Ευθύνη παραγωγού/διανομέα/πωλητή τυποποιημένου ελαττωματικού προϊόντος-αυτ/του. Δικαιοπρακτική και αδικοπρακτική ευθύνη. Ν.2251/1994 Υπαιτιότητα και γνήσια αντικειμενική ευθύνη.Διακρίσεις.Ορισμένο και νόμιμο της σχετικής αγωγής

          Αοριστία......

          Όλα τα ανωτέρω όμως σημαντικά, όφειλαν να τα ισχυριστούν γιατί αφορούν τις συνθήκες και περιστάσεις του ατυχήματος άμεσα συνδεόμενες, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, με την δυσλειτουργία / βλάβη / σφάλμα / ελάττωμα των αναφερόμενων συστημάτων στην συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και με την επίδρασή τους στην ισχυριζόμενη ζημία, δηλ. αφορούν την αντικειμενική βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος, κατά το χρόνο της κατά τον προορισμό αυτού χρήσης του, αλλά και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της χρήσης αυτής και της ζημίας (ΑΠ 1051/2004, ΝΟΜΟΣ).

          Σημειώνεται ότι είναι άλλο ζήτημα το πταίσμα/υπαιτιότητα  που με την γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δεν απαιτείται να επικαλεστεί και αποδείξει ο καταναλωτής/ενάγων και άλλο η αντικειμενική βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος, κατά το χρόνο της κατά τον προορισμό αυτού χρήσης του, και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της χρήσης αυτής και της ζημίας, που είναι στοιχεία που αφορούν την παρανομία στο σύστημα της αδικοπρακτικής ευθύνης και των οποίων πρέπει να γίνεται σαφής επίκληση. (βλ. και ΑΠ 1359/2018, ΝΟΜΟΣ: Ο ενάγων δηλαδή καταναλωτής έχει την υποχρέωση να επικαλεσθεί με την αγωγή αποζημιώσεως και να αποδείξει το ελάττωμα και την ταυτότητα του προϊόντος, δηλαδή τη σύνδεση του με τον εναγόμενο παραγωγό ή τα λοιπά εξομοιούμενα με αυτόν πρόσωπα (παρ. 2-4), τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η ζημία λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης».βλ. επίσης ΕΦΑθ 2093/2022 και ΕφΑΘ 3834/2020, ΝΟΜΟΣ, όπου και πλήθος νομολογίας για το ίδιο ζήτημα). Εδώ τέτοιοι ισχυρισμοί, δεν υπάρχουν.

          Άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 6.1 ν. 2251/1994 που ορίζει ότι «1. Ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του» και επικαλούνται οι ενάγοντες, περιλαμβάνει (και οπωσδήποτε προϋποθέτει) όλα τα στοιχεία του «πραγματικού» του κανόνα δικαίου, ήτοι τον παραγωγό, την ευθύνη του, την ζηµία, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζηµίας και του ελαττώµατος («…που οφείλεται…»), το ελάττωµα του προϊόντος, το προϊόν και την προέλευση του προϊόντος από τον παραγωγό («…προϊόντος του…»). (βλ. ΕφΑθ 6704/1996, ΝΟΜΟΣ). Και εφόσον αυτό είναι το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής, αυτά τούτα είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής που έπρεπε να επικαλούνται σαφώς και ορισμένως και συνεπώς η παράλειψη ή η ελλιπής αναφορά τους, οδηγεί σε απόρριψή της αγωγής ως μη νόμιμης ή αόριστης αντίστοιχα (ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440,ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161,ΠολΠρΘεσ 21205/1996 Αρμ 1997.239)

          Ενάγομαι (βάση της αγωγής), ως πωλήτρια και όχι ως παραγωγός ή εισαγωγέας-προμηθευτής, με τον ειδικότερο ισχυρισμό, ότι ευθύνομαι «ως πωλήτρια του αυτ/του αποκρύπτοντάς μου την ύπαρξη του ελαττώματος, άλλως αποτυγχάνοντας να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτού λόγω βαρύτατης αμέλειάς της.», μετά δε ταύτα επικαλείται τις διατάξεις του ν. 2251/1994, αλλά και τις κοινές των ΑΚ 914, 932, 281,288, 925 για την «υπαγωγή» του ανωτέρω αγωγικού πραγματικού (tatbestand), το οποίο, όπως ειπώθηκε είναι εντελώς ελλιπές για να έλξει σε εφαρμογή τις αιτούμενες έννομες συνέπειες.

          Γίνεται δεκτό (ενδ. ΑΠ 1420/2022, ΝΟΜΟΣ), ότι ο ανωτέρω νόμος για την προστασία των καταναλωτών, δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων, το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από την χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Ελαττωματικό είναι όχι το προϊόν που έχει ελαττώματα ή στερείται των συμφωνημένων ιδιοτήτων κατά την έννοια του άρθρου 534 ΑΚ, αλλά εκείνο που δεν παρέχει την ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, εν όψει όλων των ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες αυτό τίθεται σε κυκλοφορία και του χρόνου κατά τον οποίο κυκλοφόρησε. Πρόκειται δηλ. στην ουσία, για ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (άρθρο 14 παρ.5 ν.2251/1994) ή πρόκειται για θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση.  

          Αναφορικά λοιπόν με την νομιμότητα της ανωτέρω αγωγικής βάσης που ερείδεται στο ν. 2251/1994, γίνεται δεκτό (ΑΠ ό.α), ότι σύμφωνα με την παρ.4 άρθρου 6 ν.2251/1994, ευθύνεται όπως και ο παραγωγός, όποιος εισάγει το προϊόν για πώληση ή για απλή/χρηματοδοτική μίσθωση ή για διανοµή οιουδήποτε είδους στα πλαίσια της εµπορικής  επαγγελµατικής του δραστηριότητας. Επιπλέον, ο νόµος θεσπίζει και δεύτερο πλάσµα δικαίου στο β` εδ. της ιδίας παραγράφου, δηλ. ευθύνεται ως παραγωγός και κάθε προμηθευτής προϊόντος, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι δεν είναι γνωστή η ταυτότητα του παραγωγού και µόνο εάν εντός ευλόγου χρόνου δεν καταστήσει γνωστή στον καταναλωτή την ταυτότητα του  παραγωγού ή του προσώπου που του προμήθευσε το προϊόν.

           Εδώ είναι φανερό ότι ο νόμος εξισορροπεί τα αντίθετα συμφέροντα, δηλ. του καταναλωτή από τη μία που χρήζει προστασίας μόνο εάν ο παραγωγός είναι άγνωστος ή δεν του έχει γνωστοποιηθεί η ταυτότητά του, οπότε και το βάρος της «προστασίας» του φέρει πλέον ο προμηθευτής. Διότι στην αντίθετη περίπτωση, ο καταναλωτής γνωρίζοντας τον παραγωγό ή τον εισαγωγέα (αφού βλέπει το σήμα, την ετικέτα, τη φίρμα κλπ), μπορεί να στραφεί εναντίον τους και να έχει πράγματι επαρκή προστασία. Αλλά και   του προμηθευτή, καθόσον, αλλιώς, η ευθύνη του θα ήταν τόσο διευρυμένη που δεν θα ήταν ανεκτό, αφού ο νόμος κατανοεί ότι ο προμηθευτής ενός τυποποιημένου προϊόντος (δηλ. με την «ζελατίνα» από το εργοστάσιο), δεν έχει καµία γνώση, ούτε πρόθεση, άρα ούτε υπαιτιότητα με τη μορφή δόλου, σχετικά µε την ύπαρξη ελαττώµατος στο προϊόν, αλλ` ούτε και με τη μορφή αμέλειας. Διότι αυτή προϋποθέτει αντικειμενικά την παράβαση ενός καθήκοντος επιμέλειας, δηλ. απόκλιση του προμηθευτή από εκείνη τη συμπεριφορά που ένας μέσος συνετός πωλητής στον ίδιο επαγγελματικό κύκλο και τομέα συναλλαγών, ώφειλε να επιδείξει. Εδώ όμως είναι παράλογο και άτοπο να υποθέσει κανείς (και αυτό ακριβώς ρυθμίσει η παρ.4) ότι ο ανωτέρω μέσος κλπ πωλητής καινούργιου τυποποιημένου προϊόντος μαζικής παραγωγής («κούτα» κατά τον όρο των συναλλαγών), βαρύνεται συναλλακτικά με ένα καθήκον ελέγχου και διαπίστωσης των κρυφών ελαττωμάτων του, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για πακεταρισμένα πολλές φορές προϊόντα, που ήδη έχουν ελεγχθεί από το εργοστάσιο και μάλιστα με συγκεκριμένες προδιαγραφές και ειδικά τεχνικά μέσα, και επιπλέον, τόσο πολύπλοκα (τηλέφωνα, αυτοκίνητα, ηλ. συσκευές κλπ) που καταφανώς δεν έχει τις γνώσεις και τα μέσα να ελέγξει. Ό,τι αυτός δεν μπορεί να τηρήσει, δεν επιβάλλεται ως υποχρέωση από το δίκαιο (Γεωργ-Σταθ. υπο 330. 39). Γι` αυτό και εξαιρείται ο προμηθευτής, εάν ο παραγωγός ή ο εισαγωγέας είναι γνωστοί στον καταναλωτή. [βλ. επίσης υπόθεση Αventis Pasteur SA κατά OB (ΔΕΕ- Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, υπόθεση C-358/08, Συλ. 2009, σελίδα Ι-11305.), όπου το ανωτέρω Δικαστήριο (στα πλαίσια της Οδηγίας 15/374 για την εφαρμογή της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1985 σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 1999/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 1999 στις οποίες εναρμονίστηκε η Ελλάδα με το ν. 2251/1994 και ενσωμάτωσε στο άρθρο 6), έδωσε διευκρινίσεις σχετικά με την ευθύνη του προμηθευτή, δεχθέν ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι, οσάκις ο ζημιωθείς από το φερόμενο ως ελαττωματικό προϊόν ευλόγως δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα του παραγωγού του προϊόντος αυτού, πριν ασκήσει τα δικαιώματά του κατά του προμηθευτή του προϊόντος, ο εν λόγω προμηθευτής πρέπει να θεωρείται ως «παραγωγός», στο πλαίσιο ιδίως της εφαρμογής του άρθρου 11 της εν λόγω οδηγίας, εφόσον δεν έχει γνωστοποιήσει στον ζημιωθέντα, με δική του πρωτοβουλία και με επιμέλεια, την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν, πράγμα το οποίο το εθνικό δικαστήριο οφείλει, ενδεχομένως, να ελέγξει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.]

