Πράξη Επιβολής Εισφορών (ΠΕΕ) ΕΦΚΑ-ΙΚΑ. Υπόμνημα ενώπιον ΤΔΕ.Ακυρότητα Πράξης. Έλλειψη αιτιολογίας.Παραγραφή. Αντισυνταγματικότητα.Παράβαση αρχής χρηστής διοίκησης για αναδρομικές εισφορές

ΠΡΟΣ ΤΔΕ ΥΠΟΚ/ΤΟΣ ΕΦΚΑ ....

ΥΠΟΜΝΗΜΑ (επί της με αρ. πρωτ. ...2019 ένστασής μου κατά των ..... Πράξεων)

Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «.......

Καρδίτσα 16-7-2020

          Οι καθ` ων η ένσταση πράξεις δέον και αιτούμαι να ακυρωθούν και εξαφανιστούν καθ` ολοκληρίαν, άλλως τροποποιηθούν, ως μη νόμιμες, αναιτιολόγητες, αυθαίρετες και αβάσιμες διότι:

                                                Ι.1

                         ΕΝΣΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

          Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη ΠΕΕ, ο έλεγχος ξεκίνησε το 2012, δηλ. υπο το παλαιό νομοθετικό καθεστώς (Άρθρο 27 παρ. 7 του Α.Ν. 1846/51, Άρθρο 44 παρ. 2 του Ν.Δ. 2698/53, Άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2556/97 και Άρθρο 15 παρ. 2 του Ν. 2972/01).

          Σύμφωνα με αυτό, η δυνατότητα των αρμοδίων ελεγκτικών οργάνων να βεβαιώνουν υπό την ευρεία έννοια, δηλαδή να συντάσσουν νόμιμους τίτλους (Π.Ε.Ε., Π.Ε.Π.Τ., κλπ), ίσχυε για 10 έτη και όχι για 20 όπως ισχύει μετά το άρθρο 95 ν. 4387/2016 (ισχύς από 12-5-2016) η οποία «… δεν εφαρμόζεται στις ήδη παραγεγραμμένες, κατά τις ισχύουσες κατά την έναρξης ισχύος του παρόντος διατάξεις, απαιτήσεις». (δεν έχει δηλ. αναδρομική εφαρμογή)

          Τονίζεται εδώ ότι δεν με βαρύνει καμία υπαιτιότητα για την αδικαιολόγητη καθυστέρηση επι 7 ετία σχεδόν της διεκπεραίωσης του ελέγχου από το ΙΚΑ, καθόσον άλλωστε στην σχετική πρόσκλησή του παρέδωσα κάθε έγγραφο που μου ζητήθηκε για όλη την χρονική περίοδο ελέγχου και για όλους του εργαζόμενους.

          Συνεπώς για οποιεσδήποτε διαφορές από εισφορές, το δικαίωμα του ΕΦΚΑ για την σύνταξη της καθ` ης η ένσταση καταλογιστικής πράξης, παρεγράφη.....

για το έτος 2006 την 31-12-2016, για το 2007 την 31-12-2017, για το 2008 την 31-12-2018 και για το 2009 την 31-12-2019.

          Δηλ. επήλθε παραγραφή στις αξιώσεις του ΕΦΚΑ που μου καταλογίζονται για τα έτη 2006,2007 και 2008 και δέον και αιτούμαι να γίνει δεκτή η παρούσα ένσταση παραγραφής μου και να ακυρωθούν τα σχετικά ποσά διαφορών και επιβαρύνσεων της ΠΕΕ και ΠΕΠΕΕ αντίστοιχα.

