παρακράτηση κυριότητας αυτ/του.δάνειο τράπεζας.αγωγή κατά αγοραστή για απόδοση αυτ/του λόγω μη καταβολής δόσεων.αίτηση αγοραστή για υπαγωγή στα υπερχρεωμένα.άμυνα του οφειλέτη κατά τράπεζας.νομικά αβάσιμη αγωγή.ακυρότητα υπαναχώρησης και καταγγελίας

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

++ κατοίκου ++, Α.Φ.Μ. ++, Δ.Ο.Υ. ++

ΚΑΤΑ

Της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «++», που εδρεύει στο ++, νομίμως εκπροσωπούμενης

Καρδίτσα 26/10/2018

Συζητείται ενώπιόν σας την ++ η από ++ με αρ.έκθ. κατ. ++ και ++ κλήση επι της από ++ με αρ.κατ. ++ αγωγής νομής εκ της ΑΛ 987 της αντιδίκου εναντίον μου την οποία αρνούμαι και αποκρούω ως νόμω και ουσία αβάσιμη, απαράδεκτη, αόριστη και αναληθή και αιτούμενος την απόρριψή της, όπως και την απόρριψη των προτάσεων, ενστάσεων και ισχυρισμών της, επάγομαι τα εξής:   

                                  Ι

           ΕΝΣΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

Οι αξιώσεις από τη νομή παραγράφονται μετά από ένα χρόνο από την αποβολή ή την διατάραξη (992ΑΚ). Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Την παραγραφή δεν διακόπτει η αίτηση ασφαλιστικών, ούτε καν ακόμη και η εκτέλεση της απόφασης που εκδόθηκε επ` αυτής (Γεωργ-Σταθ. υπο 992, 10-13).

Η αντίδικος ισχυρίζεται αποβολή της-αντιποίηση σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης που ενσωματώνει στην αγωγή, την καθυστέρηση δύο δόσεων για διάστημα μεγαλύτερο των 20ημερών, δηλ. των δόσεων 30/7/2012 και 30/8/2012 και μέχρι 19/9/2012 (20 ημέρες μετά). Από 20/9/2012 υπάρχει αποβολή. Την παρούσα αγωγή της αποβολής από τη νομή επέδωσε (βλ. αντίγραφο προσαγόμενο με επίκληση με επισημείωση του δικ. επιμ. ++ στο πρώτο φύλλο αυτής), την 30/7/2014. Έτσι παρήλθε χρόνος πλέον του έτους από 20/9/2012.

Αλλ` ακόμη και αν θεωρηθεί ότι χρόνος αποβολής είναι η 11/6/2013 που κατήγγειλε τη σύμβαση με την προηγηθείσα αίτηση ασφαλιστικών της αφού ζήτησε την παράδοση του οχήματος και πάλι μέχρι την 30/7/2014 παρήλθε το έτος. Η με αρ. κατ. ++/2014 πανομοιότυπη αγωγή εκ της ΑΚ 987 που άσκησε στο ΜονΠρΑθ που μου επιδόθηκε την 26/2/2014 αλλά από την οποία παραιτήθηκε κατά τη δικάσιμο της 17-10-2017 και πάντως παραιτήθηκε με την παρούσα ένδικη αγωγή της (βλ. σελ. 5), ουδεμία επίδραση ασκεί, αφού θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και δεν ισχύει ούτε ως εξώδικη όχληση (ΑΠ 905/80 ΝοΒ 29,287).

Εδώ δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής τάχα εν επιδικία που ρυθμίζεται πλέον διαφορετικά απ` ότι στο παρελθόν με την τροποποίηση του 261ΑΚ με το ν. 4139/2013 (ουσιαστικά αναστέλλεται η παραγραφή μέχρι τελεσιδικίας), αλλά για αρχικής παραγραφής που μεσολάβησε από το χρόνο της αποβολής μέχρι την άσκηση της αξίωσης αποβολής από την νομή με την παρούσα αγωγή η οποία αξίωση, ακριβώς δια τούτο, δεν έγινε επίδικη ποτέ για να τίθεται τέτοιο ζήτημα εν επιδικία της και ούτε φυσικά πρόκειται για εκκρεμή υπόθεση πρό της ισχύος του ανωτέρω νόμου αφού η αγωγή ασκήθηκε (επιδόθηκε) όπως ειπώθηκε την 30/7/2014.

