Προσφυγή ΕΦΚΑ.διαφορές ασφάλισης εργαζομένων για πλήρη απασχόληση.Ισχυρισμοί εργοδότη.μερική απασχόληση.τρόπος απόδειξης.ακυρότητα.βάρος απόδειξης.πραγματικά παρασχεθείσα εργασία. παραβίαση αρχής αναλογικότητας και ανθρώπινης αξίας

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΎ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ++++

ΥΠΟΜΝΗΜΑ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Της ανώνυμης εταιρείας ++++

ΚΑΤΑ

Του εδρεύοντος στην Αθήνα Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 51 και 53 του ν. 4387/2016, όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον Διοικητή αυτού και εν προκειμένω από την Διευθύντρια της Περιφερειακής Υπηρεσίας (Υποκατάστημα μισθωτών) Καρδίτσας, Αθανασούλα Στεργιανή του Κων/νου

Καρδίτσα 13-6-2019

            Συζητείται ενώπιόν σας ..., η από ... προσφυγή του ανωτέρω ΕΦΚΑ εναντίον μου ....

Την προσφυγή αυτή αρνούμαι και αποκρούω ως νόμω και ουσία αβάσιμη αόριστη, απαράδεκτη και αναληθή και αιτούμενη την απόρριψή της, όπως και των προτάσεων, ενστάσεων, υπομνήματος και ισχυρισμών του, επάγομαι τα κάτωθι:

           Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 1 του αν.ν. 1846/1951 (Α` 179) υπόχρεος έναντι του ΙΚΑ για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών είναι ο εργοδότης, ως εργοδότης δε νοείται κατά το άρθρο 8 παρ. 5 περ. α του ίδιου νόμου το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου έχει παρασχεθεί πράγματι από τον ασφαλισμένο εξαρτημένη εργασία έναντι αμοιβής (ΣτΕ 3133/2011, 4234/2012, 3896/2014, 127/2017). Έτσι, για να υποχρεωθεί ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο υπό την ιδιότητα του εργοδότη σε καταβολή ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ, οφείλουν τα αρμόδια ασφαλιστικά όργανα αυτού και, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής, τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια να διαπιστώσουν αιτιολογημένα ότι ο ασφαλισμένος παρείχε πράγματι για λογαριασμό του εν λόγω προσώπου εξαρτημένη εργασία έναντι αμοιβής κατά το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρονται οι ως άνω εισφορές, η κρίση δε ως προς την πραγματοποίηση της απασχολήσεως τόσο των οργάνων του ΙΚΑ όσο και των διοικητικών δικαστηρίων που επιλαμβάνονται στη συνέχεια μπορεί να συναχθεί με κάθε ενδεδειγμένο τρόπο (ΣτΕ 3133/2011, 4234/2012, 684, 2558/2013, 3896/2014, 127/2017). Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1. 9 και 11 του αν.ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 23-26 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ (AYE 55575/1.479/1965. Β` 816), εάν μεν ο εργοδότης τηρεί προσηκόντως τα στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές και εν γένει τις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις για την ασφάλιση του απασχολούμενου προσωπικού, τα ελεγκτικά όργανα του ΙΚΑ φέρουν το βάρος της αποδείξεως ότι τα δεδομένα που προκύπτουν από τα στοιχεία που τηρεί ο εργοδότης είναι εικονικά. Αντιθέτως, εάν ο εργοδότης δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται από τις ανωτέρω διατάξεις για την απόδειξη του αριθμού των υπαγομένων στην ασφάλιση προσώπων, του είδους και του χρόνου της απασχολήσεως και του ύψους των αποδοχών, τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ δύνανται να προσδιορίζουν τις καταβλητέες εισφορές με βάση τα στοιχεία της ασφαλιστικής σχέσεως, τα οποία καθορίζουν κατά την κρίση τους (ΣτΕ 2609/2006, 2259/2012 7μ., 152-154/2013 7μ., 684/2013, 3896/2014, 127/2017).