          Συνεπώς εν προκειμένω, με την ανωτέρω νομική βάση, η αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς εμένα, και δέον και αιτούμαι την απόρριψή της, γιατί ακόμα και ως τελική προμηθεύτρια προϊόντος εισαγωγής/πωλήτρια (που το αρνούμαι κατά τα κατωτέρω), ευθύνομαι μόνο υπό την προϋπόθεση ότι είναι άγνωστη η ταυτότητα του πραγματικού παραγωγού ή/και του εισαγωγέα και µόνο εάν εντός ευλόγου χρόνου δεν κατέστησα γνωστή στον καταναλωτή την ταυτότητα του  παραγωγού ή του προσώπου που του προμήθευσε το προϊόν. Σύμφωνα όμως με τα ιστορούμενα στην αγωγή, η ταυτότητα και των ανωτέρω δύο (του κατασκευαστή και του εισαγωγέα) ισχυρίζονται ότι ήταν και είναι γνωστή, αφού υπό την ιδιότητα του κατασκευαστή ενάγεται η 3η και υπο την ιδιότητα του εισαγωγέα ενάγεται η 2η εναγομένη, από την οποία εγώ (1η) προμηθεύομαι αυτοκίνητα. Άλλωστε ρητά ισχυρίζεται ότι απέβλεψε ακριβώς στην γνωστή ταυτότητα και φήμη της γερμανικής κατασκευάστριας εταιρείας.  (ΑΠ 1420/2022, ό,α). Επιπλέον, όπως ομολογείται στην αγωγή, παραδόθηκε στον αγοραστή το εγχειρίδιο χρήσης του οχήματος που αναφέρει τα στοιχεία του κατασκευαστή. Επιπλέον αυτά αναγράφονται στην πινακίδα πληροφοριών του επίδικου οχήματος, η οποία είναι τοποθετημένη σταθερά σε ευκρινές και ευπρόσιτο σημείο στο πλαίσιο της δεξιάς μπροστινής πόρτας αυτού και φέρει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο Παράρτημα ΙΧ της ανωτέρω Οδηγίας 2007/46/ΕΚ. Μεταξύ των πληροφοριών που φέρει είναι η επωνυμία του κατασκευαστή. Ακριβώς λοιπόν για τα ανωτέρω, δεν ισχυρίζονται ότι ήταν τάχα άγνωστη τη ταυτότητα του παραγωγού και ότι για το λόγο αυτό απευθύνθηκαν σε μένα τάχα και σε εύλογο χρόνο δεν τους ενημέρωσα γι` αυτή. Συνεπώς προβάλλω τον ανωτέρω ισχυρισμό-ένσταση με βάση την ανωτέρω διάταξη και ζητώ με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, να γίνει δεκτή και να απορριφθεί η αγωγή.  

          Δεν υπάρχει βάση της αγωγής από ενδοσυμβατική ευθύνη. Δεν ισχυρίζονται δηλ. ότι κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή υφίστατο συγκεκριμένο πραγματικό ελάττωμα οφειλόμενο σε πταίσμα του πωλητή, ή έλλειψη συγκεκριμένης συνομολογημένης ιδιότητας και ποιάς, και δεν ασκούνται δικαιώματα εκ των ΑΚ 540 ή/και ΑΚ 543, οπότε και θα επρόκειτο για ευθύνη λόγω μη εκπλήρωσης, σύμφωνα με τα οποία, μετά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή, ήτοι μετά την παράδοση σ` αυτόν του πράγματος και τη διαπίστωση της ελαττωματικότητάς του, εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 540 επ. ΑΚ, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 543 ΑΚ, αν κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ή σε περίπτωση παροχής   ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540 ΑΚ, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης (γενικές διατάξεις ΑΚ 380-383), ή σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά ν` απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκηση τους.  (η λεγόμενη «περαιτέρω ζημία» που είναι η ζημία που προκαλείται από την ελαττωματικότητα ή τις ελλείψεις του πωληθέντος πράγματος σε άλλα αγαθά του αγοραστή και η οποία για να αποκατασταθεί πρέπει να τελεί σε έμμεσο τουλάχιστον σύνδεσμο με την ελαττωματικότητα του πράγματος και να μην έχει καλυφθεί από την άσκηση κάποιας από τις αξιώσεις της διάταξης του άρθρου 540 του ΑΚ)

          Τέτοια πραγματικά περιστατικά ήτοι περί έλλειψης κάποιας συγκεκριμένης συνομολογημένης ιδιότητας του οχήματος, ή για συγκεκριμένο πραγματικό ελάττωμα κατά τον ανωτέρω χρόνο μετάβασης του κινδύνου, οφειλόμενο δήθεν σε πταίσμα μου (περιστατικά δηλ. δόλου ή αμέλειας των προστηθέντων υπαλλήλων μου), το οποίο μειώνει ουσιωδώς την αξία και την χρησιμότητά του, δεν υπάρχουν στην αγωγή και επιπλέον, δεν ζητείται με αυτή αποζημίωση για μη εκτέλεση τη σύμβασης, ούτε και ασκούνται τα άλλα ανωτέρω δικαιώματα (διαζευτικά ή σωρευτικά) σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.  

          Σε κάθε περίπτωση, και επικουρικά, εάν ήθελε κριθεί ότι προβάλλουν τα ανωτέρω κρίσιμα και αξιώνουν τα αγωγικά ποσά από ενδοσυμβατική ευθύνη, τότε προβάλλω την ένσταση παραγραφής της τυχόν αξιώσεώς τους κατ` ΑΚ 554 (ως ίσχυσε και ισχύει μετά το ν. 4967/2022), καθόσον από την ισχυριζόμενη σύμβαση πώλησης την 19-11-2012, παρήλθε διετία μέχρι την άσκηση της αγωγής (επίδοση αυτής 13-10-2022) και ζητώ να γίνει δεκτή και να απορριφθεί η αγωγή

          Εκτός όμως από την ανωτέρω ενδοσυμβατική ευθύνη του πωλητή, αν ο εναγόμενος - πωλητής αποκρύψει δολίως από τον ενάγοντα - αγοραστή ότι το πράγμα είχε κατά την παράδοση του πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, η συμπεριφορά αυτή  συνιστά αδικοπραξία και δη αστική απάτη (ΑΚ 147,149).

          Βέβαια, η υπαίτια ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη του, με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί, πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση σε βάρος του από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαίτια (ΟλΑΠ 967/73 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 1145/03 ΔΕΕ 2004.1179, ΑΠ 212/2000 ΕλλΔνη 41.758). Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει τη σχετική αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε παράλληλα (επιβοηθητικά) και στις δύο, οπότε η ικανοποίηση της μίας από αυτές έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση και των λοιπών, εκτός εάν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, όπως την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης κατ` 932ΑΚ, οπότε σώζονται μόνον ως προς αυτό (ΑΠ 555/1999, ΕφΑΘ 520/02, ΕλλΔνη 43.1496 ΕΠειρ 198/98, ΕλλΔνη 39.932- για την έννοια της συρροής αξιώσεων βλ. Μπαλή, Γεν. Αρχαί, §139). Η ευθύνη δηλ. εξ` αδικοπραξίας θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους (ΟλΑΠ 969/1973, ΑΠ 1381/13 κατωτέρω)

          Ειδικότερα, γίνεται δεκτό (βλ. ενδ. ΑΠ 1381/2013 όπου και άλλες παραπομπές), όταν υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη για πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητος του πωληθέντος πράγματος, για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης από αδικοπραξία του πωλητή θα πρέπει η ύπαρξη του ελαττώματος ή η έλλειψη της συνομολογηθείσης ιδιότητος κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μεταβαίνει στον αγοραστή να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή, με την οποία αυτός με πρόθεση επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή αναφορικά με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της συνομολογηθείσης ιδιότητος του πράγματος, ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγοραστή που τα αγνοεί επιβαλλόταν από την καλή πίστη ή την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή (βλ. και ΑΠ 1190/2007, ΑΠ 25/1998).

