ΜΠρΚαρδ 29/2023. Αξιώσεις εργαζομένου για υπερεργασία, παράνομη υπερωρία, εργασία Σαββάτου, Κυριακές, αποζημίωση αδείας. Εκ περιτροπής εργασία. Μεταβίβαση επιχείρησης

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης

29/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Τσιόμαλου, Πρωτόδικη, η οποία ορίστηκε από τη Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Πρόεδρο Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα Ευσταθία Ευαγγελάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Καρδίτσα, στις .., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των εξής διαδίκων:

ΕΝΑΓΟΥΣΑ: ………… , η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου Ανδρέα Βρόντου (Α.Μ. Δ.Σ. Καρδίτσας 249)

ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΙ: 1) ……… και  2) ……., οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο διά των πληρεξουσίων Δικηγόρων …….. και ……. (Α.Μ. Δ.Σ. ….. …… και …).

Φέρεται προς συζήτηση η από …….. αγωγή (υπ αριθ. έκθ. κατάθ. δικογράφου ………..) η οποία, αφού γράφτηκε στο πινάκιο, προσδιορίστηκε αρχικά για να συζητηθεί στη δικάσιμο της 01-12-2021, κατά την οποία αναβλήθηκε, με κοινό αίτημα των διαδίκων, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, αναφέρθηκαν στις έγγραφες κατατεθείσες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα σε αυτές και στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Με τις διατάξεις του Π.Δ/τος 178/2002 (ΦΕΚ Α' 162/12-07-2002) λήφθηκαν "μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου". Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ανωτέρω Π.Δ/τος, με τη μεταβίβαση της επιχείρησης και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις, που είχε ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, μεταφέρονται στον διάδοχο, ο δε προηγούμενος εργοδότης εξακολουθεί να ευθύνεται και μετά τη μεταβίβαση αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που είχαν προκόψει από σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι τον χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, μετά τη μεταβίβαση (με την επιφύλαξη τυχόν δικαιωμάτων από υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης, για τα οποία δεν πρόκειται στην υπόθεση αυτή), ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονταν ήδη από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμός ατομική σύμβαση εργασίας (βλ. σχετικά ΑΠ 1116/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πλην όμως, η εις ολόκληρον ευθύνη του διαδόχου περιορίζεται στις εργασιακές εκείνες σχέσεις οι οποίες κατά τον χρόνο της μεταβίβασης εξακολουθούν να υφίστανται και ως προς τις οποίες ο νέος φορέας της μονάδας έχει, λόγω ακριβώς της μεταβίβασης, υποκαταστήσει τον προηγούμενο εργοδότη και υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εργασιακές σχέσεις. Αντιθέτως, ως προς τις εργασιακές σχέσεις, οι οποίες κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, έχουν με οποιονδήποτε τρόπο λυθεί, ο νέος φορέας, δεν έχει καταστεί ως προς αυτές διάδοχος εργοδότης και συνεπώς δεν ευθύνεται. Αν, λόγω της λύσης της σύμβασης εργασίας, δεν έχει λάβει χώρα, ως προς συγκεκριμένο εργαζόμενο, μεταβίβαση της εργασιακής του σχέσης, αυτός, ως προς τις εργατικές του αξιώσεις, δεν αποκτά ακόμη έναν οφειλέτη (βλ. σχετικά Δημήτρης Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Γ' Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2015, σελ. 1318). Εξάλλου, κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα, είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η καταγγελία και η περιέλευσή της στον μισθωτό (ά. 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955),  η οποία -αποσβεστική προθεσμία- λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψιν από το δικαστήριο και μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας η καταγγελία καθίσταται ισχυρή (βλ. σχετικά ΑΠ 172/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η αξίωση για την καταβολή ή συμπλήρωση της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης είναι απαράδεκτη, εάν η αγωγή δεν ασκηθεί εντός αποσβεστικής προθεσμίας έξι μηνών από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η καταγγελία και η περιέλευσή της στον μισθωτό (ά. 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955)» η οποία - αποσβεστική προθεσμία- λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψιν από το δικαστήριο (βλ. σχετικά ΑΠ 572/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 38 του Ν. 1892/1990 ως ισχύει, συνάγεται ότι, κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας, ο μισθωτός δικαιούται να αξιώσει από τον εργοδότη την πλήρη απασχόλησή του, τόσο για ολόκληρο το ημερήσιο ωράριο εργασίας, όσο και για όλες τις εργάσιμες ημέρες του μήνα. Παρέχεται, όμως, το δικαίωμα στον εργοδότη και στον μισθωτό (υπάλληλο ή εργατοτεχνίτη) να συμφωνήσουν εγγράφως, είτε κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας είτε, μεταγενέστερα, κατά τη διάρκεια αυτής, κάθε μορφή μερικής απασχόλησης και να καθορίσουν, συγχρόνως, τις ημέρες ή ώρες της εργασίας, καθώς και την ανάλογη αμοιβή βάσει των μισθών ή ημερομισθίων που ισχύουν κάθε φορά για την πλήρη απασχόληση.

Ειδικότερη μορφή της μερικής απασχόλησης (κατά την οποία η προσφορά εργασίας είναι μικρότερης διάρκειας από το εκάστοτε ισχύον πλήρες ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο, με αντίστοιχη μείωση της αμοιβής) αποτελεί η εκ περιτροπής εργασία. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Με τα άρθρα 2παρ. 3-6  Ν. 3846/2010 και 17 παρ. 3 Ν. 3899/2010  ο θεσμός της εκ περιτροπής εργασίας επαναρρυθμίστηκε από την εργατική νομοθεσία και επιπλέον εντάχθηκε στο θεσμό της «μερικής απασχόλησης», με συνέπεια την επέκταση εφαρμογής των προστατευτικών για τους εργαζόμενους διατάξεων της μερικής απασχόλησης και σ’ αυτή την ειδικότερη μορφή εργασίας. Η σχετική διάταξη του άρθρου 2 Ν. 3846/2010, που αντικατέστησε το άρθρο 38 του ν. 1892/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 3 Ν. 3899/2010, έχει ως εξής: «1. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση). Η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση          ……. 3.Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου. Αν περιοριστούν οι δράστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 260/2006 και του ν. 1767/1988. Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας….. 5. Οι έγγραφες ατομικές συμβάσεις των προηγούμενων παραγράφων πρέπει να περιλαμβάνουν: α) τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων, β) τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση του εργοδότη, γ) το χρόνο της απασχόλησης, τον τρόπο κατανομής και τις περιόδους εργασίας, δ) τον τρόπο αμοιβής και ε) τους τυχόν όρους τροποποίησης της σύμβασης. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, για την κατάρτιση συμβάσεως μερικής απασχόλησης (και υπό τη μορφή της εκ περιτροπής εργασίας), απαιτείται κατά νόμο έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συστατικός και η μη τήρησή του συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης, που αφορά τη μερική απασχόληση, η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη, κατ’ άρθρ. 159 του ΑΚ και λαμβάνεται υπόψη αυτεπογγέλτως, δεν θεραπεύεται δε και αν ακόμη εκπληρωθεί η σύμβαση με επίγνωση της έλλειψης του απαιτούμενου τύπου. Το τεκμήριο περί του οποίου γίνεται λόγος στο δεύτερο εδάφιο της παρ.1 του άρθρ. 38 του Ν. 1892/1990 και τέθηκε για την προστασία των δικαιωμάτων του εργαζομένου, δίχως να παραβλάπτονται τα δικαιώματα του εργοδότη, προϋποθέτει έγκυρη συμφωνία περί μερικής απασχόλησης, δηλαδή εγγράφως καταρτισθείσα και αφορά μόνο την περίπτωση μη έγκαιρης γνωστοποίησης της συμφωνίας αυτής στην Επιθεώρηση Εργασίας (ΑΠ 202/2015, ΑΠ 368/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά με το αποτέλεσμα της ακυρότητας της παραπάνω ρήτρας πρέπει να γίνουν οι εξής διακρίσεις: α) Αν συμφωνήθηκε να τροποποιηθεί η ήδη υπάρχουσα σύμβαση πλήρους απασχόλησης, ώστε εφεξής ο μισθωτός να απασχολείται μερικώς, εφ` όσον η ρήτρα της μερικής απασχόλησης είναι έγκυρη, τότε η αρχική σύμβαση πλήρους απασχόλησης μετατρέπεται εγκύρως σε σύμβαση μερικής απασχόλησης. Όταν, όμως, η τροποποιητική συμφωνία είναι άκυρη, γιατί δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, τότε δεν παράγονται τα αποτελέσματα που αυτή επιδιώκει (ΑΚ ι8ο), δηλαδή δεν μετατρέπεται η πλήρης απασχόληση σε μερική.