Σε περίπτωση, πάντως, προσβολής με προσφυγή πράξεως επιβολής ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες έχουν προσδιορισθεί με βάση την ευχέρεια που παρέχουν οι διατάξεις αυτές στα όργανα του ΙΚΑ, ή πράξεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής με την οποία έχει ακυρωθεί, κατόπιν ενστάσεως του εργοδότη, τέτοια πράξη επιβολής εισφορών, τα διοικητικά δικαστήρια υποχρεούνται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 1 και 2 του ν. 702/1977 (Α` 268) και το άρθρο 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, να αποφανθούν με δική τους κρίση για τη νομιμότητα της κρίσεως των οργάνων του ΙΚΑ εν όψει των ισχυρισμών που προβάλλονται με την προσφυγή και των στοιχείων που προσκομίζονται προς απόδειξή τους (ΣτΕ 2259/2012 7μ., 152-154/2013 7μ., 684. 2258/2013, 3065, 3896/2014, 127/2017).

Επειδή, περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 1892/1990 (Α` 101), όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 (Α` 205), ορίζονταν τα ακόλουθα: “Με έγγραφη ατομική συμφωνία ο εργοδότης και ο μισθωτός κατά τη σύσταση της σχέσης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της μπορεί να συμφωνήσουν για ορισμένο ή αόριστο χρόνο διάρκεια ημερήσιας ή εβδομαδιαίας εργασίας μικρότερη της κανονικής (μερική απασχόληση)”. Το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε, στη συνέχεια, με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998, ο οποίος άρχισε να ισχύει (βλ. άρθρο 30) από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 2.9.1998. Στο άρθρο 38 του ν. 1892/1990, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: ``1. Κατά τη σύσταση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορεί με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση) ... 3. Οι έγγραφες ατομικές συμβάσεις των προηγούμενων παραγράφων πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων, β) τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση του εργοδότη, γ) το χρόνο της απασχόλησης, τον τρόπο κατανομής και τις περιόδους εργασίας, δ) τον τρόπο αμοιβής και ε) τους τυχόν όρους τροποποίησης της σύμβασης ... 16. Μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών, από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση αναφορικά με τις υφιστάμενες συμβάσεις εργασίας μεταξύ αυτού και των εργαζόμενων, που απασχολεί με μερική απασχόληση, στην οποία θα αναγράφεται η χρονολογία κατάρτισης των συμβάσεων αυτών και το ονοματεπώνυμο του απασχολούμενου. Σε περίπτωση παραλείψεως υποβολής της κατάστασης αυτής τεκμαίρεται ότι η σχετική σύμβαση καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση”. Από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 1892/1990, όπως η διάταξη αυτή ίσχυε προτού αντικατασταθεί, συνάγεται ότι κατά τη σύναψη της συμβάσεως εργασίας, ο μισθωτός δικαιούται να αξιώσει από τον εργοδότη την πλήρη απασχόλησή του, τόσο για ολόκληρο το ημερήσιο ωράριο εργασίας όσο και για όλες τις εργάσιμες ημέρες του μήνα. Παρέχεται, όμως, στον εργοδότη και στον μισθωτό (υπάλληλο ή εργατοτεχνίτη) το δικαίωμα να συμφωνήσουν εγγράφως, είτε κατά την κατάρτιση της συμβάσεως εργασίας είτε, μεταγενέστερα, κατά τη διάρκεια αυτής, κάθε μορφή μερικής απασχολήσεως και να καθορίσουν, συγχρόνως, τις ημέρες ή ώρες της εργασίας, καθώς και την ανάλογη αμοιβή βάσει των μισθών ή ημερομισθίων που ισχύουν κάθε φορά για την πλήρη απασχόληση. Ήδη, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 38 του ν. 1892/1990 