Διεκδικητική αγωγή Ελλ. Δημοσίου.Κτηματολόγιο.αίτηση διόρθωσης ανακριβούς εγγραφής. Αντίκρουση αγωγής. Άρνηση.χρησικτησία ν.3127/2003.ένσταση ιδίας κυριότητας

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Αρνούμαι και αποκρούω την αγωγή του αντιδίκου γενικά και ειδικά και λέξη προς λέξη.

Η αγωγή είναι μη νόμιμη, άλλως αόριστη κατ' άρθρο 118 και 216 του ΚΠολΔ και δέον και αιτούμαι την απόρριψή της, επειδή στο δικόγραφό της δεν αναφέρονται, όπως θα έπρεπε, το αντικείμενό της κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο καθώς και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το Νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της. Δεν αναφέρονται επίσης σ' αυτή η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς (ΕΘ 2472/1995 ΕλλΔνη 38/1161) και συγκεκριμένα:

Στην περίπτωση αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής ακινήτου (άρθρο 1094 ΑΚ) απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία και ακριβής περιγραφή από τον ενάγοντα του εν λόγω ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του (ΑΠ 1185/2012 Α' δημ. Νόμος, ΑΠ 491/1995 ΕλλΔνη 37.317, ΑΠ 1296/1983 ΝοΒ 32.1028, ΑΠ 66/1981 ΝοΒ 29.1258, ΕφΠειρ 889/1996 ΕλλΔνη 39.599) και κατά τρόπο ώστε να μπορεί αυτό να εντοπίζεται επακριβώς και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά εδάφη, έστω και αν δεν αναφέρεται το μήκος των πλευρών του σε μέτρα (ΑΠ 714/2015 Α' δημ. Νόμος) και έστω και αν η έκταση και τα όριά του δεν ανταποκρίνονται με ακρίβεια στην πραγματικότητα, αφού ο ακριβής καθορισμός τους εναπόκειται στο Δικαστήριο που αποφαίνεται γι' αυτά με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΕιρΠάρου 1/1990 ΑρχΝ Μ Γ 251 επ., ΕιρΦλωρ 43/2001 ΑΡΜ 2003/27). Δεν απαιτείται, συνεπώς, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις του ακινήτου (βλ. σχετικά AΠ 9/1996 ΝοΒ 14.716, ΑΠ 493/2007 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 503/2009 ΕΠολΔ 1010.403, Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου έκδ. 1989 παρ. 103σελίδες 240επ.).   Η έλλειψη της ακριβούς περιγραφής του ακινήτου στη διεκδικητική ή αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή καθιστά το δικόγραφο της αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, η αοριστία δε της αγωγής εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΤρΕφΠατρ 192/2018)

Εν προκειμένω το ενάγον δεν περιγράφει σαφώς και ορισμένως το ακίνητο που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο εξατομικευμένος προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια.

Διότι ενώ αναφέρει ότι έχει «στην αποκλειστική κυριότητα κυριότητά του ένα ακίνητο εμβαδού 327,66τμ το οποίο αποτελεί μέρος ακινήτου με συνολικό εμβαδό 419τμ ΟΤ 173…στο ως άνω ακίνητο έχει ανεγερθεί κτίσμα δύο ορόφων συνολικού εμβαδού 140τμ», ωστόσο δεν περιγράφει κατά σχήμα, όρια και πλευρές, το ακίνητο των 419τμ, μέρος του οποίου αποτελεί κατά τους ισχυρισμούς του το ακίνητο των 327,66τμ., αλλ` ούτε και το σχήμα, θέση και όρια του τελευταίου εντός του όλου. Δηλ. δεν περιγράφει ούτε το όλο, ούτε το μέρος κατά θέση, όρια και σχήμα. Αναφέρει ένα ΚΑΕΚ (…1002) για το επίδικο των 327,66τμ (αφού αυτό αιτείται στο αιτητικό της αγωγής) και επισυνάπτει  και το απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος στο οποίο αποτυπώνεται αυτό (άνευ άλλων στοιχείων προσδιορισμού, παρά μόνο με τον αριθμό ΚΑΕΚ), αλλά δεν προκύπτει απ` αυτό, εάν πρόκειται για την αποτύπωση των 419τμ ή των 327,66τμ. Εάν πρόκειται για την αποτύπωση του πρώτου, όπως είναι το πλέον πιθανό, τμήμα του οποίου είναι το δεύτερο και επίδικο, είναι σαφές από την επισκόπηση και μόνο, ότι το  τελευταίο, αν και αποτελεί μέρος του ευρύτερου ακινήτου με το ίδιο ΚΑΕΚ, δεν απεικονίζεται-αποτυπώνεται με κανένα τρόπο ούτε σ` αυτό το απόσπασμα κατά θέση, όρια και πλευρές, έτσι ώστε να εξατομικευτεί πλήρως σε σχέση με το ευρύτερο ακίνητο των 419τμ. και να «ξεχωρίσει» απ` αυτό ως μέρος του. 

Τέτοια εξατομικευμένη περιγραφή κατά θέση και όρια για το 327,66τμ και εν σχέσει με το 419τμ ακίνητο, δεν προκύπτει ούτε από το διάγραμμα της σελ. 4 της αγωγής σε συνδυασμό με όσα ισχυρίζεται στην σελ. 6 αυτής. Διότι ισχυρίζεται (σελ. 6) ότι το επίδικο …1002 συνορεύει βόρεια και ανατολικά με το υπόλοιπο τμήμα του …1002, εμβαδού 94τμ, πλην όμως τέτοια έκταση εμβαδού 94τμ με το ίδιο ΚΑΕΚ, δεν αποτυπώνεται, δεν περιγράφεται ούτε απεικονίζεται πουθενά στην αγωγή κατά θέση όρια και σχήμα. Περαιτέρω δεν είναι κατανοητό κατά την περιγραφή του επιδίκου ακινήτου των 327,66τμ (….1002), τι εννοεί και τι ακριβώς περιγράφει όταν ισχυρίζεται ότι από νότια και δυτικά συνορεύει με το ΚΑΕΚ …8001 από το οποίο «αποκόπτονται» τα τμήματα που αναφέρει στην σελ. 6 της αγωγής, έκτασης 2,71τμ και 0,02τμ. Τι σημαίνει αποκόπτονται; Επί χάρτου, ή για κάποιο νόμιμο λόγο και ποιόν και πότε έγινε αυτό; Και επιπλέον πρέπει να υποτεθεί ότι τα αποκοπέντα τμήματα περιέρχονται (και για ποιόν νόμιμο λόγο και πότε) στην κυριότητα του…1002 (στα 419τμ ή στα 327,66τμ. βλ. κατωτέρω), όταν ούτε καν το ισχυρίζεται;

Συνεπώς δεν ισχυρίζεται ούτε και την ιδιότητα (βλ. ανωτέρω νομολογία) του επιδίκου των 327,66τμ. Δεν προκύπτει δηλ. πώς αυτό αποτελεί κατά τους ισχυρισμούς της αγωγής μία ξεχωριστή και αυτοτελή ιδιοκτησία της οποίας ζητά την αναγνώριση, αν και κατά τους ισχυρισμούς της αποτελεί ταυτόχρονα, μέρος του ακινήτου των 419τμ, που αυτονόητα όμως αρμόζει σε αδιαίρετο τμήμα ιδιοκτησίας, αφού και για τα δύο τμήματα (419 και 327,66τμ) ισχυρίζεται το ίδιο ΚΑΕΚ, δηλ. μία ενιαία και αδιαίρετη κυριότητα. Ποιά είναι λοιπόν η ιδιότητα του 327,66τμ αναφορικά με το ευρύτερο ακίνητο των 419τμ του οποίου αποτελεί μέρος; Είναι ξεχωριστή αυτοτελής ιδιοκτησία, οπότε δεν μπορεί αν είναι μέρος του, ή ισχύει το τελευταίο οπότε αποτελεί εξ αδιαιρέτου τμήμα της ευρύτερης ιδιοκτησίας των 419τμ;. Και στην πρώτη περίπτωση, πώς προέκυψε κατά νόμω ή στην πράξη αυτή η ξεχωριστή ιδιοκτησία των 327,66τμ, δηλ. η «απόσπαση» από το ακίνητο των 419τμ και πότε και σε ποιόν ανήκει «το υπόλοιπο τμήμα του οικοπέδου με ΚΑΕΚ…1002 εμβαδού 94τμ»;. Διότι μη διευκρινιζόμενα αυτά, δεν μπορεί να ελεγχθεί εάν π.χ τα ανωτέρω αποκοπέντα τμήματα «αποκτήθηκαν»  από το 419τμ (ως αδιαίρετο) ή από τα 327,66τμ (ως ξεχωριστή για κάποιο λόγο κυριότητα).   

