Αναιρετικοί λόγοι.ΚΠολΔ 559.11.Ορισμένο και παραδεκτό του λόγου.Ένορκες βεβαιώσεις, σιωπηρή ομολογία (ΚΠολΔ 261).Πώληση ελαττωματικού πράγματος.Αξίωση μείωσης τιμήματος (ΑΚ 540) και δαπάνης επισκευής(ΑΚ543).Ορθή ερμηνεία.ΚΠολδ 559.1,19.

Ο 1ος λόγος αναίρεσης πρέπει και αιτούμαι να απορριφθεί διότι:

          1.       Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του 1ου λόγου αναίρεσης, δεν υπάρχει αιτίαση ότι η .. ένορκη βεβαίωση, ελήφθη χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις ή/και προσκομίστηκε εκπρόθεσμα, δηλ. μετά το πέρας της προθεσμίας προσθήκης-αντίκρουσης, είτε στον 1ο, είτε στον 2ο βαθμό. Αλλά και από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, όπως ενσωματώνονται και στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, προκύπτει ότι αυτή παραδέχεται πως προσκομίστηκε με επίκληση νόμιμα και εμπρόθεσμα με τις προτάσεις (όχι με την προσθήκη) ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και ελήφθη υπόψη. Δεν υπάρχει επίσης αιτίαση από τον αναιρεσείοντα, αλλ` ούτε και παραδοχή της προσβαλλόμενης, ότι συντρέχει περίπτωση απαραδέκτου της παρ. 2 της ΚΠολΔ 529, δηλ. ότι προσήχθη για πρώτη φορά στο Εφετείο, ενώ τάχα δεν την είχα προσκομίσει στο πρωτόδικο από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαρεία αμέλεια. Δηλ. η προσβαλλόμενη απέκρουσε το απαράδεκτο αυτό, έστω και σιωπηρά, αφού την έλαβε υπόψη. Επιπλέον δεν υπάρχει αιτίαση, αλλ` ούτε και παραδοχή της προσβαλλόμενης ότι το ανωτέρω αποδεικτικό μέσο, αποκρούστηκε πρωτόδικα. Επίσης σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, όπως ενσωματώνονται και στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, προκύπτει ότι κατέληξε στο αποδεικτικό της πόρισμα για τη μείωση του τιμήματος, αφού έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει στην αρχή του σκεπτικού της αναλυτικά, δηλ. και άλλες ένορκες βεβαιώσεις εκατέρωθεν, τεχνικές εκθέσεις, εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, δικαστικά τεκμήρια και τα διδάγματα της κοινής πείρας, «μερικών εκ των οποίων γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών». Δηλ. για την ανωτέρω αποδεικτική θεμελίωση (μείωση τιμήματος) δεν έλαβε υπόψη ειδικά και μόνο την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση και ούτε και ο αναιρεσείων ισχυρίζεται κάτι τέτοιο.

          Ο λόγος όμως αναίρεσης της ΚΠολΔ 559.11, δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο στήριξε τη δικανική του πεποίθηση στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως άλλωστε ρητά προκύπτει εν προκειμένω από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, και αυτή η αποδεικτική θεμελίωση δεν πλήττεται από τον αναιρεσείοντα, όπως ευκόλως επισκοπείται από το αναιρετήριο. (ΑΠ 2106/2007, ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία:  «Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. β΄ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν. Όμως αν το δικαστήριο στηρίζεται στο σύνολο των αποδείξεων και επαλλήλως σε ομολογία, αλυσιτελώς πλήττεται μόνον η τελευταία αιτιολογία (ΑΠ 276/1993 Ελ.Δνη1994, 1078). Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο προκειμένου να αιτιολογήσει την περί δεδικασμένου ως άνω κρίση του, αναφέρει ότι το Δημόσιο συνομολογεί ότι τα ήδη επίδικα ακίνητα είναι τμήματα του μείζονος ακινήτου του οποίου το ..... Ορφανοτροφείο, απώτερος δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων, ζήτησε με αγωγή του έναντι του Δημοσίου την αναγνώριση της κυριότητάς του. Όμως όπως ανελέγκτως, σε άλλο σημείο η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται, προκύπτει από τις αποδείξεις ότι τα επίδικα ακίνητα ήσαν τμήματα της μείζονος εκτάσεως που νεμόταν το ...... Ορφανοτροφείο και μεταβιβάστηκαν το 1937 στον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων Ψ6. Επομένως η τελευταία παραδοχή επαρκώς στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το ως άνω ζήτημα, έτσι ώστε η επάλληλη αιτιολογία στην οποία περιέχεται η ομολογία αλυσιτελώς πλήττεται και ο από το άρθρο 559 αριθμ. 11β ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.». βλ. επίσης και ΑΠ 894/2011, ΝΟΜΟΣ)

          Συνεπώς ο ανωτέρω λόγος και ως προς τα δύο σκέλη (ένορκη βεβαίωση και σιωπηρή ομολογία για την οποία αναλυτικά κατωτέρω), είναι απορριπτέος για τον ανωτέρω λόγο.

          Επιπλέον ως προς το σκέλος της ενόρκου βεβαίωσης, είναι αόριστος και απαράδεκτος, γιατί δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο α) το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου της ανωτέρω ενόρκου βεβαίωσης, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η βασιμότητα του ισχυρισμού και η επίδρασή του στο διατακτικό και β) δεν αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός περί απαραδέκτου προβλήθηκε στο δικαστήριο κατά τρόπο νόμιμο και ορισμένο, τόσο μάλλον καθόσον η προσβαλλόμενη δέχεται ότι αυτή είχε προσκομισθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα με τις προτάσεις μου στο Εφετείο (και προκύπτει αυτό και από την επισκόπησή τους), οπότε και ο αναιρεσείων, όφειλε ήδη από τότε να προβάλλει το σχετικό ισχυρισμό, κάτι όμως που δεν ισχυρίζεται, αλλ` ούτε και προκύπτει (ΑΠ 263/1989 ΕλλΔνη 1990, 527, ΑΠ 442/1993, ΕλλΔνη 1995, 88,90, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ τ.Ι, υπο 559. αρ. 118). Δηλ. για να είναι παραδεκτός ο λόγος, πρέπει ο σχετικός ισχυρισμός περί απαραδέκτου κλπ του αποδεικτικού μέσου να έχει προταθεί κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη και το περιστατικό αυτό να αναφέρεται στο αναιρετήριο (562ΙΙ, ΑΠ 1510/2011, ΝΟΜΟΣ)

          Επίσης, ο ανωτέρω λόγος είναι μη νόμιμος, γιατί, ακόμα και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η .... ένορκη βεβαίωση, η οποία ελήφθη νόμιμα και προσκομίστηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο εμπροθέσμως στην προθεσμία προσθήκης-αντίκρουσης, δεν αφορά δήθεν αντίκρουση ισχυρισμού που προβλήθηκε για πρώτη φορά με τις προτάσεις (κάτι που δεν ισχύει όπως προκύπτει από την επισκόπησή της), πάντως το Εφετείο ορθά την έλαβε υπόψη κατά το άρθρο 529ΚΠολΔ, αφού προσκομίστηκε  με τις προτάσεις μου πριν τη συζήτηση, με επίκληση νόμιμα και εμπρόθεσμα ενώπιόν του, όπως άλλωστε το παραδέχεται, γιατί ακόμα και έτσι, πρόκειται για «νέο» αποδεικτικό μέσο, καθόσον τέτοιο, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο, χαρακτηρίζεται και το προσκομισθέν απαραδέκτως στο πρώτο βαθμό, αρκεί βέβαια να μην υπάρχει το απαράδεκτο της παρ. 2 του ιδίου άρθρου, κάτι που, όπως ειπώθηκε, ούτε ο αντίδικος ισχυρίζεται, και οπωσδήποτε το απέκρουσε και η προσβαλλόμενη αφού το έλαβε υπόψη. (ΑΠ 419/1996, ΕλλΔνη 1997, 591). Γι` αυτό και οι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν στο δευτεροβάθμιο ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν μετά τη συζήτηση στον 1ο βαθμό και μέσα στην προθεσμία προσθήκης και αντίκρουσης ή προσκομίστηκαν στο πρωτοβάθμιο μετά τη συζήτηση (ΑΠ 659/2007 ΝοΒ 2007, 1823, ΑΠ 509/2011, ΝΟΜΟΣ) ή μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης (ΑΠ 586/2002, ΕλλΔνη 2003, 430). Δηλ. θα είχε νόημα να μιλάμε για την ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια όταν η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση προσκομίζονταν με επίκληση στο Εφετείο στην προθεσμία προσθήκης και αντίκρουσης «προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, άμεση ή έμμεση, των ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, …., εκτός και αν αφορά την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση στο Εφετείο» (ΑΠ 659/2007 κλπ). Δεν πρόκειται για τέτοια περίπτωση εδώ, ούτε το επικαλείται ο αναιρεσείων.

          2.       Η κρίση για ύπαρξη ή μη εξώδικης ομολογίας, εφόσον στηρίζεται στην εκτίμηση του περιεχομένου εγγράφου (εδώ στην από 26-1-2028 εξώδικη απάντησή του αναιρεσείοντος στην από 19-12-2017 εξώδικη δήλωσή μου με την οποία προέβαινα σε δήλωση μείωσης του τιμήματος), δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΚΠολΔ 561.Ι). Αρκεί να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το έγγραφο, όπως εδώ. (ΑΠ 1465/1997, Δ 1998, 413)

          Σύμφωνα με την ΑΠ 115/2008, ΝΟΜΟΣ  «Κατά το άρθρο 261 εδ. β` του ΚΠολΔ "Εφ` όσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστήριο να κρίνει, σε συνδυασμό με τη γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για να συναγάγει το δικαστήριο της ουσίας από τη γενική άρνηση του διαδίκου και το σύνολο των ισχυρισμών του ομολογία για κάποιο πραγματικό ισχυρισμό, που αποτελεί στοιχείο της αγωγής ή της ένστασης, είναι η μη αμφισβήτηση του πραγματικού αυτού ισχυρισμού. Επομένως, αν δεν υπάρχει η ειδική αυτή αμφισβήτηση, η ύπαρξη της οποίας και μόνο ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δηλαδή η ευχέρεια να συναγάγει ομολογία ή άρνηση του συγκεκριμένου ισχυρισμού δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο διότι αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων. Μόνο δε εάν υπάρχει τέτοια ειδική αμφισβήτηση του κρίσιμου ισχυρισμού, η ύπαρξη της οποίας επίσης ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, και παρά ταύτα το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε ομολογία αυτού, υποπίπτει τούτο στην πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. β` του ΚΠολΔ, δηλαδή εκείνη της παρά το νόμο λήψης υπόψη απόδειξης που δεν προσκομίστηκε

          Συνεπώς, ως προς το σκέλος αυτό (σιωπηρή ομολογία) ο λόγος είναι απαράδεκτος, γιατί δεν επικαλείται-αναφέρει για το ορισμένο αυτού, την ειδική άρνηση/αμφισβήτηση με τις προτάσεις του, η οποία θα απέκλειε την σιωπηρή ομολογία, δηλ. δεν επικαλείται και δεν ενσωματώνει στο αναιρετήριο το τμήμα εκείνων των προτάσεων του Εφετείου κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη, από τις οποίες θα προέκυπτε η ειδική αμφισβήτηση του ύψους του συμφωνηθέντος και καταβληθέντος τιμήματος των 37.380€. 

          Αλλά ούτε και από την επισκόπηση των ανωτέρω προτάσεών του προκύπτει κάποια ειδική αμφισβήτηση του ισχυρισμού μου περί του συμφωνηθέντος και καταβληθέντος ανωτέρω τιμήματος και συνεπώς ο λόγος είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

          Σε κάθε περίπτωση και για την ίδια αιτίαση (ΚΠολΔ 559. 11β) αναφορικά και με την σιωπηρή ομολογία, αναφέρομαι στα ανωτέρω, δηλ. ότι δεν ιδρύεται σε κάθε περίπτωση, αφού το δικαστήριο στήριξε τη δικανική του πεποίθηση στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως άλλωστε ρητά προκύπτει εν προκειμένω από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης. Αυτή δε η αποδεικτική θεμελίωση (σύνολο αποδείξεων) δεν πλήττεται από τον αναιρεσείοντα, όπως ευκόλως επισκοπείται από το αναιρετήριο. Αναφέρομαι στις ΑΠ 2106/2007, ΝΟΜΟΣ, ό.α, και ΑΠ 894/2011, ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία « Εξάλλου, σε περίπτωση που το δικαστήριο στηρίζεται στο σύνολο των αποδείξεων και επαλλήλως ή επικουρικώς σε ομολογία που δεν υφίσταται, αλυσιτελώς πλήττεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 11β ΚΠολΔ μόνο η τελευταία αιτιολογία.». Βλ. επίσης και ΑΠ 276/1993, ΕλλΔνη 1994,1078)

