Διεκδικητική αγωγή ακινήτου (1094ΑΚ).Αρμοδιότητα.Σώρευση αξιώσεων για ωφελήματα (1096-1100ΑΚ) και αποζημίωση απο παράνομη πράξη (1099,914ΑΚ). Περιεχόμενο των αξιώσεων και συρροή αυτών.Ηθική βλάβη

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ .....

ΑΓΩΓΗ (διεκδικητική ακινήτου και αξίωσης ωφελημάτων. ΑΚ 1094,1096επ)

Του ΝΠΔΔ του Ενοριακού Ιερού Ναού Αγίου …………, της ομώνυμης Ενορίας, με έδρα την …………, ………, νόμιμα εκπροσωπουμένου με Α.Φ.Μ. ………/Δ.Ο.Υ ……….

ΚΑΤΑ

1………. του ………, 2……… του ……, 3………….,  κατοίκων ……

Καρδίτσα 11-10-2020

         

          Με την με αρ. ………. απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β` 694/16-3-2016) και κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 25.1 Ν. 4301/2014,  αναγνωρίστηκε η «Ενορία  του Ιερού Ναού Αγίου ………, με έδραν την …………., ιδρυθείσα προ του έτους 1960, ως εμφαίνεται εκ της υπ` αριθμ. ……….. αποφάσεως του Μητροπολιτικού Συμβουλίου

          Στο άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 "Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος" (Α΄ 146) ορίζονται  ότι "Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις ... αι Ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών ... είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. ...". Στο άρθρο 36 του ν. 590/1977 ορίζονται, ότι "1. Η Ενορία μετά του ενοριακού ναού ως βασική μονάς οργανώσεως του εκκλησιαστικού βίου λογίζεται κατά τα εις το άρθρον 1 παρ. 4 του παρόντος ειδικώτερον οριζόμενα ως Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου. 2. Η ενορία ιδρύεται δια Προεδρικού Διατάγματος, ... 3. Τα όρια εκάστης ενορίας καθορίζονται υπό του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου. 4. Κέντρον της εν γένει εκκλησιαστικής ζωής της ενορίας είναι ο ενοριακός ναός καθοριζόμενος δι’ αποφάσεως του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου.  ... . 6. Τα της ιδρύσεως, των πόρων, της διοικήσεως, της διαχειρίσεως και της εν γένει λειτουργίας των ιερών ναών (ενοριακών και μη) ... καθορισθήσονται δια κανονιστικών αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. [Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας] και δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθ` ο μέρος δεν ρυθμίζονται δια του παρόντος. ...". Κατ` επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε ο Κανονισμός 8/1979 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Α΄ 1/1980), ο οποίος ορίζει ειδικότερα τα εξής: Στο άρθρο 1 ότι "Οι Ναοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος διακρίνονται εις: α) Ενοριακούς, εις ους υπάγονται τα Παρεκκλήσια και Εξωκκλήσια τούτων…", στο άρθρο 2 ότι "1. Οι Ενοριακοί Ι. Ναοί λογίζονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κατά τα εις το άρθρον 1 παραγρ. 4 του Ν. 590/1977 οριζόμενα. Ιδρύονται δια Προεδρικού Διατάγματος ..." και στο άρθρο 3 ότι "1. Η Ενορία μετά του Ενοριακού Ναού, ως βασική μονάς οργανώσεως του Εκκλησιαστικού βίου, έχει ωρισμένην τοπικήν περιφέρειαν, περιλαμβάνουσαν τους κατοικούντας εν αυτή Ορθοδόξους Χριστιανούς. ... Τα όρια εκάστης ενορίας ορίζονται υπό του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου ....". 

          Συνεπώς αποτελώ, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ΝΠΔΔ με έδρα την …………. όπου και υφίσταται ο ομώνυμος ανωτέρω Ενοριακός Ι. Ναός μου. Λειτουργώ νόμιμα από την ίδρυσή μου μέχρι και σήμερα χωρίς να έχω καταργηθεί με οποιονδήποτε τρόπο και κατά νόμω εκπροσωπούμαι από το αρμόδιο και νομίμως λειτουργούν Εκκλησιαστικό Συμβούλιό μου.

          Είμαι νόμιμος κύριος, νομέας και κάτοχος των κάτωθι αγροτεμαχίων κειμένων στην περιοχή Αγροκτήματος ………….., προερχομένων από αναδιανομή αγροτικών κτημάτων σύμφωνα με το με αρ. ………. τίτλο (παραχωρητήριο) της Δ/νσης Γεωργίας της Νομαρχίας ………., που μετεγράφη νόμιμα και εμπρόθεσμα την ………… στα βιβλία μεταγραφών του υποθ/κείου …….. σε τ. ……… και αρ. …… και συγκεκριμένα των κάτωθι ακινήτων (αγρών):

1)      Τεμάχιο  …….2)  Τεμάχιο ……3)    Τεμάχιο ……….

          Συγκεκριμένα, το από ………. επίσημο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα της Δ/νσης Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας και ο από ………. Κτηματολογικός Πίνακας της ανωτέρω διανομής της κτηματικής περιοχής του Αγροκτήματος ………., εκ της οποίας προήλθαν τα επίδικα ακίνητά μου, κυρώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 15.1 ν. 674/1977, με την με αρ. …….. απόφαση του κ. Νομάρχη …….., δημοσιευθείσης νομίμως και εμπροθέσμως εις το ΦΕΚ ……….` την ……….. Μετά δε την τοιαύτη κατά νόμω κύρωση, εξεδόθη και το ανωτέρω Παραχωρητήριο το οποίο εκδίδεται κατά νόμω υπέρ των εις τον κυρωθέντα κτηματολογικόν πίνακα της αναδιανομής αναγεγραμμένων δικαιούχων, και αποτελεί οριστικό τίτλον κυριότητος δεκτικόν μεταγραφής. (ΕφΠ 805/1983, ΑρχΝ 36,512).

          Απόσπασμα του ανωτέρω επισήμου κεκυρωμένου τοπογραφικού σχεδιαγράμματος της αναδιανομής εις το οποίο εμφαίνονται και απεικονίζονται τα ανωτέρω ακίνητα μου κατά θέση, σχήμα, πλευρές, όρια και έκταση, επισυνάπτω παρά πόδας της παρούσης, θεωρών αυτό ως εν ενιαίο και αδιαίρετον όλον μετ` αυτής.

          Συνεπώς, όπως  προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 21 §§ 1 και 4, 22 και 33 §§ 1 και 2 του ν. 674/1977 "περί αναδασμού της γης κ.λπ." (Ο α.ν. 821/1948 "περί αναδιανομής αγροτικών κτημάτων" καταργήθηκε με το άρθρο 34 ν.674/1977), η πλήρης κυριότητα των ανωτέρω κτημάτων που προήλθαν από την ανωτέρω αναδιανομή, περιήλθε σε μένα αυτοδικαίως και κατά πρωτότυπο τρόπο, από τη ανωτέρω δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της ανωτέρω αποφάσεως του Νομάρχη που κύρωσε τον αναδασμό, άλλως από την ανωτέρω μεταγραφή του οριστικού τίτλου-Παραχωρητήριου, οπότε και αντιστοίχως, αποσβήνεται αυτοδικαίως το δικαίωμα κυριότητος που υπήρχε επί των κτημάτων που αναδιανεμήθηκαν (ΑΠ 809/2015, ΕφΛαρ 38/2015, ΕφΛαρ 196/2012, ΕφΛαρ 205/2009, ΕφΛαρ 672/2003, ΑΠ 1236/1982, άπασες στη ΝΟΜΟΣ), ενώ η νομή αυτών αντιστοίχως περιήλθε σε μένα αυτοδικαίως άμα τη εγγραφή μου στον πρόχειρο κτηματολογικό πίνακα και οπωσδήποτε από την εγγραφή μου στον ανωτέρω (οριστικό) κτηματολογικό Πίνακα  (Ε. Καραμανώλης, Αναδασμός και εμπράγματοι σχέσεις, Αρμ 1993, σελ. 873 επ, 874, ΑΠ 701/1980 ΝοΒ 28,2022, ΑΠ 801/1987, ΑχΝομ 4,535, ΕφΠ 805/1983, ΑρχΝ 36,512), από το χρόνο δε αυτό (1979) αποσβήνεται αυτοδίκαια το δικαίωμα νομής των πρώην νομέων επί του αναδιανεμηθέντος κτήματος (ΑΠ 506/1995 ΕλλΔνη 38,63) . Ειδικότερα:

 

          Στον ανωτέρω κυρωθέντα κτηματολογικό πίνακα διανομής  και συγκεκριμένα στην σελ. 56 αυτού και με αρ. …………, αναγράφεται ως δικαιούχος των κτημάτων της αναδιανομής «ο εκάστοτε ιερεύς» και σύστοιχα στο ανωτέρω Παραχωρητήριο το οποίο εκδόθηκε με τα στοιχεία του αναγραφόμενου στον άνω Πίνακα, δικαιούχου, αναγράφεται επι λέξει:  «Δυνάμει του άρθρου 7 του Α.Ν  821/1948 «περί αναδιανομής αγροτικών κτημάτων» κυρωθέντος δια του Ν.Δ 1110/1949 και του Ν. 2258/1952, περιήλθε εις την κυριότητα του εκάστοτε ιερέως η εκ στρεμμάτων………… αγροτική ιδιοκτησία κειμένη εν τη περιοχή του αγροκτήματος …………».

          Ωστόσο τα ανωτέρω τεμάχια του αναδασμού του ανωτέρω Παραχωρητηρίου, προέρχονται από τεμάχια της διανομής που ήταν εφημεριακός κλήρος, σύμφωνα με την ….βεβαίωση της Δ/νσης πολιτικής γής -Τμήμα Τοπογραφίας Λάρισας. 

          Η έννοια του ανωτέρω κλήρου, ρυθμίζονταν από τις διατάξεις των άρθρων 28.1,2, 163.2 και 198 Αγρ. Κώδικα (ΒΔ 29-10-/6-12/1949, ΦΕΚ Α` 342/1949). Το ανωτέρω άρθρο 28 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 35 Ν.3147/2003 (ΦΕΚ Α 135/5.6.2003), ενώ συνολικά ο ΑγρΚ   ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 37 παρ.1 του νέου Αγρ.Κ, ήτοι του Ν.4061/2012 (ΦΕΚ Α 66/22.3.2012), ενώ οι διατάξεις των άρθρων 163.2 και 198 Αγρ.Κ, καταργήθηκαν με το άρθρο 16 ΝΔ 1189/1972 (ΦΕΚ Α` 99). Συγκεκριμένα:

          Το άρθρο του ανωτέρω ΑΝ 821/1948 όριζε ότι «Αρθρον 7.  1. "1.  Από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της  Κυβερνήσεως της κατά το άρθρ. 6 αποφάσεως του Υπουργού της Γεωργίας  η  κυριότης των κατά την αναδιανομήν δημιουργηθέντων κτημάτων περιέρχεται αυτοδικαίως   εις   τους  εν τω  κυρωθέντι  κτηματολογικώ  πίνακι  αναγεγραμμένους  ως  δικαιούχους αυτών, αποσβεννυμένου  αυτοδικαίως επίσης  του  δικαιώματος κυριότητος επί των αναδιανεμηθέντων κτημάτων.  Ως  προς  την  νομήν  επί  των  δια  της  αναδιανομής  δημιουργηθέντων κτημάτων,   αύτη   περιέρχεται περιέρχεται  αυτοδικαίως εις τους αναγεγραμμένους ως δικαιούχους των κτημάτων τούτων εις τον συμφώνως τη παρ. 1 του αρθρ. 14 του από 23-12-1949 Β.Δ/τος  "περί  εκτελέσεως  του  αν.  ν. 821/1948 "περί αναδιανομής αγροτικών κτημάτων". καταρτιζομένον πρόχειρον κτηματολογικόν πίνακα, άμα  τη  εκδόσει  υπό  της  Επιτροπής    Αναδιανομής της υπό της παρ. 3 του αυτού ως άνω αρθρ. 14 προβλεπομένης γνωμοδοτήσεώς   της   επί   των   κατά   της   αναδιανομής  ενστάσεων, αποσβεννυμένου αυτοδικαίως από της αυτής χρονολογίας  του  δικαιώματος νομής επί των αναδιανεμηθέντων κτημάτων".  ***Η παράγραφος 1 αντικατεστάθη ως άνω διά του άρθρου 23 παρ.1 του ΝΔ 3621/1956 (Α 276).