με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998, απαιτείται και πάλι έγγραφος τύπος για τη συμφωνία μερικής απασχολήσεως, προβλέπεται δε, ως προς τις υφιστάμενες συμβάσεις μερικής εργασίας, ότι ο εργοδότης υποχρεούται, μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών από τη δημοσίευση του ν.2639/1998 (2.9.1998), να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση για τις έγγραφες συμβάσεις μερικής απασχολήσεως, διαφορετικά [σε περίπτωση παραλείψεως] τεκμαίρεται [μαχητά] ότι η σχετική σύμβαση καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση (ΣτΕ 2259/2012 7μ., 152-154/2013 7μ., 684/2013, 2558/2013, 3065/2014, 127/2017, ΑΠ 969/2011). Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 1 του ν. 1892/1990 συνάγεται ότι για την κατάρτιση συμβάσεως μερικής απασχολήσεως απαιτείται, τόσο υπό το προγενέστερο όσο και υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συστατικός, η μη τήρηση δε του τύπου αυτού συνεπάγεται ακυρότητα της συμβάσεως για τη μερική απασχόληση που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΣτΕ 152- 154/2013 7μ., 684/2013, 2558/2013.3896/2014, 127/2017). Σε ό,τι αφορά δε τις συνέπειες της ακυρότητας της ανωτέρω ρήτρας πρέπει να γίνουν οι εξής διακρίσεις: α) Αν συμφωνήθηκε να τροποποιηθεί η ήδη υπάρχουσα σύμβαση πλήρους απασχολήσεως, ώστε εφεξής ο μισθωτός να απασχολείται μερικώς, εφόσον η ρήτρα της μερικής απασχολήσεως είναι έγκυρη, τότε η αρχική σύμβαση πλήρους απασχολήσεως μετατρέπεται εγκύρως σε σύμβαση μερικής απασχολήσεως. Αν, όμως, η τροποποιητική συμφωνία είναι άκυρη, γιατί δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, τότε δεν παράγονται τα αποτελέσματα που αυτή επιδιώκει (ΑΚ 180), δηλαδή δεν μετατρέπεται η πλήρης απασχόληση σε μερική. Στην περίπτωση αυτή, η ακυρότητα δεν θεραπεύεται και αν ακόμη εκπληρωθεί η σύμβαση με επίγνωση της ελλείψεως του απαιτούμενου τύπου, ενώ ο εργοδότης θεωρείται υπερήμερος ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως και οφείλει σε αυτόν την αμοιβή για πλήρη απασχόληση. Στην περίπτωση αυτή το ΙΚΑ επιβάλλει εισφορές για πλήρη απασχόληση, β) Αν συμφωνήθηκε να μεταβληθεί η πλήρης απασχόληση σε μερική, με ταυτόχρονη λύση της συμβάσεως πλήρους απασχολήσεως ή αν η μερική απασχόληση συμφωνήθηκε, χωρίς να προϋπάρχει σύμβαση πλήρους απασχολήσεως, τότε, αν η συμφωνία αυτή είναι άκυρη επειδή κατά τα ανωτέρω, δεν είναι έγγραφη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι από αυτή γεννάται αυτομάτως έγκυρη σύμβαση πλήρους απασχολήσεως, αφού τέτοια δεν υπήρξε, αλλά λόγω της ακυρότητας θεωρείται ότι υπάρχει απλή σχέση εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός που παρέσχε μερική εργασία με άκυρη σύμβαση δικαιούται να αξιώσει, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την ωφέλεια που αποκόμισε ο εργοδότης από την αποφυγή καταβολής της αμοιβής σε άλλο εργαζόμενο, που θα προσέφερε την ίδια εργασία συνδεόμενος με αυτόν με έγκυρη σύμβαση μερικής απασχολήσεως (ΣτΕ 152-154/2013 7μ., 684/2013, 2558/2013, 3896/2014, 127/2017, ΑΠ 969/2011). Στην τελευταία δε αυτή περίπτωση το ΙΚΑ δεν μπορεί να επιβάλει εισφορές που αντιστοιχούν σε πλήρη απασχόληση εκ μόνου του λόγου ότι δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία περί μερικής απασχολήσεως (ΣτΕ 152- 154/2013 7μ., 684/2013, 3896/2014, 127/2017).

Επειδή, η πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια επιβολή εισφορών για την ασφαλιστική τακτοποίηση του εργαζομένου (πρβλ. ΣτΕ 3246/2011, 2758/2009, 1981/2008 7μ.).

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι εναντίον μου ως εργοδότριας εταιρίας με το συγκεκριμένο αντικείμενο εργασιών που δεν αμφισβητείται, το Υποκατάστημα ΙΚΑ - ΕΤΑΜ .. εξέδωσε τις ανωτέρω ΠΕΕ και ΠΕΠΕΕ των ανωτέρω ποσών με τις οποίες μου καταλόγισε εισφορές για τη συμπληρωματική ασφάλιση (μέχρι την συμπλήρωση των 25 ημερ.) των αναγραφόμενων σε αυτές απασχολουμένων στην επιχείρησή μου προσώπων και για τις μισθολογικές περιόδους που αναγράφει με ποσοστό πρόσθετης επιβάρυνσης 30% επί του ποσού των εισφορών της Π.Ε.Ε.

Κατά των ανωτέρω πράξεων ως εργοδότης άσκησα ένσταση ... ενώπιον της Τ.Δ.Ε. του ανωτέρω Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών ... του ΕΦΚΑ (Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ), κατά την εκδίκαση της οποίας παρέστην (ο νόμιμος εκπρόσωπός μου) ομού μετά του λογιστή μου υποστηρίζοντας ότι ακριβώς επειδή είμαι ΑΕ και αναγκαίως τηρώ βιβλία και στοιχεία που υποβάλλονται σε έλεγχο, δεν ήταν δυνατό να ασφαλίζω τους εργαζόμενούς μου για περισσότερες ημέρες απ` αυτές που πραγματικά (και όχι πλασματικά), εργάζονται, δηλ. με άλλα λόγια ότι ασφαλίστηκαν πλήρως για όσες ημέρες πραγματικά παρείχαν την εργασία τους στην επιχείρησή μου. Αλλά και οι εξετασθέντες εργαζόμενοι ...., ισχυρίστηκαν και κατέθεσαν τα ίδια μη αποδεχόμενοι καθ` οιονδήποτε τρόπο, έστω και εν σπέρματι, ότι υπήρξε έστω και μία ημέρα παροχής εργασίας τους χωρίς την ανάλογη ασφάλιση. Σημειώνεται δε ότι όπως προκύπτει από το σύνολο των αποδεικτικών μέσω που προσκομίστηκαν στην δικογραφία και κατωτέρω προσάγω και επικαλούμαι και ενταύθα, δεν προσκομίστηκε ούτε από τον προσφεύγοντα ΕΦΚΑ, ούτε από τους εργαζόμενους, οποιοδήποτε πραγματικό αποδεικτικό στοιχείο (μάρτυρες, έγγραφα, ομολογία, εξηγήσεις διαδίκων κλπ) εκ των οποίων να προκύψει το αντίθετο, δηλ. παροχή εργασίας σε συγκεκριμένες ημέρες εντός των ελεγχόμενων μισθολογικών περιόδων για οποιονδήποτε από τους ανωτέρω εργαζόμενους χωρίς δήθεν την αντίστοιχη ασφάλισή τους, που θα αιτιολογούσαν την βασιμότητα της ΠΕΕ και αντιστοίχως της ΠΕΠΕΕ, αφού διαφορετικά πρόκειται για αναπόδεικτες εικασίες.   Αντιθέτως και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τα δικαστικά τεκμήρια (147ΚΔΔ), προέκυψε αναντίλεκτα ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι εργάζονταν στην επιχείρησή μου επι πολλά έτη ο καθένας τους (και όχι ελάχιστο διάστημα) χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθούν ούτε για την καταβολή του μισθού τους, ούτε φυσικά για την ελλιπή ασφάλισή τους, που όμως θα ήταν αναμενόμενο να πράξουν εάν πράγματι ασφαλίζονταν ελλιπώς, κάτι που φυσικά δεν έγινε ποτέ: Κανείς εργαζόμενος δεν επιμένει να παρέχει την εργασία του επι τόσο μεγάλα διαστήματα εάν πράγματι δεν ασφαλίζεται κανονικά.

Δηλαδή οι περί ων οι ένδικες εισφορές εργαζόμενοι, που παρέστησαν αυτοπροσώπως, επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς μου εργοδότη - καθ’ ης η υπό κρίση προσφυγή και ουδεμία αμφιβολία τίθεται για την αληθή εργασιακή απασχόληση αυτών. Η Τ.Δ.Ε. με την ανωτέρω αναφερόμενη απόφαση της δέχθηκε ότι οι ισχυρισμοί μου, όπως και τα ανωτέρω ομοφώνως κατατεθέντα από τους εργαζόμενους, σύστοιχα με τους ισχυρισμούς μου, λαμβανομένης υπόψη και της πορείας επι μακρόν της επιχείρησής μου, του αντικειμένου των εργασιών της και των ελλιπόντων άλλων αποδεικτικών αντίθετων μέσων, είναι ειλικρινείς, και ΟΜΟΦΩΝΑ αποφάσισαν την εν μέρει αποδοχή της ανωτέρω ασκηθείσας ένστασής μου έτσι ώστε από την ανωτέρω ΠΕΕ να ακυρωθούν οι επιπλέον ημέρες ασφάλισης (για την συμπλήρωση των 25) και να γίνει αντίστοιχη μείωση των επιβαρύνσεων της ΠΕΠΕΕ.

Ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και ήδη Ε.Φ.Κ.Α. στρέφεται κατά της αποφάσεως της Τ.Δ.Ε. και ζητά την ακύρωσή της, κατά το μέρος αυτής με το οποίο έγινε δεκτή η άνω ένσταση μου. Προβάλλει δε ότι η μειωμένη απασχόληση των ανωτέρω μισθωτών κατά τις επίμαχες μισθολογικές περιόδους, μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με έγγραφη συμφωνία, η οποία να έχει γνωστοποιηθεί στην Επιθεώρηση Εργασίας, ειδάλλως τεκμαίρεται, κατ` άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2639/1998, ότι η σχέση εργασίας είναι πλήρους απασχολήσεως.

Οι ανωτέρω όμως ισχυρισμοί της πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθότι τηρούσα προσηκόντως (άρθρο 26 παρ. 1, 9 και 11 του αν.ν. 1846/1951, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 23-26 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ) τα κρίσιμα για την εξέταση της ενστάσεώς μου στοιχεία, που και ο προσφεύγων ΕΦΚΑ χρησιμοποίησε προς υποστήριξη της βασιμότητας των ΠΕΕ και ΠΕΠΕΕ και επικαλείται και σήμερα στη σελ. 9 της προσφυγής του για την βασιμότητά της, δηλ. τις με αρ. ... θεωρημένες από την Επιθεώρηση Εργασίας καταστάσεις απασχολουμένων της εταιρίας που ο ίδιος ομολογεί στην ίδια σελίδα ότι προσκομίστηκαν μετ` επικλήσεως κατά την εξέταση της ένστασής μου.

Επομένως το Ι.Κ.Α.-ΕΦΚΑ φέρει το βάρος αποδείξεως της εικονικότητας αυτών και έτσι δεν μπορεί να επιβάλει εισφορές για πλήρη απασχόληση (συμπλήρωση των 25) εκ μόνου του λόγου ότι δεν είχε τηρηθεί ο έγγραφος τύπος για τη σύναψη της συμβάσεως μερικής απασχολήσεως. Εφόσον δε το Ι.Κ.Α. στην προκειμένη περίπτωση δεν διενήργησε τον προσήκοντα έλεγχο προκειμένου να εξακριβώσει τη διάρκεια της απασχολήσεως των πιο πάνω μισθωτών (επιτόπιο έλεγχο, λήψη καταθέσεων από τους απασχολουμένους, έρευνα τυχόν καταγγελιών, κλπ.), αλλά αρκέστηκε μόνο στην παράλειψη γνωστοποιήσεως στην Επιθεώρηση Εργασίας εγγράφων συμβάσεων μερικής απασχόλησης, δεν απέδειξε εν προκειμένω την εικονικότητα των τηρουμένων από τον εργοδότη στοιχείων της εργασιακής και ασφαλιστικής σχέσης και μη νόμιμα περαιτέρω επέβαλε σε βάρος μου τις ένδικες εισφορές και προσαυξήσεις για την ασφάλιση των εν θέματι απασχολουμένων με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως κατά τις ανωτέρω, για έκαστο, επίδικες μισθολογικές περιόδους. Πολύ περισσότερο δε όταν η αληθής εργασιακή σχέση των ανωτέρω εργαζομένων αποδεικνύεται τόσο από την μαρτυρική αυτοπρόσωπη εμφάνιση και εξέταση αυτών και την εξέτασή τους ενώπιον της Τ.Δ.Ε. Κατά συνέπεια και με βάση τα ανωτέρω αληθή, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επιβάλει εισφορές που αντιστοιχούν σε πλήρη απασχόληση εκ μόνου του λόγου ότι δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία περί μερικής απασχολήσεως (ΣτΕ 152-154/2013, 684/2013, 3896/2014).

