης που ορίζει ο νόμος, ώστε κάθε παρέκκλιση από τον τύπο που καθιερώνει ο νόμος να επιφέρει την ακυρότητα της διαθήκης (ΑΠ 855/2018, ΑΠ 1360/2008, Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1718, 1721 § 1 εδαφ. α' και 180 ΑΚ συνάγεται ότι η ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία δεν έχει γραφεί ολόκληρη, χρονολογηθεί και υπογράφει με το χέρι του διαθέτη, αλλά με το χέρι άλλου προσώπου, είναι άκυρη (ΑΠ 708/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ1912/2014, ΑΠ 609/2014 ΑΠ 1336/2009). Την ακυρότητα αυτής μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον το οποίο πρέπει να είναι άμεσο. Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον έχουν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους, λόγω της ακυρότητας της διαθήκης, περιέρχεται ολόκληρη η κληρονομιά του (ΑΠ 103/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 729/2011Δνΐ] 2011/1027, ΑΠ 1063/2006 Δνη 47/1418, ΕΑ 399/2010 δημ, ΝΟΜΟΣ. ΕφΛαμ 223/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ). Ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της υπογραφής σ’ αυτή, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφτηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη. Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας υπέρ εκείνου που την επικαλείται. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριο, μέχρις ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της διαθήκης παρήλθε πενταετία, χωρίς στο μεταξύ ν' αμφισβητηθεί η γνησιότητα της διαθήκης σε δίκη μεταξύ κάποιου που αντλεί δικαιώματα απ’ αυτή και κάποιου από τους βλαπτόμενους (άρθρ. 1777 ΑΚ). Το νόημα του μαχητού αυτού τεκμηρίου γνησιότητας συνίσταται στην ανατροπή του βάρους απόδειξης, δηλαδή, ενώ μέχρι τη συμπλήρωση της πενταετίας όποιος επικαλείται τη γνησιότητα της διαθήκης βαρύνεται και με την απόδειξη της, μετά την πάροδο της πενταετίας ανατρέπεται το βάρος της απόδειξης και αυτός που αμφισβητεί το κύρος της διαθήκης βαρύνεται να αποδείξει την έλλειψη γνησιότητας (ΑΠ 1377/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1595/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 521/2003 ΑχαΝομ 2004/186). Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για ακυρότητα της διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνο η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλομένου, από τη διαθήκη, δικαιώματος του εναγομένου. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγόμενου, αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος ν' αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη, από το διαθέτη, γραφή και υπογραφή της διαθήκης (ΑΠ 1595/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 380/1989 ΕλλΔνη 31/530, ΕΑ 399/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ., ΕΑ 2781/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ). Η προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως συμβαίνει όταν έχει γραφεί από τρίτο με υπαγόρευση του διαθέτη. Στην περίπτωση, όμως, που προβληθεί αυτοτελής ισχυρισμός για πλαστότητα της ιδιόγραφης διαθήκης, τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν οφείλει να αποδείξει αυτός που τον προβάλλει (ΕΑ 399/2010 ο.π., ΕφΑΘ 2781/2008 ο.π., ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθάπουλου, άρθρ 1721 αριθμ 2, όπου και παραπομπές σε συγγραφείς και στη νομολογία) (ΤρΕφΔωδ 1/2016, Qualex).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι την …….. απεβίωσε στην ………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο αδελφός του ………. του ………, ο οποίος ήταν άγαμος και άτεκνος. Ότι, κατά το χρόνο θανάτου του, ο ως άνω αποβιώσας κατέλιπε μοναδικούς πλησιεστέρους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τον ενάγοντα ο οποίος είναι και ο μοναδικός εν ζωή αδερφός του, και τα τρία τέκνα του προαποβιώσαντος αδερφού του, ….., ήτοι 1) την ……… του ……., 2) τον …………, του ………, εναγόμενο και 3) την ……….. του ………. Ότι παρόλο που έλαβε τόσο από το Ειρηνοδικείο Ευρυτανίας όσο και από το Ειρηνοδικείο Αθηνών πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης και εξεδόθη και διαταγή κληρονομητηρίου, ο εναγόμενος, ανιψιός του κληρονομούμενου, εμφάνισε προς δημοσίευση την από ………. ιδιόγραφη διαθήκη του ως άνω κληρονομούμενου που εν τελεί δημοσιεύθηκε δυνάμει του υπ’ αριθμ. …….. πρακτικού του Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας. Ότι με την ως άνω διαθήκη ο κληρονομούμενος φέρεται να εγκατέστησε ως κληρονόμο του τον εναγόμενο στο σύνολο της περιουσίας του. Ότι η ανωτέρω αναφερόμενη διαθήκη είναι άκυρη, διότι, αφενός, όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της διαθήκης ομολογημένα και εγγράφως, δεν έχει γραφεί ολόκληρη από το χέρι του διαθέτη αλλά από το χέρι του ίδιου του εναγόμενου και αφετέρου, ουδόλως έχει υπογράφει ιδιοχείρως από τον ως άνω κληρονομούμενο. Ότι, τέλος, τυγχάνει εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά ποσοστό ½, στην περιουσία που κατέλειπε ο κληρονομούμενος. Ενόψει δε των ανωτέρω ιστορουμένων, επικαλούμενος άμεσο έννομο συμφέρον, ζητεί να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από …… φερόμενης ως ιδιόγραφης διαθήκης του ανωτέρω αναφερόμενου διαθέτη που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ …………… πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας και καταχωρήθηκε στο γενικό βιβλίο διαθηκών του ίδιου Ειρηνοδικείου και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη.

Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, η υπο κρίση αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται ττρος συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον, αφενός, η αναγνωριστική της ακυρότητας διαθήκης αγωγή έχει ως αντικείμενο ανεπίδεκτη χρηματικής αποτίμησης διαφορά και ως εκ τούτου υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά τη διάταξη του άρθρου 18 ΚΠολΔ (βλ. ΠΠρΑΘ 289/2014. Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ). και, αφετέρου, η υπό κρίση διαφορά υπάγεται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της περιφέρειας στην οποία είχε την κατοικία του ο κληρονομούμενος, όταν πέθανε (άρθρ. 30 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, παραδεκτώς εισάγεται για να δικαστεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρ. 215, 237 επ ΚΠολΔ), διότι κατατέθηκε την 20.06.2022 και επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στον εναγόμενο, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, κατά το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’αριθμ. ……. έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Λαμίας με έδρα το Πρωτοδικείο Ευρυτανίας, …..), ενώ, για το αντικείμενό της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου. Τέλος, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 180, 1710, 1712, 1718, 1721. 1814, 1846 ΑΚ, 68, 70, 176 εδ. α' και 191 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει, η ως άνω αγωγή, να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής τηρήθηκε η έγγραφη ενημέρωση του ενάγοντος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του περί δυνατότητας επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4640/2019.

Ο εναγόμενος, με τις νομίμως κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις του συνομολογεί το θάνατο του ως άνω κληρονομούμενου, τη συγγενική σχέση των διαδίκων με αυτόν, καθώς και το γεγονός ότι το κείμενο της διαθήκης έχει γραφεί από τον ίδιο. Ισχυρίζεται, όμως, ότι την υπογραφή στο τέλος αυτής καθώς και τα ονοματεπωνυμικά του στοιχεία τα έθεσε ο ίδιος ο διαθέτης όπως και το ότι αυτή (η διαθήκη) αποτυπώνει την αληθινή του βούληση. Επιπλέον, δε, αιτείται τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης προκειμένου ειδικός διορισμένος από το Δικαστήριο γραφολόγος να γνωμοδοτήσει εάν πράγματι ο διαθέτης έθεσε την υπογραφή του και το ονοματεπώνυμό του επί της ένδικης διαθήκης.

Από την υπ' αριθμ. ……. ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……. του ………., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Καρπενησιού ……….., που προσκομίζει και επικαλείται ο εναγόμενος κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης προ δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμων ημερών κλήτευσης του ενάγοντας (βλ. την υπ` αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Λάρισας με έδρα το Πρωτοδικείο Καρδίτσας, ………..), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Ο ………….του ……………., που γεννήθηκε την ……….., απεβίωσε την ……….. στην κατοικία του, στην …………, συνεπεία καρδιαναπνευστικής ανακοπής. Κατά το χρόνο θανάτου του κατέλιπε ως πλησιέστερους συγγενείς του, τον ενάγοντα αδερφό του, ……….. του ………… και τα τρία ανίψια του, τέκνα του προαποβιώσαντος αδερφού του, ……….., ήτοι: 1) την ………. του ……………, 2) τον …………, του …………, εδώ εναγόμενο και 3) την ………. του ……….. (βλ. το υπ’ αριθμ. ………. πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου ………). Μετά το θάνατο του ………, ο εναγόμενος, ………. του ………, ανιψιός του, προσκόμισε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας την από ……….. ιδιόγραφη διαθήκη ως προερχόμενη από τον πιο πάνω αποβιώσαντα που δημοσιεύθηκε δυνάμει του υπ' αριθμ. ………. πρακτικού του ως άνω Ειρηνοδικείου και έχει το ακόλουθο περιεχόμενο [ακολουθείται η ορθογραφία του κειμένου]: «Αυτή είναι η διαθήκη μου. Ο υπογεγραμμένος ………. με αριθμό ταυτότητας ……… κάτοικος ……… κληροδοτεί ως εξείς την περιουσία του ί) Στον ……….. άνεργος με αριθμό ταυτότητας………..κάτοικο ………. Όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εκτέλεση της διαθήκης θα γίνουν από την κληρονομιά μου έτσι ώστε οι κληροδόχος μου να τταραλάβει τα κληροδοτήματα χωρίς καμία επιβάρυνση. Δηλώ επίσης ότι με τη διαθήκη μου αυτή αναιρώ κάθε προηγούμενη από το θάνατό μου διάθεση της περιουσίας μου. Συνετάχθη από εμένα το ……… λόγω ότι δεν ήταν δυνατό να τα γράψει ο θείος μου ακόμα σε περίπτωση που φύγω και εγώ από τη ζωή ο θείος μου είπε να δοθούν σε μέλη της οικογένειας μας με την προϋπόθεση ότι θα είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, συνεταχθεί την Παρασκευή …….. και ώρα 9:12 του έτους ……… και υπογράφεται ιδιόχειρα από το θείο μου διότι δεν ήταν δυνατό να συνταχθεί από τον ίδιο. Υπογραφή. ……….». Ο εναγόμενος δε, με τις προτάσεις του, διατείνεται ότι την ………, ο διαθέτης, λόγω της σημαντικής επιβάρυνσης της υγείας του και ιδίως λόγω της αδυναμίας χρήσης των χειρών του εξαιτίας του γήρατος και του γεγονότος ότι έπασχε από τη νόσο του Parkinson (Πάρκινσον), αδυνατούσε να γράψει και να συντάξει την πιο πάνω διαθήκη, όμως έθεσε ο ίδιος στο τέλος του κειμένου αυτής την υπογραφή του και τα ονοματεπωνυμικά του στοιχεία, ενώ δε, η πιο πάνω διαθήκη εκφράζει την αληθή βούλησή του. Ωστόσο, με τα δεδομένα αυτά, αποδείχθηκε ότι η επίδικη ιδιόχειρη διαθήκη είναι άκυρη, καθόσον δεν έχει γραφεί ολόκληρη και χρονολογηθεί από το ίδιο το χέρι του διαθέτη. Τα ως άνω προκύπτουν, τόσο, από το ίδιο το κείμενο της διαθήκης, όσο, και από τα όσα ο εναγόμενος συνομολογεί με τις προτάσεις του.  Ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ιδιόγραφη διαθήκη πρέπει να έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, ενώ, η ως άνω διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης και συνεπώς, δεν μπορεί η ιδιωτική βούληση να παραμερίσει τις διατυπώσεις σύνταξης που ορίζει ο νόμος. Επομένως, ουδόλως έχει σημασία εάν έχει υπογράφει από το χέρι του διαθέτη και αν αυτός έχει θέσει τα ονοματεπωνυμικά του στοιχεία. Ομοίως, παρέλκει η εξέταση του αιτήματος (του εναγόμενου) για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης ως προς το αληθές πρόσωπο που έθεσε την υπογραφή στο τέλος του κειμένου της διαθήκης, αφού ακόμα και εάν την έθεσε ο διαθέτης η ως άνω διαθήκη είναι σε κάθε περίπτωση άκυρη για τον λόγο ότι δεν γράφηκε και δεν χρονολογήθηκε εξ ολοκλήρου απ’ αυτόν. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ ουσία και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της αττό ………. ιδιόγραφης διαθήκης του ……….. του ………, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ. …….. πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου, λόγω της ήττας του (άρθρο 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ),

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η από ….. ιδιόγραφη διαθήκη του ……. του ……., που απεβίωσε την …….. στην ……., η οποία δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ. ……… πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Ευρυτανίας, είναι άκυρη

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600 €) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αττοφασίσθηκε στο Καρπενήσι την 14η Σεπτεμβρίου 2023, ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ, δε, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στο Καρπενήσι, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 10Π Νοεμβρίου του έτους 2023, με διαφορετική σύνθεση λόγω προαγωγής του Προέδρου Πρωτοδικών κ. Διονυσίου Δάλλα, αποτελούμενη από τους Παναγιώτη Τρυφωνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Σουρλίγκα, Πρωτοδίκη-Εισητήρια, Τιμόθεο Κοντοχρήστο, Πρωτόδικη και Ιωάννα Μισύρη, Γραμματέα.

13 Σεπτεμβρίου 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Η Α είχε ασκήσει εργατική αγωγή κατά των εργοδοτών της Β και Γ, διεκδικώντας διαφορές μισθών, υπερεργασία κλπ. Πριν τη συζήτηση, είχε ασκήσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας την εξασφάλισή της με συντηρητική κατάσχεση και προσημείωση υποθήκης στην περιουσία της. Κατά την συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών, οι εναγόμενοι-καθ` ων, εξέτασαν ως μάρτυρα μέλος της οικογένειάς τους, ο οποίος ήταν άσχετος με την εργατική διαφορά. Αυτός κατέθεσε ότι «όσες συμβιβαστικές προτάσεις μας έκανε η Α της απαντήσαμε ότι δεν της οφείλαμε για όλους τους παραπάνω λόγους κανένα απολύτως ποσό και αν στην απίθανη περίπτωση δικαιωθεί δικαστικά θα της πληρώσουμε αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει το δικαστήριο, αφού η οικογένεια μας είναι έντιμη και το γνωρίζει όλη η κοινωνία ...»

          Με βάση την ανωτέρω κατάθεση, η Α, άσκησε την παρακάτω αγωγή κατά του ανωτέρω μάρτυρα με νομικές βάσεις την σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, την σύμβαση εγγύησης και την σύμβαση αφηρημένη υπόσχεση χρέους (τακτική διαδικασία)

----------

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ....

ΑΓΩΓΗ (από σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, από εγγύηση και από αφηρημένη υπόσχεση χρέους-ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

....

ΚΑΤΑ

 ......

 

                              ΣΥΜΒΑΣΗ ΣΩΡΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΔΟΧΗΣ ΧΡΕΟΥΣ

                   1ος τρόπος κατάρτισης σωρευτικής αναδοχής χρέους

          Ο εναγόμενος, με την ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή του την ..., συνήψε σύμβαση (ΑΚ 361, 477) μαζί μου δυνάμει της οποίας αναδέχθηκε σωρευτικά το χρέος του εναγόμενου υιού του και της συζύγου του. Διότι, την ανωτέρω πρότασή του ότι θα πληρώσει και αυτός («θα της πληρώσουμε…αφού η οικογένειά μας είναι έντιμη», ενώ ο ίδιος ομολογημένα είναι μέλος της ιδίας οικογένειας), το ξένο γι` αυτόν χρέος, καθόσον δεν ήταν εναγόμενος στην εργατική αγωγή μου, την αποδέχθηκα και πάντως την αποδέχομαι με την έγερση της παρούσας. (ΑΠ 934/1992, ΕΕΝ 60,656, Ν. Λεοντής, ΕρμΑΚ,1, υπο 477.6)

          Ειδικότερα, η σύμβαση σωρευτικής αναδοχής μπορεί να καταρτιστεί μεταξύ νέου οφειλέτη και δανειστή ακόμη και σιωπηρά και επιπλέον, δεν απαιτείται να τηρηθεί τύπος (Ν. Λεοντής ό,α, ΑΠ 230/2014 ΧρΙΔ 2014,500, ΑΠ 1763/2007 ΕλλΔνη 2008,217). Εν προκειμένω η πρόθεση και η αντίστοιχη πρόταση του ανωτέρω, ενδιαφερομένου νέου οφειλέτη για την ανάληψη και απ` αυτόν του χρέους, δεν συνάγεται σιωπηρά μόνο, αλλά είναι δηλωμένη εγγράφως και ρητά και δη στο ανωτέρω δημόσιο έγγραφο, που προσκομίστηκε από τους συγγενείς του στο δικαστήριο με επίκληση.

          Επιπλέον, προέβη στην ανωτέρω δημόσια έγγραφη δήλωση-πρόταση, ενώ γνώριζε καλά τις αξιώσεις μου της εργατικής αγωγής, αφού, ρητά βεβαιώνεται στην βεβαίωση που έδωσε, ότι «αφού ανάγνωσα την ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μαζί με την ενσωματωμένη σ` αυτή από ... αγωγή της έχω να καταθέσω από ιδία αντίληψη τα παρακάτω.».

          Επιπλέον, γνώριζε ότι σκοπός της ήταν να προσκομιστεί, όπως και έγινε, ενώπιον δικαστηρίου στο οποίο δεν ήταν ο ίδιος διάδικος και συναφώς δεν είχα αξίωση και από τον ίδιο. Προσέτι δε γνώριζε  και ότι θα λάβω γνώση της ενόρκου βεβαίωσης και σύστοιχα, της ανωτέρω δήλωσης, πρότασης, προσφοράς και πρόθεσής του για την πληρωμή των αξιώσεών μου και από τον ίδιο (θα της πληρώσουμε) και παρά ταύτα δήλωσε και κατέθεσε τα ανωτέρω. Τα δε κατατεθέντα, είναι φανερό ότι   δεν περιορίζονται αποκλειστικά σε γεγονότα, δηλώσεις, πρόθεση κλπ που αφορούν το πρόσωπο των διαδίκων συγγενών του, αλλά και του ιδίου, αν και, όπως ειπώθηκε, γνώριζε ότι δεν είναι διάδικος και δεν μετέχει στην δίκη. Έτσι πέραν της ανωτέρω δηλώσεώς του ότι «θα της πληρώσουμε…αφού η οικογένειά μας είναι έντιμη» , προηγείται και η κατάθεσή του ότι «όσες συμβιβαστικές προτάσεις μας έκανε…της απαντήσαμε…» εκ της οποίας και μόνο προκύπτει ότι, ενώ δεν είναι εναγόμενος, εν τούτοις συμμετέχει ομού μετά της οικογενείας του και ο ίδιος και με πρόθεση συναπόφασης προς το σκοπό επίλυσης της διαφοράς, ήδη από το στάδιο των συμβιβαστικών προτάσεων. Είναι δηλ. φανερό ότι η αναδοχή του, έχει την αιτία της στην σχέση του με τους συγγενείς του και ήδη εναγόμενους ως οφειλέτες (παροχή πίστωσης, δωρεά, άλλη σχέση «κάλυψης» κλπ), και όχι στην μεταξύ μας σχέση (έτσι ώστε π.χ να μου παράσχει ασφάλεια). Ο λόγος δεν ενδιαφέρει αφού η σωρευτική αναδοχή αποτελεί αναιτιώδη ή αφηρημένη σύμβαση και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης του χρέους, αλλά ανάληψης από τον αναδεχόμενο εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει. (Γεωργ-Σταθ. υπο 477, 6). Ακριβώς λοιπόν δια τούτα, και ιδίως από το περιεχόμενο της βεβαίωσής του, προκύπτει ότι σκοπός του με αυτή είναι ακριβώς η ικανοποίηση και δικού του συμφέροντος (Γεωργ-Σταθ. υπο 477.13), δηλ. για να μη θιγεί η εντιμότητα της οικογένειάς του και άρα και του ιδίου, αφού είναι μέλος της, την οποία (εντιμότητα της οικογενείας και του ιδίου), «γνωρίζει όλη η κοινωνία ...». Άλλωστε, όπως προκύπτει από την ίδια την κατάθεσή του, συχνά και πολλαπλώς αναφέρεται σ` αυτή την προσβολή, αφού θεωρεί ότι οι «δικαστικές ενέργειές» μου, είναι «άκρως προσβλητικές σε βάρος της οικογενείας μας» και ότι τα δικόγραφά μου προσβάλλουν την τιμή της οικογένειάς μας και μας εκθέτει .Πράγματι, εάν ληφθεί υπόψη και ο κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο δηλώνονται εγγράφως τα ανωτέρω, δηλ. όταν με ασφαλιστικά και ιδίως με προσωρινή δ/γή ζητώ άμεσα την εξασφάλιση της απαίτησής μου από τον μελλοντικό κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί αυτή, τότε αναδύεται εναργέστερα ο ανωτέρω σκοπός ικανοποίησης και του δικού του συμφέροντος. (κριτήριο- όχι το μόνο- για την κρίση περί σωρευτικής αναδοχής ΕφΑθ 10465/1978 ΝοΒ 27,979). Διότι, η «δέσμευση» των όποιων περιουσιακών στοιχείων των μελών της οικογενείας του, θα έπληττε αφόρητα (άκρως προσβλητικές) την γνωστή σε όλους και αψεγάδιαστη εικόνα της οικογενείας του, δηλ. των μελών της και του ιδίου, ιδίως δε εάν ληφθεί υπόψη, ότι θα μπορούσε να επιφέρει ακόμα και διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης.  Με την ανωτέρω λοιπόν δήλωση και πρόθεσή του, σκοπούσε ακριβώς σε αυτή την προστασία της κοινωνικοηθικής εικόνας και του ιδίου στην κοινωνία .. δηλ. στην ικανοποίηση και ενός δικού του συμφέροντος που δεν ήθελε να πληγεί.

                    2ος τρόπος κατάρτισης σωρευτικής αναδοχής χρέους

          Άλλως και επικουρικά, καταρτίστηκε σύμβαση αναδοχής χρέους μεταξύ παλαιών και νέου οφειλέτη με την συναίνεση, αποδοχή, σύμπραξη και έγκρισή μου, γιατί με τον ανωτέρω τρόπο συμφωνήθηκε μεταξύ παλαιών και νέου οφειλέτη, να προστεθεί και ο τελευταίος ως οφειλέτης στην οφειλή τους. Συγκεκριμένα:

          Προκύπτει αυτή η συμφωνία μεταξύ τους και με το ανωτέρω περιεχόμενο, διότι α) τα ανωτέρω δηλωθέντα και χωρίς αμφισημίες, κατέθεσε ο μάρτυράς τους ενώ γνώριζε όπως ειπώθηκε, για ποια υπόθεση καταθέτει και ποιες είναι οι αξιώσεις μου εναντίον των εναγομένων της εργατικής αγωγής και συγγενών του. Άλλωστε κατά τα ανωτέρω, η αιτία αναζητείται στις μεταξύ τους σχέσεις και όχι στην σχέση του μάρτυρα με εμένα. β) διότι, όπως προκύπτει από την ένορκη βεβαίωσή του, εμφανίστηκε ο ίδιος και ζήτησε την σύνταξη της, και μάλιστα την ημέρα συζήτησης της προσωρινής δ/γής, ακριβώς επειδή οι εναγόμενοι του γνωστοποίησαν την αίτησή μου (με την εν αυτή αγωγή) και ζήτησαν την κατάθεσή του, καθόσον διαφορετικά δεν θα μπορούσε να δοθεί και γ) διότι οι τελευταίοι, μετά ταύτα την αποδέχθηκαν και συμφώνησαν σ` αυτή, αφού έκαναν χρήση αυτής, δηλ. την προσκόμισαν με επίκληση στις ανωτέρω δικασίμους γνωρίζοντας το περιεχόμενό της, ήτοι ότι είχε βεβαιώσει ήδη ενόρκως τα ανωτέρω .

          Δηλ. συμφώνησαν κατ` αλλήλων, ο μεν ένας να την χορηγήσει με συγκεκριμένο περιεχόμενο και με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στο δικαστήριο, οι δε άλλοι να την χρησιμοποιήσουν με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, ενώ γνώριζαν ότι ο καταθέτων τα ανωτέρω, δεν είναι διάδικος στην δίκη που δικάζονταν, τα δε κατατεθέντα, δεν αφορούσαν αποκλειστικά τους διαδίκους, αλλά και τον ίδιο τον μάρτυρα και την δική του πρόθεση και προσφορά. Συμφώνησαν δηλαδή ότι θα της πληρώσουμε…αφού η οικογένειά μας είναι έντιμη .

          Στην παραπάνω συμφωνία μεταξύ τους συνέπραξα, άλλως την αποδέχθηκα και συναίνεσα σ` αυτή, γιατί δεν την αντέκρουσα και δεν ζήτησα να μη ληφθεί υπόψη ως παράνομο ή ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, αλλ` αντίθετα κατέστη κοινό αποδεικτικό μέσο και έλαβα γνώση αυτής. Σε κάθε περίπτωση δηλώνω και με την παρούσα ότι, εφόσον ήθελε κριθεί ότι πρόκειται για μία τέτοια συμφωνία, την αποδέχομαι, συναινώ και την εγκρίνω, οπότε γεννώνται αναδρομικά και εξ αρχής(30-6-2021) πλήρη τα αποτελέσματα της αναδοχής.  Άλλωστε αυτή καθ` εαυτήν η έγερση της παρούσης, σημαίνει αποδοχή, συναίνεση και έγκριση της παραπάνω συμφωνίας τους αφού ζητώ να επέλθουν οι έννομες συνέπειές της υπέρ μου. ( Ν.Λεοντής ΕρμΑΚ, τ.Ι, υπο 477.3, όπου και νομολογία)

                   3ος τρόπος κατάρτισης σωρευτικής αναδοχής χρέους

          Άλλως και όλως επικουρικά, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι δεν καταρτίστηκε με κανέναν από τους ανωτέρω τρόπους, τότε καταρτίστηκε   ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (ΑΚ 411, Ν. Λεοντής ό.α υπο 477. 3, Γεωργ-Σταθ. υπο 477.2 και υπο Εισαγ. παρατ. στα άρθρα 410-415. 33 όπου ρητά, η αναδοχή χρέους με συμφωνία οφειλέτη και αναδεχόμενου, αναγνωρίζεται ως μία από τις περιπτώσεις σύμβασης υπέρ τρίτου που ρυθμίζονται από τον ΑΚ, επίσης και υπό 478.9). Διότι με βάση όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά,  αλλά και όσα θα αναφερθούν,  προκύπτει σαφώς βούληση και συμφωνία τους (βλ. ανωτέρω περιστατικά, συγγενικής σχέσης, γνώσης, κοινού σκοπού και κοινού συμφέροντος, στα οποία παραπέμπω) να θεμελιωθεί άμεσο δικαίωμά μου κατά την έννοια της ΑΚ 411, ώστε να δικαιούμαι να απαιτήσω και απ` αυτόν που υποσχέθηκε την εκπλήρωση της παροχής. Πρόκειται δηλ. για γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου η οποία έχει ενέργεια σωρευτικής κατ` άρθρο 477ΑΚ αναδοχής χρέους, οπότε αρχικοί και νέος οφειλέτης είναι εις ολόκληρον συνοφειλέτες απέναντί μου. (Γεωργ-Σταθ. υπο 477. 2, 478. 9).

          Ειδικότερα, ο υποσχεθείς μάρτυρας, υποσχέθηκε στους συγγενείς του αντισυμβαλλόμενους (δέκτες της υπόσχεσης) ότι θα εκπληρώσει και αυτός την παροχή (οφειλή) προς εμένα (τρίτος), διότι την συγκεκριμένη ένορκη βεβαίωση που αναφέρεται και στον ίδιο ως αυτοτελές μέλος της ιδίας οικογένειας που υπόσχεται την πληρωμή, την έδωσε και την χορήγησε στους συγγενείς του, εν γνώσει του περιεχομένου της και εν γνώσει των αξιώσεών μου (στην «περίπτωση που δικαιωθεί δικαστικά θα της πληρώσουμε αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει το δικαστήριο»). Έτσι, σύμφωνα και με όσα ειπώθηκαν ανωτέρω, συνήφθη συμφωνία μεταξύ τους, αφού οι αντίδικοί μου αποδέχθηκαν την υπόσχεσή του, καθόσον, αν μη τι άλλο, γνώριζαν το ανωτέρω ακριβές περιεχόμενο της βεβαίωσης του και την χρησιμοποίησαν. Δικαιούμαι όθεν να απαιτήσω άμεσα και απ` ευθείας απ` αυτόν που υποσχέθηκε διότι:  

          Είναι αναντίρρητο με βάση τα ανωτέρω περιστατικά, ότι μεταξύ εμού και του ανωτέρω υποσχεθέντος, δεν υπήρχε καμία έννομη σχέση, αφού δεν ήταν και δεν είναι καν διάδικος στην εργατική αγωγή και ούτε διατηρούσα κάποια αξίωση εναντίον του. Παρά ταύτα προέβη με την επίμαχη ένορκη βεβαίωση, στην ανωτέρω σύναψη της σύμβασης με τους συγγενείς του-οικογένειά του (θα της πληρώσουμε η οικογένειά μας), ενώ όπως ειπώθηκε αυτοί συμφωνούντες στην λήψη της με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, την αποδέχθηκαν και την προσκόμισαν. Η ανωτέρω λοιπόν συμφωνία τους, δεν έγινε ιδιωτικά και κρυφά από εμένα, αλλά με τον ανωτέρω τρόπο την ανακοίνωσαν και την φανέρωσαν προκειμένου να λάβω γνώση και μάλιστα αυτό έγινε επισήμως και πανηγυρικά, αφού τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος δημοσίου εγγράφου και προσκομίστηκε σε δικαστήρια από τους ίδιους.

          Προκύπτει δηλ. από τα ανωτέρω περιστατικά (δημοσιότητα της συμφωνίας τους προς το σκοπό γνώσης μου και δεσμευτικότητα λόγω του εγγράφου τύπου της), ότι σκοπός τους ήταν να προσπορίσουν σε εμένα άμεσο δικαίωμα αναζήτησης της οφειλής από τον υποσχεθέντα. Διότι διαφορετικά, την μεταξύ τους ιδιωτική συμφωνία δεν θα είχαν κανένα λόγο να την φανερώσουν προς εμένα και ούτε υπήρχε η ανάγκη έγγραφου δεσμευτικού τύπου. Δεν την εκράτησαν δηλ. μυστική και ούτε απέφυγαν να μου την ανακοινώσουν (Γεωργ-Σταθ. υπο 411.3). Μάλιστα αυτά έλαβαν χώρα ενώ γνώριζαν καλώς και πλήρως τις εργατικές μου αξιώσεις και αγωγή μου με τις οποίες διεκδικώ αυτές, ενώ το βήμα το οποίο επέλεξαν για την ανακοίνωσή της, δεν ήταν κάποια κοινωνική ή άλλη συναναστροφή τους, απέναντι στην οποία δεν θα υπήρχε παρά μόνο μία ηθική δέσμευση, αλλά το δικαστήριο το οποίο διαγιγνώσκει υποχρεώσεις και δικαιώματα (έννομες συνέπειες). Σημαντικό δε στοιχείο υπέρ του ότι σκοπούσαν να μου παράσχουν άμεσο και ίδιο δικαίωμα έναντι του υποσχεθέντος μάρτυρα, είναι ότι η παραπάνω ανακοινωθείσα σε εμένα συμφωνία μεταξύ τους, έγινε καθ` όν χρόνο εγώ με τα ασφαλιστικά μου μέτρα και δη άμεσα με προσωρινή δ/γή, ζητούσα την εξασφάλιση και προστασία της απαίτησής μου από τον κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί αυτή στο μέλλον, συνεπεία, τόσο της έλλειψης εμφανών στοιχείων του εργοδότη, όσο και της δεδηλωμένης και αναφερόμενης στην αίτησή μου (και άρα γνωστή σ` αυτούς) πρόθεσής τους (των αντιδίκων μου) να μη με πληρώσουν.

          Συνεπώς με τον ανωτέρω τρόπο και στον συγκεκριμένο χρόνο, δεν ζήτησαν απλά και άνευ ετέρου, την απόρριψη της αιτούμενης από εμένα άμεσης «δέσμευσης» των περιουσιακών τους στοιχείων (συντηρητική κατάσχεση, προσημείωση). Αντιπαρέταξαν στο ανωτέρω αίτημά μου την ανακοίνωση μίας έγγραφης συμφωνίας μεταξύ τους με βάση την οποία, ένα άλλο μέλος της έντιμης οικογένειάς τους, υπόσχονταν πλέον  και για τον ίδιο ατομικά ότι, θα την πληρώσουμε. Απέναντι δηλ. στο αίτημά μου για εξασφάλιση της απαίτησης μου με δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων, συμφώνησαν και αντιπαρέθεσαν μία άλλη εξασφάλιση, ήτοι την προσθήκη και ενός άλλου οφειλέτη και συναφώς, την προσπόριση σε εμένα ενός άλλου αντισταθμιστικού και εξισορροπητικού μεγέθους, ήτοι του δικαιώματος να αναζητήσω την παροχή απ` ευθείας απ` αυτόν.  Ως εκ τούτων, δεν υπάρχει ο κίνδυνος για τον οποίο ζητώ εξασφάλιση, αφού πλέον «εξασφαλίζομαι» με τον ανωτέρω τρόπο, δηλ. με την προσθήκη ενός νέου «οικογενειακού» οφειλέτη ο οποίος υπόσχεται την πληρωμή. Και μάλιστα εγγράφως ώστε κανείς, και κυρίως εγώ, να μην αμφιβάλλει για την βέβαιη εξόφλησή μου. Όμως ακριβώς η ανωτέρω προσθήκη ενός νέου και δη και έντιμου οφειλέτη και η ανάληψη εκπλήρωσης της παροχής και απ` αυτόν, αποδεικνύει ότι πρόκειται για γνήσια και όχι μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, γιατί εξυπηρετεί το δικό μου αποκλειστικά συμφέρον. (Ν. Λεοντής, ό.α υπο 411. 3, ΟλΑΠ 850/1982, ΑΠ 3/2018, ΝΟΜΟΣ. ας παραλληλιστεί επίσης με την σύμβαση ασφάλισης υπέρ τρίτου, αφού και εδώ, με τον ανωτέρω τρόπο, εγώ «εξασφαλίζομαι»). Τονίζεται δε εδώ ότι η εξυπηρέτηση με τον ανωτέρω τρόπο του δικού μου συμφέροντος, ήταν και ο μοναδικός τρόπος για να ικανοποιηθεί και το συμφέρον του υποσχόμενου μάρτυρα, δηλ. να μην θιγεί-προσβληθεί η έντιμη εικόνα του ιδίου και της οικογένειάς του, από την λήψη των αιτούμενων δικαστικών μέτρων κατά της περιουσίας τους. 

          Σημειώνεται ότι η σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους παράγει αυθυπόστατη, έναντι της κύριας οφειλής, ενοχή του τρίτου (αναδοχέα) έναντι του δανειστή και παλαιοί και νέος οφειλέτης, ευθύνονται κατά την ΑΚ 481 επ, ήτοι εις ολόκληρον. (ΑΠ 1099/2015, ΝΟΜΟΣ). Αντικείμενο δε της αναδοχής μπορεί να αποτελέσει, μελλοντικό, υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, αλλά και επίδικο χρέος (Γεωργ-Σταθ. υπο 471. 10,11, Ν. Λεοντής ό.α υπο 471.4). Η δε έκταση της ευθύνης του αναδεχόμενου ρυθμίζεται με βάση την έκταση που έχει το χρέος κατά το χρόνο της αναδοχής, αφού έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση (ΑΠ 230/2014, ΕφΘες 1330/1998 Αρμ 52,849). Και γι` αυτό εν προκειμένω, εφόσον το χρέος είναι τοκοφόρο (βλ. αγωγή μου, αλλά και την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση), ευθύνεται και για τους τόκους και πριν από την αναδοχή (Ν. Λεοντής ό.α υπο 477. 2).

          Προκύπτει δηλ. ότι η εν λόγω σύμβαση καταρτίστηκε μεν έγκυρα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, άλλως με την έγερση της παρούσης, και έτσι γεννήθηκε η αξίωσή μου, πλην όμως φανερά η ισχύς της και τα αποτελέσματά της, εξαρτήθηκαν από την έκδοση της δικαστικής απόφασης (μελλοντικό γεγονός) που τυχόν (αβέβαιο) θα με δικαιώσει και για «αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει» (έκταση ευθύνης. βλ. ανωτέρω). (βλ. ρητά «αν στην απίθανη περίπτωση δικαιωθεί δικαστικά θα της πληρώσουμε αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει το δικαστήριο». Πρόκειται σαφώς για την έκδοση τελεσιδίκου απόφασης επί της ανωτέρω αγωγής μου, αφού ήδη επρόκειτο και εξακολουθεί να είναι επίδικο χρέος, για το οποίο μάλιστα έχουν ασκηθεί εκατέρωθεν αντίθετες εφέσεις.

          Λίγο χρειάζεται να τονιστεί, ότι πρόκειται φανερά για σωρευτική και όχι για στερητική αναδοχή χρέους. Η πρόθεση των μερών για απαλλαγή του προσώπου του παλαιού οφειλέτη, πρέπει να προκύπτει σαφώς (Γεωργ-Σταθ. υπο 471. 16). Κάτι τέτοιο όμως εν προκειμένω, όχι μόνο δεν μπορεί να συναχθεί από τις συνθήκες και περιστάσεις σύνταξης και χορήγησής της,, αλλ` αποκλείεται ήδη και από την ρηματική διατύπωση της (Θα της πληρώσουμε, η οικογένειάς μας).

          Συνεπώς λόγω της τοιαύτης σωρευτικής αναδοχής, παράγεται αυθυπόστατη, έναντι της κύριας οφειλής, ενοχή και του εναγομένου τρίτου (αναδοχέα) έναντι μου και έτσι ευθύνεται και αυτός, εις ολόκληρον με τους παλαιούς οφειλέτες,  έναντί μου κατά την ΑΚ 481 επ.   (ΑΠ 1099/2015, ΝΟΜΟΣ)

                               ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΓΓΥΗΣΗΣ

          Άλλως και όλως επικουρικά, εάν ήθελε υποτεθεί ότι σκοπός του μάρτυρα με την ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή του, δεν ήταν η ανάληψη/αναδοχή ξένου χρέους ως δικό του, αλλά η ανάληψη ευθύνης ότι θα καταβληθεί ξένη οφειλή, χωρίς να εισέρχεται στην έννομη σχέση μου με τους εναγόμενους, δηλ. η εξασφάλισή μου με παροχή ασφάλειας ενός ακόμη προσώπου και η ενίσχυση της πίστης των οφειλετών-εναγομένων, τότε πρόκειται για σύμβαση εγγύησης μεταξύ μας (ΑΚ 847, Γεωργ-Σταθ. υπο 477.13) και συνεπώς ευθύνεται εξ αυτού του λόγου.  (για την σύναψη και της σύμβασης αυτής με πρόταση του και αποδοχή μου, από και διά της έγερσης της παρούσης αγωγής, βλ. ανωτέρω, αλλά και Γεωργ-Σταθ. υπο 847. 15. Σε κάθε περίπτωση δηλώνω ότι συναινώ, αποδέχομαι και εγκρίνω την πρότασή του για την σύναψη αυτής της σύμβασης). Μάλιστα, εν προκειμένω προκύπτει ότι εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (ΑΚ 857) και συνεπώς στερείται του δικαιώματος της ένστασης δίζησης, διότι ακόμα και ρηματικά ουδόλως αναφέρεται, καθ` οιονδήποτε τρόπο, σε επιβοηθητική ευθύνη του. Αντίθετα ρητά και σαφώς αποτυπώνει την πρόθεση του για ανάληψη της ευθύνης ως αυτοφειλέτης (Θα της πληρώσουμε, η οικογένειάς μας), δηλ. συλλήβδην, αδικαρίτως και ομού με τα μέλη της οικογένειάς του. Η ευθύνη του δε μετά ταύτα, είναι η καταβολή της οφειλής, στην έκταση που αυτή βαρύνει τον οφειλέτη, δηλ. εν προκειμένω, ό,τι και όσο επιδικαστεί τελεσίδικα («αυτά που τυχόν θα της επιδικάσει»). Και εδώ δηλ. η ευθύνη του (τα αποτελέσματα της σύμβασης) εξαρτήθηκαν από την έκδοση της μελλοντικής δικαστικής απόφασης και κατά την ποσότητα που τυχόν θα με δικαιώνει. (βλ. και ανωτέρω).

          ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΦΗΡΗΜΕΝΗΣ ΥΠΟΣΧΕΣΗΣ ΧΡΕΟΥΣ

          Σε κάθε περίπτωση ο εναγόμενος .... υποσχέθηκε αφηρημένα ότι θα με πληρώσει, ό,τι επιδικάσει η απόφαση επι της αγωγής μου. Η αφηρημένη υπόσχεση χρέους (ΑΚ 873), η οποία ιδρύει νέα και αυτοτελή βάση της υποχρεώσεως, μπορεί να καταρτιστεί και υπέρ τρίτου. Συνήθως συνάπτεται μεταξύ οφειλέτη και δανειστή, αλλά μπορεί να καταρτιστεί και ως σύμβαση υπέρ τρίτου (Γεωργ-Σταθ. υπο 873.2, Ν. Λεοντής, ό.α υπο 873, αρ. 11), γιατί η σύμβαση δεν αλλάζει όταν γίνεται υπέρ τρίτου, παρά μόνο προς την κατεύθυνση της παροχής (εμένα). (Γεωργ-Σταθ. υπο εισαγ.παρατ. στα άρθρα 410-415, αρ. 3)

          Εν προκειμένω συντρέχουν άπασες οι προϋποθέσεις του νόμου για την κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης. Συγκεκριμένα υφίσταται υπόσχεση του ανωτέρω που απευθύνεται στον δανειστή και αποτελεί πρόταση για σύναψη σύμβασης (ΑΚ 185). Γιατί όπως ειπώθηκε και προκύπτει και εγγράφως από το ίδιο το κείμενο της ενόρκου βεβαίωσης, γνώριζε την αγωγή μου και για τις αξιώσεις μου, όπως και ότι αυτή θα προσαχθεί ακριβώς για να χρησιμοποιηθεί στον ανωτέρω δικαστήριο (ή/και δικαστήρια) με τους συγγενείς του και άρα ότι θα λάβω γνώση αυτής. Αφετέρου υπήρξε και αποδοχή της προτάσεως (ΑΚ 189), αφού, όπως ειπώθηκε, δεν αντέκρουσα αυτή, ούτε ζήτησα να μην γίνει χρήση της κλπ. Σημειώνεται ότι η αποδοχή μπορεί να συνάγεται ρητά ή σιωπηρά, όπως μεταξύ άλλων και με την έγερση της παρούσης αγωγής (ρητά Ν.Λεοντής ό.α υπο 873. 6). Σε κάθε δε περίπτωση δηλώνω και με την παρούσα ότι αποδέχομαι και συναινώ στην ανωτέρω πρόταση.

          Επιπλέον, υφίσταται και το απαιτούμενο συστατικό έγγραφο, διότι η ανωτέρω αφηρημένη υπόσχεση, εμπεριέχεται στην ανωτέρω ένορκη συμβολαιογραφική βεβαίωση, η οποία μάλιστα είναι και δημόσιο έγγραφο που χρησιμοποιήθηκε στο δικαστήριο. (πρβλ. και δήλωση του οφειλέτη που καταχωρίζεται στα πρακτικά του δικαστηρίου. ΑΠ 23/1969, ΝοΒ 17, 538 σε Γεωργ-Σταθ. υπο 873). Αν και δεν απαιτείται έγγραφος τύπος για την αποδοχή του δανειστή (ο.Α Ν. Λεοντής υπο 873, αρ. 13, ΑΠ 992/2014 ΝοΒ 2014,2331) πάντως και η δική μου ανωτέρω ρητή ή σιωπηρή αποδοχή, γίνεται εγγράφως με την παρούσα και με αυτή ταύτη την έγερσή της και με την εμπεριεχόμενη σ` αυτή ανωτέρω ρητή δήλωση αποδοχής μου (όπως και για όλες τις ανωτέρω προτάσεις του στις ανωτέρω νομικές βάσεις που παρέθεσα).

          Με την ανωτέρω σύμβαση σκοπήθηκε μεταξύ τους δημιουργία υποχρεώσεως του υποσχόμενου και σύστοιχης άμεσης υπέρ εμού απαίτησης εναντίον του, κατά τρόπο ανεξάρτητο από την αιτία-βασική σχέση, δηλ. την εργατική μου αξίωση. Διότι ο παραπάνω υποσχόμενος, είναι παντελώς τρίτος και η σχέση του με την αιτία του χρέους των συγγενών του, δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση για να μπορεί να την επικαλεστεί και να εξαρτήσει αιτιωδώς την υπόσχεσή του απ` αυτήν.  Άλλωστε, ήδη από την διατύπωση της δήλωσής του προκύπτει, ότι αναφορικά με αυτόν, όποια και να ήταν η αιτία της οφειλής των συγγενών του, πάντως η πληρωμή της, είναι θέμα εντιμότητας της οικογενείας του και άρα και του ιδίου και θα την έκανε σε κάθε περίπτωση γιατί θα ήταν επ` ωφελεία (κοινωνική, ηθική) απάντων. Συνεπώς, εκ της διατύπωσης και μόνο, αλλά και του ανωτέρω σκοπού του, προκύπτει η αποσύνδεση της αναλαμβανόμενης υποχρέωσης, από την αιτία, δηλ. από τα πραγματικά περιστατικά των εργατικών αξιώσεών μου. Διότι, ακόμα και εάν τα μέλη της οικογένειάς του, μου όφειλαν π.χ από δάνειο, πώληση κλπ, και πάλι η αιτία θα του ήταν αδιάφορη, δεδομένου ότι δεν θέλει, σε όλες τις περιπτώσεις, δηλ. είτε από δάνειο, είτε από πώληση, είτε από εργατικές αξιώσεις, να τρωθεί η έντιμη εικόνα της οικογενείας του, αλλά και του ιδίου. Και γι` αυτό, δεν εξαρτά την ανωτέρω υπόσχεσή του από καμία διατύπωση της μορφής, εάν αποδειχθεί δικαστικά ότι εργαζόμουν τις τάδε και όχι τις δείνα ώρες, ή ότι εάν προσέφερα υπερωριακή εργασία, ή ότι εάν δεν ελάμβανα τις νόμιμες ημέρες αδείας κλπ, τότε και μόνο «θα της πληρώσουμε η οικογένειά μας ό,τι δικαιούται ή ό,τι κριθεί βάσιμο» κλπ. Αντίθετα, αφηρημένα υπόσχεται ότι σε περίπτωση δικαστικής μου δικαίωσης, θα με πληρώσουν (η οικογένειά του), αυτά που τυχόν επιδικάσει το δικαστήριο. Και αυτό, με βάση τον σκοπό του, θα ίσχυε σε κάθε περίπτωση, δηλ. ακόμα και εάν η αιτία του χρέους ήταν άλλη και όχι οι εργατικές μου αξιώσεις. Διευκρινίζεται εδώ ότι ναι μεν καμία ενοχική δέσμευση δεν δημιουργείται τυχαία, όπως και η ανωτέρω δική του, και άρα δεν στερείται αιτίας, πλην όμως, πρέπει να γίνεται πάντα η διάκριση της εξάρτησης από την αιτία, όπως την απαιτεί η ΑΚ 873, η οποία εν προκειμένω για τους ανωτέρω λόγους, δεν υπάρχει. (Ν. Λεοντής, ό.α υπο 873. 5)

          Επίσης, πρόκειται για χρηματική παροχή που μπορεί να αποτελέσει ακώλυτα αντικείμενο της σύμβασης αφηρημένης υπόσχεσης χρέους, η δε έκτασή της, όπως αναμφισβήτητα προκύπτει από τα αντικειμενικά δεδομένα της ίδιας της ένορκης βεβαίωσης που την περιέχει και αναφέρεται σε ήδη γνωστές από την αγωγή μου αξιώσεις, αλλά και ότι αυτές είναι επίδικες και νομιμότοκες, εξικνείται αυτονόητα και φανερά σε ό,τι και όσο επιδικασθεί τελεσίδικα με την δικαστική απόφαση επί της αγωγής μου (ανώτατο όριο). (βλ. ανωτέρω )

          Επειδή ο εναγόμενος αρνείται και αμφισβητεί την ανωτέρω υποχρέωση και οφειλή του και δια τούτο και την πληρωμή

          Επειδή η αγωγή μου είναι νόμιμη και βάσιμη, ασκείται δε ενώπιον του τοπικά και υλικά αρμόδιου δικαστηρίου λόγω ποσού (βλ. ανωτέρω)

          Επειδή νόμιμη συντρέχει περίπτωση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησόμενη απόφαση, διότι ελλείψει χρημάτων μου, η καθυστέρηση εκτέλεσης μέχρι την έκδοση τελεσιδίκου απόφασης επί της παρούσης, θα προκαλέσει σε εμένα ανεπανόρθωτη βλάβη, τόσο μάλλον καθόσον, ο ανωτέρω εργοδότης, δεν κατέβαλε καν ούτε το προσωρινώς εκτελεστό ποσό των .... της εργατικής αγωγής παρά το ότι επεδόθη η απόφαση με επιταγή προς πληρωμή.  

          Δια ταύτα και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου

          ΑΙΤΟΥΜΑΙ να γίνει δεκτή η παρούσα αγωγή μου για τους εν τω ιστορικώ λόγους.

         Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, ως αναδεχθείς σωρευτικά το επιδικασθησόμενο χρέος προς εμένα των αναφερομένων στο ιστορικό της παρούσας οφειλετών μου, άλλως με αιτία την σύμβαση εγγύησης, άλλως της αφηρημένης υπόσχεσης χρέους, να μου καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με αυτούς, κάθε ποσό που ήθελε επιδικαστεί τελεσίδικα εις βάρος τους (και αυτοτελώς αλλά και εις ολόκληρον με βάση τα ανωτέρω αιτήματά μου εφόσον αυτό γίνει δεκτό) κατά παραδοχή της εργατικής αγωγής μου και για τα αιτούμενα κονδύλιά της και μέχρι του ανωτέρω συνολικού ποσού αυτής που μεταβιβάστηκαν στο Εφετείο (....€), πλέον τόκων επιδικίας και υπερημερίας για κάθε επιδικασθέν κονδύλιο, από το χρονικό σημείο που η τελεσίδικη απόφαση ήθελε κάνει δεκτή την τοκοφορία για το καθένα απ` αυτά, μέχρι και την εξόφληση τους, άλλως αυτά τα ποσά που θα επιδικαστούν, νομιμότοκα από την ... και άλλως επικουρικά από την επίδοση της παρούσης  μέχρι την εξόφληση.

          Να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή Και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική μου  δαπάνη.

Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Βρόντος Ανδρέας

Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249

E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

          24410-41255/6972422002

            FAX : 24410-41257

12 Ιουλίου 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

                                       Αριθμός απόφασης 283/2023

  ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή, Ευκαρπίδου Δέσποινα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο Εφετών και από τον Γραμματέα Χρήστο Κανελλιά.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στη Λάρισα στις 4 Νοεμβρίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:                 

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ- ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….., κατοίκου ………..(οδός ………..), με ΑΦΜ ………., ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου …………...

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ- ΚΑΘΉΣ Η ΚΛΗΣΗ: …………, κατοίκου ……..(οδός ……….), με ΑΦΜ ……….., η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου, Ανδρέα Βρόντο.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας την, από …….. και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ ……….. αγωγή της, που απευθυνόταν κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, με την οποία ζήτησε όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’ αριθμ. ……… οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 18.6.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… έφεσή του, η οποία συζητήθηκε στις ….. και εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμ. ……… μη οριστική απόφαση αυτού του δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, αφού η έφεση έγινε τυπικά δεκτή, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διεξαχθεί η εξέταση των διαδίκων. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την με αριθμ. κατ. ……. κλήση, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται για συζήτηση με την με αριθμό κατάθεσης …… κλήση, η από ….. και με αριθμό κατάθεσης ……… έφεση, ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, συγκροτούμενου από την παρούσα δικαστή, λόγω της ήδη μετάθεσης σε άλλη Περιφέρεια Εφετείου της δικαστή (βλ ΑΠ 689/2022 δημ σε ιστοσελίδα ΑΠ) που εξέδωσε την ως άνω με αριθμό …….. μη οριστική απόφαση αυτού του δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, αφού η έφεση έγινε τυπικά δεκτή, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διεξαχθεί η χωρίς όρκο εξέταση των διαδίκων, προκειμένου να εξετασθούν για τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της ζητήματα.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την από ……… και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… αγωγή της, που απευθυνόταν κατά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, ιστορούσε ότι το έτος 2000 δυνάμει προφορικής συμφωνίας της με τον εναγόμενο αδελφό της, ανέλαβαν αμφότεροι την υποχρέωση να θέτουν εις όφελος της μητέρας τους, η οποία είχε χηρεύσει από το έτος 1995, τα μισθώματα των αναφερόμενων στην αγωγή αγροτικών ακινήτων, που βρίσκονται στο ………, προκειμένου να εξασφαλισθούν έκτακτα, ιατρικής φύσεως, μελλοντικά έξοδα της μητέρας τους. Ότι ειδικότερα, στις ……1995 απεβίωσε ο πατέρας των διαδίκων …….., ο οποίος δυνάμει της αναφερόμενης στην αγωγή δημόσιας διαθήκης του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, κατέλιπε τους περιγραφόμενους στην αγωγή αγρούς και μεταξύ αυτών έναν αγρό εκτάσεως 32 στρεμμάτων, στη θέση «……..», επί των οποίων εγκατέστησε ψιλούς κυρίους τους διαδίκους κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστο και επικαρπώτρια τη σύζυγό του και μητέρα των διαδίκων ……….., την ανωτέρω δε κληρονομιά αποδέχθηκαν οι διάδικοι και η μητέρα τους νόμιμα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι επίσης η μητέρα τους ήταν κυρία ενός αγρού εκτάσεως 10 στρεμμάτων, στην περιοχή «……..». Ότι από το έτος 1996 η μητέρα των διαδίκων εκμίσθωνε τους αγρούς, όπως είχε δικαίωμα, εισέπραττε τα μισθώματα και τα δήλωνε στη φορολογική της δήλωση ως εισόδημα από εκμίσθωση γαιών. Ότι ο εναγόμενος, λόγω του επαγγέλματος του (γεωπόνος), της γνώσης της περιοχής και της εμπειρίας του, είχε αναλάβει στην πράξη την εκμίσθωση των ανωτέρω αγρών (εξεύρεση μισθωτών, σύνταξη συμφωνητικών), την είσπραξη των μισθωμάτων για λογαριασμό της μητέρας τους και επίσης επιμελούνταν των φορολογικών ζητημάτων αυτής. Ότι τα ανωτέρω ακίνητα στη θέση «……………» ήτοι ο αγρός εκτάσεως 32 στρεμμάτων και ο αγρός εκτάσεως 10 στρεμμάτων, το έτος 2000 υπήχθησαν σε αναδασμό και καθένας εκ των διαδίκων έλαβε έκταση 20 περίπου στρεμμάτων, της οποίας από το έτος 2000 κατέστη νομέας και κάτοχος, ενώ μεταγενέστερα με την έκδοση των σχετικών παραχωρητηρίων καθένας κατέστη και κύριος της αντίστοιχης εκτάσεως. Ότι στα πλαίσια της προαναφερόμενης συμφωνίας, που καταρτίσθηκε το έτος 2000, η ενάγουσα έδωσε την εντολή στον εναγόμενο, να εκμισθώνει για λογαριασμό της τα ως άνω ακίνητα σε τρίτους και να εισπράττει και καταθέτει για λογαριασμό της, τα αναλογούντα σε αυτήν μισθώματα, σε καταθετικό έντοκο λογαριασμό τραπέζης, που τηρούνταν στο ……… και αργότερα στην τράπεζα ………, με συνδικαιούχους τον εναγόμενο και τη μητέρα τους, όπου θα κατέθετε και αυτός τα αναλογούντα σε αυτόν μισθώματα και στον οποίο (λογαριασμό) ήταν κατατεθειμένα και τα μισθώματα των ετών 1996 έως 2000 και επίσης κατατίθενταν τα ποσά συντάξεων της μητέρας τους. Ότι με βάση την ως άνω συμφωνία η μητέρα των διαδίκων θα μπορούσε να αναλάβει χρήματα των μισθωμάτων μόνο εάν παρουσιάζονταν οι ανωτέρω ανάγκες στο πρόσωπό της. Ότι, μετά την ανωτέρω συμφωνία, τα ακίνητα των διαδίκων εκμισθώθηκαν κατά τα έτη 2001 έως και 2015, με επιμέλεια του εναγομένου, ο οποίος, με βάση τα συμφωνηθέντα και την εντολή της ενάγουσας, όφειλε να καταθέσει στον ανωτέρω λογαριασμό τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, που εισέπραττε και κατ' εντολή της ενάγουσας ως ετήσια μισθώματα των αγρών κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2001 έως και 2015 και συνολικά το ποσό των 33.843,51 ευρώ, το ήμισυ του οποίου ήτοι ποσό 16.921,75 ευρώ ανήκε στην ενάγουσα. Ότι και μετά το έτος 2000 τα μισθώματα δήλωνε στη φορολογική της δήλωση η μητέρα των διαδίκων ως εισόδημά της από εκμίσθωση ακινήτων. Ότι, επειδή το ακίνητο του εναγομένου και το ακίνητο της ενάγουσας, εκτάσεως 20 περίπου στρεμμάτων έκαστο, είναι όμορα και εκμισθώνονταν ως ενιαία έκταση, κάθε συνολικό ετήσιο μίσθωμα ανήκε σε καθέναν τους κατά το ήμισυ. Ότι λόγω της συγγενικής της (ενάγουσας) σχέσης με τον εναγόμενο και της εμπιστοσύνης που έτρεφε στο πρόσωπό του, της είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι αυτός κατέθετε τα μισθώματα στον πιο πάνω τραπεζικό λογαριασμό και ως εκ τούτου αλλά και ενόψει του ότι αυτή δεν είχε το βιβλιάριο καταθέσεων, ενώ επίσης από το έτος 2006 έως και το έτος 2011 διέμενε οικογενειακούς στη ……….., αδυνατούσε να ελέγξει τα ποσά των καταθέσεων. Ότι δεν ανέκυψε περίπτωση σοβαρής κατάστασης της υγείας της μητέρας τους, η οποία και δεν δαπάνησε κανένα ποσό μισθωμάτων. Ότι περί τα τέλη του έτους 2016, σε συνάντηση των διαδίκων και της μητέρας τους, συμφωνήθηκε, κατόπιν σχετικής επιθυμίας της τελευταίας, να λήξει η συμφωνία και υποχρέωση των διαδίκων να καταθέτουν προς όφελος της τα μισθώματα των αγροτικών ακινήτων τους, ενώ επίσης η μητέρα τους, προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά τα τέκνα της (διαδίκους), με ρητή δήλωσή της, την οποία αυτοί αποδέχθηκαν, τους παρείχε το δικαίωμα να αναλάβουν τα ποσά των μισθωμάτων που κατέθεταν στο λογαριασμό της από το έτος 2001 έως και το έτος 2015 καθώς και τους τόκους αυτών αλλά και τα μισθώματα των ετών 1996 έως 2000 και τους τόκους αυτών. Ότι επίσης η μητέρα τους έδωσε την εντολή στον εναγόμενο, ο οποίος ήταν και ο συνδικαιούχος του λογαριασμού, να αποδώσει - μεταβιβάσει στην ενάγουσα το ήμισυ των μισθωμάτων των ετών 1996 έως 2000 και τους αναλογούντες τόκους, καθώς και τα ποσά των μισθωμάτων του αγρού της, των ετών 2001 έως και 2015 και τους τόκους αυτών. Ότι αρχικά ο εναγόμενος υποσχέθηκε στην μητέρα τους ότι θα προβεί στην εν λόγω παροχή προς την ενάγουσα και μάλιστα ζήτησε λίγο χρόνο προκειμένου να προβεί σε σχετικό έλεγχο των καταθέσεων, αποκαλύπτοντας τότε στην ενάγουσα για πρώτη φορά ότι εισέπραττε μεν τα ποσά των μισθωμάτων, δεν τα κατέθετε όμως πάντα στον ανωτέρω λογαριασμό αλλά και σε άλλους λογαριασμούς άλλων τραπεζών με συνδικαιούχους τον ίδιο και τη μητέρα τους και για διάφορα χρονικά διαστήματα, προκειμένου να λαμβάνει μεγαλύτερες αποδόσεις των κατατεθέντων. Ότι ο εναγόμενος όφειλε να της αποδώσει το ποσό των 16.921,75 ευρώ, που αφορά τα μισθώματα του ακινήτου της ήτοι το ήμισυ, κατά τα προεκτεθέντα, κάθε ετήσιου μισθώματος των ετών 2001 έως και 2015 και το ποσό των 2.673,63 ευρώ για αναλογούντες τόκους των εν λόγω μισθωμάτων, και επίσης το ποσό των 6.833,66 ευρώ, που αφορά το ήμισυ των μισθωμάτων των ετών 1996 έως 2000 και το ποσό των 4.116,67 ευρώ για τόκους των μισθωμάτων αυτών και συνολικά το ποσό των 30.545,71 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι ο εναγόμενος τον Ιανουάριο 2017 αρνήθηκε να χορηγήσει στην ενάγουσα αντίγραφα των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών ή έστω να την πληροφορήσει σχετικά, ισχυριζόμενος ότι αυτή δεν δικαιούται κανένα ποσό και ότι τα χρήματα του ανήκουν, έκτοτε δε, αρνείται να της αποδώσει τα πιο πάνω ποσά, εκδηλώνοντας την πρόθεσή του να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Ότι, με την αρχική συμφωνία το έτος 2000, οι διάδικοι υποσχέθηκαν ο ένας έναντι του άλλου ότι θα καταβάλουν ορισμένη παροχή στη μητέρα τους δηλαδή ότι θα της δωρίζουν τα αναλογούντα σε καθέναν τους ποσά μισθωμάτων, και η κυριότητα των χρημάτων θα περιέρχονταν στη μητέρα τους, εφόσον πληρούνταν η αίρεση της επελεύσεως των προαναφερόμενων μελλοντικών και αβέβαιων γεγονότων. Ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει κατά τις διατάξεις της σύμβασης εντολής και κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και δη λόγω υπεξαίρεσης το ποσό των 19.595,38 ευρώ, που αφορά τα μισθώματα των ετών 2001-2015 και τους τόκους αυτών. Ότι, για την περίπτωση που γίνει δεκτό ότι η μητέρα των διαδίκων κατέστη κυρία των χρημάτων (κεφαλαίου και τόκων), που κατατίθενταν κάθε φορά σε οποιονδήποτε λογαριασμό της, τότε, εφόσον αυτή δώρισε στην ενάγουσα τα μισθώματα του ακινήτου της (ενάγουσας) των ετών 2001-2015 και τους τόκους αυτών, καθώς και το ήμισυ των μισθωμάτων των ετών 1996-2000 και των τόκων τους και με σύμβαση, που συνήψε με τον εναγόμενο, του έδωσε την εντολή, την οποία αυτός αποδέχθηκε, να τα αποδώσει στην ενάγουσα, ο εναγόμενος ευθύνεται και πάλι λόγω αδικοπραξίας (υπεξαίρεση) να καταβάλει στην ενάγουσα ισόποση αποζημίωση. Ότι επίσης εκ της συμβάσεως εντολής, που συνήψε η μητέρα των διαδίκων με τον εναγόμενο, να αποδώσει ο τελευταίος στην ενάγουσα τα ανωτέρω ποσά, που αυτός κατείχε και διαχειριζόταν, και λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του σκοπού της σύμβασης, ο οποίος συνίσταται σε προσπόριση άμεσου οφέλους των διαδίκων με αιτία τη χαριστική διάθεση της μητέρας τους και προς κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους, προκύπτει σαφής θέληση των μερών να δικαιούται η ενάγουσα, ως έχουσα αυτοτελές δικαίωμα, να απαιτήσει τα ανωτέρω ποσά κατά του υποσχεθέντος εναγομένου και συνεπώς δικαιούται να τα αξιώσει απευθείας από αυτόν με βάση τις διατάξεις των άρθρων 713 και 410 - 413 ΑΚ. Ότι επίσης λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου υπέστη ηθική βλάβη, λόγω προσβολής του εννόμου αγαθού της περιουσίας της, προς αποκατάσταση της οποίας αυτός οφείλει να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 5.000 ευρώ, μετ' αφαίρεση του ποσού των 44 ευρώ, για το οποίο επιφυλάχθηκε να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Ότι επικουρικά ο εναγόμενος οφείλει, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να της αποδώσει το πιο πάνω ποσό μισθωμάτων και τόκων αυτών, κατά το οποίο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της, χωρίς νόμιμη αιτία. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε με την αγωγή, όπως το αίτημά της παραδεκτά τράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 35.545,71 ευρώ νομιμότοκα από 1.1.2017 άλλως από 1.2.2017 άλλως επικουρικότερα από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους, λόγω της αδικοπραξίας του, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης αποφάσεως και να καταδικασθεί αυτός στην δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι η αγωγή περιέχει συρροή νόμιμων βάσεων των ένδικων αξιώσεων, ότι η ενάγουσα στηρίζει την ένδικη αξίωσή της προς αποζημίωση τόσο στις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης ουσιαστικές διατάξεις με βάση την συναφθείσα μεταξύ αυτής και του εναγομένου σύμβαση εντολής όσο και σε αυτές περί αδικοπραξιών του ΑΚ και ότι η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 345, 346, 713, 714, 719, 724, 914, 932 ΑΚ, 375 ΠΚ, καθώς και σε αυτές των άρθρων 218 και 176 ΚΠολΔ, και εν συνεχεία, αφού απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγόμενου λόγω της τροπής του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, και αφού απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή κατά τη βάση της από τη σύμβαση εντολής, διότι κρίθηκε ότι η ενάγουσα δεν είχε συμβληθεί με κάποιου είδους εντολή με τον εναγόμενο, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη ως προς τη βάση της από την αδικοπραξία και αναγνωρίσθηκε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 11.613,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, εκ του οποίου ποσό 10.613,65 ευρώ ως αποζημίωση και ποσό 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενώ τα δικαστικά έξοδα συμψηφίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων κατ' άρθρο 179 ΚΠολΔ λόγω της σχέσεως αυτών ως συγγενών εξ αίματος σε δεύτερο βαθμό και σε πλάγια γραμμή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος με την κρινόμενη έφεσή του και για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 εδ. α' και β' του Ν. 5638/1932 "περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΝΔ 17-7/13-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", 117 ΕισΝΑΚ και 19 παρ. 4 του Ν. 1969/1991, συνδυασμένες με εκείνες των άρθρων 489, 491, 822 και 830 ΑΚ, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι (ΑΠ 1128/2017 ΝΟΜΟΣ). Για την εγκυρότητα της καταθέσεως δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο. Παράλληλα, η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μια ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος, μη συμβαλλόμενος, αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από το δότη της υπόσχεσης-τράπεζα για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 του ΑΚ, συνάγεται δε σαφώς από τη διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση - συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της καταθέσεως η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση ωστόσο, της οποίας το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 877/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, εκείνος από τους δικαιούχους που απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας καταθέσεως καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών, και κατ' επέκταση αδικοπραξία, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε (ΑΠ 656/2019 δημοσίευση Νόμος), ούτε γίνεται πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία εις βάρος της περιουσίας ή με ζημία των άλλων (ΑΠ 5947/1998, ΑΠ 1183/1985 (βούλ.), ΝοΒ 33, σελ. 1257, ΑΠ 598/1985 (βούλ.), ΝοΒ 27, σελ. 1127). Είναι δε αδιάφορο αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους ή σε μερικούς μόνο από τους δικαιούχους (ΑΠ 529/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί το λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση όμως δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής. Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρο ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση. Δεν αποκλείεται όμως η εσωτερική σχέση να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων (ΑΠ 656/2019 ό.π.). Περαιτέρω, από τα άρθρα 410-414 ΑΚ, τα οποία ρυθμίζουν τη σύμβαση υπέρ τρίτου, προκύπτει ότι τέτοια σύμβαση υπάρχει, όταν το ένα συμβαλλόμενο μέρος υπόσχεται στο άλλο ότι θα εκπληρώσει παροχή σε τρίτον. Στην περίπτωση που ο τρίτος δικαιούται να απαιτήσει ο ίδιος την παροχή από τον υποσχεθέντα έχουμε γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου. Η ενοχική σχέση των δύο συμβληθέντων, με την οποία συνδέθηκε ενιαία η υπόσχεση υπέρ του τρίτου, μπορεί να είναι οποιαδήποτε σύμβαση, είτε αμφοτεροβαρής είτε και ετεροβαρής, όπως η εντολή. Επί εντολής υπέρ τρίτου ο τρίτος, προς το συμφέρον του οποίου δόθηκε η εντολή, αποκτά ευθύ δικαίωμα να αξιώσει εκτέλεση της εντολής από τον εντολοδόχο, μόνο με τη συνδρομή των προϋποθέσεων των διατάξεων των άρθρων 410 και 411 ΑΚ, ήτοι υποσχέσεως του εντολοδόχου προς τον εντολέα ότι θα εκτελέσει την εντολή προς το συμφέρον του τρίτου και βούληση των συμβληθέντων, η οποία προκύπτει από τη σύμβαση της εντολής, να αποκτήσει δικαίωμα ο τρίτος, να αξιώσει την εκτέλεση της εντολής από τον εντολοδόχο. Η σύμβαση αυτή, όταν η παροχή του εντολέα στηρίζεται σε πρόθεση ελευθεριότητάς του, δεν υπόκειται στον τύπο της δωρεάς, αφού στη σύμβαση υπέρ τρίτου η ανάγκη τηρήσεως τύπου εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ του υποσχεθέντος και του δέκτη της υποσχέσεως και όχι από τη σχέση με τον τρίτο (βλ. σχετ. ΕΑ 5161/2006 Δημοσίευση Νόμος όπου και περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). Ο εντολοδόχος έχει μόνο υποχρέωση όχι όμως και δικαίωμα εκτελέσεως της εντολής, εκτός από τις εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η εντολή αφορά και το συμφέρον του εντολοδόχου, αλλά και τότε μόνον εφόσον το συμφέρον τούτου είναι υπέρτερον ή τουλάχιστον ισότιμο προς το συμφέρον του εντολέως (ΕφΠατρ 760/2004 Δημοσίευση Νόμος).

Β) Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 § 1 και 536 § 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το Εφετείο, όταν μετά την παραδοχή βάσιμου λόγου έφεσης κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το πρωτοδικείο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν η αγωγή έχει περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες είχαν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις βάσεις της αγωγής, που, όμως, δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή. Έτσι, αν γίνει δεκτή πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) αγωγή ως προς την κύρια βάση της και δεν ερευνήθηκε ως προς άλλη κύρια ή επικουρική, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς την μία από τις κύριες βάσεις της, είναι υποχρεωμένο να κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της άλλης κύριας, αλλά και της επικουρικής βάσης. Η έρευνα των μη εξετασθεισών ττρωτοδίκως βάσεων γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά τον νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος. Εάν, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις επικουρικές βάσεις ή και την κύρια βάση και δέχθηκε την αγωγή κατά κάποια από τις κύριες βάσεις της ή την επικουρική αντίστοιχα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει την έφεση του εναγομένου, ο οποίος παραπονείται, γιατί έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κατά την κύρια ή αντίστοιχα την επικουρική βάση της, δεν μπορεί να ερευνήσει τις επικουρικές ή την κύρια βάσεις της αγωγής, δίχως έφεση ή αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 2039/2014, ΑΠ 920/2011 αμφότερες Δημοσίευση Νόμος). Με την έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως βάσεων της αγωγής απευθείας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εισάγεται εξαίρεση στην αρχή της-μη υπερβάσεως του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 12 του ΚΠολΔ, το δε εφετείο όταν, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, ερευνά τη μη εξετασθείσα πρωτοδίκως βάση της αγωγής, δεν δεσμεύεται από τον κανόνα του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αλλά μπορεί να καταστήσει και δεσμενέστερη τη θέση του εκκαλούντος, σύμφωνα με το άρθρο 536 παρ. 2 του ίδιου κώδικα (ΑΠ 1408/1999, ΑΠ 909/2019 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ).