                                            Ι.2

                          ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

          Σε κάθε δε περίπτωση η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 95 ν. 4387/2016 είναι αντισυνταγματική και δέον και αιτούμαι την μη εφαρμογή της ως ανίσχυρης διότι παραβιάζει αρχή του κράτους δικαίου και την αρχή της ασφάλειας δικαίου, διότι τροποποιεί το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο ανάγονται οι   υποχρεώσεις του διοικούμενου, δηλ. εν προκειμένω τις υποχρεώσεις για τα έτη 2006-2010 που αφορά ο έλεγχος και για τα οποία το νομοθετικό καθεστώς που αναφέρθηκε, όριζε την παραγραφή των αξιώσεων στα 10 έτη. Εξάλλου, ενόψει της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος) και προς αποφυγή ενθαρρύνσεως ενδεχόμενης απραξίας της διοικήσεως, η παραγραφή πρέπει να έχει εύλογη διάρκεια, ενόψει, μάλιστα, του ότι πλέον διευκολύνεται η διαδικασία ελέγχου τόσο λόγω των συγχρόνων ηλεκτρονικών και άλλων μεθόδων ελέγχου όσο και λόγω του γεγονότος ότι πολλά δεδομένα που αφορούν την πάσης φύσεως δραστηριότητα του διοικούμενου (όπως ΑΠΔ κ.λπ.) εισάγονται στο ηλεκτρονικό σύστημα που ήδη τηρείται  και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται ο καθορισμός μακρού χρόνου παραγραφής, δηλ. της 20ετίας, πέραν των χρονικών ορίων που όριζαν προϊσχύσασες διατάξεις σε χρόνο, κατά τον οποίο η διοίκηση δεν διέθετε τα μέσα αυτά.

                                                 ΙΙ

                  ΜΗ ΝΟΜΙΜΟ-ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ

         

Α)      Αρχικά στην αιτιολογία της η ΠΕΕ Μ141/2019 διαλαμβάνει ότι προέκυψαν διαφορές αποδοχών βάσει της προϋπηρεσίας και των εκάστοτε ΕΣΣΕ κλάδων εμπορικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων μετάλλου. Ωστόσο δεν διαλαμβάνει για την πλήρη, σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της, έτσι ώστε να μπορώ να αμυνθώ τα εξής κατά νόμω αναγκαία, ήτοι:  

1) σε ποιους εργαζόμενους αφορούν αυτές οι διαφορές, όπως αντίθετα διαλαμβάνει στη συνέχεια για τις διαφορές από ανθυγιεινό επίδομα όπου και αναφέρει ρητά αυτούς στους οποίους αφορά,

2) ποιες είναι συγκεκριμένα αυτές οι συμβάσεις Εθνικές ή Κλαδικές που κηρύχθηκαν υποχρεωτικές έως το 2009, αφορούν την προϋπηρεσία και με καταλαμβάνουν ως εκ του είδους της επιχείρησής μου και από πότε,  

3) ποιες είναι συγκεκριμένα κατά ποσό οι υπέρτερες αποδοχές που αυτές ορίζουν ως καταβλητέες και για ποιο χρονικό διάστημα. Δεδομένης δε της διαβάθμισης της προϋπηρεσίας από το νόμο, έπρεπε επίσης να διαλαμβάνει για την πληρότητα της αιτιολογίας, και ποιά ήταν συγκεκριμένα η προϋπηρεσία του κάθε εργαζόμενου για τον οποίο προέκυψε τάχα διαφορά, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε  να ελεγχθεί η υποχρέωση καταρχήν και εν συνεχεία το ποσοστό επιβάρυνσης των καταβλητέων αποδοχών με το όποιο επίδομα προϋπηρεσίας με βάση την προϋπηρεσία του καθενός και για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα παροχής της εργασίας τους,  

4) ποιες είναι, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, οι καταβληθείσες υπ` εμού μειωμένες τάχα αποδοχές συγκεκριμένα για κάθε εργαζόμενο, από τη σύγκριση των οποίων με τις καταβλητέες κατά νόμω θα προέκυπτε συγκεκριμένη διαφορά αποδοχών.

          Συνεπώς με βάση τα ανωτέρω ελλιπή, δεν μπορεί πράγματι να ελεγχθεί, εάν υπάρχουν διαφορές αποδοχών, ποιον αφορούν, ποια η αιτία τους για κάθε εργαζόμενο και ποιο το ακριβές ύψος τους.