      2. Πάντα τα τυχόν εμπράγματα ή ενοχικά δικαιώματα άτινα υφίσταντο επι των αναδιανεμηθέντων κτημάτων θεωρούνται αυτοδικαίως αποσβεσθέντα από της κατά το άρθρον 6 δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Υπουργού της  Γεωργίας περί κυρώσεως της αναδιανομής και έκτοτε αυτοδικαίως ανασυσταθέντα επι των αντί τούτων δια της αναδιανομής δημιουργηθέντων κτημάτων. Εξαιρούνται αι πραγματικαί δουλείαι, αίτινες διατηρούνται ως έχουν. Δύνανται όμως αι δουλείαι εν γένει να διαρρυθμισθούν καταλλήλως εάν η διαρρύθμισις αύτη κρίνεται αναγκαία ή επωφελής και να συσταθούν δια τον αυτόν λόγον νέαι τοιαύται ή να επεκταθούν αι υπάρχουσαι. Η  εξάλειψις της υποθήκης και κατασχέσεως και η νέα εγγραφή αυτών γίνεται ατελώς.»                                            

          Τα άρθρα 7 και 8 του ανωτέρω ΝΔ 1110/1949, όριζαν ότι: «`Αρθρ. 7. 1. Από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της κατά το άρθρον 6 αποφάσεως του Υπουργού της Γεωργίας, η κυριότης και η νομή επί των κατά την αναδιανομήν δημιουργηθέντων κτημάτων περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους εν τω κυρωθέντι κτηματολογικώ πίνακι αναγεγραμμένους ως δικαιούχους αυτών, αποσβεννυμένων αυτοδικαίως επίσης των δικαιωμάτων κυριότητος και νομής επί των αναδιανεμηθέντων κτημάτων. 2. Πάντα τα τυχόν εμπράγματα ή ενοχικά δικαιώματα άτινα υφίσταντο επί των αναδιανεμηθέντων κτημάτων θεωρούνται αυτοδικαίως αποσβεθέντα  απο της κατά το άρθρον 6 δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Υπουργείου της  Γεωργίας περί κυρώσεως της αναδιανομής και έκτοτε αυτοδικαίως ανασυσταθέντα επί των αντί τούτων δια της αναδιανομής  δημιουργηθέντων κτημάτων. Εξαιρούνται αι πραγματικαί δουλείαι εν γένει να διαρρυθμισθούν καταλλήλως εάν η διαρρύθμισις αύτη κρίνεται αναγκαίαι ή επωφελής και να συσταθούν δια τον αυτόν λόγον νέαι τοιαύται ή να  επεκταθούν αι υπάρχουσαι. `Αρθρο. 8. 1. Μετά την κατά τα εν άρθρω 6 κύρωσιν της αναδιανομής εκδίδονται υπό  του Υπουργού της Γεωργίας παραχωρητήρια υπέρ των εν τω κυρωθέντι  κτηματολογικώ πίνακι της αναδιανομής αναγεγραμμένων δικαιούχων, αποτελούντα τίτλον κυριότητος, δια τε τους κληρούχους και τους τυχόν  εις την αναδιανομήν μετασχόντας ιδιοκτήτας δεκτικόν μεταγραφής

           Επίσης, με το Νόμο 674/1977: Περί αναδασμού της γης και μεγεθύνσεως των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και άλλων τινών διατάξεων.- (Α' 242), ορίστηκαν τα εξής, ήτοι:

          « `Εκδοσις τίτλων κυριότητος.  `Αρθρον 16.- 1. Κυρουμένου του αναδασμού, εκδίδονται υπό της Διευθύνσεως Γεωργίας της οικείας Νομαρχίας παρχωρητήρια των νέων κτημάτων υπέρ των εν τω κυρωθέντι κτηματολογικώ πίνακι του αναδασμού αναγεγραμμένων δικαιούχων, αποτελούντα τίτλον κυριότητος δεκτικόν μεταγραφής. Ο τύπος των παραχωρητηρίων καθορίζεται κατά τα εν παραγράφω 10 του άρθρου 6 του Ν.δ. 1189/1972, ως ισχύει, οριζόμενα

          «Κυριότης - Λοιπά δικαιώματα επί των νέων κτημάτων. `Αρθρον 21.- 1. από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της κατά το άρθρον 15 του παρόντος αποφάσεως του Νομάρχου η κυριότης των κατά τον αναδασμόν δημιουργηθέντων κτημάτων περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους εν τω κυρωθέντι κτηματολογικώ πίνακι αναγεγραμμένους ως δικαιούχους αυτών, αποσβεννυμένου, αυτοδικαίως επίσης, αντιστοίχως του δικαιώματος κυριότητος επί των προ του αναδασμού κτημάτων των. 2. Επιφυλασσομένης και της εφαρμογής των εν τη επομένη παραγράφω οριζομένων, πάντα τα τυχόν εμπράγματα δικαιώματα, άτινα υφίσταντο επί των αναδιανεμηθέντων κτημάτων θεωρούνται αυτοδικαίως αποσβεσθέντα από της κατά το άρθρον 15 του παρόντος δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Νομάρχου, περί κυρώσεως του αναδασμού και έκτοτε, αυτοδικαίως επίσης, ανασυσταθέντα επί των αντί τούτων δια του αναδασμού δημιουργηθέντων κτημάτων. Εξαιρούνται αι πραγματικαί δουλείαι αίτινες διατηρούνται. Δύνανται όμως αι δουλείαι εν γένει να διαρρυθμισθούν υπό της οικείας Επιτροπής Αναδασμού καταλλήλως, εάν η διαρρύθμισις αύτη κρίνεται αναγκαία ή επωφελής, ή να συσταθούν, δια τον αυτόν λόγον, νέαι τοιαύται.»

          Οι διατάξεις του άρθρου 28.παρ. 1 και 2 Αγρ.Κ (ΒΔ 29-10-/6-12/1949, ΦΕΚ Α` 342/1949) «Περί Κωδικοποιήσεως των Αγροτικών Νόμων» και υπο τον τίτλο  «Εφημεριακός κλήρος», όριζαν ότι «1. Επίσης παραχωρείται υπό της αρμοδίας Επιτροπής Απαλλοτριώσεων εις την Εκκλησιαστικήν Επιτροπήν του χωρίου εις βασικός γεωργικός κλήρος πρός καλλιέργειαν και κάρπωσιν αμισθί υπό του εκάστοτε εφημερίου. 2. Πλείονες του ενός εφημέριοι νέμονται τον κλήρον κατ`ισομοιρίαν.». Το ανωτέρω άρθρο 28  ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 35 Ν.3147/2003 (ΦΕΚ Α 135/5.6.2003), ενώ συνολικά ο ΑγρΚ   ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 37 παρ.1 του νέου Αγρ.Κ, ήτοι του Ν.4061/2012 (ΦΕΚ Α 66/22.3.2012).

          Ετέθη λοιπόν το ζήτημα ήδη από το χρόνο ισχύος του ανωτέρω ΒΔ, αναφορικά με τη νομή (όχι για την κυριότητα) του εφημεριακού κλήρου, γιατί οι διατάξεις των άρθρων 163.2 και 198 ΑγρΚ όριζαν επίσης (αντιφατικά) ότι «οι παραχωρούμενοι κλήροι «περιέρχονται κατά κυριότητα και νομή εις τας οικείας Εκκλησιατικάς Επιτροπάς». Προέκυπτε δηλ. ότι το με βάση το ανωτέρω άρθρο 28.2 Αγρ.Κ, ο εκάστοτε εφημέριος νέμεται τον εκκλησιαστικό κλήρο, ενώ με το άρθρο 163, ότι η νομή περιέρχεται στην Εκκλησιαστική Επιτροπή.

          Προς άρση της άνω αμφισβήτησης, είχε γίνει δεκτό από την ΕιρΦαρσ 73/1964 (ΝοΒ 12, 716, όπου και σημείωση του Εμ. Καραμανώλη), ότι εφόσον υπάρχει ιερεύς εφημέριος, αυτός έχει και τη νομή του κλήρου. Ήδη στα σχόλιά του παραπόδας της ανωτέρω δημοσιευθείσης απόφασης, ο ανωτέρω συγγραφέας, είχε εκφράσει την άποψη ότι η «ιδιόμορφος αύτη νομική ρύθμιση… εμπίπτει πλήρως εις τας περί δουλειών διατάξεις του ΑΚ και αμφότερα τα άρθρα 28 και 163 Αγρ.Κ ευρίσκονται εν αρμονία, αν η του κλήρου καλλιέργεια και η αμισθί κάρπωσις υπο του εκάστοτε εφημέριου θωρηθή ως περιωρισμένη προσωπική δουλεία. Περιωρισμένη προσωπική δουλεία είναι ως γνωστόν, πάσα άλλη, πλήν της επικαρπίας και οικήσεως, δουλεία παρέχουσα εξουσίαν ή χρησιμότητα επί αλλοτρίου ακινήτου χάριν ωρισμένου προσώπου».

          Η ΕιρΓρεβ 82/1984 (ΕλλΔνη 1985, 762), ήρε την άνω αντίφαση με την σκέψη ότι η κυριότητα και νομή παραχωρείται στην Εκκλησιαστική Επιτροπή, αλλά η νομή ως δεκτική καθολικής και ειδικής διαδοχής μεταβιβάζεται με απλή συναίνεση και παράδοση στον εφημέριο του χωριού (ναού) που αποκτά έτσι κατά παράγωγο τρόπο (ΑΚ 976) τη νομή. 

          Ωστόσο η αμέσως ανωτέρω απόφαση, δεν φαίνεται να είχε λάβει υπόψη, ότι οι διατάξεις των άρθρων 163.2 και 198 Αγρ.Κ, είχαν εν τω μεταξύ καταργηθεί με το άρθρο 16 ΝΔ 1189/1972 (ΦΕΚ Α` 99), ενώ με το άρθρο 7 του ιδίου ΝΔ (η οποία επίσης καταργήθηκε με το άρθρο 37 παρ.1 Ν.4061/2012) και υπο τον τίτλο «Εφημεριακός Κλήρος» είχε οριστεί ότι «1. Η κυριότης του κατά τα άρθρα 28 και 163  του  Αγροτικού  Κώδικος παραχωρηθέντος  ή  παραχωρουμένου εφημεριακού κλήρου, μεταβιβάζεται εις την οικείαν Εκκλησιαστικήν Επιτροπήν άνευ καταβολής τιμήματος  ή  άλλης τινός  αποζημιώσεως,  από της κυρώσεως της οριστικής διανομής των γαιών του οκείου κτήματος. 2. Ομοίως, η κυριότης του οικοπέδου της  Εκκλησίας  και  του  πέριξ αυτής  χώρου,  μεταβιβάζεται  εις  την  Εκκλησιαστικήν  Επιτροπήν, άνευ καταβολής τιμήματος ή άλλης τινός αποζημιώσεως, από  της  κυρώσεως  της ρυμοτομίας και οριστικής διανομής των οικοπέδων του Συνοικισμού.     3.  Η  διοίκησις  και  διαχείρησις του γεωργικού εφημεριακού κλήρου ασκείται κατά τας διατάξεις του άρθρου 28 του Αγροτικού Κώδικος. (σ.σ. δηλ. από την Εκκλησιαστική Επιτροπή). 4. Μη υπάρχοντος ιερέως και  μέχρι  της  τοποθετήσεως  τοιούτου,  η διοίκησις  και  διαχείρισις  του ως άνω κλήρου ασκείται υπό της οικείας ενοριακής Επιτροπής και επ` ωφελεία αυτής.». (Βλ. επίσης και Α. Χατζηγιάννη «Θέματα τινα της αγροτικής Νομοθεσίας», δημ. σε ΝοΒ 20, 1238 επ, ιδίως 1241, σύμφωνα με τον οποίον «…κατά το άρθρο 198.1 του Αγροτικού Κώδικα, από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα ης Κυβερνήσεως της οριστικής διανομής των γαιών του αγροκτήματος, ο κατά τα ανωτέρω αρθρ. 28 γεωργικός κλήρος μεταβιβάζεται κατά κυριότητα εις την οικεία εκκλησιαστική επιτροπήν άνευ καταβολής τιμήματος ή άλλης τινός αποζημίωσης.»)

          Έτσι, μετά το 1972, οι δύο διατάξεις  που ίσχυσαν, δηλ. το άρθρο 7 ΝΔ 1189/72 και το  άρθρο 28 Αγρ.Κ, τελούσαν σε αρμονία: η κυριότητα και νομή ανήκε στον ενοριακό ναό, υπέρ δε του εκάστοτε ιερέως, γινόταν δεκτό ότι υπήρχε είτε περιορισμένη προσωπική δουλεία (εφεξής π.π.δ), είτε επικαρπία εκ του νόμου για ορισμένο χρόνο, δηλ. για όσο χρόνο θα είναι εφημέριος. Την άποψη περί επικαρπίας είχε εκφράσει σε σχόλια του κάτωθι της ΕιρΓρεβ 82/1984, (ό.α) ο ανωτέρω συγγραφέας (Ι. Κονιδάρης), ως προσαρμοζόμενη, κατ` αυτόν, καλύτερα στην ιδιομορφία του εφημεριακού κλήρου γιατί σύμφωνα με αυτή, την κυριότητα και καθολική νομή του κλήρου έχει ο ενοριακός ναός, ενώ ο εφημέριος θα είχε, λόγω επικαρπίας από το νόμο, την πλήρη χρήση και κάρπωση του πράγματος για όσο χρόνο είναι εφημέριος, αλλά και την οιονεί νομή δικαιούχου επικαρπίας για το ίδιο διάστημα.

          Η άποψη αυτή τελούσε μέχρι την κατάργηση του εφημεριακού κλήρου κατά τα κατωτέρω, σε αρμονία, όχι μόνο με το καθόλου σύστημα προσωπικών δουλειών του Εμπραγμάτου Δικαίου του ΑΚ, αλλά και με το σκοπό θεσμοθέτησης του εφημεριακού κλήρου, που ήταν η δημιουργία οικονομικής αυτάρκειας του εφημέριου του Ναού, επιτυγχανομένης μέσω της πλήρους χρήσης και κάρπωσης των παραχωρηθέντων ακινήτων. Και αυτό γιατί πράγματι: 1) οι προσωπικές δουλείες (πλήρεις ή περιορισμένες), παρέχουν πάντα κάποια χρησιμότητα ή ωφέλεια (ολική ή μερική) υπέρ ορισμένου προσώπου και συνιστώνται υπέρ ορισμένου προσώπου, 2) περιεχόμενό τους μπορεί να αποτελέσει οποιαδήποτε εξουσία ή χρησιμότητα είναι δυνατό να αντλήσει ο δικαιούχος από το ξένο ακίνητο καθώς και οτιδήποτε αποτελεί περιεχόμενο πραγματικής δουλείας (ΑΚ 1188.1 και 2), όπως απλή χρήση, λήψη φυσικών καρπών για τις π.π.δ ή πλήρης χρήση και κάρπωση για την επικαρπία, 3) μπορούν να συσταθούν μεταξύ άλλων (σύμβαση κλπ) και από το νόμο απευθείας υπέρ του δικαιούχου (Γεωργ-Σταθ. υπο 1188.9, 10 όπου και παραπομπές), αλλά και με διοικητική πράξη, οία και το παραχωρητήριο (ό.α, αλλά και Α. Γεωργιάδης, Εμπράγματο Δίκαιο, 2η έκδοση 2010, παρ. 82.20, όπου και περαιτέρω παραπομπές. πρβλ. ΕφΑθ 588/1979, ΝοΒ 1980, 1500, για παραχώρηση με εκτελεστή διοικητική πράξη της Δημοτικής αρχής π.π.δ επί τάφου σε δημοτικό νεκροταφείο). Εξ` ετέρου εκπληρώνονταν και ο σκοπός του νόμου, δηλ. η δημιουργία οικονομικής αυτάρκειας του εκάστοτε τοποθετηθέντος στον ενοριακό ναό, εφημερίου στην Ελληνική επαρχία, έτσι ώστε από τη χρήση και κάρπωση των ακινήτων, αντί της μισθοδοσίας του, να εξοικονομεί τα προς το ζήν (και της οικογενείας του).

