Αναδιανομή αγροτικών ακινήτων.Εφημεριακός κλήρος. Εφημέριοι και Ενοριακός Ι.Ναός.Αγροτικός Κώδικας. Κανονισμός Διαχείρισης ακίνητης περιουσίας Ι.Ναού.

ΠΕΡΙ ΕΦΗΜΕΡΙΑΚΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΝΠΔΔ ΤΟΥ ΟΙΚΕΙΟΥ ΕΝΟΡΙΑΚΟΥ Ι.ΝΑΟΥ.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

          Ετέθη υπόψη μου το με αρ……………… παραχωρητήριο της Νομαρχίας ………………., νομίμως, εμπροθέσμως και αρμοδίως μεταγραφέν,  εκδοθέν με βάση τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας «περί αναδιανομής αγροτικών κτημάτων», δυνάμει του οποίου «περιήλθε εις την κυριότητα του εκάστοτε ιερέως» η εκεί αναγραφόμενη ακίνητη «αγροτική ιδιοκτησία εν τη περιοχή του αγροκτήματος ………………….» και ερωτάται: ποιο είναι σήμερα το ιδιοκτησιακό και εν γένει νομικό καθεστώς που διέπει τον, παραχωρούμενο με τον ανωτέρω τίτλο, εφημεριακό κλήρο υπέρ του εκάστοτε ιερέως και σε περίπτωση κατάργησής του,  σε ποιες ενέργειες μπορεί κατά νόμω να προβαίνει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του διαχείρισης και αξιοποίησης της ακινήτου περιουσίας του οικείου Ι.Ν. 

          Επί των ανωτέρω ζητημάτων η γνώμη μας είναι η ακόλουθη:

 

1.       Με το προκείμενο, με αρ. τίτλου ……………… παραχωρητήριο της Δ/νσης Γεωργίας της Νομαρχίας ………….., νομίμως μεταγραφέντος στο Υποθ/κείο ……….. σε τ. ……… και αρ. …….. «Δυνάμει του άρθρου 7 του Α.Ν  821/1948 «περί αναδιανομής αγροτικών κτημάτων» κυρωθέντος δια του Ν.Δ 1110/1949 και του Ν. 2258/1952, περιήλθε εις την κυριότητα του εκάστοτε ιερέως η εκ στρεμμάτων…119,802 αγροτική ιδιοκτησία κειμένη εν τη περιοχή του αγροκτήματος ……….…»

          Το άρθρο του ανωτέρω ΑΝ 821/1948 όριζε ότι «Αρθρον 7.  1. "1.  Από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της  Κυβερνήσεως της κατά το άρθρ. 6 αποφάσεως του Υπουργού της Γεωργίας  η  κυριότης των κατά την αναδιανομήν δημιουργηθέντων κτημάτων περιέρχεται αυτοδικαίως εις   τους  εν τω  κυρωθέντι  κτηματολογικώ  πίνακι  αναγεγραμμένους ως δικαιούχους αυτών, αποσβεννυμένου  αυτοδικαίως επίσης  του  δικαιώματος κυριότητος επί των αναδιανεμηθέντων κτημάτων. Ως προς  την  νομήν  επί  των  δια  της  αναδιανομής  δημιουργηθέντων κτημάτων, αύτη  περιέρχεται περιέρχεται  αυτοδικαίως εις τους αναγεγραμμένους ως δικαιούχους των κτημάτων τούτων εις τον συμφώνως τη παρ. 1 του αρθρ. 14 του από 23-12-1949 Β.Δ/τος  "περί  εκτελέσεως  του  αν.  ν. 821/1948 "περί αναδιανομής αγροτικών κτημάτων". καταρτιζομένον πρόχειρον κτηματολογικόν πίνακα, άμα  τη  εκδόσει  υπό  της  Επιτροπής Αναδιανομής της υπό της παρ. 3 του αυτού ως άνω αρθρ. 14 προβλεπομένης γνωμοδοτήσεώς   της   επί   των   κατά   της   αναδιανομής  ενστάσεων, αποσβεννυμένου αυτοδικαίως από της αυτής χρονολογίας  του  δικαιώματος νομής επί των αναδιανεμηθέντων κτημάτων".  ***Η παράγραφος 1 αντικατεστάθη ως άνω διά του άρθρου 23 παρ.1 του ΝΔ 3621/1956 (Α 276).

      2. Πάντα τα τυχόν εμπράγματα ή ενοχικά δικαιώματα άτινα υφίσταντο επι των αναδιανεμηθέντων κτημάτων θεωρούνται αυτοδικαίως αποσβεσθέντα από της κατά το άρθρον 6 δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Υπουργού της  Γεωργίας περί κυρώσεως της αναδιανομής και έκτοτε αυτοδικαίως ανασυσταθέντα επι των αντί τούτων δια της αναδιανομής δημιουργηθέντων κτημάτων. Εξαιρούνται αι πραγματικαί δουλείαι, αίτινες διατηρούνται ως έχουν. Δύνανται όμως αι δουλείαι εν γένει να διαρρυθμισθούν καταλλήλως εάν η διαρρύθμισις αύτη κρίνεται αναγκαία ή επωφελής και να συσταθούν δια τον αυτόν λόγον νέαι τοιαύται ή να επεκταθούν αι υπάρχουσαι. Η  εξάλειψις της υποθήκης και κατασχέσεως και η νέα εγγραφή αυτών γίνεται ατελώς.»                                            

          Τα άρθρα 7 και 8 του ανωτέρω ΝΔ 1110/1949, όριζαν ότι: «`Αρθρ. 7. 1. Από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της κατά το άρθρον 6 αποφάσεως του Υπουργού της Γεωργίας, η κυριότης και η νομή επί των κατά την αναδιανομήν δημιουργηθέντων κτημάτων περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους εν τω κυρωθέντι κτηματολογικώ πίνακι αναγεγραμμένους ως δικαιούχους αυτών, αποσβεννυμένων αυτοδικαίως επίσης των δικαιωμάτων κυριότητος και νομής επί των αναδιανεμηθέντων κτημάτων. 2. Πάντα τα τυχόν εμπράγματα ή ενοχικά δικαιώματα άτινα υφίσταντο επί των αναδιανεμηθέντων κτημάτων θεωρούνται αυτοδικαίως αποσβεθέντα  απο της κατά το άρθρον 6 δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Υπουργείου της  Γεωργίας περί κυρώσεως της αναδιανομής και έκτοτε αυτοδικαίως ανασυσταθέντα επί των αντί τούτων δια της αναδιανομής  δημιουργηθέντων κτημάτων. Εξαιρούνται αι πραγματικαί δουλείαι εν γένει να διαρρυθμισθούν καταλλήλως εάν η διαρρύθμισις αύτη κρίνεται αναγκαίαι ή επωφελής και να συσταθούν δια τον αυτόν λόγον νέαι τοιαύται ή να  επεκταθούν αι υπάρχουσαι. `Αρθρο. 8. 1. Μετά την κατά τα εν άρθρω 6 κύρωσιν της αναδιανομής εκδίδονται υπό  του Υπουργού της Γεωργίας παραχωρητήρια υπέρ των εν τω κυρωθέντι  κτηματολογικώ πίνακι της αναδιανομής αναγεγραμμένων δικαιούχων, αποτελούντα τίτλον κυριότητος, δια τε τους κληρούχους και τους τυχόν  εις την αναδιανομήν μετασχόντας ιδιοκτήτας δεκτικόν μεταγραφής

          Ο Ν.  2258  της  7/7  Οκτωβρίου  1952  (Α  285) «Περί  επισπεύσεως  της οριστικής  διανομής  εποικισθεισών  υπό της τέως Ε.Α.Π. περιοχών και διαλύσεως ιδιορρύθμων τινών  εμπραγμάτων  σχέσεων  και  άλλων   τινών  διατάξεων», ρυθμίζει ειδικά ζητήματα της αναδιανομής (μισθώσεις, τοπικές ιδιαιτερότητες κτημάτων ανα τη Χώρα, ειδικές κατηγορίες κληρούχων, κλπ) που εδώ δεν αφορούν.

          Επίσης, με το Νόμο 674/1977: Περί αναδασμού της γης και μεγεθύνσεως των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και άλλων τινών διατάξεων.- (Α' 242), ορίστηκαν τα εξής, ήτοι:

          « `Εκδοσις τίτλων κυριότητος.  `Αρθρον 16.- 1. Κυρουμένου του αναδασμού, εκδίδονται υπό της Διευθύνσεως Γεωργίας της οικείας Νομαρχίας παρχωρητήρια των νέων κτημάτων υπέρ των εν τω κυρωθέντι κτηματολογικώ πίνακι του αναδασμού αναγεγραμμένων δικαιούχων, αποτελούντα τίτλον κυριότητος δεκτικόν μεταγραφής. Ο τύπος των παραχωρητηρίων καθορίζεται κατά τα εν παραγράφω 10 του άρθρου 6 του Ν.δ. 1189/1972, ως ισχύει, οριζόμενα

          «Κυριότης - Λοιπά δικαιώματα επί των νέων κτημάτων. `Αρθρον 21.- 1. από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της κατά το άρθρον 15 του παρόντος αποφάσεως του Νομάρχου η κυριότης των κατά τον αναδασμόν δημιουργηθέντων κτημάτων περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους εν τω κυρωθέντι κτηματολογικώ πίνακι αναγεγραμμένους ως δικαιούχους αυτών, αποσβεννυμένου, αυτοδικαίως επίσης, αντιστοίχως του δικαιώματος κυριότητος επί των προ του αναδασμού κτημάτων των. 2. Επιφυλασσομένης και της εφαρμογής των εν τη επομένη παραγράφω οριζομένων, πάντα τα τυχόν εμπράγματα δικαιώματα, άτινα υφίσταντο επί των αναδιανεμηθέντων κτημάτων θεωρούνται αυτοδικαίως αποσβεσθέντα από της κατά το άρθρον 15 του παρόντος δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Νομάρχου, περί κυρώσεως του αναδασμού και έκτοτε, αυτοδικαίως επίσης, ανασυσταθέντα επί των αντί τούτων δια του αναδασμού δημιουργηθέντων κτημάτων. Εξαιρούνται αι πραγματικαί δουλείαι αίτινες διατηρούνται. Δύνανται όμως αι δουλείαι εν γένει να διαρρυθμισθούν υπό της οικείας Επιτροπής Αναδασμού καταλλήλως, εάν η διαρρύθμισις αύτη κρίνεται αναγκαία ή επωφελής, ή να συσταθούν, δια τον αυτόν λόγον, νέαι τοιαύται.»

          Οι διατάξεις του άρθρου 28.παρ. 1 και 2 Αγρ.Κ (ΒΔ 29-10-/6-12/1949, ΦΕΚ Α` 342/1949) «Περί Κωδικοποιήσεως των Αγροτικών Νόμων» και υπο τον τίτλο  «Εφημεριακός κλήρος», όριζαν ότι «1. Επίσης παραχωρείται υπό της αρμοδίας Επιτροπής Απαλλοτριώσεων εις την Εκκλησιαστικήν Επιτροπήν του χωρίου εις βασικός γεωργικός κλήρος πρός καλλιέργειαν και κάρπωσιν αμισθί υπό του εκάστοτε εφημερίου. 2. Πλείονες του ενός εφημέριοι νέμονται τον κλήρον κατ`ισομοιρίαν.». Το ανωτέρω άρθρο 28  ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 35 Ν.3147/2003 (ΦΕΚ Α 135/5.6.2003), ενώ συνολικά ο ΑγρΚ   ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 37 παρ.1 του νέου Αγρ.Κ, ήτοι του Ν.4061/2012 (ΦΕΚ Α 66/22.3.2012).