          Αλλά και για τις διαφορές αποδοχών οι οποίες κατά την αιτιολογία της προκύπτουν από το 2010 «βάσει Εθνικής ΓΣΣΕ…στο ημερομίσθιο ΣΣΕ μετάλλου προέβλεπε ανθυγιεινό επίδομα 12% σε τεχνίτες και βοηθούς», όπως επι λέξει αναφέρει και αφορούν τους εν αυτή ρητά κατονομαζόμενους εργαζόμενους ισχύουν αναλόγως τα ανωτέρω και συγκεκριμένα, δεν διαλαμβάνει τα εξής:

1) ποιες είναι συγκεκριμένα οι ΣΣΕ μετάλλου (από το 2010 ή τυχόν προϋπάρχουσες) που προβλέπουν το ανωτέρω επίδομα για τεχνίτες ή βοηθούς και από πότε,

2) ποιο είναι το αντικείμενο εργασίας που παρείχαν -και σε ποιά χρονικά διαστήματα- οι αναφερόμενοι σ` αυτήν εργαζόμενοι, ώστε να καταλαμβάνονται από την ρύθμιση αυτή ως τεχνίτες ή βοηθοί,

3) ποιο είναι το ποσό κατά το οποίο, με βάση αυτές, προσαυξάνει και, δια τούτο, το ποσό στο οποίο ανέρχονταν το (υπέρτερο τάχα) καταβλητέο ημερομίσθιο των εχόντων τις ανωτέρω ιδιότητες με το ανωτέρω επίδομα και για ποια χρονικά διαστήματα για τον καθένα τους, δεδομένου ότι στην ανάλυση ποσού οφειλομένων εισφορών, υπολογίζονται αυτές για διαφορετικά χρονικά διαστήματα εργασίας για κάθε εργαζόμενο 

4) ποιες είναι οι (μειωμένες) αποδοχές που εγώ κατέβαλα στον καθένα τους και για ποιο χρονικό διάστημα.

          Συνεπώς και εδώ δεν μπορεί να ελεγχθεί εάν υπάρχουν διαφορές αποδοχών και για ποια χρονικά διαστήματα, ποιον αφορούν, ποια η αιτία τους για κάθε εργαζόμενο και ποιο το ακριβές ύψος τους. Συναφώς η ακυρότητα αυτή ελλείψει αιτιολογίας, συμπαρασύρει και τη «διαφορά επιδόματος αδείας λόγω μη υπολογισμού του κατ` έτος» (υπο στοιχείο 2) της Πράξης).

          Τονίζεται εμφατικά ότι δυνάμει του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος κατοχυρώνεται θεσμικά η αιτιολόγηση όχι μόνο των δικαστικών αποφάσεων, για τις οποίες το Σύνταγμα απαιτεί ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά και κάθε απόφασης και πράξης της Διοίκησης, στο πλαίσιο του Κράτους Δικαίου, με την οποία επέρχονται στο πρόσωπο του διοικουμένου έννομες συνέπειες και μάλιστα δυσμενείς, όπως εν προκειμένω. Η αιτιολογία για τις διοικητικές πράξεις προβλέπεται από το Νόμο (άρθρο 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας) και συνεπώς συνιστά εσωτερικό ουσιώδη τύπο της πράξης και σε κάθε περίπτωση εφόσον η διοίκηση επιβάλλει επαχθές μέτρο, η αιτιολογία απαιτείται ακριβώς για τον λόγο αυτό (ΣτΕ 276/1986). Ως εσωτερικός δε ουσιώδης τύπος, πρέπει να περιέχεται στο σώμα της πράξης (Α.Τάχος: Ελλ. Διοικ. Δίκαιο, 1988, σελ. 336, 337, 339). Η τήρηση ουσιώδους τύπου, παρέχει την εγγύηση της τήρησης κατ` ουσίαν του οικείου κανόνα δικαίου, δηλ. της νομιμότητας. Η παράβαση συνεπώς του εσωτερικού ουσιώδους τύπου της αιτιολογίας, δηλ. η μη αναφορά (έλλειψη) «σαφούς, ειδικής και επαρκούς» αιτιολογίας στο σώμα της πράξης, αποτελεί ελάττωμα ουσιώδους τύπου και καθιστά τη διοικητική πράξη άκυρη. Πράξεις των οποίων η αιτιολογία δεν είναι ειδική, πλήρης ή επαρκής και σαφής, ακυρώνονται λόγω «μη νόμιμης αιτιολογίας» (Βλ. ΣτΕ 3634 , ΣτΕ 1696 / 1981).

