Ιατρική αμέλεια.Πηγές ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης.15ΠΚ.Κλητήριο θέσπισμα.Ακυρότητα 321ΚΠΔ.Δια παραλείψεως τέλεση.Μετεγχειρητικό στάδιο.Υποχρέωση ενέργειας.Σύμβαση, ιδιότητα,προηγούμενη επικίνδυνη συμπεριφορά, σύμπλεγμα νομικών κανόνων.Αναίρεσηι

ΠΡΟΣ ΤΟΝ Κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ  ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΑΙΤΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ  ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

Της πολιτικώς ενάγουσας …………, κατοίκου ……… με αδτ ………και ΑΦΜ ……..

Καρδίτσα  8-3-2022

Αξιότιμε κύριε Εισαγγελέα,

          Την ..-3-2022 δικάσθηκε, σε πρώτο βαθμό, από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο .. ποινική υπόθεση, που αφορούσε έγκλησή μου κατά των κατηγορουμένων 1) ………., μαιευτήρος- χειρούργου γυναικολόγου ιατρού. 2)  …….., ιατρού - αναισθησιολόγου, 3) …….., 4) ………., Ιατρού, 5)………, απάντων κατοίκων Καρδίτσας  για το έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υποχρέους δι` ενεργείας και παραλείψεως τελεσθείσα (ιατρική αμέλεια) σύμφωνα με το από 1-8-2020 κλητήριο θέσπισμα του κ. Εισαγγελέα Πλημ/κών ……... (ΑΒΜ …….., ΑΒΩ ……... Χρόνος τελέσεως από 26-8-16 έως 31-8-2016)

          Ήδη με την από 27-11-2016 έγκλησή μου, είχα δηλώσει νομότυπα παράσταση πολιτικής αγωγής εναντίον των κατηγορουμένων, χωρίς να αποβληθώ από την ποινική διαδικασία.

          Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως αμέσως παθούσα, καταστάσα μόνιμα ανάπηρη εκ των εγκληματικών ενεργειών και παραλείψεων των κατηγορουμένων ιατρών (ιππουριδική συνδρομή), δήλωσα-επανέλαβα, όπως και στις προηγηθείσες από αναβολή δικασίμους, νομότυπα και εμπρόθεσμα παράσταση πολιτικής αγωγής κατά των κατηγορουμένων προς υποστήριξη της κατηγορίας. Εναντίον της παράστασής μου, δεν προβλήθηκε καμιά αντίρρηση και δεν αποβλήθηκα από την ποινική δίκη.

           Ο συνήγορος του 1ου κατηγορουμένου κατά την έναρξη της συζήτησης, πρότεινε με αυτοτελή ισχυρισμό την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος   για το λόγο ότι εν τω μεταξύ, στην σχετική αστική αγωγή μου κατά των ιδίων κατηγορουμένων και εναγομένων ιατρών και κλινικαρχών με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά ιατρικής αμέλειας, εξεδόθη η με αρ. …./2021 οριστική απόφαση του ΜονΠρωτ. ……, η οποία δέχθηκε ότι η αρχική σωματική μου βλάβη προκλήθηκε κατά τη διαδικασία της αναισθησίας με επισκληρίδιο έγχυση για την επίτευξη του τοκετού, από τοξική φλεγμονή του αναισθητικού φαρμάκου στην αραχνοειδή μήνιγγα και όχι από τρώση νεύρου όπως αναφέρει δήθεν το κατηγορητήριο, κάτι που εμφανώς αφορά όχι τα στοιχεία της εγκυρότητας του κλητηρίου κατ` 321ΚΠΔ, αλλά την εξειδίκευση του λάθους της αμελούς συμπεριφοράς που θα προέκυπτε από την αποδεικτική διαδικασία. Τα ανωτέρω ανέπτυξε προφορικά. Επίσης και ότι δεν περιγράφεται σ` αυτό «ποια ήτο η ενδεικυόμενη θεραπεία ώστε να κριθεί τι ακριβώς παρέλειψα να πράξω και ποια θεραπεία δεν έδωσα στην φερόμενη ως παθούσα» .

          Συγκεκριμένα, το ακριβές περιεχόμενο του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού ο οποίος εδόθη γραπτώς, έχει επι λέξει ως εξής ήτοι:

«Ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος

(Πρώτου Κατηγορουμένου)

Το επιδοθέν σε εμε κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει τα κατά νόμο και δη τα κατά το άρθρο 321 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, οριζόμενα στοιχεία, ήτοι την ακριβή περιγραφή της πράξης δια την οποία κατηγορούμαι και ειδικώτερα κατηγορούμαι ότι από κοινού με τον αναισθησιολόγο ……, ενώ γνώριζα την βαρεία νευρολογική βλάβη της ……….., εν τούτοις παρέλειψα να την παραπέμψω στο ….. για την ενδεικνυόμενη θεραπεία με αποτέλεσμα να παρέλθει κρίσιμος χρόνος των πρώτων ωρών μετά την επέμβαση, οπότε η νευρολογική βλάβη κατέστη μόνιμη.

Ανεξαρτήτως του αβασίμου της αποδιδομένης σε εμε κατηγορίας, δεν περιγράφεται στο κλητήριο θέσπισμα ποια ήτο η ¨ενδεικνυόμενη θεραπεία¨  ώστε να κριθεί τι επακριβώς παρέλειψα να πράξω και ποια θεραπεία δεν έδωσα στην φερόμενη ως παθούσα.

Με την άνω παράλειψη το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο και απαράδεκτο και δέον να ακυρωθεί.»

          Όπως προκύπτει ευχερώς, διότι ενσωματώνεται αυτούσιος ο ανωτέρω ισχυρισμός, δεν υπογράφεται από κανέναν συνήγορο.

          Το δικαστήριο όμως, οίκοθεν  δέχθηκε, με σύμφωνη γνώμη της κ. εισαγγελέως της έδρας ότι, το κλήτηριο θέσπισμα είναι άκυρο όχι για τον ανωτέρω λόγο που πρότεινε ο 1ος κατηγορούμενος, αλλά για άλλον λόγο, ο οποίος όμως δεν προτάθηκε καθόλου από τον 1ο κατηγορούμενο, ήτοι διότι δεν αναφέρονται τάχα σ` αυτό οι ειδικές επιτακτικές διατάξεις του κώδικα της Ιατρικής δεοντολογίας που θεμελιώνουν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς ενέργεια του μαιευτήρα ιατρού, ήτοι αυτές που προβλέπουν την ειδική δήθεν και όχι γενική υποχρέωσή του μαιευτήρα ιατρού προς ενέργεια, ο οποίος, με βάση τα αναγραφόμενα περιστατικά στο κατηγορητήριο, «είχε αναλάβει ως εκ της θέσεώς του αυτής να με υποβάλει σε επέμβαση με καισαρική τομή, να οργανώσει πάραυτα την διακομιδή μου στο Νοσοκομείο, αφού γνώριζε ότι από την διενέργεια της τοπικής  αναισθησίας, προκλήθηκε βαρεία νευρολογική βλάβη σε μένα και ότι η καθυστέρηση αυξάνει γεωμετρικά τον κίνδυνο μονιμότητας και μακροχρονιότητας των νευρολογικών επιπλοκών».

          Σημειώνεται ότι ο 2ος κατηγορούμενος αναισθησιολόγος, βαρυνόμενος και αυτός, πλην των άλλων, με την ίδια ανωτέρω κατηγορία, ήτοι διότι παρέλειψε και αυτός να με παραπέμψει εγκαίρως στο νοσοκομείο αν και γνώριζε όλα τα ανωτέρω, δεν προέβαλε καμία ένσταση, ούτε και το δικαστήριο δέχθηκε αυτεπαγγέλτως γι` αυτόν όσα ανωτέρω περί ακυρότητας δέχθηκε για τον μαιευτήρα με την ίδια κατηγορία.

          Μετά ταύτα, με την με αρ. …./..-3-2022 απόφαση του το δικαστήριο ακύρωσε το κατηγορητήριο για τον 1ο κατηγορούμενο για τον ανωτέρω λόγο ακυρότητας και όχι γι` αυτόν που πρότεινε ο κατηγορούμενος μαιευτήρας και λόγω του χρόνου τελέσεως (από 26-8-16 έως 31-8-2016), έπαυσε οριστικά ποινική δίωξη γι` αυτόν. Ακύρωσε επίσης αυτό για τους 3,4,5 των κατηγορουμένων (κλινικάρχες) συνεπεία σχετικής ένστασής τους, γιατί τάχα δεν περιγράφονται τα στοιχεία της πράξης και έπαυσε και γι` αυτούς οριστικά ποινική δίωξη. Εν συνεχεία και για τον απομείναντα 2ο κατηγορούμενο αναισθησιολόγο, ανέβαλε για κρείσσονες αποδείξεις έτσι ώστε να κληθούν οι αναφερόμενοι σ` αυτήν, μάρτυρες. (για το ότι η ακύρωση του κλητηρίου θεσπίσματος μπορεί να είναι μερική, δηλ. να αφορά έναν μόνο από τους περισσότερους κατηγορούμενους,  ενώ ως προς τους λοιπόύς διατηρούνται οι συνέπειες της επίδοσης, μεταξύ των οποίων και η αναστολή της παραγραφής , ίδετε ΑΠ 1685/2017, ΑΠ 1261/2015 ΝΟΜΟΣ, Σεβαστίδης ΚΠΔ ν.4620/2019, τ. ιv, υπο 321.130 σελ. 81 όπου και νομολογία)

          Η παραπάνω απόφαση κατά το οριστικό σκέλος της  με το οποίο ακυρώθηκε το κλητήριο θέσπισμα για τον 1ο κατηγορούμενο ιατρό-μαιευτήρα και συναφώς έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, είναι ανέκκλητη για εμένα. (ΚΠΔ 368, 486 επ, 504)