Σημειώνεται δε επιπλέον των ανωτέρω ότι το όποιο επιχείρημα (σελ. 10 της προσφυγής), ότι οι διατάξεις που αναφέρονται στην ασφάλιση των εργαζομένων είναι δημοσίας τάξης και επομένως δεν είναι ισχυρή η παραίτηση τους από το δικαίωμα να ασφαλιστούν στο ΙΚΑ, αφού ο ΕΦΚΑ υπολαμβάνει εντελώς αναπόδεικτα όμως ότι περί αυτού πρόκειται, αποτελεί κυκλικό συλλογισμό (το ζητούμενο τίθεται ως προϋπόθεση της έρευνας) αφού προϋποθέτει ότι πράγματι παρασχέθηκε η εργασία και όχι το αντίθετο και εν ταυτώ υπερακοντίζει κάθε σκοπό των διατάξεων περί ασφάλισης αφού από πουθενά δεν προκύπτει ότι ασφαλίζεται μη παρασχεθείσα εργασία. Δεν υπάρχει κανένα τέτοιο πλάσμα δικαίου σε καμία διάταξη και ούτε μπορεί να συναχθεί από κάποια τέτοια. Γι` αυτό και ως βάση του δικαίου ασφάλισης τίθεται η παρασχεθείσα πραγματικά εργασία και όχι κάποιο πλάσμα δικαίου περί πλασματικά παρασχεθείσας τοιαύτης. Άλλωστε στην περίπτωση αυτή θα παραβιάζονταν η αρχή της αναλογικότητας (25Σ) αφού δεν θα υπήρχε καμία αναλογία ανάμεσα στην πράγματι παρασχεθείσα εργασία και στην ασφάλισή της και συνεπώς και μόνο εξ` αυτού του λόγου ευλόγως θα ετίθετο ζήτημα πραγματικής προστασίας του εργαζομένου.