Αλλ` ούτε και προκύπτει σε ποιό ακίνητο ισχυρίζεται ότι έχει ανεγερθεί το κτίσμα των δύο ορόφων. Σ` αυτό των 327,66τμ και πού ακριβώς (ούτε στο διάγραμμα της σελ. 4 αποτυπώνεται κάποιο κτίσμα), ή σ` αυτό των 419τμ; . Επιπρόσθετα δεν το περιγράφει κατά θέση και όρια και δεν ισχυρίζεται την «ταυτότητά» του, δηλ. το είδος και την χρήση του, αλλ` ούτε και σε ποιόν ανήκει. Επίσης δεν είναι κατανοητό τι συνιστούν οι ενδείξεις ΑΒΚ 43 για το ακίνητο που ισχυρίζεται ως δημόσιο κτήμα (πρβλ. ΕιρηνΘες 3941/2017), έτσι ώστε να μπορώ να αντικρούσω και το δικαστήριο να τάξει τα οικεία θέματα απόδειξης.

Φαίνεται δηλ. να ισχυρίζεται  ένα ακίνητο (327,66) μέσα σε ένα άλλο ακίνητο, αφού ισχυρίζεται ότι συνορεύει με υπόλοιπο του ιδίου ακινήτου 94τμ και άρα συνολικά 421,66τμ. Αυτό εννοεί ως ακίνητο των 419τμ μέρος του οποίου μέρος είναι τα 327,66τμ;. Ή μήπως κάποιο άλλο (…8001)  από το οποίο αποκόπτονται 2,71τμ και 0,02τμ (και αποκτώνται από το …1002;) και άρα το ευρύτερο ακίνητο γίνεται (421,66+2,71,+0,02=) 424,39 τμ; ή «προσκολλώνται» αυτά μόνο στο τμήμα των 327,66 τμ  για κάποιο νόμιμο λόγο και πότε και έτσι γίνεται αυτό 330,39τμ. ;

Προκύπτει δηλ. ότι είναι εντελώς ασαφές ποιο είναι τελικά κατά θέση όρια και πλευρές το φερόμενο ως διεκδικούμενο με ΚΑΕΚ …1002/0/0 ακίνητο το οποίο είναι μέρος ενός ακινήτου 419τμ, που δεν περιγράφεται αλλά και ταυτόχρονα συνορεύει με υπόλοιπο …1002 έκτασης 94τμ που δεν αποτυπώνεται και δεν περιγράφεται στην αγωγή.

Όπως δε και κατωτέρω θα αναφερθεί, αναπτύσσοντας το ενάγον στην αγωγή του (σελ.6-7) την διαδοχή των μεταβιβάσεων της κυριότητας, αναφέρεται σε δύο διαφορετικά και ξεχωριστά ακίνητα με βάση τους τίτλους κυριότητας, ήτοι σε ένα των 419τμ με μία διώροφη οικία εντός του, περιελθόν σε μένα με τα .... προικοσύμφωνα νομίμως και εμπροθέσμως μεταγραφέντα και το οποίο αποτυπώνεται στο από Οκτωβρίου 1970 διάγραμμα του μηχανικού ... και σε ένα άλλο έκτασης 364,25τμ, όμορο από ανατολικά του πρώτου, το οποίο αποτυπώνεται στο από Μαίου 1984 άλλο τοπογραφικό διάγραμμα του ιδίου ανωτέρω μηχανικού, περιελθόν όμως στην κόρη μου .... δωρητήριο συμβόλαιο των ιδίων κοινών δικαιοπαρόχων μας, ήτοι των .... Συνεπώς δεν είναι κατανοητό με βάση τους ισχυρισμούς αυτούς για δύο ακίνητα, σε ποιο ακριβώς αναφέρεται σε συνδυασμό και με την ανωτέρω ασαφή και αόριστη περιγραφή απάντων των ακινήτων και μερών αυτών στα οποία αναφέρει στην αγωγή του.

Ακολούθως, το αντίδικο με την υπό κρίση αγωγή του παραλείπει να αναφέρει, άλλως ισχυρίζεται εντελώς αόριστα και ασαφώς, τον τρόπο με τον οποίο κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου, θεμελιώνοντας, όλως αορίστως, την κυριότητά του στη καθολική διαδοχή του εκ του Οθωμανικού Δημοσίου. Συγκεκριμένα, επικαλούμενο την από 20 Ιουνίου/2 Ιουλίου σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως, ισχυρίζεται ότι «εφ’ όλων των εκτάσεων των γαιών της Θεσσαλίας και της περιοχής της Άρτας, επί των οποίων δεν απεκτήθη νομίμως εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας ή εξουσίασης από τρίτο ιδιώτη, κατά τα προαναφερόμενα, υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος οθωμανικού δικαίου, το Δημόσιο κατέστη αποκλειστικός κύριος εκ διαδοχής του Τουρκικού Δημοσίου, δυνάμει της ανωτέρω Συνθήκης του 1881, των τριών (από 3/2,4-16/6 και 19/6-17) Πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830 και της από 3-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, με τα οποία πρωτοϊδρύθηκε το Ελληνικό Κράτος, των άρθρων 1-3 του από 17/29-11-1836 Διατάγματος «περί ιδιωτικών δασών», του άρθρου 1 του Διατάγματος της 3/15-12-1833 και του Διατάγματος (Νόμου) της 21-6/10-7-1837 «περί ιδιωτικών κτημάτων» […]Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 1539/1938, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ., με το άρθρο 53 Εις.Ν.ΑΚ, στα αδέσποτα και στα δημόσια κτήματα γενικά, νομέας θεωρείται το δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε πράξεις νομής σε αυτά.[…]», ενώ περαιτέρω (βλ. σελ. 8-9 της υπό κρίση αγωγής) ισχυρίζεται ότι «Άλλως και σε κάθε περίπτωση περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως μη δεσποζόμενη παρ’ ιδιωτών, κατ’ άρθρο 16 του από 10-07-1847 νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων» (Α’25/10-07-1837), που εφαρμόζεται στην επίδικη περιοχή, μετά την εισαγωγή της ελληνικής νομοθεσίας στη Θεσσαλία […].» 

 Ωστόσο, τα ανωτέρω εκ μέρους του ισχυριζόμενα, δεν καθίστανται ικανά προκειμένου να δικαιολογήσουν την εκ μέρους του απόκτηση ιδίας κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου, αντιθέτως δε συνίστανται σε παραθέσεις νομοθετικών διατάξεων και γενικόλογες αναπόδεικτες εκφράσεις περί δημοσίων γαιών και περί κυριότητας εκ διαδοχής του οθωμανικού δημοσίου μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τον Τουρκικό ζυγό, χωρίς ουδεμία επίκληση κρίσιμων πραγματικών περιστατικών εκ των οποίων θα προέκυπτε αβίαστα η κυριότητά του, όπως του τρόπου με τον οποίο το επίδικο ακίνητο κατέστη δημόσιο ήτοι από ποιον οθωμανό υπήκοο εγκαταλείφθηκε και ποια χρονική στιγμή κατέστη δημόσιο, αν αποδεδειγμένα διέθετε δασικό χαρακτήρα ή αποτελούσε χορτολιβαδική έκταση με αποτέλεσμα να περιέλθει στη κυριότητα του. Είναι δε γνωστό ότι με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (άρθρο 4) την οποία επικαλείται το αντίδικο, το ελληνικό δημόσιο περιήλθε στη κυριότητα του οθωμανικού δημοσίου μόνο ως προς την κυριότητα των δασών, ως προς τις λοιπές δε ιδιοκτησίες που αποκτήθηκαν δυνάμει ή μη τίτλων από ιδιώτες πριν από την προσάρτηση (και άρα δεν ανήκαν στο τουρκικό δημόσιο μετά την προσάρτηση) ουδέν δικαίωμα κυριότητας κατείχε.

Επιπλέον, όπως ήδη αναφέρθηκε για την αοριστία, δεν ισχυρίζεται σαφώς και ορισμένως, πώς κατέστη κύριος μόνο των 326,66τμ, αν και πρόκειται κατά τους ισχυρισμούς του, για μέρος ενός ενιαίου ακινήτου 419τμ με ένα ΚΑΕΚ και χωρίς επιπλέον να επικαλείται ότι πρόκειται για διακεκριμένες (και με διαφορετικά ΚΑΕΚ) ιδιοκτησίες.