2.       Ετέθη λοιπόν το ζήτημα ήδη από το χρόνο ισχύος του ανωτέρω ΒΔ, αναφορικά με τη νομή του εφημεριακού κλήρου, γιατί οι διατάξεις των άρθρων 163.2 και 198 ΑγρΚ όριζαν επίσης (αντιφατικά) ότι «οι παραχωρούμενοι κλήροι «περιέρχονται κατά κυριότητα και νομή εις τας οικείας Εκκλησιατικάς Επιτροπάς». Προέκυπτε δηλ. ότι το με βάση το ανωτέρω άρθρο 28.2 Αγρ.Κ, ο εκάστοτε εφημέριος νέμεται τον εκκλησιαστικό κλήρο, ενώ με το άρθρο 163, ότι η νομή περιέρχεται στην Εκκλησιαστική Επιτροπή.

          Προς άρση της άνω αμφισβήτησης, είχε γίνει δεκτό από την ΕιρΦαρσ 73/1964 (ΝοΒ 12, 716, όπου και σημείωση του Εμ. Καραμανώλη), ότι εφόσον υπάρχει ιερεύς εφημέριος, αυτός έχει και τη νομή του κλήρου. Ήδη στα σχόλιά του παραπόδας της ανωτέρω δημοσιευθείσης απόφασης, ο ανωτέρω συγγραφέας, είχε εκφράσει την άποψη ότι η «ιδιόμορφος αύτη νομική ρύθμιση… εμπίπτει πλήρως εις τας περί δουλειών διατάξεις του ΑΚ και αμφότερα τα άρθρα 28 και 163 Αγρ.Κ ευρίσκονται εν αρμονία, αν η του κλήρου καλλιέργεια και η αμισθί κάρπωσις υπο του εκάστοτε εφημέριου θωρηθή ως περιωρισμένη προσωπική δουλεία. Περιωρισμένη προσωπική δουλεία είναι ως γνωστόν, πάσα άλλη, πλήν της επικαρπίας και οικήσεως, δουλεία παρέχουσα εξουσίαν ή χρησιμότητα επί αλλοτρίου ακινήτου χάριν ωρισμένου προσώπου».

          Η ΕιρΓρεβ 82/1984 (ΕλλΔνη 1985, 762), ήρε την άνω αντίφαση με την σκέψη ότι η κυριότητα και νομή παραχωρείται στην Εκκλησιαστική Επιτροπή, αλλά η νομή ως δεκτική καθολικής και ειδικής διαδοχής μεταβιβάζεται με απλή συναίνεση και παράδοση στον εφημέριο του χωριού (ναού) που αποκτά έτσι κατά παράγωγο τρόπο (ΑΚ 976) τη νομή.( βλ. κατωτέρω για τις έννομες συνέπειες της συμβατικής μεταβίβασης της νομής κατά την ΑΚ 976 και για το κατά εάν μπορεί να συμπλεύσει με τις ρυθμίσεις του Κανονισμού 8/1979 και ν. 4235/2014)

          Ωστόσο η αμέσως ανωτέρω απόφαση, δεν φαίνεται να είχε λάβει υπόψη, ότι οι διατάξεις των άρθρων 163.2 και 198 Αγρ.Κ, είχαν εν τω μεταξύ καταργηθεί με το άρθρο 16 ΝΔ 1189/1972 (ΦΕΚ Α` 99), ενώ με το άρθρο 7 του ιδίου ΝΔ (η οποία επίσης καταργήθηκε με το άρθρο 37 παρ.1 Ν.4061/2012) και υπο τον τίτλο «Εφημεριακός Κλήρος» είχε οριστεί ότι «1. Η κυριότης του κατά τα άρθρα 28 και 163  του  Αγροτικού  Κώδικος παραχωρηθέντος  ή  παραχωρουμένου εφημεριακού κλήρου, μεταβιβάζεται εις την οικείαν Εκκλησιαστικήν Επιτροπήν άνευ καταβολής τιμήματος  ή  άλλης τινός  αποζημιώσεως,  από της κυρώσεως της οριστικής διανομής των γαιών του οκείου κτήματος. 2. Ομοίως, η κυριότης του οικοπέδου της  Εκκλησίας  και  του  πέριξ αυτής  χώρου,  μεταβιβάζεται  εις  την  Εκκλησιαστικήν  Επιτροπήν, άνευ καταβολής τιμήματος ή άλλης τινός αποζημιώσεως, από  της  κυρώσεως  της ρυμοτομίας και οριστικής διανομής των οικοπέδων του Συνοικισμού.   3.  Η  διοίκησις  και  διαχείρησις του γεωργικού εφημεριακού κλήρου ασκείται κατά τας διατάξεις του άρθρου 28 του Αγροτικού Κώδικος. (σ.σ. δηλ. από την Εκκλησιαστική Επιτροπή). 4. Μη υπάρχοντος ιερέως και  μέχρι  της  τοποθετήσεως  τοιούτου,  η διοίκησις  και  διαχείρισις  του ως άνω κλήρου ασκείται υπό της οικείας ενοριακής Επιτροπής και επ` ωφελεία αυτής.». (Βλ. επίσης και Α. Χατζηγιάννη «Θέματα τινα της αγροτικής Νομοθεσίας», δημ. σε ΝοΒ 20, 1238 επ, ιδίως 1241, σύμφωνα με τον οποίον «…κατά το άρθρο 198.1 του Αγροτικού Κώδικα, από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα ης Κυβερνήσεως της οριστικής διανομής των γαιών του αγροκτήματος, ο κατά τα ανωτέρω αρθρ. 28 γεωργικός κλήρος μεταβιβάζεται κατά κυριότητα εις την οικεία εκκλησιαστική επιτροπήν άνευ καταβολής τιμήματος ή άλλης τινός αποζημίωσης.»)

          Έτσι, μετά το 1972, οι δύο διατάξεις  που ίσχυσαν, δηλ. το άρθρο 7 ΝΔ 1189/72 και το  άρθρο 28 Αγρ.Κ, τελούσαν σε αρμονία: η κυριότητα και νομή ανήκε στον ενοριακό ναό, υπέρ δε του εκάστοτε ιερέως, γινόταν δεκτό ότι υπήρχε είτε περιορισμένη προσωπική δουλεία (εφεξής π.π.δ), είτε επικαρπία εκ του νόμου για ορισμένο χρόνο, δηλ. για όσο χρόνο θα είναι εφημέριος. Την άποψη περί επικαρπίας είχε εκφράσει σε σχόλια του κάτωθι της ΕιρΓρεβ 82/1984, (ό.α) ο ανωτέρω συγγραφέας (Εμ. Καραμανώλης), ως προσαρμοζόμενη, κατ` αυτόν, καλύτερα στην ιδιομορφία του εφημεριακού κλήρου γιατί σύμφωνα με αυτή, την κυριότητα και καθολική νομή του κλήρου έχει ο ενοριακός ναός, ενώ ο εφημέριος θα είχε, λόγω επικαρπίας από το νόμο, την πλήρη χρήση και κάρπωση του πράγματος για όσο χρόνο είναι εφημέριος, αλλά και την οιονεί νομή δικαιούχου επικαρπίας για το ίδιο διάστημα. Η άποψη αυτή τελούσε σε αρμονία, όχι μόνο με το καθόλου σύστημα προσωπικών δουλειών του Εμπραγμάτου Δικαίου του ΑΚ, αλλά και με το σκοπό θεσμοθέτησης του εφημεριακού κλήρου, που ήταν η δημιουργία οικονομικής αυτάρκειας του εφημέριου του Ναού, επιτυγχανομένης μέσω της πλήρους χρήσης και κάρπωσης των παραχωρηθέντων ακινήτων. Και αυτό γιατί πράγματι: 1) οι προσωπικές δουλείες (πλήρεις ή περιορισμένες), παρέχουν πάντα κάποια χρησιμότητα ή ωφέλεια (ολική ή μερική) υπέρ ορισμένου προσώπου και συνιστώνται υπέρ ορισμένου προσώπου, 2) περιεχόμενό τους μπορεί να αποτελέσει οποιαδήποτε εξουσία ή χρησιμότητα είναι δυνατό να αντλήσει ο δικαιούχος από το ξένο ακίνητο καθώς και οτιδήποτε αποτελεί περιεχόμενο πραγματικής δουλείας (ΑΚ 1188.1 και 2), όπως απλή χρήση, λήψη φυσικών καρπών για τις π.π.δ ή πλήρης χρήση και κάρπωση για την επικαρπία, 3) μπορούν να συσταθούν μεταξύ άλλων (σύμβαση κλπ) και από το νόμο απευθείας υπέρ του δικαιούχου (Γεωργ-Σταθ. υπο 1188.9, 10 όπου και παραπομπές), αλλά και με διοικητική πράξη, οία και το παραχωρητήριο (ό.α, αλλά και Α. Γεωργιάδης, Εμπράγματο Δίκαιο, 2η έκδοση 2010, παρ. 82.20, όπου και περαιτέρω παραπομπές. πρβλ. ΕφΑθ 588/1979, ΝοΒ 1980, 1500, για παραχώρηση με εκτελεστή διοικητική πράξη της Δημοτικής αρχής π.π.δ επί τάφου σε δημοτικό νεκροταφείο). Εξετέρου εκπληρώνονταν και ο σκοπός του νόμου, δηλ. η δημιουργία οικονομικής αυτάρκειας του εκάστοτε τοποθετηθέντος στον ενοριακό ναό, εφημερίου στην Ελληνική επαρχία, έτσι ώστε από τη χρήση και κάρπωση των ακινήτων, αντί της μισθοδοσίας του, να εξοικονομεί τα προς το ζήν (και της οικογενείας του). Σημειώνεται εδώ ότι για πρώτη φορά με το ν. 536/1945, απαγορεύτηκε η πληρωμή των κληρικών σε είδος, προβλέφθηκε η λειτουργία ειδικού λογαριασμού προς πληρωμή μισθού εφημεριακού κλήρου και η περιορισμένη συμβολή του Κράτους σ` αυτόν για 6.000 εφημέριους, ενώ ο ΑΝ 469/1968 εξομοίωσε μισθολογικά τον κληρικό με τον δημόσιο υπάλληλο, οπότε ο λογαριασμός χρηματοδοτείτο πλέον από κρατικούς πόρους και την εισφορά (35%) εκ των εσόδων των Ναών (παγκάρια, μισθώματα κλπ.). Εν συνεχεία με τον Κανονισμό (2/1969, ΥΕΚ Α΄ 193/1969) αυξήθηκαν οι οργανικές θέσεις κληρικών των Ενοριών σε 8.000, χωρίς όμως ρύθμιση για την μισθοδοσία τους. Η ειδική εισφορά από τα ακαθάριστα έσοδα των Ναών καταργήθηκε την 28/1/2004 (ν. 3220/2004) και έτσι έκτοτε οι μισθοί των ιερέων καταβάλλονται με επιβάρυνση μόνο του κρατικού προϋπολογισμού χωρίς την συμμετοχή (εισφορά) των Ναών. Εν τέλει ο νόμος 4111/2013, όρισε ότι όσοι κληρικοί μισθοδοτούνται ήδη  από τον ειδικό λογαριασμό του ν. 536/1945, θα μισθοδοτούνται έκτοτε από τον τακτικό κρατικό προϋπολογισμό.

