Αγωγή αδικοπραξίας. Προσβολή προσωπικότητας. Εξύβριση-δυσφήμηση. Νομικοί ισχυρισμοί. Προϋποθέσεις τέλεσης αντικειμενικά και υποκειμενικά. Λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα.

ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25 § 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).     

          Ειδικότερα κατά τα άρθρα 361-363 ΠΚ, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.

          Ως «ισχυρισμός» νοείται ...

η ανακοίνωση που προέρχεται ή από ιδία πεποίθηση ή γνώμη του δράστη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο, ενώ «διάδοση» υπάρχει, όταν ο δράστης μεταδίδει ανακοίνωση που έγινε από άλλον χωρίς να την υιοθετεί (ΑΠ 221/2009 Νόμος, ΑΠ 187/2008, ΑΠ 1105/2005 ΠοινΧρ ΝΣΤ΄, 144, ΑΠ 1362/2000 ΠοινΧρ ΝΑ΄, 518 παγ. νμλγ.). Στη μεν πρώτη περίπτωση, με άλλα λόγια, ο δράστης ανακοινώνει το γεγονός αυτό ως δική του πεποίθηση, ανεξαρτήτως του πώς δημιουργήθηκε αυτή, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ο δράστης μεταδίδει περαιτέρω ισχυρισμό άλλου περί του γεγονότος, χωρίς να υιοθετεί τον ισχυρισμό αυτό (ΑΠ 1413/1995 ΠοινΧρ ΜΣΤ΄, 660, ΑΠ 1922/1992 ΠοινΧρ ΜΒ΄, 1178) . Είναι αδιάφορο αν ο δράστης δέχεται ως αληθές το γεγονός ή ο ίδιος το χαρακτηρίζει ως μη πιστευτό (ΑΠ 2185/1992 ΠοινΧρ ΜΓ΄, 44). Στην έννοια της διάδοσης εμπεριέχεται κάτι που δεν περιέχεται στον ισχυρισμό: η μετάδοση σε τρίτα πρόσωπα, ήτοι η επέκταση του κύκλου όσων γνωρίζουν το γεγονός (Π. Παπανδρέου, Εγκλήματα κατά της τιμής, ΠοινΔικ 10/2010, 1207). Γι` αυτό, ως διάδοση γεγονότος, νοείται αυτή που γίνεται προς τρίτους, οι οποίοι προφανώς δεν γνωρίζουν ήδη αυτό, γιατί αν το γνώριζαν με άλλο τρόπο, όπως π.χ γιατί διακοινώθηκε δημόσια από τα ΜΜΕ, δεν μπορεί να συντελεσθεί παραβίαση της παραπάνω διατάξεως, αφού σκοπός της είναι η πρόληψη της διαδόσεως αναληθών γεγονότων. Διάδοση δε τέτοιων γεγονότων μεταξύ των ανθρώπων που γνωρίζουν ήδη αυτά, δεν μπορεί να νοηθεί.

          Ως «γεγονός» θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά αναγόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στο νόμο, την ηθική και την ευπρέπεια ΑΠ 145/2009 Νόμος, ΑΠ 177/2009 Νόμος, ΑΠ 221/2009 Νόμος, ΑΠ 1518/2008, ΑΠ 871/2007 ΠοινΧρ ΝΗ΄, 242, ΑΠ 1334/2007 ΠοινΧρ ΝΗ΄, 352, ΑΠ 819/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 227 παγ. νμλγ.

          Το διισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός πρέπει να έχει περιεχόμενο σαφές και ορισμένο (ΑΠ 35/1999 ΠοινΧρ Ν΄, 269) που μπορεί να προκύπτει ευθέως ή να εκφέρεται υπό τύπον ερώτησης, αμφιβολίας, υπαινιγμού, επιφυλάξεων, αρκεί να μπορεί τούτο να συναχθεί εκ των περιστάσεων κατ' έννοια αντικειμενική και να καταστεί διαγνωστό από τον τρίτο. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση, με άλλα λόγια, πρέπει να έχει ορισμένο περιεχόμενο ή εκ των περιστάσεων δυνάμενο να προσδιοριστεί κατ' έννοια αντικειμενική, γιατί διαφορετικά δεν είναι πρόσφορος προς σχηματισμό κρίσεως τρίτου προσώπου, βλαπτικής της τιμής ή της υπόληψης άλλου. Δεν αρκεί συνεπώς ότι ο δράστης εννοούσε γεγονός δυνάμενο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, αλλ' απαιτείται το γεγονός αυτό να είναι διαγνωστό και από τους τρίτους  (ΑΠ 533/1996 ΠοινΧρ ΜΖ΄, 216).

          Δεν αποτελεί «γεγονός» η έκφραση γνώμης ή συμπεράσματος ή αξιολογικής κρίσεως, διά των οποίων είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί εξύβριση, εφόσον συντρέξουν οι όροι του άρθρου 361 ΠΚ (ΑΠ 685/2009 Νόμος), εκτός εάν αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας (ΑΠ 221/2009 Νόμος, ΑΠ 187/2008, ΑΠ 819/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 227, ΑΠ 68/2003 ΠοινΧρ ΝΓ΄, 896, ΑΠ 1842/2002 ΠοινΧρ ΝΓ΄, 710 παγ. νμλγ.). Έτσι, και ο χαρακτηρισμός και η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως, είναι αξιόποινος, όταν συνδέονται ή σχετίζονται με γεγονότα, ώστε, με την σύνδεση και σχέση τους με αυτά, ουσιαστικά να προσδιορίζουν την έκταση της ποσοτικής και ποιοτικής βαρύτητάς τους. Το τελευταίο τούτο δεν συμβαίνει όταν οι χαρακτηρισμοί εκφράζονται αυτοτελώς και ασχέτως με τέτοιο γεγονός (ΑΠ 684/2009 Νόμος). Τα όρια μεταξύ «γεγονότος» και «αξιολογικής κρίσεως» είναι ρευστά, η δε οριοθέτηση μεταξύ τους αποτελεί κατ' ουσία έργο ουσιαστικής εκτίμησης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

          Προστατευόμενο έννομο αγαθό, ως ελέχθη, είναι η τιμή ή η υπόληψη του προσώπου που αποτελεί μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στο πλαίσιο της συναλλακτικής ευθύτητας. Η «τιμή» θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας που έχει ως πηγή την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις, ενώ η «υπόληψη» είναι το σύνολο της κοινωνικής αξίας που εκδηλώνουν οι τρίτοι για το πρόσωπο (ΑΠ 691/1996 ΠοινΧρ ΜΖ΄, 288.) Το ισχυριζόμενο γεγονός πρέπει να είναι πρόσφορο, δηλαδή ικανό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του παθόντος υπό την εκτεθείσα έννοια  (ΑΠ 819/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 227, ΑΠ 821/2004 ΠοινΧρ ΝΕ΄, 316, ΑΠ 140/1997 ΠοινΧρ ΜΖ΄, 1336) , η δε προσφορότητα των εκφράσεων για την προσβολή της τιμής και της υπόληψης εκτιμάται «κατά την κοινή αντίληψη» και όχι με κριτήρια υποκειμενικά, ήτοι οι επίμαχες κάθε φορά εκφράσεις πρέπει κατ' αντικειμενική κρίση να είναι προσβλητικές της τιμής και της υπόληψης άλλου (ΑΠ 146/2001 ΠοινΧρ ΝΑ΄, 900, ΑΠ 1144/1999 ΠοινΧρ Ν΄, 549). Δεν ενδιαφέρει, εν προκειμένω, αν το γεγονός είναι αληθές ή ψευδές. Αρκεί να είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου (ΑΠ 1025/1981 ΠοινΧρ ΜΒ΄, 306)

          Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός,  (ΑΠ 821/2004 ΠοινΧρ ΝΕ΄, 316, ΑΠ 1842/2002 ΠοινΧρ ΝΓ΄, 710, ΑΠ 695/2002 ΠοινΔικ 2002, 999, ΑΠ 1573/2001 ΠοινΧρ ΝΒ΄, 616 παγ. νμλγ), αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Δεν απαιτείται, εν προκειμένω, γνώση της αναλήθειας, όπως στη συκοφαντική δυσφήμηση (ΑΠ 261/1990 ΠοινΧρ Μ΄, 1031) και η πεποίθηση του δράστη για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος δεν αποκλείει το δόλο του (ΑΠ 2185/1992 ΠοινΧρ ΜΓ΄, 44.)

          Για δε το αδίκημα της ΠΚ 363, επιπλέον πρέπει το γεγονός να είναι ψευδές αντικειμενικά, δηλ. να μην αληθεύει εξ’ ολοκλήρου ή να παρουσιάζεται αυτό παραποιημένο (ΑΠ 128/2006 ΠοινΧρ ΝΣΤ΄, 710, ΑΠ 2480/2003 ΠοινΧρ ΝΔ΄, 918, ΑΠ 257/2001 ΠοινΧρ ΝΑ΄, 930) . Αν τελικώς τα ισχυρισθέντα ή διαδοθέντα δεν είναι αναληθή, εκείνος που ισχυρίζεται ή διαδίδει δεν έχει καμία ευθύνη.

          Ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές με την έννοια της βεβαιότητας ότι αυτό είναι ψευδές (ΑΠ 302/2009 Νόμος) και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. (ΑΠ 187/2008, ΑΠ 1234/2007 ΠοινΧρ ΝΗ΄, 352, ΑΠ 819/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 227, ΑΠ 128/2006 ΠοινΧρ ΝΣΤ΄, 710, ΑΠ 1105/2005 ΠοινΧρ ΝΣΤ΄, 144, ΑΠ 1573/2001 ΠοινΧρ ΝΒ΄, 616 παγ. νμλγ.). Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος, αλλά απαιτείται άμεσος δόλος (ΑΠ 145/2009, ΝΟΜΟΣ).

          Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες για την αλήθειά του (ΑΠ 684/2009 Νόμος, ΑΠ 871/2007 ΠοινΧρ ΝΗ΄, 242, ΑΠ 73/2002 ΠοινΔικ 2002, 582, ΑΠ 1395/1996 ΠοινΧρ ΜΖ΄, 1419), ή πίστευε ότι είναι αληθινό (ΑΠ 1159/1991 ΕλλΔνη 1991, 1561) δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Επισημαίνεται ότι κρίθηκε από τον ΑΠ ότι δεν υπάρχει γνώση της αναλήθειας και όταν η βασιμότητα των καταγγελλομένων βρίσκεται υπό δικαστικό έλεγχο.

Ωστόσο ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 1662/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367 § 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1030/2009, 333/2010, 179/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

          Σύμφωνα δε με την ανωτέρω διάταξη άρθρ. 367 § 1γ ΠΚ, δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας, τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον και σε ανάλογες περιπτώσεις, τα οποία ως νομική έννοια ελέγχονται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο.

          Νόμιμο είναι το καθήκον που πηγάζει από το νόμο, λ.χ. 183 επ., 209 επ. 251, 357, 358 ΚΠΔ (κατάθεση μάρτυρα, έκθεση πραγματογνώμονα, καθήκοντα ανακρίνοντος, δικαστών, σχολιασμός κατάθεσης μάρτυρα από συνήγορο κ.λπ.),  αρκεί φυσικά τα εκτιθέμενα να μην  υπερβαίνουν στην συγκεκριμένη περίπτωση το επιβαλλόμενο και αναγκαίο μέτρο για την άσκησή του, όπως π.χ όταν είναι άσχετα και θα μπορούσε αυτό να ασκηθεί και άνευ της προσβλητικής εκδήλωσης. (Α. Χαραλαμπάκης ΠΚ Ερμηνεία κατ άρθρο,ΙΙ, υπο 367, 1674, Μ. Μαργαρίτης, ΠοινΚώδ. Ερμηνεία-Εφαρμογή, 2η έκδ, υπο 367, αρ. 4 επ.).

          Ως δικαιολογημένο ενδιαφέρον νοείται η επιδίωξη σκοπού (δημόσιου ή ιδιωτικού, ηθικής ή υλικής φύσεως), ο οποίος αναγνωρίζεται από το δίκαιο ως άξιος προστασίας. Βασική προϋπόθεση όμως είναι ότι η προσβλητική της τιμής κ.λπ. εξωτερίκευση ήταν εύλογη και αναγκαία για την προστασία του συμφέροντος του δράστη, δηλ. ότι αποτελεί, με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, το επιβαλλόμενο και αντικειμενικώς αναγκαίο μέσο προς διαφύλαξη του δικαιώματος, χωρίς το οποίο η διαφύλαξή του δεν θα ήταν δυνατή (ΑΠ 1147/1998 ΠοινΧρ ΜΘ΄, 665, ΑΠ 1678/1994 ΠοινΧρ ΜΕ΄, 47.). Το προστατευόμενο συμφέρον κατ’ αρχήν πρέπει να ανήκει στον ίδιο το δράστη, γίνεται όμως πλέον γενικά αποδεκτό ότι μπορεί να αφορά και το συμφέρον της ολότητας, περιορισμένα δε και το συμφέρον τρίτου (Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΠΚ, υπό 367, σελ. 1014. πρβλ και ΑΠ 47/2001 ΠοινΧρ ΝΑ΄, 688, ΑΠ 451/2000 ΠοινΧρ Ν΄, 921. )         

          Ειδικότερα, για την άρση του αδίκου χαρακτήρα της δυσφημιστικής ή εξυβριστικής εκδήλωσης, όταν γίνεται για την προστασία δικαιολογημένου συμφέροντος, απαιτείται το χρησιμοποιούμενο μέσο να συνιστά στη συγκεκριμένη περίπτωση το πρόσφορο, το αναγκαίο και το ανάλογο μέσο της προστασίας του δικαιολογημένου συμφέροντος. Ως πρόσφορο ή κατάλληλο χαρακτηρίζεται όταν η προσβλητική εκδήλωση συνδέεται με τα αποδιδόμενα σε βάρος του παθόντος στοιχεία (Α Π 707/2004 ΠΛογ 2004, 810 = ΠοινΧρ 2005, 245.). Ως αναγκαίο δε όταν ο δράστης στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να μη χρησιμοποιήσει την προσβλητική εκδήλωση, γιατί ο σκοπός του θα μπορούσε να υπηρετηθεί εξίσου αποτελεσματικά με ηπιότερες εκφράσεις λιγότερο προσβλητικές. (ΑΠ 688/2003 ΠΛογ 2002, 701. Βλ. και ΑΠ 1783/2003 ΠοινΧρ 2004, 646, κατά την οποία για να δικαιολογείται η άρση του αδίκου χαρακτήρα της προσβλητικής εκδήλωσης, ως αναγκαίου μέσου προστασίας δικαιολογημένου συμφέροντος απαιτείται να σημειώνεται στην απόφαση ότι ο δράστης δεν μπορούσε να τις αποφύγει χρησιμοποιώντας άλλον τρόπο ή φράσεις λιγότερο προσβλητικές.). Και χαρακτηρίζεται ως ανάλογο σε σχέση με την υπάρχουσα αναλογία μεταξύ της προστασίας του δικαιολογημένου συμφέροντος και της προστασίας της τιμής. Αν η αξία του προστατευόμενου συμφέροντος είναι μικρότερη από την τιμή του προσώπου, η πράξη παραμένει τελικά άδικη και τιμωρείται ως δυσφήμηση. Και αντίθετα, αν οι αντιπαραβαλλόμενες αξίες δεν αντισταθμίζονται, αλλά η προστασία του δικαιολογημένου συμφέροντος αποτελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση μεγαλύτερη αξία από την τιμή του δράστη, ο άδικος χαρακτήρας της προσβλητικής εκδήλωσης αίρεται και η τυχόν τιμωρία του δράστη θα συνιστούσε δυσανάλογο μέτρο για την προστασία της τιμής του θιγομένου προσώπου. (αντί άλλων Π. Παπανδρέου, Εγκλήματα κατά της τιμής, Δ` Μέρος, ΠοινΔικ 3/2011, σελ. 385 επ, 387, όπου και νομολογία).

           Οι ανωτέρω περιστάσεις είναι ενδεικτικές και γι` αυτό νομοθέτης θέλησε με την τελευταία ανωτέρω περίπτωση «ανάλογες περιπτώσεις», να δώσει στο δικαστή ευρύτερη δικαιοπλαστική εξουσία. Τέτοιες «περιπτώσεις» μπορούν να θεωρηθούν οι κρίσεις για εμπορικές ή αθλητικές εργασίες, η καλή τη πίστει καταμήνυση αθώου, η κριτική δικαστικών αποφάσεων ή αποφάσεων της διοίκησης, η κρίση περί δημόσιου άνδρα κ.λπ. Συνήθως, οι παρούσες περιπτώσεις συμπλέκονται με αυτές της άσκησης δικαιώματος ή εκπλήρωσης καθήκοντος (Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΠΚ, υπό 367, σελ. 1017).

          Κατ` εξαίρεση όμως, το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 367 ΠΚ, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν κατ` αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του (ΑΠ 167/2000, 1897/2006, 488/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρ. 367 § 1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 387/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013