          Ωστόσο το δικαστήριο με την ανωτέρω απόφαση του, ερμήνευσε και εφάρμοσε κατάφωρα εσφαλμένα το νόμο, ήτοι τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις  των άρθρων 15, 28, 314 παρ.1 εδ. α και 2, 111-113 ΠΚ, αλλά και ΚΠΔ 321 μη λαμβάνοντας υπόψη του τα αναγραφόμενα πραγματικά περιστατικά του κλητηρίου θεσπίσματος, δεν διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία  και υπερέβη την εξουσία του και για το λόγο αυτό, ήτοι διότι υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες της ΚΠΔ 510 στοιχ. Δ, Ε και Θ` με την παρούσα αίτησή μου ζητώ να ασκήσετε ΑΝΑΙΡΕΣΗ κατά της ανωτέρω υπ` αριθμ. …./..-3-2022 ανέκκλητης απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …., όπως έχετε νόμιμο δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 504, 505 ΚΠΔ, για τους ακόλουθους παραδεκτούς, νόμιμους, βάσιμους και αληθείς λόγους και συγκεκριμένα διότι:

          Το ανωτέρω από 1-8-2020 κλητήριο θέσπισμα για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεους του κ. Εισαγγελέα Πλημ/κών ….., που επεδόθη στον 1ο κατηγορούμενο εντός της πενταετίας από την τέλεση της πράξης (από 26-8-2016 έως 31-8-2016), έχει κατά τα πραγματικά του περιστατικά επι λέξει ως κάτωθι και διαλαμβάνει στο τέλος αυτών τις κάτωθι νομικές διατάξεις, ήτοι:

«Κατηγορούνται ως υπαίτιοι του ότι στην ….. κατά το χρονικό διάστημα από 26/08/2016 έως 31/8/2016, από αμέλεια τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης τους, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του αποτελέσματος αυτού. Συγκεκριμένα, ο πρώτος κατηγορούμενος ως ιατρός χειρουργός – μαιευτήρας – γυναικολόγος, ασκώντας ιατρικές πράξεις της ειδικότητάς του στην μαιευτική – γυναικολογική και χειρουργική κλινική με το διακριτικό τίτλο «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΜΑΙΕΥΤΗΡΙΟ …..», ο δεύτερος κατηγορούμενος ως ιατρός αναισθησιολόγος, συνεργαζόμενος με την ανωτέρω κλινική και οι Τρίτη, τέταρτος και Πέμπτη των κατηγορουμένων, με την ιδιότητα τους ως καταστατικών εκπροσώπων (Προέδρου, Διευθύνοντος Συμβούλου και μελών αντιστοίχως) της ανωτέρω κλινικής, προέβησαν στις ακόλουθες πράξεις και παραλείψεις που είχαν ως αποτέλεσμα να υποστεί σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας της η ……… Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος είχε αναλάβει, ως εκ της θέσεως του, να υποβάλει την ……, η οποία τον είχε επισκεφθεί προς τούτο, σε επέμβαση με καισαρική τομή προκειμένου να γεννήσει το πρώτο τέκνο της και είχε επιλέξει για την αναγκαία τοπική νάρκωση της τον δεύτερο κατηγορούμενο, η οποία πράγματι έλαβε χώρα σε χειρουργείο της ανωτέρω κλινικής την 26/08/2016, είχαν δε οι κατηγορούμενοι ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να διενεργήσουν την χειρουργική επέμβαση και να αντιμετωπίσουν την μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης τους που είναι καονώς παραδεδεγμένοι και συγκεκριμένα, είχαν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της μετεγχειρητικής πορείας της ασθενούς, να αξιολογήσουν τα συμπτώματα που ενδεχομένως αυτή παρουσίαζε σε συνδυασμό με τα ευρήματα των εργαστηριακών και κλινικών της εξετάσεων και να χορηγήσουν την δέουσα φαρμακευτική ή άλλη αγωγή προς αντιμετώπιση τυχόν επιπλοκών ή και άλλων παθήσεων που παρουσιάζονταν κατά την μετεγχειρητική της πορεία. Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι προέβησαν στην διενέργεια της καισαρικής τομής την 26/08/2016, όμως κατά την χορήγηση στην ……….. της επισκληριδίου αναισθησίας σε καθιστή θέση μέσω βελόνας <ΤΗΟΥ 18G> στο διάστημα μεταξύ των οσφυϊκών σπονδύλων Ο3 – Ο4, το δεξί πόδι της ……….. τινάχθηκε προς τα επάνω και άρχισε αμέσως να μουδιάζει χάνοντας η ίδια πλήρως την αίσθηση αυτού. Την ίδια ημέρα και μετά από μερικές ώρες από την διενέργεια της επέμβασης, η παθούσα άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα χειροτέρευσης της υγείας της (έντονους σπασμούς και στα δύο χέρια), τα οποία ανέφερε αμέσως στους κατηγορούμενους, οι οποίοι όμως δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια προς αποκατάσταση της υγείας της, ενώ, όταν στην συνέχεια η παράλυση και η αναισθησία στο δεξιό πόδι της επέμενε υπάρχουσα κατά τις βραδινές ώρες, γεγονός για το οποίο ενημερώθηκαν οι κατηγορούμενοι, οι τελευταίοι  αξιολόγησαν τα συμπτώματα ως περαστικά μη προβαίνοντας σε οποιαδήποτε ενδεδειγμένη ενέργεια. Την επόμενη ημέρα, ήτοι το Σάββατο 27/08/2016 και εφόσον τα συμπτώματα της παράλυσης και αναισθησίας περέμεναν ισχύοντα, οι κατηγορούμενοι κάλεσαν την ιατρό νευρολόγοι ………, η οποία – αφού εξέτασε κλινικά την παθούσα – διέγνωσε ότι εμφανίζει πάρεση δεξιού κάτω άκρου και υπαισθησία αυτού, καθώς και στο δεξί σκέλος κατάργηση αντανακλαστικού γόνατος και αχίλλειου, ενώ συνέστησε την διενέργεια <MRI OΜΣΣ>. Εν τούτοις, οι κατηγορούμενοι κάλεσαν ασθενοφόρο από το ιατρικό κέντρο …….., προκειμένου να υποβληθεί η παθούσα σε αξονική τομογραφία και όχι σε μαγνητική που είχε συστήσει ως ενδεικνυόμενη η ανωτέρω νευρολόγος. Σύμφωνα δε με από 27/08/2016 έγγραφο του ανωτέρω ιατρικού κέντρου, που συνέταξε η ιατρός – ακτινοδιαγνώστης …….., συνεστήθη περαιτέρω διερεύνηση με MRI, αλλά ουδόλως οι κατηγορούμενοι παρέπεμψαν την παθούσα στο αρμόδιο διαγνωστικό κέντρο προς μαγνητικής τομογραφίας. Την Δευτέρα 29/08/2016 διαπιστώθηκε αδυναμία ούρησης της παθούσας, η οποία δεν είχε αίσθηση του ελέγχου ούρησης και των γεννητικών της οργάνων, ενώ την Τρίτη 30/08/2016, διαπιστώθηκε ότι η παθούσα δεν είχε καμία αίσθηση ούτε και της ανάγκης κένωσης, εκτός της ούρησης και ότι επίσης, όπως και στην ούρηση, δεν μπορούσε να ελέγξει και την περιοχή του ορθού και πρωκτού για την λειτουργία αυτή, οπότε η παθούσα και ο σύζυγός της, - κατόπιν συστάσεων του ουρολόγου ……….., με τον οποίο ήρθαν σε επικοινωνία με δική τους πρωτοβουλία, - ζήτησαν από τους κατηγορούμενους να διώξουν άμεσα με παραπεμπτικό για μαγνητική τομογραφία στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο …….. Μόλις την επόμενη ημέρα, μετά την παρέλευση πέντε [5] και πλέον ημερών, ήτοι την Τετάρτη 31/08/2016, οδηγήθηκε με ασθενοφόρο η παθούσα στα ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ  του Γενικού Νοσοκομείου ………., όπου εξετάσθηκε από ιατρό – νευρολόγο, ο οποίος την παρέπεμψε επειγόντως στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ….., όπου και μεταφέρθηκε με το ίδιο ασθενοφόρο περί την 16.00 ώρα της ίδιας ημέρας. Στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο …….., μετά την άμεση διενέργεια των αναγκαίων εξετάσεως και συγκεκριμένα την διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας, η παθούσα εισήχθη εσπευσμένα στην νευρολογική κλινική, όπου και περέμεινε κλινήρης έως την 08/09/2016, ήτοι επί εννέα [9] ημέρες. Διαγνώστηκε ότι η παθούσα έπασχε από ιππουριδική συνδρομή λόγω αραχνοειδίτιδας του μυελικού κώνου και ιππουρίδας, η οποία προκάλεσε την αδυναμία και αναισθησία του (δε) κάτω άκρου, την αδυναμία ούρησης και κένωσης και την υπαισθησία δίκην σέλας στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Ειδικότερα, ο δεύτερος κατηγορούμενος προέβη στην διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο, καθόσον τραυμάτισε με την αιχμή της βελόνης τα νεύρα στην περιοχή του νύγματος, ήτοι τις κατώτερες οσφυϊκές και ιερές ρίζες 04 – 05 – 11 – 12 – 13 που πορεύονται παράλληλα προς το τελικό νημάτιο ωσάν τρίχες ουράς αλόγου (ιππουρίς) και επιπλέον διοχέτευσε επιπλέον μη ανδεικνυόμενη – τοξική ποσότητα αναισθητικού φαρμάκου (levobupivacaine), που επέφερε τοξική βλάβη στην αραχνοειδή μήνιγγα που περιβάλλει τον μυελικό κώνο, στην ιππουρίδα και στις νωτιαίες ρίζες, ενέργειες οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την παραλυσία και αναισθησία στο δεξιό πόδι της παθούσας, στα γεννητικά όργανα και την αδυναμία ούρησης και αφόδευσης. Στην συνέχεια όμως, οι κατηγορούμενοι, ενώ γνώριζαν ότι προκλήθηκε βαρεία νευρολογική βλάβη στην παθούσα και ότι η καθυστέρηση αυξάνει γεωμετρικά τον κίνδυνο μονιμότητας και μακροχρονιότητας των νευρολογικών επιπλοκών και συμπτωμάτων εξαιτίας της φύσεως της νευρολογικής βλάβης, είχαν δε την υποχρέωση να παρακολουθούν επισταμένως την πορεία της υγείας και την εξέλιξη της μετεγχειρητικής καταστάσεως της ασθενούς παραπέμποντας την στους αρμόδιους για την αποκατάσταση της υγείας της ιατρούς και υποβάλλοντας την στην διενέργεια των ενδεδειγμένων ιατρικών εξετάσεων, ωστόσο οι κατηγορούμενοι, ενώ όφειλαν πάραυτα να οργανώσουν την διακομιδή της παθούσας από την ιδιωτική κλινική στο κατάλληλο νοσοκομείο, ενημερώνοντας επαρκώς τους ιατρούς που θα αναλάμβαναν την περαιτέρω αντιμετώπιση της καταστάσεως της και ειδικότερα τους ιατρούς του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου ….., όπου στη συνέχεια μεταφέρθηκε η ασθενής, αντίθετα οι ίδιοι διατείνονταν ότι δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα και ότι η επέμβαση εξελίχθηκε ομαλά, καθησυχάζοντας την παθούσα και αξιολογώντας την κατάσταση της υγείας της ως μη χρήζουσας άμεσης ιατρικής φροντίδας, παρέλειψαν δε να την παραπέμψουν άμεσα και χωρίς καθυστέρηση στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο …… για την ενδεικνυόμενη θεραπεία, με αποτέλεσμα να παρέλθει έτσι ο κρίσιμος χρόνος των πρώτων ωρών μετά την επέμβαση, οπότε και η νευρολογική βλάβη που υπέστη η παθούσα κατέστη μη αναστρέψιμη, η δε βαρεία σωματική βλάβη της κατέστη μόνιμη.