          Έτσι λοιπόν θεσμοθετήθηκε ο εφημεριακός γεωργικός κλήρος και αφορούσε κάρπιμο ακίνητο (Καράσης σε Γεωργ-Σταθ. υπο 1142.7) και όχι εν κάποιο γένει «εφημεριακό ακίνητο», ακριβώς για να δοθεί η δυνατότητα στον εφημέριο που θα τοποθετεί σε ενοριακό Ναό της Ελληνικής επαρχίας, να  καλλιεργεί και να καρπώνεται ακίνητα του Ι.Ν προς το σκοπό της οικονομικής του αυτάρκειας, του ενοριακού Ι.Ν απαλλασσομένου προφανώς από την υποχρέωση καταβολής εισφοράς (25% αρχικά και 35% από το 1968 επί των ακαθαρίστων εσόδων) στον ανωτέρω λογαριασμό για την πληρωμή του μισθού του εφημέριου, κάτι που οπωσδήποτε επιρρωνύεται και από το γράμμα του ανωτέρω άρθρου 28 Αγρ.Κ που ευθέως ορίζει τον σκοπό της παραχώρησης, ήτοι «πρός καλλιέργειαν και κάρπωσιν αμισθί υπό του εκάστοτε εφημερίου», άνευ τινός περιορισμού ή άλλης αναφοράς σε ειδικά ωφελήματα.

          Πάντως, είτε στη μία περίπτωση (επικαρπία), είτε στην άλλη (π.π.δ), η σχέση κυριότητας, νομής και κατοχής στο ακίνητο, διαπλάθονταν εμπραγμάτως ως εξής, ήτοι: α) ο δουλειούχος εκάστοτε ιερέας, δυνάμει του δικαιώματός του, ασκούσε την οιονεί νομή στο πράγμα, δηλ. την μερική φυσική εξουσίαση με διάνοια του περιορισμένου εμπραγμάτου δικαιώματος του και φυσικά είχε την κατοχή του πράγματος. β) ο κύριος (ΝΠΔΔ του οικείου Ι.Ν) κατά την ΑΚ 980, ασκούσε τη καθολική νομή του πάνω στο πράγμα «μέσω άλλου», δηλ. του δουλειούχου. (Α. Γεωργιάδη, ό.α παρ. 16.15, παρ. 75.30 και για την επικαρπία ΑΚ 1147, Γεωργ-Σταθ. υπο 1147.1 επ.).

          Σημειώνεται ότι και προ της θέσης σε ισχύ του Αγρ. Κ (1949), κατά το άρθρο 2 του ν. 2200/20-1-1940, ο ενοριακός Ναός αποτελούσε ομώνυμον του ενοριακού Ναού νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου εις ό και ανήκε (βλ. και Κανονισμό υπ΄ αριθμ. 2/1969 της Ιεράς Συνόδου) και δεν αναγνωρίζονταν με καμία διάταξη αυτού (όπως και με τον ν. 590/1977) ο εφημέριος του Ι.Ν ως δικαιούχος ή φορέας άσκησης, ατομικά οποιουδήποτε εμπράγματου δικαιώματος ομού μετά της Εκκλησιαστικής Επιτροπής ή Συμβουλίου ή πολύ περισσότερο, κατ` αποκλεισμό αυτών. (Πρωτ.Ρεθύμνης 18/1949, ΕΕΝ, 1949, 419).

          Επιπλέον, πότε δεν είχε θεωρηθεί (είτε από την επιστήμη, είτε νομολογιακά, είτε με αυθεντική ερμηνεία της σχετικής διάταξης, αλλά και αυτών των άρθρων 163 και 198 του ιδίου κώδικα που αναφέρθηκαν. βλ. ανωτέρω νομολογία), ακόμη και από την ισχύ του άρθρου 28 Αγρ.Κ, ότι η παραχώρηση του κλήρου από αναδασμό στον εφημέριο με βάση τον προβλεπόμενο τύπο του παραχωρητηρίου, συνιστά μεταβίβαση της κυριότητας του κτήματος σ` αυτόν (και μάλιστα κατά πρωτότυπο τρόπο. ΑΠ 1236/1982 κλπ) και όχι στην «Εκκλησιαστική Επιτροπή» (ενν. στο νομικό πρόσωπο του Ι.Ν, όργανο διοίκησης του οποίου αποτελεί μετά το ν. 577/1990, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο). Συναφώς ποτέ δεν ετέθη και ζήτημα περί ύπαρξης δικαιώματος και εξουσίας διάθεσης αυτού από τον εκάστοτε ιερέα,  είτε με καθολική (διαθήκη) είτε με ειδική διαδοχή (π.χ πώληση του κτήματος).

          Μετά δε το ν. 590/1977 (άρθρα 1.4 και 36 σε συνδυασμό με άρθρο 2 Κανον. 8/1979), είναι πλέον αναμφισβήτητο ότι την κυριότητα έχει το ΝΠΔΔ του ενοριακού Ι.Ν, την διαχείριση δε της περιουσίας του, έχει το όργανο που τον εκπροσωπεί κατά νόμω, δηλ. το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο (πρώην Εκκλησιαστική Επιτροπή).

          Συνεπώς σύμφωνα με το ανωτέρω παραχωρητήριο της Νομαρχίας Λάρισας, και δεδομένου ότι το άρθρο 28 Αγρ.Κ δεν είχε καταργηθεί κατά το χρόνο έκδοσης και μεταγραφής αυτού, η κυριότητα και νομή περιήλθαν στον ενοριακό ναό (νπδδ) και όχι στον εκάστοτε ιερέα και απλά συστάθηκε υπέρ του εκάστοτε ιερέως, είτε επικαρπία, είτε περιορισμένη προσωπική δουλεία. 

3.       Το ερώτημα το οποίο φυσικώ τω λόγω, ανακύπτει μετά ταύτα, είναι εάν η κατά τον ανωτέρω τρόπο συσταθείσα προσωπική δουλεία υπέρ του εκάστοτε ιερέως, ισχύει μέχρι σήμερα ή εάν έχει καταργηθεί, ομού με την κατάργηση του άρθρου 28 Αγρ.Κ από το 2003, ή έστω με την κατάργηση συνολικά του ανωτέρω Κώδικος από το 2012. Ειδικότερα:

          Με το άρθρο 35 ν. 3147/2003 (ΦΕΚ Α 135/5.6.2003) «Ρύθμιση θεμάτων αγροτικής γης, επίλυση ζητημάτων αποκατασταθέντων και αποκαθισταμένων κτηνοτρόφων και άλλες διατάξεις», καταργήθηκε, όπως ειπώθηκε, η διάταξη του άρθρου 28 του Αγρ.Κ. Με το άρθρο 37 αυτού ορίστηκε ότι «Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται σε αυτές.». Στο ανωτέρω άρθρο 35, δεν ορίστηκε κάτι διαφορετικό, δηλ. δεν ορίστηκε καθ` οιονδήποτε τρόπο, αναδρομική εφαρμογή του.

          Αλλά και συνολικά οι διατάξεις του Αγρ.Κ, καταργήθηκαν με το άρθρο 37.1 του ν. 4061/2012 (ΦΕΚ Α' 66/22/03/2012). Ούτε και εδώ ορίστηκε αναδρομική εφαρμογή, κάποιας διάταξης αυτού, αφού με το άρθρο 44 αυτού ορίστηκε ότι «Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».

          Είναι γνωστό ότι με βάση την γενική αρχή του δικαίου περί μη αναδρομικότητας των νόμων η οποία καθιερώνεται στο άρθρο 2 ΑΚ, ο νέος νόμος ισχύει για το μέλλον και έτσι εφαρμόζεται για δικαιώματα και υποχρεώσεις που γεννώνται μετά την ισχύ του, ενώ τα ήδη γεγενημένα διέπονται από το δίκαιο που ίσχυε. Η οποιαδήποτε πρόβλεψη αναδρομικής ισχύος του νέου νόμου, θα τελούσε σε κάθε περίπτωση υπό τον έλεγχο των σχετικών συνταγματικών διατάξεων, ιδίως αυτής της ισότητας (4Σ) και της αρχής της μη προσβολής των δικαιωμάτων τρίτων. (πάγια νομολογία, ΟλΑΠ 40/1998, ΟλΑΠ 654/1984 κλπ, ΝΟΜΟΣ)

          Συνάγεται λοιπόν ότι η έννομη συνέπεια από την ισχύ των ανωτέρω νόμων και μετά την κατάργηση και του άρθρου 28 Αγρ.Κ από το 2003, για το ζήτημα του εφημεριακού κλήρου που εδώ ενδιαφέρει, δεν είναι ότι αναδρομικά «ακυρώνεται» το ανωτέρω παραχωρητήριο-διοικητική πράξη και ότι ανατρέπονται αναδρομικά οι έννομες συνέπειες της, αλλά ότι εφεξής (από το 2003), ο εκάστοτε τοποθετούμενος ως εφημέριος, ιερέας του οικείου Ι.Ν, δεν μπορεί να επικαλείται το ανωτέρω δικαίωμα προσωπικής δουλείας πλήρους χρήσης και κάρπωσης που του παρείχε με την συστατική πράξη η θεσμοθέτηση του εφημεριακού κλήρου, γιατί αυτός καταργήθηκε. Επιπλέον και ότι, καταργηθείσης της διάκρισης του εφημεριακού κλήρου, δεν υπάρχει περιθώριο στο μέλλον για παραχώρηση, διάθεση, κλπ γεωργικού ή αγροτικού κλήρου από διανομή ή αναδασμό υπέρ του εκάστοτε εφημερίου του Ι.Ν με πράξη του Περιφερειάρχη, αλλά ο τίτλος κυριότητας-παραχωρητήριο θα πρέπει να εκδίδεται στο όνομα του ΝΠΔΔ του Ι.Ν. Γιατί, όπως ειπώθηκε, ναι μεν οι προσωπικές δουλείες μπορούν να συσταθούν και από το νόμο ή την διοικητική πράξη απευθείας υπέρ του δικαιούχου, όπως έγινε και εδώ με τις διατάξεις του Αργ.Κ. δηλ. το άρθρο 28 αυτού, πλήν όμως αφού αυτό έχει καταργηθεί από το 2003, δεν υπάρχει έκτοτε το νομικό πλέον έρεισμα, όχι μόνο για την σύστασή της (μετά το 2003), αλλά και για την ύπαρξή της στο μέλλον στο πρόσωπο του εκάστοτε ιερέα και συναφώς για την άσκηση του δικαιώματος της δουλείας (χρήσης και κάρπωσης) από τον εκάστοτε τοποθετούμενο μετά το 2003, εφημέριο. Γι` αυτό άλλωστε και η διάταξη 7 του ΝΔ 1189/72, που ουσιαστικά δεν όριζε κάτι διαφορετικό, αλλά ότι «1. Η κυριότης του κατά τα άρθρα 28 και 163  του  Αγροτικού  Κώδικος παραχωρηθέντος ή παραχωρουμένου εφημεριακού κλήρου, μεταβιβάζεται εις την οικείαν Εκκλησιαστικήν Επιτροπήν…,» καταργήθηκε με τον ίδιο ν. 4061/2012 ως περιττή.