          Συνεπώς συντρέχει περίπτωση παράνομης πράξης και εντεύθεν αξίωση αποζημίωσης του αγοραστή με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, σύμφωνα με τις παραβιασθείσες τότε διατάξεις των άρθρων 386ΠΚ και 914ΑΚ, όταν ο πωλητής με πρόθεση, παράγει-δημιουργεί, διατηρεί ή ενισχύει την πλάνη του αγοραστή αναφορικά με την ύπαρξη συγκεκριμένων συμφωνημένων ιδιοτήτων του πράγματος και την ανυπαρξία ελαττωμάτων του, με την εν γνώσει του ψεύδους και της αναληθείας παράσταση (αυτών των) ψευδών γεγονότων ως αληθών και την ταυτόχρονη απόκρυψη των αληθών που καλώς γνωρίζει, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο ακριβώς στην είσπραξη υψηλοτέρου τιμήματος απο την πώληση, εν συγκρίσει με αυτό που θα αποκόμιζε με βάση την πραγματική του αξία, αν γνωστοποιούσε και δήλωνε την ανυπαρξία-έλλειψη των ιδιοτήτων, προσόντων και πλεονεκτημάτων του πράγματος (που παριστά εν γνώσει ως υπάρχοντα) και την ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων του (που παριστά εν γνώσει ως ελλείποντα), επι βλάβη φυσικά της περιουσίας του αγοραστή που έτσι το καταβάλει (το υψηλότερο τίμημα και όχι αυτό που αντιστοιχεί στην πραγματική του αξία χωρίς τις ιδιότητες και με τα ελαττώματα) «τοις κείνων ρήμασιν πειθόμενος».

          Τέτοια βάση αγωγής, επίσης δεν υπάρχει. Τα ιστορούμενα στην αγωγή δεν είναι ικανά, στην προκειμένη περίπτωση, να θεμελιώσουν αδικοπρακτική ευθύνη μου, συνιστάμενη σε απάτη, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής πρόσθετων πραγματικών στοιχείων, τα οποία, μαζί με συμβατική παράβαση, συνθέτουν το πραγματικό της αδικοπραξίας και συγκεκριμένα της απάτης και ειδικότερα δεν εκτίθεται υπαίτια συμπεριφορά μου, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μετέβη στον αγοραστή, με την οποία (συμπεριφορά) εγώ με πρόθεση επιδίωξα να παράγω, ενισχύσω ή διατηρήσω πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή, αναφορικά με την ύπαρξη συγκεκριμένου ελαττώματος του πράγματος, το οποίο μάλιστα καλώς γνώριζα δήθεν, ούτε με ποιο τρόπο, δια των προστηθέντων υπαλλήλων μου, εξαπάτησα τον αγοραστή, είτε κατά τον κρίσιμο χρόνο μετάβασης του κινδύνου, είτε και σε μεταγενέστερα της συντελεσθείσης πωλήσεως. Άλλωστε ισχυρίζονται στην αγωγή ότι «οι αρμόδιοι πωλητές, μας επέδειξαν όμοιο αυτοκίνητο στην έκθεση τους» και όχι το συγκεκριμένο, γεγονός που από μόνο του, καταλύει κάθε σκέψη για «απάτη» (βλ. ΑΠ 1420/2022).  

          Επίσης, δεν υπάρχει αγωγικός ισχυρισμός, ότι επειδή τάχα δεν τον πληροφόρησα ή τον πληροφόρησα ελλιπώς ή εσφαλμένα (οι νόμιμοι εκπρόσωποι ή οι προστηθέντες υπάλληλοί μου;), για τον σωστό χειρισμό ασφαλούς ακινητοποίησης/διακοπής πορείας ή και εκκίνησης του οχήματος σε επικλινείς επιφάνειες, δηλ. για την ορθή χρήση των συστημάτων, ως όφειλα, είτε στα πλαίσια της υποχρέωσης ενημέρωσης και πρόνοιας ως πωλητής (παρεπόμενες υποχρεώσεις της σύμβασης), είτε και χωρίς την συμβατική σχέση, με βάση την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικέ αντιλήψεις (ΑΚ 200,281,288), δεν προέβη τάχα στον ορθό και κατάλληλο χειρισμό προς ασφαλή ακινητοποίηση προ της εξόδου του από το όχημα, αλλά σε έναν άλλο λανθασμένο και εξ αυτού του λόγου προκλήθηκε τάχα αιτιακά η ζημία.

          Στην περίπτωση  ελαττωμάτων σχετικών με την παροχή οδηγιών χρήσης ή με την επισήμανση των κινδύνων από τη χρήση του προϊόντος όπως, και του φύλλου με τις οδηγίες χρήσης, ο ζημιωθείς ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τη μη τήρηση της υποχρέωσης παροχής των κατάλληλων οδηγιών χρήσης, από την οποία προκύπτει και η ελαττωματικότητα του προϊόντος. Και αυτό διότι είναι ευχερές για τον ζημιωθέντα να εντοπίσει την παντελή έλλειψη ή παροχή εσφαλμένων ή ανεπαρκών οδηγιών χρήσης του προϊόντος, εξαιτίας των οποίων προκλήθηκε το βλαπτικό αποτέλεσμα. (βλ. ΑΠ 1305/2018, ΕφΑθ 2093/2022, ΝΟΜΟΣ, I. Καράκωστα, Η ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα, έκδ. 1995,ό.π., σελ. 39 επ.). Τέτοια βάση αγωγής (ελαττώματα σχετικά με την παροχή οδηγιών χρήσης), δεν υπάρχει.  Αντιθέτως ομολογείται στην αγωγή ότι τον ενημέρωσα (και τον αγοραστή και την 1η ενάγουσα), με διαφημιστικά φυλλάδια για το τι είναι και πώς λειτουργεί το σύστημα ακινητοποίησης και άλλωστε πέραν του ότι εκτενώς αναφέρονται στην υπ` εμού πληροφόρηση περί του τρόπου λειτουργίας και του ενός και του άλλου συστήματος (σελ. 3), επιπλέον ομολογείται ότι παραδόθηκαν και οι οδηγίες χρήσεως εντύπως (εγχειρίδιο-manual) .  

          Και ναι μεν η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, είναι δυνατόν όμως μια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώσει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση, που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία. Η ευθύνη αυτή θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους (Ολ ΑΠ 969/1973).Επομένως, η ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος ή η έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας του πωληθέντος πράγματος δεν ιδρύει, καθεαυτή, ευθύνη από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αφού χωρίς τη συμβατική σχέση δεν αποτελεί πράξη παράνομη. Όταν όμως συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, που μαζί με τη συμβατική παράβαση συνθέτουν διάφορο ιστορικό γεγονός, ικανό κατά το άρθρο 914 ΑΚ για την πλήρωση του πραγματικού της αδικοπραξίας, τότε πρόκειται για σώρευση αξιώσεων, για παράβαση της σύμβασης και από αδικοπραξία, οι οποίες μπορούν να ασκηθούν παράλληλα, όχι όμως να ικανοποιηθούν και οι δύο, γιατί η ικανοποίηση της μιας καθιστά την άλλη χωρίς αντικείμενο. Έτσι, σε περίπτωση πώλησης, εφόσον συντρέχουν, κατά τα ως άνω, πρόσθετα στοιχεία, μπορεί να ασκηθεί μόνο η από αδικοπρακτική ευθύνη αξίωση, δεδομένου ότι αυτή έχει αυτοτέλεια και αυθυπαρξία, έναντι της συμβατικής, χωρίς να έχει ως προϋπόθεση τη σύμβαση. Με τα δεδομένα αυτά, η εφαρμογή των διατάξεων για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται όταν το ελαττωματικό κλπ πράγμα προκάλεσε ζημία σε άλλα πράγματα και προστατευόμενα έννομα αγαθά (υλικά ή ηθικά) του αγοραστή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι για να γεννηθεί από αδικοπραξία ευθύνη προς αποζημίωση απαιτείται : α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) ζημία και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και της ζημίας. Κατά την έννοια δε της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, η ανθρώπινη συμπεριφορά που αποτελεί το βασικό στοιχείο της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη. Η τελευταία όμως για να οδηγήσει σε υποχρέωση αποζημίωσης, πρέπει να είναι παράνομη. Τούτο συμβαίνει, όταν ο υπαίτιος παραλείπει να προβεί σε θετική ενέργεια, στην οποία υποχρεούται από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, από προηγούμενη συμπεριφορά του ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου. Εξάλλου, καλή πίστη, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος. Υπό την έννοια συνεπώς αυτή, η καλή πίστη συνιστά κριτήριο συμπεριφοράς και, άρα, κανόνα δικαίου. Βάσει αυτής, αλλά και από το όλο πνεύμα των κανόνων που ρυθμίζουν τις συναλλαγές, ιδρύεται υποχρέωση του παραγωγού-εισαγωγέα, καθώς και του πωλητή αυτοκινήτων, να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τρίτων από εγγενείς κινδύνους προκλήσεως βλαβών, που τυχόν ενέχουν τα προϊόντα αυτά, στα οποία (μέτρα) περιλαμβάνεται ο έλεγχος της ελαττωματικότητας αυτών και η υποχρέωση πληροφορήσεως των χρηστών. Η υπαίτια δε παράλειψη των υποχρεώσεων αυτών γεννά, εφόσον επήλθε ζημία αιτιωδώς συνδεόμενη με αυτήν, υποχρέωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ` άρθρο 932 ΑΚ (ΑΠ 1420/2022, ΑΠ 983/2019,ΝΟΜΟΣ).