                                                       ΙΙ

          Αναφορικά με τον 2ο λόγο, λεκτέα τα εξής, ήτοι:

          Δεν αμφισβητείται ότι κράτησα το πράγμα. Στην περίπτωση αυτή κατά την ΑΚ 543 ο αγοραστής «δικαιούται να απαιτήσει την αποκατάσταση κάθε ζημιάς που έχει άμεση και αιτιώδη σχέση με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας, τις δαπάνες που έκανε για τη διόρθωση της ελαττωματικότητας του πράγματος (βλ. Γεωργιάδη/Σταθόπουλο υπο 543. αρ. 11, ΑΠ 1760/1987 ΝοΒ 36, 1636), τη ζημία που έχει υποστεί από τη στέρηση της χρήσης του. Ο αγοραστής μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα μείωσης του τιμήματος και σωρευτικά να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε ζημία του από τις προαναφερόμενες (βλ. Κορνηλάκη ό.α, σελ. 290), να ζητήσει αποζημίωση και για τις λεγόμενες «περαιτέρω ζημίες» σε άλλο περιουσιακό έννομο αγαθό που οφείλονται αιτιωδώς στην ελαττωματικότητα του πωλούμενου πράγματος» (Ν. Λεοντής, ΕρμΑΚ 2020, υπο 543. 5). Η ΑΠ 1588/2018 που επικαλείται ο αναιρεσείων, επιβεβαιώνει όλα τα ανωτέρω.

          Συνεπώς ορθά η προσβαλλόμενη μου επιδίκασε και τη θετική μου ζημία, συνιστάμενη σε ό,τι κατέβαλα για τη διόρθωση της ελαττωματικότητας του πράγματος, αφού σε περίπτωση που ο αγοραστής κρατεί το πράγμα δικαιούται και τη μείωση του τιμήματος (ΑΚ 540),   και την ανωτέρω ζημία σωρευτικά.

          Συνεπώς ο αναιρεσείων εκκινεί από λάθος προϋπόθεση: μετά την άσκηση των δικαιωμάτων της ΑΚ 540, δεν αποζημιώνεται μόνο η περαιτέρω ζημία, αλλά και η περαιτέρω ζημία. Δηλ. ομού με άλλες θετικές (π.χ δαπάνη επισκευής) ή άλλο διαφυγόν κέρδος (αδυναμία χρήσης, εκμίσθωσης, ζημία από σύμβαση κάλυψης κλπ) που έχουν άμεση και αιτιώδη σχέση με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας.

