Στην προκείμενη περίπτωση από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος - νυν αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος και για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης διότι: Την 12.12.2012 υπέβαλε έγκληση ενώπιον της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την οποία εν γνώσει του ανέφερε ότι ο νυν εγκαλών, ...., τέλεσε την αξιόποινη πράξη της παραβιάσεως του ν.2472/97 (περί προσωπικών δεδομένων) και συγκεκριμένα "...κατέστησε προσιτό το Δ.Α.Α.Υ. (του νυν αναιρεσείοντος) του έτους 2008, σε τρίτο αναρμόδιο για τη συμπλήρωση του πεδίου "Β κριτής - Παρατηρήσεις επί της αναλυτικής αξιολογήσεως του κρινομένου και τεκμηρίωση εκτίμησης επί των προοπτικών ανάπτυξης του κρινομένου", δηλαδή τον έκρινε δι` αντιπροσώπου, ενώ αυτός είχε αποκλειστική και μόνο αρμοδιότητα πρόσβασης στο εν λόγω πεδίο, ως μέλος της συλλογικής αξιολόγησής του...", τα αναφερόμενα δε σ` αυτή (έγκληση) ψευδή περιστατικά περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος την παρέλαβε, του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος στη συνέχεια επεξεργάστηκε τη μήνυση αυτή, των δικαστικών υπαλλήλων - αρμοδίων γραμματέων της Εισαγγελίας που την παρέλαβαν, και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος.
Με αυτά όμως που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Κ.Ποιν.Δ., καθόσον ο Εισαγγελέας και ο δικαστικός γραμματέας είναι θεσμικά εξουσιοδοτημένα όργανα να λαμβάνουν γνώση των δικογράφων, καταγγελιών, μηνύσεων και στα πλαίσια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων ερευνούν τη βασιμότητα των καταγγελλομένων σ` αυτά ή καταγίνονται με τη διεκπεραίωση των υποθέσεων, χωρίς τα ανωτέρω πρόσωπα να προβαίνουν σε ίδια κατά την προσωπική τους άποψη (αρνητική) εκτίμηση αυτών, όπως κάθε τρίτο πρόσωπο. Έτσι τα δικαστικά αυτά πρόσωπα χωρίς τη συνδρομή ιδιαιτέρων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της τιμής και της υπόληψης του εγκαλούντος δεν είναι τρίτοι με την έννοια που προαναφέρθηκε και επομένως δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης με αποτέλεσμα να ιδρύεται ο από to άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναίρεσης, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον σχετικό δεύτερο λόγο αναίρεσης.
Συνακόλουθα πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τα κεφάλαιά της που αφορούν την καταδίκη του αναιρεσείοντος για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης και δεδομένου ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης, αφού δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς ως προς τον αναιρεσείοντα το ως άνω έγκλημα, να κηρυχθεί αθώος του ως άνω εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 518 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., απορριπτομένης κατά τα λοιπά της αίτησης αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ` αριθμ. 4505/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, μόνο ως προς τα κεφάλαιά της που αφορούν την καταδίκη του αναιρεσείοντος για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης.