Αγωγή αναπροσαρμογής-μείωσης μισθώματος επαγγελματικής στέγης λόγω απρόοπτης μεταβολής συνθηκών. ΑΚ 388. Άλλως σύμφωνα με την καλή πίστη ΑΚ 288. Περιστατικά και ιστορικό της οικονομικής κρίσης.

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ………………

ΑΓΩΓΗ (επί απρόοπτης μεταβολής συνθηκών ΑΚ 388.Επικουρικά κατ` ΑΚ 288-Μισθωτική διαδικασία)

του ………..,

ΚΑΤΑ

του ………,

 του ………… 

 

          Με το από ………. έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης που  καταρτίστηκε μεταξύ εμού και της ανωτέρω 1ης εναγομένης στην ……….., μίσθωσα απ` αυτή ένα ισόγεια κατάστημα επιφανείας 53 τ.μ στην πόλη της ………… στην διασταύρωση των οδών ……………. προκειμένου να το χρησιμοποιήσω ως ………. Η μίσθωση συμφωνήθηκε για 5 έτη αρχόμενης από 1-1-2007 μέχρι 31-12-2011 με συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 1.000€ πλέον τέλος χαρτοσήμου 3,6%, αναπροσαρμοζόμενο κάθε έτος σε ποσοστό 100% του ετήσιου τιμαρίθμου κόστους ζωής για τους προηγούμενους 12 μήνες, επι του αμέσως προηγούμενου μισθώματος. Σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο ακίνητο είχα νοικιάσει αρχικώς το 1993 με το από ……………. ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης επαγγελματικής στέγης από τους …………….. και εκμεταλλευόμουν έκτοτε αυτό ανελλιπώς ως ………………… με διαδοχικές παρατάσεις και ανανεώσεις αυτού μέχρι τον ανωτέρω χρόνο.

          Με το από 4-5-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό ανανέωσης μίσθωσης επίσης με την ανωτέρω στην …………….., συμφωνήθηκε ανανέωση της μίσθωσης μέχρι την 31-12-2016, ενώ το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε από 1-1-2012 στο ποσό των 1.300€ πλέον χαρτοσήμου, αναπροσαρμοζόμενο κάθε χρόνο σε ποσοστό 4% επι του αμέσως προηγουμένου μισθώματος.

          Με το από 18-3-2011 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης που καταρτίστηκε στην …………. μεταξύ εμού και της 2ης εναγομένης, νοίκιασα απ` αυτή το ακριβώς όμορο από δυτικά, εν σχέσει με το πρώτο ανωτέρω ακίνητο, ισόγειο κατάστημα της με πρόσοψη στον πεζόδρομο …………., επιφάνειας 41 τ.μ για διάρκεια 12 ετών, ήτοι μέχρι 18/3/2023 προκειμένου επίσης να το χρησιμοποιήσω ως ………… συνενώνοντας αυτό με το ανωτέρω συνεχόμενο. Το μίσθωμα συμφωνήθηκε στα 700€/μήνα, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6%

          Για τον ίδιο λόγο και σκοπό, με το από 1/3/2011 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης που καταρτίστηκε μεταξύ εμού και του ………. στην ………, νοίκιασα απ` αυτόν το ακριβώς όμορο από δυτικά εν σχέσει με το αμέσως προηγούμενο ακίνητο της 2ης εναγομένης, ισόγειο κατάστημα με πρόσοψη επίσης στον πεζόδρομο …………… επιφάνειας 38 τ.μ για διάρκεια 12 ετών ήτοι μέχρι 28/2/2023, το δε μίσθωμα συμφωνήθηκε στα 483€/μήνα, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6%, αναπροσαρμοζόμενου κατά 5% με το πέρας του πρώτου χρόνου.

          Με τις ανωτέρω συμβάσεις μισθώσεων, σκοπός μου ήταν να συνενώσω την χρήση των συνεχόμενων και όμορων ακινήτων για την δημιουργία και εκμετάλλευση …………… με αναβαθμισμένες υπηρεσίες προσφοράς αγαθών και εστίασης απευθυνόμενες σε ευρύτερο αριθμό πελατών καθ` όλη την διάρκεια της ημέρας. Αυτές θα περιελάμβαναν την παροχή ……………. από κατάλογο και καθ` όλη την διάρκεια της ημέρας, έτσι ώστε να καλύπτονται οι σχετικές ανάγκες περισσοτέρων πελατών αριθμητικά με όσο το δυνατό μεγαλύτερη γκάμα προσφερομένων υπηρεσιών και προιόντων. Σημειώνεται ότι μέχρι τότε, εκμεταλλευόμουν το ακίνητο της 1ης μόνο ως ………. χωρίς δηλ. την δυνατότητα παροχής και προϊόντων και υπηρεσιών …………. κλπ.

    Πράγματι, μετά από σχετική άδεια των εκμισθωτών μου προέβην στις κατάλληλες και εκτεταμένες εργασίες συνένωσης και ενιαίας διαμόρφωσης των χώρων και εντός του 2011 άρχισε η λειτουργία του ενιαίου πλέον χώρου του καταστήματος σύμφωνα με τα υπ` εμού επιχειρηματικώς σχεδιασθέντα. Συγκεκριμένα προέβην στο γκρέμισμα των μεσοτοιχιών και στη δημιουργία ενιαίου χώρου με κατασκευή μεγάλου μπάρ, στην κατασκευή κουζίνας για την παρασκευή εδεσμάτων, στην κατασκευή χωρισμάτων, ψευδοοροφών αλλά και στην διαμόρφωση ενιαίου δαπέδου και παταριού όπου και θα χρησιμοποιούνταν για υπηρεσίες εστίασης. Επίσης προέβην στην κατασκευή και διαμόρφωση ενιαίας πλέον πρόσοψης με υαλοπίνακες και εισόδους για την ενιαία μορφοποίηση και εικόνα του καταστήματος, αλλά και στην επέκταση και ενοποίηση της ηλεκτρολογικής και υδραυλικής εγκατάστασης, όπως και στον σχεδιασμό και κατασκευή ενιαίου συστήματος κλιματισμού και εξαερισμού. Επι τη προόψει δε της νέας επιχειρηματικής εκμετάλλευσης προέβην και στην αγορά νέων τραπεζοκαθισμάτων κατάλληλων για τις ανωτέρω προσφερόμενες υπηρεσίες.

          Για όλα τα ανωτέρω, που δεν αποτελούσαν απλώς αισθητικές παρεμβάσεις αλλά ήταν απαραίτητα για να μπορώ να χρησιμοποιήσω τα μίσθια για την συμφωνημένη χρήση, και με βάση τα επιχειρηματικά μου σχέδια και σκοπούς, δαπάνησα το ποσό των των..