          Ωστόσο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αγωγής, οι ενάγοντες δεν θεμελίωσαν την αδικοπρακτική βάση της αγωγής τους, ως προς εμένα την πωλήτρια, στην παράβαση της καλής πίστης, με την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών. Δεν ισχυρίζονται δηλ. πραγματικά περιστατικά του περιεχομένου της αντικειμενικής καλής πίστης (Γεωργ-Σταθ. υπο 200.17) ή και των συναλλακτικών ηθών ως ειθισμένων τρόπων ενέργειας, που επικρατούσαν στον τόπο και χρόνο που εξεδηλώθη τάχα η ανωτέρω παράλειψη (2012 ή και μεταγενέστερα) και επέβαλλαν σε εμένα ως πωλήτρια (και σε ποιο φυσικό πρόσωπο εκπρόσωπο ή προστηθέντα μου), μέλος ενός δικτύου εμπόρων καινούργιων και όχι μεταχειρισμένων οχημάτων που επιπλέον, δεν μετέχει στην διαδικασία κατασκευής τους σε οποιοδήποτε στάδιο, την υποχρέωση να επιχειρήσει ή να παραλείψει συγκεκριμένες πράξεις και δη συγκεκριμένα τις ανωτέρω του έλεγχου της ελαττωματικότητας και συναφώς της υποχρέωσης πληροφορήσεως των χρηστών περί αυτής, αλλ` ούτε και πραγματικά περιστατικά υπαίτιας παράλειψης των ανωτέρω υποχρεώσεων (ακόμα και εάν τις ειχα), δηλ. είτε πρόθεσης, είτε αμέλειας στο πρόσωπο των προστηθέντων υπαλλήλων μου σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, δηλ. κυρίως ότι οι προστηθέντες μου γνώριζαν το ελάττωμα και με ποιο τρόπο ή ότι ώφειλαν να το γνωρίζουν, και επιπλέον ότι διέθετα και τα τεχνικά μέσα για τον έλεγχο της ελαττωματικότητάς του, αν και πρόκειται για τυποποιημένο προϊόν κατασκευασμένο από άλλον και μάλιστα τόσο πολύπλοκο, που κατά τα κρατούντα στις συναλλαγές, μόνο το εργοστάσιο μπορεί να ελέγξει και να έχει τη σχετική γνώση και όχι ο πωλητής του δικτύου.

          Τέτοια πραγματικά περιστατικά, δηλ. στην ουσία ότι υφίσταντο κανόνες αντικειμενικής καλής πίστης και κρατουσών αντιλήψεων κατά τον επίδικο χρόνο, που επέβαλλαν σε εμένα με την ανωτέρω ιδιότητά μου ως πωλήτρια καινούργιου οχήματος, αλλά και σε κάθε έναν πωλητή στην θέση μου, ειδικά την υποχρέωση ελέγχου της ελαττωματικότητας του και συναφώς της σχετικής μετά ταύτα πληροφόρησης, όχι μόνο δεν υπάρχουν στην αγωγή, αλλά ελλείπει και ο βασικός ισχυρισμός, ότι είχα την αντικειμενική δυνατότητα προς τούτο, με την ιδιότητα του πωλητή και όχι του παραγωγού-κατασκευαστή. Διότι άνευ ταύτης, ακόμα και εάν υπήρχε υποχρέωση να ενεργήσω προς τον έλεγχο της ελαττωματικότητας (που αρνούμαι και αποκρούω, βλ. και κατωτέρω), δεν μπορούμε να μιλάμε για παράλειψη ως νομικά κρίσιμο μέγεθος παρανόμου πράξης, δηλ. για παράνομη παράλειψη (και όχι γενικά για παράλειψη), γιατί τέτοια δεν μπορεί να υπάρχει όταν δεν υπάρχει η αντικειμενική δυνατότητα προς ενέργεια (π.χ διότι απλά, το εργοστάσιο δεν χορηγεί τα ειδικά τεχνικά μέσα σε κάθε πωλητή).

          Άλλωστε ακόμα και ο ισχυρισμός ότι «αποτυγχάνοντας να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτού λόγω βαρύτατης αμέλειας», προϋποθέτει αναγκαία όχι μόνο την υποχρέωση, αλλά πρωτίστως την δυνατότητα προς τούτο, καθόσον διαφορετικά δεν νοείται αποτυχία για κάτι που αντικειμενικά δεν μπορείς να ενεργήσεις, οπότε και έπρεπε τωόντι να διαλάβει τέτοια περιστατικά, όπως ότι το εργοστάσιο ή ο εισαγωγέας, μου είχαν χορηγήσει τα ειδικά τεχνικά μέσα για τον έλεγχο των συγκεκριμένων συστημάτων και επιπλέον ότι οι προστηθέντες μου είχαν αυτή την τεχνογνωσία χειρισμού τους κλπ. και παρά ταύτα, παρά δηλ. την δυνατότητα αυτή, παρέλειψα τον έλεγχο διαπίστωσης του συγκεκριμένου (άδηλου και μηδέποτε αναφερόμενου) ελαττώματος (=παρανομία) και μάλιστα υπαίτια, δηλ. είτε με δόλο, είτε με αμέλεια, τα περιστατικά των οποίων, επίσης έπρεπε να αναφέρουν για το νόμιμο και ορισμένο της αγωγής. Τόσο μάλλον ήταν αναγκαία η σαφής και ορισμένη αναφορά των παραπάνω περιστατικών, καθόσον η παράλειψη μπορεί να θεμελιώσει υποχρέωση για αποζημίωση,  μόνο εάν ο παραλείψας όφειλε να προβεί στην ορισμένη ενδεδειγμένη και επιβεβλημένη ενέργεια (όχι γενικά σε κάποια ενέργεια) προς αποτροπή του αποτελέσματος, που πηγάζει από την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, όχι μόνο έναντι ορισμένου προσώπου, αλλά και έναντι της ολότητας (Γεωργ-Σταθ. υπο 914.9. βλ. και ΕφΑθ 2093/2022: «θέτει σε κίνδυνο αγαθά απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών»), δηλ. όταν υπάρχει ιδιαίτερη (και όχι γενική) νομική υποχρέωση προφύλαξης και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος (ενδ. ΑΠ 59/2019, Ν. Λεοντής, Ερμ.ΑΚ, τ.Ι, υπο 914,9), οι οποίες (κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις), όπως ειπώθηκε και για την καλή πίστη ανωτέρω, δεν αναφέρεται στην αγωγή ποιες είναι σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο για έναν πωλητή τέτοιων οχημάτων, και κατά τα ανωτέρω, και για κάθε τέτοιον πωλητή στην θέση μου της ιδίας εταιρείας.

          Άλλωστε, όπως ειπώθηκε, ισχυρίζονται στην αγωγή ότι «οι αρμόδιοι πωλητές, μας επέδειξαν όμοιο αυτοκίνητο στην έκθεση τους» και όχι το συγκεκριμένο για το οποίο δεν υπάρχει κανείς ειδικός ισχυρισμός ότι παρέβην και πώς τις ανωτέρω υποχρεώσεις μου «αποκρύπτοντας την ύπαρξη ελαττώματος άλλως αποτυγχάνοντας να διαπιστώσω την ύπαρξη αυτού από βαρεία αμέλεια» στο συγκεκριμένο όχημα και όχι σε κάποιο άλλο «όμοιο». Αλλ` ούτε και αναφέρονται περιστατικά ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης μου αποτροπής του αποτελέσματος από την, με δικές μου ενέργειες τάχα, πρόκληση μίας επικίνδυνης κατάστασης και ποιάς συγκεκριμένα, από την οποία δήθεν ήταν δυνατό να προκύψει η ζημία που όντως επήλθε και παρέλειψα υπαίτια να λάβω τάχα τα κατάλληλα μέτρα αποτροπής της, αφού δεν υπάρχει καν ισχυρισμός ότι μετείχα στην διαδικασία κατασκευής του τάχα, ή ότι εκ της δραστηριότητας μου (πώλησης) μπορούσα αντικειμενικά να επηρεάσω τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του οχήματος και δή τα συγκεκριμένα συστήματα ακινητοποίησης ή/και εκκίνησης (και όχι γενικά). Επιπλέον, για την θεμελίωση της ανωτέρω ευθύνης μου από «παράλειψη», απουσιάζει και κάθε ισχυρισμός πραγματικών περιστατικών (τόπος, χρόνος, περιστάσεις), περί παράλειψης τάχα πληροφόρησης περί της ελαττωματικότητας δήθεν του συγκεκριμένου οχήματος (και όχι κάποιου άλλου όμοιου) και άρα περιστατικά παράβασης κάποιας γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και προστασίας των άλλων και των αγαθών τους, καθόσον κάποια τέτοια δεν εξετάζεται αφηρημένα και γενικά, αλλά πάντα σε σχέση με την συγκεκριμένη υποχρέωση πρόνοιας και προστασίας που αφορά την πληροφόρηση για το συγκεκριμένο όχημα.

          Συνεπώς, δεν διαλαμβάνονται περιστατικά στην ιστορική βάση της αγωγής τους, για την θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης μου, λόγω   παράβασης δήθεν της καλής πίστης, πλέον του ότι, όπως φυσικά είναι γνωστό,  τα ν.π δεν εγκληματούν. Τα φυσικά πρόσωπα εγκληματούν (ΠΚ 14). Από υπαίτια και παράνομη πράξη τρίτου ή ακόμα και μέλους του, που δεν συνιστά δικαιοπραξία, το ν.π δεν ευθύνεται προς αποζημίωση, γιατί δεν υπάρχει αντιπροσώπευση στο έγκλημα. Ευθύνεται όμως προς αποζημίωση όταν πρόκειται για πράξη ή παράλειψη καταστατικού του οργάνου που (επιπλέον) έχει την εξουσία εκπροσώπησής του και ασκεί διοίκηση και πάντα με την προϋπόθεση ότι η πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα υπο την τοιαύτη ιδιότητά του και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί. Δηλ. η ευθύνη προς αποζημίωση του υπαιτίου φυσικού προσώπου, μεταβαίνει στο ν. π μόνο με τις προϋποθέσεις της ΑΚ 71. Για λοιπά μη καταστατικά όργανα το ν.π ευθύνεται με τις ΑΚ 334,922 κλπ. Τα ανωτέρω είναι στοιχειώδη.