          Η ανωτέρω ερμηνεία είναι η μόνη ορθή συστηματολογικά, μεθοδολογικά και σύμφωνη και με το πνεύμα και τον σκοπό του νόμου γιατί α) μετά το 2003, λόγω της κατάργησης δεν υπάρχει το νομικό πλαίσιο του εφημεριακού κλήρου για να μπορεί να ασκήσει κάποιο τέτοιο προσωπικό δικαίωμα ο τοποθετούμενος εφημέριος  και β) γιατί την συγκεκριμένη προσωπική δουλεία, δεν μπορεί να την μεταβιβάσει στον νέο (μετά το 2003) εφημέριο ο παλαιός μέχρι τότε εφημέριος δικαιούχος, έτσι ώστε να θεωρηθεί δήθεν ότι ο νέος τοποθετηθείς μετά το 2003  ασκεί, παρά την κατάργηση, δικαίωμα που του μεταβιβάστηκε από τον προηγούμενο (προ του 2003) δικαιούχο.  Κι αυτό γιατί ι) η επικαρπία είναι προσωπική δηλ. έχει πάντα τον χαρακτήρα προσωπικής εύνοιας και εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του επικαρπωτή (Α.Γεωργιάδης, ό.α παρ. 76.1) και για αυτό, εφόσον δεν ορίστηκε ως μεταβιβαστή από την ανωτέρω συστατική πράξη, δεν επιτρέπεται η μεταβίβασή της (ΑΚ 1166, ό.α Α. Γεωργιάδης), ιι)  σύμφωνα με την δικαιολογητική βάση και το σκοπό του νόμου (28Αγρ.Κ), ήταν απολύτως βέβαιο ότι η επικαρπία ως προσωπικό δικαίωμα υπέρ του εκάστοτε ιερέως, είχε ορισμένη διάρκεια, ίση με το χρόνο που και ο ιερέας είναι εφημέριος του οικείου Ι.Ν. [βλ. Ε.Καραμανώλης, υπο την ΕιρΓεβ 2/1984, ό.α, Άλλωστε εδώ βάσιμα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η δουλεία συστάθηκε με την σχετική διαλυτική προθεσμία υπέρ του εκάστοτε ιερέως, δηλ. το δικαίωμα να είναι υπαρκτό στο πρόσωπο του δικαιούχου από την συστατική πράξη, αλλά τα αποτελέσματα «παύουσιν αφ` ωρισμένου χρονικού σημείου (διαλυτική προθεσμία)» (210, 202 ΑΚ), όταν δηλ. παύσει να είναι ιερέας-εφημέριος του οικείου Ι.Ν, οπότε και υφίσταται γενικός λόγος απόσβεσης της δουλείας λόγω της πλήρωσης της διαλυτικής προθεσμίας, οπότε «άμα ως συμβεί το γεγονός παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προτέρα κατάσταση» (ΑΚ 202, Δακορώνια σε Γεωργ-Σταθ. υπο 1134.2, Α. Γεωργιάδης, ό.α, παρ. 76.12, παρ. 74.2 όπου και νομολογία)]. Οπότε και μετά την τοιαύτη λήξη της στο πρόσωπο του εφημέριου, η οποία προφανώς συμπίπτει με το χρονικό σημείο απομάκρυνσής του από την θέση του εφημέριου (και ανεξάρτητα από την τοποθέτηση νέου), οφείλει την απόδοση των ακινήτων. Συνεπώς  λόγω λήξης-απόσβεσης του προσωπικού δικαιώματος, δεν θα μπορούσε να μεταβιβαστεί σε εφημέριο που τοποθετήθηκε μετά το 2003 και την κατάργηση του εφημεριακού κλήρου, το προσωπικό δικαίωμα του προηγούμενου, αφού θα είχε αποσβεσθεί στο πρόσωπο του τελευταίου.    

          Συνεπώς, μετά την κατάργηση (2003) ο νέος τοποθετούμενος δεν έχει κανένα προσωπικό δικαίωμα δουλείας επι εφημεριακού κλήρου αφού αυτός καταργήθηκε και δεν είναι δυνατή σ` αυτόν η μεταβίβαση του προσωπικού δικαιώματος του προηγούμενου (άλλωστε στην περίπτωση αυτή θα επρόκειτο για, εις το διηνεκές μεταβίβαση, παρά την κατάργηση του δικαιώματος από το νόμο, που θα επέφερε εκφυλισμό της κυριότητας και θα προσέκρουε και στο Σύνταγμα. 17.1). Όμως δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών (επικαρπωτή, ψιλού κυρίου) έναντι αλλήλων μέχρι το χρόνο κατάργησης, εξακολουθούν φυσικά να διέπονται από το δίκαιο που ίσχυε (π.χ αξιώσεις του επικαρπωτή μέχρι τότε για έκτακτες δαπάνες κατά την ΑΚ 1153, ή αξιώσεις του κυρίου για πληρωμή τακτικών δημοσίων βαρών του ακινήτου κατά την ΑΚ 1155, εφόσον δεν έχουν υποκύψει σε παραγραφή).

          Η μόνη περίπτωση κατά την οποία, παρά την κατάργηση από το 2003 του εφημεριακού κλήρου, μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις του παλαιού δικαίου για τον σημερινό εφημέριο, είναι αυτός να ήταν δικαιούχος της ανωτέρω προσωπικής δουλείας προ του 2003 και να συνεχίζει και σήμερα ακόμη το ίδιο πρόσωπο να είναι εφημέριος (εφόσον φυσικά ότι δεν επήλθε ήδη απόσβεση της δουλείας για κάποιο άλλο νόμιμο λόγο, όπως παραίτηση, αχρησία κλπ).  Γιατί όπως ελέχθη, δεν καταργήθηκε ο εφημεριακός κλήρος αναδρομικά. Τούτο άλλωστε θα ήταν παντελώς έξω από το πνεύμα του νόμου και οπωσδήποτε θα προκαλούσε και ζήτημα αντισυνταγματικότητας και προσβολής ήδη γεννηθέντων δικαιωμάτων τρίτων, που είναι ανεπίτεπτο, γιατί με την αναδρομική κατάργηση του εφημεριακού κλήρου, θα ανατρέπονταν αναδρομικά και οι έννομες συνέπειές του, του εφημερίου υποχρεουμένου στην περίπτωση αυτή, στην απόδοση π.χ των ωφελημάτων-καρπών για όλο το διάστημα της άσκησης της επικαρπίας, κάτι που φυσικά δεν επιθυμούσε ο νομοθέτης και γι` αυτό δεν όρισε την αναδρομική εφαρμογή.

          Με την κατάργηση, άπασες οι χρησιμότητες και ωφέλειες για τις οποίες παρείχε εξουσία η δουλεία στον εκάστοτε ιερέα, «επανακάμπτουν» στον κύριο του ακινήτου, δηλ. στο ΝΠΔΔ του Ι.Ν, την διαχείριση της περιουσίας του οποίου έχει φυσικά το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο εντός των πλαισίων που διαγράφει ο ανωτέρω Κανονισμός, ο ν. 590/1977,  αλλά και πλέον ο ν. 4235/2014. Τονίζεται ότι η, μετά την κατάργηση, τυχόν εξακολούθηση της χρήσης και κάρπωσης των ακινήτων (φυσική εξουσίαση-κατοχή) από τον όποιο εφημέριο, εφόσον ενεργεί και με διάνοια κυρίου, μπορεί να οδηγήσει, με την πλήρωση των νομίμων προϋποθέσεων (20ετία) και στην απώλεια ακόμη του δικαιώματος κυριότητας του κυρίου Ι.Ν. (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία).

4.       Το καθεστώς διοίκησης, διαχείρισης και αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας των Ενοριών και των Ενοριακών Ναών σήμερα διέπεται από τον Κανονισμό 8/1979 (ΦΕΚ Α` 1/1980) σε συνδυασμό με τον Κανονισμό 263/2014 (ΦΕΚ Α` 272/2014) της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και το ν. 4235/2014. Εκ προοιμίου δε σημειώνεται ότι, ελλείψει σχετικής πρόβλεψης, το άρθρο 16 παρ.1,2 του Κ. 8/1979 αποκλείει ως ειδικότερο την εφαρμογή της γενικής για τα ΝΠΔΔ διάταξης του άρθρου 59.4 του ΠΔ 715/1979 «Περί του τρόπου ενέργειας υπο των ΝΠΔΔ προμηθειών, μισθώσεων και εκμισθώσεων εν γένει» (Γνμδ ΝΣΚ 109/1992, Νομικό Δελτίο 24, 16, Δ.Η Νικολακάκης σε Νομοκανονικά ΙΓ`, τ.2, 11ος/2015, σελ.59, σημ. 48, όπου και περαιτέρω παραπομπές και νομολογία).

           Πέραν των όσων αναλυτικά ορίζει ο Κανονισμός 8/1979, στο άρθρο 68, παράγραφος 1, περ. 3 του άνω νόμου 4235/2014 ορίζεται ότι  «Τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 … υπάγονται στις διατάξεις που διέπουν τη Γενική Κυβέρνηση και τον δημόσιο τομέα ως προς την οργάνωση και διοίκηση τους, την εν γένει περιουσιακή και λογιστική διαχείριση τους, τους λειτουργούς και το προσωπικό τους, μόνον εφόσον αυτές το ορίζουν ρητά. Οι ισχύουσες διατάξεις, γενικές ή ειδικές, που ορίζουν ρητώς την κρατική εποπτεία επί των ανωτέρω νομικών προσώπων, τη διοίκηση και διαχείριση τους, το δημοσιονομικό και διαχειριστικό έλεγχο τους, καθώς και τη διαδικασία πρόσληψης και την υπηρεσιακή κατάσταση του κάθε είδους προσωπικού τους δεν θίγονται», ενώ στην περ. 6 του ιδίου άρθρου ορίστηκε ότι «Η παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 590/1977 (Α 146) αντικαθίσταται ως εξής:  «2. Ο τρόπος διοικήσεως, ελέγχου, διαφυλάξεως και καταγραφής λογιστικής διαχειρίσεως, αναθέσεως, εκπονήσεως και διενέργειας έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών, εκποιήσεως και εκμισθώσεως και γενικά κάθε ζήτημα της διαχειρίσεως και αξιοποιήσεως της περιουσίας κάθε νομικού προσώπου του άρθρου 1 παράγραφος 4 του παρόντος καθορίζεται, κατόπιν εισηγήσεως του επιχωρίου Μητροπολίτου ή του αρμοδίου οργάνου της Εκκλησίας της Ελλάδος (προκειμένου για την περιουσία που διοικεί και διαχειρίζεται), με Κανονισμούς της Δ.Ι.Σ. και βάσει των Ιερών Κανόνων, δημοσιευόμενων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως….»

