Αναίρεση ποινικής απόφασης. Έλλειψη αιτιολογίας. ΚΠΔ 510.1Δ. Μη καταβολή δεδουλευμένων. Στοιχεία εγκλήματος αθρ.28 ν.3996/2011. Αιτιολογία ως προς τα αποδεικτικά μέσα. Αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης.

Αναφορικά με τον 2ο λόγο αναίρεσης (έλλειψη αιτιολογίας ΚΠΔ 510.1 Δ):

          Και αυτός, δέον και αιτούμαι να απορριφθεί ως απαράδεκτος και σε κάθε περίπτωση αβάσιμος. Πρόκειται ξεκάθαρα για παράπονο που στρέφεται κατά της εσφαλμένης αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων, υπο την επίφαση του λόγου αναίρεσης περί έλλειψης δήθεν αιτιολογίας. Αφορά δηλαδή την κρίση περί τα πράγματα. Συγκεκριμένα:

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σας, η δικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν περιέχονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδους τους και δεν είναι αναγκαίο να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ` αυτά. Δεν ιδρύουν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.( ΑΠ 761/2020, 2342/2003 ό.α ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1184/2002, ό.α ΝΟΜΟΣ κλπ). Η επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ` εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. (ΑΠ 148/2010 ΝΟΜΟΣ 2/2008,Τρ.Νομ.Πληρ. ΝΟΜΟΣ, ΠοινΛογ 2008,27), ΑΠ452/2006 ΠοινΛογ 2006,384). Συνεπώς αν το διατακτικό είναι αναλυτικό και πλήρες, καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση του αιτιολογικού και συνεπώς και η απλή επανάληψή του δεν βλάπτει. (ΑΠ 1128/2005, ΠΧρ ΝΣΤ`, 148, 1467/2004 ΠΧρ ΝΕ, 616, 1149/2003 Πχρ ΝΔ 251, 170)

Ειδικότερα και αναφορικά και με την αιτιολογία ως προς τα αποδεικτικά μέσα, γίνεται δεκτό πάγια (ενδ. ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 2/2023, ΝΟΜΟΣ, ίδετε παρακαλώ διαχρονικά την σχετική πάγια νομολογία σε Λ. Μαργαρίτη, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ερμηνεία κατ` άρθρο του ν.4620/2019, έκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2020, τ.ΙΙ, πλαγιαρ. 194 επ)  ότι, « Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπ` όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά κατ` επιλογή, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ, αφού η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα δεδομένα της αποδεικτικής διαδικασίας χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν κατ` αυτήν, γιατί δημιουργούνται λογικά κενά και μια τέτοια αιτιολογία δεν θεωρείται εμπεριστατωμένη (ΑΠ 900/2022, ΑΠ 63/2021, ΑΠ 326/2021, ΑΠ 504/2020). Εξάλλου πρέπει να σημειωθεί ότι όταν εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού τα τελευταία δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά (ΑΠ 950/2019, ΑΠ 1207/2017).» . Βλ επίσης ΑΠ 185/2022, ΝΟΜΟΣ «Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει, από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. (ΑΠ 82/2016). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 25/2020, ΑΠ 93/2020, ΑΠ 132/2020)

Αναφορικά δε με το ορισμένο του λόγου αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, γίνεται παγίως δεκτό ότι πρέπει α) εάν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία να προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης η εν λόγω ανυπαρξία, σε σχέση με συγκεκριμένο/α κεφάλαιο/α της απόφασης, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση και β) εάν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, σε σχέση με τα πληττόμενα κεφάλαια (ίδετε παρακαλώ Λ. Μαργαρίτης , ό.α πλαγιαρ. 141,  ΟλΑΠ 19/2001, ΟλΑΠ 2/2002, ΑΠ 761/2020, σύμφωνα με την οποία «Για το ορισμένο του προβλεπόμενου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ`ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως  για έλλειψη της, επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται σ`αυτόν, σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή και, εάν μεν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, πρέπει να προτείνεται η ανυπαρξία αυτής ως προς όλα ή ως προς συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, εάν δε υπάρχει αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη πρέπει να διευκρινίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψή της και να προσδιορίζονται οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 2/2002, 19/2001). Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.»