Συνεπώς υπέπεσε στην ενιαύσια παραγραφή και δέον και αιτούμαι να γίνει δεκτή η παρούσα ένστασή μου και να απορριφθεί.

                                  ΙΙ

ΜΗ ΝΟΜΙΜΟ-ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ-ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 383, 389 παρ. 2, 455, 458, 460, 461, 462, 470, 532 παρ. 1, 976, 977, 1034, 1035, 1094 και 1095 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Αν στην πώληση κινητού έχει τεθεί ο όρος ότι ο πωλητής διατηρεί την κυριότητα ωσότου το τίμημα, που εν όλω ή εν μέρει πιστώνεται, αποπληρωθεί, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι η μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή επέρχεται μόλις πληρωθεί η αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος και ότι, σε περίπτωση υπερημερίας του αγοραστή ως οφειλέτη, εν όλω ή εν μέρει, του τιμήματος, ο πωλητής, που κατ?αρχήν παραμένει όχι μόνο κύριος αλλά και νομέας του κινητού, έχει δικαίωμα α) είτε να απαιτήσει το τίμημα, η είσπραξη του οποίου, σημειωτέον, θα επιφέρει τη μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή, β) είτε, αφού πρώτα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση της πωλήσεως, να ασκήσει τα δικαιώματά του από την κυριότητα και ιδίως να ασκήσει διεκδικητική ως προς το κινητό αγωγή κατά του αγοραστή, που είναι ο κάτοχος του κινητού και που δεν μπορεί πια να αρνηθεί την απόδοση αυτού με την από το άρθρο 1095 ΑΚ ένσταση, γ) είτε να ασκήσει τα από τις γενικές διατάξεις περί υπερημερίας οφειλέτη από αμφοτεροβαρή σύμβαση οικεία ενοχικά δικαιώματα και ιδίως, αφού πρώτα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πωλήσεως, να ασκήσει κατά του αγοραστή αγωγή για απόδοση του κινητού κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (βλ. Ολ. ΑΠ 22/1987). Η κατά τα ανωτέρω υπαναχώρηση γίνεται με την οικεία δήλωση που αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα και που δεν υποβάλλεται σε τύπο και γι` αυτό μπορεί να γίνει ρητά ή σιωπηρά με πράξεις που αναμφισβήτητα δηλώνουν τον προς τούτο σκοπό, όπως είναι η από τον πωλητή επιχειρούμενη και στρεφόμενη κατά του αγοραστή δικαστική επιδίωξη της ανακτήσεως της κατοχής του κινητού.

Περαιτέρω, σε περίπτωση πωλήσεως κινητού με τον προαναφερόμενο όρο της διατηρήσεως της κυριότητας, ο πωλητής δικαιούται να εκχωρήσει σε τρίτον, με την οικεία μεταξύ τους σύμβαση, την επί το τίμημα απαίτησή του όπως και κάθε άλλη ενοχική απαίτησή του από τη σύμβαση της πωλήσεως, αφότου δε ο τρίτος (εκδοχέας) ή ο πωλητής (εκχωρητής) αναγγείλει την εκχώρηση στον αγοραστή (οφειλέτη), αποκόπτεται κάθε σχετικός με την εκχωρούμενη απαίτηση δεσμός του πωλητή και την απαίτηση αυτήν αποκτά ο εκδοχέας, που έκτοτε αυτός και όχι ο πωλητής δικαιούται σε δικαστική επιδίωξη και είσπραξη αυτής (ΕφΛαρ 502/2004 ΝΟΜΟΣ, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2005,448).