          Επισημαίνεται επίσης ότι η πλήρης, δηλ. η εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να περιλαμβάνει, εκτός από τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία κατά νόμω (εδώ όπως ειπώθηκε το ποσό συγκεκριμένα των καταβληθεισών αποδοχών για κάθε εργαζόμενο ανα χρονική περίοδο εργασίας, την προϋπηρεσία  του καθενός, το αντικείμενο εργασίας, την χρονική διάρκεια κλπ, που όπως ειπώθηκε ελλείπουν) και το νόμιμο έρεισμα της πράξης, δηλαδή η αναφορά των απρόσωπων κανόνων δικαίου, δηλ. εν προκειμένω συγκεκριμένα τις σχετικές ΕΓΣΣΕ ή κλαδικές ΣΣΕ ανα χρονικά διαστήματα ισχύος τους και συγκεκριμένα τον εργαζόμενο που αφορούν, όπως και το ύψος των καθοριζόμενων απ` αυτές ως καταβλητέων αποδοχών οι οποίες φυσικά συνδιαμορφούνται από τα ανωτέρω σχετικά επιδόματα, διότι αυτό αποτελεί περιεχόμενο του κανόνα δικαίου που συνιστούν αυτές και άρα χωρίς αναφορά αυτών, δεν γίνεται και αναφορά στον κανόνα δικαίου που όμως είναι απαραίτητο για την πλήρη αιτιολογία.

Β)      Χαρακτηριστικό της έλλειψης σαφούς ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας  που καθιστά τις προσβαλλόμενες ΠΕΕ και ΠΕΠΕΕ άκυρες είναι και το εξής: ενώ στην αιτιολογία της ΠΕΕ (σελ.1) αναγράφονται συγκριμένα ονόματα εργαζομένων στα οποία αφορά αυτή, ωστόσο, στην ανάλυση ποσού οφειλομένων εισφορών παρα πόδας αυτής, αναγράφονται ως εργαζόμενοι και οι ....., οι οποίοι όμως δεν αναφέρονται στην ανωτέρω ΠΕΕ ως εργαζόμενοι στους οποίους αφορά αυτή. Έτσι λοιπόν δεν προκύπτει αιτιολογημένα γιατί καταλογίζονται ποσά εισφορών γι` αυτούς (δηλ. αντίστοιχα για τον καθένα τους 47,23€, 215,66€, 26,49€ και 231,72€ και αντίστοιχες επιβαρύνσεις και συμπροσδιορίζουν το τελικό ποσό καταλογισμού των ΠΕΕ και ΠΕΠΕΕ), αν και ρητά η καθ` ης ΠΕΕ δεν αφορά αυτούς, αλλά άλλους ρητά κατονομαζόμενους ως εργαζόμενους. Συναφώς δεν προκύπτει ούτε και η αιτία των καταλογιζόμενων γι` αυτούς διαφορών όπως αναλύονται, ήτοι εάν πρόκειται για διαφορές αποδοχών που αφορούν μόνο το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας ή/και με βάση την προϋπηρεσία ή/και εν γένει των εκάστοτε ΕΣΣΕ κλάδων εμπορικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων μετάλλου που τους αφορούν και για ποιο διάστημα, ακριβώς διότι δεν αναφέρεται με κανένα τρόπο σ` αυτούς  

                                           ΙΙΙ

ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ-ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ            