Η πράξη προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 1, 14, 15, 16, 18, 26εδ.β, 28, 51, 53, 55, 57, 79, 80, 81, 314 § 1εδ.α&2 Π.Κ.»    

          Το κατηγορητήριο λοιπόν με το ανωτέρω περιεχόμενο περιείχε όλα τα κατ` ΚΠΔ 321 και άρθρο 6 ΕΣΔΑ στοιχεία για το αποδιδόμενο έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια τελεσθείσας με παράλειψη (ΠΚ 28, 15,314).

          Γιατί σ` αυτό αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά...

που το συγκροτούν, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική (μη συνειδητή αμέλεια) του υπόσταση, όπως και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου να ενεργήσει προς παρεμπόδιση του επελθόντος αποτελέσματος, ως μαιευτήρας ιατρός  ο οποίος όχι μόνο είχε αναλάβει ως εκ της θέσεώς του να με υποβάλει σε καισαρική τομή για να γεννήσω στην ανωτέρω κλινική επιλέγοντας και τον αναισθησιολόγο, αλλά και μετά τον τοκετό γνώριζε ότι προκλήθηκε βαρεία νευρολογική μου βλάβη από την επέμβαση της αναισθησίας μου και ότι η καθυστέρηση αυξάνει γεωμετρικά τον κίνδυνο μονιμότητας και μακροχρονιότητας των νευρολογικών επιπλοκών και παρά ταύτα δεν οργάνωσε εγκαίρως την μεταφορά μου στο κατάλληλο νοσοκομείο αφού δεν αξιολόγησε έγκαιρα και ορθά την κατάσταση υγείας μου ως χρήζουσας άμεσης ιατρικής φροντίδας όπως και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και του επελθόντος αξιόποινου αποτελέσματος, καθόσον λόγω της μη έγκαιρης διακομιδής και της παρέλευσης του κρίσιμου χρόνου των πρώτων ωρών μετά την επέμβαση, η νευρολογική μου βλάβη κατέση μη αναστρέψιμη και η σωματική μου βλάβη μόνιμη. Ειδικότερα αναφέρεται η ύπαρξη ιδιαίτερης, δηλαδή ειδικής και όχι γενικής υποχρεώσεως του κατηγορουμένου ιατρού, κατά την άσκηση του επαγγέλματος του, για ενέργεια που προς παρεμπόδιση του επελθόντος αποτελέσματος και συγκεκριμένα η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του ιατρού να διενεργήσει (μαζί με τον αναισθησιολόγο 2ο κατηγορούμενο) την χειρουργική επέμβαση και να αντιμετωπίσουν την μετεγχειρητική πορεία μου ως ασθενούς και να αξιολογήσουν τα συμπτώματά μου με βάση του κανόνες της ιατρικής επιστήμης που είναι κοινώς παραδεδεγμένοι, για να αποτραπεί το αξιόποινο αποτέλεσμα της μόνιμης βαρείας σωματικής μου βλάβης (αναπηρία) και ότι η υποχρέωσή του αυτή πηγάζει, κατά το μνημονευόμενο σε αυτό άρθρο 15 του ΠΚ, αλλά και, με βάση τα ανωτέρω αναλυτικά περιστατικά του κλητηρίου , και από την μεταξύ μας σύμβαση ιατρικών υπηρεσιών αφού ανέλαβε ως μαιευτήρας ιατρός γυναικολόγος να με υποβάλει σε καισαρική στην ανωτέρω κλινική με την οποία συνεργάζεται, όπως και έπραξε με βάση το κατηγορητήριο και επιπλέον είχε επιλέξει για την τοπική νάρκωση τον 2ο αναισθησιολόγο για την ολοκληρωμένη εκτέλεση και παροχή ιατρικών υπηρεσιών τοκετού προς εμένα. Έτσι λοιπόν με την παράθεση των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, προσδιορίζεται επαρκώς στο κλητήριο η πηγή της ιδιαίτερης νομικής του υποχρέωσης να ενεργήσει, ήτοι και από την σύμβαση με την οποία ανέλαβε τον τοκετό και τωόντι πραγματοποίησε αυτόν και εν ταυτώ και από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, συνυφασμένων με την ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου, καθώς και από την εγγυητική θέση, λόγω του επαγγέλματος  του, απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, αφού τωόντι ανέλαβε και πραγματοποίησε τον τοκετό μου με καισαρική τομή επιλέγοντας ο ίδιος τον αναισθησιολόγο στην ανωτέρω κλινική με την οποία συνεργάζεται.

          Σημειώνεται εδώ ότι, όπως γίνεται παγίως δεκτό (Ανδρουλάκης Ποιν.Δικ. Γενικό Μέρος, σελ. 230-231, Χαραλαμπάκης, Ο Νέος ΠΚ, υπο 15, σελ.164) η σύμβαση ως πηγή ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης, είναι αδιάφορο εάν είναι προφορική ή γραπτή ή έγκυρη κατά το Αστικό δίκαιο. Αρκεί να έγινε πραγματική ανάληψη των καθηκόντων της σύμβασης από τον υπαίτιο, όπως ακριβώς περιγράφει το κλητήριο ότι έγινε και εδώ καθόσον ρητά αναφέρει ότι αφού «είχε αναλάβει ως εκ της θέσεώς του να υποβάλει την ………. η οποία τον είχε επισκεφθεί προς τούτο σε επέμβαση με καισαρική τομή προκειμένου να γεννήσει το πρώτο της τέκνο και είχε επιλέξει για την αναγκαία τοπική νάρκωση της τον δεύτερο κατηγορούμενο», εν συνεχεία «οι κατηγορούμενοι προέβησαν στην διενέργεια καισαρικής τομής». Μάλιστα γίνεται δεκτό (βλ. ανωτέρω Χαραλαμπάκης σελ. 164) ότι η σύμβαση μπορεί να είναι ακόμα και σιωπηρή, δηλ. να συνάγεται από προηγούμενη ενέργεια (όχι απαραίτητα επικίνδυνη), εφόσον απ` αυτή θεμελιώνεται στον φορέα του εννόμου αγαθού η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι ο δράστης ανέλαβε την υποχρέωση αποτροπής μελλοντικών κινδύνων. Συνεπώς ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι δεν περιγράφεται τάχα στο κατηγορητήριο ως πηγή ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης προς ενέργεια, η προφορική ή γραπτή σύμβαση παροχής ιατρικών υπηρεσιών (παρά την σαφή αναφορά ότι είχε αναλάβει ως εκ της ιδιότητας του μαιευτήρα γυναικολόγου μετά από επίσκεψή μου τον τοκετό με καισαρική και δια τούτο επέλεξε και τον αναισθησιολόγο, αφού διαφορετικά δεν θα είχε λόγο να το κάνει,) οπωσδήποτε και σε κάθε περίπτωση περιγράφεται με τα ίδια περιστατικά η σιωπηρή τοιαύτη σύμβαση, αφού περιγράφεται ότι προηγουμένως τον είχα επισκεφθεί ως μαιευτήρα ιατρό για να γεννήσω το πρώτο μου τέκνο, αυτός δε είχε ενεργήσει προς επιλογή του αναισθησιολόγου, αλλά και της κλινικής με την οποία συνεργάζεται. Ως εκ τούτων των περιστατικών  και προηγουμένων ενεργειών του, είναι απολύτως φανερό, ότι θεμελιώνεται στον φορέα του εννόμου αγαθού η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι ο δράστης ανέλαβε την υποχρέωση αποτροπής μελλοντικών κινδύνων, δηλ. περιγράφεται ως πηγή ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης, τουλάχιστον η σιωπηρή συμφωνία.