Στην περίπτωση αυτή, η ακυρότητα δεν θεραπεύεται και αν ακόμη εκπληρωθεί η σύμβαση με επίγνωση της έλλειψης του απαιτούμενου τύπου, ενώ ο εργοδότης θεωρείται υπερήμερος ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και οφείλει σε αυτόν την αμοιβή για πλήρη απασχόληση, β) Αν συμφωνήθηκε να μεταβληθεί η πλήρης απασχόληση σε μερική με ταυτόχρονη λύση της συμβάσεως πλήρους απασχόλησης ή αν η μερική απασχόληση συμφωνήθηκε, χωρίς να προϋπάρχει σύμβαση πλήρους απασχόλησης, τότε, αν η συμφωνία αυτή είναι άκυρη, επειδή δεν είναι έγγραφη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απ’ αυτή γεννάται αυτομάτως έγκυρη σύμβαση πλήρους απασχόλησης, αφού τέτοια δεν υπήρξε, αλλά λόγω της ακυρότητας θεωρείται ότι υπάρχει απλή σχέση εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός, που παρέσχε μερική εργασία με άκυρη σύμβαση, δικαιούται να αξιώσει με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού την ωφέλεια που αποκόμισε ο εργοδότης από την αποφυγή καταβολής της αμοιβής σε άλλο εργαζόμενο, που θα προσέφερε την ίδια εργασία συνδεόμενος με αυτόν με έγκυρη σύμβαση μερικής απασχόλησης (ΑΠ 969/2011, ΕφΠατρ 35/2007, ΕφΑΘ 1064/2006, ΜΠρΑθ 2082/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, εκθέτει ότι ...του έτους 2012 προσλήφθηκε με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως πωλήτρια στο κατάστημα ... που διατηρούσε ο πρώτος εναγόμενος στην πόλη .., για οκτάωρη εργασία, πέντε ημέρες την εβδομάδα, με συμφωνηθέντα μηνιαίο μισθό το ποσό των 800 ευρώ από την πρόσληψή της έως τον Φεβρουάριο του έτους 2013, το ποσό των 630 ευρώ από τον Μάρτιο του έτους 2013 έως τον Ιανουάριο του έτους 2016 και το ποσό των 700 ευρώ από τον Φεβρουάριο του έτους 2016 έως τις 30-11-2019, οπότε η σύμβαση καταγγέλθηκε εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2015 έως 30-11-2019 απασχολήθηκε την έκτη ημέρα της εβδομάδας, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης απασχόλησης, απασχολήθηκε πέραν του ανώτατου ορίου των 40 ωρών εβδομαδιαίως που ισχύει για το σύστημα πενθήμερης απασχόλησης (υπερεργασία και παράνομη υπερωρία) και παρείχε την εργασία της τις Κυριακές, χωρίς να έχει λάβει την αντίστοιχη αμοιβή με τις νόμιμες προσαυξήσεις, ότι της οφείλεται αποζημίωση αδείας με τις νόμιμες προσαυξήσεις και ότι τέλος δεν της καταβλήθηκε ολόκληρη η αποζημίωση απόλυσης. Ακολούθως, η ενάγουσα εκθέτει ότι στις 30-11-2019 η δεύτερη εναγόμενη διαδέχτηκε τον πρώτο εναγόμενο στο πρόσωπο του εργοδότη, λόγω μεταβίβασης της επιχείρησης και ευθύνεται, ως εκ τούτου, εις ολόκληρον με τον πρώτο εναγόμενο για την καταβολή των απαιτήσεων που είχαν γεννηθεί στο πρόσωπό του. Επίσης, εκθέτει ότι η δεύτερη εναγόμενη, από την ημέρα που έλαβε χώρα η ως άνω διαδοχή στο πρόσωπο του εργοδότη έως την απόλυσή της, που επισυνέβη στις 30-11-2020, επέβαλε μονομερώς σε αυτή, χωρίς έγγραφη συμφωνία, μερική απασχόληση και συγκεκριμένα τετράωρη απασχόληση, πέντε ημέρες την εβδομάδα, με μηνιαίο μισθό το ποσό των 350 ευρώ, ενώ δεν της κατέβαλε το δώρο Χριστουγέννων 2020 και, επίσης, της οφείλει αποζημίωση για τη μη λήψη αδείας 17 ημερών κατά το έτος 2020. Τέλος, η ενάγουσα εκθέτει ότι η δεύτερη εναγόμενη δεν τήρησε, ως διάδοχος στη θέση του εργοδότη, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων, τους όρους εργασίας που προβλέπονταν ήδη στη σύμβαση εργασίας της κι επέβαλε μονομερώς σε αυτή, χωρίς έγγραφη συμφωνία, μερική απασχόληση και συγκεκριμένα τετράωρη απασχόληση, πέντε ημέρες την εβδομάδα, με συμφωνηθέντα μηνιαίο μισθό το ποσό των 350 ευρώ, με συνέπεια να της οφείλει, για το χρονικό διάστημα από την ημέρα της διαδοχής έως τις 30-11-2020, τη διαφορά που προκύπτει από τον μηνιαίο μισθό των 700 ευρώ που είχε συμφωνηθεί με τον προηγούμενο εργοδότη και ήδη πρώτο εναγόμενο, όπως και τη διαφορά που προκύπτει για τον ίδιο λόγο για το δώρο Χριστουγέννων 2020, το επίδομα αδείας και την αποζημίωση για τη μη λήψη αδείας 17 ημερών κατά το έτος 2020. Κατόπιν τούτων, η ενάγουσα ζητεί, με βάση τις διατάξεις για τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας κι επικουρικά, σε περίπτωση που αυτή κριθεί άκυρη, με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρον, να της καταβάλουν για το χρονικό διάστημα από 01-01-2015 έως 31-11-2019, το συνολικό ποσό των 34.936,34 ευρώ και συγκεκριμένα το ποσό των 7.710,30 ευρώ για την εργασία την έκτη ημέρα της εβδομάδας, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης απασχόλησης, το ποσό των Ι8.440,64 ευρώ, για την υπερεργασία και την παράνομη υπερωρία, το ποσό των 2.326,80 ευρώ για την εργασία την Κυριακή, το ποσό των 4.692 ευρώ για αποζημίωση αδείας και το ποσό των 1.586,60 ευρώ κατά το οποίο υπολείπεται της νόμιμης η καταβληθείσα εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου αποζημίωση απόλυσης, όλα δε τα ανωτέρω κονδύλια με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από το έτος κατά το οποίο γεννήθηκαν οι ανωτέρω αξιώσεις, άλλως με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση κι επικουρικά, για την περίπτωση που κριθεί ότι δεν επήλθε διαδοχή στο πρόσωπο του εργοδότη, να υποχρεωθεί αποκλειστικά ο πρώτος εναγόμενος να της καταβάλει τα ανωτέρω κονδύλια, με τους προαναφερθέντες τόκους, να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 6.027 ευρώ και συγκεκριμένα το ποσό των 350 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων 2020 και το ποσό των 476 ευρώ ως αποζημίωση για τη μη λήψη αδείας 17 ημερών κατά το έτος 2020, καθώς και να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη, ως διάδοχος στη θέση του εργοδότη, να της καταβάλει το ποσό των 4.200 ευρώ ως διαφορά οφειλόμενων μισθών από 01-12-2019 έως 30-11- 2020, το ποσό των 350 ευρώ ως διαφορά δώρου Χριστουγέννων έτους 2020, το ποσό των 175 ευρώ, ως διαφορά επιδόματος αδείας και το ποσό των 476 ευρώ, ως διαφορά αποζημίωσης για τη μη λήψη αδείας 17 ημερών κατά το έτος 2020, όλα δε τα ανωτέρω κονδύλια με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από το έτος κατά το οποίο γεννήθηκαν οι ανωτέρω αξιώσεις, άλλως με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το ποσό των 5.000 ευρώ, για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των ανωτέρω αποδοχών της, με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος των εναγόμενων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (ά. 9, 14 παρ. 2, 22, 621 ΚΠολΔ), για να συζητηθεί με την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών των άρθρων 614 επ., 621 επ. ΚΠολΔ. Είναι δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων ά. 346, 648 επ. ΑΚ, ά. 176, 907, 908 ΚΠολΔ, ά. 42 Ν. 1892/1990, ά. 8 Ν. 3846/2010, ά. 74 Ν. 3863/2010, Κ.Υ.Α. 8900/1946, Κ.Υ.Α. 25825/1951, ά      2 Ν.Δ. 3755/1957, ά. 2, Ν. 435/1976, ά. 5 παρ. 1 Α.Ν.  539/1945, ά. 1 παρ. 1, 2 και 3 της Κ.Υ.Α. 19040/1981, ά. 3 του Ν. 4504/66, πλην όμως απαραδέκτως εισάγεται το αίτημα για την καταβολή του ποσού των 1.586,60 ευρώ, κατά το οποίο υπολείπεται της νόμιμης η καταβληθείσα εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου αποζημίωση απόλυσης, καθόσον η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε μετά την άπρακτη παρέλευση της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η καταγγελία και η περιέλευσή της στην ενάγουσα (ά. 6 παρ. ι του Ν. 3198/1955), η οποία λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψιν από το Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε. Επιπλέον, μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα για την εις ολόκληρον ενοχή της δεύτερης εναγόμενης για την καταβολή των απαιτήσεων της ενάγουσας που είχαν γεννηθεί στο πρόσωπο του πρώτου εναγόμενου, δεδομένου ότι δεν τίθεται, εν προκειμένω, θέμα διαδοχής στο πρόσωπο του εργοδότη, εφόσον η εργασιακή σχέση μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου λύθηκε πριν από τη μεταβίβαση της επιχείρησης μεταξύ των εναγόμενων. Συγκεκριμένα, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, η εργασιακή σχέση μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου λύθηκε με την από 30-11-2019 καταγγελία του τελευταίου, η οποία -καταγγελία- κατέστη σε κάθε περίπτωση ισχυρή με την άπρακτη παρέλευσης της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας για την προσβολή της (ά. 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1935), ενώ η ιστορούμενη μεταβίβαση της επιχείρησης επακολούθησε την ίδια ημέρα μεταξύ των εναγόμενων, με συνέπεια η δεύτερη εναγόμενη να μην καταστεί διάδοχος εργοδότης της ενάγουσας, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω στη μείζονα πρόταση που προηγήθηκε. Ακολούθως, μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα για την καταβολή εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης του ποσού των 5.201 ευρώ, που αντιστοιχούν στη διαφορά των μισθών του χρονικού διαστήματος από 01-12-2019 έως 30-11-2020 (4.200 ευρώ), του δώρου Χριστουγέννων 2020 (350 ευρώ), του επιδόματος αδείας (175 ευρώ) και της αποζημίωσης από τη μη λήψη