          Η προκείμενη αγωγή λοιπόν είναι νόμω αβάσιμη, άλλως αόριστη αφού στην ιστορική βάση της πουθενά δεν ισχυρίζονται, ποιο είναι το φυσικό πρόσωπο που αδικοπράκτησε, που επέδειξε δηλ. παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, αλλ` ούτε και την νομική ή πραγματική  σχέση του φυσικού προσώπου με μένα (ΑΕ) και σε ποιον  ακριβώς κρίσιμο χρόνο υπήρχε αυτή, έτσι ώστε και αληθής υποτιθέμενη αυτή η σχέση, να έλκει σε εφαρμογή τις έννομες συνέπειες της ΑΚ 71, δηλ. την ευθύνη μου για αποζημίωση για παράνομη και υπαίτια πράξη φυσικού προσώπου που είτε είναι όργανό μου, είτε έχει σχέση πρόστησης με εμένα.

          Πράγματι στην αγωγή δεν ισχυρίζονται κανένα πραγματικό περιστατικό που να πληροί τα στοιχεία του πραγματικού της ανωτέρω διάταξης της ΑΚ 71, ή άλλων όπως ΑΚ 334, ή 922 κλπ, έτσι ώστε κατά νόμω, εφόσον αποδειχθούν και βάσιμα, να είναι δυνατή η μετάθεση της ευθύνης αποζημίωσης σε μένα από πράξη παράνομη και δόλια ή αμελή φυσικού προσώπου που με εκπροσωπεί (και όχι κάποιου τυχαίου).  

          Με απλά λόγια για να ήταν νόμιμη η αγωγή της ώφειλε να ισχυριστεί ότι φυσικό πρόσωπο του κατά νόμω βουλητικού μου οργάνου, π.χ του ΔΣ, προέβη στη παράνομη και υπαίτια πράξη (σε συγκεκριμένο χρόνο και με συγκεκριμένο τρόπο) στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ` αυτό καθηκόντων και δια τούτο ευθύνομαι εις ολόκληρον με το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, για την αποζημίωση του ζημιωθέντος, ήτοι  εγώ με την ΑΚ 71 και το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο με ΑΚ 914 σε συνδυασμό με 374ΠΚ, ή να επικαλεστεί, εφόσον επρόκειτο για προστηθέντα μου κλπ,  τις προϋποθέσεις της ΑΚ 922 και 334 για την ευθύνη μου ως προστήσαντος από αδικοπραξία 914ΑΚ του προστηθέντος. Τίποτα απ` αυτά δεν ισχυρίζεται.

          Διαφορετικά, εφόσον δεν επρόκειτο για μέλος του ΔΣ μου που ενεργούσε στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ` αυτό καθηκόντων κλπ, ή για προστηθέντα κλπ, αλλά για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, έπρεπε να στρέψει την αγωγή αποζημίωση εναντίον του.  

        Ωστόσο, ακόμα και εάν ήθελε κριθεί ότι περιλαμβάνονται όλα τα κρίσιμα ανωτέρω, στον αγωγικό  ισχυρισμό ότι «ως πωλήτρια του αυτ/του αποκρύπτοντάς μου την ύπαρξη του ελαττώματος, άλλως αποτυγχάνοντας να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτού λόγω βαρύτατης αμέλειάς της.» και άρα ότι δήθεν σ` αυτόν περιλαμβάνεται και ο «υφέρπων», αλλά μηδέποτε προταθείς συγκεκριμένα, ορισμένα και σαφώς, ισχυρισμός, ότι το ελάττωμα του εξαρτήματος κατέστησε το προϊόν μη ασφαλές και άρα ότι είτε από δόλο, είτε από αμέλεια διατέθηκε στην αγορά και ότι εξ αυτού επήλθε αιτιακά η ζημία, αφού αυτός είναι ο σκοπός προστασίας του ανωτέρω νόμου, καθόσον θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από την χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή, λεκτέα τα εξής:

          Στην περίπτωση αυτή υπάρχει ευθύνη του παραγωγού επειδή ακριβώς κατά παράβαση των ΑΚ 281,288 έθεσε σε κυκλοφορία μη ασφαλές τελικά προϊόν. Διότι είναι αυτονόητο ότι αυτός μόνο (το εργοστάσιο), επειδή ακριβώς έχει τα κατάλληλα και πολύπλοκα τεχνικά μέσα ελέγχου και γνωρίζει την διαδικασία παραγωγής που εφαρμόζει, δηλ. κατέχει όλη την τεχνογνωσία κατασκευής και παραγωγής του, αυτός και μόνο μπορεί να προβεί σε έλεγχο της ελαττωματικότητας και συναφώς της σχετικής πληροφόρησης. Άλλωστε είναι γνωστό ως εμπειρία και γνώση ζωής διαχρονικά, μέσα από σχετικά τηλεοπτικά ντοκυμαντέρ, παρουσιάσεις στο διαδίκτυο, από περιοδικά αυτ/των κλπ, ότι τα εργοστάσια κατασκευής οχημάτων, πολλώ δε μάλλον διεθνείς και αναγνωρισμένες εταιρείες κατασκευής, προβαίνουν σε εξαντλητικές δοκιμές των συστημάτων που εφαρμόζουν κάθε φορά και σε κάθε μοντέλο, και σε εξονυχιστικό έλεγχο της διαδικασίας παραγωγής τους, πριν περάσουν αυτά τελικά στην μαζική παραγωγή. Γι` αυτό και είναι επίσης γνωστό, ότι ακόμα και όταν ανακαλυφθεί κάποιο ελάττωμα έστω και εκ των υστέρων (έλεγχος ελαττωματικότητας), όχι μόνο διορθώνεται αυτό από το εργοστάσιο, αλλά γίνεται από το ίδιο, ανάκληση των συγκεκριμένων μοντέλων και ειδοποιούνται οι ιδιοκτήτες τους (πληροφόρηση) προς αντικατάσταση ή επισκευή κλπ του ελαττωματικού εξαρτήματος. Δηλ. είναι γενική γνώση ζωής ότι δυνατότητα ελέγχου της ελαττωματικότητας σε τέτοια πολύπλοκα τεχνολογικά προϊόντα, με χιλιάδες εξαρτήματα που αλληλεπιδρούν και που δια τούτα, απαιτούν  εξειδικευμένες γνώσεις και ειδικό τεχνικό εξοπλισμό, έχει μόνο το εργοστάσιο κατασκευής και όχι ο τελικός πωλητής που το αγοράζει με σκοπό μεταπώλησης στον καταναλωτή.  (βλ. περιπτώσεις παράλειψης εταιρείας που παράγει μπύρα, να πλύνει καλά, κατά το στάδιο της εμφιάλωσης, μπουκάλι που περιείχε καυστικό νάτριο, παράλειψη κατασκευαστή τυποποιημένων προϊόντων να ελέγξει αυτά πριν τα διοχετεύσει στην κατανάλωση, σε Γεωργ-Σταθ. υπο 914.29) 

          Για τον πωλητή όμως, ο οποίος δεν μετέχει στην διαδικασία παραγωγής και κατασκευής του, ούτε και εν μέρει, δηλ. κάποιου συστατικού του εξαρτήματος, αλλ` ούτε και από την δραστηριότητά του (πώληση) μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του προϊόντος (7.1 εδ.α` ν. 2251/1994 σε συνδυασμό με άρθρο 2 στ.3 ΚΥΑ Ζ3-2810/2004), γεγονότα άλλωστε, που δεν ισχυρίζονται ούτε εν σπέρματι στην  αγωγή, τα πράγματα διαφέρουν:

          Το παράνομο (της ΑΚ 914) εκ της παράβασης των ανωτέρω συναλλακτικών υποχρεώσεων καλής πίστης μπορεί να θεμελιωθεί, μόνο με δύο μορφές, ήτοι....

: α) είτε να γνώριζε το ελάττωμα και το ενδεχόμενο εξ αυτού να προκύψει, όχι απλά κίνδυνος, αλλά βλάβη στη σωματική και περιουσιακή ακεραιότητα του καταναλωτή (αφού σ` αυτά αποσκοπεί η ρύθμιση της ευθύνης), και παρά ταύτα παρέλειψε (όχι γενικά κάτι, αλλά) την επιβεβλημένη και ενδεδειγμένη ενέργεια προς αποτροπή του αποτελέσματος, δηλ. ανάλογα με τις περιστάσεις, παρέλειψε (απέκρυψε) την πληροφόρηση ή και ακόμα και την προμήθεια του προϊόντος, με δόλο, δηλ. να επεδίωξε το βλαπτικό αποτέλεσμα έστω και ως αναγκαίο, είτε να το αποδέχθηκε (που δεν επικαλούνται και άλλωστε θα ήταν παράλογο να το πράξουν), είτε β) δεν το γνώριζε, πλην όμως ώφειλε να γνωρίζει αυτό, εάν επεδείκνυε την δέουσα επιμέλεια ως μέσος συνετός πωλητής του ιδίου κύκλου συναλλαγών, επειδή π.χ είχε παρουσιαστεί  και σε άλλα οχήματα του ιδίου μοντέλου το ίδιο ελάττωμα, είχε λάβει σχετικές πληροφορίες περί της επικινδυνότητας, από την προηγούμενη εμπειρία του κλπ και έτσι αμελώς τάχα προχώρησε στην διάθεση ενός επικινδύνου προϊόντος στην αγορά.      