 Αναφορικά δε με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντος (άρθρο 28, παρ. 1 εδ. α` Ν, 3996/2011), γίνεται παγίως δεκτό ότι (ίδετε ενδ. ΑΠ 413/2023, ΑΠ 498/2023 ΝΟΜΟΣ) : «Σύμφωνα με το άρθρο 28 Ν. 3996/2011 κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές µε τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 3 του Ν. 3004/2010, την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης τιμωρείται µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή µε χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και µε τις δύο αυτές ποινές. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου, παράγραφος 1 του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται µε τις αναφερόμενες σ` αυτό ποινές κάθε εργοδότης η διευθυντής ή επιτετραμμένος ή µε οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή το έθιμο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτήν ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ` αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από τις διοικητικές πράξεις (ΑΠ 626/2022, AΠ6/2022, ΑΠ1157/2020, AΠ 135/2019, ΑΠ 727/2019). Περαιτέρω έλλειψη της επιβαλλόμενης, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα, συντρέχει, όταν δεν εκτίθενται σ` αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ειδικότερα, η καταδικαστική, για παράβαση της ως άνω διάταξης του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945, απόφαση στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας, όταν δεν εκτίθενται σ` αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τα κρίσιμα για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών και ο χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο αποδοχές στον εργαζόμενο και αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο

Εν προκειμένω, ο 2ος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος διότι:

Καταρχάς, δεν υπάρχει αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι η προσβαλλόμενη πάσχει από έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή διότι τάχα δεν έλαβε υπόψη της και δεν εξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν ενώπιον της, αλλά δήθεν μόνο κάποια απ` αυτά. Δεν υπάρχει δηλαδή καμία αιτίαση ότι δεν ελήφθη υπόψη και δεν εκτιμήθηκε το τάδε ή δείνα αποδεικτικό μέσο και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη τάχα πάσχει ειδικά ως προς συγκεκριμένη παραδοχής της. Το μόνο που αναφέρουν είναι ότι η προσβαλλόμενη πάσχει από έλλειψη ειδικής αιτιολογίας επειδή δεν «αναφέρεται…κατά ποιο ειδικότερο τρόπο προκύπτουν όλα τα αναφερόμενα ως μη καταβληθέντα ποσά …και πώς ειδικότερα προκύπτει η αναφερόμενη αναλογία Δώρου Χριστουγέννων…» (βλ. σελ. 19, υπο ε` για την ... και σελ. 20 υπο δ` για τον ...), κάτι που φυσικά δεν αποτελεί σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης αναφορικά με την έλλειψη τάχα ειδικής αιτιολογίας των αποδεικτικών μέσων, γιατί δεν εξομοιούται με το ότι δεν έλαβε υπόψη της όλα τα αποδεικτικά μέσα. Ουσιαστικά πρόκειται για αιτίαση περί εσφαλμένης αποδεικτικής κρίσης περί των πραγμάτων, της προσβαλλόμενης, που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Άλλωστε από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης (βλ. σελ. 110, στην αρχή του σκεπτικού), προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έλαβε υπόψη και εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά, αφού ρητά μνημονεύονται όλα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα που εξέτασε (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων υπεράσπισης και κατηγορίας, πρακτικά, έγγραφα, απολογία και επιπλέον παραδέχεται ότι προέβη και σε αξιολογικό συσχετισμό τους κατά την ΚΠΔ 177, αφού ενδιαφέρει πράγματι τούτο και όχι το αποτέλεσμα του αξιολογικού συσχετισμού, το οποίο δεν ελέγχεται αναιρετικά).

Αλλά και ως προς τις λοιπές επιμέρους αιτιάσεις του ιδίου λόγου, o κρινόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί η προσβαλλόμενη, διαλαμβάνει πλήρεις, ειδικές και εμπεριστατωμένες παραδοχές στις αιτιολογίες για όλα τα ανωτέρω στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν, όπως προβλέπονται από τον ερμηνευθέντα κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε.

Συγκεκριμένα, για τον χρόνο κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, παραδέχεται για την κατηγορουμένη ... (σελ. 110), ότι  «… ούσα ιδιοκτήτρια επιχείρησης με αντικείμενο το λιανικό ...με την επωνυμία ..., ενώ προσέλαβε και απασχόλησε σ` αυτή κατά το χρονικό διάστημα από 1/12/2019 έως 30/11/2020 την εγκαλούσα ως υπάλληλο φαρμακείου-πωλήτρια…» και για τον έτερο κατηγορούμενο ... (σελ. 111), ότι «…κατά το χρονικό διάστημα από 1/4/2015 έως 28/11/2019, όντας ιδιοκτήτης επιχείρησης με αντικείμενο το λιανικό ... με την επωνυμία …ενώ…προσέλαβε και απασχόλησε σ` αυτή κατά το ως άνω χρονικό διάστημα την ως άνω εγκαλούσα ως πωλήτρια-υπάλληλο γενικών καθηκόντων…». Σύστοιχα και αυτόθροα και η ειδικότερη αιτίαση της ανωτέρω 1ης κατηγορούμενης (βλ. υπο γ`), ότι τάχα η προσβαλλόμενη δεν αναφέρει «εάν η σύμβαση εργασίας της ήταν συνεχόμενη κατά το χρονικό διάστημα από την 1-5-2020 έως την 30-11-2020 (προκειμένου να δικαιούται αναλογία δώρου Χριστουγέννων», είναι απορριπτέα, γιατί το αμέσως ανωτέρω χρονικό διάστημα, περιλαμβάνεται στο διάστημα από 1/12/2019 έως 30/11/2020 για το οποίο, κατά τα ανωτέρω, η προσβαλλόμενη παραδέχθηκε ήδη την παροχή εργασίας μου.

Εν ταυτώ, και η αιτίαση των αναιρεσειόντων (βλ. παρακαλώ υπο α` για τον καθένα τους), ότι τάχα η αναιρεσιβαλλόμενη δεν διαλαμβάνει για το είδος της σύμβασης, εάν δηλαδή ήταν «εξαρτημένη ή σύμβαση έργου», είναι καταφανώς αβάσιμη. Διότι οι ανωτέρω παραδεχόμενες ιδιότητες της υπαλλήλου-πωλήτριας αρμόζουν αποκλειστικά και μόνο στην σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και όχι έργου (στην τελευταία θα μιλούσαμε για εργολάβο και εργολαβική αμοιβή και φυσικά όχι για δώρα, άδεια, αποζημίωση απόλυσης κλπ), κάτι που προκύπτει εναργώς από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Άλλωστε οι κατηγορούμενοι δεν ισχυρίστηκαν ποτέ -και δεν προκύπτει ούτε και από τον λόγο αναίρεσης, ούτε και από την επισκόπηση των ανωτέρω διαδικαστικών εγγράφων- ότι προέβαλαν οποτεδήποτε συγκεκριμένο και σαφή ισχυρισμό-άρνηση, ότι μεταξύ μας συνήφθη σύμβαση έργου τάχα και όχι  εξαρτημένης εργασίας, έτσι ώστε να γεννάται και αξίωση για την ειδική αιτιολογία απόρριψης ενός τέτοιου ισχυρισμού, ακόμα και εάν δεχθούμε ότι για τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό απαιτείται ειδική αιτιολογία απόρριψης. (που φυσικά κατά πάγια νομολογία δεν γίνεται δεκτό. Ενδ. ΟλΑΠ 2/2005)

Αλλά και αναφορικά με την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη δεν αναφέρει «ποιες ήταν οι μηνιαίες νόμιμες αποδοχές της, εάν λ.χ πληρώνονταν με ημερομίσθιο ή μισθό ή με άλλο τρόπο π.χ με ποσοστά επι των πωλήσεων…» (βλ. υπο αρ. β` και για τους δύο κατηγορούμενους), ο λόγος είναι πρωτίστως αλυσιτελής και οπωσδήποτε αβάσιμος. Διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση όλων των ανωτέρω εγγράφων της δικογραφίας (κλητήριο θέσπισμα, προσβαλλόμενη κλπ), δεν υπήρξε ποτέ κατηγορία, και πολύ περισσότερο καταδίκη τους με βάση το ανωτέρω άρθρο 28 ν. 3996/11, για μη καταβολή δεδουλευμένων ή διαφορών δεδουλευμένων μισθών οποιασδήποτε περιόδου. Γι` αυτό και δεν προβάλλουν καμία αιτίαση-λόγο αναίρεσης αναφορικά με το ότι η προσβαλλόμενη δεν αναφέρει-προσδιορίζει τις καταβληθείσες αποδοχές  κάθε επιμέρους διαστήματος, ώστε έπειτα από υπολογισμό να προκύπτει το οφειλόμενο τάχα υπόλοιπο αυτών, αφού δεν απηγγέλθη κατηγορία για κάτι τέτοιο και δεν κατέστη ποτέ αντικείμενο δίκης.  