Τονίζεται δε εν τέλει και το εξής: εάν θεωρηθεί ότι απαιτείται μόνο η έγγραφη σύμβαση ως συστατικός τύπος για την κατάρτιση της σύμβασης μερικής απασχόλησης, διαφορετικά υφίσταται ακυρότητα κλπ και, με βάση όσα ισχυρίζεται ο προσφεύγων, ο εργοδότης υποχρεούται πλέον εξ` αυτού του λόγου (και όχι λόγω της πράγματι παρασχεθείσας εργασίας) στην ασφάλιση των μισθωτών υπο καθεστώς πλήρους απασχόλησης (για την συμπλήρωση των 25), τότε είναι φανερό ότι παραβιάζεται η αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (2Σ), αφού τότε ο εργοδότης χρησιμοποιείται ως μέσο είτε για τους σκοπούς της ασφαλιστικής πολιτικής ή για την επίτευξη σκοπών ή για την εξυπηρέτηση συμφερόντων (Κρατικών ή και άλλων), τα οποία (πολιτική-συμφέρονταα) επιπλέον προσδιορίζονται όχι από τα πραγματικά δεδομένα της παρασχεθείσας εργασίας, αλλά από φορμαλιστικές ρυθμίσεις (έγγραφος τύπος κλπ) που δεν συνάδουν με Κράτος Δικαίου, πολλώ δε μάλλον που στο τελευταίο όπως ειπώθηκε, αναγνωρίζεται και επιβάλλεται η πραγματική σύνδεση της παρασχεθείσης εργασίας με την σύστοιχη και ανάλογη (και όχι πλασματική) υποχρέωση ασφάλισης, διότι μόνο έτσι προστατεύεται ο εργαζόμενος και τα δικαιώματά του. Η αξία του ανθρώπου, εν προκειμένω του υποκειμένου δικαίου -εργοδότη γίνεται σεβαστή μόνο όταν το επιβαλλόμενο δυσμενές διοικητικό μέτρο (ΠΕΕ κλπ) αντιστοιχεί εν προκειμένω στην έλλειψη ασφάλισης εκείνης της εργασίας που πράγματι παρασχέθηκε και όχι εκείνης για την οποία πλασματικά (συνεπεία μη τήρησης εγγράφου τύπου ή εξ` άλλων λόγων) λογίζεται ότι παρασχέθηκε. Διότι στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης υποπίπτει σε αντικείμενο, σε ένα απλό μέσο για την επίτευξη άλλων σκοπών και συμφερόντων χωρίς να γίνεται σεβαστή η ιδιότητά του ως υποκειμένου και δη υποκειμένου δικαίου (πρόσωπο με ατομικά δικαιώματα-2Σ).

Αλλά και από την πλευρά του εργαζόμενου το ίδιο συμβαίνει: εφόσον σκοπός του νόμου είναι προφανώς να προστατεύσει τον εργαζόμενο έτσι ώστε να μην παρουσιάζονται φαινόμενα που υπο την απειλή εκδιώξεώς του ή απολύσεώς του να παραδέχεται μερική απασχόληση και συνεπώς ανάλογη ασφάλιση αν και εργάζεται σε καθεστώς πλήρους ασφάλισης και πάλι η τήρηση της αναλογικότητας μπορεί να κριθεί μόνο σε σχέση με την πράγματι παρασχεθείσα εργασία στην συγκεκριμένη περίπτωση και όχι εν` όψει της γενικής πιθανότητας που απετέλεσε τη βάση της ρύθμισης των διατάξεων, διότι τότε η κρίση για το μέτρο της αναλογικότητας παραμένει στο αφηρημένο πεδίο της αξιολόγησης του νόμου χωρίς καμία απολύτως σύνδεση της προστασίας της ασφαλιστικής νομοθεσίας στην συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση, οπότε και ακριβώς για το λόγο αυτό παραβιάζεται αυτή η αρχή αφού ειδικότερα παραβιάζεται η αρχή της προσφορότητας (τα ληφθέντα μέτρα-ΠΕΕ κλπ) να είναι πρόσφορα-κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου απ` αυτά σημαντικού σκοπού (εδώ πλήρης ασφάλιση), ο οποίος όμως εν προκειμένω αναδύεται μόνο εφόσον υπάρχει πράγματι παρασχεθείσα εργασία αφού αυτής σκοπείται η πλήρης ασφάλιση, αλλά και η αρχή της αναγκαιότητας, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται η λήψη μόνο εκείνων των μέτρων που είναι αναγκαία γιατί ενδεχομένως είναι τα μόνα που μπορούν να οδηγήσουν στον επιδιωκόμενο σκοπό, που και πάλι δεν μπορεί να γεννηθεί και να υπάρχει αξίωση προστασίας του, εάν δεν πρόκειται για πράγματι παρασχεθείσα εργασία. Γι` αυτό και εν ταυτώ προσβάλλεται και η αξιοπρέπεια και του εργαζομένου, αφού και πάλι χρησιμοποιείται αυτός ως μέσο και αντικείμενο για την επίτευξη των σκοπών της (κοινωνικής) ασφάλισης, αφού εάν επρόκειτο για την προστασία του ατομικού του δικαιώματος, πάντως αυτή δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την σύνδεση με την πραγματικά παρασχεθείσα υπ` αυτού εργασία.