Από την χωρίς όρκο εξέταση των διαδίκων ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, από τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις νομίμως επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα - εναγόμενο υπ'αριθμ. ……… ένορκη βεβαίωση του …………, ενώπιον της συμβολαιογράφου …….., και υπ'αριθμ. ……….. κατάθεση με πολιτικό όρκο της …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου ………., που δόθηκαν με επιμέλεια του εκκαλούντος - εναγομένου, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην δίκη επί της υπό κρίση αγωγής και λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εφεσίβλητης - ενάγουσας (βλ. την υπ'αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου ………, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών), και από τη νομίμως επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη - ενάγουσα υπ'αριθμ. ……… ένορκη βεβαίωση του ……….., ενώπιον της συμβολαιογράφου ………. (εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση ότι συντάχθηκε το έτος 2017 αντί του ορθού 2018, αφού μνημονεύεται σε αυτήν η κατωτέρω υπ'αριθμ. ……… έκθεση επίδοσης), που δόθηκε με επιμέλεια της εφεσίβλητης - ενάγουσας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην δίκη επί της υπό κρίση αγωγής και λήφθηκε μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος - εναγομένου (βλ. την υπ'αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου ……., με έδρα το ………, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η εφεσίβλητη), εκτός από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη υπ'αριθμ. …….. δήλωση της …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου …….., η οποία, εφόσον δόθηκε χωρίς όρκο της ανωτέρω δηλούσας, δεν αποτελεί ένορκη βεβαίωση αλλά δήλωση τρίτου, που κατά την κρίση του Δικαστηρίου δόθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, ενόψει και του χρόνου της δηλώσεως στις 13.10.2017 ήτοι επτά ημέρες πριν την κατάθεση της ένδικης αγωγής στις 20.10.2017 και ως εκ τούτου δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και εκτός από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη από 7.9.2017 υπεύθυνη δήλωση του …… ……., που συντάχθηκε σε έντυπο του άρθρου 8 Ν. 1599/1986, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου δόθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, ενόψει του χρόνου της δηλώσεως (7.9.2017) ήτοι ενάμιση περίπου μήνα πριν την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 25.11.1995 απεβίωσε ο πατέρας των διαδίκων ……. του ….., κάτοικος εν ζωή ………, ο οποίος δυνάμει της υπ'αριθμ. …….. δημόσιας διαθήκης του, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου ……. και δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ'αριθμ. …… πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου …….., κατέλειπε κληρονόμους του, τη σύζυγό του …….., και τους διαδίκους (τέκνα του). Μεταξύ άλλων ακινήτων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, ο ανωτέρω κληρονομούμενος κατέλιπε έναν αγρό εκτάσεως 32.000 τμ περίπου επί συνόλου αγρού εκτάσεως 47.000 τμ. που βρίσκεται στη θέση «……..» της κτηματικής περιφέρειας της …….., και συνορεύει ο όλος αγρός γύρωθεν ανατολικά με κτήματα ιδιοκτησίας ………………., δυτικά εν μέρει με κτήματα ιδιοκτησίας ……… και εν μέρει με αγροτικό δρόμο, βόρεια με αγροτικό δρόμο και νότια εν μέρει με χάνδακα και εν μέρει με κτήματα ιδιοκτησίας …….., επί του οποίου (αγρού εκτάσεως 32.000 τμ) εγκατέστησε ψιλούς κυρίους τους διαδίκους ήτοι την ενάγουσα και τον εναγόμενο κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου καθέναν τους, ενώ την επικαρπία του εν λόγω ακινήτου κατέλειπε στη σύζυγό του (μητέρα των διαδίκων) …………. Την ανωτέρω επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά αποδέχθηκαν ο μεν εναγόμενος δυνάμει της υπ'αριθμ.· ………. δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ………. στον τόμο …. με αριθμό ……7, η δε ενάγουσα και η μητέρα των διαδίκων, δυνάμει της υπ'αριθμ. ………. δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ………..στον τόμο … με αριθμό …... Εξάλλου, η …….., δυνάμει της υπ'αριθμ. …….. δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …… στον τόμο …. με αριθμό ….., κατέστη λόγω κληρονομικής διαδοχής του πεθερού της ………, κυρία εκτάσεως δέκα (10) στρεμμάτων εξ αδιαιρέτου αγρού μείζονος εκτάσεως είκοσι επτά (27) στρεμμάτων που βρίσκεται στη θέση «…….» και συνορεύει γύρωθεν ανατολικά με ιδιοκτησία …….., δυτικά με χάνδακα (αγροτικό δρόμο) και ιδιοκτησία ……., βόρεια με δημόσιο δρόμο και νότια με ιδιοκτησίες …………. και προ τούτων με χάνδακα. Οι διάδικοι μετά το θάνατο του πατέρα τους σε συνάντησή τους στην πατρική τους οικία στο ………., συμφώνησαν παρουσία της μητέρας τους, να έχει η τελευταία την αποκλειστική εκμετάλλευση και την καθ' οιονδήποτε τρόπο κάρπωση όλων των αγροτικών ακινήτων της κληρονομιαίας περιουσίας του ανωτέρω αποβιώσαντος. Άλλωστε η μητέρα των διαδίκων ήταν κατά τα προεκτεθέντα επικαρπώτρια του πιο πάνω αγρού εκτάσεως 32.000 τμ και συγκυρία εκτάσεως 10 στρεμμάτων -εξ- αδιαιρέτου αγρού μείζονος εκτάσεως 27 στρεμμάτων. Το έτος 2000 οι ανωτέρω εκτάσεις 32.000 τμ και 10 στρεμμάτων υπήχθησαν σε αναδασμό και οι διάδικοι με τη συναίνεση της μητέρας τους, ζήτησαν με αίτησή τους προς την αρμόδια αρχή που διενήργησε τον αναδασμό να μοιραστεί η πιο πάνω έκταση των 42 στρεμμάτων σε δύο ίσης έκτασης διαιρετά ακίνητα, τα οποία να λάβουν οι διάδικοι, ώστε καθένας εξ αυτών να καταστεί κύριος αυτοτελούς ακινήτου με νέο τίτλο. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό και εκδόθηκαν το υπ'αριθμ. …….. παραχωρητήριο της Διεύθυνσης Γεωργικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ……… στις 22.2.2006 στον τόμο ……..με αριθμό ………, δυνάμει του οποίου η ενάγουσα κατέστη κυρία του υπ'αριθμ. ……. Αγρού εκτάσεως 20.216 τμ, και το υπ'αριθμ. …… παραχωρητήριο της Διεύθυνσης Γεωργικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ….ς, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ….. στις 22.2.2006, στον τόμο ….. με αριθμό …., δυνάμει του οποίου ο εναγόμενος κατέστη κύριος του υπ'αριθμ. …… αγρού εκτάσεως 19.950 τμ. Οι διάδικοι, το έτος 2000, ενόψει του πιο πάνω αναδασμού και της μεταβολής που θα επέρχονταν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των προαναφερόμενων αγρών, καθώς κύριοι αυτών θα καθίσταντο κατά προεκτεθέντα οι διάδικοι με τη συντέλεση των σχετικών διατυπώσεων του νόμου, συμφώνησαν, παρουσία της μητέρας τους και προς το σκοπό εξασφάλισής της, ότι αυτή θα συνέχιζε να εκμισθώνει όλους τους ως άνω αγρούς και να εισπράττει για λογαριασμό της τα μισθώματα. Έτσι κυρία των μισθωμάτων των ως άνω αγρών για τα έτη 2000 έως και 2015 ήταν η μητέρα των διαδίκων, η οποία ως εκμισθώτρια τα δήλωνε και στις σχετικές φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος της, ενώ επίσης η ίδια ήταν κυρία και των μισθωμάτων των ετών 1996 έως 1999. Εξάλλου και αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το έτος 2016 η μητέρα της δήλωσε στους διαδίκους ότι μπορούν να αναλάβουν τα ποσά των μισθωμάτων μετά των αναλογούντων τόκων των ανωτέρω αγρών των ετών 1996 έως και 2015 και έδωσε στον εναγόμενο, ως συνδικαιούχο του αναφερόμενου τραπεζικού λογαριασμού, την εντολή να αποδώσει στην ενάγουσα το ήμισυ αυτών, τότε, εφόσον τα ποσά αυτά δεν παραδόθηκαν στην ενάγουσα (ούτε άλλωστε επικαλείται σύναψη δωρεάς των εν λόγω ποσών με συμβολαιογραφικό έγγραφο- άρθρο 498 ΑΚ), η οποία δεν τα είχε στην κατοχή της, τούτη (ενάγουσα) δεν κατέστη κυρία των αντίστοιχων χρηματικών ποσών. Συνεπώς, εφόσον κυρία των ένδικων μισθωμάτων δεν ήταν η ενάγουσα αλλά η μητέρα των διαδίκων, ενώ επιπροσθέτως η εκκαλουμένη δέχτηκε ότι δεν είχε συναφθεί σύμβαση εντολής μεταξύ των διαδίκων, απορρίπτοντας την σχετική βάση της αγωγής ( δυνάμει της οποίας σύμβασης, κατά τα εκτιθέμενα περαιτέρω ως προς την αδικοπρακτική βάση της αγωγής, ο εναγόμενος ως εντολοδόχος έπρεπε να αποδώσει στην ενάγουσα τα χρήματα των μισθωμάτων που εισέπραττε για λογαριασμό της και ως διαχειριστής της περιουσίας της), θα πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά παραδοχή και του ισχυρισμού του εναγομένου περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την σωρευόμενη κύρια βάση της από την αδικοπραξία. Σημειώνεται ότι για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός ότι ο ενάγων είναι φορέας του επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος φορέας της αντίστοιχης υποχρέωσης, ενώ αν προκύψει τελικά ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η αγωγή δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης (ενεργητικής) νομιμοποίησης, αλλά για λόγους ουσιαστικού, δηλαδή ως αβάσιμη (ΕφΠειρ 570/2015 Δημοσίευση Νόμος όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι ο εναγόμενος αναλαμβάνοντας το ποσό των 5.000 ευρώ στις 19.9.2011 και το ποσό των 10.000 ευρώ στις 23.3.2012 από τον υπ'αριθμ. ……. κοινό λογαριασμό που διατηρούσαν στην Τράπεζα ………. ο ίδιος και η μητέρα των διαδίκων, χωρίς να ενημερώσει την κυρία των χρημάτων αυτών μητέρα των διαδίκων,  ιδιοποιήθηκε παράνομα και υπαίτια τα ποσά αυτά που δεν του ανήκαν εξ ολοκλήρου, ότι επίσης ιδιοποιήθηκε και τα μισθώματα των ετών 2013, 2014 και 2015 ποσού 2.209,13 ευρώ, 2.209,08 ευρώ και 2.209,08 ευρώ αντίστοιχα, ότι λόγω αδικοπραξίας ζημίωσε παράνομα και υπαίτια την ενάγουσα κατά το ποσό των 10.613,65 (ήτοι 5.000 + 10.000 + 2.209,13 + 2.209,08 ευρώ + 2.209,08 ευρώ = 21.627,29 ευρώ : 2 = 10.813,65 ευρώ - 200 ευρώ που κατέβαλε ο εναγόμενος στην ενάγουσα = 10.613,65 ευρώ) και επίσης ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη και κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την βάση της από την αδικοπραξία αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 10.613,65 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και συνολικά το ποσό των 11.613,65 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, δεκτού γενομένου ως και ουσιαστικά βάσιμου, ως προς την πιο πάνω αγωγική βάση από την αδικοπραξία, του σχετικού λόγου της έφεσης με τον οποίο ο εναγόμενος, επαναφέροντας τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του, ισχυρίζεται ότι η αγωγή ήταν απορριπτέα λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας. Εξάλλου, ως προς τα ποσά των 5.000 ευρώ και 10.000 ευρώ που ανέλαβε ο εναγόμενος από τον πιο πάνω κοινό λογαριασμό αυτού και της μητέρας των διαδίκων, σημειώνεται εκ περισσού ότι, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο Α μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, δεν θεμελιώνεται αδικοπρακτική λόγω υπεξαιρέσεως ευθύνη του διότι εκείνος από τους συνδικαιούχους καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό που απέσυρε τα χρήματα της καταθέσεως καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών, και κατ' επέκταση αδικοπραξία, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε (ΑΠ 656/2019 Δημοσίευση Νόμος), ο δε άλλος δικαιούχος του λογαριασμού (και εν προκειμένω η μητέρα των διαδίκων και όχι η ενάγουσα) ενοχική μόνον έχει αξίωση κατ' αυτού που ανέλαβε τα χρήματα, για την επιστροφή τους, ανάλογα με τη συμφωνία που έχουν κάνει μεταξύ τους οι καταθέτες, σε περίπτωση δε ελλείψεως μιας τέτοιας συμφωνίας, του ημίσεως των χρημάτων. Επομένως, κατά παραδοχή του ανωτέρω λόγου της έφεσης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιό της με το οποίο έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά τη βάση της από την αδικοπραξία. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και δικασθεί η αγωγή ως προς την βάση της από την αδικοπραξία πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστική αβάσιμη. Εξάλλου, ενόψει του ότι η ενάγουσα θεμελιώνει την αγωγή της, εκτός από τη βάση της περί σύμβασης εντολής μεταξύ των διαδίκων που απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως ουσιαστικά αβάσιμη και την βάση της αδικοπραξίας που κατά τα προαναφερόμενα απορρίπτεται, και σε άλλες βάσεις, πρέπει το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Β νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, κατ’ εξαίρεση του κανόνα που απαγορεύει την υπέρβαση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, να ερευνήσει, χωρίς ειδικό παράπονο, τις λοιπές βάσεις, εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να τις εξετάσει. Ειδικότερα, με την εκτιμώμενη ως τρίτη κύρια βάση η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εκ της συμβάσεως εντολής, που συνήψε η μητέρα τους με τον εναγόμενο. Προκειμένου να αποδώσει ο τελευταίος στην ενάγουσα τα ανωτέρω ποσά μισθωμάτων και λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του σκοπού της σύμβασης, ο οποίος συνίσταται σε προσπόριση άμεσου οφέλους των διαδίκων με αιτία τη χαριστική διάθεση της μητέρας τους και προς κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους, προκύπτει σαφής θέληση των μερών να δικαιούται η ενάγουσα, ως έχουσα αυτοτελές δικαίωμα, να απαιτήσει τα ανωτέρω ποσά κατά του υποσχεθέντος και συνεπώς δικαιούται να τα αξιώσει απευθείας από αυτόν με βάση τις διατάξεις των άρθρων 713 και 410-413 ΑΚ. Η αγωγή ως προς τη βάση αυτή από σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, που δεν ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ούτε απορρίφθηκε σιωπηρά, είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 410 επ., 713 ΑΚ και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ'ουσία. Πρέπει δε, να λεχθεί ότι, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Α μείζονα σκέψη της παρούσας, η σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, όταν η παροχή του εντολέα στηρίζεται σε πρόθεση ελευθεριότητάς του, δεν υπόκειται στον τύπο της δωρεάς, αφού στη σύμβαση υπέρ τρίτου η ανάγκη τηρήσεως τύπου εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ του υποσχεθέντος και του δέκτη της υποσχέσεως και όχι από τη σχέση με τον τρίτο. Εξάλλου, με την επικουρική βάση η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 30.545,71 ευρώ κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι κατά το ποσό αυτό κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της χωρίς νόμιμη αιτία. Η αγωγική αυτή βάση, η οποία προβάλλεται επικουρικά υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης των κύριων αγωγικών βάσεων από τις φερόμενες ως καταρτισθείσες σύμβαση εντολής μεταξύ των διαδίκων, σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου μεταξύ της μητέρας των διαδίκων και του εναγομένου και τη φερόμενη ως τελεσθείσα αδικοπραξία του εναγομένου, κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη διότι στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με τις κύριες αγωγικές βάσεις (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 170/2016, ΑΠ 449/2014, ΑΠ 2019/2007, δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, αναφορικά ειδικότερα με τη βάση της αγωγής από σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, η μητέρα των διαδίκων διατηρούσε, ήδη από το έτος 1997 τον με αριθμ. …… λογαριασμό του ……., με συνδικαιούχο τον υιό της εναγόμενο. Τον μήνα Απρίλιο του έτους 2006, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο απέκτησε άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος και κατόπιν τούτου, ενόψει του ότι από το έτος 2007 έλαβε χώρα μετάπτωση όλων των λογαριασμών που τηρούνταν στο ……, ο ως άνω λογαριασμός, μετατράπηκε σε νέο, με αριθμ. …….. Ακολούθως, την 27 Δεκεμβρίου 2013, έλαβε χώρα συγχώνευση με απορρόφηση της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……», από την Τράπεζα «……». Κατόπιν τούτου, ο ως άνω λογαριασμός με αριθμό ………., μετατράπηκε σε νέο λογαριασμό της «………, με αριθμό ……….., με δικαιούχους την μητέρα των διαδίκων και τον εναγόμενο. Στο ως άνω λογαριασμό (όπως αυτός στη συνέχεια άλλαξε με τους ως άνω αριθμούς), κατά τη συμφωνία των διαδίκων και της μητέρας τους, έπρεπε να κατατίθενται τα μισθώματα από τους προαναφερόμενους αγρούς, ενώ στον αυτό λογαριασμό, υπήρχαν και αποταμιεύσεις της μητέρας των διαδίκων, η οποία, μάλιστα, στη συνέχεια, όταν απεβίωσε ο σύζυγός της, λάμβανε και σύνταξη. Επίσης, στις 13-8-2008 ανοίχτηκε ένας τραπεζικός λογαριασμός με αριθμ. ……….. στο κατάστημα της ως άνω τραπεζικής εταιρίας, ……. με δικαιούχους τον μητέρα των διαδίκων και τον εναγόμενο, στον οποίο (λογαριασμό) στις 14-8-2008 έγινε προθεσμιακή κατάθεση ποσού 30.000 ευρώ για ένα μήνα, η οποία έληξε στις 15-9-2008. Ακολούθως, στις 4-11-2008 ο εναγόμενος «έσπασε» την προθεσμιακή κατάθεση και την ίδια ημέρα, μετέφερε το ποσό των 30.265 ευρώ σε ατομικό του λογαριασμό με αριθμό ………. Σημειωτέον ότι ο εναγόμενος είχε αναλάβει λόγω και της ιδιότητάς του ως γεωπόνος, να ανευρίσκει τους υποψήφιους μισθωτές, οι οποίοι στη συνέχεια κατήρτιζαν τις σχετικές συμβάσεις μίσθωσης με την μητέρα των διαδίκων καθώς και να εισπράττει για λογαριασμό αυτής (μητέρας του) τα μισθώματα. Αρχές Ιανουάριου του έτους 2014, η ενάγουσα επειδή χρειαζόταν χρήματα απευθύνθηκε στην μητέρα της, η οποία, εξεδήλωσε τότε την επιθυμία της, ότι προτίθεται τα χρήματά της, από τις εκμισθώσεις των αγρών μετά το έτος 2000, να τα παραχωρήσει στα δύο τέκνα της εξ ημισείας. Μάλιστα, το χρονικό αυτό σημείο (αρχές του έτους 2014), η μητέρα των διαδίκων, μετά από σχετικές ανησυχίες που εξέφρασε η ενάγουσα σχετικά με την διαχείριση των χρημάτων αυτής (μητέρας της) από τον εναγόμενο, την ενημέρωσε ότι όπως είχε πληροφορηθεί από τον εναγόμενο, είχε επενδύσει τα χρήματα αυτής (μητέρας του) που βρισκόταν κατατεθειμένα στον ως άνω λογαριασμό ( που με βάση τα παραπάνω επρόκειτο για έναν λογαριασμό που άλλαξε αριθμούς) και ότι δεν θα έπρεπε να ανησυχεί, καθότι τούτος (εναγόμενος) θα της απέδιδε τα μισθώματα των ετών 2001 και έκτοτε, όταν θα του έδινε και τη σχετική εντολή. Ειδικότερα, τα ετήσια μισθώματα που εισπράχθηκαν κατά έτος ήταν τα ακόλουθα : για το έτος 2001, το ποσό των 545.200 δρχ και ήδη 1600 ευρώ, για το έτος 2002, το ποσό των 2.112,82 ευρώ, για το έτος 2003 το ποσό των 2.175,22 ευρώ , για το έτος 2004, το ποσό των 2.652,72 ευρώ, για το έτος 2005, το ποσό των 2.122,33 ευρώ, για το έτος 2006, το ποσό των 2.792,34 ευρώ, για το έτος 2007, το ποσό των 2.791,92 ευρώ, για το έτος 2008, το ποσό των 2.234,03 ευρώ, για το έτος 2009, το ποσό των 2.234,03 ευρώ, για το έτος 2010, το ποσό των 2.233,70 ευρώ, για το έτος 2011, το ποσό των 2058,00 ευρώ, για το έτος 2012, το ποσό των 2.209,13 ευρώ, για το έτος 2013, το ποσό των 2.209,13 ευρώ και για το έτος 2014 το ποσό των 2.209,08 ευρώ, ήτοι, συνολικά, το ποσό των 31.634,43 ευρώ. Στα πλαίσια αυτά της επιθυμίας της μητέρας των διαδίκων, την 23-1-2014, η ενάγουσα έλαβε από τον ως άνω λογαριασμό το ποσό των 4.000 ευρώ, υπογράφοντας μάλιστα και την με ίδια ημερομηνία υπεύθυνη δήλωσή της, ότι λαμβάνει το εν λόγω ποσό ως «δάνειο» από την μητέρα της. Επίσης, και ο εναγόμενος, με αντίστοιχη υπεύθυνη δήλωσή του, ανέφερε ότι έλαβε ως δάνειο, από την μητέρα του, το ποσό των 10.000 ευρώ. Τα ποσά αυτά (10.000 ευρώ και 4.000 ευρώ για τα οποία συντάχθηκαν και οι ως άνω υπεύθυνες δηλώσεις) που αναλήφθηκαν από τους διαδίκους, όπως αποδεικνύεται, αφορούσαν ποσά μισθωμάτων ενόψει της επιθυμίας της μητέρας τους που σκεφτόταν να τους δωρίσει τούτα (μισθώματα) κατά το ήμισυ, αναγράφηκε δε στις εν λόγω υπεύθυνες δηλώσεις ότι τα λαμβάνουν ως δάνειο, αφού, τα χρήματα από αυτά (μισθώματα) ανήκαν έως τότε στην τελευταία (μητέρα τους). Ενόψει δε του ότι ο εναγόμενος είχε ήδη λάβει υπέρτερο της ενάγουσας ποσό για την ως άνω αιτία, τούτη (ενάγουσα) έλαβε από την μητέρα της, στη συνέχεια και έτερο ποσό ύψους 4.000 ευρώ που αφορούσε ομοίως ποσό μισθωμάτων. Συγκεκριμένα, λόγω του ότι μετά την πάροδο αρκετών μηνών από τις ως άνω υπεύθυνες δηλώσεις των διαδίκων, τα ως άνω χρήματα της προθεσμιακής κατάθεσης, δεν είχαν επιστραφεί στον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό της μητέρας των διαδίκων και του εναγόμενου, ο οποίος (κοινός λογαριασμός), την 6-8-2014 είχε υπόλοιπο μόλις 4.918,16 ευρώ, η ενάγουσα έλαβε από την τελευταία (μητέρα της) την 30-9-2014, το ως άνω ποσό των 4.000 ευρώ. Για την ανάληψη αυτή ενημερώθηκε ο εναγόμενος ως συνδικαιούχος του λογαριασμού, δεν αντέλεξε όμως, καθώς, είχε ήδη προηγηθεί η ως άνω συζήτηση μεταξύ αυτού, της μητέρας του και της αδελφής του, και δη, είχε ήδη ενημερώσει τους διαδίκους, από τις αρχές του έτους 2014, η μητέρα τους, ότι προτίθεται να τους δωρίσει, τα ποσά των μισθωμάτων των ως άνω ετών, λόγος για τον οποίο δεν ζήτησε και την υπογραφή αντίστοιχης με την ανωτέρω, υπεύθυνης δήλωσης εκ μέρους της αδελφής του. Το ποσό όμως των 2.000 ευρώ που μεταφέρθηκε την 27-11-2014 στον με αριθμ. ……… λογαριασμό ταμιευτηρίου της ίδιας ως άνω τράπεζας με συνδικαιούχους την ενάγουσα και την μητέρα της, δεν το έλαβε όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, η ενάγουσα ως μέρος των ως άνω μισθωμάτων. Αντίθετα, όπως αποδείχθηκε, ο εν λόγω λογαριασμός ανοίχθηκε για την εξυπηρέτηση δανείου της μητέρας των διαδίκων στα πλαίσια του προγράμματος «εξοικονομώ κατ’οικον». Μετά την ως άνω εξέλιξη, η μητέρα των διαδίκων, στα τέλη του έτους 2014, χωρίς να ζητήσει από αυτούς τα ως άνω ποσά μισθωμάτων που είχαν ήδη λάβει, τα οποία πλέον τους τα είχε παραχωρήσει προκειμένου να καλύψουν αμφότεροι διάφορες οικονομικές τους ανάγκες, έδωσε εντολή στον εναγόμενο υιό της, ο οποίος έως τότε εισέπραττε τα μισθώματα για λογαριασμό της, να αποδώσει στην ενάγουσα, το ήμισυ του υπολοίπου αυτών, το δε υπόλοιπο ποσό αυτών να το κρατήσει ο ίδιος (εναγόμενος). Κατόπιν τούτου, καταρτίστηκε μεταξύ της μητέρας των διαδίκων και του εναγόμενου, σύμβαση εντολής υπέρ τρίτου, προκειμένου να αποδώσει ο τελευταίος στην ενάγουσα τα ανωτέρω ποσά μισθωμάτων και λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του σκοπού της σύμβασης, ο οποίος συνίσταται σε προσπόριση άμεσου οφέλους των διαδίκων με αιτία τη χαριστική διάθεση της μητέρας τους και προς κάλυψη των οικονομικών αναγκών τους, προκύπτει σαφής θέληση των μερών να δικαιούται η ενάγουσα, ως έχουσα αυτοτελές δικαίωμα, να απαιτήσει τα ανωτέρω ποσά κατά του υποσχεθέντος και συνεπώς δικαιούται να τα αξιώσει απευθείας από αυτόν με βάση τις διατάξεις των άρθρων 713 και 410 - 413 ΑΚ. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η μητέρα της έδωσε την ως άνω εντολή στον εναγόμενο, το έτος 2016 δεν κρίνεται βάσιμος, καθώς, η ενάγουσα έλαβε η ίδια τα μισθώματα των ετών 2015, όπως και τα μισθώματα των μεταγενέστερων ετών. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι όπως αποδείχθηκε, η ως άνω εντολή που παρείχε η μητέρα των διαδίκων στον εναγόμενο, αφορούσε μόνο τα μισθώματα (χωρίς τους τόκους αυτών) των ετών από το έτος 2001 και έπειτα ως ανωτέρω και όχι τα μισθώματα αγρών- των οποίων ήταν επικαρπώτρια- προγενέστερων ετών. Εξάλλου, στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι το γεγονός, πόσα χρήματα βρισκόταν κατατεθειμένα στον ως άνω κοινό λογαριασμό με συνδικαιούχους την μητέρα των διαδίκων και τον εναγόμενο, κατά το χρόνο σύναψης της ως άνω σύμβασης εντολής υπέρ τρίτου, αλλά το γεγονός ότι τα εν λόγω χρήματα μισθωμάτων, που όλα τα ανωτέρω έτη εισέπραττε ο εναγόμενος για λογαριασμό της μητέρας του, έπρεπε κατόπιν της ως άνω εντολής που του παρείχε, να τα αποδώσει (οποιουδήποτε τούτα βρισκόταν, είτε ακόμη και αν είχαν μεταφερθεί σε άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς) στην ενάγουσα. Άλλωστε, δεν αποδείχθηκε ότι η μητέρα των διαδίκων έδωσε εντολή στον εναγόμενο ή οποιαδήποτε συγκατάθεσή της, να προβεί σε ανάλωση των εν λόγω ποσών των μισθωμάτων, αφού, όπως αποδείχθηκε, η βούλησή της, ήταν κάποια στιγμή όταν αυτή το αποφάσιζε, να παραχωρήσει τα εν λόγω μισθώματα σε αμφότερα τα τέκνα της. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε, ότι τα έξοδα (το ύψος των οποίων σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε) της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης της μητέρας των διαδίκων, όταν αυτή ασθένησε σοβαρά το έτος 2008, καλύφθηκαν, από τα ποσά των μισθωμάτων των εν λόγω αγρών, ενώ όπως ελέχθη, η τελευταία (μητέρα των διαδίκων), λάμβανε σύνταξη και είχε αποταμιεύσεις - πέραν των ως άνω μισθωμάτων- που επαρκούσαν για την διαβίωσή της και τα ως άνω έξοδα της. Σημειωτέον δε ότι και η ενάγουσα διατηρούσε στο παρελθόν κοινούς λογαριασμούς με την μητέρα της, οι οποίοι όμως (λογαριασμοί), δεν αποδείχθηκε ότι συνδέονται με την ένδικη διαφορά. Ενόψει όλων των προαναφερομένων, ο εναγόμενος όφειλε να αποδώσει στην ενάγουσα, το συνολικό ποσό των 7.817,21 ευρώ (31.634,43 ευρώ{ ως άνω συνολικό ποσό μισθωμάτων ετών 2001 έως και 2014} : 2 = 15.817,21 ευρώ - 8.000 ευρώ {ληφθέντα ως άνω 4.000 ευρώ + 4.000 ευρώ από την ενάγουσα κατά τις ως άνω ημερομηνίες, ως μέρος των μισθωμάτων} = 7.817,21 ευρώ). Κατόπιν τούτων, θα πρέπει η αγωγή, κατά την ως άνω βάση της, να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στην ενάγουσα, το ως άνω ποσό των 7.817,21 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Επομένως, εφόσον, με βάση τα ήδη προαναφερόμενα, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, αναγκαία πρέπει να εξαφανισθεί και κατά την διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, που θα καθοριστούν εξαρχής. Τα δικαστικά έξοδα αμφότερων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει, να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων κατά άρθρο 179 ΚΠολΔ, λόγω της μεταξύ τους συγγενικής σχέσης (αδέλφια). Τέλος, εφόσον η έφεση γίνεται και ουσιαστικά δεκτή και εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει, να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα, του παράβολου άσκησης έφεσης, που κατέθεσε ο τελευταίος, κατ' άρθρο 495 παρ. 3 Α του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ ουσιαστικά την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμ. ….. οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……, κατά το μέρος που δέχτηκε την αγωγή ως προς την σωρευόμενη εκ του άρθρου 914 ΑΚ βάση της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή ως προς τις σωρευόμενες, α) εκ του άρθρου 914 ΑΚ και β) σύμβασης εντολής υπέρ τρίτου, βάσεις της και γ) ως προς την επικουρική, εκ του άρθρου 904 ΑΚ, βάση της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

 ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την σωρευόμενη εκ του άρθρου 914 ΑΚ βάση της και ως προς την επικουρική , εκ του άρθρου 904 ΑΚ, βάση της. ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αγωγή ως προς την βάση της περί σύμβασης εντολής υπέρ τρίτου.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των επτά χιλιάδων οκτακόσιων δεκαεπτά ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (7.817,21) με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του καταβληθέντος, κατά την άσκηση της κρινόμενης εφέσεώς, με αριθμό παράβολου 28292775095908190050.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Λάρισα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις ……..

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

16 Μαϊος 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

          Αοριστία......

          Όλα τα ανωτέρω όμως σημαντικά, όφειλαν να τα ισχυριστούν γιατί αφορούν τις συνθήκες και περιστάσεις του ατυχήματος άμεσα συνδεόμενες, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, με την δυσλειτουργία / βλάβη / σφάλμα / ελάττωμα των αναφερόμενων συστημάτων στην συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και με την επίδρασή τους στην ισχυριζόμενη ζημία, δηλ. αφορούν την αντικειμενική βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος, κατά το χρόνο της κατά τον προορισμό αυτού χρήσης του, αλλά και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της χρήσης αυτής και της ζημίας (ΑΠ 1051/2004, ΝΟΜΟΣ).

          Σημειώνεται ότι είναι άλλο ζήτημα το πταίσμα/υπαιτιότητα  που με την γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δεν απαιτείται να επικαλεστεί και αποδείξει ο καταναλωτής/ενάγων και άλλο η αντικειμενική βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος, κατά το χρόνο της κατά τον προορισμό αυτού χρήσης του, και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της χρήσης αυτής και της ζημίας, που είναι στοιχεία που αφορούν την παρανομία στο σύστημα της αδικοπρακτικής ευθύνης και των οποίων πρέπει να γίνεται σαφής επίκληση. (βλ. και ΑΠ 1359/2018, ΝΟΜΟΣ: Ο ενάγων δηλαδή καταναλωτής έχει την υποχρέωση να επικαλεσθεί με την αγωγή αποζημιώσεως και να αποδείξει το ελάττωμα και την ταυτότητα του προϊόντος, δηλαδή τη σύνδεση του με τον εναγόμενο παραγωγό ή τα λοιπά εξομοιούμενα με αυτόν πρόσωπα (παρ. 2-4), τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η ζημία λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης».βλ. επίσης ΕΦΑθ 2093/2022 και ΕφΑΘ 3834/2020, ΝΟΜΟΣ, όπου και πλήθος νομολογίας για το ίδιο ζήτημα). Εδώ τέτοιοι ισχυρισμοί, δεν υπάρχουν.

          Άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 6.1 ν. 2251/1994 που ορίζει ότι «1. Ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του» και επικαλούνται οι ενάγοντες, περιλαμβάνει (και οπωσδήποτε προϋποθέτει) όλα τα στοιχεία του «πραγματικού» του κανόνα δικαίου, ήτοι τον παραγωγό, την ευθύνη του, την ζηµία, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζηµίας και του ελαττώµατος («…που οφείλεται…»), το ελάττωµα του προϊόντος, το προϊόν και την προέλευση του προϊόντος από τον παραγωγό («…προϊόντος του…»). (βλ. ΕφΑθ 6704/1996, ΝΟΜΟΣ). Και εφόσον αυτό είναι το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής, αυτά τούτα είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής που έπρεπε να επικαλούνται σαφώς και ορισμένως και συνεπώς η παράλειψη ή η ελλιπής αναφορά τους, οδηγεί σε απόρριψή της αγωγής ως μη νόμιμης ή αόριστης αντίστοιχα (ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440,ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161,ΠολΠρΘεσ 21205/1996 Αρμ 1997.239)

          Ενάγομαι (βάση της αγωγής), ως πωλήτρια και όχι ως παραγωγός ή εισαγωγέας-προμηθευτής, με τον ειδικότερο ισχυρισμό, ότι ευθύνομαι «ως πωλήτρια του αυτ/του αποκρύπτοντάς μου την ύπαρξη του ελαττώματος, άλλως αποτυγχάνοντας να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτού λόγω βαρύτατης αμέλειάς της.», μετά δε ταύτα επικαλείται τις διατάξεις του ν. 2251/1994, αλλά και τις κοινές των ΑΚ 914, 932, 281,288, 925 για την «υπαγωγή» του ανωτέρω αγωγικού πραγματικού (tatbestand), το οποίο, όπως ειπώθηκε είναι εντελώς ελλιπές για να έλξει σε εφαρμογή τις αιτούμενες έννομες συνέπειες.

          Γίνεται δεκτό (ενδ. ΑΠ 1420/2022, ΝΟΜΟΣ), ότι ο ανωτέρω νόμος για την προστασία των καταναλωτών, δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων, το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από την χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Ελαττωματικό είναι όχι το προϊόν που έχει ελαττώματα ή στερείται των συμφωνημένων ιδιοτήτων κατά την έννοια του άρθρου 534 ΑΚ, αλλά εκείνο που δεν παρέχει την ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, εν όψει όλων των ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες αυτό τίθεται σε κυκλοφορία και του χρόνου κατά τον οποίο κυκλοφόρησε. Πρόκειται δηλ. στην ουσία, για ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (άρθρο 14 παρ.5 ν.2251/1994) ή πρόκειται για θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση.  

          Αναφορικά λοιπόν με την νομιμότητα της ανωτέρω αγωγικής βάσης που ερείδεται στο ν. 2251/1994, γίνεται δεκτό (ΑΠ ό.α), ότι σύμφωνα με την παρ.4 άρθρου 6 ν.2251/1994, ευθύνεται όπως και ο παραγωγός, όποιος εισάγει το προϊόν για πώληση ή για απλή/χρηματοδοτική μίσθωση ή για διανοµή οιουδήποτε είδους στα πλαίσια της εµπορικής  επαγγελµατικής του δραστηριότητας. Επιπλέον, ο νόµος θεσπίζει και δεύτερο πλάσµα δικαίου στο β` εδ. της ιδίας παραγράφου, δηλ. ευθύνεται ως παραγωγός και κάθε προμηθευτής προϊόντος, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι δεν είναι γνωστή η ταυτότητα του παραγωγού και µόνο εάν εντός ευλόγου χρόνου δεν καταστήσει γνωστή στον καταναλωτή την ταυτότητα του  παραγωγού ή του προσώπου που του προμήθευσε το προϊόν.

           Εδώ είναι φανερό ότι ο νόμος εξισορροπεί τα αντίθετα συμφέροντα, δηλ. του καταναλωτή από τη μία που χρήζει προστασίας μόνο εάν ο παραγωγός είναι άγνωστος ή δεν του έχει γνωστοποιηθεί η ταυτότητά του, οπότε και το βάρος της «προστασίας» του φέρει πλέον ο προμηθευτής. Διότι στην αντίθετη περίπτωση, ο καταναλωτής γνωρίζοντας τον παραγωγό ή τον εισαγωγέα (αφού βλέπει το σήμα, την ετικέτα, τη φίρμα κλπ), μπορεί να στραφεί εναντίον τους και να έχει πράγματι επαρκή προστασία. Αλλά και   του προμηθευτή, καθόσον, αλλιώς, η ευθύνη του θα ήταν τόσο διευρυμένη που δεν θα ήταν ανεκτό, αφού ο νόμος κατανοεί ότι ο προμηθευτής ενός τυποποιημένου προϊόντος (δηλ. με την «ζελατίνα» από το εργοστάσιο), δεν έχει καµία γνώση, ούτε πρόθεση, άρα ούτε υπαιτιότητα με τη μορφή δόλου, σχετικά µε την ύπαρξη ελαττώµατος στο προϊόν, αλλ` ούτε και με τη μορφή αμέλειας. Διότι αυτή προϋποθέτει αντικειμενικά την παράβαση ενός καθήκοντος επιμέλειας, δηλ. απόκλιση του προμηθευτή από εκείνη τη συμπεριφορά που ένας μέσος συνετός πωλητής στον ίδιο επαγγελματικό κύκλο και τομέα συναλλαγών, ώφειλε να επιδείξει. Εδώ όμως είναι παράλογο και άτοπο να υποθέσει κανείς (και αυτό ακριβώς ρυθμίσει η παρ.4) ότι ο ανωτέρω μέσος κλπ πωλητής καινούργιου τυποποιημένου προϊόντος μαζικής παραγωγής («κούτα» κατά τον όρο των συναλλαγών), βαρύνεται συναλλακτικά με ένα καθήκον ελέγχου και διαπίστωσης των κρυφών ελαττωμάτων του, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για πακεταρισμένα πολλές φορές προϊόντα, που ήδη έχουν ελεγχθεί από το εργοστάσιο και μάλιστα με συγκεκριμένες προδιαγραφές και ειδικά τεχνικά μέσα, και επιπλέον, τόσο πολύπλοκα (τηλέφωνα, αυτοκίνητα, ηλ. συσκευές κλπ) που καταφανώς δεν έχει τις γνώσεις και τα μέσα να ελέγξει. Ό,τι αυτός δεν μπορεί να τηρήσει, δεν επιβάλλεται ως υποχρέωση από το δίκαιο (Γεωργ-Σταθ. υπο 330. 39). Γι` αυτό και εξαιρείται ο προμηθευτής, εάν ο παραγωγός ή ο εισαγωγέας είναι γνωστοί στον καταναλωτή. [βλ. επίσης υπόθεση Αventis Pasteur SA κατά OB (ΔΕΕ- Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, υπόθεση C-358/08, Συλ. 2009, σελίδα Ι-11305.), όπου το ανωτέρω Δικαστήριο (στα πλαίσια της Οδηγίας 15/374 για την εφαρμογή της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1985 σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 1999/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 1999 στις οποίες εναρμονίστηκε η Ελλάδα με το ν. 2251/1994 και ενσωμάτωσε στο άρθρο 6), έδωσε διευκρινίσεις σχετικά με την ευθύνη του προμηθευτή, δεχθέν ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι, οσάκις ο ζημιωθείς από το φερόμενο ως ελαττωματικό προϊόν ευλόγως δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα του παραγωγού του προϊόντος αυτού, πριν ασκήσει τα δικαιώματά του κατά του προμηθευτή του προϊόντος, ο εν λόγω προμηθευτής πρέπει να θεωρείται ως «παραγωγός», στο πλαίσιο ιδίως της εφαρμογής του άρθρου 11 της εν λόγω οδηγίας, εφόσον δεν έχει γνωστοποιήσει στον ζημιωθέντα, με δική του πρωτοβουλία και με επιμέλεια, την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν, πράγμα το οποίο το εθνικό δικαστήριο οφείλει, ενδεχομένως, να ελέγξει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.]

          Συνεπώς εν προκειμένω, με την ανωτέρω νομική βάση, η αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς εμένα, και δέον και αιτούμαι την απόρριψή της, γιατί ακόμα και ως τελική προμηθεύτρια προϊόντος εισαγωγής/πωλήτρια (που το αρνούμαι κατά τα κατωτέρω), ευθύνομαι μόνο υπό την προϋπόθεση ότι είναι άγνωστη η ταυτότητα του πραγματικού παραγωγού ή/και του εισαγωγέα και µόνο εάν εντός ευλόγου χρόνου δεν κατέστησα γνωστή στον καταναλωτή την ταυτότητα του  παραγωγού ή του προσώπου που του προμήθευσε το προϊόν. Σύμφωνα όμως με τα ιστορούμενα στην αγωγή, η ταυτότητα και των ανωτέρω δύο (του κατασκευαστή και του εισαγωγέα) ισχυρίζονται ότι ήταν και είναι γνωστή, αφού υπό την ιδιότητα του κατασκευαστή ενάγεται η 3η και υπο την ιδιότητα του εισαγωγέα ενάγεται η 2η εναγομένη, από την οποία εγώ (1η) προμηθεύομαι αυτοκίνητα. Άλλωστε ρητά ισχυρίζεται ότι απέβλεψε ακριβώς στην γνωστή ταυτότητα και φήμη της γερμανικής κατασκευάστριας εταιρείας.  (ΑΠ 1420/2022, ό,α). Επιπλέον, όπως ομολογείται στην αγωγή, παραδόθηκε στον αγοραστή το εγχειρίδιο χρήσης του οχήματος που αναφέρει τα στοιχεία του κατασκευαστή. Επιπλέον αυτά αναγράφονται στην πινακίδα πληροφοριών του επίδικου οχήματος, η οποία είναι τοποθετημένη σταθερά σε ευκρινές και ευπρόσιτο σημείο στο πλαίσιο της δεξιάς μπροστινής πόρτας αυτού και φέρει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο Παράρτημα ΙΧ της ανωτέρω Οδηγίας 2007/46/ΕΚ. Μεταξύ των πληροφοριών που φέρει είναι η επωνυμία του κατασκευαστή. Ακριβώς λοιπόν για τα ανωτέρω, δεν ισχυρίζονται ότι ήταν τάχα άγνωστη τη ταυτότητα του παραγωγού και ότι για το λόγο αυτό απευθύνθηκαν σε μένα τάχα και σε εύλογο χρόνο δεν τους ενημέρωσα γι` αυτή. Συνεπώς προβάλλω τον ανωτέρω ισχυρισμό-ένσταση με βάση την ανωτέρω διάταξη και ζητώ με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, να γίνει δεκτή και να απορριφθεί η αγωγή.  

          Δεν υπάρχει βάση της αγωγής από ενδοσυμβατική ευθύνη. Δεν ισχυρίζονται δηλ. ότι κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή υφίστατο συγκεκριμένο πραγματικό ελάττωμα οφειλόμενο σε πταίσμα του πωλητή, ή έλλειψη συγκεκριμένης συνομολογημένης ιδιότητας και ποιάς, και δεν ασκούνται δικαιώματα εκ των ΑΚ 540 ή/και ΑΚ 543, οπότε και θα επρόκειτο για ευθύνη λόγω μη εκπλήρωσης, σύμφωνα με τα οποία, μετά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή, ήτοι μετά την παράδοση σ` αυτόν του πράγματος και τη διαπίστωση της ελαττωματικότητάς του, εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 540 επ. ΑΚ, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 543 ΑΚ, αν κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ή σε περίπτωση παροχής   ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540 ΑΚ, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης (γενικές διατάξεις ΑΚ 380-383), ή σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά ν` απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκηση τους.  (η λεγόμενη «περαιτέρω ζημία» που είναι η ζημία που προκαλείται από την ελαττωματικότητα ή τις ελλείψεις του πωληθέντος πράγματος σε άλλα αγαθά του αγοραστή και η οποία για να αποκατασταθεί πρέπει να τελεί σε έμμεσο τουλάχιστον σύνδεσμο με την ελαττωματικότητα του πράγματος και να μην έχει καλυφθεί από την άσκηση κάποιας από τις αξιώσεις της διάταξης του άρθρου 540 του ΑΚ)

          Τέτοια πραγματικά περιστατικά ήτοι περί έλλειψης κάποιας συγκεκριμένης συνομολογημένης ιδιότητας του οχήματος, ή για συγκεκριμένο πραγματικό ελάττωμα κατά τον ανωτέρω χρόνο μετάβασης του κινδύνου, οφειλόμενο δήθεν σε πταίσμα μου (περιστατικά δηλ. δόλου ή αμέλειας των προστηθέντων υπαλλήλων μου), το οποίο μειώνει ουσιωδώς την αξία και την χρησιμότητά του, δεν υπάρχουν στην αγωγή και επιπλέον, δεν ζητείται με αυτή αποζημίωση για μη εκτέλεση τη σύμβασης, ούτε και ασκούνται τα άλλα ανωτέρω δικαιώματα (διαζευτικά ή σωρευτικά) σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.  

          Σε κάθε περίπτωση, και επικουρικά, εάν ήθελε κριθεί ότι προβάλλουν τα ανωτέρω κρίσιμα και αξιώνουν τα αγωγικά ποσά από ενδοσυμβατική ευθύνη, τότε προβάλλω την ένσταση παραγραφής της τυχόν αξιώσεώς τους κατ` ΑΚ 554 (ως ίσχυσε και ισχύει μετά το ν. 4967/2022), καθόσον από την ισχυριζόμενη σύμβαση πώλησης την 19-11-2012, παρήλθε διετία μέχρι την άσκηση της αγωγής (επίδοση αυτής 13-10-2022) και ζητώ να γίνει δεκτή και να απορριφθεί η αγωγή

          Εκτός όμως από την ανωτέρω ενδοσυμβατική ευθύνη του πωλητή, αν ο εναγόμενος - πωλητής αποκρύψει δολίως από τον ενάγοντα - αγοραστή ότι το πράγμα είχε κατά την παράδοση του πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, η συμπεριφορά αυτή  συνιστά αδικοπραξία και δη αστική απάτη (ΑΚ 147,149).

          Βέβαια, η υπαίτια ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη του, με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί, πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση σε βάρος του από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαίτια (ΟλΑΠ 967/73 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 1145/03 ΔΕΕ 2004.1179, ΑΠ 212/2000 ΕλλΔνη 41.758). Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει τη σχετική αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε παράλληλα (επιβοηθητικά) και στις δύο, οπότε η ικανοποίηση της μίας από αυτές έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση και των λοιπών, εκτός εάν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, όπως την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης κατ` 932ΑΚ, οπότε σώζονται μόνον ως προς αυτό (ΑΠ 555/1999, ΕφΑΘ 520/02, ΕλλΔνη 43.1496 ΕΠειρ 198/98, ΕλλΔνη 39.932- για την έννοια της συρροής αξιώσεων βλ. Μπαλή, Γεν. Αρχαί, §139). Η ευθύνη δηλ. εξ` αδικοπραξίας θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους (ΟλΑΠ 969/1973, ΑΠ 1381/13 κατωτέρω)

          Ειδικότερα, γίνεται δεκτό (βλ. ενδ. ΑΠ 1381/2013 όπου και άλλες παραπομπές), όταν υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη για πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητος του πωληθέντος πράγματος, για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης από αδικοπραξία του πωλητή θα πρέπει η ύπαρξη του ελαττώματος ή η έλλειψη της συνομολογηθείσης ιδιότητος κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μεταβαίνει στον αγοραστή να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή, με την οποία αυτός με πρόθεση επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή αναφορικά με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της συνομολογηθείσης ιδιότητος του πράγματος, ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγοραστή που τα αγνοεί επιβαλλόταν από την καλή πίστη ή την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή (βλ. και ΑΠ 1190/2007, ΑΠ 25/1998).

          Συνεπώς συντρέχει περίπτωση παράνομης πράξης και εντεύθεν αξίωση αποζημίωσης του αγοραστή με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, σύμφωνα με τις παραβιασθείσες τότε διατάξεις των άρθρων 386ΠΚ και 914ΑΚ, όταν ο πωλητής με πρόθεση, παράγει-δημιουργεί, διατηρεί ή ενισχύει την πλάνη του αγοραστή αναφορικά με την ύπαρξη συγκεκριμένων συμφωνημένων ιδιοτήτων του πράγματος και την ανυπαρξία ελαττωμάτων του, με την εν γνώσει του ψεύδους και της αναληθείας παράσταση (αυτών των) ψευδών γεγονότων ως αληθών και την ταυτόχρονη απόκρυψη των αληθών που καλώς γνωρίζει, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο ακριβώς στην είσπραξη υψηλοτέρου τιμήματος απο την πώληση, εν συγκρίσει με αυτό που θα αποκόμιζε με βάση την πραγματική του αξία, αν γνωστοποιούσε και δήλωνε την ανυπαρξία-έλλειψη των ιδιοτήτων, προσόντων και πλεονεκτημάτων του πράγματος (που παριστά εν γνώσει ως υπάρχοντα) και την ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων του (που παριστά εν γνώσει ως ελλείποντα), επι βλάβη φυσικά της περιουσίας του αγοραστή που έτσι το καταβάλει (το υψηλότερο τίμημα και όχι αυτό που αντιστοιχεί στην πραγματική του αξία χωρίς τις ιδιότητες και με τα ελαττώματα) «τοις κείνων ρήμασιν πειθόμενος».