Ωστόσο η ανωτέρω εκχώρηση καθ` αυτή, ήτοι χωρίς συνδρομή των προϋποθέσεων των οικείων διατάξεων του εμπραγμάτου δικαίου, δεν επιφέρει μεταβίβαση των, υπό αίρεση νομής και κυριότητας επί του κινητού δικαιωμάτων και των αγωγών με τις οποίες ασκούνται τα εν λόγω δικαιώματα, από τον πωλητή στον εκδοχέα, αφού αυτά τα δικαιώματα και αυτές οι αγωγές δεν έχουν το χαρακτήρα παρεπόμενου δικαιώματος, ώστε να ακολουθούν την τύχη της εκχωρούμενης απαιτήσεως, επίσης δε η ίδια εκχώρηση καθ`αυτή δεν επιφέρει μεταβίβαση του δικαιώματος της προμνημονευόμενης υπαναχωρήσεως από τον πωλητή στον εκδοχέα, αφού αυτό το δικαίωμα έχει χαρακτήρα όχι απαιτήσεως αλλά διαπλαστικού δικαιώματος, η δε μεταβίβαση αυτού προϋποθέτει μεταβίβαση της όλης έννομης σχέσεως, που δεν μπορεί να γίνει με μόνη τη σχετική συμφωνία εκχωρήσεως μεταξύ πωλητή (εκχωρητή) και εκδοχέα και δεν αρκεί το σχήμα εκχώρησης (455ΑΚ) και αναδοχής (471ΑΚ). (ΑΠ 1136/2000 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 246/1990 ΕλλΔνη 1991,771, ΕφΛαρ 502/2004, ό.α, αλλά και κατωτέρω ΑΠ 1591/84, ΕφΑθ 11546/95).

Άλλωστε η υπαναχώρηση, που αποτελεί μονομερές διαπλαστικό δικαίωμα, που ασκείται άτυπα, προσβλέπει στην κύρια «παροχή», που οφείλεται εκ της σύμβασης πώλησης και αποτελεί την υποχρέωση του κάθε συμβαλλομένου (αρθρ. 383, 389 παρ. 2 ΑΚ). Αυτό έχει ως συνέπεια, να απαιτείται η μεταβίβαση όλης της έννομης σχέσης, στην οποία, όμως, δεν συμβάλλεται το Πιστοδοτικό ίδρυμα (ΑΠ 1136/2000, ΕλλΔνη 2001, 1350-ΠΠρΑΘ 6245/2007, ΑρχΝ 2008, 42- ΕιρΑΘ 1048/2010, ο.π.). Δεν μπορεί, δε, με βάση τους υπάρχοντες νόμους, να συμβεί, ακόμη και αν συναινέσει σε αυτό ο αγοραστής. Διότι προϋποθέτει, όχι μόνο εκχώρηση ενοχικών δικαιωμάτων εκ της πώλησης, αλλά κι εμπραγμάτων δικαιωμάτων, όπως και της νομής, που δεν αποτελούν παρακολούθημα της πώλησης, δεν λαμβάνουν χώρα, αλλά και ματαιώνουν την πώληση, στην οποία δεν προβλέπεται ως λόγος μεταβίβασης του κινητού η «εξασφάλιση της απαίτησης» της τράπεζας. Ενώ, δεν προβλέπεται σε «αμφοτεροβαρή σύμβαση» ελευθέρωση του ενός μέρους από τις υποχρεώσεις του, ακόμη και αν συναινεί σε αυτό ο αντισυμβαλλόμενος, όταν εξ αυτού προκύπτουν «μη νόμιμες καταστάσεις» και «στέρηση δικαιωμάτων» του αντισυμβαλλόμενου. Η νομή του πωληθέντος πράγματος συνεπώς δεν μπορεί να αποχωριστεί και να εκχωρηθεί στην τράπεζα ούτε πριν την καταβολή του τιμήματος της πώλησης, ούτε πολύ περισσότερο μετά από αυτήν. (ΕιρΘες 2873/2016, ΕιρΑθ 1397/2016, για τις παράνομες νομικές κατασκευές των τραπεζών εις βάρος του αγοραστή, ΝΟΜΟΣ)

