Αναίρεση ποινικής απόφασης. Σχετική ακυρότητα. ΚΠΔ 510.1Β. Ακυρότητα κλητηρίου. Ειδικός και ορισμένος λόγος έφεσης μετά την απόρριψη. Μη καταβολή δεδουλευμένων. Ν. 3996/2011.

Ο 1ος λόγος αναίρεσης (510.1.Β ΚΠΔ) δέον και αιτούμαι να απορριφθεί πρωτίστως ως απαράδεκτος, διότι η ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος (σχετική ακυρότητα), η οποία απορρίφθηκε πρωτόδικα ως αβάσιμη, δεν επαναφέρθηκε με ειδικό λόγο έφεσης στο Εφετείο. Συνεπώς καλύφθηκε και άρα δεν μπορεί να προταθεί ούτε ως λόγος αναίρεσης της απόφασης.

          Ειδικότερα, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, η ακυρότητα μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο αν αυτή προβληθεί με ειδικό λόγο έφεσης, ανεξάρτητα από το αν ο κατηγορούμενος ήταν παρών ή απών στον πρώτο βαθμό (βλ. έτσι και ΑΠ 779/2019, ΠοινΔικ (2020), 240, ΠραξΛογΠΔ (2019), 280, ΑΠ 697/2019, ΠοινΔικ (2020), 363, ΑΠ 528/2019, ΠοινΧρ (ΞΘ/2019), 685, ΑΠ 385/2019, ΠραξΛογΠΔ (2019), 23, ΑΠ 1802/2018 (: απαράδεκτη η προβολή του ισχυρισμού με ένσταση στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αν δεν προτάθηκε με ειδικό λόγο έφεσης), ΠοινΔικ (2020), 784 (περίλ.), ΑΠ 1561/2018, ΠοινΔικ (2020), 520 (περίλ.), ΑΠ 1406/2018, ΠραξΛογΠΔ (2019), 528, ΑΠ 1302/2018, ΠοινΔικ (2020), 263 (περίλ.), ΑΠ 1134/2018, ΠοινΔικ (2019), 1399 (περίλ.), ΑΠ 1127/2018, Αρμ (2018), 1541, ΑΠ 638/2018 (: απαράδεκτη η προβολή του ισχυρισμού αν δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης, ακόμα και αν προτείνεται στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου πριν την έναρξη της συζήτησης), ΠοινΔικ (2019), 881 (περίλ.), ΑΠ 136/2018 (: απαράδεκτη η προβολή του ισχυρισμού αν δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης, ακόμα και αν προτείνεται στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου πριν την έναρξη της συζήτησης), ΠοινΔικ (2019), 400 (περίλ.), NOMOS, ΑΠ 1272/2017, Αρμ (2017), 1967, ΑΠ 1227/2017, ΠοινΔικ (2019), 220, ΠραξΛογΠΔ (2018), 48, Αρμ (2017), 1568, ΑΠ 1165/2017, ΠοινΔικ (2018), 951 (περίλ.), ΑΠ 435/2017, ΠοινΧρ (ΞΗ/2018), 613, Αρμ (2017), 817, ΑΠ 97/2017, ΠοινΔικ (2018), 113 (περίλ.), Ισοκράτης, ΑΠ 1465/2016, ΠοινΧρ (ΞΖ/2017), 356, ΠοινΔικ (2017), 1002 (περίλ.), ΑΠ 1336/2016, ΠοινΧρ (ΞΗ/2018), 294, ΑΠ 711/2016, ΠοινΔικ (2017), 363 (περίλ.), ΑΠ 607/2016 (: απαράδεκτη η προβολή του ισχυρισμού αν δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης, ακόμα και αν προτείνεται στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου πριν την έναρξη της συζήτησης), ΠοινΔικ (2017), 224 (περίλ.), ΑΠ 66/2016, ΠοινΔικ (2016), 1100 (περίλ.), ΑΠ 1261/2015, ΠοινΔικ (2016), 978 (περίλ.), NOMOS, ΑΠ 137/2015, ΠοινΧρ (ΞΣΤ/2016), 276, ΑΠ 820/2014, ΠοινΔικ (2015), 652 (περίλ.), ΑΠ 245/2014, ΕλλΔνη (55/2014), 1575, ΑΠ 109/2014, ΠοινΔικ (2014), 1016 (περίλ.), NOMOS, ΑΠ 750/2013, ΠοινΧρ (ΞΔ/2014), 47, ΑΠ 670/2013, ό.π., ΑΠ 300/2013, ΠοινΔικ (2014), 85 (περίλ.), ΑΠ 261/2013, ΠοινΧρ ΞΓ/2013), 674, Αρμ (2013), 1515, ΑΠ 975/2012, ΠοινΔικ (2013), 659 (περίλ.), ΑΠ 537/2012, ΠοινΧρ (ΞΓ/2013), 118, ΠοινΔικ (2013), 88 (περίλ.), ΑΠ 279/2012, ΠοινΧρ ΞΒ/2012), 670, ΠοινΔικ (2013), 141, ΑΠ 23/2012, ΠοινΔικ (2012), 938 (περίλ.).

