ΑΠ 1335/2019. Εκκαθάριση δικαστικής δαπάνης μεταξύ διαδίκων. Διαδικασία εκκαθάρισης και αρμόδιο δικαστήριο. Κώδικας Δικηγόρων.Δυσχέρεια στην ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου.

Αριθμός 1335/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές:   Γεώργιο Λέκκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αλτάνα Κοκκοβού, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη και Μαρία Κουβίδου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 1 Απριλίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: ++++ του +++, κατοίκου +++, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως και δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του +++ με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) +++, 2) +++, κατοίκων ++ οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, 3) Ανδρέα Βρόντου του Αποστόλου, κατοίκου Καρδίτσας, ο οποίος ανακάλεσε την από +++ δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚπολΔ, παραστάθηκε στο Δικαστήριο αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας και μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του ++ και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από +++ αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο ++++. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: +++ οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και +++ του Μονομελούς Εφετείου +++. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από ++++ αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο παραστάς αναιρεσίβλητος ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από ++++ αίτηση αναίρεσης και τον από ++++ πρόσθετο λόγο αναίρεσης προσβάλλεται η +++ τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου +++, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των άρθρων 679 επ. του ΚΠολΔ, η οποία αποτελεί αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης. Με την από +++ αγωγή τους, οι ενάγοντες, ήδη αναιρεσίβλητοι, ισχυρίστηκαν ότι ο εναγόμενος, ήδη αναιρεσείων, άσκησε σε βάρος τους την από ++++ αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου +++, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν να του καταβάλουν εις ολόκληρον ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 500.000 ευρώ. Ότι ενόψει της εκδίκασης της εν λόγω αγωγής, κατατέθηκαν προτάσεις από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, που επιπλέον παρέστη κατά τη συζήτηση και ακολούθως κατέθεσε και προσθήκη - αξιολόγηση των αποδείξεων. Ότι επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό +++ απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου +++, που απέρριψε την αγωγή (όπως και τη συνεκδικαζόμενη αντίθετη αγωγή του ήδη αναιρεσείοντα) και επέβαλε σε βάρος του εναγόμενου δικαστικά έξοδα 10.000 ευρώ. Ότι κατά της ανωτέρω απόφασης ο τότε ενάγων άσκησε την από +++ έφεσή του, ενόψει της εκδίκασης της οποίας κατατέθηκαν προτάσεις από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, που επιπλέον παρέστη κατά τη συζήτηση. Ότι πριν τη συζήτηση της ουσίας της έφεσης ο τότε εκκαλών παραιτήθηκε από τα δικόγραφα της αγωγής και της έφεσης, με δήλωσή του που καταχωρίστηκε στα πρακτικά. Ότι ακολούθως εκδόθηκε η ++ απόφαση του Τριμελούς Εφετείου +++, που κατάργησε τη δίκη, χωρίς να προβεί σε εκκαθάριση και επιδίκαση δικαστικών εξόδων. Με βάση τα παραπάνω οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλει νομιμοτόκως τα εν γένει δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν μέχρι την παραίτησή του από τα ανωτέρω δικόγραφα της αγωγής και της έφεσης, ύφους 11.000 ευρώ για τον κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η +++ οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου +++, η οποία τη δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου +++, το οποίο με την ++ προσβαλλόμενη με την αίτηση αναίρεσης και τον πρόσθετο λόγο απόφασή του, συνεκδικάζοντας τις εφέσεις των διαδίκων, δέχτηκε τυπικά και απέρριψε κατ'ουσίαν την από ++ έφεση του αναίρεσείοντος- εναγόμενου, δέχτηκε τυπικά και κατ'ουσίαν την από +++ έφεση των αναιρεσίβλητων - εναγόντων, ακολούθως δε, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, κράτησε, δίκασε την υπόθεση και δέχτηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την από +++ αγωγή.