          Συνεπώς περιγράφεται σαφώς και ορισμένα στο κατηγορητήριο η πηγή της ιδιαίτερης νομικής του υποχρέωσης προς ενέργεια, τόσο μάλλον καθόσον γίνεται παγίως δεκτό ότι «αντικείμενο της ευθύνης του χειρουργού και εν προκειμένω του πρώτου κατηγορουμένου είναι η καλή έκβαση της χειρουργικής επέμβασης, στην οποία περιλαμβάνεται εκτός από τον προεγχειρητικό έλεγχο και το στάδιο της χειρουργικής επέμβασης, και το μετεγχειρητικό στάδιο, που αποτελούν μία ολότητα που οργανώνεται και κατευθύνεται από τον χειρουργό». (ΑΠ 1057/2016, 1019/2016, 1800/2016, 356/2016, 971/2013, 1069/2013, 1311/2012, 1220/2008, ΕφΠατρ 208/2015, ΝΟΜΟΣ)

          Αλλά ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι το κατηγορητήριο, παρά την ρητή και σαφή αναφορά των περιστατικών ότι ο 1ος κατηγορούμενος, μετά από προηγούμενη επίσκεψη μου σ` αυτόν,  είχε αναλάβει με την ιδιότητα του μαιευτήρα ιατρού την διενέργεια του τοκετού μου με καισαρική τομή στην κλινική που συνεργάζεται, και επέλεξε για αναισθησιολόγο τον 2ο , εν τούτοις, δεν περιγράφει τάχα καμία σύμβαση (ρητή ή σιωπηρή) αλλ` ούτε και σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων «ως εκ της θέσεώς του», διότι τάχα η αναφορά-περιγραφή «είχε αναλάβει ως εκ της θέσεώς του» τον τοκετό μου κλπ, δεν περιγράφει σύμβαση, αλλά τάχα μία απλή υλική πράξη !! και πάλι περιγράφει ως πηγή της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης προς ενέργεια, την εκούσια προστατευτική (μονομερή) ανάληψη προστατευτικών υποχρεώσεων, καθόσον με βάση τα ανωτέρω περιστατικά περιγράφεται οπωσδήποτε η πραγματική μονομερής οικειοθελής ανάληψη προστατευτικής θέσης από τον μαιευτήρα μου, για την οποία δεν απαιτείται πλέον η ύπαρξη σύμβασης, αφού αρκεί αυτή η ειδική σχέση, δεδομένου ότι ρητά αναφέρεται ότι ο τοκετός με καισαρική (τοπική νάρκωση) που είχε αναλάβει (ακόμα και χωρίς σύμβαση) επιλέγοντας για συνεργάτη τον αναισθησιολόγο, διενεργήθηκε τω όντι απ` αυτούς στην κλινική με την οποία ο μαιευτήρας μου συνεργάζονταν, με «διενέργεια καισαρικής τομής ….και χορήγηση επισκληριδίου αναισθησίας».

          Πράγματι γίνεται δεκτό (Χαραλαμπάκης, ό.α σελ. 164), ότι « Όμοια υποχρέωση προς ενέργεια δημιουργεί και κάθε πραγματική (de facto) και εκούσια προστατευτική δραστηριότητα είτε στηρίζεται σε (προφορική ή γραπτή) σύμβαση (έστω και αν η εν λόγω σύμβαση είναι άκυρη από αστικής πλευράς), είτε πραγματώνεται μονομερώς με οικειοθελή ανάληψη προστατευτικής θέσης, χωρίς βέβαια εδώ να απαιτείται η ύπαρξη σχετικής συμβάσεως». Το ίδιο δέχεται και η πάγια νομολογία του ΑΠ, κατά την οποία η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση μπορεί να πηγάζει «από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε είτε συνεπεία συμβάσεως είτε απλώς από προηγούμενη (όχι επικίνδυνη!) ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον». (Μυλωνόπουλος ΠοινΔικ. Γενικό Μέρος Ι, σελ. σελ. 359. ΑΠ 658/2015 ΝΟΜΟΣ : «Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου, γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος.»,  ΑΠ 392/2005, ΝΟΜΟΣ : «Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υποχρέου, γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως  την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος.». ΑΠ 57/1978 ΝΟΝΟΣ : «Ή ύποχρέωσις αΰτη δυνατόν νά πηγάζη έκ ρητής διατάξεως νόμου, έκ συμπλέγματος νομικών καθηκόντων συνδεομένων μέ ώρισμένην θέσιν τοϋ ΰποχρέου, έκ προηγουμένης πράξεως αύτοϋ καί έξ ιδιαιτέρας σχέσεώς του πρός τούς μετ’ αύτοϋ υποκειμένους εις κοινόν κίνδυνον διά τήν πηγήν τοΰ οποίου εϋθύνεται, έξ ής (σχέσεως), βάσει τών γενικών τοΰ δικαίου άρχών, επιβάλλεται αύτώ ώς νόμιμον καθήκον ή ένέργεια τών δεόντων πρός άπόκρουσιν τοΰ κινδύνου καί άποτροπήν τής βλάβης τών άλλων.»

          Σε κάθε όμως περίπτωση, περιγράφεται στο εν λόγω κλητήριο θέσπισμα και η τρίτη πηγή ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης, δηλ. η προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου μαιευτήρα. Διότι περιγράφεται σαφώς και ξεκάθαρα ότι αφού προέβησαν (με τον αναισθησιολόγο) «στην διενέργεια καισαρικής τομής» και «μετά από μερικές ώρες από την διενέργεια της επέμβασης» άρχισα να εμφανίζω «συμπτώματα χειροτέρευσης της υγείας…τα οποία ανέφερε αμέσως στους κατηγορουμένους…», αλλά και ότι «ενώ γνώριζαν ότι προκλήθηκε βαρεία νευρολογική βλάβη στην παθούσα και ότι η καθυστέρηση αυξάνει γεωμετρικά τον κίνδυνο μονιμότητας και μακροχρονιότητας των νευρολογικών επιπλοκών και συμπτωμάτων εξαιτίας της φύσεως της νευρολογικής βλάβης…» και ως εκ τούτων «ώφειλαν πάραυτα να οργανώσουν την διακομιδή της παθούσας από την ιδιωτική κλινική στο κατάλληλο νοσοκομείο…για την ενδεικνυόμενη θεραπεία», ωστόσο «μη αξιολογώντας την κατάσταση υγείας της ως χρήζουσας άμεσης ιατρικής φροντίδας παρέλειψαν να την παραπέμψουν άμεσα και χωρίς καθυστέρηση στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο …………».

          Δηλ. σαφώς το κατηγορητήριο αναφέρει πραγματικά περιστατικά και της ανωτέρω πηγής ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης προς ενέργεια, δηλ. της προηγούμενης επικίνδυνης συμπεριφοράς και των δύο θεραπόντων ιατρών μου, ως διενεργησάντων την επέμβαση του τοκετού με καισαρική τομή με την αναγκαία τοπική νάρκωση και εκ των οποίων ενεργειών τους προκλήθηκε ο ανωτέρω περιγραφόμενος σοβαρός, επικείμενος αλλά και γεωμετρικά αυξανόμενος από την καθυστέρηση, κίνδυνος, ο οποίος ακριβώς γέννησε πλέον την ειδική  νομική υποχρέωση για τις ενέργειες προστασίας μου όπως περιγράφονται στο κατηγορητήριο. Τονίζεται ότι κατά την ΑΠ 1069/2013 « υφίσταται συντρέχουσα αμέλεια του χειρουργού ιατρού, διότι αυτός, παρότι κατά τη διάρκεια της επέμβασης δεν υπέπεσε σε κάποιο σφάλμα, μετεγχειρητικά ομοίως δεν διέγνωσε, ως όφειλε, τις συνέπειες που θα είχε για την υγεία του ασθενούς, η καθυστέρηση διακομιδής του στη Μ.Ε.Θ. και δεν ειδοποίησε άμεσα και έγκαιρα το Ε.Κ.Α.Β. .. η ανάγκη διασωλήνωσης του ασθενούς … και εισαγωγής του το γρηγορότερο δυνατό σε Μ.Ε.Θ. για ανάνηψη, αποτελούν βασικές γνώσεις γενικής ιατρικής, που οφείλει να έχει και να τηρεί κάθε ιατρός, ανεξαρτήτως της ειδικότητας του και συνεπώς όχι μόνο ο αναισθησιολόγος ιατρός που είναι υπεύθυνος για την διατήρηση της ομαλής λειτουργίας των ζωτικών οργάνων του ασθενούς, αλλά και ο ως άνω κατηγορούμενος χειρουργός». Και τούτο διότι κατά την ΑΠ 1057/2016 «ευθύνη για το επελθόν αποτέλεσμα του θανάτου … έφερε και ο απών κατά το μετεγχειρητικό στάδιο χειρουργός ιατρός που διενήργησε την επέμβαση, καθότι αναλαμβάνοντας να χειρουργήσει την ασθενή, ανέλαβε σε κάθε περίπτωση και την υποχρέωση παρακολούθησης της μετεγχειρητικής της πορείας, προς την οποία άλλωστε προσέβλεπε και ίδια η παθούσα με την ανάθεση σε αυτόν του εγχειρήματος (διότι) αντικείμενο της ευθύνης του χειρουργού … είναι η καλή έκβαση της χειρουργικής επέμβασης, στην οποία περιλαμβάνεται εκτός από τον προεγχειρητικό έλεγχο και το στάδιο της χειρουργικής επέμβασης, και το μετεγχειρητικό στάδιο, που αποτελούν μία ολότητα που οργανώνεται και κατευθύνεται από τον χειρουργό».