          Έτσι λοιπόν από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ΑΝ 821/1948, των άρθρων 7 και 8 του ΝΔ 1110/1949, του άρθρου 16 Ν. 674/1977 και του άρθρου 7 του ανωτέρω ΝΔ 1189/1972, γίνεται δεκτό ότι στην ανωτέρω περίπτωση αναδιανομής, η κυριότητα και καθολική νομή του κλήρου περιέρχεται αυτοδίκαια κατά τα ανωτέρω, στο ν.π.δ.δ του Ι. ενοριακού ναού, ενώ ο εφημέριος είχε, λόγω επικαρπίας από το νόμο, άλλως λόγω περιορισμένης προσωπικής δουλείας, την πλήρη χρήση και κάρπωση του πράγματος για όσο χρόνο είναι εφημέριος, αλλά και την οιονεί νομή δικαιούχου επικαρπίας για το ίδιο διάστημα, ενώ καθολικός νομέας παρέμενε ο κύριος, δηλ. το ν.π.δ.δ του Ι.Ν. , ο οποίος κατά την ΑΚ 980, ασκούσε τη καθολική νομή του πάνω στο πράγμα «μέσω άλλου», δηλ. του δουλειούχου. (Α. Γεωργιάδη, ό.α παρ. 16.15, παρ. 75.30 και για την επικαρπία ΑΚ 1147, Γεωργ-Σταθ. υπο 1147.1 επ.).

          Η θέση αυτή περί της πλήρους κυριότητας του ν.π.δ.δ του Ι.Ν ήταν άλλωστε και αδιαμφισβήτητη και προ της θέσης σε ισχύ του ανωτέρω Αγρ. Κ του 1949 (απλά με τον τελευταίο ετέθη σύμφωνα με τα ανωτέρω το ζήτημα της νομής του εφημεριακού κλήρου και ουδέποτε της κυριότητας), γιατί  κατά το άρθρο 2 του ν. 2200/20-1-1940, ο ενοριακός Ναός αποτελούσε ομώνυμον του ενοριακού Ναού νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου εις ό και ανήκε (βλ. και Κανονισμό υπ΄ αριθμ. 2/1969 της Ιεράς Συνόδου) και δεν αναγνωρίζονταν με καμία διάταξη αυτού (όπως και με τον ν. 590/1977) ο εφημέριος του Ι.Ν ως δικαιούχος ή φορέας άσκησης, ατομικά οποιουδήποτε εμπράγματου δικαιώματος ομού μετά της Εκκλησιαστικής Επιτροπής ή Συμβουλίου ή πολύ περισσότερο, κατ` αποκλεισμό αυτών. (Πρωτ.Ρεθύμνης 18/1949, ΕΕΝ, 1949, 419).

          Επιπλέον, πότε δεν είχε θεωρηθεί (είτε από την επιστήμη, είτε νομολογιακά, είτε με αυθεντική ερμηνεία της σχετικής διάταξης, αλλά και αυτών των άρθρων 163 και 198 του ιδίου κώδικα που αναφέρθηκαν. βλ. ανωτέρω νομολογία), ακόμη και από την ισχύ του άρθρου 28 Αγρ.Κ, ότι η παραχώρηση του κλήρου από αναδασμό στον εφημέριο με βάση τον προβλεπόμενο τύπο του παραχωρητηρίου, συνιστά μεταβίβαση της κυριότητας του κτήματος σ` αυτόν (και μάλιστα κατά πρωτότυπο τρόπο. ΑΠ 1236/1982 κλπ) και όχι στην «Εκκλησιαστική Επιτροπή» (ενν. στο νομικό πρόσωπο του Ι.Ν, όργανο διοίκησης του οποίου αποτελεί μετά το ν. 577/1990, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο). Συναφώς ποτέ δεν ετέθη και ζήτημα περί ύπαρξης δικαιώματος και εξουσίας διάθεσης αυτού από τον εκάστοτε ιερέα,  είτε με καθολική (διαθήκη) είτε με ειδική διαδοχή (π.χ πώληση του κτήματος).

          Μετά δε το ν. 590/1977 (Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, άρθρα 1.4 και 36 σε συνδυασμό με άρθρο 2 Κανον. 8/1979), είναι πλέον αναμφισβήτητο ότι την κυριότητα έχει το ΝΠΔΔ του ενοριακού Ι.Ν, την διαχείριση δε της περιουσίας του, έχει το όργανο που τον εκπροσωπεί κατά νόμω, δηλ. το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο (πρώην Εκκλησιαστική Επιτροπή). (πάγια νομολογία, Ι. Κονιδάρης παρατ. υπο την ΕιρΓεβ 82/1984, ό.α)

          Συνεπώς σύμφωνα με το ανωτέρω παραχωρητήριο της Νομαρχίας Λάρισας (και τον κυρωθέντα με ΦΕΚ Κτηματολογικό Πίνακα), και δεδομένου ότι το άρθρο 28 Αγρ.Κ δεν είχε καταργηθεί κατά το χρόνο έκδοσης και μεταγραφής αυτού, η κυριότητα και καθολική νομή περιήλθαν στον ενοριακό ναό (νπδδ) και όχι στον εκάστοτε ιερέα και απλά συστάθηκε υπέρ του εκάστοτε ιερέως, είτε επικαρπία, είτε περιορισμένη προσωπική δουλεία, καταστάντος αυτού οιονεί νομέως με την διάνοια του περιορισμένου εμπραγμάτου δικαιώματος.  

          Συνεπώς κατέστην αποκλειστικός και πλήρης κύριος αυτών από νόμιμη αναδιανομή αγροτικών ακινήτων κατά τον τρόπο που αναφέρθηκε, γιατί τα ανωτέρω τεμάχια του αναδασμού του ανωτέρω Παραχωρητηρίου, προέρχονται από τεμάχια της διανομής που ήταν εφημεριακός κλήρος.

          Επικουρικά και σε κάθε περίπτωση απέκτησα την κυριότητα αυτών με τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία (ΑΚ 1041 επ, 1045), γιατί ασκούσα και ασκώ επ` αυτών αδιάλειπτα τις κατωτέρω εμφανείς πράξεις νομής και κατοχής, με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο από το έτος 1979, άλλως από το έτος 1982 μέχρι και σήμερα. Συγκεκριμένα:

          Τα ακίνητα αυτά, συνολικά ……….. στρέμματα, από τον ανωτέρω χρόνο δηλ. από το 1979 που κυρώθηκε η αναδιανομή, περατωθείσης ήδη μέχρι του χρονικού αυτού σημείου της, επί του εδάφους, υπόδειξης των νέων αγροτεμαχίων από την Επιτροπή Αναδασμού , άλλως και  σε κάθε περίπτωση από το 1982, οπότε και μετεγράφη το Παραχωρητήριο, νέμομαι αδιαλείπτως με ανεπίληπτη νομή και τα κατέχω δι` ασκήσεως επ` αυτών φυσικής εξουσίας διανοία κυρίου, προβαίνοντας σε όλες τις εμφανείς πράξεις νομής και κατοχής που αρμόζουν σε κύριο, νομέα και κάτοχο. Συγκεκριμένα, δια του αρμοδίου οργάνου μου (Εκκλησιαστικό Συμβούλιο) ασκώ κάθε διαχειριστική πράξη με βάση τον Κανονισμό 8/1979 (ΦΕΚ Α` 1/1980) και το ν. 590/1977, δηλ. τα εκμισθώνω σε τρίτους καλλιεργητές, με τους όρους που τα ανωτέρω νομοθετήματα ορίζουν, δηλ. ανακοινώνω και δημοσιεύω έγγραφες προκηρύξεις πλειοδοτικών δημοπρασιών για την εκμίσθωσή τους, τα επιβλέπω, τα επισκέπτομαι δια των οργάνων που με εκπροσωπούν, τα καθαρίζω από άχρηστα υλικά, τα οριοθετώ έναντι των γειτονικών ιδιοκτησιών, αποκρούω τις προσβολές τρίτων επ` αυτών με εξώδικες και δικαστικές ενέργειες και δηλώνω αυτά στο όνομά μου σε όλα τα απαραίτητα έγγραφα ενώπιον των αρμοδίων δημοσίων αρχών (ΜΠρΠατρ 141/2019, ΝΟΜΟΣ), ήτοι έντυπο Ε9, Κτηματολόγιο κλπ, καταβάλλω τα σχετικά βάρη, ΕΝΦΙΑ, φόρους και εν γένει τέλη προς τρίτους που αναλογούν σ` αυτά, υπέβαλα εμπρόθεσμα αίτηση από τον 9ο/2019 στο αρμόδιο Κτηματολογικό γραφείο …….. για την εγγραφή στα Κτηματολογικά βιβλία του και γενικά ενεργώ και επ` αυτών κάθε εμφανή πράξη νομής και κατοχής που προσιδιάζει σε κύριο και με θέληση να είμαι ο κύριος τους, ενώ ουδέποτε ενοχλήθηκα ή αμφισβητήθηκα στην άσκηση των δικαιωμάτων μου επ’ αυτών.

          Όμως, η ανωτέρω ρύθμιση του Αγρ.Κ για σύσταση και ύπαρξη προσωπικής δουλείας υπέρ του εκάστοτε ιερέως (εφημεριακός κλήρος), έχει καταργηθεί, ομού με την κατάργηση του άρθρου 28 Αγρ.Κ από το 2003, ή έστω με την κατάργηση συνολικά του ανωτέρω Κώδικος από το 2012. Ειδικότερα:

           Όπως ειπώθηκε, με το άρθρο 35 ν. 3147/2003 (ΦΕΚ Α 135/5.6.2003) «Ρύθμιση θεμάτων αγροτικής γης, επίλυση ζητημάτων αποκατασταθέντων και αποκαθισταμένων κτηνοτρόφων και άλλες διατάξεις», καταργήθηκε, η διάταξη του άρθρου 28 του Αγρ.Κ. Με το άρθρο 37 αυτού ορίστηκε ότι «Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται σε αυτές.». Στο ανωτέρω άρθρο 35, δεν ορίστηκε κάτι διαφορετικό, δηλ. δεν ορίστηκε καθ` οιονδήποτε τρόπο, αναδρομική εφαρμογή του.

          Αλλά και συνολικά οι διατάξεις του Αγρ.Κ, καταργήθηκαν με το άρθρο 37.1 του ν. 4061/2012 (ΦΕΚ Α' 66/22/03/2012). Ούτε και εδώ ορίστηκε αναδρομική εφαρμογή, κάποιας διάταξης αυτού, αφού με το άρθρο 44 αυτού ορίστηκε ότι «Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».

          Είναι γνωστό ότι με βάση την γενική αρχή του δικαίου περί μη αναδρομικότητας των νόμων η οποία καθιερώνεται στο άρθρο 2 ΑΚ, ο νέος νόμος ισχύει για το μέλλον και έτσι εφαρμόζεται για δικαιώματα και υποχρεώσεις που γεννώνται μετά την ισχύ του, ενώ τα ήδη γεγενημένα διέπονται από το δίκαιο που ίσχυε. Η οποιαδήποτε πρόβλεψη αναδρομικής ισχύος του νέου νόμου, θα τελούσε σε κάθε περίπτωση υπό τον έλεγχο των σχετικών συνταγματικών διατάξεων, ιδίως αυτής της ισότητας (4Σ) και της αρχής της μη προσβολής των δικαιωμάτων τρίτων. (πάγια νομολογία, ΟλΑΠ 40/1998, ΟλΑΠ 654/1984 κλπ, ΝΟΜΟΣ)

          Συνάγεται λοιπόν ότι η έννομη συνέπεια από την ισχύ των ανωτέρω νόμων και μετά την κατάργηση και του άρθρου 28 Αγρ.Κ από το 2003, για το ζήτημα του εφημεριακού κλήρου που εδώ ενδιαφέρει, δεν είναι ότι αναδρομικά «ακυρώνεται» το ανωτέρω παραχωρητήριο-διοικητική πράξη και ότι ανατρέπονται αναδρομικά οι έννομες συνέπειες της, αλλά ότι εφεξής (από το 2003), ο εκάστοτε τοποθετούμενος ως εφημέριος, ιερέας του οικείου Ι.Ν, δεν μπορεί να επικαλείται το ανωτέρω δικαίωμα προσωπικής δουλείας πλήρους χρήσης και κάρπωσης που του παρείχε με την συστατική πράξη η θεσμοθέτηση του εφημεριακού κλήρου, γιατί αυτός καταργήθηκε. Επιπλέον και ότι, καταργηθείσης της διάκρισης του εφημεριακού κλήρου, δεν υπάρχει περιθώριο στο μέλλον για παραχώρηση, διάθεση, κλπ γεωργικού ή αγροτικού κλήρου από διανομή ή αναδασμό υπέρ του εκάστοτε εφημερίου του Ι.Ν με πράξη του Περιφερειάρχη, αλλά ο τίτλος κυριότητας-παραχωρητήριο θα πρέπει να εκδίδεται στο όνομα του ΝΠΔΔ του Ι.Ν. Γιατί, όπως ειπώθηκε, ναι μεν οι προσωπικές δουλείες μπορούν να συσταθούν και από το νόμο ή την διοικητική πράξη απευθείας υπέρ του δικαιούχου, όπως έγινε και εδώ με τις διατάξεις του Αργ.Κ. δηλ. το άρθρο 28 αυτού, πλήν όμως αφού αυτό έχει καταργηθεί από το 2003, δεν υπάρχει έκτοτε το νομικό πλέον έρεισμα, όχι μόνο για την σύστασή της (μετά το 2003), αλλά και για την ύπαρξή της στο μέλλον στο πρόσωπο του εκάστοτε ιερέα και συναφώς για την άσκηση του δικαιώματος της δουλείας (χρήσης και κάρπωσης) από τον εκάστοτε τοποθετούμενο μετά το 2003, εφημέριο. Γι` αυτό άλλωστε και η διάταξη 7 του ΝΔ 1189/72, που ουσιαστικά δεν όριζε κάτι διαφορετικό, αλλά ότι «1. Η κυριότης του κατά τα άρθρα 28 και 163  του  Αγροτικού  Κώδικος παραχωρηθέντος ή παραχωρουμένου εφημεριακού κλήρου, μεταβιβάζεται εις την οικείαν Εκκλησιαστικήν Επιτροπήν…,» καταργήθηκε με τον ίδιο ν. 4061/2012 ως περιττή.