          Γίνεται περαιτέρω δεκτό ότι η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται και όταν προταθεί με αόριστο λόγο έφεσης, ακόμα και αν προβληθεί στη συνέχεια στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 1165/2017, ΠοινΔικ (2018), 951 (περίλ.), ΑΠ 1132/2016, ΠοινΔικ (2017), 693 (περίλ.), NOMOS.

          Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι οι πιο πάνω θέσεις ισχύουν και υπό τον νέο ΚΠΔ χωρίς να επηρεάζονται από την πρόβλεψη στο άρθρο 502 παρ. 2 ΚΠΔ του καθολικού μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης για τους εξής λόγους: πρώτον, το καθολικό αποτέλεσμα της έφεσης γινόταν νομολογιακά δεκτό και υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ/1950 και συνεπώς δεν επήλθε νομοθετική αλλαγή, αλλά επιβεβαίωση της κρατούσας νομολογίας και δεύτερον, η κάλυψη της σχετικής ακυρότητας από τη μη ρητή προβολή σχετικού παραπόνου στην έκθεση ή στο δικόγραφο της έφεσης δεν σχετίζεται με το αντικείμενο της δίκης σε δεύτερο βαθμό, αλλά με τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος μη προβάλλοντας ρητά το σχετικό παράπονό του οδηγεί σε κάλυψη της ακυρότητας, αφού από το άρθρο 175 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι για να ληφθεί υπόψη και να κηρυχθεί η σχετική ακυρότητα πρέπει να έχει προηγηθεί συγκεκριμένη ρητή εναντίωση του κατηγορουμένου και συνεπώς η διάταξη αυτή ως ειδικότερη υπερισχύει εκείνης του άρθρου 502 παρ. 2 ΚΠΔ.

            Σε περίπτωση λοιπόν που ο κατηγορούμενος εμφανιστεί και δεν προτείνει έγκαιρα την ακυρότητα, δεν μπορεί πλέον να την επικαλεστεί σε κανένα στάδιο της διαδικασίας. Μετά την κατά τα προαναφερόμενα κάλυψη της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αυτή (ακυρότητα) δεν μπορεί πλέον να προταθεί ούτε ως λόγος έφεσης, αλλά ούτε και ως λόγος αναίρεσης της απόφασης. Αν δε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάσει στην ουσία και κάνει δεκτή την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, παρά το ότι η ακυρότητα είχε καλυφθεί κατά τα προαναφερόμενα, υπερβαίνει την εξουσία του και η απόφασή του καθίσταται αναιρετέα (βλ. και ΑΠ 691/2007 (: το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, που απορρίφθηκε πρωτόδικα και δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης), ΠοινΧρ (ΝΗ/2008), 221 (περίλ.), NOMOS, ΑΠ453/2006 (: το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, που απορρίφθηκε πρωτόδικα και δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης), ΠοινΛογ (2006), 387).