          Για την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του ιατρού χειρουργού στο μετεγχειρητικό στάδιο από την προηγούμενη επικίνδυνη ενέργειά του βλ. ΑΠ 1050/2016 ΝΟΜΟΣ σύμφωνα με την οποία «Είναι αυτονόητο ότι ο κατηγορούμενος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί στις προαναφερόμενες ενέργειες και να αποτρέψει το αποτέλεσμα το οποίο τελικά επήλθε, όχι μόνο διότι ως θεράπων ιατρός είχε, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του Α.Ν.1565/1939 και Ν.3418/2005 που έχουν καταγραφεί στο ιστορικό της παρούσας, την υποχρέωση να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, τη γενική συμβουλευτική υποστήριξη του ασθενούς, δίδοντας προτεραιότητα στην προστασία της υγείας αυτού και να συνεργάζεται αρμονικά με τους συναδέλφους του, προβαίνοντας σε κάθε ενέργεια, προκειμένου να αποφευχθούν τα ιατρικά λάθη και να εξασφαλισθεί η ασφάλεια του ασθενούς του, αλλά και διότι είχε προηγηθεί πράξη του ιδίου, και συγκεκριμένα η επέμβαση της 20-1-2007, συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε κίνδυνος για την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος. Ο κατηγορούμενος, όμως, όπως προεκτέθηκε, δεν τήρησε τις υποχρεώσεις του αυτές κατά το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα της μετεγχειρητικής πορείας του ασθενούς του… Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με το ως σκεπτικό και το ως άνω διατακτικό, όπως αυτά αλληλοσυμπληρώνονται, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 17, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ. που εφήρμοσε»

          Συνεπώς το κατηγορητήριο είχε όλα τα αναγκαία κατ` ΚΠΔ 321 στοιχεία και ήταν έγκυρο και νόμιμο, γιατί σ` αυτό αναφέρεται ρητώς η έννομη σχέση και η ιδιότητα του κατηγορουμένου από την οποία πηγάζει η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου να παρεμποδίσει την επέλευση του επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου του ασθενούς και δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρονται στο κλητήριο θέσπισμα και άλλοι ειδικότεροι επιτακτικοί κανόνες δικαίου προς θεμελίωση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του κατηγορουμένου ιατρού. (βλ. ΑΠ 329/2021 ΝΟΜΟΣ : Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και μπορεί να πηγάζει από ρητή, επιτακτικού χαρακτήρα, διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος (Ολ. ΑΠ 4/2010). Σε αυτή την περίπτωση πρέπει στην αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως να αναφέρεται και η συνδρομή αυτής της υποχρεώσεως, να εκτίθενται, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαιτίου να ενεργήσει, επιπροσθέτως δε, αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός, ήτοι η νομική διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η ιδιαίτερη υποχρέωση προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, ενώ, εάν η ιδιαίτερη αυτή  νομική υποχρέωση προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου.». ΑΠ 1561/2018 : «…αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός, ήτοι η νομική διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η ιδιαίτερη υποχρέωση προς ενέργεια, που τείνει στην  παρεμπόδιση του αποτελέσματος, ενώ, εάν η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, η επικινδυνότητα του επαγγέλματος ή της εργασίας του οποίου επιβάλλει, ως εκ της  φύσεώς της, τη λήψη μέτρων προς αποτροπή του αξιόποινου αποτελέσματος, δεν είναι αναγκαία η αναφορά επιτακτικού κανόνα δικαίου, από τον οποίο να πηγάζει η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση του αποτελέσματος αυτού.». Επίσης ΑΠ 1163/2017, ΝΟΜΟΣ : «Ειδικά στα εγκλήματα από αμέλεια, που τελούνται με παράλειψη του υπόχρεου (κατά το άρθρο 15 του Π.Κ.) σε ορισμένη ενέργεια αποτροπής του εγκληματικού αποτελέσματος, πρέπει στην απόφαση να προσδιορίζεται η πηγή προελεύσεως της ειδικής νομικής υποχρεώσεως και να μνημονεύεται η αντίστοιχη επιτακτική διάταξη, όταν αυτή είναι η πηγή της σχετικής υποχρεώσεως». Επίσης ίδιες και οι ΑΠ 1132/2015, 932/2013, 344/2011, ΝΟΜΟΣ)

          Εν τέλει η ΑΠ 285/2019, ΝΟΜΟΣ επι ιδίων πραγματικών περιστατικών παράλειψης ιατρού και ειδικής νομικής υποχρέωσης του προς ενέργεια και αναγραφής των ιδίων νομικών διατάξεων, όπως εδώ στο κλητήριο θέσπισμα, δέχθηκε εγκυρότητα αυτού διότι « δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρονται στο κλητήριο θέσπισμα και άλλοι ειδικότεροι κανόνες δικαίου προς θεμελίωση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του κατηγορουμένου ιατρού»

          Συγκεκριμένα δέχθηκε τα εξής επι λέξει, επι των κάτωθι πανομοιότυπων περιστατικών, ήτοι:

«        Κατά τη διάταξη ΠΚ 15, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει το αποτέλεσμα η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παραλείψεως έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Πρόκειται για ειδική μορφή εγκλήματος όπου η επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος εξαιτίας της παραλείψεως ισοδυναμεί νομικώς με τη δι` ενεργείας παραγωγή αυτού, εφόσον συντρέχει η προβλεπόμενη στο νόμο ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, της οποίας το περιεχόμενο συνίσταται ειδικώς στην αποτροπή του εγκληματικού αποτελέσματος, με ενέργειες του δράστη, που επενεργούν αμέσως, και ο οποίος υπέχει θέση εγγυητή της διαφυλάξεως του προσβαλλόμενου (με το ως άνω αποτέλεσμα) εννόμου αγαθού. Αναγκαία όμως προϋπόθεση της εφαρμογής της διατάξεως αυτής είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής (και όχι ηθικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή, η οποία δημιουργείται μόνο για τον εμφανιζόμενο ενώπιον της έννομης τάξης ως έχοντα θέση εγγυητή της ασφάλειας του έννομου αγαθού, που προσβάλλεται με την επέλευση του αποτελέσματος που πρέπει να αποτραπεί δια ίδιων ενεργειών του δράστη και συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, μπορεί να πηγάζει: α) από ρητή, επιτακτικού χαρακτήρα, διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου προς ενέργεια, γ) από ειδική σχέση, δυνάμενη να θεμελιωθεί, είτε σε συμβατικό δεσμό, είτε σε προηγουμένη ενέργεια του υπαιτίου της παραλείψεως, δια της οποίας αυτός αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον και δ) από ορισμένη προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή, για την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη, σύμφωνα με τα άρθρα 15, 28 και 302 παρ.1 του ΠΚ, εκτός των προβλεπόμενων στο άρθρο 321 παρ. 1 του ΚΠοινΔ άλλων στοιχείων, πρέπει επί πλέον να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαίτιου να ενεργήσει, και σε περίπτωση που αυτή πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου να προσδιορίζεται και ο κανόνας δικαίου αυτός. Η υποχρέωση να περιέχει τα πρόσθετα αυτά στοιχεία το κλητήριο θέσπισμα, επιβάλλεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 εδάφ. α της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και αποτελεί εσωτερικό δίκαιο, το οποίο ορίζει ότι "..ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορείται στη βραχύτερη προθεσμία, στη γλώσσα την οποία εννοεί και με κάθε λεπτομέρεια, τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας...", παρεπομένου ότι το δικαίωμα της λεπτομερούς πληροφόρησης εμπεριέχει και τη γνώση του επιτακτικού κανόνα δικαίου από τον οποίο υποκειμενικώς και αντικειμενικώς απορρέει η υποχρέωση του να ενεργήσει. Εν όψει αυτών υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια ασθενούς στις περιπτώσεις εκείνες όπου το εν λόγω αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση από αυτόν των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και η ενέργειά του ή η παράλειψή του δεν ήταν σύμφωνη με το καθήκον επιμέλειας. Η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου του ασθενούς απορρέει από το νόμο και τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, καθώς και από την εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή της ιατρικής πράξης. Προϋποτίθεται βέβαια ότι συντρέχει και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του αποτελέσματος, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει, στην περίπτωση κατά την οποία, αν γινόταν η επιβεβλημένη ενέργεια, η οποία τελικά δεν έγινε, τότε με πιθανότητα που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα δεν θα είχε επέλθει (ΑΠ 436/2012, ΑΠ 159/2011, ΑΠ 236/2012, ΑΠ 172/2010). Αν δεν περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα και τα πρόσθετα στοιχεία, που απαιτούνται για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη, μολονότι αυτός είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενεργήσει, τότε αυτό και μαζί του η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είναι άκυρα, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 του ΚΠΔ. Την ακυρότητα αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία είναι σχετική και αφορά σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, αν δεν καλυφθεί, δηλαδή αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και προβάλλει εγκαίρως ακυρότητα και αντίρρηση για την πρόοδό της, μπορεί, εφόσον η σχετική ένστασή του απορρίφθηκε, να την προτείνει επαναφέροντάς την με λόγο εφέσεως και στη δευτεροβάθμια δίκη (173 παρ.1 ΚΠοινΔ) (ΑΠ 157/2013, ΑΠ 261/2013 ΝΟΜΟΣ).