          Τέτοια βάση αγωγής, επίσης δεν υπάρχει. Τα ιστορούμενα στην αγωγή δεν είναι ικανά, στην προκειμένη περίπτωση, να θεμελιώσουν αδικοπρακτική ευθύνη μου, συνιστάμενη σε απάτη, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής πρόσθετων πραγματικών στοιχείων, τα οποία, μαζί με συμβατική παράβαση, συνθέτουν το πραγματικό της αδικοπραξίας και συγκεκριμένα της απάτης και ειδικότερα δεν εκτίθεται υπαίτια συμπεριφορά μου, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μετέβη στον αγοραστή, με την οποία (συμπεριφορά) εγώ με πρόθεση επιδίωξα να παράγω, ενισχύσω ή διατηρήσω πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή, αναφορικά με την ύπαρξη συγκεκριμένου ελαττώματος του πράγματος, το οποίο μάλιστα καλώς γνώριζα δήθεν, ούτε με ποιο τρόπο, δια των προστηθέντων υπαλλήλων μου, εξαπάτησα τον αγοραστή, είτε κατά τον κρίσιμο χρόνο μετάβασης του κινδύνου, είτε και σε μεταγενέστερα της συντελεσθείσης πωλήσεως. Άλλωστε ισχυρίζονται στην αγωγή ότι «οι αρμόδιοι πωλητές, μας επέδειξαν όμοιο αυτοκίνητο στην έκθεση τους» και όχι το συγκεκριμένο, γεγονός που από μόνο του, καταλύει κάθε σκέψη για «απάτη» (βλ. ΑΠ 1420/2022).  

          Επίσης, δεν υπάρχει αγωγικός ισχυρισμός, ότι επειδή τάχα δεν τον πληροφόρησα ή τον πληροφόρησα ελλιπώς ή εσφαλμένα (οι νόμιμοι εκπρόσωποι ή οι προστηθέντες υπάλληλοί μου;), για τον σωστό χειρισμό ασφαλούς ακινητοποίησης/διακοπής πορείας ή και εκκίνησης του οχήματος σε επικλινείς επιφάνειες, δηλ. για την ορθή χρήση των συστημάτων, ως όφειλα, είτε στα πλαίσια της υποχρέωσης ενημέρωσης και πρόνοιας ως πωλητής (παρεπόμενες υποχρεώσεις της σύμβασης), είτε και χωρίς την συμβατική σχέση, με βάση την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικέ αντιλήψεις (ΑΚ 200,281,288), δεν προέβη τάχα στον ορθό και κατάλληλο χειρισμό προς ασφαλή ακινητοποίηση προ της εξόδου του από το όχημα, αλλά σε έναν άλλο λανθασμένο και εξ αυτού του λόγου προκλήθηκε τάχα αιτιακά η ζημία.

          Στην περίπτωση  ελαττωμάτων σχετικών με την παροχή οδηγιών χρήσης ή με την επισήμανση των κινδύνων από τη χρήση του προϊόντος όπως, και του φύλλου με τις οδηγίες χρήσης, ο ζημιωθείς ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τη μη τήρηση της υποχρέωσης παροχής των κατάλληλων οδηγιών χρήσης, από την οποία προκύπτει και η ελαττωματικότητα του προϊόντος. Και αυτό διότι είναι ευχερές για τον ζημιωθέντα να εντοπίσει την παντελή έλλειψη ή παροχή εσφαλμένων ή ανεπαρκών οδηγιών χρήσης του προϊόντος, εξαιτίας των οποίων προκλήθηκε το βλαπτικό αποτέλεσμα. (βλ. ΑΠ 1305/2018, ΕφΑθ 2093/2022, ΝΟΜΟΣ, I. Καράκωστα, Η ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα, έκδ. 1995,ό.π., σελ. 39 επ.). Τέτοια βάση αγωγής (ελαττώματα σχετικά με την παροχή οδηγιών χρήσης), δεν υπάρχει.  Αντιθέτως ομολογείται στην αγωγή ότι τον ενημέρωσα (και τον αγοραστή και την 1η ενάγουσα), με διαφημιστικά φυλλάδια για το τι είναι και πώς λειτουργεί το σύστημα ακινητοποίησης και άλλωστε πέραν του ότι εκτενώς αναφέρονται στην υπ` εμού πληροφόρηση περί του τρόπου λειτουργίας και του ενός και του άλλου συστήματος (σελ. 3), επιπλέον ομολογείται ότι παραδόθηκαν και οι οδηγίες χρήσεως εντύπως (εγχειρίδιο-manual) .  

          Και ναι μεν η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, είναι δυνατόν όμως μια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώσει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση, που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία. Η ευθύνη αυτή θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους (Ολ ΑΠ 969/1973).Επομένως, η ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος ή η έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας του πωληθέντος πράγματος δεν ιδρύει, καθεαυτή, ευθύνη από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αφού χωρίς τη συμβατική σχέση δεν αποτελεί πράξη παράνομη. Όταν όμως συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, που μαζί με τη συμβατική παράβαση συνθέτουν διάφορο ιστορικό γεγονός, ικανό κατά το άρθρο 914 ΑΚ για την πλήρωση του πραγματικού της αδικοπραξίας, τότε πρόκειται για σώρευση αξιώσεων, για παράβαση της σύμβασης και από αδικοπραξία, οι οποίες μπορούν να ασκηθούν παράλληλα, όχι όμως να ικανοποιηθούν και οι δύο, γιατί η ικανοποίηση της μιας καθιστά την άλλη χωρίς αντικείμενο. Έτσι, σε περίπτωση πώλησης, εφόσον συντρέχουν, κατά τα ως άνω, πρόσθετα στοιχεία, μπορεί να ασκηθεί μόνο η από αδικοπρακτική ευθύνη αξίωση, δεδομένου ότι αυτή έχει αυτοτέλεια και αυθυπαρξία, έναντι της συμβατικής, χωρίς να έχει ως προϋπόθεση τη σύμβαση. Με τα δεδομένα αυτά, η εφαρμογή των διατάξεων για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται όταν το ελαττωματικό κλπ πράγμα προκάλεσε ζημία σε άλλα πράγματα και προστατευόμενα έννομα αγαθά (υλικά ή ηθικά) του αγοραστή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι για να γεννηθεί από αδικοπραξία ευθύνη προς αποζημίωση απαιτείται : α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) ζημία και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και της ζημίας. Κατά την έννοια δε της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, η ανθρώπινη συμπεριφορά που αποτελεί το βασικό στοιχείο της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη. Η τελευταία όμως για να οδηγήσει σε υποχρέωση αποζημίωσης, πρέπει να είναι παράνομη. Τούτο συμβαίνει, όταν ο υπαίτιος παραλείπει να προβεί σε θετική ενέργεια, στην οποία υποχρεούται από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, από προηγούμενη συμπεριφορά του ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου. Εξάλλου, καλή πίστη, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος. Υπό την έννοια συνεπώς αυτή, η καλή πίστη συνιστά κριτήριο συμπεριφοράς και, άρα, κανόνα δικαίου. Βάσει αυτής, αλλά και από το όλο πνεύμα των κανόνων που ρυθμίζουν τις συναλλαγές, ιδρύεται υποχρέωση του παραγωγού-εισαγωγέα, καθώς και του πωλητή αυτοκινήτων, να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τρίτων από εγγενείς κινδύνους προκλήσεως βλαβών, που τυχόν ενέχουν τα προϊόντα αυτά, στα οποία (μέτρα) περιλαμβάνεται ο έλεγχος της ελαττωματικότητας αυτών και η υποχρέωση πληροφορήσεως των χρηστών. Η υπαίτια δε παράλειψη των υποχρεώσεων αυτών γεννά, εφόσον επήλθε ζημία αιτιωδώς συνδεόμενη με αυτήν, υποχρέωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ` άρθρο 932 ΑΚ (ΑΠ 1420/2022, ΑΠ 983/2019,ΝΟΜΟΣ).

          Ωστόσο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αγωγής, οι ενάγοντες δεν θεμελίωσαν την αδικοπρακτική βάση της αγωγής τους, ως προς εμένα την πωλήτρια, στην παράβαση της καλής πίστης, με την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών. Δεν ισχυρίζονται δηλ. πραγματικά περιστατικά του περιεχομένου της αντικειμενικής καλής πίστης (Γεωργ-Σταθ. υπο 200.17) ή και των συναλλακτικών ηθών ως ειθισμένων τρόπων ενέργειας, που επικρατούσαν στον τόπο και χρόνο που εξεδηλώθη τάχα η ανωτέρω παράλειψη (2012 ή και μεταγενέστερα) και επέβαλλαν σε εμένα ως πωλήτρια (και σε ποιο φυσικό πρόσωπο εκπρόσωπο ή προστηθέντα μου), μέλος ενός δικτύου εμπόρων καινούργιων και όχι μεταχειρισμένων οχημάτων που επιπλέον, δεν μετέχει στην διαδικασία κατασκευής τους σε οποιοδήποτε στάδιο, την υποχρέωση να επιχειρήσει ή να παραλείψει συγκεκριμένες πράξεις και δη συγκεκριμένα τις ανωτέρω του έλεγχου της ελαττωματικότητας και συναφώς της υποχρέωσης πληροφορήσεως των χρηστών περί αυτής, αλλ` ούτε και πραγματικά περιστατικά υπαίτιας παράλειψης των ανωτέρω υποχρεώσεων (ακόμα και εάν τις ειχα), δηλ. είτε πρόθεσης, είτε αμέλειας στο πρόσωπο των προστηθέντων υπαλλήλων μου σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, δηλ. κυρίως ότι οι προστηθέντες μου γνώριζαν το ελάττωμα και με ποιο τρόπο ή ότι ώφειλαν να το γνωρίζουν, και επιπλέον ότι διέθετα και τα τεχνικά μέσα για τον έλεγχο της ελαττωματικότητάς του, αν και πρόκειται για τυποποιημένο προϊόν κατασκευασμένο από άλλον και μάλιστα τόσο πολύπλοκο, που κατά τα κρατούντα στις συναλλαγές, μόνο το εργοστάσιο μπορεί να ελέγξει και να έχει τη σχετική γνώση και όχι ο πωλητής του δικτύου.

          Τέτοια πραγματικά περιστατικά, δηλ. στην ουσία ότι υφίσταντο κανόνες αντικειμενικής καλής πίστης και κρατουσών αντιλήψεων κατά τον επίδικο χρόνο, που επέβαλλαν σε εμένα με την ανωτέρω ιδιότητά μου ως πωλήτρια καινούργιου οχήματος, αλλά και σε κάθε έναν πωλητή στην θέση μου, ειδικά την υποχρέωση ελέγχου της ελαττωματικότητας του και συναφώς της σχετικής μετά ταύτα πληροφόρησης, όχι μόνο δεν υπάρχουν στην αγωγή, αλλά ελλείπει και ο βασικός ισχυρισμός, ότι είχα την αντικειμενική δυνατότητα προς τούτο, με την ιδιότητα του πωλητή και όχι του παραγωγού-κατασκευαστή. Διότι άνευ ταύτης, ακόμα και εάν υπήρχε υποχρέωση να ενεργήσω προς τον έλεγχο της ελαττωματικότητας (που αρνούμαι και αποκρούω, βλ. και κατωτέρω), δεν μπορούμε να μιλάμε για παράλειψη ως νομικά κρίσιμο μέγεθος παρανόμου πράξης, δηλ. για παράνομη παράλειψη (και όχι γενικά για παράλειψη), γιατί τέτοια δεν μπορεί να υπάρχει όταν δεν υπάρχει η αντικειμενική δυνατότητα προς ενέργεια (π.χ διότι απλά, το εργοστάσιο δεν χορηγεί τα ειδικά τεχνικά μέσα σε κάθε πωλητή).

          Άλλωστε ακόμα και ο ισχυρισμός ότι «αποτυγχάνοντας να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτού λόγω βαρύτατης αμέλειας», προϋποθέτει αναγκαία όχι μόνο την υποχρέωση, αλλά πρωτίστως την δυνατότητα προς τούτο, καθόσον διαφορετικά δεν νοείται αποτυχία για κάτι που αντικειμενικά δεν μπορείς να ενεργήσεις, οπότε και έπρεπε τωόντι να διαλάβει τέτοια περιστατικά, όπως ότι το εργοστάσιο ή ο εισαγωγέας, μου είχαν χορηγήσει τα ειδικά τεχνικά μέσα για τον έλεγχο των συγκεκριμένων συστημάτων και επιπλέον ότι οι προστηθέντες μου είχαν αυτή την τεχνογνωσία χειρισμού τους κλπ. και παρά ταύτα, παρά δηλ. την δυνατότητα αυτή, παρέλειψα τον έλεγχο διαπίστωσης του συγκεκριμένου (άδηλου και μηδέποτε αναφερόμενου) ελαττώματος (=παρανομία) και μάλιστα υπαίτια, δηλ. είτε με δόλο, είτε με αμέλεια, τα περιστατικά των οποίων, επίσης έπρεπε να αναφέρουν για το νόμιμο και ορισμένο της αγωγής. Τόσο μάλλον ήταν αναγκαία η σαφής και ορισμένη αναφορά των παραπάνω περιστατικών, καθόσον η παράλειψη μπορεί να θεμελιώσει υποχρέωση για αποζημίωση,  μόνο εάν ο παραλείψας όφειλε να προβεί στην ορισμένη ενδεδειγμένη και επιβεβλημένη ενέργεια (όχι γενικά σε κάποια ενέργεια) προς αποτροπή του αποτελέσματος, που πηγάζει από την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, όχι μόνο έναντι ορισμένου προσώπου, αλλά και έναντι της ολότητας (Γεωργ-Σταθ. υπο 914.9. βλ. και ΕφΑθ 2093/2022: «θέτει σε κίνδυνο αγαθά απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών»), δηλ. όταν υπάρχει ιδιαίτερη (και όχι γενική) νομική υποχρέωση προφύλαξης και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος (ενδ. ΑΠ 59/2019, Ν. Λεοντής, Ερμ.ΑΚ, τ.Ι, υπο 914,9), οι οποίες (κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις), όπως ειπώθηκε και για την καλή πίστη ανωτέρω, δεν αναφέρεται στην αγωγή ποιες είναι σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο για έναν πωλητή τέτοιων οχημάτων, και κατά τα ανωτέρω, και για κάθε τέτοιον πωλητή στην θέση μου της ιδίας εταιρείας.

          Άλλωστε, όπως ειπώθηκε, ισχυρίζονται στην αγωγή ότι «οι αρμόδιοι πωλητές, μας επέδειξαν όμοιο αυτοκίνητο στην έκθεση τους» και όχι το συγκεκριμένο για το οποίο δεν υπάρχει κανείς ειδικός ισχυρισμός ότι παρέβην και πώς τις ανωτέρω υποχρεώσεις μου «αποκρύπτοντας την ύπαρξη ελαττώματος άλλως αποτυγχάνοντας να διαπιστώσω την ύπαρξη αυτού από βαρεία αμέλεια» στο συγκεκριμένο όχημα και όχι σε κάποιο άλλο «όμοιο». Αλλ` ούτε και αναφέρονται περιστατικά ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης μου αποτροπής του αποτελέσματος από την, με δικές μου ενέργειες τάχα, πρόκληση μίας επικίνδυνης κατάστασης και ποιάς συγκεκριμένα, από την οποία δήθεν ήταν δυνατό να προκύψει η ζημία που όντως επήλθε και παρέλειψα υπαίτια να λάβω τάχα τα κατάλληλα μέτρα αποτροπής της, αφού δεν υπάρχει καν ισχυρισμός ότι μετείχα στην διαδικασία κατασκευής του τάχα, ή ότι εκ της δραστηριότητας μου (πώλησης) μπορούσα αντικειμενικά να επηρεάσω τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του οχήματος και δή τα συγκεκριμένα συστήματα ακινητοποίησης ή/και εκκίνησης (και όχι γενικά). Επιπλέον, για την θεμελίωση της ανωτέρω ευθύνης μου από «παράλειψη», απουσιάζει και κάθε ισχυρισμός πραγματικών περιστατικών (τόπος, χρόνος, περιστάσεις), περί παράλειψης τάχα πληροφόρησης περί της ελαττωματικότητας δήθεν του συγκεκριμένου οχήματος (και όχι κάποιου άλλου όμοιου) και άρα περιστατικά παράβασης κάποιας γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και προστασίας των άλλων και των αγαθών τους, καθόσον κάποια τέτοια δεν εξετάζεται αφηρημένα και γενικά, αλλά πάντα σε σχέση με την συγκεκριμένη υποχρέωση πρόνοιας και προστασίας που αφορά την πληροφόρηση για το συγκεκριμένο όχημα.

          Συνεπώς, δεν διαλαμβάνονται περιστατικά στην ιστορική βάση της αγωγής τους, για την θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης μου, λόγω   παράβασης δήθεν της καλής πίστης, πλέον του ότι, όπως φυσικά είναι γνωστό,  τα ν.π δεν εγκληματούν. Τα φυσικά πρόσωπα εγκληματούν (ΠΚ 14). Από υπαίτια και παράνομη πράξη τρίτου ή ακόμα και μέλους του, που δεν συνιστά δικαιοπραξία, το ν.π δεν ευθύνεται προς αποζημίωση, γιατί δεν υπάρχει αντιπροσώπευση στο έγκλημα. Ευθύνεται όμως προς αποζημίωση όταν πρόκειται για πράξη ή παράλειψη καταστατικού του οργάνου που (επιπλέον) έχει την εξουσία εκπροσώπησής του και ασκεί διοίκηση και πάντα με την προϋπόθεση ότι η πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα υπο την τοιαύτη ιδιότητά του και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί. Δηλ. η ευθύνη προς αποζημίωση του υπαιτίου φυσικού προσώπου, μεταβαίνει στο ν. π μόνο με τις προϋποθέσεις της ΑΚ 71. Για λοιπά μη καταστατικά όργανα το ν.π ευθύνεται με τις ΑΚ 334,922 κλπ. Τα ανωτέρω είναι στοιχειώδη.

          Η προκείμενη αγωγή λοιπόν είναι νόμω αβάσιμη, άλλως αόριστη αφού στην ιστορική βάση της πουθενά δεν ισχυρίζονται, ποιο είναι το φυσικό πρόσωπο που αδικοπράκτησε, που επέδειξε δηλ. παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, αλλ` ούτε και την νομική ή πραγματική  σχέση του φυσικού προσώπου με μένα (ΑΕ) και σε ποιον  ακριβώς κρίσιμο χρόνο υπήρχε αυτή, έτσι ώστε και αληθής υποτιθέμενη αυτή η σχέση, να έλκει σε εφαρμογή τις έννομες συνέπειες της ΑΚ 71, δηλ. την ευθύνη μου για αποζημίωση για παράνομη και υπαίτια πράξη φυσικού προσώπου που είτε είναι όργανό μου, είτε έχει σχέση πρόστησης με εμένα.

          Πράγματι στην αγωγή δεν ισχυρίζονται κανένα πραγματικό περιστατικό που να πληροί τα στοιχεία του πραγματικού της ανωτέρω διάταξης της ΑΚ 71, ή άλλων όπως ΑΚ 334, ή 922 κλπ, έτσι ώστε κατά νόμω, εφόσον αποδειχθούν και βάσιμα, να είναι δυνατή η μετάθεση της ευθύνης αποζημίωσης σε μένα από πράξη παράνομη και δόλια ή αμελή φυσικού προσώπου που με εκπροσωπεί (και όχι κάποιου τυχαίου).  

          Με απλά λόγια για να ήταν νόμιμη η αγωγή της ώφειλε να ισχυριστεί ότι φυσικό πρόσωπο του κατά νόμω βουλητικού μου οργάνου, π.χ του ΔΣ, προέβη στη παράνομη και υπαίτια πράξη (σε συγκεκριμένο χρόνο και με συγκεκριμένο τρόπο) στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ` αυτό καθηκόντων και δια τούτο ευθύνομαι εις ολόκληρον με το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, για την αποζημίωση του ζημιωθέντος, ήτοι  εγώ με την ΑΚ 71 και το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο με ΑΚ 914 σε συνδυασμό με 374ΠΚ, ή να επικαλεστεί, εφόσον επρόκειτο για προστηθέντα μου κλπ,  τις προϋποθέσεις της ΑΚ 922 και 334 για την ευθύνη μου ως προστήσαντος από αδικοπραξία 914ΑΚ του προστηθέντος. Τίποτα απ` αυτά δεν ισχυρίζεται.

          Διαφορετικά, εφόσον δεν επρόκειτο για μέλος του ΔΣ μου που ενεργούσε στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ` αυτό καθηκόντων κλπ, ή για προστηθέντα κλπ, αλλά για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, έπρεπε να στρέψει την αγωγή αποζημίωση εναντίον του.  

        Ωστόσο, ακόμα και εάν ήθελε κριθεί ότι περιλαμβάνονται όλα τα κρίσιμα ανωτέρω, στον αγωγικό  ισχυρισμό ότι «ως πωλήτρια του αυτ/του αποκρύπτοντάς μου την ύπαρξη του ελαττώματος, άλλως αποτυγχάνοντας να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτού λόγω βαρύτατης αμέλειάς της.» και άρα ότι δήθεν σ` αυτόν περιλαμβάνεται και ο «υφέρπων», αλλά μηδέποτε προταθείς συγκεκριμένα, ορισμένα και σαφώς, ισχυρισμός, ότι το ελάττωμα του εξαρτήματος κατέστησε το προϊόν μη ασφαλές και άρα ότι είτε από δόλο, είτε από αμέλεια διατέθηκε στην αγορά και ότι εξ αυτού επήλθε αιτιακά η ζημία, αφού αυτός είναι ο σκοπός προστασίας του ανωτέρω νόμου, καθόσον θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από την χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή, λεκτέα τα εξής:

          Στην περίπτωση αυτή υπάρχει ευθύνη του παραγωγού επειδή ακριβώς κατά παράβαση των ΑΚ 281,288 έθεσε σε κυκλοφορία μη ασφαλές τελικά προϊόν. Διότι είναι αυτονόητο ότι αυτός μόνο (το εργοστάσιο), επειδή ακριβώς έχει τα κατάλληλα και πολύπλοκα τεχνικά μέσα ελέγχου και γνωρίζει την διαδικασία παραγωγής που εφαρμόζει, δηλ. κατέχει όλη την τεχνογνωσία κατασκευής και παραγωγής του, αυτός και μόνο μπορεί να προβεί σε έλεγχο της ελαττωματικότητας και συναφώς της σχετικής πληροφόρησης. Άλλωστε είναι γνωστό ως εμπειρία και γνώση ζωής διαχρονικά, μέσα από σχετικά τηλεοπτικά ντοκυμαντέρ, παρουσιάσεις στο διαδίκτυο, από περιοδικά αυτ/των κλπ, ότι τα εργοστάσια κατασκευής οχημάτων, πολλώ δε μάλλον διεθνείς και αναγνωρισμένες εταιρείες κατασκευής, προβαίνουν σε εξαντλητικές δοκιμές των συστημάτων που εφαρμόζουν κάθε φορά και σε κάθε μοντέλο, και σε εξονυχιστικό έλεγχο της διαδικασίας παραγωγής τους, πριν περάσουν αυτά τελικά στην μαζική παραγωγή. Γι` αυτό και είναι επίσης γνωστό, ότι ακόμα και όταν ανακαλυφθεί κάποιο ελάττωμα έστω και εκ των υστέρων (έλεγχος ελαττωματικότητας), όχι μόνο διορθώνεται αυτό από το εργοστάσιο, αλλά γίνεται από το ίδιο, ανάκληση των συγκεκριμένων μοντέλων και ειδοποιούνται οι ιδιοκτήτες τους (πληροφόρηση) προς αντικατάσταση ή επισκευή κλπ του ελαττωματικού εξαρτήματος. Δηλ. είναι γενική γνώση ζωής ότι δυνατότητα ελέγχου της ελαττωματικότητας σε τέτοια πολύπλοκα τεχνολογικά προϊόντα, με χιλιάδες εξαρτήματα που αλληλεπιδρούν και που δια τούτα, απαιτούν  εξειδικευμένες γνώσεις και ειδικό τεχνικό εξοπλισμό, έχει μόνο το εργοστάσιο κατασκευής και όχι ο τελικός πωλητής που το αγοράζει με σκοπό μεταπώλησης στον καταναλωτή.  (βλ. περιπτώσεις παράλειψης εταιρείας που παράγει μπύρα, να πλύνει καλά, κατά το στάδιο της εμφιάλωσης, μπουκάλι που περιείχε καυστικό νάτριο, παράλειψη κατασκευαστή τυποποιημένων προϊόντων να ελέγξει αυτά πριν τα διοχετεύσει στην κατανάλωση, σε Γεωργ-Σταθ. υπο 914.29) 

          Για τον πωλητή όμως, ο οποίος δεν μετέχει στην διαδικασία παραγωγής και κατασκευής του, ούτε και εν μέρει, δηλ. κάποιου συστατικού του εξαρτήματος, αλλ` ούτε και από την δραστηριότητά του (πώληση) μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του προϊόντος (7.1 εδ.α` ν. 2251/1994 σε συνδυασμό με άρθρο 2 στ.3 ΚΥΑ Ζ3-2810/2004), γεγονότα άλλωστε, που δεν ισχυρίζονται ούτε εν σπέρματι στην  αγωγή, τα πράγματα διαφέρουν:

          Το παράνομο (της ΑΚ 914) εκ της παράβασης των ανωτέρω συναλλακτικών υποχρεώσεων καλής πίστης μπορεί να θεμελιωθεί, μόνο με δύο μορφές, ήτοι....

11 Μαρτίου 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

Ο 1ος λόγος αναίρεσης πρέπει και αιτούμαι να απορριφθεί διότι:

          1.       Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του 1ου λόγου αναίρεσης, δεν υπάρχει αιτίαση ότι η .. ένορκη βεβαίωση, ελήφθη χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις ή/και προσκομίστηκε εκπρόθεσμα, δηλ. μετά το πέρας της προθεσμίας προσθήκης-αντίκρουσης, είτε στον 1ο, είτε στον 2ο βαθμό. Αλλά και από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, όπως ενσωματώνονται και στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, προκύπτει ότι αυτή παραδέχεται πως προσκομίστηκε με επίκληση νόμιμα και εμπρόθεσμα με τις προτάσεις (όχι με την προσθήκη) ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και ελήφθη υπόψη. Δεν υπάρχει επίσης αιτίαση από τον αναιρεσείοντα, αλλ` ούτε και παραδοχή της προσβαλλόμενης, ότι συντρέχει περίπτωση απαραδέκτου της παρ. 2 της ΚΠολΔ 529, δηλ. ότι προσήχθη για πρώτη φορά στο Εφετείο, ενώ τάχα δεν την είχα προσκομίσει στο πρωτόδικο από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαρεία αμέλεια. Δηλ. η προσβαλλόμενη απέκρουσε το απαράδεκτο αυτό, έστω και σιωπηρά, αφού την έλαβε υπόψη. Επιπλέον δεν υπάρχει αιτίαση, αλλ` ούτε και παραδοχή της προσβαλλόμενης ότι το ανωτέρω αποδεικτικό μέσο, αποκρούστηκε πρωτόδικα. Επίσης σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, όπως ενσωματώνονται και στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, προκύπτει ότι κατέληξε στο αποδεικτικό της πόρισμα για τη μείωση του τιμήματος, αφού έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει στην αρχή του σκεπτικού της αναλυτικά, δηλ. και άλλες ένορκες βεβαιώσεις εκατέρωθεν, τεχνικές εκθέσεις, εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, δικαστικά τεκμήρια και τα διδάγματα της κοινής πείρας, «μερικών εκ των οποίων γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών». Δηλ. για την ανωτέρω αποδεικτική θεμελίωση (μείωση τιμήματος) δεν έλαβε υπόψη ειδικά και μόνο την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση και ούτε και ο αναιρεσείων ισχυρίζεται κάτι τέτοιο.

          Ο λόγος όμως αναίρεσης της ΚΠολΔ 559.11, δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο στήριξε τη δικανική του πεποίθηση στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως άλλωστε ρητά προκύπτει εν προκειμένω από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, και αυτή η αποδεικτική θεμελίωση δεν πλήττεται από τον αναιρεσείοντα, όπως ευκόλως επισκοπείται από το αναιρετήριο. (ΑΠ 2106/2007, ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία:  «Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. β΄ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν. Όμως αν το δικαστήριο στηρίζεται στο σύνολο των αποδείξεων και επαλλήλως σε ομολογία, αλυσιτελώς πλήττεται μόνον η τελευταία αιτιολογία (ΑΠ 276/1993 Ελ.Δνη1994, 1078). Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο προκειμένου να αιτιολογήσει την περί δεδικασμένου ως άνω κρίση του, αναφέρει ότι το Δημόσιο συνομολογεί ότι τα ήδη επίδικα ακίνητα είναι τμήματα του μείζονος ακινήτου του οποίου το ..... Ορφανοτροφείο, απώτερος δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων, ζήτησε με αγωγή του έναντι του Δημοσίου την αναγνώριση της κυριότητάς του. Όμως όπως ανελέγκτως, σε άλλο σημείο η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται, προκύπτει από τις αποδείξεις ότι τα επίδικα ακίνητα ήσαν τμήματα της μείζονος εκτάσεως που νεμόταν το ...... Ορφανοτροφείο και μεταβιβάστηκαν το 1937 στον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων Ψ6. Επομένως η τελευταία παραδοχή επαρκώς στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το ως άνω ζήτημα, έτσι ώστε η επάλληλη αιτιολογία στην οποία περιέχεται η ομολογία αλυσιτελώς πλήττεται και ο από το άρθρο 559 αριθμ. 11β ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.». βλ. επίσης και ΑΠ 894/2011, ΝΟΜΟΣ)

          Συνεπώς ο ανωτέρω λόγος και ως προς τα δύο σκέλη (ένορκη βεβαίωση και σιωπηρή ομολογία για την οποία αναλυτικά κατωτέρω), είναι απορριπτέος για τον ανωτέρω λόγο.

          Επιπλέον ως προς το σκέλος της ενόρκου βεβαίωσης, είναι αόριστος και απαράδεκτος, γιατί δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο α) το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου της ανωτέρω ενόρκου βεβαίωσης, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η βασιμότητα του ισχυρισμού και η επίδρασή του στο διατακτικό και β) δεν αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός περί απαραδέκτου προβλήθηκε στο δικαστήριο κατά τρόπο νόμιμο και ορισμένο, τόσο μάλλον καθόσον η προσβαλλόμενη δέχεται ότι αυτή είχε προσκομισθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα με τις προτάσεις μου στο Εφετείο (και προκύπτει αυτό και από την επισκόπησή τους), οπότε και ο αναιρεσείων, όφειλε ήδη από τότε να προβάλλει το σχετικό ισχυρισμό, κάτι όμως που δεν ισχυρίζεται, αλλ` ούτε και προκύπτει (ΑΠ 263/1989 ΕλλΔνη 1990, 527, ΑΠ 442/1993, ΕλλΔνη 1995, 88,90, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ τ.Ι, υπο 559. αρ. 118). Δηλ. για να είναι παραδεκτός ο λόγος, πρέπει ο σχετικός ισχυρισμός περί απαραδέκτου κλπ του αποδεικτικού μέσου να έχει προταθεί κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη και το περιστατικό αυτό να αναφέρεται στο αναιρετήριο (562ΙΙ, ΑΠ 1510/2011, ΝΟΜΟΣ)

          Επίσης, ο ανωτέρω λόγος είναι μη νόμιμος, γιατί, ακόμα και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η .... ένορκη βεβαίωση, η οποία ελήφθη νόμιμα και προσκομίστηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο εμπροθέσμως στην προθεσμία προσθήκης-αντίκρουσης, δεν αφορά δήθεν αντίκρουση ισχυρισμού που προβλήθηκε για πρώτη φορά με τις προτάσεις (κάτι που δεν ισχύει όπως προκύπτει από την επισκόπησή της), πάντως το Εφετείο ορθά την έλαβε υπόψη κατά το άρθρο 529ΚΠολΔ, αφού προσκομίστηκε  με τις προτάσεις μου πριν τη συζήτηση, με επίκληση νόμιμα και εμπρόθεσμα ενώπιόν του, όπως άλλωστε το παραδέχεται, γιατί ακόμα και έτσι, πρόκειται για «νέο» αποδεικτικό μέσο, καθόσον τέτοιο, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο, χαρακτηρίζεται και το προσκομισθέν απαραδέκτως στο πρώτο βαθμό, αρκεί βέβαια να μην υπάρχει το απαράδεκτο της παρ. 2 του ιδίου άρθρου, κάτι που, όπως ειπώθηκε, ούτε ο αντίδικος ισχυρίζεται, και οπωσδήποτε το απέκρουσε και η προσβαλλόμενη αφού το έλαβε υπόψη. (ΑΠ 419/1996, ΕλλΔνη 1997, 591). Γι` αυτό και οι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν στο δευτεροβάθμιο ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν μετά τη συζήτηση στον 1ο βαθμό και μέσα στην προθεσμία προσθήκης και αντίκρουσης ή προσκομίστηκαν στο πρωτοβάθμιο μετά τη συζήτηση (ΑΠ 659/2007 ΝοΒ 2007, 1823, ΑΠ 509/2011, ΝΟΜΟΣ) ή μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης (ΑΠ 586/2002, ΕλλΔνη 2003, 430). Δηλ. θα είχε νόημα να μιλάμε για την ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια όταν η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση προσκομίζονταν με επίκληση στο Εφετείο στην προθεσμία προσθήκης και αντίκρουσης «προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, άμεση ή έμμεση, των ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, …., εκτός και αν αφορά την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση στο Εφετείο» (ΑΠ 659/2007 κλπ). Δεν πρόκειται για τέτοια περίπτωση εδώ, ούτε το επικαλείται ο αναιρεσείων.

          2.       Η κρίση για ύπαρξη ή μη εξώδικης ομολογίας, εφόσον στηρίζεται στην εκτίμηση του περιεχομένου εγγράφου (εδώ στην από 26-1-2028 εξώδικη απάντησή του αναιρεσείοντος στην από 19-12-2017 εξώδικη δήλωσή μου με την οποία προέβαινα σε δήλωση μείωσης του τιμήματος), δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΚΠολΔ 561.Ι). Αρκεί να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το έγγραφο, όπως εδώ. (ΑΠ 1465/1997, Δ 1998, 413)

          Σύμφωνα με την ΑΠ 115/2008, ΝΟΜΟΣ  «Κατά το άρθρο 261 εδ. β` του ΚΠολΔ "Εφ` όσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστήριο να κρίνει, σε συνδυασμό με τη γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για να συναγάγει το δικαστήριο της ουσίας από τη γενική άρνηση του διαδίκου και το σύνολο των ισχυρισμών του ομολογία για κάποιο πραγματικό ισχυρισμό, που αποτελεί στοιχείο της αγωγής ή της ένστασης, είναι η μη αμφισβήτηση του πραγματικού αυτού ισχυρισμού. Επομένως, αν δεν υπάρχει η ειδική αυτή αμφισβήτηση, η ύπαρξη της οποίας και μόνο ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δηλαδή η ευχέρεια να συναγάγει ομολογία ή άρνηση του συγκεκριμένου ισχυρισμού δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο διότι αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων. Μόνο δε εάν υπάρχει τέτοια ειδική αμφισβήτηση του κρίσιμου ισχυρισμού, η ύπαρξη της οποίας επίσης ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, και παρά ταύτα το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε ομολογία αυτού, υποπίπτει τούτο στην πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. β` του ΚΠολΔ, δηλαδή εκείνη της παρά το νόμο λήψης υπόψη απόδειξης που δεν προσκομίστηκε

          Συνεπώς, ως προς το σκέλος αυτό (σιωπηρή ομολογία) ο λόγος είναι απαράδεκτος, γιατί δεν επικαλείται-αναφέρει για το ορισμένο αυτού, την ειδική άρνηση/αμφισβήτηση με τις προτάσεις του, η οποία θα απέκλειε την σιωπηρή ομολογία, δηλ. δεν επικαλείται και δεν ενσωματώνει στο αναιρετήριο το τμήμα εκείνων των προτάσεων του Εφετείου κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη, από τις οποίες θα προέκυπτε η ειδική αμφισβήτηση του ύψους του συμφωνηθέντος και καταβληθέντος τιμήματος των 37.380€. 

          Αλλά ούτε και από την επισκόπηση των ανωτέρω προτάσεών του προκύπτει κάποια ειδική αμφισβήτηση του ισχυρισμού μου περί του συμφωνηθέντος και καταβληθέντος ανωτέρω τιμήματος και συνεπώς ο λόγος είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

          Σε κάθε περίπτωση και για την ίδια αιτίαση (ΚΠολΔ 559. 11β) αναφορικά και με την σιωπηρή ομολογία, αναφέρομαι στα ανωτέρω, δηλ. ότι δεν ιδρύεται σε κάθε περίπτωση, αφού το δικαστήριο στήριξε τη δικανική του πεποίθηση στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως άλλωστε ρητά προκύπτει εν προκειμένω από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης. Αυτή δε η αποδεικτική θεμελίωση (σύνολο αποδείξεων) δεν πλήττεται από τον αναιρεσείοντα, όπως ευκόλως επισκοπείται από το αναιρετήριο. Αναφέρομαι στις ΑΠ 2106/2007, ΝΟΜΟΣ, ό.α, και ΑΠ 894/2011, ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία « Εξάλλου, σε περίπτωση που το δικαστήριο στηρίζεται στο σύνολο των αποδείξεων και επαλλήλως ή επικουρικώς σε ομολογία που δεν υφίσταται, αλυσιτελώς πλήττεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 11β ΚΠολΔ μόνο η τελευταία αιτιολογία.». Βλ. επίσης και ΑΠ 276/1993, ΕλλΔνη 1994,1078)

                                                       ΙΙ

          Αναφορικά με τον 2ο λόγο, λεκτέα τα εξής, ήτοι:

          Δεν αμφισβητείται ότι κράτησα το πράγμα. Στην περίπτωση αυτή κατά την ΑΚ 543 ο αγοραστής «δικαιούται να απαιτήσει την αποκατάσταση κάθε ζημιάς που έχει άμεση και αιτιώδη σχέση με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας, τις δαπάνες που έκανε για τη διόρθωση της ελαττωματικότητας του πράγματος (βλ. Γεωργιάδη/Σταθόπουλο υπο 543. αρ. 11, ΑΠ 1760/1987 ΝοΒ 36, 1636), τη ζημία που έχει υποστεί από τη στέρηση της χρήσης του. Ο αγοραστής μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα μείωσης του τιμήματος και σωρευτικά να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε ζημία του από τις προαναφερόμενες (βλ. Κορνηλάκη ό.α, σελ. 290), να ζητήσει αποζημίωση και για τις λεγόμενες «περαιτέρω ζημίες» σε άλλο περιουσιακό έννομο αγαθό που οφείλονται αιτιωδώς στην ελαττωματικότητα του πωλούμενου πράγματος» (Ν. Λεοντής, ΕρμΑΚ 2020, υπο 543. 5). Η ΑΠ 1588/2018 που επικαλείται ο αναιρεσείων, επιβεβαιώνει όλα τα ανωτέρω.

          Συνεπώς ορθά η προσβαλλόμενη μου επιδίκασε και τη θετική μου ζημία, συνιστάμενη σε ό,τι κατέβαλα για τη διόρθωση της ελαττωματικότητας του πράγματος, αφού σε περίπτωση που ο αγοραστής κρατεί το πράγμα δικαιούται και τη μείωση του τιμήματος (ΑΚ 540),   και την ανωτέρω ζημία σωρευτικά.

          Συνεπώς ο αναιρεσείων εκκινεί από λάθος προϋπόθεση: μετά την άσκηση των δικαιωμάτων της ΑΚ 540, δεν αποζημιώνεται μόνο η περαιτέρω ζημία, αλλά και η περαιτέρω ζημία. Δηλ. ομού με άλλες θετικές (π.χ δαπάνη επισκευής) ή άλλο διαφυγόν κέρδος (αδυναμία χρήσης, εκμίσθωσης, ζημία από σύμβαση κάλυψης κλπ) που έχουν άμεση και αιτιώδη σχέση με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας.

          Αυτό εξ άλλου είναι και τελολογικά ορθό, γιατί η ζημία από την έλλειψη συνομολογηθεισών ιδιοτήτων του πράγματος, είναι εντελώς άλλη ποιοτικά από τη θετική ζημία για την επισκευή-διόρθωση του πράγματος, ή την αποθετική ζημία από τη στέρηση χρήσης κλπ, αφού μπορούν να υπάρξουν αυτοτελώς. Η πρώτη καλύπτεται με την μείωση του τιμήματος (ΑΚ 540), η δε δεύτερες με την ΑΚ 543. Η διαφορά είναι σαφής: εφόσον το φορτηγό κατά τη μετάθεση του κινδύνου (παράδοση) δεν είχε τις συμφωνημένες ιδιότητες που παραδέχεται η προσβαλλόμενη (λίγα χιλιόμετρα, συντηρημένος και αποδοτικός κινητήρας που δεν έχει ανοιχτεί και επισκευαστεί παλιότερα κλπ), τότε αυτές οι ελλείψεις επηρεάζουν αρνητικά την αξία του, σε σχέση με ένα που δεν θα είχε αυτές τις ελλείψεις. Η ζημία εδώ καλύπτεται από τη μείωση του τιμήματος. Αυτή δηλ. τη ζημία θα μου την επιδίκαζε, ακόμα και εάν δεν πάθαινε την ζημία που έπαθε ο κινητήρας, ή άλλα τμήματα του οχήματος (διαφορικό) από τα «εν σπέρματι» ελαττώματα. Εφόσον όμως από την έλλειψη ιδιοτήτων ή την ύπαρξη ελαττωμάτων που υπήρχαν εν «σπέρματι», ήταν υπαρκτά κατά το χρόνο παράδοσης και εξελίχθηκαν αιτιακά ώστε να επιφέρουν την ολοκλήρωση και ανάδειξή τους (παλιά υπερθέρμανση και καταπόνηση κινητήρα, άτεχνη τότε επισκευή κλπ), επήλθε και η καταστροφή του κινητήρα ή και ολοκληρώθηκε ένα ακόμη άλλο ελάττωμα «εν υπνώσει» μέχρι τότε (διαφορικό), τότε ο αγοραστής δικαιούται και όσα δαπάνησε για επισκευή τους, όσα στερήθηκε από την χρήση του κλπ. Εάν λοιπόν. π.χ αγόραζα ένα air-condition αξίας 100€ και ισόποσου τιμήματος, συμφωνώντας την ιδιότητα ψύξης έστω για 100τμ (12άρι), αλλά τελικά δεν την είχε παρά μόνο για 50τμ (9άρι χωρίς να έχει κανένα ελάττωμα τεχνικά), αξίας 50€, τότε η διαφορά ανάμεσα τους, δηλ. τα 50€, θα ήταν η ζημία μου (ΑΚ 540) εφόσον αποφάσιζα να κρατήσω το πράγμα (9άρι) με την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας. Εάν όμως αυτό είχε (κατά το χρόνο παράδοσης) και (εν σπέρματι) πραγματικό τεχνικό ελάττωμα εξ αιτίας του οποίου, όπως αποκαλύφθηκε αμέσως μετά, δεν μπορούσε να ψύξει ούτε τα 50τμ, γιατί σταμάτησε να λειτουργεί, η δαπάνη διόρθωσης του (το ίδιο και η ζημία από σύμβαση κάλυψης) είναι άλλη ζημία, αποκαταστατέα με ΑΚ 543. Κανείς εδώ δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η τελευταία αυτή ζημία «καλύφθηκε» από τη μείωση του τιμήματος, αφού είναι φανερό ότι δεν μπορούσε να υπολογιστεί και δεν υπολογίστηκε στην ανωτέρω διαφορά αξίας γιατί δεν αφορά το τίμημα. Άλλωστε εάν πράγματι αγόραζα ένα τέτοιο 9άρι με συμφωνημένη ιδιότητα ψύξης για 50τμ (και όχι για 100τμ), και πάλι εάν αυτό είχε πραγματικό ελάττωμα, την δαπάνη διόρθωσης επιβαρύνεται ο πωλητής μου εκ της σύμβασης. Εάν δε από την έλλειψη ψύξης συνεπεία του ελαττώματος βλάπτονται και άλλα πράγματα (φρούτα κλπ), αυτή είναι «περαιτέρω» ζημία, επίσης αποκαταστατέα (ΑΚ 543). Έτσι λοιπόν εάν αρχικά, δηλ. πριν την καταστροφή του κινητήρα, ο πωλητής μου (υποθετικά) δεχόταν την μείωση του τιμήματος ελλείψει των συνομολογηθεισών ιδιοτήτων του κινητήρα και ικανοποιούσε την αξίωσή μου και αμέσως μετά επισυνέβαινε η καταστροφή του κινητήρα για τους ανωτέρω λόγους, ή ολοκληρώνονταν και η ανάδειξη και άλλου υπάρχοντος «εν σπέρματι» ελαττώματος (διαφορικό) μπορεί κανείς να υποστηρίξει σοβαρά ότι δεν θα εδικαιούμην και την δαπάνη επισκευής αυτών; Πολλού γε δεί, γιατί η ΑΚ 543, σύμφωνα με τον σκοπό της (βλ. αμέσως κατωτέρω), λέει το εξής απλό: δίνω στον αγοραστή, εφόσον κρατά το πράγμα, την διαφορά του τιμήματος από την έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων (έτσι ώστε το τίμημα να ανταποκρίνεται τωόντι σε ένα πράγμα που τελικά δεν έχει τις συμφωνημένες ιδιότητες). Δεν δίνω χρήματα-αποζημίωση για να το φέρει ο αγοραστής σε μια κατάσταση σαν να είχε εξαρχής της ιδιότητες που λείπουν. Δεν δίνω  δηλ. χρήματα για να «προσθέσει» σ` αυτό τις ελλείπουσες ιδιότητες. Εάν όμως ο αγοραστής δαπανήσει και για διόρθωση, τότε δεν δαπανά για να εξισορροπήσει την αξία του πράγματος επειδή αυτό δεν είχε τις συνομολογημένες ιδιότητες (αυτό έγινε με τη μείωση του τιμήματος), αλλά για τη ζημία του οφειλόμενη άμεσα είτε στην έλλειψη των συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, είτε σε αναφανέν πραγματικό ελάττωμα. Αυτή η θετική ζημία, δεν καλύπτεται από την εξισορρόπηση του τιμήματος που ήδη έγινε με την μείωση του τιμήματος. Αυτό είναι αυτονόητο, γιατί διαφορετικά με την ΑΚ 543 δεν θα αποζημιώνονταν ούτε το διαφυγόν κέρδος από την αδυναμία χρήσης (ΑΠ 60/1989 ΕΕΝ 1989, 938), ούτε η ζημία από τη σύμβαση κάλυψης (ΑΠ 1760/1987, ό.α), αλλά θα «καλύπτονταν» όλες οι ανωτέρω ζημίες από τη μείωση του τιμήματος, παρά το ότι έχουν άμεση και αιτιώδη σχέση με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας και δεν καλύπτονται από τη μείωση. Συνεπώς μόνο η κατάφαση της αποζημίωσης και στις ανωτέρω περιπτώσεις «μπορεί να φέρει (οικονομικά)  τον αγοραστή στη θέση που θα βρισκόταν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δεν είχε δηλαδή το πραγματικό ελάττωμα ή αν έφερε τη συνομολογημένη ιδιότητα»

          Συνεπώς και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος καθόσον δεν παραβιάστηκε (559.1) ούτε η ΑΚ 540, ούτε αυτή της ΑΚ 543.

          Επειδή όμως, όπως παγίως γίνεται δεκτό (ΑΠ 1588/2018), η ΑΚ 543 αποσκοπεί, καλύπτοντας τόσο τις θετικές ζημίες όσο και το διαφυγόν κέρδος του αγοραστή, να τον φέρει (οικονομικά) στη θέση που θα βρισκόταν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δεν είχε δηλαδή το πραγματικό ελάττωμα ή αν έφερε τη συνομολογημένη ιδιότητα, ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης κατά το σκέλος που γίνεται επίκληση της αναιρετικής πλημμέλειας της ΚΠολΔ 559.19, είναι μη νόμιμος, γιατί έπρεπε να αναφέρει (και έπειτα να προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης για να είναι και βάσιμος), την αντιφατικότητα, ή την έλλειψη αιτιολογίας αναφορικά με το αποδεικτικό πόρισμα της ότι η επιδίκαση των ανωτέρω ζημιών,  με έφεραν στη θέση που θα ήμουν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δηλ. ότι η ζημία μου από την έλλειψη των συμφωνημένων ιδιοτήτων και την ύπαρξη ελαττωμάτων, καλύφθηκε ήδη από τη μείωση του τιμήματος και μόνο. Θα συνέτρεχε δηλ. αυτή η αναιρετική πλημμέλεια εάν η προσβαλλόμενη μου επιδίκαζε μείωση τιμήματος και δαπάνη επισκευής, χωρίς π.χ να δέχεται ότι προέβην στην τελευταία (έλλειψη αιτιολογίας), ή παρά το ότι δέχθηκε ότι με την ικανοποίηση της αξίωσης «μείωσης του τιμήματος», καλύφθηκε όλη η ζημία μου οφειλόμενη στην έλλειψη των συμφωνηθεισών ιδιοτήτων ή στην ύπαρξη ελαττωμάτων (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχουν τέτοιες αιτιάσεις.

          Συνεπώς η αναίρεσή του είναι απορριπτέα καθ` ολοκληρίαν.

          Επειδή αρνούμαι και αποκρούω τις ενστάσεις, προτάσεις, ισχυρισμούς και αίτηση αναίρεσης του

          Για τους ανωτέρω λόγους και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου και παριστάμενος κατά τη συζήτηση με δήλωση του πλ. δικηγόρου μου που υπογράφει την παρούσα

          ΑΙΤΟΥΜΑΙ να γίνουν δεκτές οι παρούσες προτάσεις, ενστάσεις και ισχυρισμοί μου και να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης, όπως και οι προτάσεις, ενστάσεις και ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην δικαστική μου δαπάνη.

                      Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

      ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

25 Ιανουαρίου 2023 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

Κατά το μέρος που έγινε δεκτή ως νόμιμη η αγωγή, η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι ο ενάγων ισχυρίστηκε με αυτή και αιτείται την καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, όχι ως εκπλήρωση παροχής ένεκα καταρτισθείσης σύμβασης (ή προσυμφώνου) την οποία ο νόμος εξοπλίζει με δεσμευτικότητα, αλλά ως αποζημίωση ένεκα αξίωσης τάχα προς αποκατάσταση ζημίας συνεπεία αδικοπραξίας (ΑΚ 914 ή 919). Στην μεν πρώτη περίπτωση (συμβατική υποχρέωση), απαιτείται οπωσδήποτε συμβολαιογραφικό προσύμφωνο (τέλεια σύμβαση) γιατί αφορά ακίνητο. Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Συνεπώς για τη νομιμότητα της αγωγής στην περίπτωση αυτή, έπρεπε να γίνει επίκληση του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Στην δεύτερη περίπτωση (υποχρέωση από το νόμο, που εν προκειμένω δέχθηκε η εκκαλουμένη), απαιτείται καταρχάς ο αγωγικός ισχυρισμός αλλά και η πλήρωση των όρων της αδικοπραξίας, ήτοι οπωσδήποτε ζημία και είτε να συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 914, είτε οι όροι άλλου αδικοπρακτικού λόγου ευθύνης, π.χ οι όροι της ΑΚ 919, ή αυτοί της ΑΚ 920 κλπ, οι οποίοι είναι διαφορετικοί. Διότι κάθε παρανομία της ΑΚ 914 δεν συνιστά αναγκαίως και αντίθεση στα χρηστά ήθη, ούτε προσβάλλει αναγκαίως την πίστη, το μέλλον κλπ. (Γεωργ-Σταθ. υπο 919.22 και υπο 920.9). Δηλ. για τη νομιμότητα της αγωγή πρέπει ο ενάγων να επικαλείται τα στοιχεία της αδικοπραξίας σαφώς και ορισμένως και να αιτείται  την καταδίκη σε δήλωση βούλησης προς μεταβίβαση ακινήτου ως φυσική αποζημίωση, δηλ. προς αποκατάσταση ισόποσης επενεχθείσης ζημίας

Ειδικά εφόσον βάση (ιστορική-πραγματικά περιστατικά) της αγωγής συνιστά η αντίθεση στα χρηστά ήθη, πρέπει ο ενάγων να επικαλείται όλες τις πραγματικές προϋποθέσεις της ΑΚ 919 για την κλήση σε εφαρμογή των εννόμων συνεπειών της (αποζημίωση). Προϋποθέσεις δε εφαρμογής της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να συνιστά και  αδικοπραξία του άρθρου 914 ΑΚ, είναι οι εξής: 1. Συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη σε άσκηση δικαιώματος), που αντίκειται στα χρηστά ήθη, τέτοια δε συμπεριφορά υπάρχει, όταν, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο.  2. Η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, προξενήσεως ζημιάς, ήτοι δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημιά του άλλου, αλλ’ αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημιάς στον άλλο και παρά ταύτα αυτός δεν θέλησε να αποστεί από αυτήν. 3. Να προκλήθηκε όντως ζημιά σε άλλον. 4. Να υπάρχει μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, ή επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 137/2005, ΑΠ 864/2014). Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με την διαγωγή του ζημιωθέντος, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική, αναλογική σχέση (ΑΠ 1652/2006, ΑΠ 1385/2013).

            Για την κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ πληρότητα της σχετικής αγωγής πρέπει αυτή να περιέχει, κατά τρόπο σαφή, τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία καλύπτουν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, καταφάσκουν προς το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 919 ΑΚ και συγκεκριμένα θα πρέπει στο αγωγικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται προς δικαστική κρίση η σχετική αξίωση, να αναφέρονται τα κίνητρα και ο σκοπός του υποκειμένου, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού αυτού, καθώς και οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωση της συμπεριφοράς του (ΑΠ 1027/2021, 1678/2001, ΑΠ 1298/2006, ΑΠ 488/2010, ΑΠ 864/2014, ΝΟΜΟΣ).

 Εν προκειμένω η εκκαλουμένη παρά το νόμο δεν απέρριψε ως μη νόμιμη, άλλως αόριστη την ένδικη αγωγή. Συγκεκριμένα κατά την εκτίμηση των αγωγικών ισχυρισμών, έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα, μη διαλαμβανόμενα σ` αυτή για την πλήρωση της ΑΚ 919 και ΚΠολΔ 949, άλλως θώρησε επαρκή τα εκτεθειμένα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα, πραγματικά γεγονότα και οπωσδήποτε δεν έλαβε υπόψη γεγονότα που διαλαμβάνονται στην αγωγή και αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων που εφάρμοσε και τις έννομες συνέπειές τους. Συγκεκριμένα:                          

          Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αγωγής, ο ενάγων, δεν ζητά την καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης προς μεταβίβαση του ακινήτου ως φυσική αποζημίωση, δηλ. προς αποκατάσταση ισόποσης επενεχθείσης ζημίας. Αντίθετα, επικαλείται υποχρέωσή μου προς μεταβίβαση του ακινήτου, συνεπεία προηγηθείσης προφορικής συμφωνίας μεταξύ μας προς μεταβίβασή του, δηλ. ως εκπλήρωση παροχής από προφορική «σύμβαση» που αφορά την μεταβίβαση του ακινήτου, η οποία φυσικά είναι άκυρη και δεν μπορεί να υποχρεώσει κατά το ουσιαστικό δίκαιο σε δήλωση βούλησης γιατί δεν περιεβλήθη τον συμβολαιογραφικό τύπο.

          Σύμφωνα με την ΑΚ 166 ««Η σύμβασις, δι` ης τα μέρη υποχρεούνται να συνάψωσιν ωρισμένην συμβασιν (προσύμφωνον) υπόκειται εις τον τύπον, ον ο νόμος ορίζει δια την συναπτέαν σύμβασιν.». Ως τύπος διά την συναπτέαν σύμβασιν νοείται ενταύθα μόνον το συμβολαιογραφικόν ή ιδιωτικόν έγγραφον, ουχί δε άλλως τις τύπος (Μπαλής, § 58∙ πρβλ. και Ράμμον, ΕρμΑΚ 166 αρ. 15). Αν η κυρία σύμβασις δεν υπόκειται κατά νόμον εις τύπον, ουδέ το περί ταύτης προσύμφωνον υπόκειται.. Το προσύμφωνον περί μεταβιβάσεως δικαιώματος επί ακινήτου δέον επί ποινή ακυρότητος να καταρτίζεται δια συμβολαιογραφικού εγγράφου (πρβλ. Τούσην, § 89, σημ. 2), διαφορετικά, δηλ. άτυπα ή με ιδιωτικό έγγραφο, δεν επιτρέπεται η καταδίκη σε δήλωση βούλησης με την ΚΠολΔ 949 εφόσον πρόκειται για ακίνητο. Αναφέρομαι πλήρως στην ΜΠΡΑθ 19/2010 και στην εκεί νομολογία και σκέψεις. Εν προκειμένω ούτε έγινε ποτέ συμβολαιογραφικό προσύμφωνο, ούτε και ο ενάγων ισχυρίζεται κάτι τέτοιο και συνεπώς η αγωγή του είναι νόμω αβάσιμη, ούτε και η εκκαλουμένη το παραδέχεται. 

          Προκύπτει δηλ. ότι ο ενάγων δεν αιτείται in natura αποζημίωση με πραγματικό την ΑΚ 919 ή έστω της ΑΚ 914, στην οποία στηρίζει μόνο αίτημα ηθικής βλάβης και όχι κάτι άλλο. Αντίθετα σαφώς ζητά «να αναγνωριστεί ότι…καταρτίστηκαν διαδοχικές συμβάσεις άτοκου δανείου» και ότι «λόγω αδυναμίας απόδοσης…η εναγομένη υποσχέθηκε αντι καταβολής του ποσού, την μεταβίβαση κατά πλήρη κυριότηταμε την προϋπόθεση ότι το ύψος του δανείου θα ανέρχεται στην αγοραία αξία του ακινήτου» και εν τέλει για τους ανωτέρω λόγους «να αναγνωριστεί η ύπαρξη αξίωσης προς δήλωση βούλησης και να καταδικαστεί η εναγομένη να μου μεταβιβάσει….». Δηλ. επικαλείται σαφώς πραγματικά περιστατικά υποχρέωσης προς μεταβίβαση από συμφωνία (και όχι από άλλο λόγο) και γι` αυτό άλλωστε επικαλείται μεταβίβαση αντί καταβολής ισόποσης με την αγοραία αξία του. [την οποία ο ενάγων δεν επικαλείται (αοριστία) και η εναγομένη δεν την παραδέχεται (έλλειψη αιτιολογίας) αλλά, παρά ταύτα, αντί να απορρίψει την αγωγή, με καταδικάζει σε δήλωση για μεταβίβαση ακινήτου αδήλου αξίας για αποκατάσταση της ισχυριζόμενης αγωγικής ζημίας!]

          Για να μην απομείνει καμιά αμφιβολία: ο ίδιος στην από … που κατατέθηκε αυθημερόν, προσθήκη-αντίκρουσή του, ρητά ισχυρίζεται (σελ. 4) ότι « η αγωγή μου, όμως, στηρίζεται στην κατάρτιση συμβάσεως δανείου και την νεότερη συμφωνία απόδοσης αυτού με την μεταίβαση του οικοπέδου της εναγομένης, η οποία ως άτυπη και προφορική συμφωνία…κρίνεται νόμιμη και επιφέρει έννομα αποτελέσματα». Επίσης στην σελ. 2 αυτής, υπερθεματίζει ισχυριζόμενος ότι «η συμφωνία αυτή άτυπη, πλην όμως νόμιμη έγινε προφορικά αφού λόγω της ιδιαίτερα στενής οικογενειακής σχέσης…υπήρχε ηθική αδυναμία για την απόκτηση αποδεικτικού εγγράφου…η συμφωνία αυτή συνάγεται με βεβαιότητα από την μαρτυρική κατάθεση…»

          Επομένως η εκκαλουμένη διαστρέβλωσε πλήρως τους αγωγικούς ισχυρισμούς και έλαβε υπόψη πράγματα και ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν, αφού αυτός ζητούσε την όποια δήλωση βούλησης για το ακίνητο (βλ. κατωτέρω για τα τι ακριβώς ζητούσε), όχι ως υποχρέωση που πηγάζει από το νόμο και δη ειδικά από ΑΚ 919, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, αλλά από σύμβαση  που ο νόμος εξοπλίζει με εκτελεστότητα, κάτι που φυσικά δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει δεκτό και η εκκαλουμένη έπρεπε να απορρίψει την αγωγή, αφού δεν ισχυρίζεται και ούτε και η εκκαλουμένη παραδέχεται για την τοιαύτη σύμβαση, συμβολαιογραφικό έγγραφο αν και αφορούσε ακίνητο.            

          Ακόμη όμως και εάν θεωρηθεί ότι ζητούσε την ανωτέρω «καταδίκη» σε δήλωση βούλησης ως υποχρέωση που πηγάζει από το νόμο και δη ειδικά από ΑΚ 919, ή έστω από την ΑΚ 914 (και 386ΠΚ) και πάλι η εκκαλουμένη έσφαλε που δέχθηκε αυτή διότι: Η μόνη αναφορά της αγωγής σε αδικοπραξία είτε της ΑΚ 914, είτε της ΑΚ 919, είναι η αντιγραφή των άρθρων του νόμου και όχι πραγματικά περιστατικά περί αυτών. Δηλ. δεν επικαλείται, άλλως δεν επικαλείται σαφώς και ορισμένως πραγματικά περιστατικά, που αληθή υποτιθέμενα «καλύπτουν» τους ειδικούς όρους, δηλ. το πραγματικό (tatbestand) της όποιας αδικοπρακτικής ευθύνης των ανωτέρω διατάξεων, δηλ. είτε της απάτης, είτε της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, περιστατικά περί του δόλου, όπως και περιστατικά περί της ελάχιστης αιτιώδους συνάφειας, έτσι ώστε η συμπεριφορά αυτή να μπορεί να ελεγχθεί ότι συνιστά πρόσφορη, ή επαρκή αιτία της ζημίας.  

          Δεν ισχυρίζεται δηλ. πραγματικά περιστατικά  ψευδών εν γνώσει μου, παραστάσεων γεγονότων ως αληθών ή αποσιώπησης αληθών, με τι σκοπό και πώς αυτές συνδέονται με διάθεση περιουσίας εκ μέρους του και ποια η εξ αυτής ζημία. Αλλ` ούτε και ισχυρίζεται περιστατικά επαγωγής με πρόθεση ζημίας και μάλιστα με τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, ποια είναι αυτά και πότε και που επικρατούντα κλπ. και πώς αυτή η συμπεριφορά, η οποία επιπροσθέτως πρέπει να ήταν και αντικειμενικά πρόσφορη, αιτιακά προκάλεσε την ζημία.  Σημειώνεται, ότι η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής, δεν συνιστά καθεαυτήν αδικοπραξία, εκτός εάν συντρέχουν και οι όροι της τελευταίας, ώστε και χωρίς τη συμβατική σχέση να πρόκειται για υπαίτια ζημιογόνα συμπεριφορά. Συνεπώς στην αγωγή του δεν αρκούσε να ισχυριστεί την συμβατική σχέση και την παραβίασή της, αλλά και τα τυχόν ανωτέρω (ενδεικτικά) περιστατικά παρανόμου, υπαιτίου και ζημιογόνου συμπεριφοράς (ΑΚ 914,919), δηλ. περιστατικά αδικοπρακτικής ευθύνης, τα οποία όπως ειπώθηκε απουσιάζουν.  Η αναφορά του σε πράξη αδικοπραξίας, ήγουν απάτης συνιστάμενης σε ψευδείς τάχα υποσχέσεις, και αληθή υποτιθέμενα δεν έλκουν σε εφαρμογή τις συνέπειες της ΑΚ 914 σε συνδυασμό με την τάχα παραβιασθείσα ποινική διάταξη της ΠΚ 386, γιατί αν μη τι άλλο δεν πρόκειται για παράσταση γεγονότων. Οι υποσχέσεις και συμβατικές υποχρεώσεις, δηλ. ακόμα και η ενυπάρχουσα τυχόν στην σύναψη της σύμβασης πρόθεση του οφειλέτη να μην εκπληρώσει (που εδώ δεν υπάρχει ούτως ή άλλως, αφού πρόκειται για άκυρη από την αρχή προφορική συμφωνία μεταβίβασης ακινήτου), δεν είναι γεγονότα και δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν το «παράνομο» της απάτης κατά πάγια νομολογία (ΑΠ 774/2020, 651/2020, 527/2020 κλπ). Μάλιστα γίνεται δεκτό ότι επι υποσχέσεων ή διαβεβαιώσεων για μελλοντικό γεγονός, όπως εδώ ο ίδιος επικαλείται, ελλείπει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης της παραπλάνησης και της επενεχθείσης πλάνης, αφού τέτοιες διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις για μελλοντικά γεγονότα δεν είναι ικανές αντικειμενικά να προκαλέσουν πλάνη (Χρ.Μυλωνόπουλος, Ειδ. Μέρος, εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, 2001, παρ. 12. αρ. 862-865).

           Όχι μόνο δεν επικαλείται τα ανωτέρω αναγκαία, αλλά, αντίθετα ομολογεί πραγματικά περιστατικά που αποκλείουν εντελώς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων (ΑΚ 914 και 919) αφού ομολογεί, ότι προέβη στον δανεισμό όχι από δικές μου πράξεις εξαπάτησης και υποσχέσεις περί μελλοντικής μεταβίβασης,   ούτε και από δόλια περί την επαγωγή της ζημίας του, συμπεριφορά μου αντικείμενη τάχα στα χρηστά ήθη, αλλά καθαρά από δική του απόφαση, επιθυμία και θέληση.

          Πράγματι ομολογεί στην σελ. 1 ότι για το διάστημα από 1992 έως 2001 με έβλεπε σε άσχημη οικονομική κατάσταση και χωρίς δισταγμό (η έκφραση δική του) μου δάνειζε σταδιακά μέχρι το 2001. Δεν επικαλείται καμία «παράνομη» συμπεριφορά μου που να εμπίπτει στις ΑΚ 914,919,386ΠΚ. Μάλιστα ομολογεί σελ. 2 ότι «μετά από παρακλήσεις της μητέρας» του και όχι δικές μου (πολλώ δε μάλλον εξαπάτησή μου), «ενέδιδα και δάνεισα». Αλλά και μετά το ανωτέρω διάστημα δηλ. από το 2002 και μετά, όταν δηλ. διατείνεται ότι (εγώ) «ανέφερε ότι θα μου μεταβιβάσει το οικόπεδό της», ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι «δεν είχα σκοπό να αποξενώσω την θεία μου από την πατρική της περιουσία». Είχε λάβει δηλ. τις αποφάσεις του και είχε ήδη προαποφασίσει ανεξάρτητα από τη δική μου συμπεριφορά, αφού ομολογεί ότι τον σκοπό που ανωτέρω είχε, δεν τον διαμόρφωσα εγώ, αλλά ο ίδιος. (για την κρισιμότητα του σκοπού στην εφαρμογή της ΑΚ 919, βλ. ό.α ΑΠ 1027/2021).  Επίσης για το διάστημα μετά το 2004 (σελ. 4) ότι «δεν πίεζα άμεσα την εναγόμενη για την κατάρτιση του συμβολαίου, άλλωστε γνώριζα ότι με τα οικονομικά της προβλήματα δεν μπορούσε να αποκτήσει φορολογική ενημερότητα» (πώς λοιπόν παραπλανήθηκε ότι θα γίνει η μεταβίβαση, όταν γνώριζε ήδη ότι αυτή δεν γίνεται;) και επιπλέον (σελ. 5 αγωγής) ότι «της πρότεινα αναλογιζόμενος ότι δεν θέλει να απωλέσει την πατρική της περιουσία, να μου επιστρέψει σταδιακά τα δανεικά σε βάθος χρόνου.». Και όταν όπως ισχυρίζεται (σελ. 5) άρχισε να έχει αμφιβολίες, «η μητέρα μου απαντούσε ότι δεν είναι δυνατόν» εγώ να τον εξαπατήσω. Η μητέρα του ισχυρίζεται ότι έδινε τέτοιες διαβεβαιώσεις, όχι εγώ. Και εν τέλει (σελ. 6) ότι «Η λογική αντιμετώπιση όμως της κατάστασης οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι μόνο με την εκ νέου δανειοδότηση…». Και όλα αυτά αφού είχε προηγηθεί, κατά τους ισχυρισμούς του, δήθεν η άρνησή μου το 2010 να υπογράψω το συμβόλαιο που ήταν σχεδόν έτοιμο στα χέρια του συμβ/φου.

          Για ποια λοιπόν πράξη απάτης ή αντίθεση σε χρηστά ήθη μιλάμε όταν ο ίδιος ομολογεί ότι προέβη σε δανεισμό όχι μετά από δική μου πράξη, αλλά μετά από δική του απόφαση και δική του λογική αξιολόγηση-αντιμετώπιση των πραγμάτων;. Αλλά και σε κάθε περίπτωση, εδώ ομολογεί ότι ακόμα και μετά τις ψευδείς τάχα υποσχέσεις μου, πρόκειται καθαρά για δικές του αποφάσεις μετά από παράκληση της μητέρα του και για την ικανοποίηση των δικών του σκοπών  μετά από δική του αξιολόγηση και κρίση ότι πρέπει να μου δανείσει. Ποια είναι λοιπόν η αιτιώδης σύνδεση μεταξύ της πράξης μου των ψευδών υποσχέσεων ακόμα και εάν αυτή υπήρξε, που το αρνούμαι κατηγορηματικά (άλλη πράξη-περιστατικά εκτός από ψευδείς τάχα υποσχέσεις για το μέλλον, δεν επικαλείται) και της «πλάνης» του, όταν ευθέως ομολογεί ότι βασίστηκε σε προσωπικές κρίσεις, αξιολογήσεις και παρακλήσεις τρίτων;. Άλλωστε όπως ειπώθηκε, η παραπλάνηση της ΠΚ 386 πρέπει να οφείλεται (αιτιώδης συνάφεια) στην παράσταση ψευδών γεγονότων. Εάν οφείλεται σε μελλοντικές υποσχέσεις ή διαβεβαιώσεις για το μέλλον, δεν πρόκειται για γεγονότα και άρα αποκλείεται η παραπλάνηση εκ του λόγου αυτού. Συνεπώς όφειλε η εκκαλουμένη να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη με τέτοιους ισχυρισμούς αφού και αληθείς υποτιθέμενοι αποκλείουν την πλήρωση της ΑΚ 919 που εφάρμοσε.                                                

          Όμως, πέραν τούτων, η εκκαλουμένη δεν διαλαμβάνει παραδοχές πραγματικών περιστατικών που υπαγόμενα ορθά, δηλ. χωρίς ελλείψεις, ασάφειες και λογικά κενά, πληρούν τωόντι το πραγματικό της ΑΚ 919 ή έστω της ΠΚ 386 (σε συνδυασμό με ΑΚ 914). Δηλ. πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ανεπάρκεια, άλλως ασάφεια) αφού ελλείπουν, άλλως είναι ανεπαρκή τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται για τη δικαιολόγηση εφαρμογής της ΑΚ 919 και έτσι είναι ανέφικτος ο έλεγχος ορθής εφαρμογής της. Γιατί, αναφορικά με την «παρανομία» είτε για την πλήρωση της ΑΚ 919 (πράξη αντίθετη στα χρηστά ήθη), είτε της ΠΚ 386-914ΑΚ (πράξη εξαπάτησης), δεν παραδέχεται κανένα πραγματικό περιστατικό που απαιτεί το πραγματικό τους. Παραδέχεται μόνο ότι «υποσχέθηκε στον ενάγοντα ότι θα του μεταβιβάσει κατά κυριότητα, αντί καταβολής το ακίνητο…» και ότι «για να μπορεί να συνεχίζει να αποσπά ως δάνειο χρηματικά ποσά, παρέδωσε σ` αυτόν κατά το έτος 2004 την κατοχή του οικοπέδου της…». Και αληθή υποτιθέμενα όμως αυτά που παραδέχεται, πώς και με ποια αιτιολογία τα υπήγαγε στην έννοια της πράξης που τελεί σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη, και επιπλέον είναι αντικειμενικά πρόσφορη να επιφέρει ζημία, έτσι ώστε να αιτιολογήσει σοβαρά και εμπεριστατωμένα την εφαρμογή της ΑΚ 919;. Είναι φανερό από τις ανωτέρω παραδοχές της ότι αναβίβασε την «υπόσχεση» (ούτε καν την ψευδή υπόσχεση αφού καμία τέτοια παραδοχή δεν διαλαμβάνει), σε πράξη αντικείμενη στα χρηστά ήθη κατά την ΑΚ 919, αν και, η ψευδής υπόσχεση και διαβεβαίωση δεν μπορεί να πληροί κατά νόμω ούτε καν την πράξη απάτης της πΚ 386.  

          Επιπλέον, δεν διέλαβε καμία παραδοχή πραγματικών περιστατικών για την αιτιολόγηση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην όποια παραδεχόμενη παράνομη πράξη μου (δηλ. την υπόσχεση αφού αυτή μόνο παραδέχεται) και στην επέλευση της ζημίας του. Πώς και με ποια αιτιολογία, δηλ. με ποιες παραδοχές πραγματικών περιστατικών στην αιτιολογία της (σκεπτικό) οδηγήθηκε στην κρίση ότι «υπάρχει μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος», όταν ο ενάγων ομολογεί τα ανωτέρω περί δικών του αποφάσεων, σκοπών και αξιολογήσεων που τον οδήγησαν μετά από λογική αντιμετώπιση, αλλά και τις προτροπές τρίτων, στην συνέχιση του δανεισμού;. Εδώ πρόκειται για πλήρη ανεπάρκεια των αιτιολογιών αναφορικά με την αιτιότητα τουλάχιστον, που γεννούν λόγους αναίρεσης (559.1,19 ΚΠΟλΔ).                                              

          Περαιτέρω, υφίσταται η ίδια έλλειψη αιτιολογίας και αναφορικά με το ύψος της αποζημίωσης που δέχθηκε ότι πρέπει να αποκαταστήσω με την «φυσική αποκατάσταση». Γιατί ενώ παραδέχεται ως ζημία το ποσό των 14.136,87€, δεν παραδέχεται πουθενά ποια είναι η αξία του ακινήτου για την μεταβίβαση του οποίου με καταδίκασε σε δήλωση βούλησης. Είναι ισόποσο, μικρότερο ή μεγαλύτερο;. Διότι στην τελευταία περίπτωση κατά το «επιπλέον» της αξίας, ο ενάγων αυτονόητα πλουτίζει αδικαιολόγητα. Συνεπώς, πώς μετά ταύτα οδηγήθηκε στην κρίση περί καταδίκης μου σε μεταβίβαση όλου του ακινήτου ως φυσική αποκατάσταση της ζημίας και όχι κάποιου ποσοστού, ισόποσης αξίας με την ζημία;

          Αλλά, πρωτίστως, ώφειλε να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη, άλλως αόριστη, αναφορικά με την έλλειψη του ισχυρισμού περί της αξίας του ακινήτου, καθόσον ακόμα και εάν υποτεθεί ότι ο ενάγων ζητά τωόντι συνεπεία αδικοπραξίας (και όχι από δικαιοπρακτική ευθύνη), για την αποκατάσταση της ζημίας του την καταδίκη σε δήλωση βούλησης για την μεταβίβαση του ακινήτου, ώφειλε να ισχυριστεί εκτός από το ύψος της ζημίας, και την αξία του ακινήτου, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί (και να αντικρουστεί) εάν με την μεταβίβαση επέρχεται και σε ποιο βαθμό η φυσική αποκατάσταση της ζημίας.                                                 

          Το δικαστήριο που δίκασε ήταν καθ` ύλην αναρμόδιο. Η αρμοδιότητα στην περίπτωση της ΚΠολΔ 949 καθορίζεται από την αξία του αντικειμένου της υπό κατάρτιση δικαιοπραξίας εφόσον, όπως εδώ, είναι αποτιμητό σε χρήμα αφού πρόκειται για ακίνητο. Η αγοραία και πραγματική αξία του επιδίκου κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής αλλά και συζήτησης, ανέρχεται σε 50.000€ τουλάχιστον, ενόψει της έκτασης, θέσης, και είδους του, με βάση τις τιμές του οικείου τομέα συναλλαγών στην περιοχή της Καρδίτσας και στον ανωτέρω τόπο που αυτό κείται, καθόσον μπορεί να οικοδομηθεί, είναι άρτιο και πολύ κοντά στην Καρδίτσα με συνεχή και απρόσκοπτη συγκοινωνία και περιβαλλόμενο από δρόμους. Η εκκαλουμένη όπως ειπώθηκε, δεν παραδέχθηκε ποτέ την αξία του ακινήτου, αν και ήταν σημαντικότατο ζήτημα (και για το ορισμένο της αγωγής) σύμφωνα με όσα αμέσως στον προηγηθέντα λόγο αναφέρθηκαν και επιπλέον φαίνεται να δέχθηκε την αρμοδιότητά της με βάση το ποσό της ισχυριζόμενης ζημίας του ενάγοντος και όχι από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς (ακίνητο), ήτοι της υπο κατάρτιση δικαιοπραξίας, παρότι ο ενάγων δεν ζητούσε την αποζημίωση σε χρήμα. Έτσι δεν όρισε ποτέ αποδείξεις για την αξία του η οποία εξικνείται πλέον του ποσού αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου και έτσι έσφαλε και δέον και αιτούμαι να εξαφανιστεί και για το λόγο αυτό. Σε κάθε περίπτωση ΖΗΤΩ την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από μηχανικό με τι ειδικές γνώσεις της επιστήμης, για την απόδειξη της αξίας του ακινήτου μου.                                       

          Η εκκαλουμένη επιδίκασε πλέον του αιτηθέντος. Ενώ απέρριψε ορθά ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα περί αναγνώρισης της ύπαρξης αξίωσης προς δήλωση βούλησης, ωστόσο κατά το διατακτικό της με καταδίκασε σε «δήλωση βούλησης ενώπιον συμβ/φου με την οποία θα μεταβιβάζει κατά πλήρη κυριότητα στον ενάγοντα το οικόπεδό της…». Όμως όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αιτήματος της αγωγής, ο ενάγων ζήτησε μόνο «να καταδικαστεί η εναγομένη να μου μεταβιβάσει…το ακίνητο κατά πλήρη κυριότητα.». Δεν ζήτησε την καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης με την οποία θα μεταβιβάσω το ακίνητο. Είναι άλλο η καταδίκη μου σε δήλωση βούλησης με την οποία θα μεταβιβάζεται η κυριότητα και άλλο εντελώς η καταδίκη μου να μεταβιβάσω το ακίνητο άνευ δηλώσεως βουλήσεως την οποία δεν ζητά. Και ούτε φυσικά μπορεί να νοηθεί ότι τοιαύτη καταδίκη σε δήλωση βούλησης ενώπιον συμβ/φου εμπεριέχεται στο αίτημα για αναγνώριση προς δήλωση βούλησης ή ότι πρέπει να την υποθέσουμε ως περιεχόμενη τάχα στο αίτημα για καταδίκη  μεταβίβασης του ακινήτου, αφού πριν από την μεταβίβαση της κυριότητας (εμπράγματη και αιτιώδης δικαιοπραξία) , προηγείται κατά νόμω η καταδίκη σε δήλωση βούλησης περί αυτής (αιτία), άνευ της οποίας δεν μπορεί να επιτευχθεί η εμπράγματη (μεταβίβαση κυριότητας). [Γι` αυτό και παγίως γίνεται δεκτό ότι η τελεσίδικη απόφαση της ΚΠολΔ 949 εκτελείται με επιταγή προς εκτέλεση μετά την οποία επέρχονται οι έννομες συνέπειες που θα επέφερε οι οικειοθελής δήλωση βούλησης. Εφόσον δε πρόκειται για συμβ/κο τύπο, με την απόφαση  υποχρεώνεται ο οφειλέτης μετά από πρόσκληση να προσέλθει στον ορισθησόμενο συμβ/φο κλπ και εάν δεν συμμορφωθεί θεωρείται ότι υπάρχει πλασματική δήλωση. Μέχρι τότε έχει δικαίωμα ανακοπής 933 και αίτησης αναστολής (Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας ΕρμΚπολΔ 2, 2021, υπο 949, 10-12). Και εφόσον η πλασματική δήλωση περιβληθεί και το νόμιμο τύπο, γίνουν οι νόμιμες διατυπώσεις και μεταγραφή, τότε επέρχεται η μεταβίβαση. (ό.α αρ. 13 όπου και νομολογία)]                                   

          Ουχί ορθώς και όλως εσφαλμένα η εκκαλουμένη δέχθηκε το σχετικό αγωγικό αίτημα και με υποχρέωσε να παραδώσω το ακίνητο. Το αίτημα είναι μη νόμιμο, όπως και το διατακτικό. Δεν πρόκειται για αγωγή νομής (πολλώ δε μάλλον που η εκκαλουμένη δέχεται ότι ο ενάγων «νέμεται το οικόπεδο και το εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του»). Ο ενάγων ώφειλε να ισχυριστεί και η εκκαλουμένη να παραδεχθεί κάποια από τις περιπτώσεις της πρόωρης δικαστικής προστασίας κατ` άρθρο 69 ΚπΟλΔ για να διατάξει και την διενέργεια της ανωτέρω υλικής πράξης της παράδοσης (ό.α αρ. 10 όπου και νομολογία). Όμως τέτοιο αίτημα δεν υποβλήθηκε ποτέ με την αγωγή και συνεπώς η εκκαλουμένη έσφαλε και στο σημείο αυτό.

ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

22 Ιουνίου 2022 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

.......