          Περαιτέρω, ναι μεν γίνεται δεκτό κατά τα ανωτέρω ότι, εφόσον η σχετική ένστασή του απορρίφθηκε, απαιτείται ειδικός λόγος έφεσης για να επαναφέρει την ακυρότητα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προαπαιτείται όμως στην περίπτωση αυτή, οι λόγοι ακυρότητας να είναι οι ίδιοι. Δηλαδή να επαναφερθούν οι αντιρρήσεις μόνο εφόσον βασίζονται στους ίδιους λόγους που προτάθηκαν και απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, αφού κατά τα λοιπά η ακυρότητα καλύφθηκε (βλ. έτσι και ΑΠ 1315/2018, ΠοινΔικ (2020), 265 (περίλ.), Ισοκράτης, ΑΠ 1070/2013, NOMOS).   

          Επιπλέον, δεν αρκεί το γενικό παράπονο της έφεσης περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων και κήρυξης της ενοχής ή το αορίστως αναφερόμενο ότι ο κατηγορούμενος «δεν κλητεύθηκε καθόλου με την επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος», αφού δεν περιέχεται στις δηλώσεις αυτές αντίρρηση στην πρόοδο της διαδικασίας, όπως απαιτεί το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠΔ [ΑΠ 702/1997 ΠοινΧρ ΜΗ',221]·

           Εν τέλει, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος δεν μπορεί να προταθεί το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου [ΑΠ 1055/1976 ΠοινΧρ ΚΖ',358], μπορεί, όμως, να προταθεί για πρώτη φορά στη νέα μετ' αναίρεση δίκη ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής [ΑΠ 1887/1989 ΠοινΧρ Μ',888].

          Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την (παραδεκτή για τον έλεγχο της νομιμότητας του λόγου) επισκόπηση της ανωτέρω αίτησης-δήλωσης ασκήσεως αναίρεσης, της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης και των με αρ. ... και με αρ. ... εκθέσεων έφεσης της ... και ... αντίστοιχα, ναι μεν προτάθηκε πρωτόδικα η σχετική ένσταση-ισχυρισμός περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία εν συνεχεία απορρίφθηκε ως αβάσιμη, πλην όμως δεν επαναφέρθηκε αυτή με εδικό λόγο έφεσης στο Εφετείο (Τριμελές Πλημ/κείο Καρδίτσας). Συνεπώς το τελευταίο δεν μπορούσε να επιληφθεί της όποιας τυχόν ακυρότητας, αφού θα υπέπιπτε στην πλημμέλεια της θετικής υπέρβασης εξουσίας.

          Συγκεκριμένα από την επισκόπηση των ανωτέρω εκθέσεων εφέσεων των κατηγορουμένων, προκύπτει ότι η ... στην με αρ. κατ. .... έκθεση ισχυρίστηκε ότι «επίσης το δικαστήριο εκτίμησε πλημμελώς τα πραγματικά περιστατικά και τους νομικούς κανόνες και απέρριψε την υποβλειθήσα ένσταση κατά του κλητηρίου θεσπίσματος και τηης εγκυρότητας της ασκηθείσας ποινικής δίωξης, όπως αυτή αναπτύχθηκε προφορικά και υπογράφηκε εγγράφως στα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, ενώ κατ` ορθή εκτίμηση αυτών και των προσκομισθέντων – αναγνωσθέντων εγγράφων θα έπρεπε να γίνει δεκτή η εν λόγω ένσταση, να ακυρωθεί το κλητήριο θέσπιμα για τους αναφερόμενους στην ένστασή μας λόγους και να κριθεί άκυρη και απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη…», ο δε .... στην με .... αντίστοιχη, ισχυρίστηκε ότι «εσφαλμένως και κατά πλημμελή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, των νομικών κανόνων και των πρασαχθέντων – αναγνωσθέντων εγγράφων απέρριψε την ένστασή του περί ακυρώσεως του κλητηρίου θεσπίσματος της Εισαγγελίας ... και περί ακύρωσης της εις βάρος του ασκηθείσης ποινικής διώξεως, ενώ κατ` ορθή εκτίμηση αυτών θα έπρεπε να αποδεχθεί την ως άνω ένσταση και να ακυρώσει το κλητήριο θέσπισμα και κρίνει άκυρη – απαράδεκτη την ασκηθείσα – δυνάμει του ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος – εις βάρος του ποινική δίωξη…».