          Επί των ανωτέρω σχετικώς διαλαμβάνει και η με αρ. πρωτ. 2652/5-6-2014 Εγκύκλιος ενημέρωση της Ι.Σ της Εκκλησίας της Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία «Ἡ νέα ρύθμισις διαιρεῖται εἰς τάς ἑξῆς δυνατότητας: Α. Ἕκαστον ἐκκλησιαστικόν νομικόν πρόσωπον τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 4 … δύναται νά εἰσηγηθῇ διά τοῦ ἐπιχωρίου Μητροπολίτου … τήν ἔγκρισιν καί ἔκδοσιν Κανονισμοῦ ὑπό τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου διά τόν τρόπον «διοικήσεως, ελέγχου, διαφυλάξεως και καταγραφής λογιστικής διαχειρίσεως, αναθέσεως, εκπονήσεως και διενέργειας έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών, εκποιήσεως και εκμισθώσεως και γενικά κάθε ζήτημα της διαχειρίσεως και αξιοποιήσεως της περιουσίας» του. Ὁ Κανονισμός δέον νά μήν παραβιάζῃ ἀπαγορεύσεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Συνεπῶς, ἐπιτρέπεται πλέον νά ἐκδίδωνται κανονισμοί διαχειρίσεως περιουσίας ἀνά Μητρόπολιν, ἀνά Μονήν, Ἐνορίαν, ἀνά Ἵδρυμα, ἀνά Προσκύνημα κ.λπ., καί ἕκαστον νομικόν πρόσωπον νά ἔχῃ ἰδικόν του Κανονισμόν διαχειρίσεως τῆς περιουσίας του. Δέν ἀπαγορεύεται, πρός οἰκονομίαν καί ἀσφάλειαν δικαίου, νά ψηφισθῇ ἀνά Ἱεράν Μητρόπολιν ἑνιαῖος Κανονισμός (π.χ. Κανονισμός ἔργων, προμηθειῶν, ὑπηρεσιῶν, μελετῶν, ἐκμισθώσεων, ἐκποιήσεων) περί τῆς διαχειρίσεως τῆς περιουσίας τῆς Μητροπόλεως καί ἁπασῶν τῶν Ἐνοριῶν ἤ ἁπάντων τῶν Ἱδρυμάτων τῆς Μητροπόλεως…Τά ἀντικείμενα, τά ὁποῖα δύναται νά ρυθμίζουν οἱ ἐν λόγῳ Κανονισμοί εἶναι : α) ὁ τρόπος διοικήσεως τῆς περιουσίας, β) …, γ) … δ)… ε) … στ) ὁ τρόπος ἐκποιήσεως κινητῶν καί ἀκινήτων πραγμάτων τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας (π.χ. ἁρμόδια ὄργανα, πότε ἐπιτρέπονται ἀπ' εὐθείας ἐκποιήσεις, δωρεαί, ἀνταλλαγαί ἐκκλησιαστικῶν ἀκινήτων, πῶς διενεργοῦνται οἱ διαγωνισμοί), ζ) ὁ τρόπος ἐκμισθώσεως κινητῶν καί ἀκινήτων περιουσιακῶν στοιχείων (ἤ καί ὁ συνδυασμός τῶν παραπάνω τρόπων π.χ. ἐκμίσθωσις πράγματος εἰς τρίτον μέ συμφωνίαν πωλήσεως (leasing) ἤ ἡ ἀντιπαροχή ἀκινήτου), γ) καί γενικῶς πᾶν ζήτημα τῆς διαχειρίσεως καί ἀξιοποιήσεως τῆς περιουσίας τοῦ νομικοῦ προσώπου (ἐπιτρέπεται νά προβλεφθοῦν εἰς τόν Κανονισμόν ὁποιοιδήποτε τρόποι ἀξιοποιήσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας)…Οἱ ἐν λόγῳ Κανονισμοί ἀποκτοῦν νόμιμον ἰσχύν ἀπό τῆς δημοσιεύσεώς των διά τῆς Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως.» 

          Σημειώνεται εδώ ότι «η δωρεάν παραχώρηση εμπράγματων δικαιωμάτων ή κατοχής επί εκκλησιαστικών…ακινήτων», σύμφωνα με το εδ.α` της παρ. 3 του άρθρου 47 ν. 590/1997 (όπως η παράγραφος αυτή είχε αντικατασταθεί με τη παρ.8 άρθρου 68 Ν.4235/2014,ΦΕΚ Α 32,και το εδ.α` ήδη αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 51 παρ.4-5 Ν.4301/2014,ΦΕΚ Α 223/7.10.2014), «Επιτρέπεται προς εκπλήρωση των σκοπών της παρ. 1 του παρόντος άρθρου», δηλ. αφορά «Τα εκκλησιαστικά ακίνητα, επί τω οποίων έχουν ανεγερθή οικοδομαί, χρησιμοποιούμενα ως γραφεία Μητροπόλεων ή ενοριακών Ναών…», για τα οποία προφανώς δεν πρόκειται εδώ. Όσον αφορά δε την παρ. 5 του ιδίου άρθρου 47 ν. 590/1977 σύμφωνα με την οποία  «Επιτρέπεται η σύσταση δικαιώματος επιφάνειας στα ακίνητα των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου του παρόντος νόμου, κατά ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 18- 26 του ν. 3986/2011 (Α 152).», η οποία προστέθηκε με την παρ.9 άρθρου 68 Ν.4235/2014, ΦΕΚ Α 32/11.2.2014, λεκτέον ότι  σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ.1 του ν 3986/11 (όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ.12α άρθρου τρίτου Ν.4092/2012,ΦΕΚ Α 220/8.11.2012), «Επιφάνεια» είναι το εμπράγματο δικαίωμα φυσικού ή νομικού προσώπου να κατασκευάζει κτίσμα σε έδαφος κτήματος που είναι, κατά το χρόνο σύστασης του δικαιώματος, δημόσιο, κατά την έννοια της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου και να ασκεί στο κτίσμα αυτό ή σε κτίσμα ήδη κατασκευασμένο σε τέτοιο κτήμα τις εξουσίες, που παρέχει το δικαίωμα της κυριότητας.», οπότε και πάλι δεν αφορά τον εφημεριακό κλήρο και επιπλέον δεν μπορεί να συσταθεί το άνω δικαίωμα εάν η κυριότητα επί του εδάφους βαρύνεται με επικαρπία.

          Συνεπεία των ανωτέρω λεκτέα τα εξής, ήτοι:

          α) Αρχικώς παρατηρείται, με βάση και τον σκοπό  του ανωτέρω «μνημονιακού» νόμου 4235/2014, ότι διευρύνεται η δυνατότητα διενέργειας διαχειριστικών πράξεων με στόχο την «αξιοποίηση» της ακίνητης περιουσίας των ανωτέρω νομικών προσώπων, ενώ ο ανωτέρω Κανονισμός 8/1079, δεν προκύπτει ότι καταργήθηκε. 

          β) Μετά την κατάργηση του εφημεριακού κλήρου και την επανένωση της επικαρπίας στην κυριότητα του ενοριακού Ι.Ν, η αξιοποίησή του ως ενοριακής περιουσίας με τις διαχειριστικές πράξεις της σύστασης και μεταβίβασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων και της εκμίσθωσης, διενεργείται στα πλαίσια των ρυθμίσεων των ανωτέρω νομοθετημάτων.

          γ) Επειδή ο θεσμός του εφημεριακού κλήρου καταργήθηκε (και δεν υφίσταται ούτε και ο σκοπός του νόμου για την εξακολούθηση της ύπαρξής του βλ. ανωτέρω), είναι σαφές ότι στα πλαίσια διαχείρισης της ακίνητης περιουσίας του Ι.Ν, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο δεν μπορεί, στα πλαίσια του ανωτέρω νομοθετικού πλαισίου, να συστήσει εκ νέου (π.χ με συμβολαιογραφική πράξη και μεταγραφή) την ίδια και για τον ίδιο σκοπό, π.π.δ, ή επικαρπία υπέρ του εκάστοτε ιερέως (πολλώ δε μάλλον όταν αυτός μισθοδοτείται) επαναφέροντας έτσι δια της πλαγίας οδού εκ νέου τον καταργηθέντα εφημεριακό κλήρο, πέραν του ότι δεν νοείται και δημοπρασία για την σύσταση κάποιας τέτοιας δουλείας από τον μοναδικό τοποθετηθέντα εφημέριο στον Ι.Ν, αφού η παρ. 4 του άρθρο 16 του Κανονισμού 8 της 28.9.79/5.1.80 Περί Ιερών Ναών και Ενοριών (ΦΕΚ Α' 1/1980) ορίζει ότι «Πάσα εκποίησις ακινήτου ή κινητού του Ι. Ναού, ως και η σύστασις εμπραγμάτου δικαιώματος επί του ακινήτου αυτού, γίνεται δια δημοπρασίας…».