Αρνούμαι και αποκρούω την αγωγή της αντιδίκου γενικά και ειδικά και λέξη προς λέξη. Δεν τέλεσα καμία παράνομη πράξη ρευματοκλοπής και δεν οφείλω να της πληρώσω-αποζημιώσω κανένα ποσό. Τονίζω εδώ ότι η ΔΕΔΔΗΕ είναι ανώνυμη εταιρία. Δηλ. ιδιώτης. Δεν έχει κανένα προνόμιο του Δημοσίου, ούτε ουσιαστικό, ούτε δικονομικό. (ΑΠ 1764/2014, ΜΠρΑθ 19/1999, ΝΟΜΟΣ). Οφείλει λοιπόν να αποδείξει αυτή τους αγωγικούς ισχυρισμούς της με τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα (και όχι οποιαδήποτε) και όχι εγώ να αποδείξω την άρνησή μου. Οφείλει να αποδείξει όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτουν αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας και συμπεριφοράς του ζημιώσαντος, αφετέρου το πταίσμα του τελευταίοι. (Γεωργ-Σταθ. υπο Εισαγ.Παρατ. στα άρθρα 914-938, αρ. 60)

 Επίσης τονίζεται ότι τα έγγραφα που επικαλείται στην αγωγή δηλ. το από ... δελτίο αναφοράς πιθανής ρευματοκλοπής, με αρ. ... δελτίο στοιχείων ρευματοκλοπής, από ...πρωτόκολλο σφράγισης και από .. έγγραφο αποτελεσμάτων του εργαστηρίου, και δη τα με αρ. 1-5 των προτάσεων της, δεν μπορούν αν αποδείξουν υπέρ της γιατί είναι η εκδότρια τους και ως γνωστό το έγγραφο του εκδότη δεν μπορεί να αποδείξει υπέρ του (γιατί Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει), παρά μόνο εάν το προσκομίζει και το επικαλείται ο αντίδικος, που εν προκειμένω δεν το κάνω, αλλά τα αρνούμαι ως νόμιμα αποδεικτικά μέσα κατά τα κατωτέρω.

          Επιπλέον, είναι, αυτονόητα, ευθέως αντίθετο σε θεμελιώδεις αρχές του Κράτους Δικαίου και της νομιμότητας (Σ20,25,87), ο ιδιώτης (εν προκειμένω ΑΕ) να προβαίνει στις «ανακριτικές» πράξεις της αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης ή ελέγχου ή σφράγισης  κλπ και να αποτελούν μάλιστα τόσο αυτές όσο και τα όποια «ευρήματα» τέτοιων πράξεων, νόμιμα αποδεικτικά μέσα. Διότι έτσι παρουσιάζονται ως νόμιμες ανακριτικές ενέργειες. Όμως, όπως είναι καταφανώς κατανοητό, δεν πρόκειται για εκθέσεις αυτοψίας, ελέγχου ή πραγματογνωμοσύνης κλπ προανακριτικών υπαλλήλων του ΚΠΔ, δηλ. κρατικών λειτουργών επιφορτισμένων με την δικαιοδοσία αυτή, δηλ. προς ανακάλυψη των δραστών και διαπίστωσης του αδικήματος  που δύνανται να χρησιμεύσουν ως δημόσια έγγραφα στην πολιτική δίκη. Τα ανωτέρω έγγραφα που επικαλείται ούτε αποδεικτικά έγγραφα είναι για τον ανωτέρω λόγο, ούτε (ανώμοτη) μαρτυρία-μαρτυρική κατάθεση ή εξέταση ή βεβαίωση των υπαλλήλων ή των προστηθέντων ή των οργάνων της, αφού για την νόμιμη και υποστατή ως αποδεικτικό μέσο κατάθεση μάρτυρα που δεν γίνεται στο ακροατήριο, πρέπει να τηρηθούν οι σχετικές διατάξεις του 421 ΚΠολδ επ. Δεν έχουν λοιπόν καμία αποδεικτική ισχύ στην πολιτική δίκη των τυπικών αποδείξεων. Ούτε ως δικαστικά τεκμήρια μπορούν να ληφθούν υπόψη,  γιατί είτε ως έγγραφα, είτε ως μαρτυρική κατάθεση κατά τα ανωτέρω είναι ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, αφού ούτε καταθέσεις μαρτύρων που εξετάστηκαν σε άλλη πολιτική ή αστική δίκη είναι, ούτε εκθέσεις αρμοδίων υπαλλήλων και οπωσδήποτε με την επίκλησή τους καταστρατηγούνται οι διατάξεις περί μαρτύρων γιατί οι μάρτυρες ορκίζονται. Άλλωστε είναι φανερό ότι συντάχθηκαν προς το σκοπό να χρησιμοποιηθούν στην σχετική δίκη κατά πάγια τακτική της ΔΕΔΔΗΕ σε όλες τις σχετικές αγωγές της, δεδομένου ότι αυτά τα δικά της έγγραφα προσκομίζει όπως και εδώ. Λίγο χρειάζεται να τονιστεί ότι οι επικαλούμενες ως σχετ. 6 με την αγωγή,  «μαρτυρίες του συνεργείου» που πραγματοποίησε τον έλεγχο, είναι πλήρως ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα αφού ούτε όρκιση υπάρχει, ούτε κλήση για εξέταση για να παραστώ, αν και εν προκειμένω δεν πρόκειται για μικροδιαφορά, αλλά για τακτική αγωγή.

Συνεπώς αρνούμαι και αποκρούω την αγωγή της, όπως επίσης αρνούμαι και αποκρούω ως ανυπόστατα και απαράδεκτα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται με αυτή και τις προτάσεις της ανωτέρω και ζητώ να μη ληφθούν υπόψη.

          Περαιτέρω η αγωγή της είναι μη νόμιμη, άλλως παντελώς αόριστη γιατί δεν ισχυρίζεται τα πραγματικά περιστατικά του αδικήματος της κλοπής και συγκεκριμένα: Επι αδικοπραγίας που συνιστά και ποινικό αδίκημα, όπως εδώ η ρευματοκλοπή (372.1,2 ΠΚ), υποχρεούται εις ανόρθωση της ζημίας, ο αδικοπραγήσας, δηλ. αυτός που, επι κλοπής, με μυϊκή πράξη, καταλύει την κατοχή τρίτου (κατόχου ή κυρίου) επι του πράγματος και θεμελιώνει δική του με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση του. Πράγματι, είναι γνωστό ότι η α.υ της ΠΚ 372, πληρούται όταν ο δράστης με ενέργειά του (μυϊκή πράξη) καταλύει στην φυσική εξουσία στο πράγμα και θεμελιώνει μία νέα τέτοια στο πρόσωπό του.  Εάν μετά την ανωτέρω τέλεση της πράξης ο δράστης (χρήστης του ρεύματος), ιδιοποιείται αυτό, δηλ. το χρησιμοποιεί και αντλεί τα οφέλη από την παράνομη σύνδεση, δηλ. την κλοπή που διενήργησε, αυτό,....

16 Σεπτεμβρίου 2021 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

Αριθμός 336/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Αλεξάνδρα Λιόλιου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Εφετών Λάρισας και από την Γραμματέα Αλεξάνδρα Μπουραδάμου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ……………., κατοίκου ………., με ΑΦΜ ………., ο οποίος παραστάθηκε δια δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ του πληρεξουσίου δικηγόρου του ………. (Δ.Σ. …….), ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ - ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ………., κατοίκου ……….., με ΑΦΜ ………., ο οποίος παραστάθηκε δια δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ανδρέα Βρόντου (Δ.Σ. Καρδίτσας), ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……. την από 20-3-2018 και υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως ΤΜ ……….. αγωγή, με την οποία ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ………… οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται α) ο εναγόμενος με την από ……… έφεσή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……… (αριθ. καταθ. ………), για την οποία με την υπ’ αριθ. ……… πράξη της αρμοδίου Γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου ορίστηκε δικάσιμος η …… και β) ο ενάγων με την έφεσή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……… (αριθ. καταθ. ……..), για την οποία με την υπ' αριθ. ……… πράξη της αρμοδίου Γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου ορίστηκε δικάσιμος η …... Κατά την ως άνω δικάσιμο ματαιώθηκε η συζήτηση των εφέσεων λόγω της οφειλόμενης στην πανδημία του νέου κορωνοϊού αναστολής λειτουργίας όλων των δικαστηρίων της επικράτειας από 16-3-2020 έως 31- 5-2020, επαναφέρθηκαν δε αυτές προς συζήτηση αυτεπαγγέλτως με την υπ’ αριθ. …… πράξη της Διευθύνουσας το Εφετείο …… σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020 για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων είχαν καταθέσει δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ με την οποία δήλωσαν ότι επιθυμούν η συζήτηση της υποθέσεως να γίνει χωρίς να παραστούν στο ακροατήριο, προκατέθεσαν δε προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου φέρονται προς εκδίκαση 1) η από …… και υπ’ αριθ. καταθ. ……… έφεση του εναγομένου κατά του ενάγοντος και 2) η υπ’ αριθ. καταθ. ……… έφεση του ενάγοντος κατά του εναγομένου, οι οποίες πλήττουν την υπ’ αριθ. ….. απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……., με την οποία δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία η από …… και υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως ΤΜ …… αγωγή του ενάγοντος κατά του εναγομένου. Οι εφέσεις ασκήθηκαν σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495 παρ. 1, 2 και 4, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’ ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε οι διάδικοι ισχυρίζονται το αντίθετο και ακόμη δεν παρήλθε η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ (ως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρ. 1 του ν. 4335/2015) προθεσμία από τη δημοσίευσή της (13-6-2019) έως την κατάθεση των εφέσεων (18-10-2019 και 29-10-2019 αντίστοιχα). Επίσης καταβλήθηκε το απαιτούμενο εκ του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο για εκάστη εξ αυτών (βλ. τις από 18-10-2019 και 29-10-2019 αντίστοιχα οικείες βεβαιώσεις της γραμματέως του Πρωτοδικείου …….. περί καταθέσεως των υπ’ αριθ. …… και ……. αντίστοιχα ηλεκτρονικών παράβολων). Επομένως, οι ως άνω εφέσεις, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, διότι αφορούν στους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, πλήττουν την ίδια απόφαση και με τη συνεκδίκασή τους επιταχύνεται και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, αποτρέπεται δε η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 520 παρ. 2, 524 παρ. 1 και 246 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι δυνάμει σύμβασης πώλησης που καταρτίστηκε στις 23-3-2017 μεταξύ αυτού και του εναγομένου πωλητή που διατηρεί επιχείρηση εμπορίας μεταχειρισμένων φορτηγών στα ……. αγόρασε από τον τελευταίο ένα μεταχειρισμένο φορτηγό εργοστασίου κατασκευής ….. τύπου ……. αντί τιμήματος 37.380 ευρώ που καταβλήθηκε ολοσχερώς κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι μεταξύ των συμβαλλομένων ρητώς συνομολογήθηκαν ως ιδιότητες του πωληθέντος φορτηγού α) ότι έχει διανύσει τα αναγραφόμενα στο δείκτη χιλιομέτρων χιλιόμετρα, ήτοι 500.000, β) ότι ο κινητήρας του ήταν σε άριστη τεχνική - μηχανολογική κατάσταση και αποδοτικός, γ) ότι είχε υποβληθεί σε όλους τους προβλεπόμενους περιοδικούς τακτικούς ελέγχους (σέρβις) με βάση τα τεχνικά πρότυπα της κατασκευάστριας εταιρίας και δ) ότι δεν είχε «ανοιχτεί» προκειμένου να υποστεί επισκευές σε τμήμα του. Ότι ο εναγόμενος δεν του παρέδωσε το βιβλίο σέρβις, το οποίο ο ενάγων εξαρχής ζητούσε, προφασιζόμενος διάφορες ττρος τούτο δικαιολογίες για μην του το παραδώσει. Ότι στις 9-8-2017 οπότε και πραγματοποιούσε ενάγων το δεύτερο δρομολόγιο μεταφοράς ξυλείας με το προαναφερόμενο φορτηγό αυτοκίνητο κατά την επιστροφή του προς ……. στην περιοχή της ……. και ενώ ήταν εν κινήσει ακούστηκε ένας έντονος μεταλλικός θόρυβος από τον κινητήρα, έσβησε ο κινητήρας και ακινητοποιήθηκε το όχημα φορτωμένο με ξυλεία. Ότι κατά τις εργασίες επισκευής διαπιστώθηκε ότι ο κινητήρας είχε ανοιχτεί στο παρελθόν για σοβαρές εργασίες επισκευής του, ότι είχε διανύσει πολύ περισσότερα χιλιόμετρα από τα αναγραφόμενα στο δείκτη χιλιομέτρων και συμφωνηθέντα και ότι δεν είχε υποβληθεί στους προβλεπόμενους περιοδικούς τακτικούς ελέγχους. Ότι ο εναγόμενος γνώριζε την έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων του φορτηγού, δολίως όμως απέκρυψε αυτές προκειμένου να του πωλήσει το φορτηγό, για το λόγο δε τούτο απέφυγε να του παραδώσει το βιβλίο σέρβις. Ότι εκτός από τις ως άνω ελλείψεις των συνομολογημένων ιδιοτήτων του φορτηγού, διαπιστώθηκαν και πραγματικά ελαττώματα σχετικά με το πίσω τελικό διαφορικό, αφού ανοίχθηκε και αυτό και αποκαλύφθηκε βλάβη του στα γρανάζια κίνησης που προκαλούσαν τον επίμονο θόρυβο και αναιρούσαν την χρήση του, δεδομένου ότι επηρεαζόταν η ομαλή κίνηση προς τους τροχούς και αυτή εν τέλει γινόταν διακεκομμένα και με έντονους κραδασμούς. Ότι με την από …… εξώδικη δήλωσή του που επέδωσε στον εναγόμενο την ……, διαμαρτυρήθηκε για την έλλειψη των ως άνω συνομολογημένων ιδιοτήτων και την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος του φορτηγού, δήλωσε δε ότι μειώνει το τίμημα, ζητώντας να του επιστρέφει τη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος τιμήματος και της αγοραίας αξίας την οποία είχε το πράγμα χωρίς τη συνομολογηθείσα ιδιότητα, ήτοι το ποσό των 21.380 ευρώ (37.380 ευρώ που κατέβαλε -16.000 ευρώ η αγοραία αξία του), καθώς επίσης και το ποσό των 13.383,32 ευρώ, το οποίο κατέβαλε για δαπάνες επισκευής του φορτηγού, το ποσό των 500 ευρώ που κατέβαλε για τη μεταφορά του με γερανό στο συνεργείο επισκευής και τη ζημία που υπέστη, θετική και αποθετική, ύψους 15.000 και 45.000 ευρώ αντίστοιχα, πλην όμως ο εναγόμενος ουδέν κατέβαλε. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, επικαλούμενος ότι έχει ήδη προβεί σε μείωση του τιμήματος με την ως άνω εξώδικη δήλωση ζητούσε να  υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει α) τη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος τιμήματος και της αγοραίας αξίας του φορτηγού χωρίς το ελάττωμα και συγκεκριμένα να του καταβάλει το ποσό των 21.380 ευρώ λόγω μείωσης του τιμήματος, επικουρικά με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού με το νόμιμο τόκο από την 24-3-2017 άλλως από την 23-12-2017, άλλως από την επίδοση της αγωγής, β) το ποσό των 72.985,04 ευρώ που αποτελεί τη ζημία του (θετική και διαφυγόν κέρδος) ήτοι αναλυτικά 8.315,44 ευρώ για αγορά ανταλλακτικών επισκευής του κινητήρα, 1860 ευρώ για εργασίες επισκευής, 1612 ευρώ για εργασίες ρεκτιφιέ, 359,60 ευρώ αγορά ανταλλακτικών, 248 ευρώ για εργασίες επισκευής μπεκ και αντλίας πετρελαίου, 500 ευρώ για τη μεταφορά του φορτηγού με γερανοφόρο όχημα από το σημείο βλάβης στο συνεργείο, 15.000 ευρώ ως προκαταβολή αγοράς 1000 τόνων ξυλείας και 45.000 ευρώ ως διαφυγόν κέρδος που απώλεσε μετά βεβαιότητας από τη μεταπώληση των 1000 τόνων ξυλείας, νομιμοτόκως από 23-12-2017, άλλως από την επίδοση της αγωγής, γ) 5000 ευρώ για δικαστικά έξοδα δ) 10.0000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την εις βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία και ε) το ποσό των 988,28 ευρώ για αγορά ανταλλακτικών για την επισκευή του πίσω διαφορικού νομιμοτόκως από 1-8-2017 άλλως από την 23-12-2017 άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. …… οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε ως αόριστα α) το κονδύλιο των 45.000 ευρώ που αφορά την αποθετική ζημία που υπέστη λόγω της μη μεταπώλησης των 1000 τόνων ξυλείας, με το σκεπτικό ότι «δεν αναφέρεται η μονάδα μέτρησης της ποσότητας αυτής ξυλείας, ήτοι αν θα πωληθεί χύδην, ήτοι τα φορτωμένα καυσόξυλα σε κυβισμένη καρότσα αν θα ανατραπούν χύμα ή αν θα μεταφερθούν από μεταφορέα, ή αν θα πωληθεί στοιβαγμένη σε κυβισμένες παλέτες, ούτε άλλωστε αναφέρεται η συσκευασία των καυσόξυλων, ήτοι αν θα πωληθεί χύμα, σε σάκους (φορτωμένα χύμα σε κυβισμένους σάκους), σε παλέτα ή σε συσκευασμένο τσουβάλι (τοποθετημένα σε κυβισμένα τσουβάλια), δεδομένου ότι η τιμή πώλησης αυτών διαφέρει για καθεμία των άνω κατηγοριών» και β) το κονδύλιο των 5.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 28.883,32 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας που υπέστη νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της εξώδικης δήλωσης του ενάγοντος, ήτοι από την 23-12-2017 και το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο ο εναγόμενος όσο και ο ενάγων με τις ένδικες εφέσεις τους, με τις οποίες ζητούν, για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους, ο μεν εναγόμενος να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή, ο δε ενάγων να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535, 537 και 540 ΑΚ, όπως τα τρία τελευταία έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3043/2002, προκύπτει ότι: α) ο πωλητής ευθύνεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του αν το πράγμα, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, ήτοι κατά το χρόνο παραδόσεώς του σε αυτόν, έχει πραγματικά ελαττώματα ή στερείται τις συνομολογημένες ιδιότητες (ΑΠ 1888/2018 ΝΟΜΟΣ), δηλαδή η ευθύνη του είναι αντικειμενική, με εξαίρεση την αξίωση αποζημίωσης ένεκα ελαττώματος, κατ' άρθρο 543 εδ. β', που παρέχεται μόνον εφόσον ο πωλητής βαρύνεται με πταίσμα (ΑΠ 1497/2018 ΝΟΜΟΣ) και β) ο αγοραστής, στις περιπτώσεις που υφίσταται ευθύνη του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, δικαιούται, κατ' επιλογήν του, είτε να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή την αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός εάν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε να μειώσει το τίμημα, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός εάν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα (ΑΠ 84/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ως πραγματικό ελάττωμα θεωρείται η σχετική με την ιδιοσυστασία και την κατάσταση του πράγματος ατέλεια του, η οποία ασκεί αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητά του (ΑΠ 796/2015 ΝΟΜΟΣ), ενώ ως ιδιότητα του πράγματος θεωρείται όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία από το είδος και τη διάρκειά της, επιδρά κατά την αντίληψη των συναλλαγών στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος. Τα μέρη είναι κατ' αρχήν ελεύθερα να αναγάγουν ρητώς οποιαδήποτε χαρακτηριστικά ή ιδιότητες ενός πράγματος σε δεσμευτικό περιεχόμενο της μεταξύ τους συμβάσεως. Η σχετική συμφωνία των μερών μπορεί να έχει θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο, να αναφέρεται δηλαδή στην ανάγκη υπάρξεως ορισμένων ιδιοτήτων ή στην ανάγκη απουσίας ορισμένων χαρακτηριστικών - ελαττωμάτων αντίστοιχα. Έτσι, ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών, ότι το πράγμα έχει τη συμφωνημένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται, αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψή της (ΑΠ 84/2020, ΑΠ 575/2013 ΝΟΜΟΣ). Συνιστά δε συνομολόγηση ιδιότητας και η συμφωνία περί έλλειψης ορισμένου πραγματικού ελαττώματος (ΑΠ 84/2020, ΑΠ 1497/2018, ΑΠ 243/2009 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, για να γεννηθεί η κατά τα ανωτέρω ευθύνη του πωλητή πρέπει το πραγματικό ελάττωμα ή συνομολογημένη ιδιότητα να λείπει κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου (άρθρο 537 παρ. 1 ΑΚ), που προσδιορίζεται στα άρθρα 522- 524 ΑΚ, δηλαδή κατά κανόνα κατά το χρόνο της παραδόσεως του πωληθέντος πράγματος στον αγοραστή (ΑΠ 84/2020, ΑΠ 1391/2010 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η άσκηση του δικαιώματος μειώσεως του τιμήματος αντικείμενο και αίτημα έχει τη μείωση αυτού κατά τη διαφορά της αξίας του πράγματος με και χωρίς το ελάττωμα ή τις συνομολογηθεισες ιδιότητες, οπότε η σύμβαση ανατρέπεται στο βαθμό που μειώνεται η υποχρέωση του αγοραστή ως προς το τίμημα (ΑΠ 1730/2001), η άσκηση δε του δικαιώματος αυτού γίνεται είτε με δήλωση του αγοραστή, η οποία από την περιέλευση στον πωλητή επιφέρει τη διαμόρφωση του μειωμένου τιμήματος, είτε με σχετική αγωγή, είτε κατ' ένσταση, προβαλλόμενη και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής των άρθρων 554 επ. ΑΚ (ΑΠ 754/2005). Για να είναι ορισμένη και επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως είτε η αγωγή, είτε η ένσταση με την οποία ασκείται το σχετικό δικαίωμα, πρέπει, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 534, 535 και 540 ΑΚ, να αναφέρονται σε αυτήν οι συγκεκριμένες ιδιότητες που συνομολογήθηκε να έχουν τα πωληθέντα πράγματα, οι οποίες λείπουν, παρά την τοιαύτη συνομολόγησή τους μεταξύ των συμβαλλόμενων κατά τη σύναψη της συμβάσεως και ότι συνεπεία τούτων παρίσταται μειωμένη η αξία του πράγματος καθώς και το ποσό της μειώσεως. Συνεπώς, για το της αγωγής ή της ενστάσεως για την εφαρμογή της διατάξεως του 540 ΑΚ, η οποία παρέχει το δικαίωμα στον αγοραστή να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 513, 534, 535 και 537 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να εκτίθενται σαφώς στην αγωγή ή την προβαλλόμενη δια των προτάσεων ένσταση 1) έγκυρη σύμβαση πωλήσεως, 2) ύπαρξη ελαττώματος ή έλλειψη συνομολογηθείσης ιδιότητας, 3) ευθύνη του πωλητή, ανεξαρτήτως πταίσματος αυτού, για τις ελλείψεις ή τα ελαττώματα αυτά, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, δηλαδή κατά το χρόνο παράδοσης του πράγματος και 4) η συνεπεία της ελλείψεως της ιδιότητας ή του ελαττώματος μειωμένη αξία του πράγματος και ο προσδιορισμός της τελευταίας, η οποία μπορεί να εξαχθεί και με βάση την αρχικώς συμφωνηθείσα τιμή, την αξία του ελλιπούς πράγματος και την αξία του ίδιου πράγματος υγιούς (ΑΠ 860/2014 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ο προσδιορισμός της μείωσης της αξίας του πράγματος από την παραπάνω αιτία υπολογίζεται με βάση την αναλογική σχέση, που υπάρχει, κατά το χρόνο μετάστασης του κινδύνου, μεταξύ της αγοραίας τιμής του ελαττωματικού πράγματος και αυτής χωρίς ελαττώματα (ΑΠ 796/2015, ΑΠ 860/2014, ΑΠ 1442/2012, ΑΠ 1373/2010 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει κατά το αναφερθέν άρθρο 216§1 ΚΠολΔ, να εκτίθενται στην αγωγή. Δεν αρκεί δηλαδή η αφηρημένη επανάληψη των ως άνω εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (Ολομ.ΑΠ20/92 Δνη33.1435, ΑΠ289/97 Ελλ Δνη39.326, ΑΠ1467/95 ΕλλΔνη38.1532, ΕΑ10157/97 ΕλλΔνη39.1637). Εφόσον τούτο συμβαίνει, τότε η σχετική αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη (ΑΠ1582/2001      ΕλλΔνη2002.701, ΕΛαρ338/2001 Δικογραφία2001.444, ΕΑ5788/92 Δ24.687, Μπέης ΠολΔ άρθρο 216 αριθ.11). Στην προκειμένη περίπτωση η αγωγή ήταν αρκούντως ορισμένη όσον αφορά το κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών, αφού εκτίθενται σε αυτήν τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, ήτοι η συμφωνία για προμήθεια ξυλείας, η τιμή αγοράς και πώλησης αυτών και το κέρδος που με πιθανότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκόμιζε ο ενάγων, ενώ τα λοιπά στοιχεία θα προκύψουν από τις αποδείξεις. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε το κονδύλιο αυτό ως αόριστο κατά τα ειδικότερα πιο πάνω αναφερόμενα, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και πρέπει συνεπώς, δεκτού γενομένου του σχετικού δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος τούτο και, αφού κρατηθεί η αγωγή κατά το κεφάλαιο αυτό, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας, να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από τις υπ’ αριθ. ……….. ένορκες βεβαιώσεις των ………….., οι οποίες λήφθηκαν ενώπιον των συμβολαιογράφων ………, οι δύο πρώτες και …………, η τρίτη, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του εναγομένου κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. τις υπ’ αριθ. ……….. εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου …………) και προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα, την υπ’ αριθ. 882/28-6-2018 ένορκη βεβαίωση των ……………, η οποία λήφθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου ……………, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του ενάγοντος κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. την υττ’ αριθ. …….. έκθεση επίδοσης δικαστικού επιμελητή του Εφετείου …….) προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τον εναγόμενο, όλα προσκομιζόμενα και νομίμως επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθ. 339 σε συνδ. με 395 ΚΠολΔ), μερικών εκ των οποίων γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών, μεταξύ των οποίων (εγγράφων) περιλαμβάνονται και η από ……….. «τεχνική έκθεση - πραγματογνωμοσύνη» του ……….., η από 13-7-2018 «έκθεση πραγματογνωμοσύνης» του πτυχιούχου μηχανικού οχημάτων Τ.Ε. ……… και η υπ’ αριθ. ………. «έκθεση πραγματογνωμοσύνης» της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………..», οι οποίες ως ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις εκτιμώνται ελεύθερα (αρθρ. 390 ΚΠολΔ), ενώ η προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα από 30-9-2017 υπεύθυνη δήλωση του ………… δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, καθ’ όσον κατά την κρίση του Δικαστηρίου έγινε επίτηδες προκειμένου να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 311/2012, ΑΠ 743/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 582/2010 ΝοΒ 2010.2063), και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος διατηρεί ατομική επιχείρηση εμπορίας μεταχειρισμένων φορτηγών αυτοκινήτων με έδρα την πόλη των ………... Ο ενάγων ασχολείται με τη μεταφορά και εμπορία δασικών προϊόντων, έχει δε ως επαγγελματική έδρα την …….. Στις 23-3-2017 δυνάμει σύμβασης πώλησης που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων ο εναγόμενος πώλησε και παρέδωσε στον ενάγοντα ένα μεταχειρισμένο φορτηγό όχημα (σασί χωρίς καρότσα), εργοστασίου κατασκευής …….., τύπου ……., εισαγωγής, με αριθμό πλαισίου ………., με αριθμό κινητήρα ……, μοντέλο ……, μικτού βάρους 33.000 κιλών, εκδόθηκε δε σχετικά το υπ’ αριθ. ……. τιμολόγιο πώλησης - δελτίο αποστολής αξίας 12.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24%, ήτοι 2.880 ευρώ και συνολικής αξίας 14.880 ευρώ. Το ως άνω φορτηγό είχε αγοράσει ο εναγόμενος τον Ιούλιο του έτους 2016 στην …….., είχε μεταφέρει δε αυτό οδικώς από την …….. στα ……. ο πατέρας του εναγομένου, ……….., διανύοντας απόσταση 1.500 χιλιομέτρων περίπου. Αφού υποβλήθηκε σε τεχνικό έλεγχο και σέρβις (αλλαγή λαδιών, φίλτρων, έλεγχος συστημάτων λίπανσης, ψύξης κλπ.) στο συνεργείο επισκευής φορτηγών οχημάτων του ……. στα ……., το ως άνω όχημα οδηγήθηκε στην έκθεση μεταχειρισμένων αυτοκινήτων του εναγομένου, όπου υποδείχθηκε στον ενάγοντα ως ανταποκρινόμενο στις ιδιότητες του οχήματος που ο τελευταίος ζητούσε. Ο ενάγων σκόπευε να χρησιμοποιήσει το φορτηγό για τις ανάγκες της επαγγελματικής του δραστηριότητας μεταφοράς και εμπορίας δασικών προϊόντων. Για την εξυπηρέτηση των ως άνω αναγκών του ήταν απαραίτητο να φέρει το όχημα δύο οπίσθια διαφορικά, εκ των οποίων το τελικό πίσω να εμπλέκεται («κομπλάρει») κατ’ επιλογή σε καταστάσεις μεταφοράς φορτίων, ανηφορικής διαδρομής, δύσκολης βατότητας δασόδρομων κλπ. και να απεμπλέκεται σε μεγάλα ταξίδια με κέρδος την κατανάλωση καυσίμου και αποφυγή φθορών. Μεταξύ των διαδίκων κατά την κατάρτιση της σύμβασης συνομολογήθηκαν ρητώς ως ιδιότητες του πωληθέντος φορτηγού αυτοκινήτου ότι τα χιλιόμετρα που εμφανίζονται στον χιλιομετρητή του (περί τα 500.000) είναι τα αληθή και πράγματι διανυθέντα, ότι ήταν σωστά συντηρημένο, έχοντας υποβληθεί σε όλους τους προβλεπόμενους από τον κατασκευαστή τακτικούς ελέγχους, ότι ο κινητήρας ήταν σε άριστη τεχνική-μηχανολογική κατάσταση και αποδοτικός, ουδέποτε δε είχε «ανοιχτεί» προκειμένου να επισκευαστεί. Οι ανωτέρω ιδιότητες (λίγα χιλιόμετρα, σωστή συντήρηση, ανυπαρξία βλαβών και επισκευών), την ύπαρξη των οποίων ρητώς διαβεβαίωσε ο πωλητής εναγόμενος στον αγοραστή ενάγοντα, είχαν σημαντικό ρόλο στην απόφαση του τελευταίου να προχωρήσει στην αγορά του φορτηγού. Πριν την κατάρτιση της σύμβασης ο ενάγων με την άδεια του εναγομένου και συνοδεία του πατέρα του τελευταίου οδήγησε το φορτηγό στο συνεργείο φορτηγών οχημάτων του …………. στην ………, σε απόσταση 30 χλμ από την επιχείρηση του εναγομένου, προκειμένου να προβεί αυτός σε έλεγχο του οχήματος πριν την αγορά του. Κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε βλάβη στο περιφερειακό σύστημα ιντάρτερ του κιβωτίου ταχυτήτων (σύστημα περιορισμού ταχύτητας στην κατηφόρα - επενεργεί στο σασμάν και δεν έχει σχέση με τον κινητήρα), η οποία μπορούσε να διορθωθεί με την αντικατάσταση της σχετικής βαλβίδας κόστους 150 ευρώ περίπου, καθώς και βλάβη μιας ανάρτησης της καμπίνας οδηγού (έχανε αέρα), η οποία μπορούσε να διορθωθεί με την αντικατάσταση με άλλη κόστους 250 ευρώ περίπου, ποσά που αποδέχθηκε ο ενάγων να καταβάλει εξ ιδίων. Οι ανωτέρω βλάβες δεν απέτρεψαν τον ενάγοντα από την αγορά του επίδικου φορτηγού, διότι δεν συνδέονται με τον κινητήρα και τη λειτουργία του, θεωρούνται επουσιώδεις και συνήθεις για οχήματα του τύπου του επιδίκου, αντίστοιχης χρονολογίας και διανυθέντων χιλιομέτρων, και δεν παραπέμπουν σε ελαττώματα του κινητήρα ή βλάβες που συνέβησαν στο παρελθόν. Από τον ανωτέρω έλεγχο δεν διαπιστώθηκε κάποιο άλλο πρόβλημα στο όχημα ούτε και κάποιο εμφανές ελάττωμα ή βλάβη στον κινητήρα (όπως διαρροή λαδιών, έλλειψη εργοστασιακών εξαρτημάτων που θα παρέπεμπε είτε σε υπάρχουσες είτε σε προηγηθείσες και επισκευασθείσες βλάβες). Οπωσδήποτε δε ο έλεγχος αυτός δεν μπορούσε να αποκαλύψει ελαττώματα ή βλάβη εντός του κινητήρα και στα εσωτερικά κινούμενα μέρη αυτού (έμβολα, διωστήρες, στρόφαλος κουζινέτα - μέταλλα βάσης κλπ.) ή προηγηθείσες βλάβες και επισκευές εντός του κινητήρα ή του διαφορικού, αφού έπρεπε να «ανοιχτεί - λυθεί» πλήρως τούτος προς διαπίστωση αυτών, γεγονός που δε συμβαίνει στις καθημερινές συναλλαγές, λόγω του υψηλότατου κόστους και του χρόνου που απαιτείται για τέτοιου είδους εργασίες. Κατά την κατάρτιση της πώλησης οι διάδικοι συμφώνησαν εγγράφως ότι: «δίδεται εγγύηση 6 μηνών αρχομένης από σήμερα (23-3-2017) στην περίπτωση που η μηχανή κάψει λάδια περισσότερο του φυσιολογικού ο πωλητής να καλύψει τα εργατικά του συνεργείου του οποίου η έδρα είναι στα …….. και είναι εξουσιοδοτημένο από τον πωλητή για περιπτώσεις όπως αυτές. Εφόσον προκύψει πρόβλημα το αμάξι θα πρέπει να έρθει στα …… στο συνεργείο της εταιρίας του πωλητή από τον αγοραστή με δική του ευθύνη». Μετά τη σύναψη της πώλησης και την παράδοση του οχήματος στον ενάγοντα (η οποία έλαβε χώρα στις 23-3-2017) το φορτηγό μεταφέρθηκε οδικώς σε ειδικό τεχνίτη για την κατασκευή και τοποθέτηση καρότσας, κατάλληλης για την φόρτωση ξυλείας, η κατασκευή της οποίας ολοκληρώθηκε στις 19-6-2017 (βλ. το υπ’ αριθ. ……. τιμολόγιο πώλησης της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……» με έδρα την ……..). Τέλη Ιουλίου 2017 ο ενάγων χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το φορτηγό για ένα δρομολόγιο μεταφοράς ξυλείας στην περιοχή ………., ενώ στις 9-8-2017 πραγματοποίησε δεύτερο δρομολόγιο μεταφοράς ξυλείας με το ως άνω φορτηγό στην περιοχή …… (δάσος ……). Κατά την πραγματοποίηση του δεύτερου αυτού δρομολογίου και δη στην επιστροφή προς ……. στην περιοχή του ……. (5° χλμ. ……..), ήτοι σε εθνικό ασφαλτοστρωμένο οδικό δίκτυο, ενώ κινείτο, ακούστηκε ένας έντονος μεταλλικός θόρυβος από την περιοχή του κινητήρα και αυτός έσβησε («χτύπησε» ο κινητήρας), το δε όχημα ακινητοποιήθηκε φορτωμένο. Ο ενάγων επικοινώνησε άμεσα τηλεφωνικά με τον εναγόμενο και συμφώνησαν προς διευκόλυνση του ενάγοντος να μεταφερθεί το φορτηγό στο συνεργείο επισκευής του …….. στην …….. (δηλαδή ο εναγόμενος δεν αξίωσε να μεταφέρει ο ενάγων το φορτηγό στο συνεργείο επιλογής του εναγομένου στα …….., όπως είχαν εγγράφως συμφωνήσει κατά τα προαναφερόμενα). Έτσι σε εκτέλεση της νεότερης αυτής συμφωνίας των διαδίκων μεταφέρθηκε το φορτηγό με μεγάλο όχημα μεταφοράς της εταιρίας γερανών και μεταφορών «……….» στο συνεργείο επισκευής φορτηγών του …….. στην …….., όπου, αφού έγινε μεταφόρτωση της ξυλείας με γερανό σε άλλο φορτηγό όχημα ιδιοκτησίας του ενάγοντος προκειμένου να μεταφερθεί η ξυλεία στη μάντρα του, ακολούθως ανοίχθηκε - λύθηκε ο κινητήρας του, οπότε και διαπιστώθηκε βλάβη στον κινητήρα και στα έδρανα του στροφαλοφόρου άξονα (κουζινέτα βάσεως). Ειδικότερα διαπιστώθηκε ότι η σειρά των 6 ειδικών μεταλλικών μερών - εξαρτημάτων εν είδει μεγάλων μεταλλικών ημίσεων δαχτυλιδιών σχήματος U, πλάτους 7- 8 εκ., ανοίγματος διαμέτρου περί τα 10 εκ. και πάχους μερικών χιλιοστών, επί των οποίων κυλιέται χωρίς τριβές και περιστρέφεται ο στροφαλοφόρος άξονας του κινητήρα εδραζόμενος σε αυτά σε συγκεκριμένα ισάριθμα σημεία του και τα οποία δαχτυλίδια παρεμβάλλονται μεταξύ αυτού και των ισάριθμων 6 σταθερών εδράνων - βάσεων του στροφάλου του ίδιου σχήματος (ακριβώς για να δέχονται την τοποθέτηση και εφαρμογή των δαχτυλιδιών), αποκλείοντας στα σημεία αυτά, την άμεση επαφή των μετάλλων του στροφάλου με τα μέταλλα των βάσεων του και επιπλέον κρατούν ευθυγραμμισμένο κατά την περιστροφή του στις βάσεις αυτές, καταστραφεί, δηλαδή δύο από αυτά είχαν διαρραγεί - κερματιστεί και τα υπόλοιπα ήταν σε κατάσταση που προμήνυε άμεση καταστροφή τους, καθόσον, όπως και τα δύο που είχαν ήδη καταστραφεί, όλα είχαν έντονο βαθύχρουν πορφυρομπλέ χρώμα από υπερθέρμανση. Αποτέλεσμα λοιπόν ήταν στα ανωτέρω δύο σημεία που τα δαχτυλίδια είχαν καταστραφεί να έρχονται σε επαφή τα μέταλλα του στροφάλου με τα μέταλλα των εδράνων του στροφάλου, αφού δεν παρεμβάλλονταν πλέον αυτό το ειδικό μεταλλικό δαχτυλίδι που απέτρεπε την επαφή τους, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται τριβές και ένεκα τούτου μεγάλες θερμοκρασίες και έτσι λόγω διαστολών «κόλλησε» - «φράκαρε» ο στρόφαλος στις βάσεις του και δεν μπορούσε να περιστραφεί. Ταυτόχρονα και λόγω της ανωτέρω καταστροφής των δαχτυλιδιών απώλεσε και την ευθύγραμμη περιστροφική κίνησή του με περαιτέρω σοβαρές συνέπειες, δηλαδή καταστροφή και άλλων εξαρτημάτων του κινητήρα που συνδέονται και εξαρτώνται από την ακώλυτη και ευθυγραμμισμένη κίνηση αυτού για αυτό και έχρηζαν αντικατάστασης προκειμένου να επανέλθει ο κινητήρας σε κατάσταση ασφαλούς λειτουργίας, χρηστικότητας και αποδοτικότητας κατά τα εργοστασιακά πρότυπα. Επίσης, συνεπεία των ανωτέρω αναφερόμενων επίμονων θορύβων και κραδασμών ανοίχθηκε και το πίσω τελικό διαφορικό, οπότε διαπιστώθηκε βλάβη του στα γρανάζια κίνησης που προκαλούσαν το πρόβλημα και αναιρούσαν καθοριστικά την χρήση του, αφού επηρεάζονταν η απρόσκοπτη και ομαλή κίνηση προς τους τροχούς και γινόταν αυτή διακεκομμένα και με έντονους κραδασμούς. Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι οδοντώσεις (μεταλλικές εγκοπές - αυλάκια) του γραναζιού «ήλιου» (μεγάλο κεντρικό γρανάζι του διαφορικού, μεταλλικό, κυκλικό με οδόντωση - γρανάζια - περιφερειακά που μοιάζουν με ακτίνες σε ήλιο) του διαφορικού που μεταφέρει την κίνηση του άξονα προς τους τροχούς, ήταν σπασμένα με αποτέλεσμα κατά την εμπλοκή του και τη μεταφορά της κίνησης του άξονα προς τους τροχούς, ιδίως με φορτίο (εκεί που ήταν δηλαδή απαραίτητο να δουλεύει), «να πηδάει δόντια», αφού έλλειπαν οι διαδοχικές οδοντώσεις, στις οποίες έπρεπε να εφαρμόζεται συνεχόμενα η δύναμη περιστροφής του άξονα κίνησης, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ομαλή μετάδοση προς τους τροχούς του πίσω διαφορικού, αλλά έντονα μεταλλικά χτυπήματα και κραδασμοί στην κίνηση, το δε φαινόμενο ήταν οξύτατο σε περίπτωση φορτίου και ανηφόρας και δεν παρατηρούνταν όταν το όχημα δεν ήταν φορτωμένο. Η βλάβη αυτή του διαφορικού συνιστά πραγματικό ελάττωμα και όχι συνομολογημένη ιδιότητα, αφού η κατάστασή του κατά την παράδοση του φορτηγού στον ενάγοντα δεν ήταν καθοριστικής σημασίας, ήτοι δεν αποτελούσε κριτήριο αναζήτησης των ιδιοτήτων του οχήματος και δεν ήταν καθοριστική για την αγορά του τελευταίου, σε κάθε όμως περίπτωση η δαπάνη επισκευής του συνιστά ζημία του ενάγοντος, η δε αξίωσή του εκ της αιτίας αυτής απορρέει από τη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης και πρέπει να αποκατασταθεί κατά τα κατωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα. Περαιτέρω, κατά τις εργασίες επισκευής διαπιστώθηκε ότι ο κινητήρας είχε ανοιχτεί στο παρελθόν και είχε υποβληθεί σε σοβαρές εργασίες επισκευής, αφού διαπιστώθηκε ότι είχαν αντικατασταθεί τα εμβολοχιτώνια, δηλαδή σημαντικό και καίριο τμήμα του κινητήρα, ήτοι είχε γίνει εργασία (αντικατάσταση εμβολοχιτωνίων) που δεν δικαιολογείται σε περιπτώσεις συνήθους χρήσης τέτοιων κινητήρων, δηλαδή σε κινητήρες του ανωτέρω εργοστασίου κατασκευής με 500.000 χιλιόμετρα μόνο και με τακτική συντήρηση, κάτι που αναπόδραστα αποκάλυψε ότι το συγκεκριμένο όχημα είχε διανύσει πολύ περισσότερα χιλιόμετρα και είχε υποστεί σοβαρότατη βλάβη στο παρελθόν από υπερθέρμανση που είναι η κύρια αιτία καταστροφής και ακολούθως αντικατάστασης των εμβολοχιτωνίων και επέκεινα των μετάλλων βάσης του στροφάλου, αφού αλλοιώνονται οι αντοχές και ιδιότητες των μετάλλων. Επιπλέον προέκυψε ότι και η κεφαλή ενός εκ των έξι κεφαλών κυλίνδρων δηλαδή το τμήμα εκείνο του κινητήρα στο πάνω μέρος του, εντός του οποίου κινούνται οι βαλβίδες και περιέχει και το θάλαμο καύσης, έφερε λεπτό και μη εμφανές ρήγμα, οφειλόμενο αποκλειστικά σε θερμική καταπόνηση των μετάλλων λόγω υπερθέρμανσης, αφού στο σημείο αυτό υπάρχει ο χώρος καύσης. Υπό κανονικές συνθήκες, εφόσον ο κινητήρας έχει υποβληθεί στους τακτικούς ελέγχους και εργασίες συντήρησης δεν απαιτείται η αλλαγή εμβολοχιτωνίων στα 500.000 χιλιόμετρα στα φορτηγά εργοστασίου κατασκευής, τύπου και κατηγορίας του επιδίκου, πολλώ δε μάλλον σε λιγότερα χιλιόμετρα (εφόσον η αντικατάσταση των εμβολοχιτωνίων έγινε σε χρόνο πριν την παράδοση του φορτηγού στον ενάγοντα, κατά τον οποίο είχε λιγότερα χιλιόμετρα). Επομένως, από τα ανωτέρω αποδειχθέντα προκύπτει μετά βεβαιότητας ότι κατά τον χρόνο μεταβίβασης του οχήματος στον αγοραστή στις 23-3-2017 το πωληθέν όχημα δεν είχε τις συνομολογημένες ιδιότητες που έπρεπε να φέρει με βάση τη σύμβαση των διαδίκων κατά τα προαναφερθέντα, αλλά είχε διανύσει πολύ περισσότερα από 500.000 χιλιόμετρα, ο δε κινητήρας του είχε υποστεί στο παρελθόν σημαντική βλάβη στα ανωτέρω κινούμενα και περιστρεφόμενα εσωτερικά του εξαρτήματα και μέρη εξαιτίας των οποίων ανοίχτηκε και δέχθηκε σημαντικότατες παρεμβάσεις μηχανολογικά και έτσι υπήρχαν όλες εκείνες οι προϋποθέσεις τεχνικά και μηχανολογικά για άμεση και εκτεταμένη νέα ζημία όπως και έγινε. Τα ανωτέρω προκύπτουν από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα από 16-9-2017 ιδιωτική γνωμοδότηση («τεχνική έκθεση - πραγματογνωμοσύνη») του ………, η οποία ουδόλως αναιρείται από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον εναγόμενο υπ’ αριθ. ………. «έκθεση πραγματογνωμοσύνης» της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» οι οποίες, άλλωστε, αμφότερες, όπως προεκτέθηκε, εκτιμώνται ελεύθερα ως ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις. Ειδικότερα η προαναφερόμενη προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο γνωμοδότηση επικεντρώνεται στο ότι ο ενάγων παρά τη δοκιμαστική οδήγηση του οχήματος δεν διαπίστωσε πρόβλημα στον κινητήρα κατά την οδήγηση, ενώ ούτε ο ……….. κατά τον έλεγχο που έκανε πριν την αγορά του οχήματος διαπίστωσε οιαδήποτε ένδειξη δυσλειτουργίας του κινητήρα ή προηγούμενης επισκευής του. Ισχυρίζεται δε ότι, αν πράγματι είχε προηγηθεί επισκευή του κινητήρα, αυτή θα ήταν άμεσα ορατή σε οποιονδήποτε έμπειρο μηχανικό, γιατί θα υπήρχαν μακροσκοπικά διακριτά ίχνη, όπως η μετά την επισκευή τοποθέτηση φλαντζόκολλας, η διαφορετική όψη των βιδών, κοχλιών κλπ. εξαιτίας εξαγωγής, επανατοποθέτησης κλπ. και καταλήγει στο ότι οι ζημίες δεν υπήρχαν κατά τον χρόνο παράδοσης του οχήματος στον ενάγοντα, αλλά προκλήθηκαν μετά την παραλαβή του οχήματος από τον τελευταίο και την κυκλοφορία του από αυτόν, χωρίς, ωστόσο, να εξηγεί σε ποια αιτία οφείλεται η ζημία, εφόσον όπως αποδείχθηκε είχε γίνει έλεγχος λαδιών και συστημάτων λίπανσης και ψύξης πριν την παράδοση στον ενάγοντα, ενώ μέχρι την 9-8-2017, οπότε εμφανίστηκε η βλάβη, το φορτηγό δεν είχε διανύσει πάνω από 1.000 χιλιόμετρα (βλ. σημείωση διανυθέντων χιλιομέτρων σε προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από ενάγοντα βιβλίο σέρβις που συνέταξε ο …………). Επιπλέον ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι η εμφάνιση των ζημιών οφείλεται στο ότι αυτό χρησιμοποιείτο σε ιδιαιτέρως βαριά εργασία (μεταφορά δασικών προϊόντων σε δασικούς ορεινούς δρόμους όπου υπάρχουν μεγάλες αλλαγές κλίσεων, κακό οδόστρωμα σε συνθήκες υπερφόρτωσης), ωστόσο αυτή είναι η χρήση για την οποία προορίζεται το όχημα. Η ως άνω γνωμοδότηση του ………… επιβεβαιώνεται από την έκθεση που συντάχθηκε κατόπιν αιτήσεως του ενάγοντος από τον πτυχιούχο μηχανικό οχημάτων τ.ε. ………., σύμφωνα με τον οποίο η καταστροφή των δύο μετάλλων βάσης και ο αποχρωματισμός των υπολοίπων στον συγκεκριμένο κινητήρα οφείλεται σε υπερθέρμανση, έστω και πρόσκαιρη, του κινητήρα, που είναι η μόνη αιτία μηχανολογικά να προκαλέσει το σπάσιμο και τον αποχρωματισμό των κουζινέτων, αιτίες δε της υπερθέρμανσης μπορεί να είναι η έλλειψη λαδιού, η χαμηλή πίεση λαδιού ή η μη λειτουργία του συστήματος ψύξης. Ωστόσο, αφού στον κινητήρα είχε τοποθετηθεί λάδι και είχε γίνει αλλαγή φίλτρων λαδιού πριν από την παράδοση του οχήματος στον ενάγοντα (ήτοι πριν από 1000 το μέγιστο χιλιόμετρα) και η αντλία λαδιού, το ψυγείο και ο ανεμιστήρας δεν είχαν βλάβες και λειτουργούσαν τη στιγμή που εμφανίστηκε η βλάβη, με βεβαιότητα δεν έγινε υπερθέρμανση στις 9-8-2017. Επίσης τα εμβολοχιτώνια δεν αλλάχθηκαν κατά τις εργασίες επισκευής που ενήργησε ο …………., αλλά λόγω της άριστης κατάστασής τους επανατοποθετήθηκαν, ώστε αναμφίβολα δεν έγινε υπερθέρμανση εκείνη τη στιγμή, γιατί τότε λόγω υπερβολικών τριβών από την απώλεια των ιδιοτήτων του λαδιού και της χαμηλής πίεσης τα εμβολοχιτώνια θα ήταν τα πρώτα μέρη που θα καταστρέφονταν και θα κολλούσαν στα χιτώνια και θα έπρεπε να αλλαχθούν και αυτά. Για τον ίδιο λόγο θα υπήρχαν και σοβαρές βλάβες και στον χώρο των κεφαλών του κινητήρα, όπως στρέβλωση κεφαλών, θραύση ή στρέβλωση εκκεντροφόρου άξονα, στρέβλωση ή θραύση βαλβίδων θαλάμου καύσης κλπ, τα οποία όμως δεν υπήρχαν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εφόσον δε δεν προέκυψε ότι ο αγοραστής από τον χρόνο αγοράς μέχρι τον χρόνο της βλάβης είχε επέμβει στον κινητήρα για κάποιο λόγο και ειδικά για επισκευή λόγω υπερθέρμανσης με αντικατάσταση εμβολοχιτωνίων, η αλλαγή αυτών είχε γίνει οπωσδήποτε πριν την αγορά του φορτηγού από τον ενάγοντα, ενώ, σύμφωνα πάντα με την ως άνω έκθεση του πτυχιούχου μηχανικού οχημάτων τ.ε. ……….., η αλλαγή εμβολοχιτωνίων σε όχημα με 500.000 χιλιόμετρα μόνο σε περίπτωση υπερθέρμανσης του κινητήρα εξηγείται, και δεν περιλαμβάνεται στα τακτικό σέρβις και συντήρηση που ορίζει ο κατασκευαστής του οχήματος. Συνεπώς και κατά τον ως άνω μηχανικό οχημάτων ο κινητήρας είχε υπερθερμανθεί υπερβολικά οπωσδήποτε πριν την παράδοση του οχήματος στον αγοραστή. Για το λόγο αυτό είχαν αλλαχθεί τα εμβολοχιτώνια και ενδεχομένως και άλλα μέρη, αλλά όχι τα μέταλλα έδρασης στροφάλου ούτε η μια κεφαλή κυλίνδρου που είχε ρωγμή. Πιθανότητα να είχαν αλλαχθεί και αυτά αλλά για κάποιο λόγο να μην έγινε σωστή επισκευή δεν υφίσταται, αφού εκτός από τα δύο που έσπασαν τα υπόλοιπα ήταν αποχρωματισμένα, το οποίο εξηγείται μόνο από υπερθέρμανση, ενώ αν συνέβαινε αυτό (δηλαδή να είχαν αλλαχθεί αλλά να μην είχε γίνει σωστή επισκευή) θα υπήρχε δυσλειτουργία στον κινητήρα, άμεσα αντιληπτή από τα πρώτα χιλιόμετρα, οπότε και δεν θα διένυε το φορτηγό απόσταση 1500 χιλιομέτρων από την …….. χωρίς πρόβλημα. Λόγω της θερμικής καταπόνησης ο χρόνος ζωής τους είχε περιοριστεί σημαντικά και ήταν ζήτημα χρόνου η καταστροφή τους. Χρειάστηκε η συνήθης επιβάρυνση του κινητήρα με φορτίο για να εκδηλωθεί το πρόβλημα, αφού τα 1500 χιλιόμετρα είχαν διανυθεί χωρίς επιβάρυνση φορτίου. Εάν δεν είχαν καταπονηθεί λόγω υπερθέρμανσης, αλλά ήταν στη συνήθη κατάσταση που αναμένει κανείς για 500.000 χιλιόμετρα του συγκεκριμένου κινητήρα, τα περίπου 1000 χιλιόμετρα χρήσης δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να προκαλέσουν το πρόβλημα, αφού ο κινητήρας είχε λάδι, τα συστήματα ψύξης και λίπανσης λειτουργούσαν κανονικά και δεν είχε υποστεί μετά βεβαιότητας υπερθέρμανση τη στιγμή της βλάβης την 9-8-2017, γιατί τότε θα καταστρέφονταν και τα εμβολοχιτώνια και πιθανώς και άλλα μέρη του κινητήρα, λόγω δε της αλλαγής των εμβολοχιτωνίων ο κινητήρας, δεν είχε κατανάλωση λαδιού, ίσης σύμφωνα πάντα με την ως άνω γνωμοδότηση του …….. δεν δικαιολογείται στα 500.000 χιλιόμετρα η φθορά του κεντρικού γραναζιού του τελικού διαφορικού με σπασμένες οδοντώσεις, αφού είναι εμπλεκόμενο μόνο με επιλογή του χρήστη και όχι μόνιμα και συνεπώς τα χιλιόμετρα που είχε διανύσει το όχημα ήταν πολύ περισσότερα από 500.000. Συμπεραίνει δε ότι το όχημα δεν είχε υποβληθεί στο παρελθόν στους προβλεπόμενους από τον κατασκευαστή τακτικούς ελέγχους και εργασίες συντήρησης, διότι αν είχε υποβληθεί σε αυτούς θα είχε αποφευχθεί η υπερθέρμανση μέσω του ελέγχου των λαδιών και των συστημάτων λίπανσης και ψύξης. Τα ανωτέρω προκύπτουν με σαφήνεια από την εκτίμηση των προαναφερόμενων ιδιωτικών γνωμοδοτήσεων σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ως εκ τούτου κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν υπάρχει ανάγκη συμπλήρωσης των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, η διάταξη ή μη της οποίας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (ΑΠ 194/2017, ΑΠ 1576/2007, ΑΠ 237/2006 ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε το αίτημα του εναγομένου περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει ο περί του αντιθέτου έβδομος λόγος της έφεσης του εναγομένου να απορριφθεί ως αβάσιμος. Η έλλειψη των ως άνω συνομολογημένων ιδιοτήτων, ήτοι ότι τα χιλιόμετρα που έδειχνε ο χιλιομετρητής ήταν τα πραγματικά και ότι η κατάσταση του οχήματος και του κινητήρα ήταν άριστη, διότι αυτό είχε υποβληθεί σε όλους τους αναγκαίους ελέγχους και εργασίες συντήρησης και δεν είχε υποστεί ουδεμία βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας ήταν αναγκαίο το «άνοιγμα» του κινητήρα, παρέχει σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 540 και 543 ΑΚ δικαίωμα στον αγοραστή μεταξύ άλλων να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος και σωρευτικά αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Όπως άλλωστε εκθέτει ο ίδιος ο εναγόμενος στο δικόγραφο της έφεσής του συμφώνησε να καταβάλει ο ίδιος στον …………… την αμοιβή του για τις εργασίες, ενώ κατέβαλε στον ………, ο οποίος ανέλαβε τις εργασίες ρεκτιφιέ του κινητήρα, το ποσό των 800 ευρώ παροτρύνοντάς τον να προχωρήσει τις εργασίες, αποδεχόμενος ουσιαστικά την ευθύνη του για τη βλάβη φορτηγού, ωστόσο αργότερα, προφανώς φοβούμενος ότι η συμμετοχή του στην κάλυψη των ζημιών θα εκληφθεί ως αποδοχή της ευθύνης του, επισκέφθηκε τον …….. και αναζήτησε το καταβληθέν κατά τα ανωτέρω ποσό δηλώνοντας ότι το ποσό που είναι αναγκαίο για εργασίες και ανταλλακτικά θα καταβάλει ο ενάγων. Στις 22-12-2017 ο ενάγων επέδωσε στον εναγόμενο την από 19-12-2017 εξώδικη δήλωσή του (βλ. την υπ’ αριθ. ………. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου …………), με την οποία, αφού εξέθετε τα ως άνω ελαττώματα, προέβαινε σε δήλωση μείωσης του τιμήματος και ζητούσε α) να του επιστρέφει ο εναγόμενος το ποσό των 21.380 ευρώ, το οποίο αποτελούσε τη διαφορά της πραγματικής αξίας που είχε το όχημα με βάση τις πραγματικές του ιδιότητες, την οποία προσδιόριζε στο ποσό των 16.000 ευρώ και του καταβληθέντος τιμήματος ύψους 37.380 ευρώ, β) να του καταβάλει το ποσό των 13.383,32 ευρώ για την επισκευή του κινητήρα, γ) το ποσό των 500 ευρώ για τη μεταφορά του φορτηγού, δ) το ποσό των 15.000 ευρώ, το οποίο προκατέβαλε για την αγορά 1.000 τόνων ξυλείας και το οποίο κατέπεσε ως ποινική ρήτρα, διότι δεν παρέλαβε, ως όφειλε, την αγορασθείσα ξυλεία και το ποσό των 45.000 ευρώ, το οποίο θα κέρδιζε μετά βεβαιότητας κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων από τη μεταπώληση των 1.000 τόνων ξυλείας. Ο εναγόμενος με την από 26-1-2018 εξώδικη απάντησή του που επέδωσε στον ενάγοντα στις 29-1-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ……… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου ……….) αρνήθηκε την ύπαρξη οιουδήποτε ελαττώματος, χωρίς ωστόσο να κάνει οιαδήποτε αναφορά στο συμφωνηθέν τίμημα. Εκ του γεγονότος αυτού, ήτοι τη μη ειδική αμφισβήτηση εκ μέρους του οχληθέντος εναγομένου ότι το συμφωνηθέν και καταβληθέν τίμημα ήταν 37.380 ευρώ, αλλά και από την κατάθεση του ……… που περιλαμβάνεται στην υπ’ αριθ. …….. ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων, το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι το τίμημα που συμφωνήθηκε και πράγματι καταβλήθηκε από τον ενάγοντα στον εναγόμενο για την αγορά του ανωτέρω οχήματος υπερβαίνει κατά πολύ το αναγραφόμενο στο τιμολόγιο που εξέδωσε ο εναγόμενος για την αγορά του οχήματος και ανέρχεται στο ποσό των 37.380 ευρώ, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων. Κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης πώλησης η αγοραία αξία του εν λόγω αυτοκινήτου, χωρίς τις ανωτέρω ελλείψεις, ήταν ίση προς το συμφωνηθέν τίμημα των 37.380 ευρώ. Ωστόσο η έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων επηρεάζει αρνητικά την αξία του πωληθέντος φορτηγού αυτοκινήτου και συνεπώς πρέπει να χωρήσει μείωση του τιμήματος. Η αξία του οχήματος με τις προαναφερθείσες ελλείψεις κατά τον χρόνο της μεταβίβασης αυτού στον ενάγοντα ανερχόταν κατά την κρίση του Δικαστηρίου στο ποσό των 20.000 ευρώ. Συνεπώς, το τίμημα πρέπει να μειωθεί στο ποσό των 20.000 ευρώ και ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα τη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος τιμήματος και του ως άνω μειωμένου τιμήματος, δηλαδή το ποσό των 17.380 (37.380 - 20.000) ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι το τίμημα που συμφωνήθηκε και το οποίο κατέβαλε ο ενάγων στον εναγόμενο ανέρχεται στο ποσό των 12.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά 14.880 ευρώ, και ακολούθως απέρριψε ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν το αίτημα για επιστροφή στον ενάγοντα της διαφοράς μεταξύ του καταβληθέντος τιμήματος και του μειωμένου λόγω της έλλειψης των συνομολογημένων ιδιοτήτων τιμήματος, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει, δεκτού γενομένου του σχετικού πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος ως βάσιμου κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος τούτο και αφού κρατηθεί και δικαστεί η αγωγή κατά το ανωτέρω κεφάλαιο, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 17.380 ευρώ νομιμοτόκως από την 23-12-2017 (επομένη της επίδοσης της από 19-12-2017 εξώδικης δήλωσης περί μείωσης του τιμήματος). Περαιτέρω, ο εναγόμενος υποχρεούται να αποκαταστήσει κάθε ζημία που υπέστη το φορτηγό, η οποία έχει άμεση σχέση με την έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων και δεν καλύπτεται από την άσκηση του δικαιώματος μείωσης του τιμήματος και συγκεκριμένα υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα τα κάτωθι ποσά ήτοι: 1) για αγορά των αναγκαίων ανταλλακτικών επισκευής του κινητήρα και ειδικότερα για 1 στρόφαλο προς 2170 ευρώ, 5 δαχτυλίδια μπιέλλας προς 15 ευρώ έκαστο και συνολικά 75 ευρώ, 6 ελατήρια προς 26 ευρώ έκαστο και συνολικά 156 ευρώ, 1 κουζινέτο εκκεντροφόρου προς 120 ευρώ, 1 κουζινέτο βάσης προς 90 ευρώ, 1 μπιέλλα προς 220 ευρώ, 1 35 ευρώ, 6 κουζινέτα μπιέλλας προς 40 ευρώ έκαστο και συνολικά ευρώ, 12 οδηγούς εισαγωγείς προς 8 ευρώ έκαστος και συνολικά 6 ροδέλες χιτωνίου προς 6 ευρώ εκάστη και συνολικά 36 ευρώ, 1 λαδιού προς 180 ευρώ, 2 βαλβίδες προς 22 ευρώ και συνολικά 44 ευρώ, 1 φλάντζα γενικής προς 850 ευρώ, 6 βίδες κεφαλής προς 35 ευρώ εκάστη και συνολικά 210 ευρώ, 1 κεφαλή προς 420 ευρώ, 1 ψυγείο λαδιού προς 98 ευρώ, 12 λάστιχα χιτωνίου προς 2 ευρώ έκαστο και συνολικά 24 ευρώ, 6 λάστιχα χιτωνίου προς 13 ευρώ έκαστο και συνολικά 78 ευρώ, 1 τσιμουχάκι βαλβίδων προς 48 ευρώ, 40 κιλά λάδια κινητήρα προς 5 ευρώ/κιλό και συνολικά 200 ευρώ, 1 φίλτρο λαδιού προς 12 ευρώ, 1 βαλβίδα ανακουφίσεως προς 33 ευρώ, 1 αντλία νερού προς 380 ευρώ, 2 θερμοστάτες προς 14 ευρώ και συνολικά 28 ευρώ, 2 εμβολοχιτώνια κομπρεσέρ προς 82 ευρώ έκαστο και συνολικά 164 ευρώ, 2 καπάκια κομπρεσέρ προς 108 ευρώ έκαστο και συνολικά 216 ευρώ, 1 πλεξούδα καλωδίων μπεκ προς 350 ευρώ, 1 καπάκι φίλτρου πετρελαίου προς 25 ευρώ, 1 φίλτρο πετρελαίου προς 18 ευρώ, 20 κιλά αντιψυκτικά προς 5ευρώ/κιλό και συνολικά 100 ευρώ, ήτοι 6.706 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24% (1.609,44 ευρώ) και συνολικά 8.315,44 ευρώ, εκδοθέντων προς τούτο των υπ’ αριθ. ……….. τιμολογίων πώλησης, 2) για εργασίες επισκευής και συγκεκριμένα για επισκευή κινητήρα φορτηγού, καθάρισμα φίλτρου νερού και intercool, επισκευή διαφορικού βοηθητικής, αντικατάσταση ρεγουλατόρου τέταρτου διαφορικού δεξιά, αντικατάσταση λάδια και φίλτρα, αντικατάσταση αντιψυκτικών, αντικατάσταση αντλίας νερού και θερμοστάτη 1.500 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24 % από 360 ευρώ και συνολικά 1.860 ευρώ, εκδοθέντος προς τούτο του υπ'αριθ. ……. τιμολογίου παροχής υπηρεσιών του …………, 3) για εργασίες ρεκτιφιέ του κινητήρα το ποσό των 1.300 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά 1.612 ευρώ, εκδοθέντος προς τούτου του υπ’ αριθ. ………… τιμολογίου παροχής υπηρεσιών της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..», 4) για αγορά ανταλλακτικών και συγκεκριμένα για 1 μονάδα μίξης προς 140 ευρώ, 3 βαλβίδες πιέσεως προς 30 ευρώ εκάστη, 1 βαλβίδα επιστροφής προς 30 ευρώ, 6 σετ στεγανοποίησες μπεκ προς 5 ευρώ έκαστο και συνολικά 290 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά 359 ευρώ, εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθ. …….. τιμολογίου πώλησης του ….., 5) για αναγκαίες εργασίες επισκευής μπεκ και αντλίας πετρελαίου κατέβαλε το ποσό των 200 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά 248 ευρώ, εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθ. 163/27-9-2017 τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, συνολικά δηλαδή κατέβαλε για αγορά των αναγκαίων ανταλλακτικών και για αμοιβή τεχνιτών για εργασίες επισκευής κατά τα ανωτέρω το ποσό των 12.395,04 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη θετική ζημία του και πρέπει να αποκατασταθεί. Η εκτέλεση των ως άνω εργασιών και η αγορά των ανωτέρω ανταλλακτικών ήταν αναγκαίες για την επισκευή του κινητήρα σύμφωνα με τα εργοστασιακά πρότυπα έτσι ώστε να είναι αποδοτικός και να μην παρουσιάσει στο μέλλον βλάβες είτε από την ίδια αιτία είτε από κακή επισκευή σε ζωτικά τμήματά του, όπως επιβεβαιώνεται στην προαναφερόμενη τεχνική έκθεση του …….. αλλά και στην υπ’ αριθ. …….. ένορκη βεβαίωση του …………... Στην θετική ζημία του ενάγοντος περιλαμβάνεται επίσης και το ποσό των 500 ευρώ, το οποίο κατέβαλε ο ενάγων στην ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «……...» για τη μεταφορά του φορτηγού με γερανό από το σημείο βλάβης στο συνεργείο του ….. στην …… (βλ. σχετικά την υπ’ αριθ. ……. φορτωτική). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δαπάνησε για την αγορά ανταλλακτικών για την επισκευή του πίσω διαφορικού τα ακόλουθα ποσά: για 1 ρεγολατόρο προς 175 ευρώ, 1 γρανάζι ηλίου διαφορικού προς 420 ευρώ, 1 ροδέλα αποστάτης προς 9 ευρώ, 1 ροδέλα γκρουπ κωνική προς 19 ευρώ, 1 φουρκέτα κομπλερ προς 79 ευρώ, 1 ροδέλα ηλίου προς 19 ευρώ, 1 μούφα κομπλέρ προς 79 ευρώ, 1 ροδέλα ηλίου προς 19 ευρώ, 1 μούφα κομπλέρ προς 76 ευρώ, ήτοι 797 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24% και συνολικά 988,28 ευρώ, εκδοθέντος προς τούτο του υπ αριθ. ……….. τιμολογίου του ………... Το ανωτέρω ποσό το οποίο δαπανήθηκε για την διόρθωση του πραγματικού ελαττώματος του φορτηγού (σχετικά με το διαφορικό) υποχρεούται ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 540 ΑΚ, εφόσον το ελάττωμα αυτό δεν ζητεί ο ενάγων να συνεκτιμηθεί κατά την αποτίμηση της μείωσης της αξίας του φορτηγού εξαιτίας του πραγματικού αυτού ελαττώματος.  Συνεπώς ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 13.883,32 (12.395,04+500+988,28) ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της από 19-12-2017 εξώδικης δήλωσης του\ ενάγοντος, ήτοι από 23-12-2017, για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υπέστη ο ενάγων από την έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων, η οποία δεν καλύπτεται από την άσκηση του δικαιώματος μείωσης του τιμήματος και εκείνης (θετικής ζημίας) που υπέστη εξαιτίας του πραγματικού ελαττώματος του οχήματος και κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης του εναγομένου. Περαιτέρω από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι ο εναγόμενος γνώριζε την έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων, ήτοι ότι είχε γίνει επέμβαση στην ένδειξη του χιλιομετρητή και ότι είχε ανοιχτεί ο κινητήρας. Συνεπώς, εφόσον δεν αποδεικνύεται η συνδρομή των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης του εναγομένου, το αναφερόμενο στην ηθική βλάβη κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο δέχθηκε ότι ο εναγόμενος τελούσε σε γνώση της έλλειψης των συνομολογημένων ιδιοτήτων και του πραγματικού ελαττώματος και συνεπώς ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας και επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την εις βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο πέμπτος λόγος της έφεσης του εναγομένου ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος τούτο και, αφού κρατηθεί και δικαστεί η αγωγή κατ’ ουσίαν κατά το μέρος τούτο, να απορριφθεί το σχετικό κονδύλιο ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν.Ο οικείος τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο ζητούσε να επιδικαστεί σε αυτόν μεγαλύτερο ποσό για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Επίσης ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι είχε προβεί στην αγορά από την έμπορο και εργολάβο υλοτομιών …. 1.000 τόνων ξυλείας (καυσόξυλα δρυός και αειφύλλων) δυνάμει του από ….. ιδιωτικού συμφωνητικού, με το οποίο είχε συμφωνήσει να παραλάβει την ανωτέρω ποσότητα ξυλείας από τον τόπο υλοτομίας (δάσος …… περιοχής …) μέχρι την 15-9-2017, άλλως θα κατέπιπτε υπέρ της πωλήτριας η προκαταβολή ύψους 15.000 ευρώ που ο ενάγων είχε καταβάλει και ότι λόγω της βλάβης του φορτηγού και της ακινητοποίησης αυτού έως την 16-9-2017, οπότε και αποκαταστάθηκαν οι προκληθείσες σε αυτό βλάβες, δεν κατέστη δυνατό να παραλάβει και να μεταφέρει ο ενάγων την ξυλεία έως την 15-9-2017 με αποτέλεσμα να απωλέσει το ποσό των 15.000 ευρώ που είχε προκαταβάλει, αλλά και τα εισοδήματα που μετά βεβαιότητας θα αποκόμιζε από την πώληση της ξυλείας, αν είχε παραλάβει αυτήν. Προσκομίζει δε μετ’ επικλήσεως σχετικά το από ….. ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης νομής και πλήρους κυριότητας - πώλησης ξυλείας. Από την επισκόπηση του ανωτέρω συμφωνητικού προκύπτει ότι η ……. και ο ενάγων συμφώνησαν ότι η πρώτη πωλεί και μεταβιβάζει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στον ενάγοντα ποσότητα 1.000 τόνων ξύλου που έχει στην κυριότητα, νομή και κατοχή της βάσει των εγκριθέντων διαχειριστικών μελετών και ειδικότερα άκοπου ξύλου σε διάφορες διαστάσεις κυκλικών διαμέτρων και σε διάσταση μήκους από 1 μ έως και 1,2 μ., με τον όρο ότι θα παραδώσει αυτήν στον αγοραστή έως την 15-9-2017 στο δασόδρομο του δάσους, ο δε αγοραστής καταβάλει «καπάρο» 15.000 ευρώ, το οποίο αυτός θα χάσει σε περίπτωση που δεν παραλάβει το εμπόρευμα έως την 30-9-2017 χωρίς να διατηρεί άλλη αξίωση κατά της πωλήτριας. Με βάση τα ανωτέρω, εφόσον το φορτηγό παραδόθηκε στον ενάγοντα στις 16-9-2017, δεν είχε ακόμη εκπνεύσει η προθεσμία εντός της οποίας αυτός (ενάγων) όφειλε να παραλάβει την ποσότητα ξυλείας από το δασόδρομο (30-9-2017), συνεπώς η μη εκπλήρωση της υποχρέωσής του αυτής οφείλεται σε δική του υπαιτιότητα και όχι στην βλάβη που παρουσίασε το φορτηγό και ως εκ τούτου αβάσιμα αιτείται ο ενάγων να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 15.000 ευρώ, το οποίο κατέπεσε υπέρ της πωλήτριας της ξυλείας λόγω της μη εκπλήρωσης της δικής του υποχρέωσης, τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων πράγματι προκατέβαλε στην πωλήτρια …… το ποσό των 15.000 ευρώ, αφού ούτε έγγραφη προς τούτο απόδειξη προσκομίζεται ούτε αντίγραφο κίνησης λογαριασμού του ενάγοντος, από το οποίο να προκύπτει ότι μεταφέρθηκε από λογαριασμό του ιδίου σε λογαριασμό της πωλήτριας το ανωτέρω ποσό ή ότι έστω έγινε ανάληψη του ως άνω ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν το κονδύλιο αυτό και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 15.000 ευρώ, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της έφεσης του εναγομένου και αφού εξαφανιστεί η απόφαση κατά το μέρος τούτο και κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο κατά το μέρος τούτο να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν το ως άνω κονδύλιο. Περαιτέρω, για τον ίδιο ως άνω λόγο και δη επειδή ο ενάγων, ενώ είχε τη δυνατότητα μετά την 16-9-2017 και έως την 30-9-2017 να παραλάβει την πωληθείσα ξυλεία, δεν έπραξε τούτο, η αποθετική ζημία που αυτός επικαλείται, συνιστάμενη στο κέρδος που μετά βεβαιότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκόμιζε, αν παραλάμβανε την συμφωνηθείσα ποσότητα και μεταπωλούσε αυτήν, δεν δύναται να αποδοθεί στην βλάβη του οχήματος, καθώς ο ενάγων από υπαιτιότητά του δεν προέβη σε παραλαβή της ξυλείας, όπως μπορούσε να πράξει μετά την 16-9-2017 και έως την 30-9-2017 κατά τη συμφωνία του με την πωλήτρια της ξυλείας. Συνεπώς, το ως άνω περί αποθετικής ζημίας κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν.