          Σε κάθε όμως περίπτωση, ακόμα και εάν ήθελε υποτεθεί ότι οφείλω συμπληρωματικές εισφορές με βάση τις διαφορές αποδοχών που πράγματι καταβλήθηκαν από εμένα στους εργαζόμενους (που όπως ειπώθηκε δεν αναφέρονται στην αιτιολογία της) και των υψηλότερων αποδοχών που προβλέπουν είτε οι ΕΓΣΣΕ είτε κλαδικές ΣΣΕ (που επίσης δεν αναφέρονται ούτε ποιες είναι, ούτε ποιες είναι οι υψηλότερες αποδοχές που αυτές καθορίζουν), που πάντως αρνούμαι και αποκρούω, και πάλι με τις καθ` ων η ένσταση Πράξεις, κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης επιβλήθηκαν συμπληρωματικές εισφορές και επιβαρύνσεις για την ασφαλιστική τακτοποίηση των αναφερόμενων σ` αυτή μισθωτών και τούτο διότι: ναι μεν η αδράνεια των αρμόδιων οργάνων του ΙΚΑ να επιδιώξουν την έγκαιρη και πλήρη είσπραξη των οφειλόμενων από τον εργοδότη ασφαλιστικών εισφορών δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, τον εκ των υστέρων καταλογισμό τους, χωρίς να δημιουργείται δέσμευση από τυχόν αντίθετη προηγούμενη πρακτική, πλήν όμως, έχει κριθεί (ενδ. ΣτΕ 8/2016, Τρ.Νομ.Πληρ. ΝΟΜΟΣ) πως «όταν, από θετικές ενέργειες οργάνων του Ιδρύματος ευλόγως δημιουργήθηκε στον εργοδότη από μακρού χρόνου σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση σχετικά με το ύψος των οφειλόμενων εισφορών για τα απασχολούμενα σε αυτόν πρόσωπα, με συνέπεια να μην παρακρατήσει αυτός τις εισφορές που κατά νόμο βαρύνουν τους εργαζομένους, δεν είναι επιτρεπτός από τις αρχές της χρηστής διοικήσεως ο εκ των υστέρων καταλογισμός εισφορών σε βάρος του εργοδότη για το χρονικό διάστημα για το οποίο δημιουργήθηκε σ’ αυτόν η εν λόγω εύλογη πεποίθηση, εφόσον η επιβάρυνση αυτή θα μπορούσε, υπό τις συγκεκριμένες σε κάθε περίπτωση συνθήκες, να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική του σταθερότητα (βλ. ΣτΕ 232/2012, 1345/2008 7μ., 1046/2006, 4227/1998, 1479/1995 7μ., 1183/1989)».

          Εν προκειμένω τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ, σε προηγούμενους ελέγχους, που αφορούν και το κρίσιμο διάστημα ελέγχου, είχαν δεχτεί ότι το προσωπικό της επιχειρήσεώς μου νομίμως ασφαλιζόταν από εμένα, με βάση τις αποδοχές που πράγματι κατέβαλα, αφού άλλωστε αυτές τις καθόριζε η αρμόδια προς τούτο οικεία Επιθεώρηση Εργασίας με τις σχετικές καταστάσεις προσωπικού και ωρών εργασίας που θεωρούσε νομίμως και εμπροθέσμως επι σειρά ετών και δη και για το χρονικό διάστημα για το οποίο μου επιβάλλονται οι συμπληρωματικές εισφορές και στις οποίες (καταστάσεις που προσάγω και επικαλούμαι) όπως είναι γνωστό αναγράφονται σαφώς και οι αποδοχές του κάθε εργαζόμενου, χωρίς ποτέ να υπάρξει κανένα πρόβλημα και πολύ περισσότερο οποιαδήποτε αιτίαση περί μη νομίμου ασφάλισης.

          Πέραν όμως τούτου για όλο το χρονικό διάστημα που αφορά ο έλεγχος, όπως φυσικά και για όλα ανελλιπώς τα διαστήματα εργασίας κάθε εργαζομένου στην επιχείρηση, υποβάλλονταν υπ` εμού μηνιαία στο ΙΚΑ για κάθε εργαζόμενο και οι Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις (προσαγόμενες με επίκληση), στις οποίες αναγράφονται πέραν των άλλων (μισθολογική περίοδος, πακέτο κάλυψης ,κλπ) και οι αποδοχές και οι εισφορές που αναλογούν σ` αυτές, χωρίς ποτέ να θεωρηθεί ότι δεν καταβάλλονται οι νόμιμες και ότι συναφώς οφείλονται συμπληρωματικές εισφορές. Και τούτο αφορά όλο το ανωτέρω διάστημα μέχρι και σήμερα και όλους του εργαζόμενους. Άλλωστε κανείς απ` αυτούς δεν ζήτησε ποτέ εξώδικα ή δικαστικά κάποιες διαφορές αποδοχών για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα.