 Έτι περαιτέρω, όλως αορίστως τυγχάνει και ο ισχυρισμός του ότι αποτελεί αδέσποτο κτήμα και ως εκ τούτου δημόσιο ερειζόμενος αφενός, στην επίκληση διατάξεων του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου άλλως του Α.Ν. 1539/1938, αφετέρου, στο Διάταγμα της 21-6/10-7-1837 «περί διακρίσεως κτημάτων» καθότι συνίσταται στην απλή επίκληση και παράθεση διατάξεων χωρίς ουδεμία αναφορά σε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ήτοι περί του ότι  υπήρξε εγκατάλειψη από τον μέχρι τότε κύριο με πρόθεση παραίτησης από το δικαίωμα κυριότητας του επίδικου και χωρίς περαιτέρω να προσδιορίζει ποιο πρόσωπο προέβη στη ως άνω εγκατάλειψη, τα οποία και θα επέτρεπαν την κρίση ότι στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις και ως εκ τούτου πρόκειται για δημόσιο κτήμα (ΕφΠατρ 62/2022, ΜΠρΠατρ 7/2022). Η ισχυριζόμενη δε απλή καταγραφή από την τότε Οικονομική Εφορία ... ως ανέκαθεν δημόσιο κτήμα χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό αυτού, ήτοι χωρίς διευκρίνιση αλλά και απόδειξη ως προς το αν πρόκειται τελικά για δασική έκταση ή για εγκαταλειφθέν ή για αδέσποτο τμήμα, καθιστούν το αίτημα του περί αναγνώρισης ιδίας κυριότητας του επί του επίδικου ιδιόκτητου ακινήτου όλως απαράδεκτο ως αορίστως προβληθέν. Άλλωστε ακόμα και η «πρώτη καταγραφή» που επικαλείται (σελ. 9), δεν αναφέρει σε τι ακριβώς συνίσταται, τι καταγράφηκε, πού και με ποια νομική ισχύ, πότε και από ποιόν και πώς μετά ταύτα η τοιαύτη καταγραφή προσνέμει κυριότητα, νομή ή οποιοδήποτε άλλο υπέρτερο δικαίωμα στο ενάγον που το νομιμοποιεί στην έγερση της παρούσης.

 Ενόψει όλων των προαναφερομένων, συνάγεται ότι το αντίδικο παραλείπει να προσδιορίσει με σαφήνεια τη ταυτότητα του αντικειμένου της διαφοράς ενώ αποσιωπά κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ως προς το τρόπο της εκ μέρους του απόκτησης της κυριότητας του επί του επίδικου ιδιόκτητου ακινήτου, με αποτέλεσμα η υπό κρίση αγωγή του να  είναι αόριστη και απορριπτέα, κάτι που εξετάζεται και αυτεπάγγελτα.

Επομένως, γενομένης δεκτής της ένστασης μου νόμω αβασίμου και αοριστίας της αγωγής κατά τα άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ, η οποία άλλωστε εξετάζεται και αυτεπάγγελτα, δέον και αιτούμαι να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.  

Άρνηση της αγωγής. Νόμω και ουσία αβάσιμο αυτής γιατί το ενάγον δεν απέκτησε ποτέ κυριότητα στο επίδικο. Άλλως ένσταση ιδίας κυριότητας.

Γίνεται δεκτό παγίως ότι ο ισχυρισμός του εναγομένου με τη διεκδικητική αγωγή ότι έχει αποκτήσει ιδία κυριότητα στο επίδικο αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής όταν τα παραγωγικά αυτής στοιχεία είναι σύγχρονα, ολικά ή μερικά, με τα παραγωγικά της κυριότητας του ενάγοντος στοιχεία ή προηγούνται αυτών, με αποτέλεσμα η συνδρομή των πρώτων να αποκλείει τη συνδρομή των τελευταίων, η κτήση δηλ. της κυριότητας του εναγομένου, αληθής υποτιθέμενη, αποκλείει την κτήση της κυριότητας του ενάγοντος. Ενώ ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου αποτελεί ανατρεπτική ένσταση όταν τα παραγωγικά της κυριότητάς του στοιχεία έπονται των παραγωγικών της κυριότητας του ενάγοντος στοιχείων, με αποτέλεσμα η κτήση της κυριότητάς του, αληθής υποτιθέμενη, να επιφέρει απώλεια της κυριότητας του ενάγοντος, της οποίας η απόκτηση έχει προηγηθεί.  (ΑΠ 126/1979 ΝοΒ 27, 1093, ΑΠ 881/1976 ΑρχΝ 28, 165, ΑΠ 1104/1975 ΝΔικ 32, 364, ΑΠ 201/1974 ΝοΒ 22, 1151, ΑΠ 478/1970 ΑρχΝ 21, 858, Παπαδόπουλος Κ., Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, σελ. 264. 108 ΑΠ 956/1985 ΝοΒ 34, 683, ΑΠ 1090/1983 ΝοΒ 32, 841, ΑΠ 126/1979 ΝοΒ 27, 1093, ΑΠ 1192/1978 ΝοΒ 27,917, ΑΠ 881/1976 ΝοΒ 25, 338, ΑΠ 496/1975 ΑρχΝ 27, 43 ΑΠ 201/1974 ΝοΒ 22, 1151, Παπαδόπουλος Κ., Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, σελ. 264. 109 ΑΠ 956/1985 ΝοΒ 34, 683. ΑΠ 1090/1983 ΝοΒ 32, 841. ΑΠ 12/1979 ΝοΒ 27, 1093. ΑΠ 1192/1978 ΝοΒ 27, 917, Απ. Γεωργιάδης, Εμπράγματο Δίκαιο Ι, σελ 566.). Συνεπεία τούτων γίνεται δεκτό ότι η απόδειξη της ένστασης ιδίας κυριότητας του εναγομένου είναι χρήσιμη και ερευνάται μόνον, όταν ο ενάγων αποδείξει την κυριότητα στην οποία θεμελιώνει την αγωγή του, άλλως απορρίπτεται η αγωγή ως αβάσιμη, χωρίς να ενδιαφέρει καθόλου η ουσιαστική βασιμότητα της ένστασης. (ΑΠ 401/2019, ΝΟΜΟΣ)

Το αντίδικο εν προκειμένω, αιτείται να αναγνωριστεί και εγγραφεί ως αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος σε ποσοστό 100% επί του επίδικου ακινήτου, στηριζόμενο στις διατάξεις των ν. 18, 24 παρ.1 Π(43.3), 9 Εισ. (2.9) 24 (7.30)  και 2 Βασ. (50.10), σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, καθώς και αυτή του άρθρου 21 ΝΔ 22-4/16-5-1926 «Περί Αεροπορικής Αμύνης», σύμφωνα με τις οποίες τα ακίνητα του Δημοσίου εξαιρούνταν αρχικά μέχρι 11-09-1915 από την τακτική χρησικτησία και μετά την τελευταία διάταξη και από την έκτακτη. Επικαλείται επίσης και τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Α.Ν. 1539/1938, σύμφωνα με τις οποίες αφ’ ενός μεν στα αδέσποτα και στα δημόσια κτήματα εν γένει νομέας θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε καμία πράξη νομής σε αυτά και αφ’ ετέρου νομή ιδιώτη επί ακινήτου δεν αναγνωρίζεται έναντι του Δημοσίου, εφόσον ο ιδιώτης δεν είναι κύριος του ακινήτου.

Ωστόσο, στο άρθρο 4 παρ.1 του ν. 3127/2003 ....

«τροποποίηση και συμπλήρωση των ν. 2308/1995 και 2664/1998 για την κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει μετά  την τροποποίησή του από την παρ. 11 του άρθρου 154 του Ν 4389/2016 (ΦΕΚ Α 94/27-5- 2016), ορίζονται τα εξής: «1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγράφει μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α` και β` προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις…. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού άνω των 2.000 τ.μ. οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31.12.2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή».

Με τις διατάξεις αυτές θεσπίζεται εξαίρεση από τον κανόνα, ο οποίος καθιερώνεται από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926, και του άρθρου 21 του ν.δ/τος της 22-4/16-5- 1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π", που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", σύμφωνα με τον οποίο στα δημόσια κτήματα νομέας είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα νομής ή αποσβεστικής παραγραφής, εκτός αν η τριακονταετής νομή της έκτακτης χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, αφού, μετά τη χρονολογία αυτή, δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία στα ακίνητα του Δημοσίου. Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο σε δημόσια κτήματα, ήτοι σε ακίνητα που ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 15/2011) και προστατεύουν εκείνον που προβάλλει κυριότητα σε δημόσιο, με την παραπάνω έννοια, κτήμα, παρέχοντας του τη δυνατότητα, με την επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων των εν λόγω διατάξεων, να αποκτήσει την κυριότητα του κτήματος αυτού έναντι του Δημοσίου, την οποία, άλλως, χωρίς, δηλαδή, τις διατάξεις αυτές, μόνο με τη συνδρομή των ανωτέρω αυστηρότερων προϋποθέσεων του, προ του νόμου αυτού, νομικού καθεστώτος, θα μπορούσε να αποκτήσει (ΑΠ 22/2021, ΑΠ 807/2019, ΑΠ 23/2019)

Έτσι, κατ` εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, κατ` εξαίρεση είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία και επί δημοσίου κτήματος, όταν αυτό βρίσκεται σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό προϋφιστάμενο του 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, εμβαδού μέχρι 2000 τ.μ., εφόσον κάποιος το νέμεται αδιαταράκτως μέχρι την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19-03-2003, επί δέκα έτη με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία υπέρ του ίδιου του νεμομένου ή νεμηθέντος ή υπέρ των δικαιοπαρόχων του, εφόσον ο νόμιμος τίτλος έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-02- 1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής ο επικαλούμενος κυριότητα ή οποιοσδήποτε από τους δικαιοπαρόχους του ήταν κακής πίστης, ή επί τριάντα έτη, εκτός αν κατά την κτήση της νομής ο επιληφθείς της νομής του ακινήτου ήταν κακής πίστης, δηλαδή εφόσον δεν συνέτρεχαν κατά το χρόνο κτήσης της νομής στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Η ρύθμιση αυτή ως ειδική και εξαιρετική επιτρέπει την απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου, εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου, νέμεται αδιατάρακτα τούτο για τριάντα έτη που φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19-03-2003, υπό τις λοιπές διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις στην παρ. 1 περ. α` και β` του ίδιου νόμου

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 984 ΑΚ η νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα. Η διατάραξη της νομής κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 984 του ΑΚ αναφέρεται σε προσβολή της νομής και σε προστασία της νομής από την προσβολή της με διατάραξη κατά το άρθρο 989 ΑΚ. Η έννοια όμως του "νέμεται αδιαταράκτως" στην ως άνω διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 δεν αναφέρεται σε προσβολή και προστασία της νομής του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά πλάσμα του νόμου αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος που είναι το Δημόσιο, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των νόμων περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων, αλλά αναφέρεται σε μη παρενόχληση του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά τον νόμο αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος που είναι το Ελληνικό Δημόσιο.

Από την ως άνω σαφή διατύπωση των προπαρατεθεισών διατάξεων προκύπτει ότι οι απαιτούμενες προϋποθέσεις εφαρμογής τους είναι αθροιστικώς οι ακόλουθες:

Α) Να πρόκειται για ακίνητο που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως, όπως εν προκειμένω το επίδικο ευρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως Καρδίτσας και δεν το αμφισβητεί ούτε το ενάγον, αλλ` αντίθετα το ομολογεί, ή εντός προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού ή εντός οριοθετηθέντος οικισμού, ο πληθυσμός του οποίου με την τελευταία (προ της ενάρξεως εφαρμογής του ως άνω νόμου) απογραφή δεν υπερβαίνει τους 2.000 κατοίκους.

Β) Να πρόκειται για ακίνητο εμβαδού α) μέχρι 2.000 τ.μ. όπως εν προκειμένω το επίδικο δικό μου,  ή β) μείζονος των 2.000 τ.μ., εφόσον στο ακίνητο αυτό υπήρχε στις 31.12.2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος στην περιοχή συντελεστή δόμησης,

Γ) Να έχει καταστεί το ακίνητο αντικείμενο αδιατάρακτης νομής μέχρις ενάρξεως ισχύος του ως άνω νόμου α) επί δέκα έτη με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία υπέρ του ιδίου του νεμομένου ή νεμηθέντος ή υπέρ των δικαιοπαρόχων του, εφόσον ο νόμιμος αυτός τίτλος έχει καταρτισθεί και μεταγράφει μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής ο επικαλούμενος κυριότητα ή οποιοσδήποτε από τους δικαιοπαρόχους του ήταν κακής πίστεως, ή β) επί τριάντα έτη, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής ο επιληφθείς της νομής του ακινήτου ήταν κακής πίστεως, δηλαδή εφόσον δεν συνέτρεχαν κατά τον χρόνο κτήσεως της νομής οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Εξάλλου, στο χρόνο νομής των ως άνω περ. α` και β’ προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις.

2) Περαιτέρω κατά το άρθρο 1042 ΑΚ, ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη, όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου που ανήκει στο Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 § 1 του ν. 3127/2003, πρέπει ο νομέας, μεταξύ άλλων να έχει την πεποίθηση, χωρίς να τον βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η πεποίθησή του αυτή πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο κτήσης της νομής του ακινήτου. Ο νομέας θεωρείται κακής πίστης μόνο αν γνωρίζει ότι δεν έγινε κύριος ή αγνοεί τούτο από βαριά αμέλεια. Αν μεσολάβησε διαδοχή στη νομή, ο χρόνος νομής που διανύθηκε, με τις ίδιες προϋποθέσεις στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου, συνυπολογίζεται στον χρόνο νομής του διαδόχου. (ΑΠ 863/2011, ΑΠ 1271/2011, ΑΠ 1455/2008, Δνη 50 1356, ΑΠ 1120-1/2008 Δνη 51, 1650). Και ενώ κατά τον Αστικόν Κώδικα ο επικαλούμενος την χρησικτησία νομέας βαρύνεται με την απόδειξη της καλής πίστης του, αντιθέτως κατά το άρθρον 4 ν. 3127/2003 την κακή πίστη του νομέα ή του δικαιοπαρόχου του κατά το χρόνο κτήσης της νομής υπό εκατέρου τούτων φέρει το Ελληνικό Δημόσιο, αφού από τη φράση «εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη», η οποία βρίσκεται στο τέλος των περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 1 του άρθρου 4 ν. 3127/2003 καθίσταται σαφές ότι το βάρος απόδειξης της καλής πίστης του δεν το έχει ο (επικαλούμενος κυριότητα) νομέας ή ο δικαιοπάροχός του. αλλ’ αντιθέτως το Ελληνικό Δημόσιο βαρύνεται με την απόδειξη της κακής πίστης του (επικαλούμενου κυριότητα) νομέα, ή του δικαιοπαρόχου του. (236/2021 Εφ Πειραιώς ΝΟΜΟΣ).

Προσάγω και επικαλούμαι τα κάτωθι νόμιμα και νομιμότυπα έγγραφα, ήτοι:....

Εξ όλων των ανωτέρω εγγράφων, αλλά και εκ των υπό του αντιδίκου με τις προτάσεις προσκομιζομένων με επίκληση μεταβιβαστικών συμβολαίων, με σχετικά Β1 έως Β10,  καθίσταται σαφές ότι τόσο οι δικαιοπάροχοί μου αλληλοδιαδόχως, όσο και εγώ, ετύγχανον και τυγχάνω αντίστοιχα, η αποκλειστική κυρία του επιδίκου ακίνητου μέσα στην πόλη της Καρδίτσας, δυνάμει αλληλουχίας συμβολαίων-μεταβιβάσεων, η οποία φτάνει μέχρι το 1898. Δηλ. από τη χρονική αλληλουχία των ανωτέρω τίτλων, αποδεικνύεται σαφώς ότι τόσο εγώ, όσο και οι δικαιοπάροχοί μου, διαθέτουμε νόμιμους τίτλους κυριότητας του επιδίκου, οι οποίοι (τίτλοι κυριότητας) χρονολογούνται από το έτος 1898 και έπειτα και συνεπώς  αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας το δικαίωμα κυριότητας, νομής και κατοχής μου επι του επιδίκου. Δηλ. εκ των ανωτέρω εγγράφων σε συνδυασμό και με όσα προσάγει και επικαλείται και με τις προτάσεις του (και ισχυρίζεται και στην αγωγή του), δηλ. τους τίτλους όλων των απώτερων δικαιοπαρόχων μου ήδη από το 1898,  τους οποίους έτσι αποδέχεται και ομολογεί και ως προς τη νομιμότητα και ως προς την αληθότητά τους, και οι οποίοι καθίστανται κοινό αποδεικτικό μέσο και τα επικαλούμαι και εγώ ενταύθα , προκύπτει, ότι κανένα δικαίωμα κυριότητας, νομής και κατοχής δεν απέκτησε ποτέ το ενάγον επί του επιδίκου και για κανένα νόμιμο λόγο και αρνούμαι κάθε τέτοιο και συναφώς η αγωγή του είναι πλήρως αβάσιμη ουσιαστικά και νομικά. Αντιθέτως κύριοι ήταν οι δικαιοπάροχοί μου εξ επαχθών αιτιών (αγορά), ήδη από το χρόνο που το δημόσιο ισχυρίζεται την κτήση της κυριότητας επ` ονόματί του.