αδείας 17 ημερών κατά το έτος 2020 (476 ευρώ), με βάση τις διατάξεις για τη σύμβαση εργασίας, διότι, ως προελέχθη, η δεύτερη εναγόμενη δεν διαδέχθηκε τον πρώτο εναγόμενο στο πρόσωπο του εργοδότη, αλλά, αντιθέτως, σύναψε νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την ενάγουσα, η οποία, όμως, πάσχει ακυρότητας διότι ως σύμβαση μερικής απασχόλησης δεν τηρήθηκε γι’ αυτή ο νόμιμος έγγραφος τύπος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι απ’ αυτή γεννήθηκε αυτομάτως έγκυρη σύμβαση πλήρους απασχόλησης, αφού τέτοια δεν υπήρξε νωρίτερα μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγόμενης, αλλά λόγω της ακυρότητας θεωρείται ότι υπήρχε απλή σχέση εργασίας και είναι, ως εκ τούτου, νόμιμο το επικουρικό αίτημα της ενάγουσας που στηρίζεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, σχετικά με την ωφέλεια που αποκόμισε η δεύτερη εναγόμενη από την αποφυγή καταβολής της αμοιβής σε άλλο εργαζόμενο, που θα προσέφερε την ίδια εργασία συνδεόμενος με αυτήν με έγκυρη σύμβαση μερικής απασχόλησης, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε. Έπειτα, μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα για την επιδίκαση του ποσού των 5.000 ευρώ, για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα, διότι δεν συνιστά αδικοπραξία η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης του εργοδότη προς καταβολή των οφειλόμενων στον εργαζόμενο αποδοχών και η παρακράτησή τους από αυτόν, ακόμη και εάν συντρέχουν οι όροι του εγκλήματος του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945, καθότι με την παράλειψη της πληρωμής (εν όλω ή εν μέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις αποδοχές του, τις οποίες ο εργοδότης εξακολουθεί να οφείλει από τη σύμβαση, και συνεπώς δεν υπάρχει ζημία που να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την παράλειψη αυτή (ΑΠ 670/2016, ΑΠ 1114/2013, ΑΠ 547/2007, ΑΠ 1436/2002, ΑΠ 1346/2002), ενώ η ζημία από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του εργαζόμενου καλύπτεται, σε κάθε περίπτωση, από τους οφειλόμενους τόκους υπερημερίας. Τέλος, μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα για την επιβολή προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγόμενων, ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης, δεδομένου ότι, σε κάθε περίπτωση, το αιτούμενο αγωγικό κονδύλιο που βασίζεται στις διατάξεις για τις αδικοπραξίες είναι μικρότερο του ποσού των 30.000 ευρώ (ά. 1047 παρ. 2 ΚπολΔ), ενώ, κατά τα λοιπά, η αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων γίνεται εμμέσως, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 951 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθ. ……… e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, με τη συνημμένη από 18-05-2022 απόδειξη πληρωμής), ενώ, τέλος, έλαβε χώρα η έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση (βλ. το από 21-04-2021 σχετικό έγγραφο ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, υπογεγραμμένο από την ενάγουσα και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της).

Από όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα, την ανωμοτί κατάθεση της ενάγουσας και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα στο ακροατήριο, περιεχόμενες στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, τις ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν για την παρούσα δίκη, οι οποίες λαμβάνονται υπόψιν έως τρεις στον αριθμό για κάθε διάδικο και δύο για την αντίκρουση και συγκεκριμένα από τις υπ’ αριθ. ……. και …… ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Συμβολαιογράφου ……. και την υπ’ αριθ. …….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου ……., που λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των εναγόμενων, τις υπ’ αριθ. ……., ……. και ……… ένορκες βεβαιώσεις της Συμβολαιογράφου …….., οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της ενάγουσας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η υπεράριθμη (κατά τη σειρά επίκλησης στις προτάσεις των εναγόμενων) υπ’ αριθ. ………. ένορκη βεβαίωση της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, καθώς επίσης και από τις ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης (συμπεριλαμβανομένης της δίκης ασφαλιστικών μέτρων) και λαμβάνονται υπόψιν ως έγγραφα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και τις υπεύθυνες δηλώσεις τρίτων, οι οποίες δεν έγιναν με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα δίκη