Η αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 569 παρ. 2, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτοί (άρθρα 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει, αφού διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκαση αυτών, να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 246, 573 παρ. 1, 569 παρ.1, 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

Από τις ++, ++, ++,   ++ εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου ++, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται ο αναιρεσείων, προκύπτει ότι ακριβή αντίγραφα της από ++ αίτησης αναίρεσης και του από ++ πρόσθετου λόγου αυτής με τις πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ορισθείσα δικάσιμο της ++ επιδόθηκαν νομότυπα στους πρώτο και δεύτερο από τους αναιρεσίβλητους, οι οποίοι όμως δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει, να δικαστούν ερήμην και να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 5 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο σε περίπτωση καθ' ύλην αρμοδιότητας εσφαλμένα δέχτηκε ότι είναι αρμόδιο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 47 ή αν το δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 46. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο ως άνω λόγος αναίρεσης δημιουργείται μόνον όταν υπάρχει σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας, συνιστάμενο σε παραδοχή υλικής αρμοδιότητας ή αναρμοδιότητας αυτού του ιδίου. Επομένως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός, όταν το Εφετείο επιλαμβανόμενο έφεσης, που υπάγεται, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, στην καθ' ύλην αρμοδιότητά του, κρίνει εσφαλμένως ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση ήταν ή δεν ήταν αρμόδιο καθ' ύλην, ακόμη και αν το Εφετείο απέρριψε σχετικό λόγο έφεσης περί αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Ολ. ΑΠ 5/2003, ΑΠ 1802/2017, ΑΠ 1192/2010, ΑΠ 138/2008). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 97, 98, 188 παρ. 1, 189 παρ. 1, 190, 191 παρ. 2, 192, 294, 295 παρ. 1, 297, 299 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα 94 παρ. 1, 190, 192, 294 και 297 ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους από το ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση κατά το άρθρο ένατο αυτού, καθόσον οι ανωτέρω αναφερόμενες αγωγή και εφέσεις ασκήθηκαν πριν την ++, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ενάγων - εκκαλών μπορεί με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά συνεδρίασης του εφετείου ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον εφεσίβλητο, να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής και της έφεσης, χωρίς τη συναίνεση του αντιδίκου του, εφόσον δεν προχώρησε στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, ενώ η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εφεσίβλητος προβάλλει αντιρρήσεις κατά της παραίτησης και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με την έκδοση οριστικής απόφασης. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και της έφεσης, για την οποία αρκεί η ύπαρξη γενικής μόνο πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του δικηγόρου του παραιτούμενου, έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή και η έφεση θεωρείται πως δεν ασκήθηκαν και η δίκη καταργείται, χωρίς να είναι αναγκαία η έκδοση απόφασης που να κηρύσσει την κατάργησή της. Στην περίπτωση αυτή, η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων γίνεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 679 επ.του ΚΠολΔ από το Μονομελές Πρωτοδικείο ή από το Ειρηνοδικείο, για τις δίκες που διεξάγονται σ' αυτό. Δεν αποκλείεται όμως και η έκδοση απόφασης του δικαστηρίου που να αναγνωρίζει το κύρος της παραίτησης και να κηρύσσει καταργημένη τη δίκη, οπότε με την απόφαση αυτή γίνεται και η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα εκ μέρους του αντιδίκου του παραιτούμενου διαδίκου (ΑΠ 990/2018, ΑΠ 1890/2017, ΑΠ 1 158/2017). Στην περίπτωση, όμως, που η απόφαση δεν περιέχει διάταξη περί δικαστικών εξόδων, μπορεί να υποβληθεί αυτοτελής αίτηση περί τούτων στο Μονομελές Πρωτοδικείο ή στο Ειρηνοδικείο ,για τις δίκες που διεξάγονται σ' αυτό, κατά τη διαδικασία των άρθρων 679 επ.του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 192 ΚΠολΔ.