          Η ανωτέρω ερμηνεία είναι η μόνη ορθή συστηματολογικά, μεθοδολογικά και σύμφωνη και με το πνεύμα και τον σκοπό του νόμου γιατί α) μετά το 2003, λόγω της κατάργησης δεν υπάρχει το νομικό πλαίσιο του εφημεριακού κλήρου για να μπορεί να ασκήσει κάποιο τέτοιο προσωπικό δικαίωμα ο τοποθετούμενος εφημέριος  και β) γιατί την συγκεκριμένη προσωπική δουλεία, δεν μπορεί να την μεταβιβάσει στον νέο (μετά το 2003) εφημέριο ο παλαιός μέχρι τότε εφημέριος δικαιούχος, έτσι ώστε να θεωρηθεί δήθεν ότι ο νέος τοποθετηθείς μετά το 2003  ασκεί, παρά την κατάργηση, δικαίωμα που του μεταβιβάστηκε από τον προηγούμενο (προ του 2003) δικαιούχο.  Κι αυτό γιατί ι) η επικαρπία είναι προσωπική δηλ. έχει πάντα τον χαρακτήρα προσωπικής εύνοιας και εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του επικαρπωτή (Α.Γεωργιάδης, ό.α παρ. 76.1) και για αυτό, εφόσον δεν ορίστηκε ως μεταβιβαστή από την ανωτέρω συστατική πράξη, δεν επιτρέπεται η μεταβίβασή της (ΑΚ 1166, ό.α Α. Γεωργιάδης), ιι)  σύμφωνα με την δικαιολογητική βάση και το σκοπό του νόμου (28Αγρ.Κ), ήταν απολύτως βέβαιο ότι η επικαρπία ως προσωπικό δικαίωμα υπέρ του εκάστοτε ιερέως, είχε ορισμένη διάρκεια, ίση με το χρόνο που και ο ιερέας είναι εφημέριος του οικείου Ι.Ν. [βλ. Κονιδάρης, υπο την ΕιρΓεβ 82/1984, ό.α, Άλλωστε εδώ βάσιμα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η δουλεία συστάθηκε με την σχετική διαλυτική προθεσμία υπέρ του εκάστοτε ιερέως, δηλ. το δικαίωμα να είναι υπαρκτό στο πρόσωπο του δικαιούχου από την συστατική πράξη, αλλά τα αποτελέσματα «παύουσιν αφ` ωρισμένου χρονικού σημείου (διαλυτική προθεσμία)» (210, 202 ΑΚ), όταν δηλ. παύσει να είναι ιερέας-εφημέριος του οικείου Ι.Ν, οπότε και υφίσταται γενικός λόγος απόσβεσης της δουλείας λόγω της πλήρωσης της διαλυτικής προθεσμίας, οπότε «άμα ως συμβεί το γεγονός παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προτέρα κατάσταση» (ΑΚ 202, Δακορώνια σε Γεωργ-Σταθ. υπο 1134.2, Α. Γεωργιάδης, ό.α, παρ. 76.12, παρ. 74.2 όπου και νομολογία)]. Οπότε και μετά την τοιαύτη λήξη της στο πρόσωπο του εφημέριου, η οποία προφανώς συμπίπτει με το χρονικό σημείο απομάκρυνσής του από την θέση του εφημέριου (και ανεξάρτητα από την τοποθέτηση νέου), οφείλει την απόδοση των ακινήτων. Συνεπώς λόγω λήξης-απόσβεσης του προσωπικού δικαιώματος, δεν θα μπορούσε να μεταβιβαστεί σε εφημέριο που τοποθετήθηκε μετά το 2003 και την κατάργηση του εφημεριακού κλήρου, το προσωπικό δικαίωμα του προηγούμενου, αφού θα είχε αποσβεσθεί στο πρόσωπο του τελευταίου.    

          Συνεπώς, μετά την κατάργηση (2003) ο νέος τοποθετούμενος δεν έχει κανένα προσωπικό δικαίωμα δουλείας επι εφημεριακού κλήρου αφού αυτός καταργήθηκε και δεν είναι δυνατή σ` αυτόν η μεταβίβαση του προσωπικού δικαιώματος του προηγούμενου (άλλωστε στην περίπτωση αυτή θα επρόκειτο για, εις το διηνεκές μεταβίβαση, παρά την κατάργηση του δικαιώματος από το νόμο, που θα επέφερε εκφυλισμό της κυριότητας και θα προσέκρουε και στο Σύνταγμα. 17.1). Όμως δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών (επικαρπωτή, ψιλού κυρίου) έναντι αλλήλων μέχρι το χρόνο κατάργησης, εξακολουθούν φυσικά να διέπονται από το δίκαιο που ίσχυε (π.χ αξιώσεις του επικαρπωτή μέχρι τότε για έκτακτες δαπάνες κατά την ΑΚ 1153, ή αξιώσεις του κυρίου για πληρωμή τακτικών δημοσίων βαρών του ακινήτου κατά την ΑΚ 1155, εφόσον δεν έχουν υποκύψει σε παραγραφή).

          Η μόνη περίπτωση κατά την οποία, παρά την κατάργηση από το 2003 του εφημεριακού κλήρου, μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις του παλαιού δικαίου για τον σημερινό εφημέριο, είναι αυτός να ήταν δικαιούχος της ανωτέρω προσωπικής δουλείας προ του 2003 και να συνεχίζει και σήμερα ακόμη το ίδιο πρόσωπο να είναι εφημέριος (εφόσον φυσικά ότι δεν επήλθε ήδη απόσβεση της δουλείας για κάποιο άλλο νόμιμο λόγο, όπως παραίτηση, αχρησία κλπ).  Γιατί όπως ελέχθη, δεν καταργήθηκε ο εφημεριακός κλήρος αναδρομικά. Τούτο άλλωστε θα ήταν παντελώς έξω από το πνεύμα του νόμου και οπωσδήποτε θα προκαλούσε και ζήτημα αντισυνταγματικότητας και προσβολής ήδη γεννηθέντων δικαιωμάτων τρίτων, που είναι ανεπίτρεπτο, γιατί με την αναδρομική κατάργηση του εφημεριακού κλήρου, θα ανατρέπονταν αναδρομικά και οι έννομες συνέπειές του, του εφημερίου υποχρεουμένου στην περίπτωση αυτή, στην απόδοση π.χ των ωφελημάτων-καρπών για όλο το διάστημα της άσκησης της επικαρπίας, κάτι που φυσικά δεν επιθυμούσε ο νομοθέτης και γι` αυτό δεν όρισε την αναδρομική εφαρμογή.

          Συνελόντι ειπείν: Ο «εφημεριακός» κατά τα ανωτέρω κλήρος, καταργήθηκε από το 2003 και δια τούτο, ο μετά τον ανωτέρω χρόνο, εκάστοτε τοποθετούμενος ως εφημέριος, ιερέας του οικείου Ι.Ν, δεν κέκτηται το ανωτέρω δικαίωμα προσωπικής δουλείας πλήρους χρήσης και κάρπωσης που του παρείχε με την συστατική πράξη η θεσμοθέτηση του εφημεριακού κλήρου γιατί δεν υπάρχει έκτοτε (απο το 2003) το νομικό πλέον έρεισμα για την εξακολούθηση της ύπαρξης της δουλείας στο πρόσωπο του εκάστοτε ιερέα ως προσωπικό του δικαίωμα, γιατί καταργήθηκε. Αλλ` ούτε και μπορούσε να μεταβιβάσει κάποιο τέτοιο δικαίωμα ο προηγούμενος εφημέριος, στον επόμενο, γιατί η επικαρπία ως προσωπικό δικαίωμα υπέρ του εκάστοτε ιερέως ήταν αμεταβίβαστο (ΑΚ 1166.α`) και επιπλέον είχε ορισμένη διάρκεια, ίση με το χρόνο που και ο ιερέας είναι εφημέριος του οικείου Ι.Ν. (βλ. Κονιδάρης, υπο την ΕιρΓεβ 82/1984, ό.α).

          Με την κατάργηση όμως, άπασες οι χρησιμότητες και ωφέλειες για τις οποίες παρείχε εξουσία η δουλεία στον εκάστοτε ιερέα, «επανακάμπτουν» στον κύριο του ακινήτου και η ψιλή κυριότητα μετατρέπεται έτσι σε πλήρη (Α. Γεωργιάδης, ό.α παρ. 76.13), δηλ. στο ΝΠΔΔ του Ι.Ν, την διαχείριση της περιουσίας του οποίου έχει φυσικά πλήρως το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο ως αρμόδιο όργανο εκπροσώπησης του Ι.Ν, εντός των πλαισίων που διαγράφει ο ανωτέρω Κανονισμός 8/1979, ο ν. 590/1977,  αλλά και πλέον ο ν. 4235/2014. Γι` αυτό η, μετά την κατάργηση, τυχόν εξακολούθηση της χρήσης και κάρπωσης των ακινήτων (φυσική εξουσίαση-κατοχή) από τον όποιο εφημέριο, εφόσον ενεργεί και με διάνοια κυρίου, μπορεί να οδηγήσει, με την πλήρωση των νομίμων προϋποθέσεων (20ετία) και στην απώλεια ακόμη του δικαιώματος κυριότητας του κυρίου Ι.Ν. (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία).

          Όμως οι εναγόμενοι, αν και γνώριζαν ότι είμαι ο κύριος και νομέας τους και ότι δεν δικαιούνται στη νομή και κατοχή τους, δηλ. ότι δεν έχουν κανένα δικαίωμα εμπράγματο ή ενοχικό επ` αυτών, εντελώς αυθαίρετα, παράνομα δηλ. χωρίς δικαίωμα και χωρίς την συναίνεσή μου ή την έγκρισή μου, περί τα μέσα Νοεμβρίου 2019, όταν έμαθαν ότι προτίθεμαι να εκμισθώσω αυτά με φανερή πλειοδοτική δημοπρασία κατά τη διαδικασία και τους όρους που ορίζει ο ανωτέρω Κανονισμός και εν γένει ο νόμος, μη αναγνωρίζοντας την κυριότητά μου αλλ` ούτε και την διαχειριστική εξουσία του αρμοδίου κατά τα ανωτέρω οργάνου εκπροσώπησης και διαχείρισης αυτής από το νόμο, ήγουν του Εκκλησιαστικού μου Συμβουλίου και αμφισβητώντας τις ανωτέρω αποφάσεις μου περί εκμίσθωσης, εισήλθαν με πρόθεση από κοινού και μετά από συναπόφαση, εντός αυτών, τα κατέλαβαν πλήρως και με απέβαλαν ολοκληρωτικά από την νομή και κατοχή τους και προέβησαν οι ίδιοι από κοινού σε γεωργικές εργασίες καλλιέργειας αυτών. Δηλ. με απέβαλαν ολοκληρωτικά από την κυριότητα, νομή και κατοχή μου επ` αυτών και δια τούτο αποστερήθηκα ολοκληρωτικά της δυνατότητάς μου να ασκώ κατ` αρέσκειαν την φυσική εξουσία επ` αυτών.

          Παρά τις προφορικές οχλήσεις μου, αλλά και την από …… εξώδικη διαμαρτυρία, όχληση και επιφύλαξή μου να μου αποδώσουν τα ακίνητά μου (αρ. εκθ. επιδ. …….. της δικλ. επιμ. ……), αδιαφόρησαν καταστάντες έτσι υπερήμεροι ως προς την απόδοσή τους και δεν μου απέδωσαν αυτά μέχρι σήμερα, αλλά εξακολουθούν να τα νέμονται, να τα κατέχουν και να τα καλλιεργούν από κοινού αυθαίρετα και παράνομα και να καρπώνονται τα ωφελήματά τους. Συγκεκριμένα καλλιέργησαν αυτά μετά την κατάληψή τους, με σιτάρι σκληρό, το οποίο και συγκόμισαν περί τα τέλη Ιουνίου 2020 και δεν μου απέδωσαν ούτε τους καρπούς, ούτε και την αξία τους, αλλ` αντίθετα επώλησαν την συγκομισθείσα ποσότητα σίτου και καρπώθηκαν παράνομα την αξία της.

          Επειδή συνεπώς ως κύριος, νομέας και κάτοχος των ανωτέρω ακινήτων κατά τον ανωτέρω χρόνο αποβολής, αποβαλλόμενος εκ της κυριότητάς μου, νομής και κατοχής μου επ` αυτών δικαιούμαι κατά νόμω να προστατευθώ (1094ΑΚ) έναντι του καταλαβόντος αυτά και να απαιτήσω την αναγνώριση της κυριότητάς μου και την απόδοση του πράγματος, αποβαλλομένων των εναγομένων της διακατοχής αυτών και εγκαθισταμένου εμού σε αυτά, καθώς και την παράλειψη κάθε εις το μέλλον διατάραξης αυτών μετά την απόδοση.

          Σημειώνεται ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλ. και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι συντρέχει εν προκειμένω εισέτι η έννοια του εφημεριακού κλήρου και πάλι  νομιμοποιούμαι στην προκείμενη διεκδικητική αγωγή ως ο αληθής κύριος αυτών που προσβάλλομαι στο δικαίωμά μου . Γιατί, όπως ελέχθη, ακόμα και στην περίπτωση επικαρπίας (ή π.π.δ), ο δουλειούχος επικαρπωτής-εφημέριος είναι ο οιονεί νομέας και κάτοχος, ενώ κύριος και καθολικός νομέας του ακινήτου που ασκεί τη νομή μέσω του επικαρπωτή, εξακολουθώ να είναι εγώ όπως π.χ θα την ασκούσα μέσω του μισθωτή αν είχε εκμισθώσει το πράγμα (Α. Γεωργιάδης. ό.α παρ. 75. 30, ΑΠ 939/2000, ΝΟΜΟΣ) και συνεπώς δικαιούμαι αυτοτελώς προστασία για την προσβολή της κυριότητάς μου. Το ότι και ο οιονεί νομέας θα μπορούσε στην περίπτωση αυτή να ζητήσει αυτοτελώς προστασία του δικαιώματός του οιονεί νομής (επικαρπίας ή π.π.δ) και κατοχής από την προσβολή τρίτων (Α. Γεωργιάδης, ό.α παρ. 76.αρ.8-10), δεν με «απονομιμοποιεί» ως κύριο (και καθολικό νομέα) να ζητήσω την προστασία της κυριότητάς μου (όπως και της καθολικής μου νομής) απέναντι σε προσβολές τρίτων. (Α. Γεωργιάδης, ό.α, αλλά και παρ. 16 αρ. 15, όπου και νομολογία). Έτσι λοιπόν ακόμα και εάν ήθελε υποτεθεί ότι ο «εκάστοτε» εφημέριος είναι εισέτι δουλειούχος-επικαρπωτής, αυτός θα μπορούσε να αξιώσει την προστασία μόνο της οιονεί νομής του και κατοχής απέναντι στους καθ` ων τρίτους , οπότε και η σχετική αίτηση-αγωγή του, θα είχε άλλη ιστορική και νομική αιτία και άλλο αίτημα, εγώ δε την προστασία της κυριότητας και καθολικής μου νομής (Α. Γεωργιάδης όά παρ. 23.6,7 όπου και νομολογία).

          Συνεπώς ακόμα και στην περίπτωση αυτή, δικαιούμαι να ζητήσω την αναγνώριση της κυριότητας μου και την απόδοση των καταληφθέντων ακινήτων μου   

          Επειδή νόμιμη συντρέχει περίπτωση να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, αφού τυχόν καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης, θα προκαλέσει μετά βεβαιότητας ουσιώδη βλάβη των δικαιωμάτων μου και  ματαίωση των ωφελειών που μου παρέχει το ακίνητο και που απορρέουν από το δικαίωμα κυριότητας και νομής μου και θα επιφέρει αυτονόητα μη αναστρέψιμη βλάβη τόσο στο επίδικο ακίνητό μου, όσο και στο δικαίωμα μου να απολαμβάνω τις ωφέλειές του καθόσον προτίθεμαι να εκμισθώσω αυτά με τις νόμιμες διαδικασίες προκήρυξης πλειοδοτικής δημοπρασίας σύμφωνα με το οριζόμενα στον Κ.8/1979, όπως κατωτέρω αναλυτικά θα αναφερθεί.

ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΕΣ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΩΦΕΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥΣ. ΑΞΙΩΣΗ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

          Επειδή οι εναγόμενοι κατά το χρόνο που κατέλαβαν με κοινή τους πράξη (ΑΚ 926) αυθαίρετα, παράνομα και χωρίς δικαίωμα και τη συναίνεσή μου τα ακίνητα μου, τελούσαν σε κακή πίστη (ΑΚ 1098) αναφορικά με το δικαίωμα για τη νομή και κατοχή των, γιατί γνώριζαν, άλλως από βαρεία αμέλεια αγνοούσαν, ότι είμαι ο κύριος των ακινήτων και ότι δεν εδικαιούντο στη νομή αυτών και επιπλέον οπωσδήποτε μετά την εξώδικη ανωτέρω όχλησή μου (ΑΚ 340), τελούσαν και σε υπερημερία ως προς την απόδοσή τους, ενώ σε κάθε περίπτωση εκτήσαντο αυτή με παράνομη πράξη, γιατί αφαίρεσαν αυτή παράνομα και χωρίς τη θέλησή μου (ΑΚ 1099, ΑΚ 914, 934, 343,344). Η δε κακοπιστία τους ως προς το δικαίωμα νομής και κατοχής τους ήταν ήδη ομολογημένη εξ` αρχής γιατί, τόσο με το από …… εξώδικό τους προς τον ιερέα του Ι.Ν και το Μητροπολιτικό Συμβούλιο της ΙΜ…., όσο και με την προηγηθείσα από Νοέμβριο 2019 επιστολή τους προς τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη μας, αναγνώριζαν ρητά ότι πρόκειται για την «ακίνητη περιουσία της εκκλησίας» μας, αλλά και ότι δεν προβάλλουν δικαίωμα νομή ή κατοχής επ` αυτών, αλλά αμφισβητούν την απόφαση του ανωτέρω για την τοποθέτηση του συγκεκριμένου ιερέα στον Ι. Ναό. Ήθελαν δηλ. άλλον, γιατί ο τοποθετηθείς δεν τους άρεσε, κάτι που επανέλαβαν και στην συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων κατά τα κατωτέρω, ως «επιχείρημα» για την κατάληψη της νομής και κατοχής των ακινήτων μου και της αποβολής μου!!. Σημειώνεται δε ότι η κακή πίστη που απαιτεί ο νόμος κατά τα ανωτέρω, αναφέρεται στο δικαίωμα για νομή ή κατοχή των καταλαβόντων κατά το χρόνο κτήσης της φυσικής εξουσίας, εάν δηλ. πίστευαν δικαιολογημένα και εξακολουθούν να πιστεύουν ότι δικαιούνται να νέμονται ή να κατέχουν. Εάν όμως, όπως εδώ ομολογούν, γνώριζαν (ούτε καν από βαρεία αμέλεια δεν αγνοούσαν) ότι δεν δικαιούνται να νέμονται ή να κατέχουν το πράγμα όταν εκτήσαντο την επ` αυτών φυσική εξουσία, πρόκειται περί νομέως κακής πίστης κατά νόμω (ο.α Α. Γεωργιάδης, παρ. 59. αρ. 5-6). Η δε υπερημερία τους ως προς την απόδοση, είναι και αυτή ομολογημένη, αφού και εξώδικο απέστειλα (……..) και προφορικές οχλήσεις έκανα και ζητούσα την απόδοση και άλλωστε οι ίδιοι απάντησαν με την από Νοεμβρίου του 2019 επιστολή τους ότι αρνούνται. Σε κάθε δε περίπτωση είναι υπερήμεροι και κατά την ΑΚ 934, σύμφωνα με την οποία ο οφείλων πράγμα αφαιρεθέν δια παρανόμου πράξεως είναι υπερήμερος από της αφαιρέσεως. (ειδικότερα για την παρανομία, βλ. κατωτέρω)

          Οφείλουν όθεν, να μου αποδώσουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος ως εκ της κοινής και υπαίτιας παρανόμου πράξεώς τους, τα ωφελήματα που εξήχθησαν από το ακίνητά μου, αλλά και εκείνα που από υπαιτιότητά τους ή και ανυπαίτια ακόμη, δεν εξήγαγαν, ενώ μπορούσαν κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης να εξαγάγουν (ΑΚ 1096-1099). Ως ωφελήματα κατά την ανωτέρω διάταξη νοούνται οι καρποί του πράγματος, φυσικοί (ΑΚ 961.1) και πολιτικοί (ΑΚ 961.3), καθώς και  κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος (ΑΚ 962), όπως επι παραδείγματι, η αποφυγή δαπάνης για μίσθωση άλλων παρόμοιων πραγμάτων (ΑΠ 540/2002, ΕλλΔνη 43,1667, ΕφΙωαν 302/2004 ΕλλΔνη 47, 270, ΕφΑθ 2073/1987 ΝοΒ 35,1066). Ειδικότερα στα ωφελήματα περιλαμβάνονται τα φυσικά προϊόντα του πράγματος (καρποί κλπ) και οτιδήποτε πορίζεται κανείς από το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του (ΕφΑθ 10095/1986 ΕλλΔνη 28, 1310).

          Ο όρος «απόδοση» στην ΑΚ 1096 α`, κυριολεκτεί μόνο για τους καρπούς (π.χ σιτάρι) οι οποίοι συλλέχθηκαν και σώζονται στα χέρια το νομέα. Αντίθετα εάν εκποιήθηκαν, αναλώθηκαν ή καταστράφηκαν ή πρόκειται για καρπούς που δεν αποτελούν πράγμα (π.χ μίσθωμα), καθώς και για το όφελος από την χρήση του ξένου πράγματος (αποφυγή δαπάνης μίσθωσης), η υποχρέωση του νομέα συνίσταται στην αποκατάσταση της αξίας τους (ΑΚ 1096.β`, Α. Γεωργιάδης, ΕμπργμΔικ, 2η έκδοση, 20109, παρ. 59, αρ. 19 επ). Αν και αυτονόητο, σημειώνεται ότι ο κακόπιστος νομέας δεν αποκτά κυριότητα στους καρπούς αυτούς (ΑΚ 1066), ενώ όσον αφορά τους συλλεγέντες καρπούς, ο κύριος έχει αξίωση και εάν ακόμη ο ίδιος δεν θα τους συνέλεγε ή και εάν ακόμη αυτοί συλλέχθηκαν κατά παράβαση των κανόνων της τακτικής διαχείρισης Α. Γεωργιάδης ό.α αρ. 21, σημ. 31)

          Ειδικότερα, με βάση τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων ΑΚ 1096-1099, στην περίπτωση του κακόπιστου νομέα ή του (κακόπιστου) κατόχου σε περίπτωση υπερημερίας, όπως και του αποκτήσαντος τη νομή ή κατοχή με παράνομη πράξη, όπως συμβαίνει και εν προκειμένω για τους εναγόμενους, γεννάται παρεπόμενη αξίωση στο πρόσωπό μου ως κυρίου σωρευτικά για α) την απόδοση των εξαχθέντων ωφελημάτων, β) για την αποκατάσταση της αξίας των ωφελημάτων που δεν σώζονται, γ) για την αποκατάσταση της αξίας των ωφελημάτων που υπαίτια δεν συλλέχθηκαν, δ) για την αποκατάσταση της αξίας και αυτών που ανυπαίτια δεν παρήχθησαν ή δεν συλλέχθηκαν ένεκα τυχαίου γεγονότος ή ανωτέρας βίας (ΑΚ 1098β,1099 σε συδ. με ΑΚ 343, 344 και ΑΚ 914 στην περίπτωση της παράνομης πράξης, αλλά και ε) για κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος (για όλα τα ανωτέρω, αντί άλλων Α. Γεωργιάδης όα, παρ. 59, αρ. 28 και παρ. 60. σελ. 762. Είναι άλλο το ζήτημα της ευθύνης τους για αποζημίωση λόγω χειροτέρευσης του πράγματος, η οποία υφίσταται και χωρίς πταίσμα, ακόμη και για τα τυχηρά στις ανωτέρω περιπτώσεις, για την οποία πάντως επιφυλάσσομαι).

          Επιπλέον, από τις ΑΚ 1098 εδ. β΄ σε συνδυασμό με 343-344 συνάγεται ότι η ευθύνη του κακόπιστου νομέα, που είναι και υπερήμερος ως προς την απόδοση του πράγματος, διαμορφώνεται – πέραν από την υποχρέωσή του για απόδοση των συλλεγέντων και συλλεκτέων καρπών κατά τα αμέσως ανωτέρω- ως εξής : α) Υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία του κυρίου από την καθυστέρηση (ΑΚ 343 § 1), η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία του κυρίου, όσο και το διαφυγόν κέρδος, αυτό δηλ. που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με βάση τα ληφθέντα υπ` αυτού μέτρα και προετοιμασία, θα αποκόμιζε μετά πιθανότητας που εγγίζει τη βεβαιότητα. (Α. Γεωργιάδης, ό.α παρ. 59. αρ. 29. Εκτός από τις διατάξεις για την υπερημερία οφειλέτη στις οποίες παραπέμπει ρητά η ΑΚ 1098β` , για το ότι στις περιπτώσεις των παρεπόμενων αυτοτελών αξιώσεων των ΑΚ 1096-1100, πρόκειται για ενοχικές αξιώσεις, άλλων από την εμπράγματη της ΑΚ 1094, και είναι συνεπώς δυνατή η εφαρμογή και άλλων διατάξεων του ενοχικού δικαίου, βλ. τον ίδιο σε Γεωργ-Σταθ. υπο 1096-1100, αρ. 70 επ, 73)

          Εν όψει των ανωτέρω προκύπτουν οι εξής βάσιμες και νόμιμες αξιώσεις μου:

1)      Εν προκειμένω, όπως ειπώθηκε, καλλιέργησαν στα καταληφθέντα, σιτάρι σκληρό που παρήχθη και συνέλεξαν Ιούνιο του 2020, το οποίο δεν σώζεται αυτούσιο ως καρπός, γιατί εκποίησαν από κοινού την συλλεγείσα ποσότητα επι κέρδει σε τρίτο έμπορο. Οφείλουν λοιπόν να μου αποκαταστήσουν την αξία του σίτου που ανέρχεται σε 119,802 στρ. Χ 500 κιλά/στρ. = 59.901 κιλά Χ 0,25 λεπτά του €/κιλό= 14.975,25€ που είναι η αξία των συλλεγέντων καρπών τον Ιούνιο του 2020 αλλά και σήμερα ακόμη στην περιοχή των ……….. Την ποσότητα αυτή παρήγαγαν και συνέλεξαν εκ των κτημάτων μου και σε κάθε περίπτωση υπήρχε η δυνατότητα αντικειμενικά να παραγάγουν και να συλλέξουν κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης και διοίκησης του πράγματος, γιατί ως εκ της θέσης τους, της έκτασης, του προορισμού τους, αλλά και της ποιότητας των κτημάτων μου, είναι κατάλληλα και πρόσφορα αντικειμενικά (ζείδωρος άρουρα) για την προκείμενη καλλιέργεια και συγκομιδή τουλάχιστον της ανωτέρω ποσότητας ανά στρέμμα, ενώ δεν συνέτρεξαν κατά την περίοδο αυτή στην περιοχή έκτακτες καιρικές συνθήκες (π.χ πλημμύρα) που θα καθιστούσαν αδύνατη την ανωτέρω καλλιέργεια και συγκομιδή. Άλλωστε και εκ των γειτονικών κτημάτων με την ίδια καλλιέργεια, οι χρήστες και εκμεταλλευτές τους, παρήγαγαν και συγκόμισαν την ίδια ποσότητα ανά στρέμμα την ίδια περίοδο. Επιπλέον οι εναγόμενοι, είχαν αντικειμενικά την δυνατότητα να καλλιεργήσουν και συγκομίσουν την ανωτέρω ποσότητα ανα στρέμμα, γιατί είναι και οι ίδιοι επαγγελματίες αγρότες στην περιοχή και καλλιεργούν και δικά τους χωράφια με την ίδια και άλλες καλλιέργειες και συνεπώς έχουν την σχετική γνώση και εμπειρία και επιπλέον διαθέτουν και τα αναγκαία μηχανικά και γεωργικά μέσα (τρακτέρ κλπ) προς τούτο. Έτσι λοιπόν, με βάση όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ως εκ της κακοπιστίας, υπερημερίας και παράνομης πράξης τους, υπέχουν ευθύνη προς αποκατάσταση της αξίας της ανωτέρω ποσότητας που δεν σώζεται, ακόμη και εάν αυτή δεν παρήχθη ή δεν συνελέγη από αυτούς ένεκα τυχαίου γεγονότος ή ανωτέρας βίας, γιατί στις ανωτέρω αναφερόμενες περιπτώσεις κακοπιστίας κλπ, η ευθύνη τους δεν προϋποθέτει πταίσμα τους (έστω και ελαφριά αμέλεια), αλλά μόνο την αντικειμενική δυνατότητα παραγωγής και συλλογής των καρπών κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης και διοίκησης του πράγματος. Η δε αποδοτέα αξία κατά τα ανωτέρω των 0,25 λεπτών του ευρώ ανα κιλό,  είναι η αξία που είχε το σκληρό σιτάρι κατά την περίοδο του καλοκαιριού (6– 7ος /2020), αλλά και σήμερα ακόμη, στην ευρύτερη περιοχή των ……. αλλά και της ………, όπως αυτή προσδιορίζεται από την ισόποση τιμή πώλησης ανα κιλό στους εμπόρους την ίδια περίοδο στις ανωτέρω περιοχές. 

2)      Επιπλέον οι εναγόμενοι οφείλουν να μου αποδώσουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος και το ποσό της δαπάνης μίσθωσης, την οποία εξοικονόμησαν και απέφυγαν, γιατί δεν την κατέβαλαν για την μίσθωση άλλων παρόμοιων ακινήτων για την ίδια καλλιέργεια την περίοδο αυτή στην ίδια περιοχή. Ανέρχεται δε αυτή στο ποσό των 60€/στρέμμα κατ` έτος για την καλλιεργητική περίοδο 2019-2020 και δη και από τον Νοέμβριο του 2019 μέχρι και σήμερα, γιατί αυτό το ποσό μισθώματος θα κατέβαλαν αναγκαίως ως ελάχιστο μίσθωμα σε έτερο εκμισθωτή στην ιδία ευρύτερη περιοχή των ……..και για την ίδια καλλιέργεια και για παρόμοια καλλιεργήσιμα ακίνητα αυτής της έκτασης και ποιότητας, σύμφωνα με τις τιμές ανά στρέμμα που συνηθίζονται στην περιοχή για την ανωτέρω καλλιεργητική περίοδο 2019-2020. Συνεπώς οφείλουν να μου καταβάλουν για την ανωτέρω αιτία και για το ανωτέρω διάστημα από 11ο/2019 μέχρι και τον 10ο/2020 (χρόνος άσκησης της αγωγής μου), το ποσό των (119,802 στρ. Χ 60€= 7.188,12€. Ρητά δε επιφυλάσσομαι και για την απόδοση του οφέλους εκ της ανωτέρω αιτίας (αποφυγή μισθωτικής δαπάνης) και για το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο 2020 (δηλ. μετά την άσκηση της παρούσης), μέχρι και το χρόνο απόδοσης των ακινήτων μου, δηλ. για όσες καλλιεργητικές περιόδους θα διαδράμουν μέχρι τότε.

          Επειδή τα ανωτέρω ποσά (14.975,25€+7.188,12€=) 22.163,37€, οφείλουν οι εναγόμενοι να μου αποδώσουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος και κατά τις διατάξεις των άρθρων ΑΚ 904 επ, 908,910 και 911 του ΑΚ περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, γιατί κατά το ανωτέρω ποσό συνολικά κατέστησαν πλουσιότεροι χωρίς νόμιμη αιτία και επί ζημία της περιουσίας μου, δεδομένου ότι κατά τον ανωτέρω τρόπο, δια της χρήσης και εκμετάλλευσης των ακινήτων μου χωρίς νόμιμη αιτία αλλά και από παράνομη τοιαύτη, ωφελήθηκαν αυτά. Συγκεκριμένα, ωφελήθηκαν το ανωτέρω ποσό της αξίας του σίτου που συγκόμισαν και εν συνεχεία πώλησαν επι κέρδει, η οποία όμως αξία προέρχεται ευθέως από την εκμετάλλευση και κάρπωση της περιουσίας μου χωρίς νόμιμη αιτία, αλλά και επί ζημία μου, γιατί, όπως ελέχθη,  εκτήσαντο τη νομή και κατοχή τους κακόπιστα και επιπλέον κατέστησαν και υπερήμεροι στην απόδοση του και συνεπώς δεν απέκτησαν ποτέ κυριότητα επι των καρπών ή στο αντίτιμο (αντάλλαγμα. ΑΚ 908) από την πώλησή τους, το οποίο έτσι μου ανήκει και συνεπώς αδικαιολόγητα και χωρίς νόμιμη αιτία έγιναν πλουσιότεροι κατά το ποσό των 14.975,25€, του πλουτισμού αυτού σωζομένου εις χείρας τους κατά το χρόνο επίδοσης της παρούσης.  Εξοικονομώντας δε την ανωτέρω σχετική δαπάνη για τα μισθώματα μίσθωσης (7.188,12€), επίσης κατέστησαν πλουσιότεροι χωρίς νόμιμη αιτία εις βάρος της περιουσίας μου και έτσι οφείλουν να αποδώσουν σε μένα, στον κύριο του πράγματος την τοιαύτη ωφέλεια-πλουτισμό η οποία σώζεται εις χείρας των κατά το χρόνο επίδοσης της παρούσης, γιατί το ποσό αυτό θα κατέβαλαν εν` όψει των ανωτέρω περιστάσεων και συνθηκών, του είδους και της χρησιμότητας των ακινήτων μου, των δυνατοτήτων καλλιέργειας, ως εκ της έκτασης, θέσης και ποιότητάς τους, του σκοπού για τον οποίο προορίζονται αυτά, την εκμετάλλευση-κάρπωση στην οποία τα υπέβαλαν, καθώς και τις συναλλακτικές συνήθειες και πρακτική στην περιοχή τον ανωτέρω επίδικο χρόνο, ως ελάχιστο μίσθωμα (μισθωτική αξία) κατά τις συνθήκες των συναλλαγών του οικείου τομέα δραστηριότητας σε οποιονδήποτε τρίτο εκμισθωτή τέτοιων αγρών και για την ανωτέρω ιδία χρήση για το ανωτέρω χρονικό διάστημα.  

          Σημειώνεται ότι οι αξιώσεις του κυρίου για αναζήτηση ωφελημάτων του πράγματος ή της αξίας τους μπορεί να θεμελιωθεί τόσο στις διατάξεις των ΑΚ 1096-1100, όσο και σ` αυτές περί αδικαιολογήτου πλουτισμού των ΑΚ 904 επ, ή/και αδικοπραξίας κατ` ΑΚ 914 επ. Κατά την ορθότερη γνώμη στην περίπτωση αυτή, εφόσον πρόκειται για το ίδιο αίτημα, υφίσταται συρροή αξιώσεων ή νομίμων βάσεων της αξίωσης και σε κάθε περίπτωση εφαρμοστέοι είναι και οι τρείς κύκλοι των ανωτέρω διατάξεων (Γεωργ-Σταθ. υπο 1096-1100, αρ. 80,81 όπου και περαιτέρω εκτενείς παραπομπές.)  

3)      Όπως ειπώθηκε, ήδη από το Φθινόπωρο του 2019 και προ της κατάληψης των αγρών μου από τους εναγόμενους, είχα αποφασίσει την εκμίσθωση των ακινήτων μου για την νέα καλλιεργητική περίοδο, δηλ. από την άνοιξη του 2020. Έτσι λοιπόν, με το με αρ.πρωτ. ……… έγγραφο προς την Ι.Μητρόπολη ………. με θέμα την εκμίσθωση των άνω  αγρών μου, διαβίβασα προς την τελευταία την πράξη με αρ. …….. του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου μου για την διακήρυξη δημοπρασίας προς εκμίσθωσή τους. Με την με αρ. συνεδρίασης ……. και με αρ. αποφ. 23 απόφαση, το Μητρ.Συμβ. της ΙΜ……, ενέκρινε την διενέργεια δημοπρασίας για τετραετή ενοικίαση και γνωστοποίησε την έγκριση αυτή προς το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο την με αρ. ……… πράξη-γνωστοποίηση της έγκρισης και με όρο να διεξαχθή αυτή το αργότερο έως την 10-4-2020  ακριβώς για να δοθεί η δυνατότητα στον υπερθεματιστή-μισθωτή, να εισέλθει εγκαίρως σ` αυτά για τις αναγκαίες εργασίες και καλλιέργειες.

          Σύμφωνα δε με τους όρους της προκήρυξης, η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε για 4 έτη-καλλιεργητικές περιόδους,  ήτοι από 10ης Απριλίου 2020 έως και 31ης Δεκεμβρίου 2023 και συγκεκριμένα, για αντίστοιχες καλλιεργητικές περιόδους αρχομένης της πρώτης την 10ην Απριλίου 2020, της δευτέρας την 1ην Ιανουαρίου 2021, της τρίτης την 1ην Ιανουαρίου 2022 και της τετάρτης και τελευταίας την 1ην Ιανουαρίου 2023 και επιπλέον ορίστηκε ότι θα είναι δυνατή η παράταση της εκμισθώσεως για ένα επιπλέον έτος σε περίπτωση που ο μισθωτής επιλέξει πρόγραμμα όπου απαιτείται πενταετία. Ελάχιστο όριο προσφοράς ως κατώτατο μίσθωμα, ορίστηκε το ποσό των 40 € ανα στρέμμα ετησίως. 

          Όμως η ανωτέρω αποφασισθείσα υπ` εμού πλειοδοτική δημοπρασία για την εκμίσθωση των ακινήτων μου, ματαιώθηκε ελλείψει εμφάνισης πλειοδοτών, γιατί οι ενδιαφερόμενοι κάτοικοι της περιοχής, γνώριζαν κατά τα ανωτέρω ότι τα κτήματά μου κατελήφθησαν από τους εναγόμενους και άρα γνώριζαν ότι προ της έκδοσης της σχετικής απόφασης που θα απέδιδε τουλάχιστον την νομή και κατοχή σε μένα, η πλειοδοσία θα ήταν άνευ νοήματος, γιατί απλά δεν θα μπορούσαν καν να εισέλθουν σ` αυτά, πολλώ δε μάλλον να προβούν στις σχετικές εργασίες εν` όψει της αρχηθησομένης νέας καλλιεργητικής περιόδου. Το γνώριζαν δε γιατί ήδη εναντίον των εναγομένων είχα ασκήσει την από …….. αίτησή μου ασφαλιστικών μέτρων νομής (ΑΚ 987) με αρ. κατ. ….. στο Ειρηνοδικείο …… η δικάσιμος της οποίας είχε οριστεί για την …….., η οποία ματαιώθηκε λόγω αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων συνεπεία της υγειονομικής κρίσης. Επαναπροσδιορίστηκε αυτεπάγγελτα για την …….., πλήν όμως μετά από αίτημά μου στον κ. Ειρηνοδίκη γνωστοποιούσα ότι συντρέχουν εξαιρετικά επείγοντες λόγοι για επίσπευση της δικασίμου και επι λέξει αιτήθηκα τα εξής:

          «Με την παρούσα αιτούμαστε την επίσπευση της συζήτησης με επαναπροσδιορισμό της δικασίμου για την ……. ή σε άλλη σύντομη που θα κρίνετε διότι: συνεπεία της ανωτέρω ματαίωσης και του άδηλου της έκδοσης απόφασης προς απόδοση της νομής και κατοχής, η δημοπρασία ματαιώθηκε ελλείψει εμφάνισης πλειοδοτών αφού γνώριζαν κατά τα ανωτέρω το πρόβλημα και άρα γνώριζαν ότι προ της έκδοσης της σχετικής απόφασης που θα απέδιδε (ή όχι) την νομή και κατοχή, η πλειοδοσία θα ήταν άνευ νοήματος.