          Αυτό εξ άλλου είναι και τελολογικά ορθό, γιατί η ζημία από την έλλειψη συνομολογηθεισών ιδιοτήτων του πράγματος, είναι εντελώς άλλη ποιοτικά από τη θετική ζημία για την επισκευή-διόρθωση του πράγματος, ή την αποθετική ζημία από τη στέρηση χρήσης κλπ, αφού μπορούν να υπάρξουν αυτοτελώς. Η πρώτη καλύπτεται με την μείωση του τιμήματος (ΑΚ 540), η δε δεύτερες με την ΑΚ 543. Η διαφορά είναι σαφής: εφόσον το φορτηγό κατά τη μετάθεση του κινδύνου (παράδοση) δεν είχε τις συμφωνημένες ιδιότητες που παραδέχεται η προσβαλλόμενη (λίγα χιλιόμετρα, συντηρημένος και αποδοτικός κινητήρας που δεν έχει ανοιχτεί και επισκευαστεί παλιότερα κλπ), τότε αυτές οι ελλείψεις επηρεάζουν αρνητικά την αξία του, σε σχέση με ένα που δεν θα είχε αυτές τις ελλείψεις. Η ζημία εδώ καλύπτεται από τη μείωση του τιμήματος. Αυτή δηλ. τη ζημία θα μου την επιδίκαζε, ακόμα και εάν δεν πάθαινε την ζημία που έπαθε ο κινητήρας, ή άλλα τμήματα του οχήματος (διαφορικό) από τα «εν σπέρματι» ελαττώματα. Εφόσον όμως από την έλλειψη ιδιοτήτων ή την ύπαρξη ελαττωμάτων που υπήρχαν εν «σπέρματι», ήταν υπαρκτά κατά το χρόνο παράδοσης και εξελίχθηκαν αιτιακά ώστε να επιφέρουν την ολοκλήρωση και ανάδειξή τους (παλιά υπερθέρμανση και καταπόνηση κινητήρα, άτεχνη τότε επισκευή κλπ), επήλθε και η καταστροφή του κινητήρα ή και ολοκληρώθηκε ένα ακόμη άλλο ελάττωμα «εν υπνώσει» μέχρι τότε (διαφορικό), τότε ο αγοραστής δικαιούται και όσα δαπάνησε για επισκευή τους, όσα στερήθηκε από την χρήση του κλπ. Εάν λοιπόν. π.χ αγόραζα ένα air-condition αξίας 100€ και ισόποσου τιμήματος, συμφωνώντας την ιδιότητα ψύξης έστω για 100τμ (12άρι), αλλά τελικά δεν την είχε παρά μόνο για 50τμ (9άρι χωρίς να έχει κανένα ελάττωμα τεχνικά), αξίας 50€, τότε η διαφορά ανάμεσα τους, δηλ. τα 50€, θα ήταν η ζημία μου (ΑΚ 540) εφόσον αποφάσιζα να κρατήσω το πράγμα (9άρι) με την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας. Εάν όμως αυτό είχε (κατά το χρόνο παράδοσης) και (εν σπέρματι) πραγματικό τεχνικό ελάττωμα εξ αιτίας του οποίου, όπως αποκαλύφθηκε αμέσως μετά, δεν μπορούσε να ψύξει ούτε τα 50τμ, γιατί σταμάτησε να λειτουργεί, η δαπάνη διόρθωσης του (το ίδιο και η ζημία από σύμβαση κάλυψης) είναι άλλη ζημία, αποκαταστατέα με ΑΚ 543. Κανείς εδώ δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η τελευταία αυτή ζημία «καλύφθηκε» από τη μείωση του τιμήματος, αφού είναι φανερό ότι δεν μπορούσε να υπολογιστεί και δεν υπολογίστηκε στην ανωτέρω διαφορά αξίας γιατί δεν αφορά το τίμημα. Άλλωστε εάν πράγματι αγόραζα ένα τέτοιο 9άρι με συμφωνημένη ιδιότητα ψύξης για 50τμ (και όχι για 100τμ), και πάλι εάν αυτό είχε πραγματικό ελάττωμα, την δαπάνη διόρθωσης επιβαρύνεται ο πωλητής μου εκ της σύμβασης. Εάν δε από την έλλειψη ψύξης συνεπεία του ελαττώματος βλάπτονται και άλλα πράγματα (φρούτα κλπ), αυτή είναι «περαιτέρω» ζημία, επίσης αποκαταστατέα (ΑΚ 543). Έτσι λοιπόν εάν αρχικά, δηλ. πριν την καταστροφή του κινητήρα, ο πωλητής μου (υποθετικά) δεχόταν την μείωση του τιμήματος ελλείψει των συνομολογηθεισών ιδιοτήτων του κινητήρα και ικανοποιούσε την αξίωσή μου και αμέσως μετά επισυνέβαινε η καταστροφή του κινητήρα για τους ανωτέρω λόγους, ή ολοκληρώνονταν και η ανάδειξη και άλλου υπάρχοντος «εν σπέρματι» ελαττώματος (διαφορικό) μπορεί κανείς να υποστηρίξει σοβαρά ότι δεν θα εδικαιούμην και την δαπάνη επισκευής αυτών; Πολλού γε δεί, γιατί η ΑΚ 543, σύμφωνα με τον σκοπό της (βλ. αμέσως κατωτέρω), λέει το εξής απλό: δίνω στον αγοραστή, εφόσον κρατά το πράγμα, την διαφορά του τιμήματος από την έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων (έτσι ώστε το τίμημα να ανταποκρίνεται τωόντι σε ένα πράγμα που τελικά δεν έχει τις συμφωνημένες ιδιότητες). Δεν δίνω χρήματα-αποζημίωση για να το φέρει ο αγοραστής σε μια κατάσταση σαν να είχε εξαρχής της ιδιότητες που λείπουν. Δεν δίνω  δηλ. χρήματα για να «προσθέσει» σ` αυτό τις ελλείπουσες ιδιότητες. Εάν όμως ο αγοραστής δαπανήσει και για διόρθωση, τότε δεν δαπανά για να εξισορροπήσει την αξία του πράγματος επειδή αυτό δεν είχε τις συνομολογημένες ιδιότητες (αυτό έγινε με τη μείωση του τιμήματος), αλλά για τη ζημία του οφειλόμενη άμεσα είτε στην έλλειψη των συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, είτε σε αναφανέν πραγματικό ελάττωμα. Αυτή η θετική ζημία, δεν καλύπτεται από την εξισορρόπηση του τιμήματος που ήδη έγινε με την μείωση του τιμήματος. Αυτό είναι αυτονόητο, γιατί διαφορετικά με την ΑΚ 543 δεν θα αποζημιώνονταν ούτε το διαφυγόν κέρδος από την αδυναμία χρήσης (ΑΠ 60/1989 ΕΕΝ 1989, 938), ούτε η ζημία από τη σύμβαση κάλυψης (ΑΠ 1760/1987, ό.α), αλλά θα «καλύπτονταν» όλες οι ανωτέρω ζημίες από τη μείωση του τιμήματος, παρά το ότι έχουν άμεση και αιτιώδη σχέση με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας και δεν καλύπτονται από τη μείωση. Συνεπώς μόνο η κατάφαση της αποζημίωσης και στις ανωτέρω περιπτώσεις «μπορεί να φέρει (οικονομικά)  τον αγοραστή στη θέση που θα βρισκόταν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δεν είχε δηλαδή το πραγματικό ελάττωμα ή αν έφερε τη συνομολογημένη ιδιότητα»