          Τα ανωτέρω όμως σαφώς δεν αποτελούν ειδικό λόγο έφεσης,   διότι δεν προκύπτει με κανέναν τρόπο ποιο ήταν το ακριβές περιερχόμενο του σχετικού ισχυρισμού περί ακυρότητας που προβλήθηκε πρωτόδικα, αλλ` ούτε και το περιεχόμενο του ισχυρισμού ακυρότητας που επαναφέρεται με την έφεση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Δεν προκύπτει δηλαδή ποιες ακριβώς και ειδικά είναι οι αντιρρήσεις που επαναφέρονται, αλλ` ούτε και ότι αυτές βασίζονται στους ίδιους λόγους που προτάθηκαν και  απορρίφθηκαν πρωτόδικα, που φυσικά είναι κρίσιμο κατά τα ανωτέρω, γιατί εάν στο Εφετείο ο κατηγορούμενος προβάλλει λόγους ακυρότητας διαφορετικούς από αυτούς που είχε προβάλει πρωτόδικα,ο λόγος αυτός έχει καλυφθεί και πρέπει το Εφετείο να τον απορρίψει ως απαράδεκτο. Επιπλέον δεν προκύπτει από τις εκθέσεις τους, ποια συγκεκριμένα είναι τα πραγματικά περιστατικά και οι νομικοί κανόνες που το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εκτίμησε, ή εκτίμησε πλημμελώς, ή δεν έλαβε υπόψη, ή ερμήνευσε και εφάρμοσε λάθος κλπ και για ποια αντικειμενικά ή υποκειμενικά στοιχεία ή άλλα, του εγκλήματος που έπρεπε κατά την ΚΠΔ 321 να αναγράφονται στο κλητήριο σαφώς και ορισμένα και πώς μετά ταύτα όφειλε το πρωτόδικο να κάνει δεκτή την ένσταση και να ακυρώσει το κλητήριο θέσπισμα και με ποια ειδικότερη αιτίαση εν` όψει και των περισσοτέρων του ενός λόγων ακυρότητας που προέβαλαν. Πράγματι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της πρωτόδικης και προσβαλλόμενης, αλλά και της ίδιας της ένστασης ακυρότητας, η τελευταία, διαλαμβάνει για τον καθένα κατηγορούμενο, πλείονες και διακριτούς λόγους ακυρότητας (μη αναφορά των μηνιαίων νόμιμων αποδοχών, του χρόνου καταβολής αυτών, την πρόβλεψή τους σε ατομική σύμβαση ή αλλαχού, των επακριβών ωρών απασχόλησης την 6η ημέρα, του τρόπου που προκύπτουν όλα τα αναφερόμενα κλπ). Ωστόσο το τι ακριβώς από τις ανωτέρω αιτιάσεις και λόγους επαναφέρθηκε προς επανάκριση στο Εφετείο με τις ανωτέρω εκθέσεις τους, είναι παντελώς άδηλο, γιατί οι εκθέσεις τους δεν αναφέρουν και δεν διαλαμβάνουν τίποτα από τα ανωτέρω και συνεπώς και για το λόγο αυτό δεν πρόκειται για ειδικό λόγο έφεσης. Άλλωστε ούτε και οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται στην κρινομένη αίτηση-δήλωσης άσκησης αναίρεσής τους ότι τωόντι, επανέφεραν στο Εφετείο με ειδικό λόγο έφεσης την απορριφθείσα πρωτόδικα σχετική ένσταση και τους λόγους της. Στην σελίδα 15 αυτής (μέσον), αναφέρουν μόνο ότι «προβάλλαμε νόμιμα και εμπρόθεσμα την προπαρατεθείσα προσφυγή κατά του από ... κλητηρίου θεσπίσματος Τριμελές Πλημμελειοδικείο…την απέρριψε αφενός όλως παρανόμως και αφετέρου άνευ της απαιτούμενης…αιτιολογίας». Δηλαδή ούτε και οι ίδιοι ισχυρίζονται στην αναίρεσή τους ότι προέβαλαν ειδικό λόγο έφεσης με τις ανωτέρω εκθέσεις τους και φυσικά δεν ισχυρίζονται ούτε παραθέτουν το περιεχόμενο αυτού του ειδικού λόγου, αφού καταφανώς και ομολογημένα, κανείς τέτοιος δεν προβλήθηκε με τις ανωτέρω εκθέσεις τους. 

          Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναίρεσης είμαι μη νόμιμος και απαράδεκτος, άλλως αβάσιμος. Κατά το σκέλος δε αυτού που αιτιώνται (σελ. 16), ότι «πέραν δε αυτής της έλλειψης όμως, στο εν λόγω κατηγορητήριο καταγράφονται όλως αντιφατικώς ο χρόνος της φερόμενης τέλεσης της αξιόποινης πράξης από έκαστο εξ ημών», δηλαδή ότι το κατηγορητήριο είναι άκυρο, όχι μόνο για τους λόγους που είχαν προβάλει με την σχετική ένστασή τους (που απορρίφθηκε και δεν επαναφέρθηκε ποτέ με ειδικό λόγο έφεσης), αλλά και για τον αμέσως ανωτέρω, η αναίρεση είναι καταφανώς απαράδεκτη, καθόσον ο ανωτέρω λόγος ακυρότητας προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιόν Σας. Και πράγματι από την παραδεκτή επισκόπηση όλων των ανωτέρω διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι η ανωτέρω συγκεκριμένη αιτίαση δεν είχε προβληθεί ούτε και πρωτόδικα με την σχετική ένσταση ακυρότητας και φυσικά, δια τούτο, δεν επαναφέρθηκε ποτέ στο Εφετείο. Συνεπώς δεν μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά ενώπιόν σας και δέον και αιτούμαι να απορριφθεί.

          Σε κάθε περίπτωση όμως ο σχετικός λόγος είναι μη νόμιμος, άλλως αβάσιμος, διότι, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου μόνο του ν. 690/1945, το κλητήριο θέσπισμα αρκεί να αναγράφει το οφειλόμενο στον εργαζόμενο ποσό και δεν απαιτείται η αναφορά και των λοιπών στοιχείων που απαιτούνται για την αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, αφού τα στοιχεία αυτά ανάγονται στην αποδεικτική διαδικασία [βλ. έτσι ΑΠ 44/2012, NOMOS, ΑΠ 1202/2010, NOMOS,  ΑΠ 1187/2010, ΠοινΧρ (ΞΑ/2011), 354, ΑΠ 1200/1994 (: δεν χρειάζεται να αναφέρεται ο ελάχιστος νόμιμος μισθός και ποιο ποσό καταβλήθηκε σε καθένα από τους μισθωτούς - κρίσιμο μόνο το οφειλόμενο σε καθένα μισθωτό ποσό), ΠοινΧρ (ΜΔ/1994), 993, Υπέρ (1995), 55, Σεβαστίδης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ν. 4620/2019, έκδ. Σάκκουλα 2021, τόμος  IV, πλαγιαρ. 95 ].Το κλητήριο θέσπισμα για μη καταβολή επιδομάτων αδείας και δώρων δεν απαιτείται να αναγράφει το ημερομίσθιο ή τον μηνιαίο μισθό, βάσει των οποίων υπολογίζονται ούτε η ημέρα καταβολής τους, αφού όλα αυτά τα στοιχεία προβλέπονται στο νόμο και στις συλλογικές συμβάσεις [ΑΠ 1151/2002, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 408 (περίλ.), ΠοινΛογ (2002), 1680].

          Συνεπώς ο 1ος λόγος αναίρεσης είναι καθ` ολοκληρίαν απορριπτέος και δέον και αιτούμαι την απόρριψή του.

 

ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

aristotelis

Χρη λέγειν τα καίρια

Εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάς` αρετή εστίν.
(Η δικαιοσύνη περικλείει όλες τις αρετές).

Θέογνις (6ος αι. π.Χ.)

 

 

aristotelis

Ένα αστείο είναι κάτι πολύ σοβαρό

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο Θεό και ένα δικηγόρο;

Ο Θεός δεν λέει ότι είναι δικηγόρος.

 


 

aristotelis

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου

Η παγκόσμια επιρροή της Ελληνικής γλώσσας


Επικοινωνία


Γραφείο Αθηνών: Ακαδημίας 33, Β' Όροφος
Τηλέφωνο: 6972422002

Γραφείο Καρδίτσας: Πλαστήρα 12
Τηλέφωνο: 24410 41255

Κινητό: 6972422002
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013