          Ωστόσο η οικονομική κρίση που άρχισε να πλήττει την χώρα ήδη από το 2010, παρά τις προσδοκίες περί του αντιθέτου, συνεχιζόμενη επιτάθηκε έκτοτε με συναφές αποτέλεσμα την ραγδαία επιδείνωση και της οικονομικής μου κατάστασης, οι δε προϋποθέσεις που είχαν ληφθεί υπόψη κατά την σύναψη των ανωτέρω συμβάσεων μίσθωσης προκειμένου να διαμορφωθούν οι ανωτέρω οικονομικοί όροι και ειδικά το ύψος του μισθώματος, δηλ. η οικονομική κατάσταση, η μισθωτική αξία, το ύψος των ενοικίων στην περιοχή και η προσδοκία υγιούς και προσοδοφόρου επιχειρηματικής δράσης, έπαψαν σταδιακά να τελούν εν ισχύι.

          Ειδικότερα, εξ` αιτίας της απότομης μείωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών (περικοπή μισθών, συντάξεων, εσωτερική υποτίμηση κλπ), της μείωσης της καταναλωτικής πίστης, σε συνδυασμό με το ότι από την ίδια περίοδο άρχισαν να λειτουργούν πολλά καφέ κυρίως στις παρυφές της πόλης επί των κυριοτέρων οδικών αρτηριών αλλά και στις εισόδους-εξόδους της πόλης που προσφέρουν σε πλήθος διερχομένων καφέ και διάφορα σνάκ σε «πακέτο» με τιμές σχεδόν κόστους (1-1,5€), προκλήθηκε σημαντικότατη και μη αναμενόμενη πτώση του κύκλου εργασιών της επιχείρησης μου, ενώ με βάση την οικονομική κατάσταση της χώρας, προβλέπονταν πλέον μετά βεβαιότητας σταθεροποίηση της ύφεσης επι μακρόν, γεγονός που φυσικά επέδρασε και στην μείωση της μισθωτικής αξίας των ακινήτων της ανωτέρω χρήσης στο κέντρο και στα γειτονικά ακίνητα.

          Συνεπεία των ανωτέρω μη αναμενόμενων και απρόβλεπτων καταστάσεων, οι εκμισθωτές μου, δέχτηκαν τις διαδοχικές προτάσεις μου για μείωση του μισθώματος αφού οι οικονομικές συνθήκες της χώρας επιδεινώνονταν συνεχώς χωρίς μάλιστα να δικαιολογείται και οποιαδήποτε προσδοκία για σταθεροποίηση βραχυπρόθεσμα.

          Έτσι, με το από 3-3-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό με την 1η εναγομένη …………… το μηνιαίο μίσθωμα από 1-1-2012 μειώθηκε «λόγω της οικονομικής κρίσης» από το ποσό των 1.300€ πλέον χαρτοσήμου, στο ποσό των 1.100€ πλέον χαρτοσήμου με τους ίδιους ανωτέρω όρους αναπροσαρμογής (4% επι του προηγουμένου μισθώματος) και με το από 9-5-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό «λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης», μειώθηκε εκ νέου για το χρονικό διάστημα από 1-5-2013 έως 31-12-2014 στο ποσό των 1.000€ πλέον χαρτοσήμου και καταργήθηκε η συμφωνία για την ανωτέρω προσαύξηση του 4%.

          Αλλά και με την 2η εναγομένη ………….. μετά από συμβατική αναπροσαρμογή που έγινε στο τέλος του 2011 μειώθηκε επίσης το ποσό του μηνιαίου μισθώματος από 700€, σε 600€ πλέον χαρτοσήμου.

          Το ίδιο έγινε και με τον έτερο εκμισθωτή ………………, καθόσον με το από 1/3/2012 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ μας συμφωνήθηκε αφενός η διάρκεια της μίσθωσης μέχρι 28/2/2024 και αφετέρου η τροποποίηση του όρου της αύξησης του μισθώματος κατά 5% μετά το πέρας του πρώτου χρόνου, σε αύξηση του ιδίου μεν ποσοστού, αλλά ξεκινώντας μετά το δεύτερο χρόνο. Επίσης με την από 1/6/2013 έγγραφη τροποποίηση ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, το μίσθωμα καθορίστηκε-μειώθηκε από την 1-6-2013 έως και την 31-12-2014 στο ποσό των 433€ πλέον χαρτοσήμου 3,6%.

          Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, η πολιτική αστάθεια και η οικονομική επιβάρυνση των Ελλήνων, αλλά και το ότι η χώρα αδυνατούσε να ικανοποιήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις παρά το ότι είναι μέλος της Ευρωζώνης, έσπρωξαν την Ελληνική Οικονομία σε ένα φαύλο καθοδικό κύκλο προκαλώντας την κατάρρευση της.

          Ειδικότερα όπως είναι γνωστό την 2/5/2010 υπογράφηκε χρηματοδοτική συμφωνία μεταξύ Ελλάδος, Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ΕΚΤ και ΔΝΤ, γνωστό και ως Μνημόνιο (πρώτη φορά στα χρονικά του το ΔΝΤ θα εφάρμοζε το πρόγραμμά του σε μέλος της ευρωζώνης). Στόχος του ήταν να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία και η ανταγωνιστικότητα της χώρας, και να προστατευθεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Το πρόγραμμα καθόριζε ένα μείγμα «εμπροσθοβαρών» μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης, εσωτερικής υποτίμησης (καθώς η υποτίμηση του νομίσματος δεν ήταν δυνατή, η προσαρμογή των σχετικών τιμών έπρεπε να επιτευχθεί με μειώσεις στους μισθούς, τις παροχές και το κόστος) και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Περιελάμβανε επίσης μέτρα όπως μειώσεις στις συντάξεις και τους μισθούς του δημοσίου, αυξήσεις του φόρου προστιθέμενης αξίας, αύξηση στη φορολογία των ακινήτων, έκτατες εισφορές και διάφορα μέτρα βελτίωσης της φορολογικής διοίκησης. Σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, το πρόγραμμα περιελάμβανε μείωση των βασικών μισθών, πώληση περιουσιακών στοιχείων του κράτους, απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων, καθώς και μέτρα που είχαν στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης της γραφειοκρατίας.

           Όταν όμως μπήκε το 2011, άρχισε να γίνεται σαφές ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονταν με βάση το καλό σενάριο – και αυτό για αρκετούς λόγους, όπως ο ταχύτατος ρυθμός δημοσιονομικής περιστολής, η πιστωτική κρίση, η αυξανόμενη πολιτική αβεβαιότητα και η κακή πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας. Επιπλέον, το πρόγραμμα απέτυχε να αποτρέψει τη μετάδοση της κρίσης σε άλλες χώρες της ευρωζώνης. Καθώς άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια οι αδυναμίες του σχεδιασμού του ευρώ, οι αγορές άρχισαν να πανικοβάλλονται, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις που οδηγούσαν σε άνοδο των spreads σε άλλες χώρες. Σ` αυτό το περιβάλλον εντονότατων ανησυχιών της αγοράς, κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης και περαιτέρω πτώσεις του ΑΕΠ, οι επενδύσεις στην Ελλάδα άρχισαν να συρρικνώνονται, ενώ οι εξαγωγές παρέμεναν στάσιμες, σε μεγάλο βαθμό λόγω πιστωτικής ασφυξίας. Το πρόγραμμα εκτροχιάστηκε, το ΑΕΠ κατέρρευσε και συνεπώς το ελληνικό χρέος (που υπολογίζεται ως ποσοστό του ΑΕΠ) αυξήθηκε και έγινε λιγότερο βιώσιμο.

          Η έκθεση του ΔΝΤ το φθινόπωρο του 2011 τεκμηρίωνε ένα πραγματικό φιάσκο, καθώς ήταν φανερό πως τα περισσότερα μέτρα είχαν αποτύχει. Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση. Τελικά, η ανεπάρκεια του ελληνικού προγράμματος αναγνωρίστηκε τον Μάρτιο του 2011.

          Το δεύτερο πακέτο διάσωσης ανακοινώθηκε επίσημα τον Ιούλιο του 2011, παρασχέθηκε τον Οκτώβριο και τελικά υλοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2012. Ανερχόταν συνολικά σε 164,5 δις ευρώ, ανεβάζοντας το συνολικό μέγεθος της ελληνικής διάσωσης στο άνευ προηγουμένου ποσό των 274,5 δις ευρώ.  

          Ακόμα και υπό ιδανικές συνθήκες, το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής θα ήταν ιδιαίτερα οδυνηρό. Όπως αποδείχθηκε, οι συνθήκες μόνο ιδανικές δεν ήταν. Για ακρίβεια, ήταν το ακριβώς το αντίθετο: Η Ελλάδα χτυπήθηκε από μια απόλυτη οικονομική καταιγίδα. Η ελληνική οικονομία υπέστη μια σειρά από διακριτά αλλά αλληλένδετα σοκ, που συνδυάστηκαν σπρώχνοντάς τη σε έναν φαύλο καθοδικό κύκλο και ουσιαστικά προκαλώντας την κατάρρευσή της. Το σοκ για την ελληνική οικονομία ήταν τεράστιο. Τέσσερα χρόνια μετά την αρχική υλοποίησης του προγράμματος, τα ατομικά εισοδήματα είχαν μειωθεί κατά το ένα τρίτο, σχεδόν ένας στους τρεις Έλληνες ήταν άνεργος (η ανεργία έφτασε το 27%, έναντι πρόβλεψης του ΔΝΤ για 15%, ενώ η ανεργία των νέων ήταν γύρω στο 60%), η δε οικονομία είχε συρρικνωθεί κατά το ένα τέταρτο (σχεδόν 25% από το 2008, έναντι αρχικής πρόβλεψης του ΔΝΤ για συρρίκνωση κατά 5,5% μέχρι το 2012). Η ελληνική ύφεση ήταν αναλόγου μεγέθους με τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση των ΗΠΑ της περιόδου 1929-1933. Η εγχώρια ζήτηση κατέρρευσε, τα κεφάλαια εγκατέλειψαν τη χώρα (οι ελληνικές τράπεζες έχασαν καταθέσεις 1,5 δις ευρώ μόνο μέσα στην εβδομάδα που ακολούθησε την ανακοίνωση του προγράμματος), μια άγρια πιστωτική ασφυξία χτύπησε τον επιχειρηματικό τομέα και παρέλυσε κάθε οικονομική δραστηριότητα, το τραπεζικό σύστημα ουσιαστικά πάγωσε και η έντονη αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον του νομίσματος της χώρας προκάλεσε κάμψη των επενδύσεων κατά 46%. Συνολικά, μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια η Ελλάδα είχε απολέσει δεκαέξι ολόκληρες θέσεις στην κατάταξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (από την 40ή στην 56η θέση). Το κόστος αυτό δεν επιμερίστηκε εξίσου σε όλη την κοινωνία, αφού τα σχέδια για μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων ουδέποτε υλοποιήθηκαν και όλες οι απώλειες θέσεων εργασίας προήλθαν από τον ιδιωτικό τομέα. Το μέγεθος του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας ξεπέρασε κατά πολύ τις προβλέψεις του προγράμματος, φτάνοντας το 177% του ΑΕΠ το 2014, και μάλιστα με ανοδική πορεία (έναντι 130% κατά την έναρξη της κρίσης). Με τη σειρά της, η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι το χρέος εξακολουθούσε να μην είναι βιώσιμο ενίσχυσε την αβεβαιότητα σε ότι αφορούσε τις προοπτικές της Ελλάδας, υπονομεύοντας έτσι την οικονομία της. Με τον τρόπο αυτό, η οικονομική αυτή καταιγίδα οδήγησε στην οικονομική κατάρρευση της χώρας, τροφοδοτώντας ακόμα περισσότερο τους φόβους για μια αναπόφευκτη αθέτηση υποχρεώσεων από πλευράς της Ελλάδας. Η προοπτική αυτή έγινε γνωστή ως «Grexit», μιας και μια τέτοια αθέτηση θα είχε νόημα μόνο αν η Ελλάδα εγκατέλειπε το ευρώ, έκβαση που θα υπονόμευε την αξιοπιστία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.

          Οι πολιτικές αναταράξεις αύξαναν την απροθυμία και μείωναν την ικανότητα της χώρας να εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα, ενώ οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα διακόπτονταν τακτικά. Η εκτεταμένη προεκλογική περίοδος του 2012 ουσιαστικά ανέβαλε την υλοποίηση πολλών μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, ενώ οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις στο δημοσιονομικό επίπεδο πάγωσαν, αυξάνοντας το μέγεθος του δημοσιονομικού κενού. Το ίδιο συνέβη και με τις πρόωρες εκλογές του Ιανουαρίου 2015 που διέκοψαν και ανέτρεψαν την ισχνή μεν αλλά πραγματική πορεία ανάκαμψης της οικονομίας που ξεκίνησε το 2014. Αυτό είχε ως συνέπεια πολλοί στόχοι να χαθούν. Κάθε φορά που συνέβαινε αυτό χρειαζόταν χρόνος για την επανεκκίνηση και αναδρομολόγηση του προγράμματος και την επίτευξη νέων συμφωνιών με τους εταίρους ώστε να προσαρμοστούν τα μέτρα στις νέες συνθήκες. Οι καθυστερήσεις αυτές είχαν αρνητικές επιπτώσεις και, επιπλέον, δηλητηρίασαν την ατμόσφαιρα μεταξύ Ελλάδας και εταίρων ακόμη περισσότερο.

          Συγκεκριμένα, η δημοσιονομική εξυγίανση (η «λιτότητα») είχε πολύ πιο δυσμενείς επιπτώσεις για την οικονομία απ` ό,τι αρχικά αναμενόταν. Το 2010 η χώρα βρισκόταν ήδη σε ύφεση και η επιβολή μιας θεραπείας- σοκ γιγαντιαίων διαστάσεων που περιελάμβανε μείωση του ΑΕΠ κατά 10% πάνω στο σώμα ενός μοχλευμένου και μη ανταγωνιστικού ιδιωτικού τομέα ήταν τουλάχιστον ένα πολύ ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Όπως αποδείχτηκε, η ιδιωτική ζήτηση δεν κατάφερε να υποκαταστήσει τη μείωση της δημόσιας ζήτησης, ιδίως όταν οι τράπεζες ουσιαστικά διέκοψαν την παροχή πιστώσεων. Δίχως ρευστότητα, ακόμα και πολλές υγιείς επιχειρήσεις πτώχευσαν ή σταμάτησαν να επενδύουν. Επιπλέον, η μετάδοση της κρίσης στην ευρωζώνη, η κακή επίδοση της παγκόσμιας οικονομίας το 2011 και οι δυσμενείς πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα μεγέθυναν το δημοσιονομικό σοκ πέρα από κάθε πρόβλεψη.