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρόσθετο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου ++, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό έφεση του κατά της ++ απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ++, την αιτίαση, ότι εσφαλμένα απέρριψε την πρωτοδίκως υποβληθείσα και επαναφερθείσα με την έφεση του ένσταση περί καθ' ύλην αναρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου ++ για την εκδίκαση της ένδικης αγωγής, για την εκδίκαση της οποίας αρμόδιο ήταν το Τριμελές Εφετείο ++. Όμως, η προβαλλόμενη αιτίαση δεν αναφέρεται σε σφάλμα του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναφορικά με τη δική του αρμοδιότητα να επιληφθεί της έφεσης αρμοδίως, αφού το Μονομελές Εφετείο ++, αρμοδίως, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, δίκασε έφεση κατά απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ++ και συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Ακόμη, όμως, και αν κριθεί παραδεκτός και πάλι είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού το Εφετείο με τις παραδοχές του ότι «με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αρμόδια καθ' ύλη εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου ++, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβή για την παροχή εργασίας (άρθρα 679 επ. σε συνδυασμό με 192 ΚΠολΔ)», δεν παραβίασε τις περί καθ' ύλην αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου διατάξεις, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, το Μονομελές Πρωτοδικείο ήταν καθ' ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση της ένδικης αγωγής, με την οποία οι αναιρεσίβλητοι - ενάγοντες ζητούσαν την καταδίκη του αναιρεσείοντα -ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα που υποβλήθηκαν μέχρι την παραίτησή του από την αγωγή και την έφεση, αφού η εκδοθείσα επί των παραιτήσεων απόφαση ++ απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ++, παρότι οι παριστάμενοι, μη αντιλέξαντες στην παραίτηση, αναιρεσίβλητοι - εφεσίβλητοι - εναγόμενοι, ενέμειναν στην έκδοση απόφασης προκειμένου να επιβληθούν σε βάρος του παραιτηθέντος αντιδίκου τους τα δικαστικά τους έξοδα, δεν περιείχε διάταξη περί των δικαστικών τους εξόδων.

Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324,325, 331 και 332 Κ.Πολ.Δ συνάγεται ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο, το οποίο, εφόσον πρόκειται για δικαίωμα, που έχει ήδη κριθεί μεταξύ των ιδίων προσώπων για το ίδιο αντικείμενο της βασιζομένης στην ίδια νομική και ιστορική αιτία διαφοράς, δεσμεύει τόσο τους διαδίκους και τα αναφερόμενα στα άρθρα 325 έως 329 του αυτού Κώδικα άλλα πρόσωπα, όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν εκείνο που έχει ήδη κριθεί. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη, στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή. Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας, προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα), που αφορά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση. Εξάλλου, ο από το πρώτο μέρος της διάταξης του άρθρου 559 αριθμός 16 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, το οποίο προέβη αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους σε έρευνα για τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων του δεδικασμένου, κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή ή μη των κατά  το άρθρο 324 ΚΠολΔ προϋποθέσεων του δεδικασμένου, εφόσον η κρίση αυτή στηρίζεται σε διαδικαστικά έγγραφα, όπως είναι η αγωγή και οι δικαστικές αποφάσεις, η εκτίμηση του περιεχομένου των οποίων, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ίδιου Κώδικα, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο.