Οι ανωτέρω σκέψεις θα είχε ενδιαφέρον να απαντηθούν από το δικαστήριό σας καθόσον η αρχή της αναλογικότητας δεν μπορεί κατ’ αρχήν να υποκαταστήσει τον, κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 Συντ., έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και από την άποψη αυτή ο δικαστής δεν φαίνεται ότι είναι αρμόδιος να υποδείξει τον πρόσφορο ή κατάλληλο κάθε φορά περιορισμό συγκεκριμένου δικαιώματος, οφείλει όμως να ελέγξει αν ο περιορισμός που επέλεξε ο νομοθέτης είναι ακατάλληλος, μη αναγκαίος ή δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και στην κατεύθυνση αυτή να προσαρμόσει τον ερμηνευτικό του συλλογισμό (Χρυσόγονος Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 206, σελ. 94). Στενά συνδεδεμένη με την αρχή της αναλογικότητας είναι και η αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.). Επομένως οι ανωτέρω εκτεθείσες δυσαναλογίες εκ της μη αναλογικής με την ανωτέρω έννοια σύνδεσης της παρασχεθείσης εργασίας με την ανάλογη ασφάλιση, δεν παραβιάζει μόνο το άρθρο 25 παρ. 1, αλλά και το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντ. Διότι μεταχειρίζεται τον πολίτη ως «πράγμα» και μέσο προς επίτευξη κρατικών στόχων και όχι ως φορέα ανθρώπινης αξίας. Εν τέλει: η αρχή της αναλογικότητας ενώ δεν είναι συνταγματικός κανόνας με αυτοτελές περιεχόμενο, ώστε να μπορεί κατ’ αρχήν να αποτελέσει μόνη της το κριτήριο ελέγχου των νομοθετικών επιλογών, χρησιμεύει ωστόσο, ως ευπρόσδεκτη ερμηνευτική αρχή, τόσο για τον καθορισμό του επιτρεπτού ορίου των περιορισμών των κατ’ ιδίαν συνταγματικών δικαιωμάτων, όσο και για τον ερμηνευτικό επανακαθορισμό ζητημάτων αιχμής και του ασφαλιστικού δικαίου, ιδίως αν συνεκτιμηθεί ότι η εν λόγω αρχή στηρίζεται στην υπερκείμενη αρχή του κράτους δικαίου.

Είναι λοιπόν φανερό ότι με βάση τα ανωτέρω η πραγματικά παρασχεθείσα εργασία αποτελεί και τον πυρήνα της εξέτασης του ζητήματος της ανάλογης υποχρέωσης για σύστοιχη ασφάλιση. Απέναντι στον ΕΦΚΑ και στον επιχειρούμενο καταλογισμό των ΠΕΕ κλπ που εξέδωσε για την πλήρη ασφάλιση των εργαζομένων σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης, είναι φανερό ότι έχω τη θέση αμυνομένου. Σύμφωνα λοιπόν με το 145ΚΔΔ ο ΕΦΚΑ βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού περί πλήρους απασχόλησης και σε κάθε περίπτωση της εικονικότητας της μερικής απασχόλησης σύμφωνα με τα ανωτέρω.

Επειδή εν όψει όλων των προεκτεθέντων ζητώ την απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα.

Επειδή προσκομίζω μετ’ επικλήσεως και όλα τα αναφερόμενα σχετικά έγγραφα.

Επειδή αρνούμαι την προσφυγή και τις προτάσεις του αντιδίκου και κάθε αντίθετο με τους δικούς μου ισχυρισμό και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ – ΑΙΤΟΥΜΑΙ: Να γίνει δεκτό το παρόν υπόμνημα - προτάσεις μου με σκοπό να απορριφθεί η υπό κρίση προσφυγή και Να καταδικασθεί το προσφεύγων Ν.Π.Δ.Δ. στην εν γένει δικαστική μου δαπάνη.

                   Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

                         Βρόντος Ανδρέας

               Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

                    Α.Μ. Δ.Σ.Κ. : 249

                  E-mail : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

                    24410-41255/6972422002

                       FAX : 24410-41257

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013