          Επειδή το ζήτημα παραμένει και εντός του αμέσως προσεχούς χρονικού διαστήματος θα προκηρυχθεί νέα δημοπρασία προς εκμίσθωσή τους, νόμιμη συντρέχει περίπτωση να επισπευσθεί η δικάσιμος της συζήτησης της ανωτέρω αίτησης και συναφώς ο χρόνος έκδοσης της απόφασης, έτσι ώστε να μην απολεσθεί πλήρως η δυνατότητα χρήσης και εκμετάλλευσής τους με τεράστια οικονομική ζημία του Ι.Ν. Με σχετικό όρο της προκήρυξης θα γνωστοποιηθεί και η δικάσιμος συζήτησης, έτσι ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν το σύντομο αυτής. Διότι είναι φανερό ότι η αναμονή και καθυστέρηση μέχρι την 16-9-2020, θα αποτρέψει αυτονόητα αυτούς από κάθε εκδήλωση ενδιαφέροντος. Παράλληλα και επειδή τα έσοδα από την εκμίσθωση αυτών είναι απολύτως απαραίτητα για την κάλυψη των λειτουργικών αλλά και των ποιμαντικών αναγκών του ΙΝ, ενέσκηψαν έριδες και φιλονικίες στην κοινότητα που οπωσδήποτε θα ενταθούν όσο εκκρεμεί η λύση του ζητήματος.

          Επειδή επισυνάπτω τις ανωτέρω Πράξεις.

          Για τους ανωτέρω λόγους δέον  και αιτούμαι να επισπευσθεί η συζήτηση της ανωτέρω αιτήσεως με επαναπροσδιορισμό αυτής στην πλέον σύντομη δικάσιμο της 24ης-6-2020 ή σε άλλη που εσείς θα κρίνετε.». Τελικά έγινε δεκτή η ανωτέρω αίτησή μου και ορίστηκε δικάσιμος (αρ. διάταξης κ. Ειρην……..) για την ……. οπότε και συζητήθηκε. Η αίτησή μου απερρίφθη με την …….. απόφαση του ανωτέρω Ειρηνοδικείου γιατί εντελώς άκριτα και άνευ ουδεμίας ενασχόλησης με τις ανωτέρω ειδικές διατάξεις τις οποίες αγνόησε επιδεικτικά και χωρίς καμία άλλη νομική σκέψη επ` αυτών, δέχθηκε ότι δεν νομιμοποιούμαι ως νομέας επειδή το ανωτέρω παραχωρητήριο εκδόθηκε «υπέρ του εκάστοτε ιερέως»!! (έχει ήδη ασκηθεί έφεση). Τονίζεται εμφατικά ότι και κατά το χρόνο συζήτησης, οι παρόντες εναγόμενοι, ομολόγησαν την κακοπιστία τους με την ανωτέρω έννοια, δηλ. ότι γνώριζαν ακόμη και τον χρόνο αυτό ότι δεν δικαιούνται στη νομή ή κατοχή των αγρών, γιατί και πάλι ομολόγησαν ότι ο λόγος που τα κατέλαβαν και δεν μου τα αποδίδουν, δεν είναι ότι δικαιολογημένα πίστευαν ότι δικαιούνται στη  νομή και κατοχή τους, αλλά γιατί «Δεν μας αρέσει ο ιερέας» όπως ισχυρίστηκαν και προκύπτει από τα ταυτάριθμα πρακτικά!. 

          Επειδή λοιπόν ήταν και εξακολουθούν να είναι κακόπιστοι για το δικαίωμα νομής και κατοχής μου και επιπλέον είναι και υπερήμεροι από 3-12-2019 με την επίδοση του ανωτέρω εξωδίκου μου, αλλά και τις συνεχείς προφορικές οχλήσεις μου ως προς την απόδοση των κτημάτων, άλλως με βάση της ΑΚ 934 γιατί πρόκειται για παράνομη αφαίρεση της χρήσης (βλ. αμέσως κατωτέρω), μού οφείλουν κατά τις ανωτέρω διατάξεις (1098β` και 343-344ΑΚ.βλ. ανωτέρω νομική σκέψη), και το διαφυγόν κέρδος μου, το οποίο εδώ συνίσταται στο ελάχιστο μίσθωμα που θα ελάμβανα ως νόμιμος εκμισθωτής των ακινήτων μου για τις ανωτέρω 4 καλλιεργητικές περιόδους για τις οποίες, με βάση τους ανωτέρω όρους της προκηρυχθείσης κατά νόμω σχετικής δημοπρασίας.

          Ανέρχεται λοιπόν αυτό, στο ποσό των (119,802 στρ. Χ 40€/στρ=4.792,08€ Χ4 =) 19.168,32€

          Το ποσό αυτό συνιστά περιουσιακή μου ζημία γιατί θα το εισέπραττα μετά βεβαιότητας και σε κάθε περίπτωση μετά πιθανότητας που εγγίζει τη βεβαιότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τις ειδικές περιστάσεις που κατωτέρω αναλυτικά αναφέρω, ως ελάχιστο μίσθωμα για την εκμίσθωση των ανωτέρω ακινήτων μου για 4 έτη-καλλιεργητικές περιόδους. Και αυτό γιατί συνέτρεχαν οι κάτωθι ειδικές περιστάσεις, αντικειμενικές συνθήκες και σχέσεις τόσο στο πρόσωπο μου, όσο και στα ακίνητά μου και είχα ήδη προβεί στη σχετική προετοιμασία και μέριμνα έτσι ώστε να είναι βέβαιη η εκμίσθωσή τους και συγκεκριμένα διότι: είχα ήδη προβεί στις νόμιμες διαδικασίες λήψης της σχετικής απόφασης από το Εκκλησιαστικό μου Συμβούλιο (αρμόδιο όργανό μου κατά νόμω), με τους ανωτέρω συγκεκριμένους όρους διάρκειας της μίσθωσης και ύψους ελαχίστου μισθώματος, είχα ορίσει την διαδικασία κατά νόμω, δηλ. με πλειοδοτική δημοπρασία, αυτές δε οι αποφάσεις και ενέργειές μου, είχαν εγκριθεί επίσης κατά νόμω από το αρμόδιο Μητροπολιτικό Συμβούλιο (βλ. ανωτέρω) και συνεπώς συνέτρεχαν και εκπληρώθηκαν άπασες οι κατά νόμω προϋποθέσεις έτσι ώστε αντικειμενικά να είναι δυνατή και σύννομη η προκείμενη αγρομίσθωση της ανωτέρω διάρκειας, γιατί αυτή ορίζει ο νόμος ως ελάχιστη διάρκειά της. Επιπλέον όπως ορίζεται και στους όρους της διακήρυξης, αναγκαίως κατά νόμω θα συντάσσονταν και στο σχετικό συμφωνητικό μίσθωσης, το οποίο, όπως είναι γνωστό, μπορούσε ο υπερθεματιστής να υποβάλλει  στις αρμόδιες αρχές για τις επιδοτήσεις του, βοηθήματα κλπ. και εν γένει παροχές που δικαιούται, και συνεπώς είχε συμφέρον να προσέλθει και να πλειοδοτήσει σχετικά, δηλ. αντικειμενικά θα προσέλκυε και δεν θα απέτρεπε την συμμετοχή μεγάλου αριθμού πλειοδοτών. Άλλωστε προέβην σε κάθε προσπάθεια αντικειμενικά, παρά την κατάληψή τους, να καταστή δυνατή η εκμίσθωσή τους, γιατί, όπως από τα ανωτέρω προκύπτει, ακόμα και μετά την (άνευ υπαιτιότητάς μου) κατά νόμω «ματαίωση» της πρώτης συζήτησης των ασφαλιστικών μου μέτρων για την απόδοση της νομής μου, με δική μου αίτηση, επαναπροσδιορίστηκε η συζήτηση τους στην πλέον σύντομη υπαρκτή δικάσιμο του Ειρηνοδικείου ……….., έτσι ώστε να μου αποδοθεί η νομή και κατοχή αυτών. Επίσης, όπως ειπώθηκε, τα ακίνητά μου, ήταν και αυτά, αντικειμενικά και κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών στην περιοχή, κατάλληλα και πρόσφορα, ως εκ της θέσης, έκτασης και ποιότητά τους για καλλιέργεια διαφόρων χρήσεων, όπως δημητριακά, βαμβάκι, πιπεριές κλπ, και συνεπώς πρόσφορα και κατάλληλα για μίσθωση από τους καλλιεργητές της περιοχής, καθόσον άλλωστε και στο παρελθόν χρησιμοποιούνταν για τέτοιες καλλιέργειες διαχρονικά από τρίτους μισθωτές.  Το δε ελάχιστο ποσό-μίσθωμα που ετέθη ως όρος στην δημοπρασία, ήταν πράγματι δελεαστικό για τους ενδιαφερόμενους γιατί, όπως ελέχθη η μέση τιμή μισθώματος στην περιοχή για παρόμοια ακίνητα με τα δικά μου ανέρχεται σε 60€/στρέμμα και συνεπώς αντικειμενικά κατά τις συνήθεις των συναλλαγών στην περιοχή, αποτελούσε δέλεαρ για τον ενδιαφερόμενο υπερθεματιστή και για την προσέλευσή του στην δημοπρασία.

          Συνεπώς με βάση τις ανωτέρω αντικειμενικές συνθήκες, περιστάσεις και προετοιμασία από μέρους μου, βεβαιότατα θα εκμίσθωνα τα επίδικα ακίνητα και θα αποκόμιζα βεβαιότατα και βάσιμα κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων στον οικείο χώρο συναλλαγών μισθώσεων αγροτικών ακινήτων στην περιοχή, στον οποίο παρουσιάζονται τάσεις επαναλήψεως των συναλλαγών στην εξελικτική τους πορεία ώστε να αποτελούν κατά κοινή πείρα το συνήθως συμβαίνον, ως κέρδος, τουλάχιστον το ανωτέρω ποσό των 40€/στρέμμα και συνολικά 19.168,32€, τα οποία εν τέλει δεν εισέπραξα για τους λόγους που αναφέρω ανωτέρω και παραπέμπω.   

          Το ανωτέρω δε ποσό ζημίας μου (διαφυγόν κέρδος), οφείλουν επίσης και κατά την ΑΚ 1099, αλλά και κατά την ΑΚ 914, 934, 343,344. (Α. Γεωργιάδης,  ό.α παρ. 59. 30-32, αλλά και ανωτέρω περί συρροής αξιώσεων). Γιατί εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη ευθύνεται για κάθε ζημία, ακόμη και για τα τυχηρά (ΑΚ 1099,934, 343,344. Γεωργ-Σταθ. υπο 1096-1100, παρ. 66 επ). Εν προκειμένω η τοιαύτη από κοινού κατάληψη των ακινήτων μου με συναπόφαση (πρόθεση) κατάληψης και άνευ της θέλησης και της συναίνεσής μου συνιστά παράνομη πράξη, γιατί έγινε χωρίς δικαίωμα εμπράγματο ή ενοχικό (Γεωργ-Σταθ. υπο 984.13), αλλά και γιατί η κοινή ενέργειά τους αυτή με βάση όσα αναφέρθηκαν για τους λόγους και τον σκοπό κατάληψής των, δεδομένης της συναπόφασης κατάληψης, συνιστά και το ποινικό αδίκημα της αυτοδικίας (ΠΚ 331. ήδη πλημμέλημα), για το οποίο επιφυλάσσομαι να υποβάλλω την σχετική έγκλησή μου εναντίον τους, αλλά και εναντίον αυτών που τους παρότρυναν, προκάλεσαν την απόφαση ή κατ` άλλο τρόπο βοήθησαν αυτούς στην εγκληματικής τους αυτή πράξη. Σημειώνεται εδώ για την ευθύνη του αποκτήσαντος τη νομή με παράνομη πράξη, ότι για την παρανομία της ΑΚ 1099, δεν απαιτείται η ενέργεια να συνιστά και ποινικό αδίκημα, γιατί σύμφωνα με την ΑΚ 934, ειδικά η αφαίρεση του πράγματος νοείται υπό ευρεία έννοια και έτσι και η αφαίρεση της χρήσης του ακινήτου συνιστά παράνομη πράξη (Γεωργ-Σταθ. υπο 934.4, Α. Γεωργιάδης, ό.α παρ. 59, 12-14, ο ίδιος σε Γεωργ-Σταθ. υπο 1096-1100, παρ. 66 επ.).  Σε κάθε όμως περίπτωση, για την κατάφαση της παρανομίας (και άρα για την εφαρμογή του άρθρου 914, 932 ΑΚ), δεν είναι απαραίτητο οι παραβιαζόμενοι κανόνες να είναι κανόνες του γραπτού δικαίου και δη του ποινικού δικαίου. Η παρανομία μπορεί να συνίσταται-και πράγματι συνίσταται εν προκειμένω για τους εναγομένους με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά- και σε παράβαση των γενικών επιταγών της έννομης τάξης οι οποίες, παρόλο ότι δεν είναι διατυπωμένες σε γραπτούς κανόνες του θετικού δικαίου, εκφράζουν ωστόσο το πνεύμα που κυριαρχεί σ’ αυτό, τους γενικούς σκοπούς και τις γενικές αρχές του και προσδιορίζονται κάθε φορά με αναδρομή στις ουσιαστικές πηγές της έννομης τάξης: την ιδέα της δικαιοσύνης και τις ανάγκες της κοινωνικής ζωής. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι αποτελούν κατά την άποψη αυτή παρανομία και η παράβαση των άγραφων κανόνων της καλής πίστης και των άγραφων ηθικών κανόνων που, μέσω των κρατούντων ηθών, έχουν μετουσιωθεί σε επιταγές του θετικού δικαίου (281, 919) καθώς και αυτή ακόμη η παράβαση των άγραφων κανόνων επιμέλειας, που οι ανάγκες της σύγχρονης κοινωνικής συμβίωσης επιβάλλουν την τήρησή τους στις συναλλαγές (Γεωργ-Σταθ. υπο 914.20,21, Δεληγιάννης-Κορνηλάκης ειδ. Ενοχ. Δικ. ΙΙΙ, 1992, 131 επ. όπου και παραπ, ΕφΘεσ  74/83 Αρμ. ΛΖ, 656: Παράνομη η συμπεριφορά που αντιβαίνει στο καθόλου δίκαιο). Συνεπώς στοιχειοθετείται η παρανομία της συμπεριφοράς εναγομένων και με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, ήτοι λόγω παράβασης εκ μέρους τους με την επιδειχθείσα ανωτέρω συμπεριφορά τους και των άγραφων κανόνων της καλής πίστης και των άγραφων ηθικών κανόνων που, μέσω των κρατούντων ηθών, έχουν μετουσιωθεί σε επιταγές του θετικού δικαίου (281, 919ΑΚ), αλλά και από την παράβαση των άγραφων κανόνων επιμέλειας, που οι ανάγκες της σύγχρονης κοινωνικής συμβίωσης επιβάλλουν την τήρησή τους στις συναλλαγές κατά τον χρόνο και στον τόπο ανωτέρω που επήλθε η προσβολή και πάντως, με βάση τα ανωτέρω, λόγω αντίθεσης αυτής στο καθόλου Ελληνικό Δίκαιο, αφού είναι αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης η φύση της διάταξης που παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. (ΑΠ 271/2012)