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 35, 36, 37, 39, 44 και 47 Ν.Δ. 17.7/13.8/1923, μεταξύ τους και προς τις προπαρατιθέμενες διατάξεις, συνάγονται και τα εξής: Οσάκις ανώνυμη εταιρία λόγω δανείου προς άλλον (ή λόγω χορηγήσεως πιστώσεως προς άλλον με ανοικτό λογαριασμό), λαμβάνει από τον άλλον, για την εξασφάλιση του δανείου (ή της πιστώσεως), ως ενέχυρο είτε κινητό πράγμα είτε απαίτηση, ισχύουν τα ακόλουθα: Στη μεν περίπτωση ενεχυριαζόμενου κινητού απαιτείται, για τη σύσταση του ενεχύρου, έγγραφη σύμβαση ενεχυριάσεως και παράδοση του ενεχυριαζόμενου κινητού στη νομή της πιστώτριας ή τρίτου, εκλεγόμενου από τους συμβαλλομένους. Στη δε περίπτωση ενεχυριαζόμενης απαιτήσεως απαιτείται, για τη σύσταση του ενεχύρου, έγγραφη σύμβαση ενεχυριάσεως. Σ` αυτή δε τη δεύτερη περίπτωση, αν η ενεχυριαζόμενη απαίτηση είναι ονομαστική του από το δάνειο (ή την πίστωση) οφειλέτη κατά τρίτου, η ενεχυρίαση συνεπάγεται εκχώρηση της απαιτήσεως από τον εκ δανείου ή πιστώσεως οφειλέτη προς την πιστώτρια και προς αναγγελία της εκχωρήσεως αντίγραφο της συμβάσεως ενεχυριάσεως επιδίδεται στον τρίτον, από τον οποίον έκτοτε η πιστώτρια δικαιούται να εισπράξει αυτήν την απαίτηση ως εκδοχέας ( Ολ. ΑΠ 38/1988). Τα όσα δε σχετικά με τη συμβατική εκχώρηση στο πλαίσιο της πωλήσεως κινητού με τον προαναφερόμενο όρο της διατηρήσεως της κυριότητας προεκτέθηκαν ισχύουν και στην εκχώρηση κατόπιν ενεχυριάσεως απαιτήσεως. (ΑΠ 1136/2000 ό.α)

Εν προκειμένω η αντίδικος, πέραν του ότι δεν επικαλείται στην αγωγή της σύμβαση περί μεταβιβάσεως όλης της έννομης σχέσης της πώλησης εκ μέρους της πωλήτριας προς αυτή,   με αποτέλεσμα να μην είναι ορισμένη κατά τα στοιχεία της νομιμοποιήσεως της (ΑΠ 1002/1991 ΕλλΔνη 33,830, ΑΠ 1591/1984 ΝοΒ 33,105, ΕφΑθ 11546/1995 ΝΟΜΟΣ, ΕιρΑΘ 5193/13, αδημοσίευτη, προσκομιζόμενη, Βαθρακοκοίλης ΚπολΔ αρθρ.455), σε κάθε περίπτωση, είναι μη νόμιμη, διότι δεν εκχωρείται, αφού δεν αποτελεί ενοχική απαίτηση, το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχώρησης και συνεπώς η αντίδικος τράπεζα δεν μπορεί να καταλύσει τη σύμβαση πώλησης (βλ. adhoc ανωτέρω ΕιρΑθ 5193/13, 3909/2017, ΕιρΘεσ 2873/2016 ΝΟΜΟΣ), καθόσον όπως εξηγήθηκε ανωτέρω (σύμφω­να και με την ορθή άποψη της νομολογίας), η επικαλούμενη εκχώρηση καθ` εαυτή, χωρίς συνδρομή των προϋποθέσεων των οικείων διατάξεων του εμπραγμάτου δικαίου, δεν επιφέρει μεταβίβαση των υπό αίρεση εμπραγμάτων δικαιωμάτων της νομής και κυριότητας επί του ενδίκου κινητού (αυ­τοκινήτου) και των αγωγών με τις οποίες ασκούνται τα εν λόγω δικαιώματα (987, 1094 ΑΚ) από την πωλήτρια εταιρεία στην εκδοχέα ενάγουσα Τράπεζα, αφού αυτά τα δικαιώματα και οι αγωγές, όπως προεξετέθη, δεν έχουν το χαρακτήρα παρεπόμενου δικαιώματος, ώστε να ακο­λουθούν την τύχη της εκχωρούμενης απαιτήσεως. Περαιτέρω δε η εκχώρηση καθ` αυτή δεν επιφέρει μεταβίβα­ση του δικαιώματος της υπαναχωρήσεως από τον πωλητή στον εκδοχέα, αφού αυτό το δικαίωμα έχει χαρακτήρα όχι απαιτήσεως αλλά διαπλαστικού δικαιώματος, η μετα­βίβαση του οποίου προϋποθέτει μεταβίβαση της όλης έννομης σχέσεως, που δεν μπορεί να γίνει με μόνη τη σχε­τική συμφωνία εκχωρήσεως μεταξύ πωλητή (εκχωρητή) και εκδοχέα κατά τα’ ανωτέρω.

[Ακόμα δε και αν γινόταν δεκτό κατ` εκτίμηση της ιστορικής βάσης της αίτησης, ότι η πωλήτρια εταιρία εκχώρησε στην αιτούσα τράπεζα τη σχετική με το πωληθέν πράγμα διεκδικητική αγωγή κατ` εμού, η εκχώρηση αυτή ήταν άκυρη διότι η διεκδικητική αγωγή δεν εκχωρείται παρά μόνο κατ` εξαίρεση, εφόσον χρησιμεύει ως μέσο για τη συμβατική μεταβίβαση κινητού που βρίσκεται στη νομή κάποιου μη συμβαλλόμενου τρίτου και η εκχωρούμενη αγωγή στρέφεται κατά του εν λόγω τρίτου, που εν προκειμένω όχι μόνο δεν επικαλείται η αιτούσα, αλλά και δεν προκύπτει από πουθενά (ΑΠ 1136/2000) ]

Σε κάθε περίπτωση όμως η αγωγή της είμαι ΜΗ ΝΟΜΙΜΗ ακριβώς διότι, όπως ειπώθηκε, στην σύμβαση πώλησης με παρακράτηση κυριότητας η είσπραξη του τιμήματος επιφέρει την μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή (ΑΠ 1136/2000 ό.α).

Έτσι, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι μπορούσε να εκχωρηθεί-μεταβιβαστεί στην ενάγουσα το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχώρησης από την πώληση, πάντως, σύμφωνα με όσα η ίδια ομολογεί στην αγωγή της (σελ. 2) και προκύπτει και εκ της από 27/2/2009 σύμβασης πώλησης οχήματος με παρακράτηση κυριότητας και τους όρους 2 και 3 της με αρ. 5376 ταυτόχρονης σύμβασης δανείου, που προσάγω και επικαλούμαι, το τίμημα του αυτοκινήτου εξοφλήθηκε ολοσχερώς και συγκεκριμένα εν μέρει με καταβολή της προκαταβολής από μένα (βλ. ρητά όρο 2.3.γ της σύμβασης δανείου) και εν μέρει από το δάνειο που έλαβα και το οποίο, με βάση ρητή εντολή μου προς την τράπεζα, εκταμιεύτηκε και καταβλήθηκε στην πωλήτρια και «με το οποίο εξοφλήθηκε το υπόλοιπο…τίμημα για την πώληση του αυτοκινήτου…η δε καταβολή αυτή θα αποτελεί την εκταμίευση του δανείου..» προς εμένα.(βλ. και από 19/9/12 προσαγόμενη με επίκληση τραπεζική ενημερότητα της αντιδίκου προς εμένα περί εκταμίευσης του δανείου 24.000€ την 4/3/2009)

Συνεπώς με την ταυτόχρονη της σύμβασης πωλήσεως, εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης του εμού ως αγοραστή, της ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ δηλαδή του τιμήματος προς την πωλήτρια μέσω του ανωτέρω δανείου, επήλθε αυτοδίκαια η οριστική μεταβίβαση της κυριότητας και συνακόλουθα της νομής του πωληθέντος πράγματος σε μένα (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ άρθρο 532 αριθ. 47) και, πλέον, ουδεμία απαίτηση εναντίον μου υφίστατο στο πρόσωπο της πωλήτριας, ώστε να αποτελέσει αντικείμενο εκχωρήσεως προς την αιτούσα, όπως το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση της πώλησης, η άσκηση του οποίου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανατροπή των αποτελεσμάτων της σύμβασης πώλησης και την εντεύθεν αναζήτηση της νομής του πράγματος υπό τις περαιτέρω προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου (984, 987 ΑΚ) από την αιτούσα τράπεζα.