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 16 ΚΠολΔ, προσάπτεται στο Εφετείο η αιτίαση ότι, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο από την ++ τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου ++. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και των διαδικαστικών εγγράφων, με βάση τα οποία εκδόθηκε η ++ τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου ++, προκύπτουν τα εξής : Ο αναιρεσείων ++ άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ++, την από ++ αγωγή του κατά των αναιρεσίβλητων, με την οποία ζητούσε να του καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 500.000 ευρώ. Ενόψει της εκδίκασης της αγωγής κατατέθηκαν προτάσεις από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόμενων, που επιπλέον παρέστη κατά τη συζήτηση και κατέθεσε προσθήκη- αξιολόγηση των αποδείξεων. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η ++ απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ++, που απέρριψε την αγωγή (όπως και τη συνεκδικαζόμενη αντίθετη αγωγή) και επέβαλε σε βάρος του ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα ποσού 10.000 ευρώ. Κατά της ανωτέρω απόφασης ο ηττηθείς ενάγων άσκησε την από ++ έφεσή του, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου ++. Ο ενάγων - εκκαλών, παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος και πριν την έναρξη της συζήτησης της έφεσης, παραιτήθηκε από τα δικόγραφα της αγωγής και της έφεσης. Οι εφεσίβλητοι, που παραστάθηκαν με δικηγόρο, δεν , αντέλεξαν, ενέμειναν όμως στην έκδοση απόφασης προκειμένου να επιβληθούν σε βάρος του παραιτηθέντος τα δικαστικά τους έξοδα. Ακολούθως εκδόθηκε η ++ απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ++, που κήρυξε καταργημένη τη δίκη, χωρίς να αποφανθεί περί των εξόδων, με την αιτιολογία ότι «Δεν μπορεί να τεθεί στο πλαίσιο της καταργούμενης δίκης και θέμα επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος του παραιτουμένου (άρθρο 188 ΚΠολΔ). Η εκκαθάριση των εξόδων θα γίνει κατά τη διαδικασία των άρθρων 679-681 του ΚΠολΔ)». Ακολούθως οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ++, την από ++ ένδικη αγωγή τους για την εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων, που προκλήθηκαν από την παραίτηση από τα άνω δικόγραφα, η οποία έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη ++ απόφαση του Μονομελούς Εφετείου ++. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει δεδικασμένο από την ++ απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ++, αφού, με την απόφαση αυτή το ανωτέρω Δικαστήριο δεν απέρριψε το αίτημα για την εκκαθάριση των εξόδων, στα οποία υποβλήθηκαν οι αναιρεσίβλητοι – αντίδικοι του παραιτούμενου, αλλά όρισε ότι δεν αποφαίνεται το ίδιο περί των εξόδων, αφού η εκκαθάρισή τους πρέπει να γίνει κατά τη διαδικασία των άρθρων 679-681 ΚΠολΔ, δηλαδή η δίκη εκείνη δεν ταυτίζεται, ως προς την ιστορική και νομική της αιτία, με την κρίσιμη δίκη επί της από ++ αγωγής. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ομοίως, και απέρριψε ως αβάσιμο το σχετικό λόγο έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών - ενάγων επανέφερε τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό του περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω δεδικασμένου, δεν παραβίασε τις ανωτέρω αναφερόμενες περί δεδικασμένου διατάξεις και ο ανωτέρω λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης εξαιτίας έλλειψης αιτιολογίας ως προς την ύπαρξη ή όχι δεδικασμένου, είναι απαράδεκτος, διότι οι κανόνες του δικονομικού δικαίου, όπως είναι και οι περί δεδικασμένου διατάξεις, δεν αποτελούν αντικείμενο παραβίασης εκ πλαγίου, δημιουργικής λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ .

Κατά την έννοια του εδαφίου 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου συντελείται, όταν το δικαστήριο της ουσίας εφαρμόζει τέτοιο κανόνα, καίτοι, κατά τις παραδοχές της σχετικής απόφασής του, δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αντιθέτως όταν αυτό δεν εφαρμόζει τέτοιο κανόνα, παρά το ότι, κατά τις παραδοχές αυτές, υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις της εφαρμογής αυτού. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ προκύπτει ότι θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν το από τις αποδείξεις πόρισμα του δικαστηρίου, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, είναι ανεπαρκές ή αντιφατικό, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο ακυρωτικός έλεγχος της ορθής ή μη υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας στον προσήκοντα κανόνα ουσιαστικού δικαίου.

Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 179, 188 παρ. 1,189 παρ.1 εδάφ. γ', 191, 192 ΚΠολΔ 102, 107 και 167 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση λόγω της ισχύος του κατά το χρόνο γέννησης των επίδικων αξιώσεων, συνάγεται ότι στην περίπτωση παραίτησης από την αγωγή και την έφεση, ως διαδικαστικών πράξεων, που γίνεται από τον ενάγοντα - εκκαλούντα, με δήλωση στο ακροατήριο του εφετείου, κατά την ορισθείσα για εκδίκαση της έφεσης ημεροχρονολογία και πριν την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης γεννιέται υπέρ του εναγόμενου -εφεσίβλητου αξίωση κατά του παραιτούμενου ενάγοντος - εκκαλούντος, που εξομοιώνεται με διάδικο που ηττάται, για απόδοση των αναγκαίων δικαστικών και εξώδικων εξόδων, στα οποία αυτός υποβλήθηκε μέχρι το χρόνο της παραίτησης και στα οποία περιλαμβάνεται και η, κατά την ισχύουσα διατίμηση, αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του για τη σύνταξη προτάσεων προς απόκρουση της αγωγής και της έφεσης από τα δικόγραφα των οποίων ο ενάγων - εκκαλών παραιτήθηκε. Στην περίπτωση που το Δικαστήριο επιλαμβάνεται τέτοιας υπόθεσης, του παρέχεται η δυνατότητα συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, η οποία δίδεται στο δικαστήριο της ουσίας με το άρθρο 179 ΚΠολΔ, καθόσον για τον καθορισμό των εν γένει δικαστικών εξόδων ενεργεί όπως θα ενεργούσε το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου γίνεται η παραίτηση, λαμβάνοντας υπόψη του όλες τις πιο πάνω διατάξεις, τόσο του Κώδικα περί Δικηγόρων, όσο και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μεταξύ των οποίων και αυτή του άρθρου 179, αν κρίνει ότι η ερμηνεία των διατάξεων, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες στην υπόθεση ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (ΑΠ 1034/2012). Στην ίδια περίπτωση, κατά τον καθορισμό των αποδιδόμενων εξόδων, μεταξύ των οποίων, η αμοιβή του δικηγόρου του παραιτούμενου, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, α) αν προταθεί, κατ' ένσταση από τον παραιτούμενο, να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 102 του Κώδικα περί Δικηγόρων, κατά την οποία, αν το αίτημα της αγωγής είναι προφανώς εξογκωμένο και μπορούσε να γίνει αντιληπτό από το δικηγόρο, το ελάχιστο όριο της αμοιβής κανονίζεται με βάση το ποσό, το οποίο έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή, αν ο δικηγόρος εξακρίβωνε επιμελέστερα τα πράγματα, β) κατόπιν αιτήματος του αντιδίκου του παραιτούμενου να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 167 του Κώδικα περί δικηγόρων, σύμφωνα με την οποία όταν οι πράξεις ή εργασίες του δικηγόρου έγιναν ύστερα από εντολή περισσότερων του ενός εντολέων το ελάχιστο όριο της αμοιβής του αυξάνεται κατά 5% για κάθε ένα εντολέα (πέραν του πρώτου).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, αφού δέχθηκε ως προς την διαδικαστική διαδρομή της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς, όσα ανωτέρω λεπτομερώς αναφέρονται, για την κατά τα προεκτεθέντα απόρριψη του πρώτου λόγου της αίτησης αναίρεσης, το εφετείο, ακολούθως, κατά την, αναιρετικά ανέλεγκτη, σχετική κρίση του, δέχθηκε τα εξής: «Οι ενάγοντες (τότε εναγόμενοι και ακολούθως εφεσίβλητοι) έχουν αξίωση κατά του εναγομένου για όλα τα δικαστικά και εξώδικα έξοδα, στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του δικηγόρου για τις προτάσεις που κατατέθηκαν, τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου όσο και ενώπιον του εφετείου, και η οποία ανέρχεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, προσαυξημένα κατά ποσοστό 5% για έκαστο των εναγόντων, ενόψει του γεγονότος ότι ήταν τρεις οι εντολείς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100, 107,  110 και 167 του Κώδικα Δικηγόρων, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου έφεσης του εναγόμενου- εκκαλούντα με τον οποίο διατείνεται ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής, εν προκειμένω, η διάταξη του άρθρου 167 του Κώδικα Δικηγόρων. Ενόψει δε, του αντικειμένου της αγωγής (500.000 ευρώ), η αμοιβή του