Σε κάθε περίπτωση προκύπτει ότι συντρέχουν κατ` εξαίρεση στο πρόσωπό μου, άπασες οι ανωτέρω νόμιμες προϋποθέσεις κτήσης της κυριότητάς μου επι του επιδίκου κατά τις ρυθμίσεις του ν. 3127/2003 και δια τούτο κατέστην νόμιμα η αποκλειστική κυρία του, όπως και πρίν από εμένα οι ανωτέρω δικαιοπάροχοί μου, μετά από αδιάκοπη, αδιατάρακτη και καλόπιστη μεταβίβαση διαχρονικά της κυριότητας, νομής και κατοχής επι του επιδίκου διαδοχικά υπό των αμέσων και των πρεσβυγενών δικαιοπαρόχων μου.  Ειδικότερα:

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1033 του Αστικού Κώδικα (Π.Δ. 456/1984) ορίζεται ότι: «Για  τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ` αυτόν η  κυριότητα  για  κάποια  νόμιμη  αιτία.   Η  συμφωνία   γίνεται   με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή».

 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1192 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Μεταγράφονται  στο  γραφείο  μεταγραφών  της  περιφέρειας  του:  1. οι εν ζωή δικαιοπραξίες, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αιτία θανάτου δωρεές, με τις οποίες συνιστάται, μετατίθεται, καταργείται εμπράγματο δικαίωμα (εμπράγματες δικαιοπραξίες) πάνω σε ακίνητα 2. οι επιδικάσεις ή οι προσκυρώσεις που γίνονται από  την  αρχή  ή  οι κατακυρώσεις  κυριότητας  ή εμπράγματου δικαιώματος πάνω σε ακίνητο 3. οι εκθέσεις δικαστικής διανομής ακινήτου 4.  οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις που περιέχουν καταδίκη σε  δήλωση  βούλησης  για  εμπράγματη δικαιοπραξία πάνω σε ακίνητο. 5.  οι  τελεσίδικες  δικαστικές   αποφάσεις   με   τις   οποίες αναγνωρίζεται  κυριότητα  ή  άλλο  εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, που έχουν κτηθεί με έκτακτη χρησικτησία"».

 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1198 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Παράλειψη μεταγραφής. Χωρίς  μεταγραφή  στις  περιπτώσεις των άρθρων 1192 εδάφια 1 έως 4 και 1193" δεν επέρχεται η  μεταβίβαση  της  κυριότητας  του ακινήτου ή η σύσταση, μετάθεση, κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος πάνω στο ακίνητο».

 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1041 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Εκείνος  που  έχει  στη  νομή  του με καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο πράγμα κινητό για μια τριετία  και  ακίνητο  για  μια  δεκαετία, γίνεται κύριος του πράγματος (τακτική χρησικτησία)».

 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1042 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη στην περίπτωση του προηγούμενου  άρθρου, όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα».

 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο, γίνεται κύριος (έκτακτη χρησικτησία)».

 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1051 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή, μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου».

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1199 ΑΚ «Με τη μεταγραφή κατά το άρθρο 1193 η κυριότητα ή  άλλο  εμπράγματο  δικαίωμα  πάνω  σε  ακίνητο  θεωρούνται ότι περιήλθαν στον κληρονόμο ή στον κληροδόχο από  το  θάνατο  του  κληρονομημένου,  με  την επιφύλαξη των διατάξεων για την αναβλητική αίρεση ή προθεσμία.», σύμφωνα δε με το άρθρο 983 ΑΚ «Η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα.».

Όπως προκύπτει και από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, κάποιος αποκτά κυριότητα ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ύστερα από συμφωνία με τον κύριο του ακινήτου ότι μετατίθεται σε αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, εφόσον η σχετική συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Περαιτέρω, μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε (ΑΠ 1125/2018 , ΑΠ 403/2018, ΑΠ 78/2015, ΑΠ 1014/2014, ΜΕφΠατρ 87/2019, ΕφΠατρ 87/2019). Σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045 και 1051 ΑΚ, με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής χρησικτησίας αποκτά την κυριότητα ακινήτου εκείνος που έχει στη νομή του με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο ακίνητο για μία δεκαετία, ενώ με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας αποκτά την κυριότητα ακινήτου εκείνος που έχει στη νομή του το ακίνητο για μια εικοσαετία (ανεξάρτητα από καλή πίστη και νόμιμο τίτλο), με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του ακινήτου με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, όπου απαιτείται προς συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 974 ΑΚ, που ορίζει ότι «όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου», συνάγεται ότι η νομή συγκροτείται από δύο στοιχεία, το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus domini). Και το μεν πρώτο εκδηλώνεται με τη φυσική εξουσίαση του πράγματος κατά τρόπο που αποκλείει άλλον από αυτήν, το δε animus εξωτερικεύεται με τη μεταχείριση του πράγματος κατά τρόπο που προσιδιάζει σε κύριο αυτού (ΑΠ 184/2006 ΕλΔνη 48,182, ΑΠ 1420/2003 ΕλΔνη 45,1049, ΑΠ 1152/1999 Ελ Δνη 41,452, ΑΠ 5/1997 Ελ Δνη 38,1573). Φυσική εξουσίαση είναι η άσκηση πράξεων που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του πράγματος, ώστε κατά την αντίληψη των συναλλαγών να θεωρείται ότι αυτό βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του νομέα. Υπάρχει επίσης και όταν ο νομέας δεν βρίσκεται σε διαρκή σωματική επαφή με το πράγμα, αλλά έχει την εποπτεία του και τη δυνατότητα άσκησης φυσικής εξουσίας κάθε στιγμή (ΑΠ 184/2006 οπ, ΑΠ 393/1999 Ελ Δνη 40,1743). Η δε διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας, ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα. Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο υπάρχει μόνο κατοχή, η οποία είναι η σωματική εξουσία, ολική ή μερική, που ασκείται κατά κανόνα πάνω στο πράγμα στο όνομα άλλου από ενοχική σχέση, ισχυρή ή όχι (ΑΠ 27/2003 ΕλΔνη 44,774).

Από τη διάταξη του 1051ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 249, 271, 974, 976, 983 και 1045 ΑΚ, συνάγεται ότι στην έκτακτη χρησικτησία δεν απαιτείται για το συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος στη δική του νομή προς συμπλήρωση του προβλεπόμενου γι’ αυτήν στο νόμο χρόνου νομής (εικοσαετία), ειδική διαδοχή στο δικαίωμα κυριότητας του πράγματος, αλλά αρκεί απλώς ειδική διαδοχή στη νομή του πράγματος, η οποία χωρεί με παράδοση με οικεία βούληση του νομέα (976 ΑΚ) και έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή που έχει ο μεταβιβάζων. Σε περίπτωση δε καθολικής διαδοχής, η κτήση της νομής επέρχεται αυτοδικαίως από το θάνατο του κληρονομουμένου, μόλις γίνει η επαγωγή της κληρονομιάς.  Συνεπώς, επί καθολικής διαδοχής αν η νομή του κληρονομουμένου ήταν κτητική, προσπορίσασα σ` αυτόν κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, η ίδια νομή μεταβιβάζεται και στον κληρονόμο του, ο οποίος, στην περίπτωση αυτή, συνεχίζει την ίδια κτητική νομή του δικαιοπαρόχου του. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι και στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαιοπάροχος, του νομέα κατέστη κύριος, λόγω συμπλήρωσης στο πρόσωπό του, του απαιτούμενου χρόνου χρησικτησίας, ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος αυτού στη νομή μπορεί να επικαλεσθεί το συνυπολογισμό του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου του, προκειμένου να αντιτάξει κατά τρίτων κυριότητα επί ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, χωρίς να έχει συμπληρώσει δική του νομή επί εικοσαετία κατά τους όρους του άρθρου 1045 ΑΚ, αλλά με προσμέτρηση του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου του (ΑΠ 451/2021 ΝΟΜΟΣ)

Το επίδικο ακίνητο- οικόπεδο, μετά της επ’ αυτού διώροφης οικοδομής περιγράφεται, όπως ειπώθηκε, στους τίτλους μου με τους οποίους απέκτησα αυτό, δηλ. στα με αρ. ... προικοσύμφωνα του συμβ/φου ..., νομίμως και εμπροθέσμως μεταγραφέντα το πρώτο σε τ. 135 και αρ. 373 και το δεύτερο σε τ.167 και αρ. 424 αντίστοιχα των βιβλίων μεταγραφών του υποθ/κείου .... Αποτυπώνεται δε σαφώς με τα αυτά όρια, διαστάσεις και πλευρές στο επισυναπτόμενο στα ανωτέρω συμβόλαια τοπογραφικό διάγραμμα, ενώ η διώροφη οικοδομή επ` αυτού δεν υπήχθη στο ιδιόρρυθμο καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας του Ν. 3741/ 1929 και των άρθρων 1002 και 1117 Α.Κ.