και εκτιμώνται ως έγγραφα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. σχετικά ΑΠ 1583/2021 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), αποδείχθηκαν τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Τον ... έτους 2012 η ενάγουσα προσλήφθηκε με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως πωλήτρια στο κατάστημα ... που διατηρούσε ο πρώτος εναγόμενος στην πόλη της ……, για οκτάωρη εργασία, πέντε ημέρες την εβδομάδα, με συμφωνηθέντα και καταβληθέντα μηνιαίο μισθό το ποσό των 800 ευρώ από την πρόσληψή της έως τον Φεβρουάριο του έτους 2013, το ποσό των 650 ευρώ από τον Μάρτιο του έτους 2013 έως τον Ιανουάριο του έτους 2016 και το ποσό των 700 ευρώ από τον Φεβρουάριο του έτους 2016 έως τις 30-11-2019, οπότε η σύμβαση εργασίας καταγγέλθηκε εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου. Δεδομένου ότι η ενάγουσα ήταν η μοναδική υπάλληλος του καταστήματος, εργαζόταν ολόκληρο το ωράριο κατά το οποίο αυτό ήταν ανοιχτό, ήτοι από Δευτέρα έως Παρασκευή από ώρα 9:00 έως 14:30 και 17:30 έως 21:00 και το Σάββατο από ώρα 9:00 έως 14:00, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος απασχολούταν συστηματικά με συνεχές ωράριο στην επιχείρησή του. Επίσης, η ενάγουσα για δύο ώρες την εβδομάδα κατά μέσο όρο, κατά τις εργάσιμες ημέρες (Δευτέρα έως Παρασκευή), μετά το πέρας του ωραρίου του καταστήματος, καθώς και επί τετραώρου μία Κυριακή κάθε μήνα κατά μέσο όρο, απασχολούταν εκτός του καταστήματος και συγκεκριμένα μετέβαινε στις οικίες των εκάστοτε πελατών της επιχείρησης για ρύθμιση και συντήρηση των μηχανημάτων οξυγονοθεραπείας και των συσκευών άπνοιας που αυτοί χρησιμοποιούσαν (βλ. κυρίως την ανώμοτη κατάθεση της ενάγουσας στο ακροατήριο). Έπειτα, η ενάγουσα απασχολήθηκε επί οκταώρου 4 Κυριακές εντός του έτους 2016, 4 Κυριακές εντός του έτους 2017, 2 Κυριακές εντός του έτους 2018 και 2 Κυριακές εντός του έτους 2019, κατά τις οποίες διενεργούσε πελματογραφήματα σε αθλητές των ομάδων της Καρδίτσας. Ελάμβανε δε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα περίπου 6 ημέρες άδειας ετησίως. Βάσει των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, η ενάγουσα δικαιούται να της καταβληθεί, λόγω της εργασίας της κατά την 6η ημέρα της εβδομάδας (Σάββατο) στην επιχείρηση του πρώτου εναγόμενου, στην οποία εφαρμόζεται το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30% και συγκεκριμένα: Για το έτος 2015 (μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30% = 5,07 ευρώ X 5 ώρες = 25,35 ευρώ κάθε Σάββατο X 52 ημέρες Σαββάτου ετησίως κατά μέσο όρο) = 1.318,2 ευρώ, για το έτος 2016 (για τον Ιανουάριο του έτους 2016: μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30% = 5,07 ευρώ X 5 ώρες = 25,35 ευρώ κάθε Σάββατο X 4 ημέρες Σαββάτου = 101,4 ευρώ και για τους υπόλοιπους μήνες του έτους 2016 μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30% = 5,46 ευρώ X 5 ώρες = 27,3 ευρώ κάθε Σάββατο X 48 ημέρες Σαββάτου = 1.310,40 ευρώ και συνολικά)= 1.411,80 ευρώ, για το έτος 2017 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30% = 5,46 ευρώ X 5 ώρες = 27,3 ευρώ κάθε Σάββατο X 52 ημέρες Σαββάτου ετησίως κατά μέσο όρο)= 1.419,6 ευρώ, για το έτος 2018 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30% = 5,46 ευρώ X 5 ώρες = 27,3 ευρώ κάθε Σάββατο X 52 ημέρες Σαββάτου ετησίως κατά μέσο όρο)= 1.419,6 ευρώ και για το έτος 2019 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30% = 5,46 ευρώ X 5 ώρες = 27,3 ευρώ κάθε Σάββατο X 48 ημέρες Σαββάτου)= 1.310,4 ευρώ, άρα συνολικά για την ανωτέρω αιτία πρέπει να καταβληθεί στην ενάγουσα εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου το ποσό των 6.879,60 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Επίσης, η ενάγουσα, δικαιούται να της καταβληθεί, λόγω της υπερεργασίας της από την 40η έως την 45η ώρα απασχόλησής της εβδομαδιαίως, δεδομένου ότι, ως προεξετέθη, απασχολούταν στην επιχείρηση του πρώτου εναγόμενου 9 ώρες ημερησίως από Δευτέρα έως Παρασκευή, το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20% και συγκεκριμένα για το έτος 2015 (μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20% = 4,68 ευρώ X 5 ώρες την εβδομάδα = 23,4 ευρώ X 52 εβδομάδες ετησίως κατά μέσο όρο) = 1.216,80 ευρώ, για το έτος 2016 (για τον Ιανουάριο του έτους 2016: μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20% = 4,68 ευρώ X 5 ώρες την εβδομάδα = 23,4 ευρώ X 4 εβδομάδες = 93,60 ευρώ και για τους υπόλοιπους μήνες του έτους 2016: μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20% = 5,04 ευρώ X 5 ώρες την εβδομάδα = 25,2 ευρώ X 48 εβδομάδες = 1.209,6 ευρώ και συνολικά =) 1.303,20 ευρώ, για το έτος 2017 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20% = 5,04 ευρώ X 5 ώρες την εβδομάδα = 25,2 ευρώ X 52 εβδομάδες ετησίως κατά μέσο όρο) = 1.310,4 ευρώ, για το έτος 2018 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20% = 5,04 ευρώ X 5 ώρες την εβδομάδα = 25,2 ευρώ X 52 εβδομάδες ετησίως κατά μέσο όρο) = 1.310,4 ευρώ και για το έτος 2019 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20% = 5,04 ευρώ X 5 ώρες την εβδομάδα = 25,2 ευρώ X 48 εβδομάδες ετησίως κατά μέσο όρο) = 1.209,6 ευρώ, άρα συνολικά για την ανωτέρω αιτία πρέπει να καταβληθεί στην ενάγουσα εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου το ποσό των 6.350,40 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Περαιτέρω, η ενάγουσα, δικαιούται να της καταβληθεί, λόγω της παράνομης υπερωρίας της για δύο ώρες εβδομαδιαίως, δεδομένου ότι, ως προεξετέθη, εργαζόταν εκτός καταστήματος για δύο ώρες εβδομαδιαίως μετά την ολοκλήρωση των g ωρών εργασίας που παρείχε από Δευτέρα έως Παρασκευή στο κατάστημα του πρώτου εναγόμενου, το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 80% και συγκεκριμένα για το έτος 2015 (μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80% = 7,02 ευρώ X 2 ώρες την εβδομάδα = 14,04 ευρώ X 52 εβδομάδες ετησίως κατά μέσο όρο) = 730,08 ευρώ, για το έτος 2016 (για τον Ιανουάριο του έτους 2016: μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80% = 7,02 ευρώ X 2 ώρες την εβδομάδα = 14,04 ευρώ X 4 εβδομάδες = 56,16 ευρώ και για τους υπόλοιπους μήνες του έτους 2016: μισθός 700 ευρώ X 0,006= 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80% = 7,56 ευρώ X 2 ώρες την εβδομάδα = 15,12 ευρώ X 48 εβδομάδες = 725,76 ευρώ και συνολικά) = 781,92 ευρώ, για το έτος 2017 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80% = 7,56 ευρώ X 2 ώρες την εβδομάδα = 15,12 ευρώ X 52 εβδομάδες ετησίως κατά μέσο όρο) = 786,24 ευρώ, για το έτος 2018 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80% = 7,56 ευρώ X 2 ώρες την εβδομάδα = 15,12 ευρώ X 52 εβδομάδες ετησίως κατά μέσο όρο) = 786,24 ευρώ και για το έτος 2019 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 ευρώ καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80% = 7,56 ευρώ X 2 ώρες την εβδομάδα = 15,12 ευρώ X 48 εβδομάδες ετησίως) = 725,76 ευρώ, άρα συνολικά για την ανωτέρω αιτία πρέπει να καταβληθεί στην ενάγουσα εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου το ποσό των 3.810,24 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Κατόπιν, η ενάγουσα δικαιούται να της καταβληθεί το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 75% για την εργασία που παρείχε, ως προεξετέθη, επί οκταώρου 4 Κυριακές εντός του έτους 2016, 4 Κυριακές εντός του έτους 2017, 2 Κυριακές εντός του έτους 2018 και 2 Κυριακές εντός του έτους 2019, ήτοι συνολικά 12 Κυριακές και συγκεκριμένα (μισθός 700 ευρώ :25 = 28 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο X 75% προσαύξηση = 49 ευρώ X 12 ημέρες Κυριακής) = 588 ευρώ συνολικά, καθώς και το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75% για την εργασία που παρείχε, ως προεξετέθη, επί τετραώρου, μία Κυριακή κάθε μήνα και συγκεκριμένα για το έτος 2015 (μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο X προσαύξηση 75% = 6,825 ευρώ X 4 ώρες = 27,3 X 12 ημέρες Κυριακής ετησίως) = 327,60 ευρώ, για το έτος 2016 (για τον Ιανουάριο 2016 μισθός 650 ευρώ X 0,006 = 3,9 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο X προσαύξηση 75% = 6,825 ευρώ X 4 ώρες = 27,3 και για τους υπόλοιπους μήνες του έτους 2016 μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο X προσαύξηση 75% = 7,35 ευρώ X 4 ώρες = 29,4 ευρώ X 11 ημέρες Κυριακής = 323,40 και συνολικά) = 350,70 ευρώ, για το έτος 2017 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο X προσαύξηση 75% = 7,35 ευρώ X 4 ώρες = 29,4 ευρώ X 12 ημέρες Κυριακής ετησίως)= 352,8 ευρώ, για το έτος 2018 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο X προσαύξηση 75% = 7,35 ευρώ X 4 ώρες = 29,4 ευρώ X12 ημέρες Κυριακής ετησίως) =352,8 ευρώ και για το έτος 2019 (μισθός 700 ευρώ X 0,006 = 4,2 καταβαλλόμενο ωρομίσθιο X προσαύξηση 75% = 7,35 ευρώ X 4 ώρες = 29,4 ευρώ X 11 ημέρες Κυριακής ετησίως)= 323,4 ευρώ, άρα συνολικά για την ανωτέρω αιτία πρέπει να καταβληθεί στην