          δ) Ωστόσο, δεν φαίνεται να εμποδίζεται με βάση το ανωτέρω νομοθετικό πλαίσιο, η συμβατική μεταβίβαση της νομής των ακινήτων του Ι.Ν κατά την ΑΚ 976, δηλ. με παράδοση αυτής (με παράδοση της φυσικής εξουσίας στον νομέα) μετά από συμφωνία με τον μέχρι τώρα νομέα Ι.Ν. (βλ. ανωτέρω ΕιρΓρεβ 82/1984, ΕλλΔνη 1985, 762, που δέχθηκε ότι η νομή ως δεκτική καθολικής και ειδικής διαδοχής μεταβιβάζεται με απλή συναίνεση και παράδοση στον εφημέριο του χωριού που αποκτά έτσι κατά παράγωγο τρόπο -ΑΚ 976). Και αυτό γιατί στα ανωτέρω νομοθετήματα και ιδίως στον Κ. 8/79 που ρυθμίζει εξαντλητικά τις περιπτώσεις, δεν υπάρχει καμία αναφορά σ` αυτή την περίπτωση, δηλ. της συμβατικής μεταβίβασης της νομής. Ως γνωστό η νομή δεν θεωρείται εμπράγματο δικαίωμα (αντί άλλων Α. Γεωργιάδης, ό.α παρ. 14.42,43) και έτσι η τοιαύτη μεταβίβαση της νομής δεν μπορεί να υπαχθεί στις διατυπώσεις της δημοπρασίας κλπ. Όμως, επειδή η νομή ως προστατευόμενη πραγματική κατάσταση, αλλά και ως δικαίωμα, προϋποθέτει διάνοια κυρίου, δηλ. άσκηση φυσικής εξουσίας με πρόθεση κυριότητας (από τον αποκτώντα νομέα, αφού διαφορετικά θα είχε μόνο κατοχή), οδηγεί και σε διάπλαση κυριότητας στο πρόσωπό του και δεν γεννά απλώς ενοχικά δικαιώματα. Και ναι μεν η παράδοση της νομής σε άλλον, από εκείνον που είναι κύριος του πράγματος, δεν εξαρτάται από την μεταβίβαση και της κυριότητας και την ύπαρξη και το κύρος νόμιμης αιτίας (ΕφΘες 756/1985, ΝΟΜΟΣ), πλήν όμως είναι δύσκολο να νοηθεί ο, με συμβατική μεταβίβαση της νομής, αποχωρισμός της νομής από την κυριότητα, χωρίς κάποια υποκείμενη έγκυρη και ισχυρή νόμιμη αιτία, τέτοιας μορφής που στο σύστημα της οριστικής ρύθμισης του εμπραγμάτου δικαιώματος της κυριότητας, θα συνιστούσε την νόμιμη αιτία διάθεσης της τελευταίας (π.χ πώληση, ανταλλαγή, δωρεά, συμβιβασμός κλπ). Άλλο λοιπόν η συμφωνία μεταβίβασης της νομής κατά την ΑΚ 976, περιεχόμενο της οποίας είναι ότι ο μέχρι τώρα νομέας συμφωνεί με τον αποκτώντα ότι ο πρώτος εγκαταλείπει τη νομή και την αποκτά ο δεύτερος και άλλο η δικαιοπραξία που αποτελεί την αιτία παράδοσης της νομής που μπορεί να συνομολογούνται συγχρόνως (Α. Γεωργιάδης, ό.α παρ. 14. 5 επ, 18. 16). Κτήση νομής χωρίς την τοιαύτη αιτία (την δικαιοπραξία που αποτελεί την αιτία της κτήσης), έχει π.χ ο κλέφτης κινητού που έχει την πρόθεση να είναι κύριός του, ή αυτός που απέκτησε κατοχή και έχει την διάνοια κυρίου, αλλά δεν απέκτησε κυριότητα, λόγω π.χ της ακυρότητας της δικαιοπραξίας (της πώλησης κλπ). Με άλλα λόγια έχει νόημα η μεταβίβαση της νομής με συμφωνία (και άτυπη ακόμα) ως μία προσωρινή κατάσταση επι τη προόψει οριστικής κτήσης εμπραγμάτου δικαιώματος κυριότητας από τον αποκτώντα με χρησικτησία (και γι` αυτό προστατεύεται αυτοτελώς ως πραγματική κατάσταση μέχρι να οδηγήσει στην οριστική κτήση. Α. Γεωργιάδης, ό.α παρ. 14. αρ.5-8). Ανάλογα ισχύουν και για την οιονεί νομή, δηλ. την νομή που ασκείται με διάνοια όχι κυρίου, αλλά δικαιούχου περιορισμένου εμπραγμάτου δικαιώματος. Συνεπώς ναι μεν η «διαχείριση» της νομής με την έννοια της μεταβίβασης αυτής με συμφωνία στον αποκτώντα (976ΑΚ) δεν εμπίπτει στους περιορισμούς που θέτει το ανωτέρω άρθρο 16 του Κανονισμού γιατί δεν είναι εμπράγματο δικαίωμα και δύναται καταρχήν να μεταβιβαστεί, πλην όμως, τούτο θα προϋποθέτει έγκυρη και νόμιμη δικαιοπραξία που θα αποτελεί την αιτία παράδοσης της στον αποκτώντα (π.χ εκάστοτε εφημέριο), οπότε και δύσκολα μπορεί να νοηθεί κάποια τέτοια που τελικά να μην εμπίπτει στις ρυθμίσεις του άνω Κανονισμού (εκποίηση και εν γένει διάθεση, σύσταση εμπραγμάτου άλλου δικαιώματος).

          ε) στον ανωτέρω Κ. 8/1979, επίσης δεν διαλαμβάνεται περί της μεταβίβασης της κατοχής των ακινήτων δυνάμει ενοχικής συμβάσεως χωρίς αντάλλαγμα (με αντάλλαγμα θα ήταν μίσθωση), δηλ. την περίπτωση κυρίως του χρησιαδανείου κατά την ΑΚ 810, σύμφωνα με την οποία «Με τη σύμβαση του χρησιδανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους (χρήστης) παραχωρεί στον άλλο τη χρήση πράγματος χωρίς αντάλλαγμα  και αυτός  (χρησάμενος)  έχει υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα μετά τη λήξη  της σύμβασης

          Ήδη ο Κανονισμός Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος 318/2020 - ΦΕΚ 121/Α/22-6-2020 «Περί εκμισθώσεων, εκποιήσεων και εν γένει διαχειρίσεως της περιουσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος» (που διέπει πάντως σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτού, τα ζητήματα της διαχειρίσεως και αξιοποιήσεως της περιουσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (εν στενή εννοία Εκκλησία της Ελλάδος), στο άρθρο 3 αυτού ορίζει ότι «1. Στις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού υπάγονται: α) οι εκμισθώσεις κινητών ή ακινήτων, συμπεριλαμβανομένων των αγροτεμαχίων, δασών, λατομείων κ.λπ., που ανήκουν κατά κυριότητα στην Εκκλησία της Ελλάδος ή των οποίων η διοίκηση, διαχείριση, χρήση και εκμετάλλευση έχει περιέλθει στην Εκκλησία της Ελλάδος με νόμο, σύμβαση ή οποιαδήποτε άλλη έννομη σχέση,  β) …γ) η παραχώρηση ενοχικού δικαιώματος επί ακινήτων της ανωτέρω περιπτώσεως α) έναντι ανταλλάγματος με ταυτόχρονη μίσθωση των ίδιων ακινήτων και η παραχώρηση ενοχικού δικαιώματος επί ακινήτων της ανωτέρω περιπτώσεως α) με ταυτόχρονη συμφωνία κατασκευής επ` αυτών κτιρίων ή επισκευής ήδη υφιστάμενων επ` αυτών κτιρίων και μίσθωση των ίδιων κτιρίων (lease -leaseback),  δ) οι παραχωρήσεις χρήσεως άνευ ανταλλάγματος ακινήτων της ανωτέρω περιπτώσεως α)». Στα άρθρα 12 και 13 αυτού ρυθμίζονται ειδικότερες περιπτώσεις παραχώρησης (με ή χωρίς αντάλλαγμα) και για ειδικούς σκοπούς. Από την επισκόπηση επίσης τέτοιων συνταχθέντων και δημοσιευθέντων Κανονισμών με βάση τις ανωτέρω νέες ρυθμίσεις (ν. 4235/14) από διάφορες Ι. Μητροπόλεις, προκύπτει ότι ακολουθείται ένα πρότυπο με σχεδόν πανομοιότυπη ρύθμιση, εν είδει αντιγραφής των σχετικών ρυθμίσεων, χωρίς μέριμνα ρύθμισης ειδικότερων περιπτώσεων, ιδίως των εμπραγμάτων δικαιωμάτων που εν πολλοίς αγνοούνται, αλλά και της χωρίς αντάλλαγμα χρήσης, με ρυθμίσεις που στην τελευταία περίπτωση είναι τουλάχιστον ασαφείς, αν όχι αντιφατικές, γιατί η παραχώρηση χρήσης με αντάλλαγμα, θα συνιστά μίσθωση.

          Από τις διατάξεις, αλλά και τον σκοπό του ανωτέρω μνημονιακού νόμου 4235/2014, προκύπτει όπως ελέχθη, ότι αφίεται ευρύ περιθώριο πράξεων διαχείρισης της ακίνητης περιουσίας των εν αυτή αναφερομένων ΝΠΔΔ, προς τον σκοπό όμως της αξιοποίησης αυτής και μάλιστα κατόπιν εισήγησης του επιχώριου Μητροπολίτη, χωρίς και πάλι να προκύπτει ότι απαγορεύεται ειδικά ο εδώ εξεταζόμενος τρόπος αξιοποίησης. Και πράγματι αυτός ο σκοπός, δεν θα μπορεί να επιτευχθεί εάν δεν ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις π.χ της περιοχής του ακινήτου, του σκοπού του, της χρήσης του, της δυνατότητας εκμετάλλευσής του κλπ, που δεν είναι ίδια για όλα τα ακίνητα της Χώρας. Στα πλαίσια αυτά είναι φανερό ότι η παραχώρηση της χρήσης του ακινήτου άνευ ανταλλάγματος σε συγκεκριμένη περίπτωση και για συγκεκριμένο διάστημα, μπορεί πράγματι να είναι ωφέλιμη για τον κύριο και ο καλύτερος δυνατός τρόπος αξιοποίησής του κτήματος. Τούτο π.χ θα συμβαίνει στην περίπτωση αγροτικού ακινήτου που παραμένει ακαλλιέργητο, οπότε και απομειούται και η μισθωτική του αξία στις συναλλαγές και έτσι η παραχώρηση της χρήσης άνευ ανταλλάγματος, θα προέβαλλε ως καλύτερος τρόπος αξιοποίησης επ` ωφελεία του κυρίου, αφού άλλωστε ο χρησάμενος (που θα ελάμβανε π.χ το χόρτο του ακινήτου μετά από το καθάρισμα του ακινήτου για τροφή των ζώων του) θα έφερε και το βάρος των δαπανών συντήρησης αυτού.   

          Συνεπώς θεωρώ ότι είναι δυνατή η παραχώρηση της κατοχής (χρήσης) άνευ ανταλλάγματος δυνάμει σύμβασης χρησιδανείου, αφού δεν υπάρχει ρητή διάταξη που να απαγορεύει αυτή ως τρόπο διαχείρισης, πάντα όμως υπο την προϋπόθεση ότι η τοιαύτη παραχώρηση συντελεί στην συγκεκριμένη περίπτωση, στην αξιοποίηση της ακινήτου περιουσίας του Ι.Ν για συγκεκριμένο διάστημα και δεν προκαλεί οποιαδήποτε επιβάρυνση, απομείωση της αξίας κλπ, του ακινήτου. Άλλωστε τίποτα δεν εμποδίζει σ` αυτή την περίπτωση την συμφωνία για το περιεχόμενο της χρήσης από τον χρησάμενο,  αφού ληφθεί υπόψη το είδος και ο προορισμός του ακινήτου, εις τρόπον ώστε να διασφαλιστεί ο εκφυλισμός της κυριότητας και να προστατευτεί το δικαίωμα ελέγχου του κυρίου. 

         5.       Αφού όπως ελέχθη, αληθής κύριος και νομέας του «εφημεριακού κλήρου» ήταν και είναι το ΝΠΔΔ του οικείου Ι.Ν, ενώ ο εφημεριακός κλήρος καταργήθηκε,  απομένει να διευκρινιστεί το ζήτημα της ανάκλησης ή διόρθωσης των στοιχείων του ανωτέρω παραχωρητηρίου ως προς το όνομα του αληθούς κυρίου (Ι.Ν). 