Με το άρθρο 281 ΑΚ ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Προϋπόθεση όμως των ανωτέρω είναι η ύπαρξη του δικαιώματος, καθ’ όσον μόνον υπαρκτό δικαίωμα είναι λογικώς δυνατό να ασκηθεί (ΟλΑΠ 17/1995 ΝΟΜΟΣ). Για τον λόγο αυτό όταν ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου, που προβάλλεται για την απόκρουση της εις βάρος του ασκηθείσας αγωγής, έχει ως θεμελιακό του στοιχείο την ανυπαρξία του δικαιώματος του ενάγοντος, εν συνιστά ένσταση καταχρήσεως δικαιώματος, αλλά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 1405/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 151/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1800/2005 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος με τις νομοτύπως κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις του ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά του, διότι το αυτοκίνητο που του πώλησε δεν είχε κανένα ελάττωμα, ουδέποτε ο εναγόμενος διαβεβαίωσε αυτόν για την ύπαρξη των ιδιοτήτων τις οποίες ο ενάγων επικαλείται ως συνομολογημένες, ασκεί δε ο ενάγων την αγωγή μετά την παρέλευση ενός και πλέον έτους από την εμφάνιση της ζημίας και ζητεί το δυσανάλογο σε σχέση με το ποσό που κατέβαλε για την αγορά του αυτοκινήτου ποσό των 110.263,32 ευρώ, περαιτέρω δε, ενώ γνώριζε ο ενάγων ότι το κόστος της επισκευής του κινητήρα θα υπερέβαινε το ποσό των 16.000 ευρώ και ο ίδιος λόγω της καθυστέρησης της επισκευής του κινητήρα δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, επέλεξε την άσκηση του δικαιώματος μείωσης του τιμήματος αντί να επιλέξει, ως όφειλε, την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση και ακολούθως να επιστρέφει το όχημα, να λάβει το ποσό που κατέβαλε για την αγορά του και να προβεί σε αγορά άλλου οχήματος. Ωστόσο με το προεκτεθέν περιεχόμενο ο ισχυρισμός αυτός είναι μη νόμιμος και συνεπώς απορριπτέος, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα από τον ενάγοντα περιστατικά δεν δύνανται να θεμελιώσουν την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, αφού αφενός μεν με το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού του ο εναγόμενος αρνείται την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος και την έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας επί των οποίων θεμελιώνεται η αγωγή, αφετέρου δε η παρέλευση του ως άνω χρονικού διαστήματος για την άσκηση της αγωγής από μόνη της δεν αρκεί για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκησή του, αλλά απαιτείται να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου η πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, εκ τρίτου δε η επιλογή της άσκησης του δικαιώματος της μείωσης του τιμήματος αντί εκείνου της υπαναχώρησης δεν δύναται να θεμελιώσει καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, αφού η υπαναχώρηση κρίνεται από τον ίδιο το νομοθέτη ως το σκληρότερο για τον πωλητή από τα δικαιώματα που παρέχονται στον αγοραστή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 540 και 542 A σύμφωνα με τις οποίες τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 540 ΑΚ δικαιώματα, δηλαδή η διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος, η μείωση του τιμήματος και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση παρέχονται εναλλακτικά στον αγοραστή χωρίς ιεραρχική διαβάθμιση μεταξύ τους, δηλαδή χωρίς ορισμένα από αυτά να έχουν προτεραιότητα και άλλα να είναι επικουρικά, μόνος δε περιορισμός που τίθεται με τη διάταξη του άρθρου 542 ΑΚ στην ελευθερία του αγοραστή στην επιλογή των μέσων που του παρέχονται από την 540 ΑΚ αφορά στην άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης, ως προς την οποία το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να κρίνει ότι οι συγκεκριμένες περιστάσεις δε την δικαιολογούν και να επιδικάσει μόνο μείωση του τιμήματος ή να διατάξει την αντικατάσταση του πράγματος (βλ.Βαθρακοκοίλη ΕρΝομΑΚ αρθρ. 540 αρ.1, αρθρ. 542 αρ. 1, 2). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από τις αιτιολογίες της παρούσας, απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ως μη νόμιμη, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συνεπώς πρέπει ο έκτος λόγος της έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο αυτός επαναφέρει την ένσταση αυτή, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος ο οποίος δικαιολογεί τη μη επίδειξη τους, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του (ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου), υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και σύννομη, τουτέστιν να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο, να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενο του και να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 681/2007, ΑΠ 1045/2004, ΑΠ 575/2004, ΑΠ 1478/2000 ΝΟΜΟΣ). Η ακριβής περιγραφή του περιεχομένου του επιδεικτέου εγγράφου απαιτείται ώστε να κριθεί αν αυτό είναι πρόσφορο προς ανταπόδειξη του προβαλλομένου λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος την επίδειξη διαδίκου (ΑΠ 658/2010 ΝΟΜΟΣ). Αν συντρέχουν οι ως άνω νόμιμες προϋποθέσεις η επίδειξη του εγγράφου διατάσσεται υποχρεωτικώς από το Δικαστήριο (ΕφΠειρ 418/2002 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου υπέβαλε αίτημα προσκόμισης α) εγγράφου της επίσημης αντιπροσωπείας ……., από το οποίο να προκύπτουν τα χιλιόμετρα που είχε διανύσει το επίδικο φορτηγό μέχρι την αγορά του από τον ενάγοντα, β) το βιβλίο δρομολογίων του φορτηγού και του ταχογράφου της περιόδου από 24-3-2017 μέχρι την ημέρα προκλήσεως της βλάβης του κινητήρα, ώστε να αποδειχθεί πόσα χιλιόμετρα διήνυσε το όχημα και ποια δρομολόγια μεταφοράς ξυλείας πραγματοποίησε και γ) αντίγραφο των εκκαθαριστικών σημειωμάτων των φορολογικών ετών 2015 και 2017, ώστε να διαπιστωθούν τα δηλωθέντα εισοδήματα του ενάγοντος από την άσκηση του επαγγέλματος της εμπορίας ξυλείας. Ωστόσο το αίτημα αυτό τυγχάνει απορριπτέο, όσον αφορά μεν το υπό στοιχείο α έγγραφο, ήτοι «έγγραφο της αντιπροσωπείας …..» από το οποίο να προκύπτουν τα διανυθέντα χιλιόμετρα του επιδίκου οχήματος έως την πώλησή του στον ενάγοντα, διότι δεν πρόκειται για έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του ενάγοντος, όσον αφορά το υπό στοιχείο β έγγραφο, ήτοι το βιβλίο δρομολογίων του φορτηγού και του ταχογράφου της περιόδου από 24-3- 2017 μέχρι την ημέρα προκλήσεως της βλάβης του κινητήρα, τα οποία ζητεί ο εναγόμενος ώστε να αποδειχθεί πόσα χιλιόμετρα διήνυσε το όχημα και ποια δρομολόγια μεταφοράς ξυλείας πραγματοποίησε, διότι τα χιλιόμετρα που διήνυσε το επίδικο όχημα από την παράδοσή του στον ενάγοντα και εξής αποδεικνύονται σύμφωνα με όσα πιο πάνω εκτίθενται από το βιβλίο σέρβις που συνέταξε ο …….. μετά την επισκευή του οχήματος, τον αριθμό των οποίων άλλωστε δεν αμφισβήτησε ο εναγόμενος, ενώ όσον αφορά το αίτημα προς επίδειξη αντιγράφων των εκκαθαριστικών σημειωμάτων των φορολογικών ετών 2015 και 2017, αυτό πρέπει να απορριφθεί λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του εναγομένου, εφόσον το κονδύλιο περί αποθετικής ζημίας του ενάγοντος για την (αντ)απόδειξη του οποίου ζητεί την επίδειξη αυτών ο εναγόμενος, απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οποίο απέρριψε το αίτημα επίδειξης των ως άνω εγγράφων, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από τις αιτιολογίες της παρούσας, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα και κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου όγδοος και τελευταίος λόγος της έφεσης του εναγομένου ως αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης των αντιθέτων εφέσεων των διαδίκων προς εξέταση, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές ως βάσιμες κατ’ ουσίαν οι συνεκδικαζόμενες εφέσεις, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και δη για την ενότητα της εκτέλεσης και ως προς τις μη ανατρεπόμενες διατάξεις της προκειμένου να υπάρξει ενιαίος εκτελεστός τίτλος και ως προς τις διατάξεις της που δεν θίγονται με την παραδοχή των εφέσεων και αναγκαίως και ως προς τις διατάξεις της για τη δικαστική δαπάνη, που αφορούν την εν μέρει παραδοχή της αγωγής και η οποία θα καθοριστεί εξαρχής για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί η αγωγή κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 31.263,32 (17.380 + 13.883,32) ευρώ με τους νόμιμος τόκους από την 23-12-2017. Η δικαστική δαπάνη πρέπει να επιβληθεί κατά ένα μέρος σε βάρος του εναγομένου εκκαλούντος εφεσιβλήτου (άρθρα 178,183 ΚΠολΔ) και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Εφόσον δε οι εφέσεις έγιναν έστω και εν μέρει δεκτές και εξαφανίζεται η εκκαλουμένη, πρέπει να επιστραφεί στον εκκαλούντα εκάστης έφεσης το παράβολο που κατατέθηκε για την άσκησή της (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα εκάστης έφεσης του κατατεθέντος παράβολου.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν εν μέρει.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα μία χιλιάδων διακοσίων εξήντα τριών ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (31.263,32) με τους νόμιμους τόκους από την 23-12-2017.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ.

16 Ιουλίου 2021 Γράφτηκε από Κατηγορία Αναιρέσεις / Αγωγές Αστικού Δικαίου

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ….

ΑΙΤΗΣΗ (ΑΚ 1631, 1682, 740.1 ΚΠολΔ)

ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ-ΟΡΙΣΜΟΣ ΑΜΟΙΒΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΤΗ

…………. του …………., κάτοικο ………….,

ΠΡΟΣ

ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΕΠΟΠΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

1) ……… του …………, κάτοικο ……..,  προέδρου,

2)  ……… του …….., κάτοικο ………, μέλους,

3) ………. κάτοικο ………, μέλους

Καρδίτσα ...

          Με την με αρ. …….. απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ………. (εκούσια δικαιοδοσία) εναντίον της οποίας δεν ασκήθηκε κανένα ένδικο μέσο (αρ. πιστ. ……….. του κ. Γραμματέα Πρωτ. …), ο αδελφός μου ……… του …………, κάτοικος ………, τέθηκε σε καθεστώς πλήρους δικαστικής συμπαράστασης, εγώ δε διορίστηκα προσωρινός και οριστικός δικαστικός συμπαραστάτης του συμπαραστατούμενου αδελφού, ενώ ως μέλη του τριμελούς Εποπτικού Συμβουλίου της δικαστικής συμπαράστασης διορίστηκαν οι ………. ως πρόεδρος, αφετέρου οι ……… (αδελφή μας) και …………. του ……….. ανεψιά του συμπαραστατούμενου (και κόρη του 1ου), κάτοικος ………...

          Σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση ο αδελφός μας « πάσχει από ... (βλ. και από ……… ιατρική γνωμάτευση του ειδικού νευρολόγου ………)»

          Μετά την έκδοση της άνω απόφασης και πριν ακόμη την τελεσιδικία της είχα αναλάβει τα πλήρη καθήκοντά μου δικαστικής συμπαράστασης, ασκώ δε αυτά μέχρι και σήμερα άριστα, ωφέλιμα και αποδοτικά για τα συμφέροντα του συμπαραστατούμενου αδελφού μας, σύμφωνα με τις σχετικές Πράξεις του εποπτικού συμβουλίου (ΕΣ) οι οποίες υπογράφονται απ` όλα τα μέλη του, όπως αναλυτικά κατωτέρω θα αναφέρω.

          Ο πολυαγαπημένος μου αδελφός (………..), είναι σήμερα .. ετών, διαβιοί στην ίδια ανωτέρω οικία και σύμφωνα με την από ………….. γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Δ/νσης Ιατρικής Αξιολόγησης του ΕΦΚΑ ……… και τους εισηγητικούς φακέλους παροχών αναπηρίας που την συνοδεύουν (μετά από δικές μου ενέργειες, αιτήσεις, συγκέντρωση και υποβολή εγγράφων), πάσχει επαυξημένα από...

          Σύμφωνα με τον από ………. εισηγητικό φάκελο παροχών αναπηρίας της ιατρού-ειδικής νευρολόγου ………. που τον εξέτασε, πέραν της βαρείας άνοιας διαπιστώθηκε αδυναμία ....

          Την ……. εξετασθείς μετά από ενέργειές μου, από ειδικό παθολόγο Δρ ιατρό ………., ευρέθη πάσχων απ` όλα τα ανωτέρω και επιπλέον διαπιστώθηκε ότι παρά τις ανωτέρω ειδικές αναπηρίες του «έχει άριστη ιατρική και νοσηλευτική φροντίδα»  

           Εγώ από την άλλη, είμαι ετών 79 είμαι συνταξιούχος του Δημοσίου (…….) διαμένων με την σύζυγό μου ..………..

          Οι ενέργειες στις οποίες προβαίνω καθημερινά σχεδόν και πάντως σε τακτική μηνιαία βάση και θα απαιτούνται μετά βεβαιότητας και στο μέλλον στα πλαίσια των ανωτέρω καθηκόντων μου  για να περιποιηθώ τον αδελφό μου και για να φροντίσω τις ανάγκες και τις υποθέσεις του, όπως αυτές προκύπτουν από τις ανωτέρω αμφιλαφείς και ειδικές σοβαρότατες νοητικές και κινητικές αναπηρίες του, με συνεχείς και πολλές φορές καθημερινές μετακινήσεις από την ………. στα …….(απόσταση περί τα 50 χιλιόμετρα για την απλή μετάβαση), αλλά και σε άλλα μέρη όπως Νοσοκομεία, είναι οι εξής:

          Κανονίζω τις τακτικές και έκτακτες πολλαπλές και συχνές ιατρικές του εξετάσεις και παρίσταμαι σ` αυτές από τους θεράποντες ιατρούς του διαφόρων ειδικοτήτων, όπως ουρολόγου που προβαίνει στην αλλαγή καθετήρα, νευρολόγου, δερματολόγου κλπ, που πραγματοποιούνται  στην οικία του αδελφού μου λόγω αδυναμίας μετακίνησης  και προβαίνω στις πληρωμές τους μεταβαίνοντας στα ιατρεία τους, ενώ φροντίζω και για τις μικροβιολογικές του εξετάσεις και λήψη αποτελεσμάτων, με επίσκεψη του μικροβιολόγου στο σπίτι τα οποία προωθώ στους θεράποντες κάθε φορά ιατρούς του και εν γένει επιμελούμαι και παρακολουθώ την εξέλιξη της κατάστασης υγείας, εξετάσεων και θεραπείας του με τη λήψη των αναγκαίων φαρμάκων πάντα σε συνεννόηση με τους ιατρούς του, ιδιώτες ή του Δημοσίου στα πλαίσια εξετάσεών του από Υπηρεσίες για λήψη των δικαιούμενων βοηθημάτων,  εκτελώ δε τις συστάσεις τους κάθε φορά για την αγορά και χορήγηση των κατάλληλων φαρμάκων και εξετάσεων για κάθε πάθησή του (ουρολογικά, νευρολογικά, δερματολογικά κλπ). Φροντίζω για τις φυσικοθεραπείες του που πραγματοποιούνταν επίσης στην οικία,  ενώ φροντίζω σε τακτά διαστήματα και για την εξέταση μέσω μικροβιολογικών εξετάσεων αίματος για αποκλεισμό της μόλυνσής του με τον cοvid-19.

          Σε έκτατα δε περιστατικά επιδείνωσης της υγείας του, όπως αναλυτικά θα αναφερθεί, τον μεταφέρω στο Νοσοκομείο αλλά και στα κατάλληλα Ιατρικά κέντρα μένοντας συνεχώς μαζί του και προσφέροντας κάθε δυνατή φροντίδα και υπηρεσία σ` αυτόν ως συνοδός του κανονίζοντας την εισαγωγή του, την νοσηλεία του, την εξέταση και επίσκεψη των ιατρών, την πρόσληψη νοσοκόμων κλπ.

          Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του ...τον μετέφερα στον ΓΝ…. όπου και παρέμεινε νοσηλευόμενος επι 5νθήμερο λόγω σοβαρότατου προβλήματος .... Παρέμεινα δε δίπλα του (με ελάχιστες ώρες ξεκούραση όταν με αντικαθιστούσε η σύζυγός μου) παρέχοντάς του κάθε δυνατή φροντίδα, ενώ τόσο πρίν όσο και μετά την έξοδό του, ερχόμουν σε επαφή με τους θεράποντες ιατρούς του και φρόντιζα για την λήψη των φαρμάκων και των εξετάσεών του.

           Το ίδιο συνέβη και τον Σεπτέμβριο ...ότε και εισήχθη για εγχείρηση στο …… όπου και νοσηλεύτηκε επι 3ημερο, δηλ. φρόντισα και οργάνωσα με συνεχείς μετακινήσεις και συνεννοήσεις με τους ιατρούς και τα άνω ιατρικά κέντρα και με την φυσική μου παρουσία, την εισαγωγή, παραμονή αλλά και την ομαλή εξέλιξη της υγείας του στο μετεγχειρητικό στάδιο.

          Σημειώνεται ότι εξ` αιτίας της συνεχώς επιδεινούμενης κατάστασης υγείας του και των ανωτέρω αναπηριών του που απαιτεί 24ωρη ειδική φροντίδα, το Εποπτικό Συμβούλιο αποφάσισε τα μέσα του .... την πρόσληψη οικιακής βοηθού η οποία διαβιοί στην οικία (εσωτερική) και η οποία τον περιποιείται στην ατομική του φροντίδα καθημερινά, κρατά το σπίτι καθαρό, μαγειρεύει και φροντίζει για την λήψη των φαρμάκων του και με την οποία έχω καθημερινή επικοινωνία για όλα όσα συμβαίνουν, όσες φορές φυσικά δεν μεταβαίνω .... Για το λόγο αυτό επιμελούμαι και για την μηνιαία πληρωμή της μέσω τραπεζικού λογαριασμού.

          Για την αξιολόγηση της αναπηρίας του είτε από την ανωτέρω αναφερθείσα Δ/νση, είτε και από κάθε άλλη Υπηρεσία, έτσι ώστε να λαμβάνει και τα σχετικά επιδόματα, φροντίζω και λαμβάνω τις σχετικές γνωματεύσεις των ιατρών και απευθύνομαι με αιτήσεις μου, χειρόγραφες ή/και ηλεκτρονικές στην αρμόδια Υπηρεσία ΕΦΚΑ … (Δ/νση Ιατρικής Αξιολόγησης), υπογράφω κάθε σχετικό έγγραφο και εν γένει συμπράττω σε ό,τι μου ζητηθεί για να είναι πλήρης ο εισηγητικός φάκελος αναπηρίας των διαφόρων ειδικοτήτων (προσκόμιση και συμπλήρωση εγγράφων, ηλεκτρονικές αναρτήσεις κλπ). Μετά δε την γνωστοποίηση αποτελεσμάτων αναπηρίας (βλ. από …….. της άνω Υπηρεσίας), απευθύνομαι και στην αρμόδια υπηρεσία (...) για την λήψη του δικαιούμενου υπ` αυτού επιδόματος και δια τούτο μεταβαίνω στην υπηρεσία, υπογράφω τις σχετικές αιτήσεις, προσκομίζω τα αιτηθέντα έγγραφα (ταυτότητα, ΑΜΚΑ, εκκαθαριστικά κλπ, αλλά και ηλεκτρονική μορφή τις ακτινογραφίες και έγγραφα του ιατρικού του φακέλου) και εν γένει ενεργώ όλη την διαδικασία που απαιτείται κάθε φορά έτσι ώστε να λάβει τα δικαιούμενα ή να συμπληρωθούν αυτά. 

          Στα πλαίσια αυτά, φρόντισα να διεκδικήσει με ομαδική αγωγή από το Ελληνικό Δημόσιο ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ό,τι δικαιούται σε επιστροφές της μείωσης της σύνταξής του και σε ποσοστό επικουρικής σύνταξης και επιστροφής αναδρομικά, κρατήσεων και προς τούτο προέβην σε έρευνα για ανάθεση σε δικηγόρο στην Αθήνα, όπου και μετέβην επανειλημμένα,  στην προσκομιδή όλων των εγγράφων για να ευδοκιμήσει η αίτησή του και εν γένει ενήργησα όλες τις απαραίτητες πράξεις προς τούτο με συνεχείς μετακινήσεις, επισκέψεις, συζητήσεις, συγκέντρωση εγγράφων κλπ.

          Μετέβην επανειλημμένα και μεταβαίνω στο Γ.Λογιστήριο του κράτους στην Αθήνα προς λήψη των σχετικών βεβαιώσεων που απαιτούνται κάθε φορά για την χορήγηση των ανωτέρω επιδομάτων αναπηρίας, σχετικά με το ότι δεν λαμβάνει ή δεν δικαιούται να λαμβάνει επιδόματα του Δημοσίου.

          Σε συνεργασία με τον λογιστή …….., φροντίζω για την τακτοποίηση κάθε υποθέσεως του με το Δημόσιο, όπως δηλώσεις ΕΝΦΙΑ, εισοδημάτων κλπ και προς τούτο συγκεντρώνω τα σχετικά έγγραφα, υπογράφω τις σχετικές δηλώσεις, αιτήσεις και παν ό,τι απαραίτητο, αναρτώ τα σχετικά έγγραφα ηλεκτρονικά κλπ. Για όσες δε οφειλές προκύπτουν, όπως βεβαιωμένες οφειλές Δ.Ο.Υ, προχωρώ στην εξόφλησή τους μέσω τραπεζών εμπρόθεσμα και χωρίς πλημμέλειες. Επίσης διεκπεραιώνω και όλες τις σχετικές συναλλαγές και με κάθε άλλη Αρχή και Υπηρεσία, όπως και με τον Δήμο και μάλιστα εντελώς πρόσφατα ...ανηύρον στην οικία του ......τα οποία και παρέδωσα στην Αστυνομία …….. και διενεργείται προανάκριση, μετά βεβαιότητας δε θα κληθώ να καταθέσω τουλάχιστον στην προδικασία (εάν δεν ασκηθεί δίωξη και εναντίον μου). 

          Για την καταχώρηση δε της ακίνητης περιουσίας του στο Κτηματολόγιο …….. και ………., προβαίνω σε συγκέντρωση των τίτλων ιδιοκτησίας από υποθ/κεια, έλαβα ένορκη βεβαίωση μάρτυρα σε συμβ/φο ……… για τα ακίνητα χωράφια, όρισα μηχανικό για την υποβολή του φακέλου και την διεκπεραίωση και προέβην στην πληρωμή των σχετικών δικαιωμάτων και παραβόλων.

          Στα πλαίσια της καθημερινής σχεδόν μου ενασχόλησης με την συγκέντρωση και πληρωμή των, πάσης φύσεως λογαριασμών, οφειλών και εκκρεμοτήτων του από κάθε αιτία, προέβην και στην τακτοποίηση και πληρωμή των χρεών της θανούσης το .... συζύγου του ……… καταβάλλοντας στην Δ.Ο.Υ …….. τον .... σύμφωνα με το σχετικό πίνακα οφειλών της, ενώ προέβην σε κάθε ενέργεια για την λήψη εξόδων κηδείας αυτής από τον ΕΦΚΑ …….. για τα οποία η αρχική του αίτηση απερρίφθη ως εκπρόθεσμη, αλλά μετά από ένστασή μου στις αρχές του ..... εγκρίθηκαν και κατατέθηκαν στον λογαριασμό του. Προς τούτο συγκέντρωσα όλα τα αναγκαία έγγραφα από τις υπηρεσίες και ιδιώτες τα οποία και υπέβαλα αρμοδίως με τις σχετικές αιτήσεις, πιστοποιητικά κλπ.

          Επίσης προβαίνω, με ανάθεση σε τρίτους τεχνίτες,  στις επισκευές και συντηρήσεις της οικίας και διαφόρων πραγμάτων εντός αυτής όπως αλλαγές κλειδαριάς κουζίνας και γκαράζ, επισκευή πλυντηρίου ρούχων αλλά και άλλων ηλεκτρικών συσκευών κλπ, εγκατάστασης αερίου κλπ και μετέχω και στις γενικές συνελεύσεις της πολυκατοικίας όπου διαμένει (τελευταίο θέμα ήταν η επισκευή ταράτσας). Σημειώνεται ότι λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου, ήτοι την ....., συνέταξα και έγγραφη πλήρη απογραφή όλων των πραγμάτων που ευρίσκονται στην οικία του –οικοσκευή, κάτωθι της οποίας  αιτήθηκα, έλαβα και επεσύναψα και το έντυπο Ε9 της ακίνητης περιουσίας του.

          Όλα τα ανωτέρω όπως είναι φυσικό λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης σοβαρής αναπηρίας του αδελφού μου, αλλά και τις πολλαπλές και διαφορετικές ενέργειες που απαιτούνται κάθε φορά προς αντιμετώπιση των προσωπικών, οικονομικών και περιουσιακών του αναγκών, απαιτούν την καταβολή καθημερινά σχεδόν από μένα σημαντικού χρόνου, κόπου και σωματικών δυνάμεων, αλλά και εξάντληση των γνώσεων και των ικανοτήτων μου, λαμβανομένης υπόψη και της ηλικίας μου προκειμένου η συμπαράστασή μου να είναι ουσιαστική, χρηστή και ωφέλιμη για τον αδελφό μου.

          Ωστόσο οι ενέργειες μου και παροχή υπηρεσιών μου στα πλαίσια των καθηκόντων μου, δεν περιορίζονται στα ανωτέρω.

          Για όλες τις ανωτέρω ενέργειες και πράξεις μου άρχισα αμέσως να τηρώ σχετικό βιβλίο στο οποίο ανά μήνα, με αρχή από τον Απρίλιο του ...., καταχωρώ με την μορφή στηλών, αναλυτικά τα έσοδα και τα έξοδα του κάθε μήνα δηλ. το ποσό τους, την ημερομηνία τους, αλλά και την αιτιολογία τους αναλυτικά (ενώ όπου παρίστατο ανάγκη για ειδικότερες αιτιάσεις, προβαίνω και στην σχετική σημείωση κάτωθι αυτών), καθώς και το σύνολο τους και μεταφέρω το όποιο λογιστικό υπόλοιπο, στον επόμενο μήνα.

          Ειδικότερα, για όλο αυτό το διάστημα (......) στην μεν στήλη «ΕΣΟΔΑ» καταχωρώ τα ποσά από την τράπεζα και δη από τον λογαριασμό του συμπαραστατούμενου αδελφού μου, δηλ. χρήματα από την περιουσία του που απαιτούνται για την κάλυψη των δαπανών του (βλ. κατωτέρω), στην δε στήλη «ΕΞΟΔΑ» κάθε ποσό που δαπανάται για τις υποχρεώσεις, ανάγκες του και υποθέσεις του, όπως ενδεικτικά, δαπάνες για φάρμακα και παραφαρμακευτικά είδη, για εξετάσεις, αμοιβές ιατρών, αγορά ειδών διατροφής, αγορά ειδών οικιακής χρήσης, κοινόχρηστα και εν γένει δαπάνες και λογαριασμοί ΔΕΚΟ της οικίας όπου διαμένει, αμοιβή οικιακής βοηθού, αμοιβή δικηγόρου για διάφορες υποθέσεις του, αμοιβή μηχανικού κλπ.

          Άπασες οι ανωτέρω εγγραφές-καταχωρήσεις, συνοδεύονται από   τα σχετικά παραστατικά, τα οποία συγκεντρώνω ανελλιπώς και ομαδοποιώ και τα οποία ελέγχονται και καταχωρούνται με μορφή εσόδων-εξόδων στο σχετικό βιβλίο ανελλιπώς για κάθε μήνα για όλη τη διάρκεια της διαχείρισης και το οποίο θεωρείται, ελέγχεται και εγκρίνεται επίσης από τα μέλη του Εποπτικού Συμβούλιου.

           Για το λόγο αυτό διατηρώ σχεδόν καθημερινά ενημερωμένο το ανωτέρω βιβλίο και αρχειοθετώ κάθε σχετικό έγγραφο αποδείξεων είτε από τις αναλήψεις είτε από τις δαπάνες χωρίς ελλείψεις ή ασάφειες, προκειμένου να καθίσταται ευχερής ο άμεσος έλεγχος κάθε στιγμή. Επίσης συντάσσω προϋπολογισμό ετησίων δαπανών ο οποίος είναι αναλυτικός με πλήρη αναφορά και αιτιολογία των δαπανηθησόμενων ποσών.

          Για όλες τις ανωτέρω ενέργειές μου (καταγραφές, καταχωρήσεις κλπ), όπως είναι φυσικό, χρησιμοποιώ κάθε γνώση λογιστικής που διαθέτω έτσι ώστε να προκύπτει αναμφισβήτητα η σαφής και καθαρή εικόνα της διαχείρισής μου.

          Φυσικά, υπόκειμαι ανελλιπώς για όλο το χρονικό διάστημα από τον διορισμό μου μέχρι και σήμερα σε ελέγχους των ενεργειών μου ως δικαστικός συμπαραστάτης και εν γένει της διαχείρισης, για τους οποίους συντάσσεται και υπογράφεται κάθε φορά απ` όλα τα μέλη του Συμβουλίου έγγραφο πρακτικό-Πράξη στο οποίο όχι απλά δηλώνεται απ` όλα τα μέλη ότι δεν προέκυψε ποτέ οποιασδήποτε μορφής έλλειμμα ή άλλο έστω και μικρό πρόβλημα, αλλ` αντίθετα εκφράζονται οι ευχαριστίες τους για την ιδιαίτερη επιμέλεια που επιδεικνύω στην άσκηση των καθηκόντων μου και για τη συνετή διαχείριση των υποθέσεων προς όφελος και το συμφέρον του αδελφού μας, όπως κατωτέρω θα αναφερθεί ειδικότερα, τον οποίο υπεραγαπώ και μας συνδέουν ιδιαίτεροι δεσμοί αγάπης, συμπόνιας και στοργής. Άλλωστε όπως ειπώθηκε και πρίν τον διορισμό μου, εγώ πάλι φρόντιζα γι` αυτόν και τις υποθέσεις του ιδίως μετά το .... οπότε και πέθανε η σύζυγός του ………… και εγώ ήμουν που ξεκίνησα από τον Οκτώβριο του .....τις διαδικασίες να τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση, όταν πλέον η υγεία του είχε κλονιστεί σε τέτοιο σημείο που ήταν αδύνατη οποιαδήποτε αυτογνώμων ενέργεια από μέρους του.

          Τα έσοδα του ....προέρχονται από ......

          Η αποτίμηση της χρηματικής του κατάστασης έχει ως εξής:....

        Με την σχετική από ……… πράξη του ΕΣ εξουσιοδοτήθηκα ομόφωνα όχι μόνο για την ανάληψη χρημάτων από λογαριασμούς του αδελφού μου, αλλά και για όλες τις τραπεζικές εργασίες (καταθέσεις, μεταφορές, προθεσμιακές καταθέσεις κλπ) αλλά και για τις συναλλαγές του με το Δημόσιο, ΟΤΑ κλπ, ενώ με την από …… όμοια, ανανεώθηκε εκ νέου η ανωτέρω εντολή και η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό μου για την συνέχιση των αυτών εργασιών και καθηκόντων μου,

          Με άλλη από ……- σχετική πράξη του ΕΣ και προκειμένου να ξεπεραστεί το πρόβλημα περιορισμού των αναλήψεων λόγω capitals controls για να καλυφθούν οι ανάγκες του αδελφού μου άνω των …..€/μήνα, εξουσιοδοτήθηκα να μεταφέρω χρήματα από λογαριασμό του, σε άλλον κοινό λογαριασμό, ενώ με την από ….. νέα πράξη του ΕΣ εξουσιοδοτήθηκα να μεταφέρω σταδιακά σε λογαριασμό του (από προθεσμιακή κατάθεση που τηρεί ο αδελφός μου), το ποσό των ……€ για να σχηματιστεί ένα αποθεματικό για την κάλυψη αποκλειστικά των ιατρικών αναγκών του, ενώ με την από .... νεώτερη πράξη έλαβα την εντολή να επαναφέρω τα χρήματα στον ατομικό του λογαριασμό, πράγμα που έγινε την ....

          Η ακίνητη περιουσία του είναι η εξής:.....

          Από την αρχή που ανέλαβα τα καθήκοντά μου συμφωνήθηκε ομόφωνα από τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου, να λαμβάνω ως  αποζημίωση-αμοιβή το ποσό των …€/μήνα στο οποίο περιλαμβάνονται και όλα τα έξοδα μετακινήσεων μου στα πλαίσια των αναγκαίων μεταβάσεων για την εκπλήρωση αυτών, καθόσον όπως ειπώθηκε διαμένω στην …………, δηλ. σε ημιορεινό χωριό περί τα 20 χλ. Νδ της ……….., η οποία απέχει από τα ………., άλλα 25 χιλιόμετρα περίπου.

          Αυτό συμφωνήθηκε γιατί άπαντες ομόφωνα αναγνώρισαν και αποδέχθηκαν ότι αυτή η αμοιβή είναι εύλογη και δίκαιη και ανάλογη με τους κόπους που καταβάλλω καθημερινά για την εκπλήρωση των καθηκόντων μου, ανάλογη με την συνέπεια, ποιότητα και αρτιότητα των παρεχομένων καθηκόντων μου, με το πολυσχιδές και υπεύθυνο των ενεργειών και καθηκόντων μου, το μέγεθος της περιουσίας του αδελφού μας και φυσικά ανάλογο της σοβαρής κατάστασης υγείας του και της αναπηρίας του, η οποία χρήζει εκτεταμένης και συνεχούς πολυδιάστατης φροντίδας. Δηλ. αποδέχθηκαν ότι αυτή δικαιολογείται απ` όλες τις ανωτέρω περιστάσεις αφορώσες το πρόσωπο, τις ειδικές ανάγκες του και την ευρύτητα των υποθέσεων που έπρεπε να ικανοποιηθούν.

          Για το λόγο αυτό όλοι οι ετήσιοι προϋπολογισμοί δαπανών που συνέτασσα και υπέβαλλα εγγράφως πάντα (Μάιο κάθε έτους) προς έγκριση στο Συμβούλιο, περιείχαν και το ανωτέρω κονδύλιο αμοιβής μου κατά τα συμφωνηθέντα ήτοι …€/μήναΧ12=…..€/έτος και εγκρίνονταν ομόφωνα απ` αυτό άνευ ουδεμίας επιφύλαξης, με την ιδιόχειρη και ιδιόγραφη υπογραφή των μελών κάθε φορά.

          Αλλά και στο ανωτέρω βιβλίο όπου και καταχωρώ τα μηνιαία έσοδα και έξοδα, στα τελευταία αναγράφονταν και το κονδύλιο αυτό ως δαπάνη δηλ. «αποζημίωση, έξοδα κίνησης συμπαραστάτη», επ` αυτού δε  του βιβλίου και μετά από γενόμενο έλεγχο, τα μέλη του Ε. Σ την … ενέκριναν και πάλι με την ιδιόχειρη υπογραφή τους «όλες τις δαπάνες που έγιναν από ......

          Επιπλέον, για όλο το διάστημα από την ανάληψη των καθηκόντων μου μέχρι και σήμερα ελέγχομαι τακτικά από τα μέλη του ΕΣ και συντάσσεται προς τούτο και η σχετική Πράξη που υπογράφεται απ` αυτούς. Έτσι συντάχθηκαν οι από …. Πράξεις στις οποίες ρητά αναγράφεται ότι άσκησα τα καθήκοντά μου «απολύτως ορθά και σύμφωνα με όλους τους κανόνες χρηστής διοίκησης, ότι ουδέν έλλειμμα υπάρχει/προκύπτει μέχρι σήμερα από τον ως άνω υποβληθέντα αναλυτικό έγγραφο λογαριασμό και των επισυναπτόμενων εγγράφων/παραστατικών που αφορούν στα έσοδα και στις δαπάνες από οποιαδήποτε αιτία» και έτσι το ΕΣ «εκφράζει τις ευχαριστίες του προς τον ………. για την ιδιαίτερη επιμέλεια και συνετή διαχείριση που ο τελευταίος επέδειξε κατά την άσκηση των καθηκόντων του…»

           Ωστόσο από τα τέλη του ...., ο αδελφός μου και πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου, ……. άρχισε, όχι τυχαία, να προκαλεί προβλήματα στα καθήκοντα μου με προφανή αλλά και δηλωμένο σκοπό να με απομακρύνει από την ανωτέρω νόμιμη θέση μου και συγκεκριμένα,   άρχισε, με αφορμή άλλες κτηματικές διαφορές της πατρικής περιουσίας, να επιδιώκει προσωπικά και όχι με αποφάσεις και των λοιπών μελών του ΕΣ, τον έλεγχό μου, να με διαβάλλει στα λοιπά μέλη αφήνοντας υπόνοιες περί μη νόμιμης εκπλήρωσης των καθηκόντων μου και ζητώντας εξουσιοδοτήσεις για να προβεί τάχα σε προσωπικό έλεγχο, τις οποίες η αδελφή μου αρνήθηκε. Στις σχετικές δε διαμαρτυρίες μου απάντησε ότι «θα με ταράξει στους ελέγχους», με μόνο σκοπό να με εξαναγκάσει στην παραίτησή μου και να αναλάβει ο ίδιος την διαχείριση (όχι απαραίτητα και την συμπαράσταση) της περιουσίας του αδελφού μου. Πράγματι από τις αρχές της ανάληψης των καθηκόντων μου ζητούσε ξεκάθαρα, επανειλημμένα και πιεστικά να πάρουμε τα χρήματα από τους λογαριασμούς του αδελφού μας.  Έτσι ενώ μέχρι και τον Μάιο του .... συνέχιζα να ασκώ κανονικότατα τα καθήκοντα μου όπως και πριν επ` ωφελεία του αναπήρου αδελφού μου, ο ανωτέρω αδελφός μου …………, αρνήθηκε αδικαιολόγητα και άνευ εξηγήσεων, έστω και προσχηματικών, να εγκρίνει τον νέο προϋπολογισμό δαπανών για την περίοδο από ...τον οποίο απέστειλα προς έγκριση εγκαίρως την ...

          Συγκεκριμένα, όπως και κάθε χρόνο την ίδια εποχή, συνέταξα και ζήτησα από το ΕΣ την έγκριση του άνω προϋπολογισμού (με αποστολή του στον ίδιο ως προέδρου αυτού), στον οποίο, όπως και κάθε χρονιά μέχρι σήμερα, περιλαμβάνονταν και το ποσό των ...€ ως  δαπάνη για την αμοιβή-αποζημίωση του συμπαραστάτη.

          Την ...,  σε συνάντησή μας πρωινή ώρα στην οικία του συμπαραστατούμενου αδελφού μας στα …………, μου ενεχείρισε την από …… πράξη του ΕΣ υπογεγραμμένη από τον ίδιο και το έτερο μέλος-κόρη του ……….., αλλά όχι και από το τρίτο μέλος την αδελφή μας …………, σύμφωνα με την οποία, επειδή η ανωτέρω απόφαση διορισμού μου ….. δεν είχε ορίσει αμοιβή «ο προϋπολογισμός ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ και αποφασίζεται να συνταχθεί εκ νέου έχοντας στον .....ως δαπάνη εξόδων κίνησης μόνο τα καύσιμα του αυτοκινήτου και συγκεκριμένα είκοσι ευρώ (20€) για κάθε φορά που μετακινείται…συνολικά έξοδα για ένα έτος δηλαδή από .....». Ωστόσο στις αιτιάσεις μου ότι το ανωτέρω ποσό αμοιβής-αποζημίωσης, όχι μόνο έχει συμφωνηθεί από την αρχή, όχι μόνο καταβάλλεται ανελλιπώς, αλλά και ότι είναι απολύτως ανάλογο των κόπων, της φροντίδας, των πολυσχιδών ενεργειών μου και των ειδικών αναγκών αναπηρίας και πολλών υποθέσεων του συμπαραστατούμενου, ουδέν απάντησε.

          Δήλωσα δε μετά ταύτα την άμεση και σαφή διαφωνία μου και επιφυλάχθηκα να προσφύγω δικαστικά, καθόσον η ανωτέρω απόφαση είναι προσχηματική, αυθαίρετη, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την μέχρι σήμερα ανωτέρω έγγραφη και ομόφωνη συμφωνία του ΕΣ για καταβολή αμοιβής …..€ /μήνα που είναι απολύτως δικαιολογημένη με βάση τις ειδικές ανάγκες αναπηρίας, συνθήκες και περιστάσεις που αναπτύχθηκαν και οπωσδήποτε δεν υπεγράφη και από το έτερος μέλος του Συμβουλίου, αδελφή μας ………… που εξέφρασε τις ρητές αντιρρήσεις της.

          Παράλληλα μου ζήτησε και έλαβε όλα τα βιβλία και έγγραφα για έλεγχο, για τον οποίο, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν γνωρίζω εάν διενεργήθηκε από κάποιον, ούτε ποιο είναι το αποτέλεσμά του, καθόσον ουδέν έγγραφο ενημέρωσης ετέθη στην διάθεσή μου περί αυτού.

          Επειδή είναι φανερό ότι εν` όψει της κατάστασης υγείας του αδελφού μου η οποία βαίνει επιδεινούμενη προκαλώντας έτσι την ανάγκη επίτασης των φροντίδων μου και για το μέλλον σε συνδυασμό με το σύνολο των ανωτέρω πολυσχιδών και αδίρητων ειδικών αναγκών και υποθέσεών του ως εκ της αναπηρίας του, που πρέπει να τακτοποιούνται καθημερινά και ανελλιπώς, μετά βεβαιότητας και για το μέλλον θα παρίσταται ανάγκη αντικειμενικά και θα παρέχω αφειδώς τις ανωτέρω υπηρεσίες μου, φροντίδα, κόπους, χρόνο και σωματικές δυνάμεις, γνώσεις και ικανότητά μου για την ευόδωση των σκοπών της συμπαράστασης και την εκπλήρωση των καθηκόντων μου επ` ωφελεία του, όπως άλλωστε έπραξα και πράττω μέχρι και σήμερα απολύτως ορθά, χωρίς πλημμέλειες και με ψηλό αίσθημα ευθύνης.

          Επειδή συνεπώς με βάση τις ανωτέρω πραγματικές περιστάσεις και συνθήκες που αναπτύχθηκαν και ομολογούνται γιατί προκύπτουν από έγγραφα και οι οποίες αφορούν α) τις εφ` ορου ζωής πλέον ειδικές και απαιτητικές συνθήκες ζωής και υγείας του πρόσωπου του αδελφού μου ως εκ των πολλαπλών αναπηριών του και δια τούτο την ανάγκη ούλωσης και ικανοποίησής τους και για το μέλλον, η οποία συνεπάγεται ως εικός, την καταβολή κόπου, χρόνου και σωματικών δυνάμεων για τον συμπαραστάτη και για το μέλλον, β) το μέγεθος της περιουσίας του και τις εξ` αυτής υποχρεώσεις ορθής διαχείρισης, γ)  το πρόσωπό μου, τις συνθήκες ζωής μου, τις μέχρι τώρα άμεμπτες ενέργειές μου ως δικαστικού συμπαραστάτη, τις επιμελέστατες πράξεις φροντίδας, επιμέλειας και διεκπεραίωσης κάθε υπόθεσης και ανάγκης του αδελφού μου και μάλιστα με καταβολή κόπου, ενεργειών, δυνάμεων και χρόνου που ξεπερνούν το αντικειμενικό μέτρο επιμέλειας και ενεργειών ενός μέσου συνετού συμπαραστάτη υπο τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις γιατί πρόκειται όχι μόνο για πολυσχιδείς, απαιτητικές και σοβαρότατες ενέργειες με διακύβευμα την ζωή και την περιουσία του αδελφού μου, αλλά και γιατί εκτελούνται απολύτως ορθά, με συνέπεια και πλήρη διαφάνεια, γεγονότα που φανερώνουν και τις γνώσεις μου και ικανότητά μου να ανταποκριθώ στα καθήκοντά μου και δ) την  έγγραφη συμφωνία περί καταβολής αμοιβής ποσού ….€/μήνα στον συμπαραστάτη, ήδη από την αρχή της ανάληψης των καθηκόντων μου, ακριβώς επειδή γίνονται αποδεκτοί από το ΕΣ ομόφωνα οι ανωτέρω λόγοι δικαιολόγησης της και η συνεπεία τούτων τηρηθείσα μέχρι σήμερα πρακτική καταβολής τους άνευ εξαιρέσεων ή άλλων επιφυλάξεων, αλλ` αντίθετα με ευχαριστίες από μέρους τους για την  άψογη και αποδοτική εκτέλεση των καθηκόντων μου σε μία τόσο δύσκολη και ειδική περίπτωση ε) το γεγονός ότι τα έσοδα και περιουσία του επαρκούν για την καταβολή του άνω ποσού αμοιβής όπως άλλωστε είναι εμφανές μέχρι σήμερα, καθόσον καταβάλλονται με ομόφωνη απόφαση μετά από προϋπολογισμό και αφού έχουν ληφθεί υπόψη τα έσοδα του χωρίς φυσικά να στερείται αυτός τίποτα, όπως ήδη πολλαπλώς έχει βεβαιωθεί αυτό τόσο από τα μέλη του ΕΣ όσο και από τρίτους (βλ.  ανωτέρω από … γνωμάτευση στ) το ότι τα έσοδα μου προέρχονται μόνο από την σύνταξή μου η οποία είναι …€, ενώ διαθέτω το 50% εξ` αδιαιρέτου με την σύζυγό μου ισόγειου διαμερίσματος στην …….. 80τμ που χρησιμοποιεί ο υιός μας ως αρχιτεκτονικό γραφείο και το 100% ισογείου οικίας με υπόγειο 140τμ  στο χωρίο ……….. όπου μένω μόνιμα νόμιμη συντρέχει περίπτωση το Δικαστήριό σας κατ` εφαρμογή ων άρθρων 1631 και 1682 ΑΚ να μου ορίσει για το μέλλον ως αμοιβή συμπαραστάτη το ποσό των ….€/μήνα

          Επειδή, και ανεξάρτητα από την δεσμευτικότητα για το δικαστήριό σας,  έχω ζητήσει την γνώμη του Εποπτικού Συμβουλίου για το ανωτέρω ζήτημα της αμοιβής μου, καθόσον αιτήθηκα από τα μέλη του ΕΣ ( με αίτησή μου που επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή) την σχετική γνωμοδότηση. Ωστόσο όπως ειπώθηκε ήδη με την ανωτέρω απόφαση από ……., υπογραφείσα μόνο από τα δύο μέλη, κατά τρόπο οριστικό αρνούνται ήδη αυτή, την απορρίπτουν και δεν την αποδέχονται, παρά το ότι από την αρχή της ανάληψης των καθηκόντων μου μέχρι και την ....., αποδέχονταν ομόφωνα αυτή η οποία και καταβάλλονταν σε εμένα, οπότε και είναι ήδη δεδηλωμένη η οριστική άρνησή τους και συνεπώς έχω άμεσο, υπαρκτό και ενεργό έννομο συμφέρον να καθοριστεί αυτή από το Δικαστήριό σας κατά τις ανωτέρω διατάξεις, τόσο μάλλον καθόσον με την ανωτέρω απόφαση διορισμού μου ……./2017 ΜΠρ…., δεν είχε οριστεί αμοιβή για τον συμπαραστάτη, κάτι που όπως αναφέρθηκε χρησιμοποιείται και ως η αιτιολογία στην ανωτέρω απόφαση του ΕΣ για την άρνηση καταβολής της πλέον για το μέλλον.

          Επειδή εξακολουθώ να παρέχω αφειδώς, παρά τα ανωτέρω, τις υπηρεσίες και φροντίδα μου στον συμπαραστατούμενο και να εκτελώ τα νόμιμα καθήκοντά μου ως δικαστικός συμπαραστάτης μέχρι και σήμερα αδιάλειπτα και επ` ωφελεία του ιδίου και της περιουσίας του, χωρίς να έχω παραιτηθεί ή κατ` άλλο τρόπο ανακληθεί ο διορισμός μου.

          Επειδή συνεπώς η αίτησή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής, το δε δικαστήριό σας αρμόδιο καθ` ύλην και τόπο (740.1 ΚΠολΔ)

          ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου

          ΑΙΤΟΥΜΑΙ: Να γίνει δεκτή η παρούσα. Να οριστεί η αμοιβή μου ως δικαστικού συμπαραστάτη κατά τα ανωτέρω στο ποσό των ….€/μήνα για το μέλλον, αρχής γενομένης από την …., άλλως από την κατάθεση της παρούσης καταβλητέα από την περιουσία του συμπαραστατούμενου, να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη εις βάρους του υπαιτίου για την διεξαγωγή της παρούσης ανωτέρω προέδρου του ΕΣ, άλλως εις βάρος της περιουσίας του συμπαραστατούμενου. Να οριστεί από το δικαστήριό σας, εφόσον το κρίνει απαραίτητο η κλήση προς συζήτηση ή η γνωστοποίηση της παρούσης στους ανωτέρω ή και σε κάθε τρίτον.

Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Βρόντος Ανδρέας

Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013