          Και αληθώς λοιπόν υποτιθέμενου ότι υπήρχε ελάττωμα (που αρνούμαι και αποκρούω) τέτοια πραγματικά περιστατικά δεν διαλαμβάνονται στην ιστορική βάση της αγωγής. Δεν ισχυρίζονται δηλ. περιστατικά δόλου μου, έστω και ενδεχόμενου αναφορικά με την απόκρυψη (παράλειψη ανακοίνωσης) του ελαττώματος αλλά και την εκ δόλου πρόκληση βλάβης, που όπως ειπώθηκε θα ήταν και εξωφρενικό, αλλ` ούτε και περιστατικά αμελείας μου ήτοι, ότι ενώ όφειλα να επιδείξω την αντικειμενικά οφειλόμενη επιμέλεια και άρα να γνωρίζω από πληροφορίες που διαθέτω, ή από άλλο λόγο, ότι το συγκεκριμένο όχημα (όχι κάποιο άλλο όμοιο) δεν ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις ασφαλείας, και άρα να συμμορφωθώ και να μην το διαθέσω στην αγορά,  ωστόσο δεν ανταποκρίθηκα τάχα στο ανωτέρω καθήκον επιμέλειάς μου. 

          Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω ελλείποντα, ειδικά για την περίπτωση αμέλειας, δεν αναπληρώνονται από τον ανωτέρω αγωγικό ισχυρισμό αποτυγχάνοντας να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτού λόγω βαρύτατης αμέλειάς της. Είναι άλλος ο ισχυρισμός ότι παρέλειψα να διαπιστώσω την ελαττωματικότητα γιατί υπαίτια δεν προέβην τάχα σε έλεγχο, ενώ είχα την δυνατότητα να το κάνω. Εδώ, επειδή πρόκειται ακριβώς για παράλειψη, απαιτείται, πέραν από τον ισχυρισμό για την παράλειψη και την δυνατότητα ενέργειας (αντικειμενικό στοιχείο) και για την υπαιτιότητα (δόλος ή αμέλεια), και ισχυρισμός για την ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης προς ενέργεια με βάση το νόμο, τη σύμβαση, την καλή πίστη, ή την προηγούμενη επικίνδυνη συμπεριφορά. Τέτοια, όπως ειπώθηκε ανωτέρω, δεν διαλαμβάνονται και οπωσδήποτε ο ισχυρισμός   αποτυγχάνοντας να διαπιστώσει την ύπαρξη αυτού λόγω βαρύτατης αμέλειάς της δεν αναπληρώνει τον ισχυρισμό ούτε για την πράξη παράλειψης, ούτε για την αντικειμενική δυνατότητα προς ενέργεια, ούτε για την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση. Άλλωστε ακόμα και αυτός, δηλ. ότι «απέτυχα να διαπιστώσω από βαρεία αμέλειά μου» το ελάττωμα, αυτονόητα δεν σημαίνει παράλειψη ελέγχου, αλλά διενέργεια αυτού, ο οποίος όμως έγινε πλημμελώς ή ατέχνως και γι` αυτό και η «αποτυχία». Ούτε όμως και έτσι αναφέρονται περιστατικά για το πότε και πώς έγινε ο έλεγχος, από ποιόν, σε ποιο σύστημα ή εξάρτημα και εάν σ` αυτόν περιλαμβάνονταν ειδικά τα ανωτέρω συστήματα που φέρονται ως ελαττωματικά, ποιο ήταν το αποτέλεσμα του ελέγχου και εάν αυτός είχε την αντικειμενική δυνατότητα με τα μέσα που διαθέτω, να αποκαλύψει κρυφά τάχα κατασκευαστικά ελαττώματα (αιτιώδης σχέση), και πώς μετά ταύτα «απέτυχε» αυτός και μάλιστα από βαρεία αμέλειά μου (των προστηθέντων μου ή άλλων;) και σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η αμέλεια, τι δηλ. ώφειλα να πράξω κατ` αυτόν τον έλεγχο που δεν έπραξα έτσι ώστε να αποτύχω. Δηλ. δεν ισχυρίζεται ούτε ότι είχα υποχρέωση ελέγχου ως πωλητής, αλλ` ούτε και ότι, ακόμα και εάν την είχα, δεν τον διενήργησα, ή ότι τον διενήργησα, πλην όμως πλημμελώς.

          Και είναι άλλος ο ισχυρισμός ότι ώφειλα ως πωλητής να γνωρίζω από πληροφορίες που διαθέτω, ή από την εμπειρία μου ή από άλλο λόγο (π.χ πληροφορίες εργοστασίου, δελτία τύπου, ανακοινώσεις κλπ), περί της ελαττωματικότητας των συγκεκριμένων συστημάτων, αν όχι του ιδίου οχήματος, έστω των οχημάτων του ιδίου μοντέλου παραγωγής, αλλά κατά παράβαση του καθήκοντος επιμέλειάς μου, δεν συμμορφώθηκα προς το καθήκον αυτό και διέθεσα έτσι στην αγορά ένα αντικειμενικά επικίνδυνο προϊόν. Δεν υπάρχουν ούτε τέτοιοι ισχυρισμοί.

           Όμως ακριβώς αυτά τούτα έπρεπε να αναφέρονται σαφώς και ορισμένα εφόσον δεν πρόκειται για παραγωγό, αλλά για πωλητή, η ευθύνη του οποίου κατά τα ανωτέρω διέπεται από τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (ΑΚ 281,288,914,932) και αυτό διότι από το νόμο (άρθρο 7 παρ. 7, 8, 9,10 ν. 2251/1994) γίνεται διάκριση μεταξύ παραγωγού και διανομέα:

« 7. Οι παραγωγοί, στο πλαίσιο της υποχρέωσης τους κατά την παράγραφο 1, οφείλουν: α) να παρέχουν στον καταναλωτή τις κατάλληλες πληροφορίες στην ελληνική γλώσσα με τις οποίες μπορεί να αξιολογήσει τους εγγενείς κινδύνους που παρουσιάζει το προϊόν κατά τη διάρκεια της συνήθους ή ευλόγως προβλέψιμης χρήσης του, εφόσον οι κίνδυνοι αυτοί δεν γίνονται αμέσως αντιληπτοί χωρίς κατάλληλη προειδοποίηση, β) να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων που προμηθεύουν, με σκοπό να ενημερώνονται οι καταναλωτές για τους κινδύνους που ενδεχομένως παρουσιάζουν τα προϊόντα τους και, εάν είναι αναγκαίο για την πρόληψη των κινδύνων, να προβαίνουν στις ενδεικνυόμενες ενέργειες, όπως στην επαρκή και αποτελεσματική προειδοποίηση των καταναλωτών, στην απόσυρση ή ανάκληση από την αγορά των προϊόντων ή στην επιστροφή τους από τους καταναλωτές…. Η ανάκληση των προϊόντων πραγματοποιείται εάν οι παραγωγοί την κρίνουν αναγκαία ή επιβάλλεται από την αρμόδια αρχή, εφόσον οι λοιπές ενέργειες δεν επαρκούν για την πρόληψη των ενδεχόμενων κινδύνων.

8. Οι διανομείς, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους, υποχρεούνται να συμβάλλουν στην τήρηση των απαιτήσεων για τη διάθεση ασφαλών προϊόντων, καταβάλλοντος κάθε επιμέλεια, ιδίως παραλείποντας να προμηθεύουν προϊόντα, για τα οποία γνωρίζουν ή όφειλαν να γνωρίζουν, από τις πληροφορίες που διαθέτουν και την επαγγελματική τους πείρα, ότι δεν ανταποκρίνονται προς τις απαιτήσεις αυτές….Οι διανομείς οφείλουν να συμμετέχουν στη διαδικασία παρακολούθησης της ασφάλειας των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά και να συνεργάζονται, για το σκοπό αυτόν, με τους παραγωγούς και τις αρμόδιες αρχές, διαβιβάζοντας ιδίως πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους των προϊόντων και παρέχοντας τα αναγκαία έγγραφα για τον εντοπισμό της προέλευσης αυτών.

9. Όταν οι παραγωγοί και διανομείς γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν, από πληροφορίες που διαθέτουν και την επαγγελματική τους πείρα, ότι αγαθό που έχουν διαθέσει στην αγορά παρουσιάζει κινδύνους για τον καταναλωτή που είναι ασυμβίβαστοι με τις απαιτήσεις ασφάλειας, οφείλουν να ενημερώνουν αμελλητί τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και κάθε άλλη αρμόδια αρχή, για την πρόληψη των κινδύνων αυτών.».

10. Οι παραγωγοί και οι διανομείς ,υποχρεούνται να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές, μετά από αίτηση αυτών, για την υλοποίηση μέτρων αποτροπής των κινδύνων που παρουσιάζουν προϊόντα τα οποία προμηθεύουν ή έχουν προμηθεύσει στους καταναλωτές.»

          Προκύπτει δηλ. ότι κύρια τωόντι υποχρέωση των πωλητών-διανομέων (σε αντίθεση με τον παραγωγό), δεν είναι να ελέγχουν την ελαττωματικότητα συλλήβδην και άνευ ετέρου πριν την πώληση, αλλά να παραλείπουν να προμηθεύουν προϊόν, για το οποίο γνωρίζουν ή ώφειλαν να γνωρίζουν από τις πληροφορίες που διαθέτουν και την επαγγελματική τους πείρα, ότι δεν ανταποκρίνονται προς τις απαιτήσεις αυτές. Επιπλέον, στα πλαίσια της ίδιας συμβολής τους στην τήρηση των απαιτήσεων για την διάθεση ασφαλών προϊόντων, και να ενημερώνουν τις αρχές, να μετέχουν σε διαδικασίες παρακολούθησης της ασφάλειας κλπ.  Η παραβίαση αυτής της υποχρέωσης συνιστά την παράνομη συμπεριφορά γι` αυτούς και θεμελιώνει αδικοπρακτική ευθύνη κατά την ΑΚ 914 (βλ. ρητά Β. Τσιαφούτης, Δίκαιο πώλησης καταναλωτικών αγαθών, 2022, σελ. 132-133, Βαλτούδη; Δικ.Προστ.Καταν, 7, αρ. 10) και όχι το αόριστο, αμφίσημο και δια τούτο ακατανόητο και αλυσιτελές, «απέτυχαν από βαρεία αμέλεια να διαπιστώσουν την ύπαρξη ελαττώματος», του οποίου ούτε καν επιχειρείται η περιγραφή έστω και αδρομερώς.