ενάγουσα εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου το ποσό των 2.295,30 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Έπειτα, η ενάγουσα δικαιούται να της καταβληθεί ως αποζημίωση για μη λήψη αδείας ι6 ημερών ετησίως, εφόσον δικαιούταν 22 ημέρες αδείας κατ’ έτος και αντ αυτού της χορηγούνταν, ως προεξετέθη, 6 ημέρες αδείας ετησίως, το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% και συγκεκριμένα για το έτος 2015 (μισθός 650 ευρώ : 25 = 26 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο X προσαύξηση 100% = 52 ευρώ X 16 ημέρες ετησίως) = 832 ευρώ, για το έτος 2016 (μισθός 700 ευρώ : 25 = 28 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο X προσαύξηση 100% = 56 ευρώ X 16 ημέρες ετησίως) = 896 ευρώ, για το έτος 2017 (μισθός 700 ευρώ : 25 = 28 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο X προσαύξηση 100% = 56 ευρώ X 16 ημέρες ετησίως) = 896 ευρώ, για το έτος 2018 (μισθός 700 ευρώ : 25 = 28 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο X προσαύξηση 100% = 56 ευρώ X 16 ημέρες ετησίως) = 896 ευρώ και το έτος 2019 (μισθός 700 ευρώ : 25 = 28 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο X προσαύξηση 100% = 56 ευρώ X 16 ημέρες ετησίως) = 896 ευρώ, άρα συνολικά για την ανωτέρω αιτία πρέπει να καταβληθεί στην ενάγουσα εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου το ποσό των 4.416 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Κατόπιν, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα προσέφερε τις υπηρεσίες της στη δεύτερη εναγόμενη από 01-12-2019 έως 30-11- 2020, απασχολούμενη 4 ώρες ημερησίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί τη βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας μερικής απασχόλησης, λόγω έλλειψης του έγγραφου τύπου, λαμβάνοντας μηνιαίως το ποσό των 350 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στον μισθό που θα κατέβαλε η δεύτερη εναγόμενη ως εργοδότης σε άλλον εργαζόμενο, που θα προσέφερε την ίδια εργασία και θα συνδεόταν μαζί της με έγκυρη σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης και συνεπώς δεν οφείλεται στην ενάγουσα διαφορά αποδοχών για το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Πλην όμως, δεν αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των 350 ευρώ, ως προς το οποίο ωφελήθηκε, διότι θα το κατέβαλε ως δώρο Χριστουγέννων (ένας μηνιαίος μισθός) σε άλλον εργαζόμενο, που θα προσέφερε την ίδια εργασία και θα συνδεόταν μαζί της με έγκυρη σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα που παρείχε τις υπηρεσίες της στη δεύτερη εναγόμενη, έλαβε 6 ημέρες άδειας έναντι των 20 ημερών που δικαιούταν και, συνεπώς, η δεύτερη εναγόμενη πρέπει να της καταβάλει το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο, προσαυξημένο κατά 100% και συγκεκριμένα (350 ευρώ μισθός :25 = 14 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο X προσαύξηση 100% = 28 X 14 ημέρες)= 392 ευρώ, εφόσον το ποσό αυτό θα κατέβαλε ως αποζημίωση για τη μη λήψη αδείας 14 ημερών σε άλλον εργαζόμενο, που θα προσέφερε την ίδια εργασία και θα συνδεόταν μαζί της με έγκυρη σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει, η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 23.751,54 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό και να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 742 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Τέλος, η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, όσον αφορά τον πρώτο εναγόμενο, για το ποσό των ιο.οοο ευρώ, ως προς το οποίο κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (ά. 908 ΚΠολΔ), ενώ οι εναγόμενοι πρέπει να καταδικαστούν στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας λόγω της μερικής ήττας τους και κατόπιν σχετικού αιτήματος (ά. 176, ά. 63, 65 και 68 του Κώδικα Δικηγόρων), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ενός ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (23.751,54), με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των επτακοσίων σαράντα δύο (742) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους από εκείνο κατά το οποίο έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, όσον αφορά τον πρώτο εναγόμενο, ως προς το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων ενενήντα (990) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Καρδίτσα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14-2-2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013