          Οι τράπεζες προχώρησαν σε επανειλημμένες ανακεφαλαιοποιήσεις και σε μια δύσκολη διαδικασία εξυγίανσης, αλλά ήταν ευάλωτες σε συνεχή πλήγματα : τη μαζική φυγή καταθέσεων που προκάλεσε η πολιτική αβεβαιότητα (εν μέρει εξαιτίας των αποτυχιών του προγράμματος), τις τεράστιες ζημιές που προέκυψαν μετά τη διαγραφή του χρέους με το PSI, εξαιτίας των μεγάλων τους ανοιγμάτων σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου (40 δις ευρώ, έναντι πρωτογενών κεφαλαίων 20 δις ευρώ), και τη σταθερή αύξηση των μη εξυπηρετούμενων  (ή «κόκκινων») δανείων, καθώς οι επιχειρήσεις πτώχευαν και τα νοικοκυριά αδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν τα στεγαστικά και καταναλωτικά τους δάνεια (που εκτιμώνται στο ένα τρίτο του συνόλου δανείων, ένα ποσό που ξεπερνούσε τα 65 δις ευρώ το 2014). Χωρίς πρόσβαση στη ρευστότητα οι επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να επιβιώσουν, πόσω μάλλον να επενδύσουν ώστε να αυξήσουν τις εξαγωγές τους. Ο ελληνικός δημόσιος τομέας συρρικνώθηκε σημαντικά στο διάστημα 2010-2014, χάνοντας σχεδόν 150.000 υπαλλήλους, μέσω εθελοντικών αποχωρήσεων και κυρίως μέσω συνταξιοδοτήσεων (που αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ακριβές).

          Καθώς η κρίση εξελίσσονταν με αμείωτη ένταση, αποδείχθηκε ότι κύρια εναλλακτική λύση του προγράμματος προσαρμογής δεν ήταν ένα καλύτερα διαβαθμισμένο ή πιο γενναιόδωρο πρόγραμμα, αλλά η επιλογή της εξόδου από το ευρώ, του Grexit όπως βαφτίστηκε. Ως το 2012 οι περισσότεροι αναλυτές συνέκλιναν ως προς την άποψη ότι η Ελλάδα δεν είχε ρεαλιστικές πιθανότητες να αποφύγει την άμεση αθέτηση των υποχρεώσεών της και πως το τέλος της κρίσης προϋπέθετε την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Το Grexit δεν προβλεπόταν απλώς, αλλά συστηνόταν κιόλας από πολλούς αναλυτές στα δεξιά και τα αριστερά του πολιτικού φάσματος, που υποστήριζαν πως ο ελληνικός λαός θα ήταν αδύνατον να αντέξει τα βάσανα που απαιτούσε η προσαρμογή, ότι η ελληνική οικονομία δεν ανήκε ούτως ή άλλως στην ευρωζώνη και ότι ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει μπροστά η Ελλάδα ήταν να κηρύξει στάση πληρωμών, να επιστρέψει στη δραχμή και να προχωρήσει άμεσα στην υποτίμησή της ώστε να κερδίσει ανταγωνιστικότητα μεμιάς. Η ολοένα και μεγαλύτερη προσδοκία του Grexit συνεισέφερε στην κλιμάκωση της αβεβαιότητας και στην ενίσχυση των δεινών της ελληνικής οικονομίας, προκαλώντας μια τεράστια φυγή κεφαλαίων από τη χώρα. Καμία οικονομία δεν μπορεί να επιβιώσει από τον νόμιμο φόβο μιας μαζικής υποτίμησης και έτσι τα πράγματα έγιναν οριακά το καλοκαίρι του 2012 όταν προκηρύχθηκαν εκλογές που πήραν ουσιαστικά τη μορφή δημοψηφίσματος για την παραμονή της χώρας στο ευρώ.

          Όμως, παρά την ουσιαστική αυτή πρόοδο, οι προκλήσεις που παρέμεναν ήταν μεγάλες. Το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους εξακολουθούσε να διαγράφεται απειλητικό, η ρευστότητα επέστρεφε στην αγορά με πολύ βραδείς ρυθμούς και οι ρυθμοί μεγέθυνσης εξακολουθούσαν να είναι αναιμικοί, ενώ το ποσοστό ανεργίας παρέμενε δυσθεώρητο παρά τη σχετική του μείωση. Το κρίσιμο ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών αντιμετωπίστηκε μετά από καθυστερήσεις, αλλά το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν είχε λυθεί, καθώς αυτά προσέγγιζαν τότε το 31,9% επί του συνόλου των δανείων. Τέλος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πραγματικά δύσκολο έργο της ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας και της μετάβασης σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο δεν είχε προχωρήσει.

          Η κρίση πέρασε σε ένα νέο στάδιο μετά τις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2014. Θορυβημένος από το αρνητικό γι` αυτόν εκλογικό αποτέλεσμα, ο Αντώνης Σαμαράς επέλεξε την εγκατάλειψη της ισχνής μεν αλλά ουσιαστικής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που είχε αναλάβει και τη βεβιασμένη προσπάθεια να κλείσει η τελευταία (ως προς την ευρωζώνη) αξιολόγηση του Μνημονίου και να περάσει η χώρα στο πολύ πιο ελαστικό και συμφέρον καθεστώς της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε παταγωδώς για μια σειρά λόγων (απουσία σωστής προετοιμασίας, δυσπιστία των πιστωτών ως προς τις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης, κυρίως μετά την άγαρμπη παρέμβασή της στην υποτιθέμενη ανεξάρτητη Γενική Γραμματεία Εσόδων, και νεφελώδης προοπτική της λόγω της επερχόμενης προεδρικής εκλογής). Ακολούθησαν ο ουσιαστικός αποκλεισμός της χώρας από τις χρηματοπιστωτικές αγορές-γεγονός που αυτόματα αύξησε την εξάρτησή της από τους πιστωτές-και η απόφαση της κυβέρνησης να επισπεύσει την εκλογή του νέου προέδρου της Δημοκρατίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ άδραξε την ευκαιρία αυτή για να εκβιάσει την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, τις οποίες και κέρδισε με άνεση (36,34% έναντι 27,81% για τη ΝΔ), με ένα προεκλογικό πρόγραμμα που υποσχόταν το τέλος των πολιτικών λιτότητας του Μνημονίου. Ακολούθησε μια περίοδος παρατεταμένων διαπραγματεύσεων με την Τρόικα (την οποία η κυβέρνηση μετονόμασε σε «Θεσμούς»), που είχε απτά μεν πολιτικά και οικονομικά αποτελέσματα, όχι όμως τα αναμενόμενα.  Τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης υπήρξαν εντελώς ανύπαρκτα ως προς τις παραχωρήσεις που αποδείχθηκε πως ήταν διατεθειμένοι να κάνουν οι πιστωτές της χώρας.