 Περιήλθε στους αμέσους ανωτέρω, αλλά και απώτερους δικαιοπαρόχους μου κατά τον παράγωγο τρόπο και δυνάμει των συμβολαιογραφικών τίτλων, νομίμως και επροθέσμως μεταγραφέντων κάθε φορά, τους οποίους και το ενάγον ισχυρίζεται, ομολογεί και δεν αμφισβητεί με την αγωγή του και προσκομίζει μετ` επικλήσεως με τις προτάσεις του στους οποίους και παραπέμπω προς αποφυγή περιττής επανάληψης και επικαλούμαι και εγώ ως προς όλα τα στοιχεία τους (αριθμός, ημερομηνία σύνταξης, ημερομηνία μεταγραφής, ονόματα κλπ). Καταχωρήθηκε δε στο βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου ..., και στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ .... με έκταση 419τμ.

Εξ` αυτών λοιπόν προκύπτει, πέραν πάσης αμφιβολίας το νόμιμο δικαίωμα κυριότητας, νομής και κατοχής, τόσο εμού όσο και κάθε προγενέστερου δικαιοπαρόχου μου, κτηθέν με παράγωγο τρόπο από επαχθή αιτία, δια συμβολαιογραφικών εγγράφων και δια παραδόσεως αυτής, αλλά και της νομής και κατοχής οικεία βουλήσει στον επόμενο.  

Επειδή περαιτέρω, αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας, η καλόπιστη νομή και κατοχή, τόσο εμού όσο και κάθε προγενέστερου δικαιοπαρόχου μου επί του επιδίκου, στο χρόνο δε αυτής για τον καθένα, προσμετράται και η νομή των προγενεστέρων δικαιοπαρόχων του. Συνεπώς οι δικαιοπάροχοί μου ήταν νόμιμοι κύριοι, νομείς και κάτοχοι του επιδίκου με ανεπίληπτη και αδιατάρκατη νομή και με πρόθεση να είναι κύριοι, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των εκατό (100) ετών.

Καθ` όλο αυτό το χρονικό διάστημα, τόσο αυτοί όσο μια εγώ μετά την μεταβίβαση του επιδίκου σε εμένα, ασκούσαμε κάθε εμφανή πράξη νομής και κατοχής που αρμόζει σε κύριο και με την θέληση να είμαστε κύριοι αυτού, καλή τη πίστη και χωρίς ποτέ να ενοχληθούμε ή αμφισβητηθούμε από το ενάγον ή άλλον τρίτο, καθόσον .....

Το ενάγον όμως, παρά το ότι ισχυρίζεται ότι το επίδικο είχε καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα και ότι τάχα προέβη στις ισχυριζόμενες προσκλήσεις και καταγραφές του Οικ.Εφόρου για την προστασία του, ωστόσο, ουδέν έπραξε για την διεκδίκηση ή αναγνώριση της κυριότητάς του αν και γνώριζε με βάση τα ανωτέρω σαφώς και εγγράφως δηλ. με κάθε επίσημο τρόπο, ότι οι ανωτέρω δικαιοπάροχοί μου θεωρούν εαυτόν κύριο αυτού δυνάμει αδιακόπου σειράς νομίμων μεταβιβάσεων δια μεταγραφέντων συμβολαίων. Έτσι δεν άσκησε καμία αγωγή, αλλ` ούτε, έστω, επέδωσε κάποιο εξώδικο ζητώντας την απόδοση αυτού εξωδικαστικά, οποτεδήποτε μέχρι σήμερα. Αυτοί θα ήταν τωόντι οι πρόσφοροι τρόποι προστασίας της ισχυριζόμενης κυριότητας του εφόσον γνώριζε καλώς ότι οι δικαιοπάροχοι μου όχι απλά και μόνο την αρνούνται, αλλά επικαλούνται ίδιο δικαίωμα κυριότητας υπέρ τους ερειδόμενο μάλιστα επι νομίμων τίτλων τους. Μπορεί λοιπόν, με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά να υποτεθεί βάσιμα, ότι ακόμα και εάν είχε οποιοδήποτε τέτοιο δικαίωμα, δεν παραιτήθηκε απ` αυτό, ή ότι έστω αυτό δεν αποδυναμώθηκε, και συναφώς δεν δημιούργησε την εδραία και εύλογη πεποίθηση ως εκ της απολύτου και μακρόχρονης αδρανείας του, πως δεν θα ασκήσει κανένα τέτοιο; Πολλού γε δεί, διότι, αν μη τι άλλο, όχι μόνο δεν έπραξε τα ανωτέρω, αλλά ταυτόχρονα, εισέπραττε αδιαμαρτύρητα από τους δικαιοπαρόχους μου αλλά και από εμένα, κάθε τέλος, βάρος κλπ που αφορούν το επίδικο. Συνεπεία δε τούτων είναι αυτονόητη η καλή μου πίστη κατά το χρόνο κτήσης της κυριότητας με τα παραπάνω προικοσύμφωνα, όπως και των προκατόχων μου, αφού πρόκειται για δικαιοπαρόχους που εκτήσαντο αυτό με νόμιμους και μεταγραφέντες μεταβιβαστικούς τίτλους κυριότητας και μετά από αδιάκοπη, άνω των 100 ετών νόμιμη και νομότυπη διαδοχή της κυριότητας,  ενώ οπωσδήποτε δεν είχε επιδοθεί σε εμένα οποιοδήποτε έγγραφο και δεν είχε γίνει οποιαδήποτε σχετική όχληση από το ενάγον  σχετικά με οποιοδήποτε τυχόν δικαίωμα του επί του επιδίκου, που θα με έκανε να αναρωτηθώ δικαιολογημένα και να αμφιβάλλω για το δικαίωμα κυριότητας που μου μεταβιβάστηκε.  

Συνεπώς το αντίδικο ενάγον δεν ήταν ποτέ κύριος του ακινήτου και δεν κατέστη τέτοιος μετά την προσάρτηση-απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881. Αντίθετα, ίδιο δικαίωμα κυριότητας αποκτηθέν δια νομίμων διαδοχικών μεταβιβαστικών τίτλων, νομίμως και εμπροθέσμως μεταγραφέντων κάθε φορά, δυνάμει των οποίων μεταβιβάζονται και η νομή και κατοχή δια παραδόσεων στον αποκτώντα, είχαν ανέκαθεν οι δικαιοπάροχοί μου, αφού επι του επιδίκου είχαν αποκτήσει ήδη πρίν από το ανωτέρω χρονικό σημείο, ή έστω την ίδια περίοδο, το δικαίωμα της κυριότητας, καθόσον όπως και το ενάγον ομολογεί στην  αγωγή του (και προσκομίζει ως σχετικά Β9,10, τα σχετικά συμβόλαια), η πλέον απώτερη δικαιοπάροχός μου ..., αγόρασε αυτό το 1898 από τον ... ο οποίος το είχε από κληρονομία και από δυνάμει ταπίων και άρα όχι από το Ελληνικό Δημόσιο, ούτε μετά την προσάρτηση, αφού προήρχετο από οθωμανό υπήκοο που δεν το εγκατέλειψε, αποτελούσε περιουσία του από κληρονομία και ταπιά και   το μεταβίβασε περαιτέρω με νόμιμη μεταβιβαστική πράξη. Συνεπώς ο καθένας μας διαδοχικά, όπως και εγώ κατέστημεν κύριοι, νομείς και κάτοχοι του επιδίκου.

Άλλως και επικουρικά, προβάλλω με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά στα οποία και παραπέμπω προς αποφυγή περιττής επανάληψης, την ένσταση ιδίας κυριότητας επι του επιδίκου και ζητώ να γίνει δεκτή αυτή και να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου, διότι κατέστην κυρία αυτού δυνάμει του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, όπως ανωτέρω ισχύει σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί τακτικής, άλλως εκτάκτου χρησικτησίας, δεδομένου ότι συντρέχουν στο πρόσωπό μου άπασες οι προϋποθέσεις της περ. α ` αυτού, σύμφωνα με την οποία «α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγράφει μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη», άλλως και επικουρικά, διότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περ. β` σύμφωνα με την οποία «ή β) νέμεται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α` και β` προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις».