 Στην προκειμένη περίπτωση, οι άνω εκ των συνηγόρων του κατηγορουμένου, στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου τούτου δικαστηρίου, πρόβαλλαν εκ νέου, για λογαριασμό του, τους άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς, που είχαν προβάλλει και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τους οποίους πρόβαλλαν επίσης με ειδικό λόγο εφέσεως, λόγω απορρίψεώς τους, ισχυριζόμενοι ότι, το επιδοθέν στον κατηγορούμενο, για ανθρωποκτονία από αμέλεια δια παραλείψεως από έχοντα ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος, κλητήριο θέσπισμα, είναι άκυρο, διότι δεν περιέχει ακριβή καθορισμό της άνω αποδιδόμενης πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που το προβλέπει (άρθρο 321 παρ.1 δ και 4 του ΚΠοινΔ) και συγκεκριμένα, δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου να ενεργήσει προς αποτροπή του επελθόντος αποτελέσματος, ούτε αναφέρεται σ` αυτό ο επιτακτικός κανόνας δικαίου, από τον οποίο απέρρεε η ειδική υποχρέωσή του αυτή και επί πλέον είναι αόριστο, λόγω μη ακριβούς χαρακτηρισμού της πράξης που του αποδίδεται, αφού δεν προσδιορίζει την ιατρική του ειδικότητα, ούτε το εάν προσκλήθηκε και ποια ώρα, από τον σε ενεργή εφημερία ιατρό, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του, προς αντιμετώπιση περιστατικού της ειδικότητάς του, ούτε εάν στο συγκεκριμένο Κέντρο Υγείας υπήρχε δυνατότητα διενέργειας των απαραίτητων πράξεων θεραπείας του ασθενούς.

  Όπως προκύπτει από την κρινόμενη με αριθμ.εκθ. .../13-9-2012 έφεση του εκκαλούντος- κατηγορουμένου, κατά της πρωτοβάθμιας υπ` αριθμ.398/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου, που επιτρεπτώς επισκοπούνται, προκειμένου να ερευνηθεί το παραδεκτό του άνω ισχυρισμού, ο παριστάμενος κατηγορούμενος προέβαλε παραδεκτά την ακυρότητα του εν λόγω κλητηρίου θεσπίσματος, για τους άνω λόγους, η οποία απορρίφθηκε και τούτο προβλήθηκε ως ειδικός λόγος έφεσης, οπότε παραδεκτά κατ` αρχήν προτείνεται εκ νέου και στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της ανωτέρω εφέσεώς του, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα.

 Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του επιδοθέντος στον κατηγορούμενο, στις 13- 5-2011 (βλσχ αποδεικτικό επίδοσης της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Νάξου, ....), με αριθμό ....../12-5-2011 κλητηρίου θεσπίσματος, το περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφορικά με τον εν λόγω κατηγορούμενο, ως προς την αποδιδόμενη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια δια παραλείψεως από έχοντα ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος, κατά την περιγραφή της εν λόγω πράξης, διαλαμβάνει στο περιεχόμενό του τα ακόλουθα: "Στη ... την 8η Ιουλίου 2006, ενώ είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση λόγω της υπηρεσίας και του επαγγέλματος του σε καταβολή ιδιαίτερης επιμέλειας και προσοχής, από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει ως μέσος συνετός επαγγελματίας, επέφερε δια παραλείψεων τον θάνατο άλλου, ο οποίος επισυνέβη στις 8-7-2006, χωρίς να προβλέψει το ως άνω αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η συμπεριφορά του και δη οι παραλείψεις του, μολονότι λόγω του επαγγέλματος του, ως περιγράφεται κατωτέρω, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος του θανάτου. Συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο και χρόνο και ειδικότερα περί ώρα 02:30` πμ μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο .... ο ηλικίας τότε 52 ετών ασθενής, ... του .., πατέρας του ήδη μηνυτή ... του ..., με βήχα και εφίδρωση και αισθανόμενος έντονο θωρακικό άλγος, τον οποίο εξέτασε η τελούσα σε ενεργή εφημερία αγροτική ιατρός, ... του .. (τότε 2η κατηγορουμένη), και λόγω χαμηλού κορεσμού οξυγόνου του χορήγησε με μάσκα βρογχοδιασταλτικά και οξυγόνο. Στη συνέχεια και περί ώρα 03:20` πμ η ανωτέρω αγροτική ιατρός επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο, ιατρό, ... του .., ο οποίος την ως άνω ημέρα ευρισκόταν σε εφημερία ετοιμότητας, ήτοι υποχρεωμένος όχι να βρίσκεται καθ` όλη τη διάρκειά της στο νοσοκομείο (όπως οι ευρισκόμενοι σε ενεργή εφημερία), αλλά έτοιμος να προσέλθει όποτε του ζητηθεί. Πλην όμως ο κατηγορούμενος δεν προσήλθε στο ανωτέρω νοσοκομείο πριν τις 06:30` πμ αλλά παρείχε τηλεφωνικά οδηγίες στην αγροτική ιατρό να διενεργήσει στον ανωτέρω ασθενή τεστ τροπονίνης (προσδιορίζει επακριβώς εάν εξελίσσεται καρδιακό έμφραγμα ή βλάβη στον καρδιακό μυ), το οποίο δεν ήταν αρνητικό (ένδειξη η οποία μόνο αυτή εάν υπήρχε θα απέκλειε την ύπαρξη εμφράγματος ή την εξέλιξη οποιουδήποτε προβλήματος στον καρδιακό μυ), αλλά ανησυχητικά αμφίρροπο, ήτοι εκτιμήθηκε με την ένδειξη "+ -" (όπως αναφέρει ο ειδικός ιατροδικαστής ... στην από 2-12-2010 κατάθεσή του). Για το λόγο αυτό ακολούθησε επανάληψη του τεστ τροπονίνης στις 05:00` π.μ. και ήταν θετικό, ήτοι δηλωτικό εμφράγματος του μυοκαρδίου, για το οποίο επίσης ενημερώθηκε τηλεφωνικά ο κατηγορούμενος από την αγροτική ιατρό. Ακολούθως, η κατάσταση του ασθενούς επιδεινώθηκε και μετά από αποτυχημένη προσπάθεια ανάνηψης του λόγω μη λειτουργίας του απινιδωτή, κατέληξε στις 07:25` π.μ. λόγω οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, η δε αμελής συμπεριφορά του κατηγορουμένου έγκειται στο ότι, υπό την ιδιότητά του ως ιατρού, ο οποίος την ως άνω ημέρα ευρισκόταν σε εφημερία ετοιμότητας ,ήτοι υποχρεωμένος όχι να βρίσκεται καθ` όλη τη διάρκειά της στο νοσοκομείο (όπως οι ευρισκόμενοι σε ενεργή εφημερία), αλλά έτοιμος να προσέλθει όποτε του ζητηθεί, σύμφωνα με την υπ` αριθμ. Υ10α/Γ.Π. 129776 από 30-1-2006 απόφαση του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καίτοι ενημερώθηκε τηλεφωνικά από την αγροτική ιατρό για το περιστατικό, όπως ανωτέρω αναφέρεται, αφενός δεν προσήλθε στο ανωτέρω νοσοκομείο πριν τις 06.30`πμ. αλλά παρείχε τηλεφωνικά τις ανωτέρω περιγραφόμενες οδηγίες, αφετέρου καίτοι η εικόνα του ασθενούς με το θωρακικό άλγος (ενδεικτικό εμφράγματος του μυοκαρδίου) και την αναπνευστική δυσχέρεια (δηλωτική οξέος πνευμονικού οιδήματος απότοκος του εμφράγματος), σε συνδυασμό με το ανησυχητικό μη αρνητικό πρώτο τεστ τροπονίνης και το επιβαρυντικό ιατρικό ιστορικό του το οποίο γνώριζε ο κατηγορούμενος, αφού ήταν προσωπικός ιατρός του ανωτέρω ασθενή (ηλικία 52 ετών, φύλο άνδρας, χρόνιος καπνιστής και λήπτης σκευασμάτων Salospir δηλωτικά ισχαιμικής νόσου της καρδιάς), έπρεπε να τον οδηγήσουν (ήδη από τη διενέργεια του πρώτου τέστ τροπνίνης) στη διάγνωση του εμφράγματος του μυοκαρδίου, την άμεση προσέλευσή του στο νοσοκομείο και την άμεση έναρξη της ενδεδειγμένης θεραπείας, ήτοι εισαγωγή σε μονάδα εμφραγμάτων και έναρξη θρομβολυτικής θεραπείας ή διενέργεια αγγειοπλαστικής ή (εφόσον το ανωτέρω νοσοκομείο δε μπορούσε να παρέχει την ενδεδειγμένη αγωγή) άμεση διακομιδή σε άλλο νοσοκομείο, δε διέγνωσε ως όφειλε έμφραγμα του μυοκαρδίου, δεν προσήλθε άμεσα στο νοσοκομείο, δεν του χορήγησε, ως όφειλε, την ανωτέρω ενδεδειγμένη θεραπευτική αγωγή, ούτε κινητοποίησε, ως όφειλε, άμεσα το μηχανισμό για την διακομιδή του σε άλλο νοσοκομείο, γεγονότα που επέφεραν σε πλήρη αιτιώδη συνάφεια το θάνατο του. Αποτέλεσμα της προαναφερθείσας αμελούς συμπεριφοράς του κατηγορουμένου ήταν να επέλθει ο θάνατος του ανωτέρω ασθενούς την 8η Ιουλίου 2006 και ώρα 07:25` πμ με αιτία θανάτου το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, όπως προκύπτει από την υπ` αριθμ ...6/2006 Ληξιαρχική Πράξη θανάτου του Ληξιάρχου Δήμου ...". Επίσης, στο εν λόγω κλητήριο θέσπισμα ως νομικές διατάξεις που προβλέπουν και τιμωρούν την πράξη για την οποία ο κατηγορούμενος κλήθηκε να δικαστεί, μνημονεύονται εκείνες των άρθρων 1,12, 14, 15, 28, 51, 53, 57,61,63,64,79 και 302 παρ. 1 του ΠΚ, σε συνδυασμό με την υπ` αριθμ.Υ10α/Γ.Π. 129776 από 30-1-2006 Απόφαση του Υπουργείου Υγείας Και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (εδαφ. ΣΤ`) (βλσχ κλητήριο θέσπισμα).

 Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω αναφερθέντα, το ελεγχόμενο κλητήριο θέσπισμα, που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο, εισαγόμενο σε δίκη για ανθρωποκτονία από αμέλεια δια παραλείψεως από έχοντα ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος, μνημονεύει "παραβίαση των άρθρων 1,12, 14, 15, 28, 51, 53, 57,61,63,64,79 και 302 παρ. 1 του ΠΚ, σε συνδυασμό με την υπ` αριθμ.Υ10α/Γ.Π. 129776 από 30-1-2006 Απόφαση του Υπουργείου Υγείας Και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (εδαφ. ΣΤ`) (βλσχ κλητήριο θέσπισμα) και περιέχει όλα τα κατ` άρθρο 321 ΚΠοινΔ και 6 παρ.3 εδαφ.α` της ΕΣΔΑ, στοιχεία για το αποδιδόμενο στον κατηγορούμενο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τελέσθηκε με παράλειψη (άρθρα 28, 15, 302 παρ.1 ΠΚ), εφόσον σ` αυτό αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που το συγκροτούν, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική (μη συνειδητή αμέλεια) του υπόσταση, όπως και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου να ενεργήσει προς παρεμπόδιση του επελθόντος αποτελέσματος, ως ιατρός κρατικού νοσοκομείου (...), αλλά και ως εφημερεύων με εφημερία ετοιμότητας, όπως και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και του επελθόντος αξιόποινου αποτελέσματος. Ειδικότερα αναφέρεται η ύπαρξη ιδιαίτερης, δηλαδή ειδικής και όχι γενικής υποχρεώσεως του κατηγορουμένου ιατρού, κατά την άσκηση του επαγγέλματος του, για ενέργεια που προς παρεμπόδιση του επελθόντος αποτελέσματος και συγκεκριμένα η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου του ασθενούς και ότι η υποχρέωσή του αυτή πηγάζει, κατά το μνημονευόμενο σε αυτό άρθρο 15 του ΠΚ, από το νόμο, όπως τα άρθρα 24 και 25 του Α.Ν. 1565/1939, τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (άρθρο 9 του Ν.3418/2005), όπως και από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, συνυφασμένων με την ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου, καθώς και από την εγγυητική θέση, λόγω του επαγγέλματος του, απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, αλλά και κυρίως ως ευρισκομένου σε εφημερία ιατρού on call, ήτοι κατάσταση ετοιμότητας για την προσέλευσή του στο νοσοκομείο σε περίπτωση ειδοποίησής του τηλεφωνικά από την έχουσα ενεργή εφημερία αγροτική ιατρό, για περιστατικά που θα ήταν αναγκαία η παρουσία του, κατά τα διαλαμβανόμενα στη ρητά αναφερόμενη στο εν λόγω κλητήριο θέσπισμα άνω Υπουργική Απόφαση (σημείωση γράφοντος: αφορά υποχρεώσεις Νοσοκομειακών ιατρών για τις οποίες δεν πρόκειται εδώ). Περαιτέρω, εφόσον η αμέλεια και η ιδιαίτερη υποχρέωση του κατηγορουμένου δεν θεμελιώνεται σε παράβαση συγκεκριμένου επιτακτικού κανόνα, αλλά προκύπτει από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με την ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου κατηγορουμένου προς ενέργεια, δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρονται στο κλητήριο θέσπισμα και άλλοι ειδικότεροι κανόνες δικαίου προς θεμελίωση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του κατηγορουμένου ιατρού, (όπως θα μπορούσαν επί πλέον να αναφερθούν στο κλητήριο αυτό θέσπισμα), όπως το άρθρο 24 του ΑΝ 1565/1939 "Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος", που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ, κατά το οποίο "ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελειώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών" ή το άρθρο 25 αυτού, κατά το οποίο "κάθε ιατρός οφείλει να παρέχει κατά πάσα ώρα της ημέρας ή της νυκτός την πρώτη ιατρική βοήθεια επί αιφνιδίων κλπ. επικινδύνων ή σοβαρών ασθενειών και ατυχημάτων...." ή το άρθρο 9 παρ. 3 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, κατά το οποίο, "ο ιατρός οφείλει να παρέχει τις υπηρεσίες του για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών ανεξάρτητα από την ειδικότητά του και η υποχρέωση αυτή βαρύνει τον ιατρό, ακόμη και όταν δεν υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα για την άσκηση της ιατρικής, και ισχύει μέχρι την παραπομπή του ασθενή σε ιατρό κατάλληλης ειδικότητας ή τη μεταφορά του σε κατάλληλη μονάδα παροχής υπηρεσιών φροντίδας και περίθαλψης, ενώ σε κάθε περίπτωση, ο ιατρός οφείλει να εξαντλήσει τις υπάρχουσες, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, δυνατότητες, σύμφωνα με τις επιταγές της ιατρικής επιστήμης", καθ` ότι με τις διατάξεις αυτές δεν καθιερώνεται το αξιόποινο της πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (άρθρο 302 ΠΚ), αλλά περιέχονται γενικοί ορισμοί περί της ιατρικής δεοντολογίας και δεν περιέχουν, ούτε επιτακτικούς κανόνες δικαίου, ούτε ποινικές κυρώσεις, παρά μόνο πειθαρχικές, οπότε δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρονται στο κλητήριο θέσπισμα και η μη μνεία τους δεν προκαλεί ακυρότητα αυτού. Σ` αυτό αναφέρεται ρητώς η έννομη σχέση, από την οποία πηγάζει η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου να παρεμποδίσει την επέλευση του επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου του ασθενούς. Έτσι στην προκειμένη περίπτωση τα αναφερόμενα στο άνω κλητήριο θέσπισμα άρθρα (1,12, 14, 15, 28, 51, 53, 57,61,63,64,79 και 302 παρ. 1 του ΠΚ, σε συνδυασμό με την υπ` αριθμ.Υ10α/Γ.Π. 129776 από 30-1-2006 Απόφαση του Υπουργείου Υγείας Και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (εδαφ. ΣΤ`), έστω και δια παραλείψεως των άνω ειδικότερων άρθρων και προϋποθέσεων, τα οποία όμως δεν θεμελιώνουν το έγκλημα, ούτε προβλέπουν ποινικές κυρώσεις, καλύπτουν τις βασικές επιταγές του άρθρου 321 του ΚΠοινΔ και συνεπώς το κλητήριο θέσπισμα και συνακόλουθα και το κατηγορητήριο δεν έπασχαν ακυρότητας από την παράλειψη αναφοράς των επί πλέον επικαλουμένων από τους συνηγόρους του κατηγορουμένου στοιχείων, τα οποία δεν ήταν απαραίτητα για τη θεμελίωση της αποδιδόμενης κατηγορίας, απορριπτόμενου του σχετικού υπερασπιστικού ισχυρισμού του κατηγορουμένου. Τέλος, η επικαλούμενη μη αναφορά στο κλητήριο θέσπισμα και συνακόλουθα και στο κατηγορητήριο, αιτιολογιών σχετικά με την ειδικότητα του κατηγορουμένου ιατρού, το αν προσκλήθηκε και ποια ακριβώς ώρα, από την σε ενεργή εφημερία ιατρό, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του κλπ, δεν το καθιστούν αόριστο και δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας αυτού, αλλά περιεχόμενο επαρκούς και πλήρως αιτιολογημένης αποφάσεως περί ενοχής του κατηγορουμένου. Επομένως οι άνω λόγοι ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, που απορρίφθηκαν πρωτόδικα και επαναφέρθηκαν παραδεκτά με την έφεση του κατηγορουμένου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι".

          Επειδή συνεπώς η με αρ. …./..-3-2022 ανέκκλητη απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου ………, εναντίον της οποίας ζητώ με την παρούσα  να ασκήσετε αναίρεση, είναι αναιρετέα και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 28,15, 314.1 εδ.α και 2, 111-113 ΠΚ και 321ΚΠΔ, καθόσον εάν ερμήνευε και εφάρμοζε αυτές ορθά , υπαγάγοντας τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά του κλητήριου θεσπίσματος σ`  αυτές, δεν θα ακύρωνε αυτό σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή αυτών, αφού δεν συνέτρεχαν οι όροι του νόμου, ήτοι για τις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 510. στοιχ. Ε` , και Θ` , αφού μη συντρεχόντων των όρων του νόμου για την ακύρωσή του, υπερέβη την εξουσία του, καθώς και για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93Σ και ΚΠΔ 139, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ήτοι για την αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510. στοιχ. Δ` , καθόσον η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ., πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του Κ.Π.Δ. από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο από τις διατάξεις του άρθρου 321 του Κ.Π.Δ. περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, ως εν προκειμένω προβλήθηκε και στην παρούσα υπόθεση, αφού η παραδοχή του άγει στην κήρυξη της ποινικής δίωξης απαράδεκτης, αλλά και όπως ακριβώς συνέβη εδώ, στην οριστική παύση αυτής λόγω παραγραφής της πράξης. (adhoc ΑΠ 285/2019,ΝΟΜΟΣ, αλλά και ΑΠ 91/2015, ΑΠ 1717/2010, ΝΟΜΟΣ  κλπ. πάγια νομολογία)