          Δηλ. επιγραμματικά για το νόμιμο και ορισμένο της αγωγής και για να μπορεί να γίνει ο δικαστικός έλεγχος και εγώ να μπορώ να αμυνθώ: ή έπρεπε να επικαλεστεί ο ενάγων με βάση το ν. 2251/1994 ότι είναι άγνωστος ο παραγωγός του ελαττωματικού, οπότε μόνο τότε νομιμοποιείται να στραφεί εναντίον μου, ή δεν είναι μεν άγνωστος, αλλά και εγώ ως πωλητής, γνώριζα ή όφειλα να γνωρίζω την ελαττωματικότητα, οπότε ευθύνομαι με δύο βάσεις , δηλ. 7. παρ. 8 ν 2251/1994, αλλά και γιατί παρέβην τους κανόνες καλής πίστης διαθέτοντας στην αγορά ένα επικίνδυνο προϊόν (914, 288ΑΚ). Ευθύνη του πωλητή (όχι του παραγωγού) ειδικά επειδή δεν προέβη άνευ ετέρου στον έλεγχο της ελαττωματικότητας, δεν προβλέπεται στον ν. 2251/1994. Θα μπορούσε όμως να θεμελιωθεί αυτή στην ανωτέρω παράβαση των κανόνων καλής πίστης, σε συνδυασμό με την ΑΚ 914, εφόσον όμως συντρέχουν συγκεκριμένες περιστάσεις, όταν δηλ. ο πωλητής έχει έστω κάποια «υποψία» από πληροφορίες, ανακοινώσεις, οδηγίες της εταιρείας, από προηγούμενη εμπειρία του κλπ, περί τυχόν ελαττωματικότητας, οπότε και οι κανόνες της καλής πίστης θα επέτασσαν αυτονόητα τον έλεγχο της, ακριβώς για να αποσοβηθεί το ενδεχόμενο διάθεσης τυχόν ελαττωματικού-επικίνδυνου προϊόντος στην αγορά.

          Δηλ. εφόσον πρόκειται για τυποποιημένο προϊόν, δεν μπορεί να υποτεθεί βάσιμα, ότι ο τελικός πωλητής, υποχρεούται με βάση την καλή πίστη, χωρίς άλλο τι, άνευ δηλ. κάποιας σχετικής υποψίας ή πληροφορίας (δεν το επικαλούνται άλλωστε), να προβαίνει στον έλεγχο της ελαττωματικότητας άνευ ετέρου. Άλλωστε εάν αυτή ήταν η αξιολόγηση του νομοθέτη, θα ορίζονταν ήδη τέτοια ευθύνη για τον πωλητή, από το ν. 2251/1994. Γι` αυτό και δεν μπορεί να υποτεθεί ότι οι κρατούσες αντιλήψεις περί συναλλαγών (γιατί αυτό είναι το κριτήριο της καλής πίστης) επιβάλλουν στον κάθε πωλητή καινούργιων και τυποποιημένων π.χ ηλεκτρικών συσκευών, τηλεφώνων, ΗΥ, οχημάτων κλπ, τον έλεγχο της ελαττωματικότητας του καθενός προϊόντος, όταν μάλιστα, είναι  αυτονόητο ότι δεν διαθέτει τον εξελιγμένο εξοπλισμό του εργοστασίου, γνώση και εμπειρία. Πωλητής είναι, όχι παραγωγός. Μπορεί δηλ. να υποτεθεί ειδικά για τον πωλητή δικτύου νέων οχημάτων ότι οφείλει κατά την καλή πίστη και τις κρατούσες αντιλήψεις στον οικείο τομέα συναλλαγών, να τα δοκιμάζει εξαντλητικά, δηλ. να τα οδηγεί πρώτα αυτός (και για πόσα χιλιόμετρα;) έτσι ώστε να ελέγχει/αποκαλύπτει τυχόν ελαττώματα τους; Τότε ο αγοραστής θα έπαιρνε μεταχειρισμένο και όχι καινούργιο.

          Γι` αυτό και η αποστροφή του ΑΠ (ό.α) ότι ιδρύεται υποχρέωση του παραγωγού-εισαγωγέα, καθώς και του πωλητή αυτοκινήτων, να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τρίτων από εγγενείς κινδύνους προκλήσεως βλαβών, που τυχόν ενέχουν τα προϊόντα αυτά, στα οποία (μέτρα) περιλαμβάνεται ο έλεγχος της ελαττωματικότητας αυτών και η υποχρέωση πληροφορήσεως των χρηστών, τελεί υπό την ανωτέρω αυτονόητη προϋπόθεση, ότι συντρέχουν τέτοια περιστατικά στο πρόσωπο του πωλητή, σε κάθε υπό κρίση περίπτωση, εκ των οποίων, είτε γίνεται αντιληπτή εμφανώς η ελαττωματικότητα (οπότε ούτως ή άλλως δεν απαιτείται έλεγχος και οφείλει απλά να μη το διαθέσει στην αγορά), ή έστω προκαλούν την υποψία για τυχόν ελαττωματικότητα, οπότε και τότε μόνο, ιδρύεται η υποχρέωση για έλεγχο αυτής. Τέτοια περιστατικά δεν υπάρχουν στην αγωγή. Δηλ. πουθενά δεν ισχυρίζονται ότι είχα την υποχρέωση να προβώ σε συγκεκριμένες ενέργειες ελέγχου, είτε άνευ ετέρου, επειδή απλά είμαι πωλητής, είτε επειδή είχα υποψίες ή πληροφορίες κλπ για την ελαττωματικότητα, οπότε επιβάλλονταν από την καλή πίστη,  και τις οποίες παρέλειψα δήθεν υπαίτια, και αιτιωδώς από την υπαίτια παράλειψη επήλθε το αποτέλεσμα.  

          Βλ. ΜΕφΑθ. 5137/2017 αδημ. η οποία έκρινε επί παρόμοιας υπόθεσης, ότι οι εκεί εισαγωγέας και πωλητής “δεν υπέχουν αδικοπρακτική ευθύνη, διότι δεν αποδείχθηκε ότι γνώριζαν … αλλά ούτε και μπορούσαν να γνωρίζουν την ύπαρξη των ανωτέρω ελαττωμάτων, διότι αυτά είναι κρυφά, … ενώ ο εντοπισμός τους προϋποθέτει, ότι ο εισαγωγέας και ο έμπορος μεταπωλητής αυτοκινήτων “σαρώνει”, εξάρτημα προς εξάρτημα, προληπτικά με εξειδικευμένο εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας ολόκληρο το αυτοκίνητο που εισάγει, διαδικασία ασφαλώς αδύνατη και σε κάθε περίπτωση υπερβαίνουσα κατά πολύ την επιμέλεια που οφείλει να επιδεικνύει ο μέσος συνετός εισαγωγέας και ο έμπορος αυτοκινήτων, με τα τεχνικά μέσα που διαθέτει ή οφείλει να διαθέτει”.

          Συνεπώς η αγωγή τους δέον και αιτούμαι να απορριφθεί ως μη νόμιμη, άλλως εντελώς αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.  

          Σε κάθε όμως περίπτωση, τα ανωτέρω δεν αφορούν τον απλό προγραμματισμένο έλεγχο χρηστικότητας που γίνεται πριν την παράδοση, οποίος είναι γνωστός με τον διεθνώς αναγνωρισμένο όρο PDI («Pre Delivery Inspection»), δηλ. «Ελεγχος προς παράδοση» και διεξήχθη σύμφωνα με τις προδιαγραφές της κατασκευάστριας εταιρείας «Daimler AG». Υπάρχει δηλ. μία «λίστα» ελέγχων που αφορούν τον έλεγχο της άμεσης χρηστικότητας και λειτουργίας του οχήματος πριν την παράδοση, όπως σύσφιξη τροχών, έλεγχος πίεσης ελαστικών, έλεγχος των λειτουργιών από το πολυόργανο στο ταμπλώ του οχήματος μέσω λυχνιών δηλ. εάν «ανάβουν» στο ταμπλώ οι σχετικές φωτεινές ενδείξεις όταν ενεργοποιείται το  «αλάρμ», τα φλάς, το ηλ. χειρόφρενο κλπ, ή εάν ανάβει κάποια λυχνία προειδοποίησης για βλάβη κλπ. Όλα αυτά φυσικά και έγιναν από εμένα πριν την παράδοσή του κατά τα κατωτέρω και δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα. Είναι όμως άλλο αυτό και άλλο το ζήτημα του ανωτέρω τεχνικού ελέγχου της «κρυφής» και εν υπνώσει ελαττωματικότητας (αφού ακόμα όπως ισχυρίζονται εμφανίστηκε τάχα 5 έτη αργότερα) , η οποία απαιτεί πολύπλοκα τεχνικά μέσα του εργοστασίου κατασκευής και εξειδικευμένη γνώση) κατά τα ανωτέρω, τόσο μάλλον, καθόσον και οι ίδιοι οι ενάγοντες προκύπτει συνολικά ότι ισχυρίζονται πώς μετά από μία πενταετία περίπου ,«απρόσμενα και αναπάντεχα» απασφαλίστηκε το ηλ. χειρόφρενο, που σημαίνει απλά ότι μέχρι τότε λειτουργούσε κανονικά, οπότε και ο ανωτέρω έλεγχος χρηστικότητας ήταν αδύνατο να ενδείξει κάτι και πολύ περισσότερο «ελαττωματικότητα» (την οποία δεν προσδιορίζουν όπως ειπώθηκε). Άλλωστε δεν ισχυρίζονται ότι από την αρχή δηλ. από την παραλαβή, δεν άναβε η λυχνία λειτουργιάς του ηλ. χειρόφρενου, αλλ` ούτε και ότι απ` αυτή συγκεκριμένα την αιτία, επήλθε το ατύχημα.