δικηγόρου των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων για τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προσδιορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης (άρθρα 100 παρ.1 και 107 παρ.1 του Κώδικα Δικηγόρων), προσαυξημένο κατά 5% για καθέναν από τους λοιπούς δύο των τριών συνολικά εντολέων (άρθρο 167 του Κώδικα Δικηγόρων), ήτοι [(500.000 χ 2% = 10.000 + (10.000 χ 5%) χ 2 = 1.000) =11.000] ευρώ. Επιπλέον για την αμοιβή του δικηγόρου τους για τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων ενώπιον του εφετείου, κατά τη δικάσιμο της 10-12-2010 ,οπότε ο τότε εκκαλών παραιτήθηκε της έφεσής του, η αμοιβή αυτού (του δικηγόρου), προσδιορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης (άρθρα 100 παρ.1 και 107 παρ.1 και 110 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων) προσαυξημένο κατά 5% για καθέναν από τους λοιπούς δύο των τριών συνολικά εντολέων (άρθρο 167 του Κώδικα Δικηγόρων), ήτοι [(500.000 χ 2% = 10.000 + (10.000 χ 5%) χ 2 = 1.000) =11.000] ευρώ. Τις ανωτέρω αμοιβές δικαιούται ο δικηγόρος ολόκληρες γιατί, όπως αναφέρθηκε, στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη του άρθρου 118 τταρ.3 του Κώδικα Δικηγόρων . ...Ο εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι το δικαστήριο ,κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 102 του (τότε ισχύοντος) Κώδικα Δικηγόρων έπρεπε να υπολογίσει την επιδικασθείσα σε βάρος του δικαστική δαπάνη με βάση όχι το αιτούμενο από αυτόν διογκωμένο ποσό ,αλλά με βάση το εφικτό ποσό το δυνάμενο να ζητηθεί με την αγωγή. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός (ο οποίος σημειωτέον, συνιστά την εκ του άρθρου 102 του ν.δ 3026/1954 ένσταση, που προτείνεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο - βλ. ΑΠ 1295/2010 και ΑΠ 89/2009 δημοσιευμένες σε Νόμος, ΑΠ 140/2007 ΝοΒ 2007, 1153), ανεξαρτήτως της προφανούς αοριστίας του, αφού δεν προσδιορίζεται από τον εναγόμενο το ποσοστό διόγκωσης του αιτήματος του, τυγχάνει απορριπτέος, δεδομένου ότι αφενός η ανωτέρω ένσταση μπορεί να προβληθεί από τον εναγόμενο επί αγωγής του δικηγόρου για την επιδίκαση δικηγορικής αμοιβής, αφετέρου δε, στην προκειμένη περίπτωση, διότι την επίδικη αγωγή με το ανωτέρω αντικείμενο συνέταξε ο ίδιος ο εναγόμενος στην παρούσα υπόθεση, με την ιδιότητά του ως δικηγόρος, ήταν δε επιλογή του ίδιου να αιτηθεί το ανωτέρω ποσό, ως ηθική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενδεχομένως, ως μέσο άσκησης δικονομικής πίεσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκανε δεκτή την ένσταση του εναγομένου περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 102 του Κώδικα Δικηγόρων και υπολόγισε τη δικαστική δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, εφαρμόζοντας, όχι τις ανωτέρω διατάξεις αλλά με βάση την 10867/30-12-2005 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, τα προσδιόρισε στο ποσό των 1.229,18 ευρώ, δεν ερμήνευσε ορθά το νόμο και δεν εκτίμησε σωστά τις αποδείξεις και έσφαλε. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης των εκκαλούντων - εναγόντων». Το εφετείο, δεχόμενο α) ότι η αμοιβή του δικηγόρου των εναγόμενων - εφεσίβλητων για τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου αλλά και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προσδιορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης προσαυξημένο κατά 5% για καθέναν από τους λοιπούς δύο των τριών συνολικά εντολέων και β) ότι η ένσταση του εναγόμενου, περί εφαρμογής του άρθρου 102 του Κώδικα Δικηγόρων, είναι απορριπτέα, διότι την επίδικη αγωγή με το ανωτέρω αντικείμενο συνέταξε ο ίδιος ο εναγόμενος στην παρούσα υπόθεση, με την ιδιότητά του ως δικηγόρος ,ήταν δε επιλογή του ίδιου να αιτηθεί το ανωτέρω ποσό, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αφενός μεν διέλαβε επαρκείς αιτιολογίες στην προσβαλλόμενη απόφαση του, οι οποίες επιτρέπουν το έλεγχο της νομικής ορθότητάς της, αφού με σαφήνεια και πληρότητα απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα περί μη εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 167 του Κώδικα Δικηγόρων, που ήταν εφαρμοστέες, και περί εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 102 του ίδιου Κώδικα, που δεν ήταν εφαρμοστέες στην ως άνω υπόθεση, αφετέρου δε ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 167 και 102 του Κώδικα Δικηγόρων. Συνεπώς ο τρίτος λόγος της ένδικης αίτησης, με τον οποίο, κατ' εκτίμηση, αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετικές πλημμέλειες μόνο από το άρθρο 559 αριθμοί 1 και 19 του Κ.