          Εν προκειμένω οι ισχυρισμοί περί ακυρότητας του κλητηρίου, δεν ήταν νόμιμοι, όπως ανωτέρω αναλύθηκε και δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρονται στο κλητήριο θέσπισμα άλλοι ειδικότεροι κανόνες δικαίου προς θεμελίωση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του κατηγορουμένου ιατρού και η μη μνεία τους δεν προκαλεί ακυρότητα αυτού. Διότι αφενός μεν με τις ισχυριζόμενες διατάξεις του κώδικα ιατρικής δεοντολογίας δεν καθιερώνεται το αξιόποινο της πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (άρθρο 302 ΠΚ), αλλά περιέχονται γενικοί ορισμοί περί της ιατρικής δεοντολογίας και δεν περιέχουν, ούτε επιτακτικούς κανόνες δικαίου, ούτε ποινικές κυρώσεις, παρά μόνο πειθαρχικές, αφετέρου στο κατηγορητήριο αναφέρεται ρητώς η έννομη σχέση, από την οποία πηγάζει η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου να παρεμποδίσει την επέλευση του επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου του ασθενούς, ήτοι από την προστατευτική σύμβαση τα καθήκοντα της οποίας εκτέλεσε, από την προηγούμενη επικίνδυνη συμπεριφορά του, από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με την ορισμένη έννομη σχέση και ιδιότητα του υπόχρεου κατηγορουμένου προς ενέργεια και από την εγγυητική του θέση. Έτσι στην προκειμένη περίπτωση τα αναφερόμενα στο άνω κλητήριο θέσπισμα άρθρα (1, 14, 15, 18, 26εδβ,28, 51, 53, 55, 57 ,79,80,81,314 παρ.1 εδα και 2  ΠΚ),   καλύπτουν τις βασικές επιταγές του άρθρου 321 του ΚΠοινΔ και συνεπώς το κλητήριο θέσπισμα και συνακόλουθα και το κατηγορητήριο δεν έπασχαν ακυρότητας από την παράλειψη αναφοράς των επί πλέον επικαλουμένων από τους συνηγόρους του κατηγορουμένου στοιχείων, τα οποία δεν ήταν απαραίτητα.

          Εν` όψει λοιπόν του ότι ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν ήταν νόμιμος, το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, και όφειλε να απορρίψει αυτόν, ωστόσο δεχθέν αυτόν ως νόμιμο και βάσιμο, αφενός δεν ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε ορθά τις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, αφετέρου, δεν διέλαβε την απαιτούμενη από το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και έτσι υπέπεσε στην ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια (ΑΠ 1717/2010, ΝΟΜΟΣ)

          Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος, ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή, όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι`αυτό κατά το νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση, που το Δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας.

          Στην προκείμενη περίπτωση με την με αρ. …../..-3-2022 ανέκκλητη απόφασή του το Μονομελές Πλημ/κείο ….., κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 15, 28, 314 ΠΚ και 111-113ΠΚ δέχθηκε ότι ήταν άκυρο το παραπάνω κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον 1ο κατηγορούμενο εντός της πενταετίας από την τέλεση των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες κατηγορείται (26-8-16 έως 31-8-2016) και ανέστειλε την πεναταετή παραγραφή για μία τριετία, επειδή δεν διελάμβανε τις ειδικές διατάξεις του κώδικα ιατρικής δεοντολογίας με βάση τις οποίες επιτάσσεται ο κατηγορούμενος προς ενέργεια. Όμως όπως αναφέρθηκε δεν απαιτούνταν αυτές και ως εκ τούτου το κλητήριο θέσπισμα περιείχε τον κατά νόμω (321ΚΠΔ) σαφή καθορισμό των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνταν και τα αναφερόμενα στο άνω κλητήριο θέσπισμα άρθρα (1, 14, 15, 18, 26εδβ,28, 51, 53, 55, 57 ,79,80,81,314 παρ.1 εδα και 2  ΠΚ),   καλύπτουν τις βασικές επιταγές του άρθρου 321 του ΚΠοινΔ και δεν ήταν αυτό άκυρο, με συνέπεια με την επίδοσή του, να έχει ανασταλεί η προθεσμία της πενταετούς παραγραφής του αξιοποίνου  επί μία τριετία και, κατά το χρόνο της εκδικάσεως της υποθέσεως (4-3-2022), να μην έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο τους με παραγραφή, αφού αυτές είχαν τελεσθεί κατά το χρονικό διάστημα από 26-8-16 έως 31-8-2016  και από της τελέσεώς τους δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής και της τριετούς αναστολής της, δηλαδή δεν είχε παρέλθει οκταετία. Παραταύτα, ενώ δεν συνέτρεχαν οι από το νόμο όροι, που παρείχαν στο ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, την δικαιοδοσία και την εξουσία να κρίνει άκυρα τα κλητήρια θεσπίσματα που επιδόθηκαν στον κατηγορούμενο και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος του για τις αξιόποινες πράξεις της σωματικής βλάβης από αμέλεια δια παραλείψεως τελεσθείσα, τούτο, ερμηνεύοντας εσφαλμένα τις ανωτέρω παρατιθέμενες διατάξεις,  υπερέβη την από το νόμο εξουσία του και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, λόγω ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος που του επιδόθηκε και συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής του αξιοποίνου της. Επομένως, υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` του Κ.Ποιν.Δ., αναιρετική πλημμέλεια. (adhoc ΑΠ 632/2019,ΝΟΜΟΣ.πρβλ. 385/2019 ΝΟΜΟΣ

          Πέραν όμως των ανωτέρω υπερέβη την εξουσία του και διότι ενώ η ένσταση-αυτοτελής ισχυρισμός που προτάθηκε είχε το παραπάνω περιεχόμενο, η εκδοθείσα απόφαση, ακύρωσε το κλητήριο θέσπισμα όχι για την προταθείσα από τον κατηγορούμενο συγκεκριμένη ακυρότητα, δηλ. της μη περιγραφής της ενδεικνυόμενης θεραπείας (αυτό ήταν θέμα ουσίας), αλλά για εντελώς άλλο λόγο, ήτοι διότι τάχα δεν αναφέρονται σ` αυτό οι επιτακτοί κανόνες του κώδικα ιατρικής δεοντολογίας. Όμως κατά τον τρόπο αυτό υπερέβη καταφανώς την εξουσία του, διότι έλαβε υπόψη ακυρότητα η οποία δεν προτάθηκε καθόλου (και όχι απλά μη σαφώς και ορισμένως) από τον κατηγορούμενο.  Όμως η ακυρότητα αυτή ως σχετική, δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα, αλλά μετά από πρόταση του κατηγορουμένου  και καλύπτεται εάν δεν προταθεί (πάγια νομολογία. ενδ. ΑΠ 1315/2018, ΝΟΜΟΣ κλπ).  Και γι` αυτό άλλωστε απαιτείται κατά πάγια νομολογία, αφενός μεν να είναι σαφής και ορισμένος ο αυτοτελής ισχυρισμός, αλλιώς δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει το δικαστήριο, αφετέρου το δικαστήριο πρέπει να αποφαίνεται επ` αυτής με ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη απόφαση. Εδώ όμως η συγκεκριμένη ακυρότητα για την οποία ακύρωσε το δικαστήριο το κλητήριο θέσπισμα, δεν προβλήθηκε ποτέ από τον κατηγορούμενο, όπως προκύπτει από την απλή επισκόπηση της ανωτέρω υποβληθείσης εγγράφως ένστασης του πρώτου κατηγορουμένου (άνευ μάλιστα ημερομηνίας και οιασδήποτε υπογραφής στο σχετικό εγχειρισθέν έγγραφο).

          Συνεπώς και για το λόγο αυτό και ενώ δεν συνέτρεχαν οι από το νόμο όροι, που παρείχαν στο ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, την δικαιοδοσία και την εξουσία να κρίνει άκυρο το κλητήριο θεσπίσμα που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος του, τούτο, ερμηνεύοντας εσφαλμένα τις ανωτέρω παρατιθέμενες διατάξεις,  υπερέβη την από το νόμο εξουσία του, ακύρωσε αυτό για ακυρότητα η οποία ποτέ δεν προτάθηκε και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, λόγω ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος που του επιδόθηκε και συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής του αξιοποίνου της. Επομένως, υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` του Κ.Ποιν.Δ., αναιρετική πλημμέλεια. 

            Επειδή αποφάσεις που παύουν οριστικά στην ποινική δίωξη (ΚΠΔ 368,β) υπόκεινται σε αναίρεση εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του ΚΠΔ 504 (Μαργαρίτης: ο ΝΚΠΔ, ν. 4620/2019, τ.2 υπο 504.5,σελ. 1273)

          Επειδή λοιπόν η παραπάνω απόφαση είναι κατάφωρα εσφαλμένη ως προς το ανωτέρω οριστικό της σκέλος και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 4-3-2022 ότε και εκδικάστηκε η υπόθεση και εισέτι δεν καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο (ΚΠΔ 507) 

          Για τους παραπάνω λόγους

          Παρακαλώ, όπως έχετε νόμιμο δικαίωμα (ΚΠΔ 504.1, 505.2,507), στο πλαίσιο της δικαιοκρισίας Σας για την υπόθεση και της επανόρθωσης του Δικαίου να ασκήσετε ΑΝΑΙΡΕΣΗ κατά της υπ` αριθμ. …./..-3-2022 ανέκκλητης απόφασης του Μονομελούς Πλημ/κείου …… με την οποία, γενομένης δεκτής της ένστασης ακυρότητας του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, ακύρωσε αυτό και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά του 1ου κατηγορουμένου μαιευτήρα ιατρού, λόγω παραγραφής, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 28,15, 314.1 εδ.α και 2, 111-113 ΠΚ και 321ΚΠΔ (ΚΠΔ 510 στοιχ. Ε),  για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93Σ και ΚΠΔ 139, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΚΠΔ 510 στοιχ. Δ) και για υπέρβαση εξουσίας (ΚΠΔ 510.στοιχ. Θ) , και να μου χορηγηθεί αντίγραφο της παρούσης. Παρακαλώ εν τέλει θερμώς για τις άμεσες ενέργειές σας δεδομένου και του χρόνου τελέσεως της πράξεως.

                          Με την προσήκουσα τιμή

                        Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος 

                   ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013