          Συνεπώς και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος καθόσον δεν παραβιάστηκε (559.1) ούτε η ΑΚ 540, ούτε αυτή της ΑΚ 543.

          Επειδή όμως, όπως παγίως γίνεται δεκτό (ΑΠ 1588/2018), η ΑΚ 543 αποσκοπεί, καλύπτοντας τόσο τις θετικές ζημίες όσο και το διαφυγόν κέρδος του αγοραστή, να τον φέρει (οικονομικά) στη θέση που θα βρισκόταν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δεν είχε δηλαδή το πραγματικό ελάττωμα ή αν έφερε τη συνομολογημένη ιδιότητα, ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης κατά το σκέλος που γίνεται επίκληση της αναιρετικής πλημμέλειας της ΚΠολΔ 559.19, είναι μη νόμιμος, γιατί έπρεπε να αναφέρει (και έπειτα να προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης για να είναι και βάσιμος), την αντιφατικότητα, ή την έλλειψη αιτιολογίας αναφορικά με το αποδεικτικό πόρισμα της ότι η επιδίκαση των ανωτέρω ζημιών,  με έφεραν στη θέση που θα ήμουν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δηλ. ότι η ζημία μου από την έλλειψη των συμφωνημένων ιδιοτήτων και την ύπαρξη ελαττωμάτων, καλύφθηκε ήδη από τη μείωση του τιμήματος και μόνο. Θα συνέτρεχε δηλ. αυτή η αναιρετική πλημμέλεια εάν η προσβαλλόμενη μου επιδίκαζε μείωση τιμήματος και δαπάνη επισκευής, χωρίς π.χ να δέχεται ότι προέβην στην τελευταία (έλλειψη αιτιολογίας), ή παρά το ότι δέχθηκε ότι με την ικανοποίηση της αξίωσης «μείωσης του τιμήματος», καλύφθηκε όλη η ζημία μου οφειλόμενη στην έλλειψη των συμφωνηθεισών ιδιοτήτων ή στην ύπαρξη ελαττωμάτων (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχουν τέτοιες αιτιάσεις.

          Συνεπώς η αναίρεσή του είναι απορριπτέα καθ` ολοκληρίαν.

          Επειδή αρνούμαι και αποκρούω τις ενστάσεις, προτάσεις, ισχυρισμούς και αίτηση αναίρεσης του

          Για τους ανωτέρω λόγους και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου και παριστάμενος κατά τη συζήτηση με δήλωση του πλ. δικηγόρου μου που υπογράφει την παρούσα

          ΑΙΤΟΥΜΑΙ να γίνουν δεκτές οι παρούσες προτάσεις, ενστάσεις και ισχυρισμοί μου και να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης, όπως και οι προτάσεις, ενστάσεις και ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην δικαστική μου δαπάνη.

                      Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

      ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013