Υπο τις ανωτέρω λοιπόν ρυθμίσεις, η ως άνω τριμερής σύμβαση, κρίνεται ως μη νόμιμη. Ειδικά είναι αντίθετη με το νόμο με τον υπ` αριθ. 2.3 όρος της Σύμβασης (αλλά και κάθε άλλο όμοις των έγγραφων Γενικών όρων χορήγησης καταναλωτικού δανείου που την συνοδεύει με τον ίδιο αριθμό και προσάγω και επικαλούμαι, ιδίως 12.5), περί αναγνώρισης της Τράπεζας ως εκδοχέα των πάσης φύσεως αξιώσεων, απαιτήσεων και δικαιωμάτων αξιώσεων, που έχουν ως αιτία την παρακράτηση της κυριότητας και τη μεταβίβαση κάθε δικαιώματος επί του αυτοκινήτου και του δικαιώματος της Τράπεζας να ασκεί η ίδια, χωρίς κανένα περιορισμό, κάθε πράξη που ήθελε για την προστασία της κυριότητας, νομής και κατοχής του αυτοκινήτου και να αφαιρεί αυτό από τα χέρια της, ή τρίτου προσώπου. Πρωτίστως δε διότι σύμφωνα με όσα ανωτέρω συνομολογούνται, το τίμημα του αυτοκινήτου εξοφλήθηκε από το δάνειο που έλαβα (η προκαταβολή 10.200€ πληρώθηκε από μένα και δεν αποτελεί μέρος του δανείου. βλ. άνω σύμβαση-Γενικοί όροι, 2.3γ) και, συνεπώς, με την εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης μου ως αγοραστή της πληρωμής του τιμήματος προς την πωλήτρια, δεν υφίστατο νομικό έρεισμα για να μεταβιβάσει η πωλήτρια προς την τράπεζα τη νομή του πωληθέντος ή να εκχωρήσει δικαιώματα που δεν εκέκτητο εκ της πωλήσεως, όπως το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση της πώλησης. (ΕιρΑθ 2873/16,1397/16, ό.α)

Ούτε επίσης προκύπτει, κατ` εκτίμηση της αγωγής, ότι η αντίδικος, ζητεί με την προκείμενη αίτηση να προστατευθεί η νομή δικαιώματος ενεχύρου (οιονεί νομή) λόγω σύστασης ενεχύρου (ειδικό εμπορικό) επί του πράγματος υπέρ της απο την πωλήτρια, αφού τέτοια ιστορική βάση και αίτημα δεν έχει η αγωγή της, δεδομένου ότι ρητά στην σελ.4 ισχυρίζεται ότι «λόγω εκχώρησης και μεταβίβασης από την πωλήτρια όλων των δικαιωμάτων και αξιώσεών της που απορρέουν από τη σύμβαση πώλησης και παρακράτησης κυριότητας του αυτοκινήτου δυνάμει του όρου 12 της σύμβασης δανείου, η εταιρία μας, έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης και να καταγγείλει αφ` ενός την μεταξύ ημών και του καθ` ου τη σύμβαση δανείου, αφ` ετέρου την ως άνω σύμβαση χρησιδανείου του αυτοκινήτου που συνήφθη μεταξύ του καθ` ου και της πωλήτριας και να ζητήσει την άμεση εξόφληση του δανείου και την επιστροφή του αυτοκινήτου στην εταιρία μας», και έτσι ρητά ζητά να αναγνωριστεί ως νομέας και κάτοχος δυνάμει της ανωτέρω εκχώρησης και μεταβίβασης των δικαιωμάτων από τη σύμβαση πώλησης και όχι ως οιονεί νομέας διανοία (περιορισμένου εμπράγματου) δικαιώματος ενεχύρου κατ` 975ΑΚ, αφού άλλωστε, όπως προκύπτει από την ανωτέρω προσκομιζόμενη με επίκληση σύμβαση, ο όρος με αρ. 12 δεν αναφέρεται στο ενέχυρο, αλλά στην πώληση, την σύμβαση δανείου και την παρακράτηση.