          Στο οικονομικό πλαίσιο, η διαπραγμάτευση είχε τραγικά αποτελέσματα, καθώς η οικονομία ξαναμπήκε στο καθεστώς ύφεσης από το οποίο είχε μόλις ξεφύγει, θυσιάζοντας ταυτόχρονα και το πρωτογενές πλεόνασμα που είχε επιτύχει το προηγούμενο έτος μετά από επίμονες πολυετείς θυσίες. Χτυπημένη από την έντονη αβεβαιότητα, από τη στάση πληρωμών στο εσωτερικό της χώρας και από μια τεράστια εκροή κεφαλαίων λόγω της μείωσης των τραπεζικών καταθέσεων (της τάξης των 44 δις ευρώ), η οικονομία πέρασε σε καθεστώς ουσιαστικής ασφυξίας, που ενισχύθηκε από την εσωτερική στάση πληρωμών του κράτους προς τους προμηθευτές του. Παράλληλα, το δημοσιονομικό κενό μεγάλωσε, με αποτέλεσμα τα μέτρα που απαιτούνταν πλέον για την κάλυψή του να είναι πού πιο οδυνηρά σε σύγκριση με το άμεσο παρελθόν. Συνοπτικά, η νέα κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά σε ένα αδιέξοδο για το οποίο την κύρια ευθύνη έφερε η ίδια, τόσο με το λόγο της όσο και με τις πράξεις της, και από το οποίο δεν υπήρχε εύκολη οδός διαφυγής.

          Αφού οι διαπραγματεύσεις πέρασαν από διάφορες φάσεις, με συγκεχυμένες πληροφορίες για το ακριβές περιεχόμενό τους και ταχύτατες εναλλαγές απαισιοδοξίας και αισιοδοξίας (με στελέχη της κυβέρνησης να διακηρύττουν σε τακτά χρονικά διαστήματα πως επίκειται συμφωνία και πως «καθαρογράφεται»), και με το φάσμα της αδυναμίας αποπληρωμής των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας στο ΔΝΤ και την ΕΚΤ να πλησιάζει απειλητικά, ο πρωθυπουργός, με μια αιφνιδιαστική κίνηση νύχτας της 26ης   προς 27ης Ιουνίου, αποφάσισε τη διακοπή των διαπραγματεύσεων και την προκήρυξη δημοψηφίσματος για την 5η Ιουλίου. Επρόκειτο για ένα ασυνήθιστο δημοψήφισμα, καθώς αφορούσε μια πρόταση των δανειστών που, όπως αποδείχθηκε, δεν βρισκόταν πλέον στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η οποία συμπεριλαμβανόταν σε περίπλοκα οικονομοτεχνικά κείμενα γραμμένα στα αγγλικά και που έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο δημόσιας διαβούλευσης μέσα σε μία μόνο εβδομάδα.

          Τη διακοπή των διαπραγματεύσεων και την προκήρυξη του δημοψηφίσματος ακολούθησε η απόφαση της ΕΚΤ να μη συνεχίσει να αυξάνει το όριο ενίσχυσης που παρείχε στις ελληνικές τράπεζες μέσω του μηχανισμού ELA, καθώς η χώρα ήταν πλέον εκτός προγράμματος. Με δεδομένη την ταχύτατη διαρροή των τραπεζικών καταθέσεων, η κυβέρνηση δεν είχε άλλη επιλογή από το να προκηρύξει τραπεζική αργία και να εισαγάγει αυστηρούς κεφαλαιακούς  ελέγχους, αποφάσεις που όπως είναι προφανές είχαν αρνητικές επιπτώσεις για την οικονομία. Την κατάσταση επιδείνωσε η μη αποπληρωμή της δανειακής δόσης στο ΔΝΤ τη νύχτα της 30ης Ιουνίου προς 1η Ιουλίου – η πρώτη φορά που μια ανεπτυγμένη οικονομία αποτύγχανε να αποπληρώσει οφειλή προς το Ταμείο. Το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε μέσα σε κλίμα μεγάλης οικονομικής αβεβαιότητας και αυξανόμενης πόλωσης.  Ακολούθησε μια σύντομη περίοδος υψηλής πολιτικής αβεβαιότητας, καθώς οι «σκληροί» της ευρωζώνης έθεσαν στο τραπέζι για πρώτη φορά μια πρόταση προσωρινής εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ.

          Τελικά, μπροστά στο φάσμα μιας άτακτης χρεοκοπίας και εξόδου από το ευρώ, και των τρομακτικών συνεπειών που αυτό συνεπαγόταν, ο Τσίπρας αναγκάστηκε να πραγματοποιήσεις στροφή 180 μοιρών και, μετά από εντατικές διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες, αποδέχθηκε στις 13 Ιουλίου ένα πολύ σκληρότερο δημοσιονομικό πρόγραμμα από αυτό που είχε εισηγηθεί στους Έλληνες ψηφοφόρους να απορρίψουν μερικές μόνο μέρες πριν. Ακολούθησε, έτσι, τα χνάρια του Γιώργου Παπανδρέου και του Αντώνη Σαμαρά, που υποχρεώθηκαν και αυτοί να εφαρμόσουν οικονομικές πολιτικές που διέφεραν από τις αρχικές τους διακηρύξεις, με τη διαφορά βέβαια πως στην περίπτωσή του η απόσταση ανάμεσα στα δύο ήταν μεγαλύτερη και πως δεν υπήρχε πια το άλλοθι της άγνοιας για το ποια ήταν η πραγματικότητα. Το νέο αυτό πρόγραμμα περιελάμβανε την οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας ώστε να αποπληρώσει τις άμεσες δανειακές της υποχρεώσεις, αλλά και ένα τρίτο Μνημόνιο με άμεσα και αυστηρά νομοθετικά προαπαιτούμενα, τα οποία ενέκρινε η Ελληνική Βουλή με πλατιά πλειοψηφία.