                       Με το άρθρο 22 του  ανωτέρω ν. 674/1977 ορίζονται τα εξής:

             «1. Μετά την κύρωση του αναδασμού, με απόφαση του οικείου Περιφερειάρχη, διορθώνονται τα στοιχεία του αναδασμού στις παρακάτω περιπτώσεις: α) σε εφαρμογή αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, β) σε περίπτωση αντικείμενης στο νόμο ή εσφαλμένης καταχώρησης, εφόσον αυτό προκύπτει κατ αναμφισβήτητο τρόπο από τη διαδικασία του αναδασμού και γ) σε περίπτωση διαπίστωσης τεχνικών σφαλμάτων, όσον αφορά τα όρια και το εμβαδόν αγροτεμαχίου. δ) όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 3, όπως ισχύει. ε)…. Για τη διόρθωση των στοιχείων του αναδασμού παρέχει γνώμη τριμελής Επιτροπή, που αποτελείται από έναν (1) Γεωπόνο ή Τεχνολόγο Γεωπόνο, έναν Διοικητικό ή Οικονομικό υπάλληλο και έναν Αγρονόμο Τοπογράφο Μηχανικό ή Πολιτικό Μηχανικό ή Τεχνολόγο Τοπογράφο ή Τεχνολόγο Δομικών Εργων, με τους αναπληρωτές τους, που υπηρετούν στην οικεία Περιφέρεια. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του οικείου Περιφερειάρχη.» *** Η παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε ως άνω  με το άρθρο 39 παρ.4 Ν.4235/2014, ΦΕΚ Α 32/11.2.2014,η δε περίπτωση δ΄ αυτής προστέθηκε με το άρθρο 33 παρ.1 Ν.4351/2015, ΦΕΚ Α 164/4.12.2015.

             2. Μετά την μεταγραφήν των οριστικών τίτλων κυριότητος (παραχωρητηρίων), επιτρέπεται η διόρθωσις ή ακύρωσις τούτων δι` αποφάσεως του οικείου Νομάρχου συνεπεία των δια της προηγουμένης

παραγράφου επερχομένων διορθώσεων των κτηματολογικών στοιχείων ή εφ` όσον διαπιστωθή οτι οι τίτλοι ούτοι δεν ανταποκρίνονται εις τα οικεία κτηματολογικά στοιχεία ή εξεδόθησαν παρά αναρμοδίας αρχής….Δεν επιτρέπεται η διόρθωση ή ακύρωση του τίτλου κυριότητας, εφόσον θίγονται δικαιώματα τρίτων. Επιτρέπεται η διόρθωση του λόγω αντιγραφικών σφαλμάτων.» *** Το τελευταίο εδάφιο της παρ.2 προστέθηκε με την παρ.6 άρθρ.15   Ν.3147/2003,ΦΕΚ Α 135/5.6.2003.

3. …

(3. Εκτός της περιπτώσεως αντιγραφικών σφαλμάτων, η κατά την προηγουμένην παράγραφον διόρθωσις ή ακύρωσις των τίτλων αποκλείεται εφ`όσον θίγονται δικαιώματα τρίτων νομίμως κτηθέντα ή παρήλθε τριετία από της μεταγραφής των. 4. Αποκλειομένης της διορθώσεως ή ακυρώσεως των τίτλων κατά τα εν τη προηγουμένη παραγράφω οριζόμενα πας αξιών δικαίωμα κυριότητος ή άλλο εμπράγματον δικαίωμα δικαιούται μόνον αποζημιώσεως παρά του υπέρ ου εξεδόθη το παραχωρητήριον). *** Οι ανωτέρω αρχικές παράγραφοι 3 και 4 ως ίσχυαν, ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΑΝ με το άρθρ.35 ι), Ν.3147/2003,ΦΕΚ Α 135/5.6.2003.)

            Έγινε όμως δεκτό (ΓνΝΣΚ 128/2004, 15/2007, ΑΠ 97/2019, ΕιρΧαν 120/2016, ΝΟΜΟΣ) ότι το ανωτέρω άρθρο 22, ως ισχύει από 5-6-2003 με την προσθήκη νέου εδαφίου στο τέλος της παραγράφου 2 και την κατάργηση των παραγράφων 3 και 4 αυτού με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3147/2003, τυγχάνει εφαρμογής μόνο για αναδασμό που κυρώθηκε μετά την 5-6-2003 και όχι γι` αυτούς που κυρώθηκαν πριν την ημερομηνία αυτή αλλά και είχε παρέλθει έως τριετία από της μεταγραφής του παραχωρητηρίου.

            Διετυπώθη όμως και η άποψη (βλ. μειοψηφήσασα γνώμη στην ανωτέρω ΓνμΝΣΚ 128/2004) ότι η αρμοδιότητα του νομάρχη να διορθώνει ή ακυρώνει τα παραχωρητήρια, είναι διοικητικού χαρακτήρα και η ακύρωση (ουσιαστικά ανάκληση) ή η διόρθωση (πράξη διαπλαστικής ενέργειας), διέπονται αποκλειστικά από τους, γενικούς περί διοικητικών πράξεων, κανόνες του διοικητικού δικαίου και το προεκτιθέμενο νομικό πλαίσιο και ότι μετά την ισχύ των ανωτέρω διατάξεων του ν. 3147/2003 «διευρύνθηκε η ως άνω νομαρχιακή αρμοδιότητα με απεξάρτητη πλέον από κάθε προθεσμία η δυνατότητα της ακυρώσεως ή της διορθώσεως (προφανώς για τον προβλεπόμενο στο άρθρο 22 παρ. 1 νόμιμο λόγο) των παραχωρητηρίων…»

6.         Ωστόσο, με το άρθρο 12 παρ. 1 εδ. α` και 2, του ν. 4061 (ΦΕΚ Α' 66/22/03/2012) «Διαχείριση και προστασία ακινήτων Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων - Ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων και λοιπές διατάξεις» ορίστηκε ότι: «Διόρθωση κτηματολογικών στοιχείων, παραχωρητηρίων και αποφάσεων Επιτροπών Απαλλοτριώσεων.  1. Με απόφαση του οικείου Περιφερειάρχη διορθώνονται, μετά από εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας της Περιφέρειας: α) παραχωρητήρια, που εκδόθηκαν βάσει διατάξεων ιδίως του Αγροτικού Κώδικα, του άρθρου 12 του ν. 1832/1951 (Α` 153), των άρθρων 3 και 6 του ν. 666/1977 (Α` 234), καθώς και όσων εκδίδονται βάσει του άρθρου 21 του παρόντος νόμου, εφόσον πρόκειται για εσφαλμένη αναγραφή της ταυτότητας του δικαιούχου ή των παραχωρηθέντων ακινήτων,… 2. Η διόρθωση των παραπάνω στοιχείων γίνεται μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου στην αρμόδια υπηρεσία της Περιφέρειας, στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας βρίσκεται το ακίνητο.»

            Είναι προφανές ότι πρόκειται για νεώτερη και, ως εκ του περιεχομένου της ρυθμίσεώς της, για ειδικότερη διάταξη σε σχέση με την ανωτέρω του άρθρου 22 ν. 674/1977, ως ισχύει μετά το ν. 3147/2003 (από 5-6-2003) και συνεπώς εκτοπίζει την τελευταία κατά την εφαρμογή της (κατά τη σχετική γενική αρχή του Δικαίου), αναφορικά με την αρμοδιότητα του Περιφερειάρχη για την διόρθωση του παραχωρητηρίου. Επιπλέον δεν τίθενται με την ανωτέρω διάταξη χρονικοί περιορισμοί για την εν λόγω αρμοδιότητα διόρθωσης του Περιφερειάρχη (είτε από την κύρωση του αναδασμού, είτε από την μεταγραφή του τίτλου), ενώ ισχύει απο 22/3/2012 (άρθρο 44 ν. 4061/12). Νόμιμο δε λόγο διόρθωσης συνιστά, μεταξύ άλλων και η εσφαλμένη αναγραφή της ταυτότητας του δικαιούχου.  

            Στην δε αιτιολογική του έκθεση ο ν. 4061/2012 διαλαμβάνει τα εξής: «Στο άρθρο 12 ορίζεται ότι ο οικείος Περιφερειάρχης είναι αρµόδιος για τη διόρθωση στοιχείων παραχωρητηρίων, κυρωµένων κτηµατολογικών στοιχείων και αποφάσεων Επιτροπών Απαλλοτριώσεων, µετά από αίτηση που υποβάλλει ο ενδιαφερόµενος στην αρµόδια υπηρεσία της Περιφέρειας. Για τα παραχωρητήρια η διόρθωση αφορά εσφαλµένη αναγραφή της ταυτότητας του δικαιούχου ή των παραχωρηθέντων ακινήτων, για τα κυρωµένα κτηµατολογικά στοιχεία των διανοµών απαλλοτριωθέντων αγροκτηµάτων, αφορά τεχνικά σφάλµατα ή λανθασµένες αναγραφές της ταυτότητας των δικαιούχων ή των παραχωρηθέντων τεµαχίων και τέλος, για τις αποφάσεις των Επιτροπών Απαλλοτριώσεων αφορά µόνο την εσφαλµένη αναγραφή της ταυτότητας των δικαιούχων. Σε κάθε περίπτωση, το σφάλµα ή τα λάθη πρέπει να προκύπτουν, ευχερώς, από την όλη διοικητική διαδικασία, ώστε να µην υπάρχει καµία αµφιβολία για την αναγκαιότητα της διόρθωσης και χωρίς να επέρχεται καµία µεταβολή στο πρόσωπο του δικαιούχου ή της ταυτότητας του παραχωρηµένου ακινήτου.»

            Επίσης στο άρθρο 36 παρ. 14 και 15 του ιδίου ν. 4061/12, ορίζεται ότι:

            «14. α) Ο Περιφερειάρχης εκδίδει τους τίτλους κυριότητας σε δικαιούχους οικοπεδικής αποκατάστασης, σύμφωνα με το από 24.4.1985 προεδρικό διάταγμα (Δ 239), που καταργήθηκε (άρθρο 37  παρ.1 Ν.4061/2012,ΦΕΚ Α 66/22.3.2012), εφόσον οι αποφάσεις των Επιτροπών Απαλλοτριώσεων που τους έκριναν δικαιούχους κατέστησαν τελεσίδικες.  β) Ομοίως, εκδίδονται οι τίτλοι κυριότητας σε δικαιούχους ακινήτων, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 666/1977 (Α 234), το άρθρο 2 του ν. 3147/2003, το άρθρο 24 του Αγροτικού Κώδικα και το άρθρο 12 του α.ν. 1832/1951 (Α 153), που καταργήθηκαν, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι εξόφλησαν το οφειλόμενο τίμημα. γ) Για την έκδοση των παραχωρητηρίων των ως άνω περιπτώσεων α και β εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν πριν τη δημοσίευση του ν. 4061/2012.

            15.α) Δεν εκδίδεται τίτλος κυριότητας για όσα ακίνητα μεταβιβάστηκαν στην οικεία Εκκλησιαστική Επιτροπή ή στη σχολική Επιτροπή ή στο Σχολικό Ταμείο, βάσει των άρθρων 28, 31στ, 163 και 198 παράγραφος 1 του Αγροτικού Κώδικα και των άρθρων 7 και 8 του ν.δ. 1189/1972 (Α 99), που καταργήθηκαν. β) … γ) Ο Περιφερειάρχης εκδίδει, ατελώς, βεβαίωση με την οποία βεβαιώνει ότι το ακίνητο ανήκει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην Εκκλησιαστική Επιτροπή ή στον οικείο Δήμο, βάσει των κτηματολογικών στοιχείων των κυρωμένων διανομών αγροκτημάτων και συνοικισμών της Χώρας που τηρούνται στην οικεία Περιφέρεια. Στην ίδια βεβαίωση προσδιορίζονται τα παραπάνω ακίνητα κατά εμβαδόν, θέση και συντεταγμένες στο ελληνικό γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς. Η βεβαίωση αποτελεί τίτλο προς μεταγραφή.»