          Συνεπώς είναι φανερό ότι ακριβώς εξ` αιτίας των ανωτέρω, τα ελεγκτικά όργανα είχαν δημιουργήσει σε εμένα κατ` αντικειμενική κρίση την πεποίθηση ότι ήταν νόμιμες οι καταβαλλόμενες αποδοχές επί τη βάσει των οποίων ασφάλιζα το προσωπικό μου και κατέβαλα τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές.

          Η τοιαύτη εύλογη και δικαιολογημένη πεποίθηση μου ως προς την καταβολή των απαιτούμενων κατά νόμο χρηματικών ποσών, ενισχυόταν συνεχώς και διαχρονικά και από τη χορήγηση σε εμένα βεβαιώσεων ασφαλιστικής ενημερότητας που αποτελούν θετικές ενέργειες των οργάνων του Ιδρύματος (βλ. ρητά ΣτΕ 232/2012 ΝΟΜΟΣ). Προσάγω και επικαλούμαι 8 βεβαιώσεις ασφαλιστικής ενημερότητας μου ετών 2012-2020.

          Η καταβολή δε των εισφορών και πρόσθετων επιβαρύνσεων που μου επιβλήθηκαν με τις ανωτέρω Πράξεις, δημιουργούν τεράστιο και ανυπέρβλητο πρόβλημα στην βιωσιμότητα και λειτουργία της όλης επιχείρησής μου και δια τούτο και στην εξακολούθηση της συνέχισης της εργασίας των εργαζόμενων σ` αυτή. Συγκεκριμένα, είναι με μαθηματική ακρίβεια βέβαιο ότι σε περίπτωση που θα υποχρεωθώ να καταβάλλω τα υπέρμετρα χρηματικά ποσά που με τις ανωτέρω Πράξεις επιβλήθηκαν μη νόμιμα και κατά παράβαση κάθε ορίου των αρχών της χρηστής διοίκησης, δεν θα δύναμαι στη συνέχεια να αντεπεξέλθω στις τρέχουσες και ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις μου προς τρίτους αλλά και προς τους εργαζομένους, που όμως είναι αναγκαίες και απαραίτητες για να μπορεί να λειτουργεί η επιχείρησή μου και συνεπώς μετά βεβαιότητας η επιχείρησή μου θα διακόψει οριστικά την λειτουργία της.  Και τούτο διότι εκτός από την ενταύθα επιχείρησης της κατωτέρω αντιπροσωπείας οχημάτων για του νομού ...., ανέλαβα και την τοιαύτη αντιπροσωπείας αυτ/των  MERCEDES στην .....για την στελέχωση της οποίας ήδη έχω προσλάβει τον απαιτούμενο αριθμό εργαζομένων (περί τους 10). Η δε έναρξη, που απαίτησε ικανότατες δαπάνες για την διαμόρφωση κτιρίου και εν γένει της αναγκαίας υποδομής για την λειτουργία της, συνέπεσε με την γνωστή υγειονομική και οικονομική κρίση του κορωνοιού που εισέτι σοβεί με ένταση και συνεπώς είναι απολύτως βέβαιο ότι εάν αναγκαστώ να καταβάλω τα υπέρογκα ποσά που μου καταλογίστηκαν με τις προσβαλλόμενες, μετά βεβαιότητας θα απολύσω μεγάλο αριθμό εργαζόμενων, οπότε και αναγκαίως θα σταματήσω την επιχειρηματική μου δραστηριότητα και θα επέλθει ανεπανόρθωτη και μη αναστρέψιμη ζημία μου.

          Επειδή συνεπώς το παρόν υπόμνημά μου και ισχυρισμοί μου καθώς και η ένστασή μου πρέπει και αιτούμαι να γίνουν δεκτή ως νόμιμη και βάσιμη

          Για τους ανωτέρω λόγους και με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματός μου

          ΑΙΤΟΥΜΑΙ να γίνει δεκτό το παρόν υπόμνημα και οι ισχυρισμοί μου καθώς και η με αρ. πρωτ. .... ένστασή μου κατά των ..... Πράξεων και να ακυρωθούν αυτές.

Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Βρόντος Ανδρέας

Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249

E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

          24410-41255/6972422002

             

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013