Περαιτέρω, αναφέρεται για τον καθένα από τους κατηγορούμενους, το ύψος των οφειλομένων ποσών ξεχωριστά κατά το είδος τους (πρόσθετη απασχόληση, δώρα, αδείας, αποζημίωσης κ.λπ.) και για κάθε επιμέρους χρονικό διάστημα που αυτά αφορούν. Δεν απαιτούνταν επιπλέον στοιχεία, όπως, κατά την αιτίασή τους, «κατά ποιο ειδικότερο τρόπο προκύπτουν όλα τα αναφερόμενα ως μη καταβληθέντα ποσά», γιατί αυτό αφορά τον έλεγχο της κρίσης περί τα πράγματα όπως προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και όχι την έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης. Και ακριβώς για το λόγο αυτό, η ΑΠ 1103/2017, ΝΟΜΟΣ, αξιώνει για την νόμιμη αιτιολογία αναφορικά με τα ανωτέρω κονδύλια, μόνο την αναγραφή του ύψους των οφειλομένων ποσών ξεχωριστά κατά το είδος τους. Αναίρεσε δε η απόφαση αυτήν, ακριβώς επειδή προσδιορίζονταν το ύψος των οφειλομένων αποδοχών συλλήβδην και συνολικά και όχι ξεχωριστά κατά το είδος τους (π.χ. πρόσθετη απασχόληση, δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα, επίδομα αδείας κ.λπ.) και για κάθε επιμέρους διάστημα, πλημμέλεια που καταφανώς δεν υφίσταται εν προκειμένω. Άλλωστε, όπως προκύπτει εμφανώς από την αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα ανωτέρω ειδικότερα κονδύλια για τα οποία καταδικάστηκαν, δεν αποτελούν «υπόλοιπα» ποσών για τις ανωτέρω αιτίες, έτσι ώστε να απαιτείται τάχα να προσδιορίζονται οι καταβληθείσες επιμέρους αποδοχές για κάθε επιμέρους διάστημα, ώστε να απαιτείται οποιοσδήποτε μαθηματικός υπολογισμός για την εξεύρεση του οφειλόμενου τάχα υπόλοιπου. Αυτό είναι φανερό, γιατί ούτε στο αιτιολογικό, ούτε στο διατακτικό, αναφέρονται περιστατικά μερικής καταβολής, ή έναντι ή υπολοίπου για οποιαδήποτε αιτία κλπ. και επιπλέον, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ουδέποτε υπήρξε ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί μερικής καταβολής για οποιαδήποτε αιτία και διάστημα.

Επειδή εν τέλει η προσβαλλόμενη προσδιορίζει σαφώς και την ιδιότητα των κατηγορουμένων (ιδιοκτήτες επιχείρησης) και το υποκειμενικό στοιχείο («με πρόθεση») τέλεσης του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν. (αν και για τα ανωτέρω στοιχεία του εγκλήματος, δεν υπάρχει καμία αιτίαση των κατηγορουμένων).

Για το ότι εν τέλει, για να επιληφθεί το Δικαστήριό σας αυτεπάγγελτα για την παραγραφή, απαιτείται πλέον κατά τα άρθρα ΚΠΔ 511 και 514, να κριθεί και ένας τουλάχιστον βάσιμος λόγος αναίρεσης και δεν αρκεί μόνο το παραδεκτό του λόγου (όπως ίσχυε από 1.7.2019 μέχρι 18-11-2019. Ν. 4620/1-7-2019), ίδετε παρακαλώ ενδ. ΑΠ 945/2020 ΝΟΜΟΣ σύμφωνα με την οποία η ΚΠΔ 511 είναι δικονομική διάταξη και δεν ισχύει η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού νόμου κατά την ΠΚ 2.1

 Συνεπώς η υπό κρίση αναίρεση πρέπει και αιτούμαι να απορριφθεί και αιτούμαι να καταδικασθούν οι κατηγορούμενοι στην δικαστική μου δαπάνη, αφού παρέστην δια πληρεξουσίου δικηγόρου στην δίκη. 

                   Ο πληρεξούσιος δικηγόρος

     ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

aristotelis

Χρη λέγειν τα καίρια

Εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάς` αρετή εστίν.
(Η δικαιοσύνη περικλείει όλες τις αρετές).

Θέογνις (6ος αι. π.Χ.)

 

 

aristotelis

Ένα αστείο είναι κάτι πολύ σοβαρό

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο Θεό και ένα δικηγόρο;

Ο Θεός δεν λέει ότι είναι δικηγόρος.

 


 

aristotelis

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου

Η παγκόσμια επιρροή της Ελληνικής γλώσσας


Επικοινωνία


Γραφείο Αθηνών: Ακαδημίας 33, Β' Όροφος
Τηλέφωνο: 6972422002

Γραφείο Καρδίτσας: Πλαστήρα 12
Τηλέφωνο: 24410 41255

Κινητό: 6972422002
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013