            Είναι νομίζω προφανές ότι με όσα προηγήθηκαν, ότι στο ανωτέρω παραχωρητήριο (έτος 1982) δεν ανεγράφη ως δικαιούχος το πρόσωπο του «εκάστοτε ιερέως» επειδή δήθεν από την ουσιαστική θεώρηση των κτηματολογικών στοιχείων, μέσα από τη σύνθετη ενέργεια του αναδασμού, η σχετική Επιτροπή Αναδασμού έκρινε ότι αυτός είναι ο αληθής τάχα κύριος και όχι το ΝΠΔΔ του Ι.Ν. Άλλωστε τότε, ήταν ήδη εν ισχύι τόσο το άρθρο 28 Αγρ.Κ που προέβλεπε την διάκριση του εφημεριακού κλήρου, όσο και το άρθρο 7  ΝΔ 1189/1972 που όριζε ότι «1. Η κυριότης του κατά τα άρθρα 28 και 163  του  Αγροτικού  Κώδικος παραχωρηθέντος ή παραχωρουμένου εφημεριακού κλήρου, μεταβιβάζεται εις την οικείαν Εκκλησιαστικήν Επιτροπήν άνευ καταβολής τιμήματος  ή  άλλης τινός  αποζημιώσεως,  από της κυρώσεως της οριστικής διανομής των γαιών του οκείου κτήματος.… 3.  Η  διοίκησις και διαχείρησις του γεωργικού εφημεριακού κλήρου ασκείται κατά τας διατάξεις του άρθρου 28 του Αγροτικού Κώδικος». Και με βάση αυτές, όπως ανωτέρω αναλύθηκε, δεν αμφισβητήθηκε ποτέ ότι κατά νόμω κύριος και νομέας είναι το ν.π του Ι.Ν και όχι ο εκάστοτε ιερέας-εφημέριος, ο οποίος απλά είχε την οιονεί νομή, συνεπεία του συσταθέντος με την διοικητική πράξη του παραχωρητηρίου, οικείου εμπράγματου δικαιώματος είτε της π.π.δ, είτε της επικαρπίας υπέρ του. Εξ` ετέρου, ακόμα και από τις διατάξεις των νομοθετημάτων που και το ίδιο τα παραχωρητήριο διαλαμβάνει για το νόμιμο έρεισμά του, ήταν απολύτως βέβαιο ότι επι των παραχωρηθέντων κτημάτων εξ` αναδασμού, μπορούσαν να συσταθούν νέες δουλείες εφόσον τούτο ήταν αναγκαίο ή επωφελές. Και φυσικά τέτοια δουλεία εις βάρος των ακινήτων του κυρίου ν.π του Ι.Ν, για την κάλυψη των προσωπικών αναγκών και επ` ωφελεία του εκάστοτε ιερέα, ήταν η ανωτέρω θεσμοθετημένη και γνωστή ως εφημεριακός κλήρος.

          Ακόμα και με την αιτιολογική του Έκθεση, ο ν. 4061/2012 αναγνώρισε εκ προοιμίου ότι «Η αγροτική νοµοθεσία είναι διάσπαρτη και κατακερματισμένη σε πλήθος νομοθετημάτων, µε αποτέλεσμα να είναι δύσχρηστη και δυσχερής στην εφαρμογή της…Οι έννοιες της «κυριότητας» και «νοµής» του Αστικού Κώδικα, χρησιμοποιούνται στις διατάξεις της αγροτικής νοµοθεσίας …, µε τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στους ορισµούς του Αστικού Κώδικα, δηµιουργώντας ερµηνευτικά ζητήµατα σχετικά µε την έκταση των δικαιωµάτων αυτών και τον φορέα τους. Ενδεικτικά αναφέρεται το δικαίωµα της νοµής των κτηνοτρόφων που αποκαταστάθηκαν σε βοσκήσιµες εκτάσεις κατ’ εφαρµογή του άρθρου 29 του κτηνοτροφικού Κώδικα και του άρθρου 10 του ν. 3147/2003…» 

           Συνεπώς, μετά την κατάργηση του εφημεριακού κλήρου, πράγματι συντρέχει ο νόμιμος λόγος διόρθωσης του ανωτέρω παραχωρητηρίου του άρθρου 12.1 α` του ν. 4061/2012 για εσφαλμένη αναγραφή της ταυτότητας του δικαιούχου, γιατί εδώ με την διόρθωση και αναγραφή της ορθής νομικής ταυτότητας του δικαιούχου (ν.π Ι.Ν), δεν μεταβάλλεται κατά νόμω ο αληθής κύριος των κτημάτων, ο οποίος ήταν άλλωστε ο ίδιος από την αρχή (έκδοση παραχωρητηρίου). Συνεπώς η διόρθωση δεν επιδρά, δεν αλλοιώνει, δεν μεταβάλλει, δεν καταργεί κλπ, κανένα ουσιαστικό δικαίωμα των δικαιούχων όπως ήδη είχε συσταθεί και ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι προσβάλλει δικαιώματα τρίτων (άρθρο 15.6 ν. 3147/2003), γιατί ο ιερέας, ως δουλειούχος ήδη εκ του παραχωρητηρίου, δεν είχε την ιδιότητα του τρίτου ως προς τα ακίνητα, αλλά την έννομη σχέση που αναπτύχθηκε με την διάκριση του εφημεριακού κλήρου. Άλλωστε είναι πλέον αδύνατο να προσβάλλει κάποιο τέτοιο δικαίωμα του γιατί καταργήθηκε.

           Συνεπώς θεωρώ ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την διόρθωση της εσφαλμένης αναγραφής της ταυτότητας του δικαιούχου με βάση το ανωτέρω άρθρο 12 από τον Περιφερειάρχη της χωρικής αρμοδιότητας του ακινήτου και με την εκεί προβλεπόμενη διαδικασία (αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία της περιφέρειας κλπ). Άλλωστε όπως ανωτέρω ορίζεται στο άρθρο 36 παρ. 15 του ιδίου νόμου, «Δεν εκδίδεται τίτλος κυριότητας για όσα ακίνητα μεταβιβάστηκαν στην οικεία Εκκλησιαστική Επιτροπή ή στη σχολική Επιτροπή ή στο Σχολικό Ταμείο, βάσει των άρθρων 28, 31στ, 163 και 198 παράγραφος 1 του Αγροτικού Κώδικα και των άρθρων 7 και 8 του ν.δ. 1189/1972 (Α 99), που καταργήθηκαν», όπως και το προκείμενο του αγροκτήματος Αύρας Φαρσάλων και συνεπώς, αποκλειομένης της έκδοσης νέου τίτλου, η διόρθωση του ήδη υπάρχοντος είναι η μόνη εφικτή και σύννομη. Επιπλέον, θεωρώ ότι η ρύθμιση του εδ. γ) του ανωτέρω άρθρου, δηλ. ότι  «Ο Περιφερειάρχης εκδίδει, ατελώς, βεβαίωση με την οποία βεβαιώνει ότι το ακίνητο ανήκει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην Εκκλησιαστική Επιτροπή…Η βεβαίωση αποτελεί τίτλο προς μεταγραφή», δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω, γιατί ήδη το ανωτέρω παραχωρητήριο, το οποίο αποτελεί τίτλο για την προσπόριση της κυριότητας, μετεγράφη νόμιμα και εμπρόθεσμα. Οποιαδήποτε άλλη βεβαίωση του ανωτέρω με περιεχόμενο ότι καταργήθηκε η δουλεία, έτσι ώστε να μεταγραφεί στο περιθώριο της μερίδος του ακινήτου, δύσκολα μπορεί να υπαχθεί στο γράμμα της άνω διάταξης. 

                                                     ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

1) Η ορθή δογματικά και συστηματολογικά έννοια του παραχωρηθέντος από αναδασμό με παραχωρητήριο, εφημεριακού κλήρου με βάση τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας σε συνδυασμό με τις διατάξεις του εμπραγμάτου δικαίου του ΑΚ, ήταν ότι, με τη σύννομη έκδοση και μεταγραφή του παραχωρητηρίου, η κυριότητα περιήλθε στο ΝΠΔΔ του οικείου Ι.Ν, συστήθηκε δε υπέρ του εκάστοτε ιερέως-εφημερίου του Ι.Ν και για όσο χρόνο είναι εφημέριος, προσωπικό εμπράγματο δικαίωμα επικαρπίας πλήρους χρήσης και κάρπωσης (άλλως, π.π.δ)

2)  ο θεσμός του εφημεριακού κλήρου καταργήθηκε από το 2003. Από την κατάργηση, η επικαρπία και ψιλή κυριότητα συνενώθηκαν στην πλήρη κυριότητα του οικείου ενοριακού Ι.Ν και ακωλύτως έκτοτε το αρμόδιο όργανό του διαχειρίζεται αυτόν στα πλαίσια των ρυθμίσεων του Κ. 8/79, 263/2014 και ν. 4235/14. Εφημέριος τοποθετούμενος μετά το 2003 και την κατάργηση του εφημεριακού κλήρου, δεν μπορεί να αξιώσει την άσκηση προσωπικού δικαιώματος επικαρπίας επ` αυτού γιατί καταργήθηκε και επιπλέον δεν είναι επιτρεπτή η μεταβίβαση σ` αυτόν του προσωπικού δικαιώματος του πρώην δικαιούχου.  Αξιώσεις των μερών έναντι αλλήλων μέχρι την κατάργηση, διέπονται από το δίκαιο που ίσχυε. Ισχύει το παλαιό καθεστώς μόνο για το πρόσωπο του εφημέριου ο οποίος τοποθετήθηκε προ του 2003 και εξακολουθεί να είναι εφημέριος στον ίδιο οικείο Ι.Ν, εφόσον δεν επήλθε για άλλους νόμιμους λόγους η απόσβεση της δουλείας του.

3)  Δεν φαίνεται δυνατή, η, από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο στα πλαίσια των διαχειριστικών αρμοδιοτήτων του αναφορικά με την ακίνητη περιουσία του Ι.Ν, η μεταβίβαση της νομής των ακινήτων με απλή συμφωνία (976ΑΚ) στον αποκτώντα. Είναι όμως επιτρεπτή η παραχώρηση της χρήσης άνευ ανταλλάγματος, εφόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση συντελεί στην αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας.

4) είναι δυνατή η διόρθωση του εκδοθέντος με αρ. ………….. παραχωρητηρίου της Νομαρχίας ………….., από τον αρμόδιο Περιφερειάρχη, λόγω εσφαλμένης αναγραφής της ταυτότητας του δικαιούχου._

Καρδίτσα 20-8-2020

                             Ο ΓΝΩΜΟΔΟΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Βρόντος Ανδρέας

Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249

E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

          24410-41255/6972422002

            FAX : 24410-41257

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013