          Η οικονομία πέρασε από μια πρόβλεψη ανάπτυξης σε νέα ύφεση (μικρότερη πάντως των προβλέψεων), ενώ η χώρα παρέμενε αποκλεισμένη από τις χρηματοπιστωτικές αγορές και από το πρόγραμμα ποσοτικής επέκτασης της ΕΚΤ. Εκτιμάται πως το ΑΕΠ απώλεσε 11 δις ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των απωλειών 8 δις που προκλήθηκαν από το κλείσιμο των τραπεζών. Οι ανάγκες κάλυψης του δημοσιονομικού κενού αυξήθηκαν κατά 26 δις ευρώ, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να φθάσει το 200% του ΑΕΠ το 2017 (έναντι 170% της προηγούμενης πρόβλεψης), η φυγή κεφαλαίων από τις τράπεζες ήταν ραγδαία, ενώ οι τράπεζες απώλεσαν ολόκληρη την ανακεφαλαιοποίησή τους, την οποία είχαν επιτύχει με τεράστιες θυσίες και μεγάλη κρατική ενίσχυση. Η νέα ανακεφαλαιοποίηση αύξησε το δημόσιο χρέος. Συνοπτικά, ένα ήδη δύσκολο πρόβλημα έγινε δυσκολότερο. Βραχυπρόθεσμα, ο Αλέξης Τσίπρας κατόρθωσε να διαχειριστεί πολιτικά τη στροφή που πραγματοποίησε, προκηρύσσοντας νέες εκλογές στις 20 Σεπτεμβρίου, τις οποίες και κέρδισε με ποσοστό 35,46%. Μεσοπρόθεσμα όμως τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα, καθώς είχε πλέον απολέσει τον ενθουσιασμό και την ελπίδα που είχε δημιουργήσει στις αρχές του 2015. Μακροπρόθεσμα, η κατάσταση φάνταζε απελπιστική. Εκτός από τη μεγάλη απογοήτευση και την οικονομική ζημιά που προκάλεσε, η κυβέρνηση έπρεπε να διαχειριστεί το κοινωνικό κόστος των μέτρων που είχε συμφωνήσει στο πλαίσιο του τρίτου Μνημονίου. Πέρα από τα δημοσιονομικά μέτρα, το πακέτο έθιγε χρονίζοντα προβλήματα όπως το ασφαλιστικό σύστημα και η φορολόγηση των αγροτών. Η έκρηξη του προσφυγικού ζητήματος μέσα στο 2015 κατέστησε τη διαχείριση των προκλήσεων αυτών ακόμα πιο δυσχερή, ενώ η έκβαση της κρίσης εξακολουθεί να παραμένει απροσδιόριστη.

          Έκτοτε και μέχρι σήμερα είναι γνωστό ότι εκδόθηκαν και ισχύουν οι εφαρμοστικοί του 3ου Μνημονίου νόμοι και ΥΑ περί αύξησης των συντελεστών φόρων που επιβάλλονται μεταξύ άλλων σε ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις συνεπεία των οποίων επήλθε περαιτέρω μείωση της ρευστότητας. Η ανωτέρω οικονομική καταιγίδα και πολιτική αστάθεια ανέσχεσαν πλήρως την οικονομική δραστηριότητα της χώρας που επιβιώνει σερνόμενη εντός της Ευρωζώνης ενώ ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει επενδυτική ανάκαμψη με αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία και ούτε προσδοκάται βάσιμα κάτι τέτοιο εφόσον η Ελλάδα διατηρεί ακόμη τα θεόρατα ελλείμματα του παρελθόντος (που οδήγησαν στην κρίση) μίας και κανείς υπο αυτές τις συνθήκες δεν είναι διατεθειμένος να τα χρηματοδοτήσει, πολλώ δε μάλλον επενδύσει στην χώρα.

          Ειδικότερα στο χώρο δραστηριοποίησης της επιχείρησης μου, δηλ. καταστήματα καφέ-μπάρ έλαβε χώρα σημαντικότατη μεταβολή που είχε ως συνέπεια να πληγεί κατάφωρα ο κλάδος. Κατά κοινή ομολογία των επαγγελματιών του κλάδου, πέρα από την πρωτοφανή έλλειψη ρευστότητας, ο ανταγωνισμός όπως ειπώθηκε, αυξήθηκε δραματικά από τις ανωτέρω επιχειρήσεις παροχής καφέ σε πακέτο που κατέφυγαν σε μείωση των τιμών και προσφέρουν αυτές τις υπηρεσίες από καταστήματα που ευρίσκονται διάσπαρτα εκτός του κέντρου της πόλης με αποτέλεσμα την αθρόα διαρροή πελατών από τα καταστήματα και τις συναφείς επιχειρήσεις που στεγάζονται, όπως η δική μου, στο κέντρο της πόλης.

          Συνεπεία τούτων η επιχείρησή μου παρουσίασε αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα από το έτος;;;; και εφεξής, όπως προκύπτει από τα οικονομικά στοιχεία αυτής. Ειδικότερα:

-το έτος….παρουσίασε ζημία ύψους…ευρώ, το έτος…..  Έτσι, ενώ απασχολούσα το έτος….υπαλλήλους, αναγκάστηκα να απολύσω αυτούς διατηρώντας μόνο…..

          Δηλ. το κατάστημα μου περιήλθε σε κατάσταση οξείας κάμψης των οικονομικών του μεγεθών και ιδίως της ρευστότητάς του σε σημείο που να καθίσταται αμφίβολη η δυνατότητα να αντιμετωπίσω ακόμα και τις απολύτως ανελαστικές δαπάνες λειτουργίας του (ενοίκο, μισθοδοσία, έξοδα λειτουργίας κλπ).

          Το ανωτέρω οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, η έλλειψη ρευστότητας, η λειτουργία των ανωτέρω περιφερειακών επιχειρήσεων παροχής καφέ σε πακέτο και η απουσία προσδοκίας για άμεση και πραγματική ανάπτυξη, όπως ήταν φυσικό παρέσυρε καθοδικά και τις μισθωτικές αξίες των ακινήτων του κέντρου όπως τα μισθωμένα από μένα, που στεγάζουν τέτοιες επιχειρήσεις καφέ-μπάρ. Για το λόγο αυτό πολλά τέτοια καταστήματα γειτονικά ακόμα και επι της ……… και σε απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων, παραμένουν επι πολλά έτη ανοίκιαστα. Μάλιστα ακριβώς επειδή απελευθερώνονται επαγγελματικοί χώροι λόγω του ότι οι συναφείς επιχειρήσεις διέκοψαν την λειτουργία τους, αυτό οδήγησε σε υπερπροσφορά ακινήτων και μείωση των ενοικίων.

          Μέσα σ` αυτό το οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που κατακρήμνισε όπως ήταν φυσικό τόσο τον τζίρο και τα έσοδα της επιχείρησής μου, όσο και τις μισθωτικές αξίες των ακινήτων, συμφωνήσαμε με τον ανωτέρω ……….. εκ νέου την μείωση του μισθώματος στα 400€ από την 1/5/2016 και στο ποσό των 350€ από την 1-1-2019 και με την 1η εναγομένη στο ποσό των 900€ από 1/7/2016, ενώ τούτο δεν κατέστη εφικτό με την 2η εναγόμενη που επιμένει μέχρι σήμερα στο ανωτέρω ποσό των 600€. Μάλιστα η 1η εναγομένη, κατανοώντας και αποδεχόμενη τις ανωτέρω δυσμενέστατες οικονομικές συνθήκες και την έλλειψη εσόδων της επιχείρησής μου, πρότεινε την μείωση του ποσού του ενοικίου κατά 50€ από τις αρχές του έτους, πλήν όμως η πρότασή της δεν έγινε δεκτή από μένα και αποκρούστηκε αφού αυτή η μείωση δεν συμβαδίζει και δεν είναι ανάλογη με την πραγματική και μειωμένη πλέον μισθωτική αξία του ακινήτου της για τους λόγους που αναφέρθηκαν.  Η δε 2η εναγομένη όπως αναφέρθηκε είναι ανένδοτη σε οποιαδήποτε μείωση του μισθώματος, εκμεταλλευόμενη καταφανώς το γεγονός ότι η λύση της μίσθωσης με αυτή, που έχει το «μεσαίο» τμήμα του ενιαίου-συνενωμένου καταστήματος, αναπόδραστα θα οδηγήσει και στην παύση της επιχειρηματικής μου δραστηριότητάς, αφού χωρίς το τμήμα αυτό, δεν θα μπορεί όπως είναι φυσικό να υπάρχει ενιαίο κατάστημα-επιχείρηση.

          Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά των οικονομικών συνθηκών που επικράτησαν και πολιτικών που ακολουθήθηκαν και απέτυχαν να συγκρατήσουν τον καθοδικό κύκλο της οικονομίας της χώρας, στα οποία και πλήρως παραπέμπω προς αποφυγή επανάληψης, καθίσταται αυταπόδεικτο ότι οι συνθήκες στις οποίες στηρίξαμε την συμφωνία για το ύψος του μισθώματος με τις παραπάνω συμβάσεις μίσθωσης επαγγελματικού ακινήτου, ανατράπηκαν από γεγονότα τα οποία ήταν απρόβλεπτα και έκτακτα κατά τρόπο που το σήμερα καταβαλλόμενο μίσθωμα τόσο στην 1η όσο και στην 2η εναγομένη, να είναι κατ` αντικειμενική κρίση και τα συναλλακτικά και οικονομικά δεδομένα του οικείου χώρου επαγγελματικής δραστηριότητας στον ανωτέρω τόπο που την ασκώ, υπέρμετρα και δυσανάλογα αυξημένο σε σχέση με την πραγματική μισθωτική αξία των ακινήτων και τα μισθώματα που ισχύουν στην περιοχή για τις ομοειδείς επιχειρήσεις με αποτέλεσμα να καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής η παροχή μου σε σχέση με την αντιπαροχή και συνεπώς πρέπει το δικαστήριό σας να αναπροσαρμόσει αυτά στο κατωτέρω αναφερόμενο ποσό που ανταποκρίνεται στην μισθωτική αξία τους.

          Επι τη βάση λοιπόν όλων των ανωτέρω οικονομικών και πολιτικών συθηκών που αναλύθηκαν, συγκεντρωτικά επισημαίνεται ότι οι προσδοκίες μου το 2011 για αναβαθμισμένη προσφορά υπηρεσιών καφέ-μπάρ και εστίασης σε μεγάλο και ενιαίο κατάστημα μετά από συνένωση των μισθωθέντων έτσι ώστε να μπορεί να καλύπτει τις σχετικές ανάγκες αυξημένου αριθμού πελατών με προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών από το πρωί μέχρι το βράδυ, δηλ. από καφέ, σνάκ, ποτό και φαγητό καθ` όλη τη διάρκεια της ημέρας, διαψεύστηκαν καθώς μεταβλήθηκαν απρόσμενα, απρόβλεπτα και επι τα χείρω οι οικονομικές συνθήκες της χώρας, αλλά και του κλάδου της επαγγελματικής μου δραστηριότητας, όπως ανωτέρω παρουσιάζονται τα αδιαμφισβήτητα οικονομικά και πολιτικά γεγονότα της εξέλιξης της κρίσης, με άμεση συνέπεια αφενός μεν την περαιτέρω μείωση της μισθωτικής αξίας των ακινήτων αλλά και των συγκεκριμένων μισθίων, αφετέρου την σημαντική ζημία (αρνητικό οικονομικό αποτέλεσμα) της επιχείρησής μου, η οποία επιταχύνθηκε συνδυαστικά  από την έλλειψη ρευστότητας των καταναλωτών και την εμφάνιση του ανωτέρω ανταγωνισμού περιφερειακών καταστημάτων που γέννησε ακριβώς αυτή η έλλειψη ρευστότητας. Όλα αυτά φυσικά είχαν ως συνέπεια την εμφανέστατη πλέον δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών με βάση την καλή πίστη. Για το λόγο αυτό απέστειλα στις εναγόμενες τις από ……… εξώδικες οχλήσεις μου σε τύπο επιστολής, ζητώντας την συμβατική μείωση του ποσού του ενοικίου σε ποσοστό 30% τουλάχιστον μικρότερο του καταβαλλομένου, δηλ. να οριστεί αυτό με την πρώτη εναγόμενη στο ποσό των 630€/μήνα και με την δεύτερη στο ποσό των 420€/μήνα προκειμένου να βρίσκεται σε αναλογία με την αντιπαροχή τους, πλήν όμως όπως ειπώθηκε δεν έγινε δεκτό.

          Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και συνθήκες, ζητώ με την παρούσα αγωγή μου να αναπροσαρμοστεί το καταβαλλόμενο σήμερα στην 1η εναγομένη μηνιαίο μίσθωμα ύψους 900€ πλέον χαρτοσήμου, στο ποσό των 630€ και το καταβαλλόμενο στην 2η εναγομένη ύψους 600€ πλέον χαρτοσήμου, στο ποσό των 420€, κατά την ΑΚ 388, άλλως κατά την ΑΚ 288 και συγκεκριμένα:

                       ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Α. ΑΙΤΗΜΑ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΜΙΣΘΩΜΑΤΟΣ ΚΑΤ` ΑΚ 388.  

          Με την παρούσα αγωγή ζητώ, κατ` αρχήν, να αναπροσαρμοστεί το σήμερα καταβαλλόμενο μίσθωμα και να προσδιοριστεί αυτό στα ανωτέρω ποσά μηνιαίως για κάθε εναγομένη-μίσθιο κατά την ΑΚ 388 διότι το καταβαλλόμενο σήμερα ανωτέρω μίσθωμα έχει καταστεί υπέρμετρα επαχθές σε σχέση με την αντιπαροχή, ήτοι την αξία του μισθίου, λόγω της απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών στις οποίες στηρίξαμε τη συμφωνία μας για την καταβολή του μισθώματος.  

          Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 7 του ΠΔ 34/1995, το οποίο εξακολουθεί να ισχύει και με την τροποποίηση του ΠΔ δυνάμει του Ν 4242/2014 σε κάθε περίπτωση, επομένως και στην περίπτωση της συμφωνημένης ποσοστιαίας σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος, μπορεί να ζητηθεί σταδιακή αναπροσαρμογή του μισθώματος με τις προϋποθέσεις του άρθρου 388 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις δε αυτές είναι η απρόοπτη, μεταγενέστερη και έκτακτη μεταβολή των συνθηκών στις οποίες τα μέρη, κυρίως, εν όψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, στήριξαν τη σύναψη της σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο που η παροχή του οφειλέτη να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής εν όψει και της αντιπαροχής.

          Τέτοια είναι τα περιστατικά τα οποία δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα και μη δυνάμενα να προβλεφθούν φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά ή οικονομικά γεγονότα κ.λπ. (βλ. ΕφΑθ 3267/1999, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2213/1994, ΕπιθΔικΠολ 1995, σελ 112, ΑΠ 494/1999 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 337/1995, ΕλλΔνη 1995).

          Εν όψει των ανωτέρω πραγματικών και αδιαμφισβήτητων πραγματικών περιστατικών που αναφέρθηκαν και στα οποία παραπέμπω για την θεμελίωση του πραγματικού της παρούσης βάσης της αγωγής μου, είναι προφανές ότι, στην μισθωτική σχέση που μας συνδέει, έχει επέλθει απρόοπτη και έκτακτη μεταβολή των συνθηκών στις οποίες στηρίξαμε την συμφωνία για το ύψος του μηνιαίου μισθώματος κατά τρόπο που η παροχή μας καθίσταται προφανώς υπέρμετρα επαχθής σε σχέση με την αντιπαροχή κατά ΑΚ 388.

Β. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΑΙΤΗΜΑ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΜΙΣΘΩΜΑΤΟΣ ΚΑΤ` ΑΚ 288.

          Περαιτέρω, κι όλως επικουρικώς, σε περίπτωση που ήθελε υποτεθεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΑΚ 388, και πάλι πρέπει να μειωθεί στα ανωτέρω ποσά το καταβαλλόμενο σήμερα μίσθωμα κατά τη διάταξη του άρθρου ΑΚ 288, η οποία είναι γενική διάταξη εφαρμοζόμενη σε όλες τις δικαιοπραξίες, και επομένως και στις μισθώσεις σύμφωνα και με το άρθρο 44 ΠΔ 34/1995 (βλ. αντί άλλων, ΕφΑθ 9272/1997 ΕλλΔνη 1998, 917, ΑΠ 103/2001).

          Σύμφωνα με την διάταξη αυτή ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπ` όψη και τα συναλλακτικά ήθη. Με την ως άνω διάταξη, δύναται το δικαστήριο, όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να επεκτείνει ή περιορίσει την οφειλόμενη παροχή, με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο που ανταποκρίνεται στις αντιλήψεις της συναλλακτικής καλής πίστης (ΑΠ 103/2001, ΝΟΜΟΣ). 

          Όπως γίνεται δε δεκτό, το δικαστήριο, εφαρμόζοντας την ΑΚ 288, οφείλει, κατ` αρχήν, να ερευνήσει αν μεταξύ του οφειλόμενου κατά το σύστημα της συμβατικής ή αντικειμενικής αναπροσαρμογής και του ελεύθερου μισθώματος υπάρχει διαφορά τόσο σημαντική, ώστε να επιβάλλεται κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών η αναπροσαρμογή του, στη συνέχεια δε προχωρεί στην αναπροσαρμογή του στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει τη δυσαναλογία και αποκαθιστά την διαταραχθείσα καλή πίστη.

          Με βάση τα όσα ανωτέρω αναφέρω λεπτομερώς και στα οποία παραπέμπω και αφορούν τις ευρύτερες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της επικρατούσης εισέτι και σταθεροποιηθείσας ύφεσης, τις οικονομικές και ήδη διαμορφωθείσες ειδικά για τον κλάδο δραστηριοποίησής μου, συναλλακτικές πρακτικές και οικονομικά δεδομένα στο τόπο που ασκώ αυτή, την οικονομική καταβαράθρωση της επιχείρησής μου και την συνεχιζόμενη ζημία της και την μισθωτική αξία των μισθίων, είναι αυταπόδεικτο ότι υπάρχει ουσιώδης απόκλιση ανάμεσα στο καταβαλλόμενο σήμερα μίσθωμα στην κάθε μία από τις εναγόμενες και σε αυτό που επιβάλλεται από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, κατά τρόπο που επιφέρει ζημία σε μένα ως μισθωτού. Άλλωστε όπως ήδη ειπώθηκε αυτό έγινε αποδεκτό τόσο από τον ……….. που προέβη ήδη σε συμφωνημένη ανωτέρω μείωση του μισθώματος, όσο και από την 1η εναγομένη παρά το ότι η προταθείσα υπ` αυτής μείωση των 50€ που οπωσδήποτε δεν είναι η ανάλογη σε σχέση με τη μισθωτική αξία ακινήτου της.

          Περαιτέρω, από όλα όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω σχετικά με τη μεταβολή των πολιτικών και οικονομικών συνθηκών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση της μισθωτικής αξίας των ακινήτων της περιοχής, και τα συγκριτικά στοιχεία, είναι προφανές ότι το καταβαλλόμενο σήμερα μίσθωμα είναι υπερβολικό και δυσανάλογο σε σχέση με τη μισθωτική αξία τους. Συνεπώς και με την εφαρμογή της ΑΚ 288, επιβάλλεται από τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών η μείωση αυτού στο προσήκον μέτρο που ανωτέρω αιτούμαι ούτως ώστε να αρθεί η δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και να αποκατασταθεί η διαταραχθείσα καλή πίστη δια της καταβολής των ανωτέρω ποσών μηνιαίων μισθωμάτων που είναι δίκαια κι εύλογα και ανταποκρίνονται στην πραγματική μισθωτική αξία των μισθίων.

          Επειδή συνεπώς νομιμοποιούμαι να ζητήσω την αναπροσαρμογή του σήμερα καταβαλλόμενου μισθώματος στα ανωτέρω ποσά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, άλλως επικουρικά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, 

          Επειδή το παρόν Δικαστήριο είναι κατά τόπο και καθ` ύλην αρμόδιο για τη συζήτηση της παρούσας.(9,14ΚΠολΔ), η δε αγωγή μου ν νόμιμη και βάσιμη

            Δια ταύτα και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου

 ΑΙΤΟΥΜΑΙ: Να γίνει δεκτή η παρούσα αγωγή ως νόμιμη, βάσιμη και αληθινή. Να αναπροσαρμοστεί το ύψος του σήμερα, και κατά την συζήτηση της παρούσας, καταβαλλόμενου μισθώματος κατά την ΑΚ 388, άλλως κατά την ΑΚ 288, και να προσδιοριστεί αυτό από το ποσό των 900€/μήνα για το πρώτο μίσθιο και 1η εναγομένη, στο ποσό των 630€/μήνα και από το ποσό των 600€/μήνα για το 2ο μίσθιο και 2η εναγομένη, στο ποσό των 420€, τα οποία είναι ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς και την μισθωτική αξία του επίδικου ακινήτου, από την επίδοση της αγωγής κι εφεξής μέχρι τη λήξη της μίσθωσης.

          Να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τα καταψηφιστικά αίτηματά της λόγω των σοβαρών οικονομικών δυσχερειών που αντιμετωπίζω και του άμεσου και επικειμένου κινδύνου που διατρέχω από την καθυστέρηση εκτέλεσης της απόφασης ακόμα και να κλείσει η επιχείρησή μου, καθόσον ελλείψει χρημάτων μου αδυνατώ να προβώ στην αγορά και των αναγκαίων ακόμη για την συνέχισή της.

          Να καταδικαστούν οι αντίδικες στην δικαστική μου δαπάνη και  αμοιβή του πληρεξούσιου μου δικηγόρου.

                ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ-ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ` ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013