          Αρνούμαι κατηγορηματικά ότι μετείχα ή μετέχω ως πωλητής, στην διαδικασία κατασκευής, έστω και με μέρει, των οχημάτων που εισάγει η 2η, και σε οποιοδήποτε στάδιο παραγωγής και διάθεσης αυτών, όπως και ότι η δραστηριότητα μου ως πωλήτρια στην αλυσίδα εφοδιασμού αυτών, μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά ασφαλείας των πωλούμενων οχημάτων (άλλωστε δεν υπάρχει αντίθετος ισχυρισμός στην αγωγή).   Αρνούμαι ότι επενέβην με  οποιονδήποτε τρόπο στα οποιαδήποτε χαρακτηριστικά του οχήματος έτσι ώστε να επηρεάσω δυσμενώς οποιοδήποτε απ` αυτά και άλλωστε θα ήταν παράλογο και συνεπώς όπως ακριβώς το παρέλαβα από την 2ην, έτσι «ως εστί και ευρίσκεται» το παρέδωσα στην ….

          Αρνούμαι επίσης κατηγορηματικά ότι το πωληθέν και παραδοθέν όχημα από την …. στον αγοραστή, είχε οποιοδήποτε κατασκευαστικό ελάττωμα, ή σφάλμα ή δυσλειτουργία, οποτεδήποτε, ειδικά στα ανωτέρω συστήματα ακινητοποίησης, στάθμευσης, εκκίνησης, που περιγράφονται στην αγωγή, και τα οποία καθιστούσαν τάχα το όχημα επικίνδυνο και μη ασφαλές στην χρήση του και ότι εξ αυτού τάχα του λόγου, επήλθε η αγωγική ζημία.  

          Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και εάν ήθελε υποτεθεί ότι είχε οποιοδήποτε ισχυριζόμενο «κατασκευαστικό ελάττωμα, ή σφάλμα ή δυσλειτουργία»  στα ισχυριζόμενα ανωτέρω συστήματα ακινητοποίησης, στάθμευσης, εκκίνησης κλπ, αρνούμαι και αποκρούω ότι γνώριζα αυτά, ή ότι, ενώ όφειλα να τα γνωρίζω, ωστόσο από αμέλεια-αδιαφορία, δεν εκπλήρωσα τάχα αυτό το καθήκον επιμέλειάς μου. Διότι, ούτε από την από την 2η , ούτε από άλλον, είχα πληροφορηθεί με οποιονδήποτε τρόπο και οποτεδήποτε, δηλ. με δημόσιες ή ιδιωτικές ανακοινώσεις, εσωτερικά έγγραφα πληροφόρησης, δελτία τύπου, κλπ), ο,τιδήποτε σχετικά με οποιοδήποτε τυχόν κατασκευαστικό ελάττωμα ειδικά στα ανωτέρω συστήματα που καθιστούσε ενδεχομένως επικίνδυνη τη χρήση αυτού για τον οδηγό ή/και τρίτους, πολλώ δε μάλλον είχα πληροφορηθεί ότι είχε γίνει ανάκληση από το εργοστάσια όμοιων οχημάτων για τον ανωτέρω ειδικά λόγο.  

          Επίσης ουδέποτε η ανωτέρω 2η ή οποιοσδήποτε άλλος, μου επέβαλλαν ή έστω μου συνέστησαν να προβαίνω (για οποιονδήποτε λόγο) στον έλεγχο ασφαλείας ή ελαττωματικότητας των οχημάτων που πωλώ και ειδικά των ανωτέρω συστημάτων τους, και από τις πληροφορίες μου αυτό δεν ζητήθηκε και δεν ζητείται απ` οποιονδήποτε διανομέα του δικτύου της (εκτός από το PDI, ο οποίος όπω ειπώθηκε, αφενός μεν ). Αλλ` ούτε και από πληροφορίες άλλων «συναδέλφων» εμπόρων ανα την Ελλάδα, είχα πληροφορηθεί, στα πλαίσια της μεταξύ μας διαχρονικής συνεργασίας, για την ύπαρξη τυχόν τέτοιων ελαττωμάτων για το συγκεκριμένο μοντέλο …, ή για άλλα μοντέλα που φέρουν τα ίδια ή παρόμοια συστήματα   και επιπλέον, ούτε στα πλαίσια της δικής μου εκμετάλλευσης εμπορίας και συντήρησης, δηλ. από την εμπειρία μου, είχε ανακαλυφθεί κάποιο τέτοιο σχετιζόμενο με τα ανωτέρω συστήματα σε οποιοδήποτε πωληθέν που έφερε τέτοια. Επίσης, όπως ήδη αναφέρθηκε, ποτέ ο αγοραστής μετά την αγορά του, δεν εμφανίστηκε στο κατάστημά μου και δεν με πληροφόρησε για κάποια δυσλειτουργία αυτών των συστημάτων και εξ αυτού του λόγου, δεν γνώριζα ούτε και την κατάσταση του οχήματος και εάν προβαίνει στην τακτική του συντήρηση και έλεγχο (πέραν του ότι δεν ώφειλα να γνωρίζω για την συντήρησή του από τον ίδιο).

          Εάν υπήρχε μία τέτοια πληροφορία ή έστω υποψία για τυχόν ελάττωμα, θα το γνώριζα, γιατί μετέχω στις διαδικασίες ενημέρωσης, πληροφόρησης και επικαιροποίησης των χαρακτηριστικών των οχημάτων που πωλούνται στο ίδιο δίκτυο …, μετέχω (οι νόμιμοι εκπρόσωποι μου ή/και προστηθέντες μου) στις παρουσιάσεις του δικτύου για τις τεχνολογικές εξελίξεις και τα χαρακτηριστικά των οχημάτων, σε σεμινάρια, σε εκθέσεις τοπικές, πανελλήνιες, αλλά και διεθνείς, και εν γένει μετέχω στις υποχρεώσεις ενημέρωσης και πληροφόρησης λόγω της συνεργασίας μου ως διανομέας του ανωτέρω δικτύου, που αποτελεί άλλωστε και συμβατική μου υποχρέωση.       

          Συνεπώς, ακόμα και εάν υποτεθεί ότι υπήρχε τωόντι κάποιο ελάττωμα και ότι η ισχυριζόμενη ζημία οφείλεται αιτιακά σ` αυτό (που αρνούμαι και αποκρούω), αρνούμαι την γνώση μου περί αυτού, όπως και ότι παρέλειψα στα πλαίσια της καλής πίστης και των κρατουσών αντιλήψεων συναλλαγών στον οικείο τομέα, να πληροφορηθώ γι` αυτό, παραβιάζοντας έτσι τάχα το σχετικό καθήκον επιμέλειας, έτσι ώστε να απέχω από την περαιτέρω διάθεσή του στην αγορά.

           Σε κάθε περίπτωση, και επικουρικά, και εφόσον ήθελε κριθεί ότι αδικοπράκτησα (οι νόμιμοι εκπρόσωποι ή οι προστηθέντες μου) παραβιάζοντας τάχα το ανωτέρω καθήκον μου (υπαίτια τάχα παραβίαση της οφειλομένης, κατά τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας ή ασφάλειας αυτού,  που προκάλεσε αιτιωδώς την ζημία), προβάλλω την ένσταση 5ετούς παραγραφής κατά την ΑΚ 937, γιατί σύμφωνα με τα ανωτέρω η πώληση συνετελέσθη το αργότερο την … (και αυτή μεταξύ άλλων), οπότε και τότε μόνο μπορεί να παραβίασα το ανωτέρω καθήκον μου, άλλως κατά την αγωγή, την …, και συνεπώς μέχρι την .. που ασκήθηκε η αγωγή (επίδοση σε μένα), παρήλθε η 5ετία και στην πρώτη περίπτωση και η 10ετία. Εδώ η αδικοπραξία επειδή ακριβώς θα αφορά τάχα την παράβαση του ανωτέρω καθήκοντος μου από την καλή πίστη, να μην διαθέσω στην αγορά όχημα που όφειλα να γνωρίζω τάχα την επικινδυνότητά του, έχει χρόνο τέλεσης τα ανωτέρω χρονικά σημεία και όχι την …,  αφού τότε δεν αδικοπρακτώ σε τίποτα. Περιστατικά περί του ότι όφειλα  ως εκ της ανωτέρω επικινδύνου τάχα συμπεριφοράς μου (διάθεση τάχα επικινδύνου=ιδιαίτερη νομική υποχρέωση), να προβώ σε ενέργεια προς αποτροπή της βλάβης, αλλά την παρέλειψα, δεν διαλαμβάνονται στην αγωγή, έτσι ώστε να ελεγχθεί αφενός μεν άλλη αδικοπρακτική μου συμπεριφορά, αφετέρου και ότι ο χρόνος παραγραφής άρχεται από τότε που παύει η υποχρέωσή μου για ενέργεια

           

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013