Πολ.Δικ., πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε και τα ακόλουθα: «Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών - εναγόμενος με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατ' εσφαλμένη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων (άρθρα 176 επ. ΚΠολΔ), επέβαλε σε βάρος του τη δικαστική δαπάνη, αναφορικά με τη διεξαγωγή των δικών που αφορούσαν την από ++ και με αριθμό κατάθεσης ++ αγωγή του εναντίον των ++, (εναγόντων στην υπό κρίση αγωγή) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ++ και του Εφετείου ++, ενώ όφειλε να τα συμψηφίσει λόγω του, κατά τους ισχυρισμούς του, ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η συγκεκριμένη αγωγή «ασκήθηκε στα πλαίσια ευρύτερης αντιδικίας με τους αντιδίκους και αφορούσε σε ζητήματα προσβολής προσωπικότητας,   ψευδορκίας,      ψευδούς καταμήνυσης και συκοφαντικής δυσφήμησης». Ωστόσο, από την επισκόπηση της με αριθμό ++ απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ++ δεν προκύπτει ιδιαίτερη πλοκή των νομικών θεμάτων της εν λόγω υπόθεσης, ούτε ιδιαίτερη δυσχέρεια ως προς την υπαγωγή των σχετικών περιστατικών που οδήγησαν στην εφαρμογή των σχετικών κανόνων δικαίου, οι οποίοι αφορούν κυρίως, το ερειζόμενο ζήτημα της υπάρξεως αδικοπραξίας. Επομένως, δεν συνέτρεχε λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων κατά το άρθρο 179 ΚΠολΔ, καθόσον οι κανόνες δικαίου που εφαρμόστηκαν δεν είχαν ιδιαίτερη δυσχέρεια στην ερμηνεία τους και την εφαρμογή τους». Με βάση τις ανωτέρω αιτιολογίες απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης του ήδη αναιρεσείοντος ως ουσιαστικά αβάσιμο. Έτσι όπως έκρινε, το έφετείο, αφενός μεν διέλαβε επαρκείς αιτιολογίες στην προσβαλλόμενη απόφασή του, οι οποίες επιτρέπουν το έλεγχο της νομικής ορθότητάς της, αφού με σαφήνεια και πληρότητα δέχεται ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερη δυσχέρεια, καθόσον αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, που ήταν εφαρμοστέοι στην ως άνω υπόθεση, επί της οποίας έλαβε χώρα προαναφερθείσα παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και της έφεσης, αφετέρου δε ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 179 και 188 παρ. 1 Κ.Πολ. Δικ., οι οποίες, όπως αναφέρθηκε, έχουν εφαρμογή και επί παραιτήσεως από διαδικαστική πράξη και συνεπώς ο δεύτερος λόγος της ένδικης αίτησης, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετικές πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δικ., πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Συνεπώς ,αφού δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναίρεσης, η αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν κατά τις ανωτέρω διακρίσεις .

Ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του παραστάντος αναιρεσίβλητου, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού νόμιμου αιτήματος του, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183, 189, 191 παρ 2). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης παράβολου (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από ++ αίτηση και τον από ++ πρόσθετο λόγο του ++ για αναίρεση της ++ τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου ++ .

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης παράβολου.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του παρόντος τρίτου των αναιρεσιβλήτων, το ύψος των οποίων ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις ++.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις ++.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013