          Η αδικοπρακτική δε ευθύνη του «παράνομου» νομέα περιλαμβάνει εδώ (ΑΚ 1099, 914), όχι μόνο την ζημία από χειροτέρευση, καταστροφή κλπ (δηλ. για τους λόγους της ΑΚ 1097), αλλά και τη ζημία από την κατακράτηση του πράγματος (ρητά Γεωργ-Σταθ. ό. αμέσως ανωτέρω, αρ. 68),  Συνεπώς το ανωτέρω ποσό ζημίας μου ήτοι 19.168,32€, οφείλουν και κατά την ανωτέρω διάταξη και τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, γιατί συνεπεία της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας κατάληψής τους και συναφώς κατακράτησής τους, ματαιώθηκε η διενέργεια της πλειοδοτικής δημοπρασίας και δια τούτο και η σύναψη σύμβασης μίσθωσης με το περιεχόμενο των όρων της διακήρυξης, από την οποία όμως, εάν συνάπτονταν θα αποκόμιζα το ανωτέρω ποσό για τους λόγους που εκτέθηκαν. Συνεπώς η παράνομη τοιαύτη κατάληψη και κατακράτηση των κτημάτων μου, αιτιακά προκάλεσε την ανωτέρω περιουσιακή μου ζημία γιατί απέτρεψε την εμφάνιση των πλειοδοτών, αφού ήταν ήδη εξ` αρχής αυτονόητο ότι δεν θα μπορούσα να εκπληρώσω αντικειμενικά την παροχή μου ως εκμισθωτής, δηλ. να παραχωρήσω την χρήση του πράγματος στον υπερθεματιστή, η οποία αποτελεί την κύρια υποχρέωση του εκμισθωτή κατά νόμω. Όθεν δέον και αιτούμαι την αποζημίωσή μου αλληλεγγύως και εις ολόκληρον από τους εναγομένους γιατί όπως ελέχθη, πρόκειται για κοινή υπαίτια και παράνομη πράξη τους (ΑΚ 926)

4)       Επειδή εν τέλει από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια κοινή πράξη τους, επλήγη ανεπανόρθωτα το καλό όνομα, πίστη, το κύρος, η φερεγγυότητα και το μέλλον μου και οπωσδήποτε μειώθηκε η υπόληψή μου. Δηλ. υπέστην σημαντική και άξια αποκατάστασης ηθική βλάβη (57, 58, 914, 932ΑΚ), γιατί προκλήθηκε από τις ενέργειές τους η  δυσμενέστατη εντύπωση στους κατοίκους και πιστούς της ενορίας μου, αλλά και της ευρύτερης περιοχής, όπως και στα μέλη, όργανα και προσωπικό της ΙΜ……. στην δικαιοδοσία της οποίας ανήκω, αλλά και στα μέλη του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και εν τέλει στον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη αυτής, ότι δεν μπορώ να προασπίσω και προφυλάξω την ακίνητη περιουσία και τα συμφέροντά μου και συναφώς να εκπληρώσω τον Εκκλησιαστικό, Θρησκευτικό και Κοινωνικό σκοπό για τον οποίο συστήθηκα και λειτουργώ, καθόσον άλλωστε από την εκμετάλλευση των ανωτέρω ακινήτων μου, αποκομίζω τα αναγκαία έσοδα και πόρους, άνευ των οποίων είναι αδύνατη η εκπλήρωση των ανωτέρω σκοπών μου και άρα και ο λόγος συνέχισης της λειτουργίας μου. Όμως τα απόλυτα προστατευόμενα δικαιώματα μου στο καλό όνομα, στην καλή πίστη, στο κύρος, στη φερεγγυότητα και στο μέλλον μου, τα οποία μέχρι τότε απολάμβανα γιατί τηρώ απαρέγκλιτα τις υποχρεώσεις του νόμου και των Ι. Κανονισμών, τόσο απέναντι στους τρίτους, όσο και απέναντι στα μέλη της ενορίας μου με τους οποίους συναλλάσσομαι με την ευρύτερη έννοια και στους οποίους προσφέρω το πολυσχιδές έργο μου, αποτελούν περιεχόμενο-στοιχεία της νομικής μου προσωπικότητας κατά τα ανωτέρω άρθρα (Γεωργ.-Σταθ. Υπο 57 ΙΙΙ, 11,12), η οποία έτσι προσεβλήθη ανεπανόρθωτα από την παράνομη και υπαίτια πράξη τους και συνεπώς νόμιμη συντρέχει περίπτωση να μου επιδικαστεί για το λόγο αυτό εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης , αφού και για νομικό πρόσωπο μπορεί να επιδικαστεί αυτή κατά νόμω με εφαρμογή των διατάξεων 914 και 932ΑΚ. (ό.α υπο 932.13. για το δικαίωμα επί της προσωπικότητας των ν.π στις ανωτέρω εκφάνσεις του, βλ. Γεωργ-Σταθ. υπο 59.13, 932. 13, Σ. Πατεράκης, Χρημ.Ικαν. 1995, σελ. 147-148 όπου και νομολογία κλπ).  

          Λαμβανομένων συνεπώς υπ` όψιν  όλων των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών αναφορικά με το είδος, την ένταση και τη διάρκεια των ανωτέρω προσβολών, τα αγαθά της προσωπικότητάς μου που προβλήθηκαν και την διάρκεια της προσβολής μέχρι σήμερα, τον δόλο των εναγομένων, τις συνθήκες τέλεσης, την συμπεριφορά τους μετά την πράξη και την εξακολούθηση της κατάληψης και κατακράτησης, όπως και την πρόθεση τους να επιμείνουν και στο μέλλον σ` αυτήν, της απώλειας των εσόδων και των ωφελημάτων μου απ` αυτά,  τα οποία αποτελούν το μόνο έσοδό μου, η ηθική βλάβη που δέον και αιτούμαι να μου επιδικαστεί, ανέρχεται, σύμφωνα με την κρίση «συνετού ανδρός» αλλά και ανάλογα με την άριστη οικονομική και περιουσιακή κατάσταση τους, σε σχέση με την δεινή δική μου, στο εύλογο και δίκαιο ποσό των 15.000€ ευθυνόμενων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος ως εκ της σύμπραξης, συναπόφασης και εν γένει κοινής τους πράξης (ΑΚ 926)

          Επειδή νόμιμη συντρέχει περίπτωση ,εξ` αιτίας του αδικήματος να απαγγελθεί κατά των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους αλλά και να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί, αφού επιπροσθέτως, ελλείψει χρημάτων μου για για την συνέχιση της λειτουργίας μου και για την εκπλήρωση του ευρύτερου Θρησκευτικού, Εκκλησιαστικού και Κοινωνικού μου έργου στην περιοχή της ενορίας μου, αλλά και ευρύτερα, η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα μου προκαλέσει ανεπανόρθωτη και μη αναστρέψιμη ζημία.

          Επειδή συνεπώς οι εναγόμενοι υποχρεούνται για τις ανωτέρω αιτίες του κεφαλαίου της αγωγής μου για ωφελήματα να μου καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος συνολικά το ποσό των (14.975,25€+7.188,12€.+19.168,32€+15.000=) 56.331,69€.

         

          Επειδή η αγωγή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής το δε Δικαστήριό σας αρμόδιο καθ’ ύλην και τόπο, δεδομένου ότι η αξία των ακινήτων μου κατά τον χρόνο που ασκείται η παρούσα αγωγή μου ανέρχεται, λαμβανομένης υπ` όψη της θέσης τους, της έκτασης, του σκοπού για τον οποίο προορίζονται και της εκτεταμένης δυνατότητας καλλιέργειάς τους, αλλά και τις συνήθεις, συνθήκες και πρακτική των συναλλαγών στην περιοχή σχετικά με την προσφορά και ζήτηση, αλλά και τις τιμές αγοραπωλησιών αγροτικών ακινήτων αυτού του είδους στην περιοχή της Αύρας Φαρσάλων, στο ποσό των 1400€/στρέμμα για το πρώτο (αρ. 48),  ήτοι (37,375Χ1.400€=) 52.325, και στο ποσό των 1.700€/στρέμμα για τα άλλα δύο (αρ. 198 και 199) ήτοι (18,812 στρ+63,615 στρ Χ1.400€=) 140.125,9€ και συνολικά η αξία των ακινήτων μου ανέρχεται στο ποσό των 192.450,9€. (Η μειωμένη αξία του πρώτου εν συγκρίσει με τα λοιπά, οφείλεται στο ακανόνιστο σχήμα του και στο επικλινές του εδάφους του ως εκ της θέσεώς του). Συνεπώς το δικαστήριό σας είναι αρμόδιο καθ` ύλην γιατί σε περίπτωση παθητικής ομοδικίας όπως εδώ, λαμβάνεται υπόψη το αιτούμενο από κάθε ενάγοντα ή κατά καθενός από τους εναγομένους (ΚΠολΔ 9, 11) και όχι από την αξία ολοκλήρου του επιδίκου πράγματος (ΕφΑΘ 3375/1995 ΕλλΔνη 1996,1386, ΑΠ 1089/1981 ΕΕΝ 49(1982).752.753, ΑΠ 1164/1974 ΝοΒ 23.712, ΑΠ 399/1972 ΑρχΝ 23.720, Εφ.Αθ. 1007/1981 ΑρχΝ ΛΒ` 368 και 1006/1981 ΑρχΝ ΛΒ`.487), γιατί η κυριότητα είναι δικαίωμα διαιρετό και έτσι έναντι των εναγομένων αντιστοιχεί το ποσό των (192.450,9€: 9=) 21.383,433€ που είναι αρμοδιότητας Μονομελούς (ΚΠολΔ 14), ενώ οι ανωτέρω παρεπόμενες αξιώσεις δεν υπολογίζονται (ΚΠολΔ 9, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας ΕρμΚΠολΔ υπο 9,2. Αλλά ακόμη και εάν συνυπολογίζονταν και πάλι η συνολική αξία, δεν ξεπερνά τα 250.000€ που είναι το όριο αρμοδιότητας Μονομελούς)

          ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ και με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματός μου ιδίως περί αποζημιώσεώς μου και για κάθε άλλη ζημία μου και παν άλλο ωφέλημα στο μέλλον και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα. 

          ΑΙΤΟΥΜΑΙ: Να γίνει δεκτή η παρούσα αγωγή μου. Να αναγνωρισθώ αποκλειστικός κύριος των ανωτέρω αναλυτικά περιγραφόμενων ακινήτων μου. Να διαταχθεί η απόδοση σε μένα αυτών, αποβαλλομένων των εναγομένων της διακατοχής αυτών και εγκαθισταμένου εμού σ`αυτά. Να υποχρεωθούν αυτοί να παραλείψουν και  κάθε εις το μέλλον διατάραξη αυτών μετά την απόδοση της νομής μου. Να απειληθεί  εναντίον τους χρηματική ποινή 5.000 € και προσωπική κράτηση ενός έτους για κάθε εις το μέλλον διατάραξη μετά την αποβολή. Να υποχρεωθούν αυτοί να μου καταβάλουν αλληλέγγυα και εις ολόκληρον έκαστος για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 56.331,69€, με το νόμιμο τόκο  υπερημερίας από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφλησή μου, πλέον τόκων επιδικίας εκ του άρθρου 346 του Α.Κ. (ΑΠ 1059/2017 δημ. στην ΤΝΠ της ΕΣΔ, Εφετείο Αθηνών 1781/2012 δημ. στη «ΝΟΜΟΣ», ΕΑ 130/2013, όπως επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο με την απόφαση 514/2015, αμφότερες δημ. στη «ΝΟΜΟΣ», ΜΠΑ 1790/2015 δημ. στην ΤΝΠ της ΕΣΔ, Μονομελές Πρωτοδικείο και Ειρηνοδικείο Καρδίτσας 137/2016 και 36/2017 αντίστοιχα και Ειρηνοδικείο Τρικάλων 17/2017 αδημοσίευτες). Να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και ως προς την εμπράγματη ανωτέρω αξίωση της απόδοσης του ακινήτου μου και ως προς τις ανωτέρω χρηματικές μου απαιτήσεις και Να απαγγελθεί εναντίον τους προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσον εκτελέσεως της εκδοθησομένης αποφάσεως, συνεπεία του αδικήματος. Να καταδικασθούν στην εν γένει δικαστική μου δαπάνη μετά της αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου μου.

                               Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

                                         Βρόντος Ανδρέας

                                   Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249

E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

          24410-41255/6972422002

                                         FAX : 24410-41257

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013