 Όσον αφορά δε την καλή πίστη, τόσο εμού, όσο και των δικαιοπαρόχων μου διαχρονικά, αναφέρομαι σε όλα όσα ανωτέρω προκύπτουν από την αλληλοδιάδοχη σειρά μεταβιβάσεων της κυριότητας με νόμιμους και μεταγραφέντες μεταβιβαστικούς της κυριότητας τίτλους, την διαχρονική έλλειψη κάθε όχλησης, πολλώ δε μάλλον διεκδίκησης με οποιονδήποτε τρόπο του επιδίκου από το ενάγον, αλλά και στην αδιάλειπτη και ανεπίληπτη άσκηση εμφανών πράξεων νομής και κατοχής επι του επιδίκου με πρόθεση και διάνοια κυρίου απ` όλους τους δικαιοπαρόχους και από εμένα. Τονίζεται δε με έμφαση ότι το ενάγον δεν ισχυρίζεται πουθενά στην αγωγή του, έστω και εν σπέρματι, ότι είτε εγώ, (κατά το χρόνο κτήσης), είτε κάποιος από τους δικαιοπαρόχους μου, τελούσαμε σε κακή πίστη περί της κυριότητας του επιδίκου. Τέτοια πραγματικά περιστατικά, ούτε ισχυρίζεται ειδικά, ούτε προκύπτουν γενικά από το δικόγραφό του.  

 Χρησιδεσπόζαμε δε επ` αυτού αδιατάρακτα όπως ειπώθηκε, ήτοι χωρίς ποτέ να ενοχληθούμε από κανένα, χωρίς καμία αμφισβήτηση ή διεκδίκηση από τρίτο πρόσωπο και δη από το αντίδικο Ελληνικό Δημόσιο, ασκώντας και ενεργώντας συνεχώς, αδιαλείπτως, ανεπίληπτα, αδιατάρακτα και αδιαφιλονίκητα επ` αυτού, τόσο εγώ όσο και οι δικαιοπάροχοί μου (η νομή των οποίων προσμετράται στον χρόνο της ιδικής μου, εφόσον ήθελε τυχόν κριθεί ότι δεν διέδραμε στο πρόσωπό μου αυτοτελώς ο χρόνος της, δηλ. είτε η 10ετία, είτε η 30ετία κατά τα ανωτέρω μέχρι την 19-03-2003) , όλες τις προσιδιάζουσες στον κύριο και νομέα ανωτέρω αναφερόμενες αναλυτικά εμφανείς υλικές πράξεις, χωρίς καμία εναντίωση του ενάγοντος. Παράλληλα, το ίδιο, δια των αρμοδίων οργάνων του, γνώριζε πλήρως και ενέκρινε την ανέγερση οικοδομής ήδη από το 1938 με έκδοση σχετικής αδείας, και επιπλέον εισέπραττε και εισπράττει μέχρι σήμερα αδιαμαρτύρητα κάθε τέλος, βάρος, φόρο κλπ που το αφορά χωρίς ποτέ να προβάλει το οποιοδήποτε δικαίωμα έναντι ημών.

 Άλλως και επικουρικότερα, εάν ήθελε κριθεί ότι δεν κατέστημεν (οι δικαιοπάροχοί μου αρχικά και μετεγενέστερα εγώ) κύριοι του επιδίκου με παράγωγο τρόπο δια των ανωτέρω μεταβιβαστικών συμβολαιογραφικών εγγράφων, νομίμως μεταγραφέντων, ή ότι αυτές οι μεταβιβάσεις/συμβόλαια τυγχάνουν  δήθεν άκυρες και μη νόμιμες (αποτελούντων πάντως νομιζόμενων τίτλων σε κάθε περίπτωση), ή ότι δεν μπορούν να αντιταχθούν απέναντι στο ενάγον, ή ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό μου και στο πρόσωπο των δικαιοπάροχων μου οι ανωτέρω προϋποθέσεις για κατ` εξαίρεση κτήση της κυριότητας του ν. 3127/2003, τότε σε κάθε περίπτωση απέκτησα αυτό κατά πρωτότυπο τρόπο και δη με τα προσόντα της τακτικής, άλλως με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς τόσο εγώ, όσο και οι δικαιοπάροχοί μου (ο χρόνος της νομής των οποίων προσμετράται), νεμόμαστε αυτό καλή τη πίστη και αδιάλειπτα για 124 έτη (από το 1898 τουλάχιστον), έχοντας τη πεποίθηση κατά το χρόνο απόκτησης της νομής ότι αποκτήσαμε αληθινά την κυριότητα, διενεργώντας αδιαλείπτως επ’ αυτού υλικές πράξεις προσιδιάζουσες στον κύριο και νομέα, χωρίς ουδέποτε να αμφισβητηθεί η κυριότητα μας επί του ακινήτου εκ μέρους τρίτου προσώπου και δη εκ του αντιδίκου. Οπωσδήποτε δε μέχρι το 1915 είχαν παρέλθει άνω των 10 ετών χρησιδεσπόζοντας αδιάλειπτα από το 1898 με νόμιμο, άλλως νομιζόμενο τίτλο και καλή πίστη και μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (1946) άνω των 30 ετών.

Επομένως, γενομένων δεκτών των ισχυρισμών μου, δέον και αιτούμαι να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου καθ’ ολοκληρίαν.

Άλλως και όλως επικουρικά, με βάση όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά στα οποία παραπέμπω προς αποφυγή περιττής επανάληψης, προβάλλω την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος κατ` άρθρο 281 ΑΚ και ζητώ να γίνει δεκτή και να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου. Ειδικότερα:

Υπο τις ανωτέρω μακρόχρονες συνθήκες και περιστάσεις οι οποίες αφορούν το πρόσωπό μου, το πρόσωπο των δικαιοπαρόχων μου και το ίδιο το ακίνητο, καθίσταται σαφές πώς η άσκηση του τυχόν δικαιώματος του αντιδίκου προς αναγνώριση της αποκλειστικής του κυριότητας στο επίδικο, παρίσταται εξόχως καταχρηστικής κατά προφανή υπέρβαση κάθε ορίου της καλής πίστης και των χρηστών ηθών αλλά και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματός του, η οποία οφθαλμοφανώς προκαλεί μία αναμφισβήτητη δυσμενέστατη εντύπωση και κατάσταση αδικίας εις βάρος μου. Διότι τόσο εγώ, όσο και οι δικαιοπάροχοί μου διαχρονικά συμπεριφερθήκαμε αναφορικά με το ακίνητο με συναλλακτική ευθύτητα και εντιμότητα και όχι κρυφίως, αφού όπως ανωτέρω προκύπτει ενημερώσαμε σε ανύποπτο χρόνο τον Έφορο περί της κυριότητας μας με την προσκομιδή και των σχετικών τίτλων και μάλιστα στείλαμε και εξώδικο για την υπεράσπισή του. Επενεργούσαμε δε επ` αυτού εμφανώς και με νόμιμες υλικές πράξεις και με την έγκριση και αποδοχή των οργάνων και υπηρεσιών του αντιδίκου, σύμφωνα όχι μόνο με την καλή πίστη, αλλά και με τις επιταγές της κοινωνικής ηθικής των δημοτών-ιδιοκτητών ακινήτων στην πόλη της ..που επικρατούσαν διαχρονικά στην περιοχή της ... μετά την απελευθέρωση αφού σκοπό μας ήταν όχι φυσικά η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος, αλλά η προστασία του δικαιώματος και του ακινήτου, τα δε μέσα που χρησιμοποιήσαμε είναι νόμιμα απ` όλες τις απόψεις (άδεια οικοδομής, νομιμοποιήσεις, συμβάσεις με αρχές και υπηρεσίες και υποβολή εγγράφων, αλλά και μεταγραφές των μεταβιβαστικών συμβολαίων στην αρμόδια προς τούτο αρχή-υπηρεσία του Δημοσίου-υποθ/κειο). Εξ ετέρου στην ανωτέρω οικία του επιδίκου κατοικώ μόνιμα και είναι η μόνη και κύρια κατοικία μου η οποία άλλωστε και ως τέτοια και ως ιδιοκτησία προστατεύεται από το Σύνταγμα της χώρας διαχρονικά. Η άσκηση λοιπόν της αξίωσης του ενάγοντος, οπωσδήποτε δεν εξυπηρετεί ούτε την κοινωνική, ούτε την οικονομική αποστολή του οικείου δικαιώματος επί τη βάσει του γενικότερου συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου καθόσον πρόκειται για αστική κατοικία εντός του πολεοδομικού ιστού της πόλεως και συνεπώς η άσκηση της αξίωσης του ενάγοντος δεν εξυπηρετεί κανένα δημόσιο συμφέρον οιασδήποτε μορφής υπέρ του κοινωνικού συνόλου. Ιδίως όμως είναι καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, διότι το τυχόν δικαίωμά του εναντίον μου, συνεπεία της μακρόχρονης αδρανείας του,  αποδυναμώθηκε και δεν μπορεί να ασκηθεί πλέον εναντίον μου. Ειδικότερα, δεν υπήρχε καμία εύλογη αιτία για την παραπάνω αδράνειά του 124 ετών, να ασκήσει την αγωγή του, καθόσον μάλιστα γνώριζε την ύπαρξη του δικαιώματός του όπως διατείνεται, αλλά και την άρνησή του από τους δικαιοπαρόχους μου διαχρονικά. Συνεπεία δε τούτου, δημιουργήθηκε μία πραγματική κατάσταση υπέρ μου και υπέρ των δικαιοπαρόχων μου την οποία όχι απλά ανεχόταν, αλλά και επιδοκίμαζε, αφού χορηγούσε άδεια οικοδομής, δεχόταν τις μεταγραφές, εισέπραττε φόρους και βάρη για το ακίνητο κλπ. Σύστοιχα δημιούργησε κατ` αντικειμενική κρίση, την εύλογη πεποίθηση σε εμάς ότι δεν θα ασκήσει κανένα δικαίωμα από την τυχόν κυριότητά του. Συνεπώς η άσκησή του, θα έχει για μένα, λαμβανομένου υπόψη ότι είναι η μόνη και κύρια κατοικίας μου στην οποία επένδυσα και δαπάνησα διαχρονικά μεγάλα ποσά, όχι απλά δυσμενείς, αλλά και αφόρητες και δυσβάσταχτες συνέπειες που δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από το Δίκαιο. Αντιθέτως το αντίδικο, δεν θα υποστεί καμία συνέπεια, επίπτωση ή βλάβη, καθόσον άλλωστε καμία τέτοια δεν επικαλείται ότι δοκίμασε για όλα αυτά τα χρόνια που δήθεν «εσφαλμένα» το ακίνητο φαινόταν στο όνομά μου και στο όνομα των δικαιοπαρόχων μου, ενώ όπως ειπώθηκε δεν θα επέλθει καμία τέτοια ούτε και διότι τάχα δεν θα μπορεί να εκπληρώσει κάποιο δημόσιο σκοπό ή να ικανοποιήσει κάποιο κοινωνικό συμφέρον της ολότητας. Εν ταυτώ όμως προκύπτει ότι η συμπεριφορά του είναι καταχρηστική διότι είναι και αντιφατική, αφού η παρούσα άσκηση του δικαιώματος του έρχεται σε προφανή αντίθεση με την μέχρι σήμερα μακραίωνη συμπεριφορά του επιδοκιμασίας και αποδοχής της κυριότητάς μου, εν όψει μάλιστα και της δημιουργηθείσας πραγματικής ισόχρονης κατάστασης, αλλά και εύλογης πεποίθησης ότι το δικαίωμα δεν θα ασκηθεί.

Επειδή αρνούμαι και αποκρούω τις ενστάσεις, προτάσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου των οποίων την απόρριψη ζητάω εφόσον με βλάπτουν

          Δια ταύτα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου και τα προστεθησόμενα στην προσθήκη και αντίκρουση

          ΑΙΤΟΥΜΑΙ όσα και ανωτέρω και να γίνουν δεκτές οι παρούσες προτάσεις μου, ενστάσεις και ισχυρισμοί μου. Να απορριφθεί η κρινομένη αγωγή του αντιδίκου καθ` άπαν αυτής το αιτητικό, όπως και οι προτάσεις, ενστάσεις, αντενστάσεις και ισχυρισμοί του και να καταδικαστεί στην δικαστική μου δαπάνη και αμοιβή του πλ.δικηγόρου μου. 

Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

 ΠΡΟΣΘΗΚΗ-ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ-ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

 Εν συνεχεία των ανωτέρω προτάσεών μου, αρνούμενη και αποκρούουσα κάθε ενάντιο ισχυρισμό, πρόταση και ένσταση του αντιδίκου, επάγομαι και τα εξής, ήτοι:

1.       Το αντίδικο, ούτε με τις προτάσεις, ούτε με την προσθήκη και αντίκρουσή του, ήρε την αοριστία της αγωγής  του αναφορικά με την περιγραφή του επιδίκου ακινήτου. Το ότι επισυνάπτει στην αγωγή του απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος και κτηματολογικό φύλλο του πιο πάνω ακινήτου, σαφώς και δεν θεραπεύει τις ελλείψεις ως προς την περιγραφή του ακινήτου, και συναφώς την αοριστία του δικογράφου, για το λόγους που αναφέρω στις προτάσεις μου και παραπέμπω.

2.       Δεν αντέκρουσε με κανένα αντίθετο αποδεικτικό μέσο ότι το επίδικο ακίνητο έχει αποκτηθεί από εμένα και από τους δικαιοπαρόχους μου, άμεσους και πρεσβυγενείς, βάσει νόμιμων τίτλων κτήσης (συμβολαίων) που ανατρέχουν στην περίοδο της τουρκοκρατίας, αλλ` ούτε και ότι  έχουν καταβληθεί από εμένα και τους προκατόχους του ακινήτου όλοι οι φόροι στην Δ.Ο.Υ., όλα τα συμβολαιογραφικά δικαιώματα και τα έξοδα μεταγραφής στο Υποθηκοφυλακείο διαχρονικά. Αντίθετα, ομολογεί τον παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας στην προκείμενη περίπτωση, αφού και το ίδιο προσκομίζει τους τίτλους κυριότητας ακόμη και των απώτατων δικαιοπαρόχων μου τους οποίους επικαλείται και δια τούτο, δεν αμφισβητεί.

3.       Σε κάθε περίπτωση δεν αμφισβητεί και πολύ περισσότερο, δεν ανταπέδειξε με κανένα διάφορο αποδεικτικό μέσο, ότι είτε εγώ κατά την κτήση του, είτε ο οποιοσδήποτε δικαιοπάροχός μου, τελούσαμε οποτεδήποτε σε κακή πίστη και σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή, αλλ` ούτε και τις διαχρονικά διακατοχικές μας πράξεις στο ακίνητο. Άλλωστε η καλή μας πίστη  στην προκείμενη περίπτωση συνδέεται ανελλιπώς με το νόμιμο μεταγραφέντα τίτλο (συμβόλαιο) κάθε δικαιοπαρόχου, αλλά και την απουσία κάθε διακατοχής πράξης των οργάνων του Δημοσίου οποτεδήποτε στο επίδικο, σε αντίθεση με τι δικές μας, όπως περιγράφονται στην αγωγή. Σημειώνεται εδώ ότι το αντίδικο Ελληνικό Δημόσιο, στην συγκεκριμένη περίπτωση φέρει και το βάρος απόδειξης της κακής πίστης (ΕφΠειρ 236/2021 ΝΟΜΟΣ), αλλ` όπως ειπώθηκε, ούτε καν προέβαλε κάποιον τέτοιο συγκεκριμένο και σαφή ισχυρισμό, ενώ ταυτόχρονα, όπως επίσης ειπώθηκε, δεν αποδεικνύει καμία διακατοχική πράξη των οργάνων του επί του επιδίκου.

4.       Αλλ` ούτε και ισχυρίζεται ότι το επίδικο δεν είναι δεκτικό χρησικτησίας για κάποιο λόγο.

5. Για την κτήση κυριότητας με παράγωγο τρόπο, σε αντίστιξη με την κτήση αυτής με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με έκτακτη χρησικτησία υπό τους όρους του ν. 3127/2003, βλ. παρακαλώ ΑΠ 121/2022, ΑΠ 22/2021, ΝΟΜΟΣ)

Επειδή αρνούμαι και αποκρούω κάθε ενάντιο ισχυρισμό πρόταση, ένσταση και προσθήκη του  

Δια ταύτα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου

ΑΙΤΟΥΜΑΙ όσα και ανωτέρω και να γίνει δεκτή η παρούσα προσθήκη και αντίκρουσή μου, να απορριφθούν οι προτάσεις, ενστάσεις, ισχυρισμοί, προσθήκη και αντίκρουση του αντιδίκου, όπως και η κρινομένη αγωγή του και να καταδικαστεί στην δικαστική μου δαπάνη.

Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Βρόντος Ανδρέας

Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249

E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

          24410-41255/6972422002

            FAX : 24410-41257

 

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013