Επιπλέον, η ενάγουσα δεν επικαλείται, αλλά ούτε και προκύπτει από τις ανωτέρω συμβάσεις, σύναψη σύμβασης ενεχύρου επι ονομαστικής απαιτήσεως μου κατά τρίτου, έτσι ώστε αυτή η ενεχυρίαση να συνεπάγεται, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα(ΑΠ 1136/00), εκχώρηση της απαίτησης αυτής από μένα (εκ δανείου οφειλέτη) προς την τράπεζα (πιστώτρια), αλλά αντίθετα ισχυρίζεται ενεχυρίαση κινητού πράγματος που από μόνη της δεν συνεπάγεται εκχώρηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά προσαπαιτείται, άλλη, ξεχωριστή σύμβαση εκχώρησης που να περιλαμβάνει τα εκ της νομής και κυριότητας δικαιώματα και αγωγές και το δικαίωμα υπαναχώρησης στα πλαίσια μεταβίβασης όλης της έννομης σχέσης, σύμφωνα με τα ανωτέρω λεχθέντα, η οποία δεν έγινε φυσικά και δεν την επικαλείται.

Σε κάθε όμως περίπτωση, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, α)επειδή η σύσταση ενεχύρου ως εκποιητική δικαιοπραξία προϋποθέτει την ύπαρξη κυριότητας του ενεχυραστή (Α. Γεωργιάδης Εμπρ.Δίκαιο, 2η εκδ.2010, σελ. 1117, ΕφΑΘ 6177/1998, ΑρχΝ 2000.94), δεν υπήρχε η νομική δυνατότητα (άρθρ. 1211ΑΚ) να συστήσει η πωλήτρια ως τρίτη κυρία του πράγματος ενέχυρο επί του πωληθέντος πράγματος υπέρ της αιτούσας τράπεζας, αφού λόγω εξόφλησης του τιμήματος επήλθε αυτοδίκαια η οριστική μεταβίβαση της κυριότητας σε μένα (ΕιρΑΘ 5193/13) και β) όπως ειπώθηκε, δεν επικαλείται, ούτε και προκύπτει ότι μεταβιβάστηκαν με την εκχώρηση και με την συνδρομή των προϋποθέσεων των οικείων διατάξεων του εμπράγματου δικαίου τα υπό αίρεση δικαιώματα νομής και κυριότητας επι του κινητού και οι αγωγές με τις οποίες ασκούνται αυτά αλλά και ότι επιπλέον χορηγήθηκε στην αιτούσα τράπεζα το διαπλαστικό δικαίωμα υπαναχώρησης έτσι ώστε με την άσκησή της να επέλθουν οι εκκαθαριστικές συνέπειες αυτής που είναι μεταξύ των άλλων, και η άσκηση των δικαιωμάτων όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση απόδοσης νομής με ασφαλιστικά μέτρα (ΕιρΑθ 7463/12), που όμως ήταν απαραίτητο να διαλαμβάνει στην ιστορική της βάση, αφού όπως ειπώθηκε (ΑΠ 1136/00) και στην εκχώρηση κατόπιν ενεχυριάσεως απαιτήσεως, ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν σχετικά με τη συμβατική εκχώρηση στο πλαίσιο της πωλήσεως κινητού με τον προαναφερόμενο όρο της διατηρήσεως της κυριότητας.

Συνεπώς σε κάθε περίπτωση η αγωγή της είναι μη νόμιμη και σύστοιχα η καταγγελία της σύμβασης άκυρη και ως εκ τούτου άκυρη και ως μη έχουσα έννομα αποτελέσματα είναι και η υπαναχώρηση καθόσον αν μη τι άλλο, δεν υπήρξε ποτέ υπερημερία μου στην εξόφληση του τιμήματος

                                     ΙΙΙ

                 ΜΗ ΝΟΜΙΜΟ-ΑΟΡΙΣΤΙΑ

Εν` όψει των ανωτέρω, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί -εντελώς μη νόμιμα- ότι η αντίδικος κέκτηται τάχα με την ιδιότητα της κυρίας και νομέως, του δικαιώματος καταγγελίας και υπαναχώρησης, παρά το ότι όπως ειπώθηκε όχι μόνο δεν υπήρξε ποτέ κυρία και νομέας και επιπλέον κανένα τέτοιο δεν της εκχωρήθηκε αλλά και διότι δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις άσκησής του ήτοι η υπερημερία μου καθόσον το τίμημα έχει εξοφληθεί πλήρως κατά τα ανωτέρω με το δάνειο που εκταμιεύθηκε και καταβλήθηκε στην πωλήτρια εταιρία, σε κάθε περίπτωση, δεν επικαλείται και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του 987ΑΚ για την προστασία της, δηλ. τα ιστορούμενα δεν έλκουν σε εφαρμογή τις έννομες συνέπειες του πραγματικού της διάταξης αυτής και ως εκ τούτου είναι μη νόμιμη και πάντως αόριστη διότι:

Όπως ήδη ειπώθηκε δεν είχε ποτέ νομή και ούτε το ισχυρίζεται, αφού άλλωστε δεν ισχυρίζεται πώς και πότε έγινε νομέας και ποιες οι πράξεις νομής που ασκούσε και πώς μπορούσε κατά νόμω να γίνει αυτό αφού δεν ήταν κυρία αυτού (είναι άλλος ο ισχυρισμός ότι η πωλήτρια ως κυρία και νομέας της εκχώρησε τάχα τα δικαιώματα από τη σύμβαση πώλησης, που ήδη απαντήθηκε) και πώς μετά ταύτα υπάρχει προσβολή της. Διότι ενάγων σ` αυτή την αγωγή μπορεί να είναι «ο νομέας που αποβλήθηκε, δηλ. εκείνος που ήταν νομέας κατά το χρόνο της αποβολής» (Γεωργ-Σταθ. υπο 987-988.6)

Πλέον ειδικότερα δεν ισχυρίζεται 1) πώς απέκτησε κατά νόμω την νομή του οχήματος, αφού δεν επικαλείται σύμβαση με την πωλήτρια για την μεταβίβασή της (δηλ. σύμβαση με τον κύριο και νομέα=μετάθεση φυσικής εξουσίας στον αποκτώντα με τη θέληση και των δυό.ΑΚ976) και 2) πώς αποχωρίστηκε νόμιμα η κυριότητα (που δεν ισχυρίζεται ότι της ανήκε ποτέ) από τη νομή του πράγματος (για την οποία ζητά προστασία) καθόσον νομέας πράγματος είναι ο κύριος αυτού που μπορεί να την μεταβιβάσει εφόσον διατηρεί την κυριότητα και νομή, διότι αν δεν την διατηρεί δεν μπορεί να την μεταβιβάσει, αφού μεταβίβαση νομής κινητού από μη νομέα δεν προβλέπεται από το νόμο, όπως για την μεταβίβαση κυριότητας από μη κύριο όταν ο αποκτών είναι καλής πίστης. (ΕιρΑΘ 1397/2016, ΝΟΜΟΣ). Δηλ. δεν ισχυρίζεται πώς η νομή του πωληθέντος αποχωρίστηκε από την πωλήτρια εταιρία και «εκχωρήθηκε» σ` αυτή και από ποίον και με ποιόν νόμιμο τρόπο μπορούσε να γίνει αυτό είτε πρίν την εξόφληση, είτε πολύ περισσότερο μετά την εξόφληση του τιμήματος στον πωλητή (ομολογείται και από την ίδια με την εκταμίευση του δανείου και την καταβολή στον πωλητή) που όμως επέφερε αυτοδίκαια την κυριότητα σε μένα (βλ. προσκομιζόμενη με επίκληση άδεια του οχήματος. Σημειώνεται δε ότι με το ν.722/1977 ο αληθής κύριος και νομέας εμφαίνεται στην άδεια του οχήαματος και δεν είναι η αντίδικος τράπεζα. ΕιρΘες 2873/2016, ΝΟΜΟΣ)

Αλλ` ούτε και ισχυρίζεται 3) πώς και με ποιόν νόμιμο τρόπο μεταξύ εμού και της πωλήτριας συμφωνήθηκε ότι η κυριότητα του οχήματος να παραμείνει στην πωλήτρια παρά την εξόφληση του τιμήματος (αν και ομολογεί ότι είχε συμφωνηθεί παρακράτηση αυτής ακριβώς μέχρι να αποπληρωθεί το τίμημα και συνεπώς η πλήρωση της αίρεσης επιφέρει αυτοδικαίως τη μεταβίβαση της κυριότητας) μέχρι και την εξόφληση του δανείου προς την ενάγουσα τράπεζα!! και πώς μετά ταύτα αυτή χωρίς να είναι η κυρία (το ομολογεί), ωστόσο είναι τάχα ο νομέας δήθεν του οχήματος για κάποιο ανεξήγητο νομικά λόγο, που τάχα αντιποιούμαι τη νομή της και προβαίνει σε καταγγελία και υπαναχώρηση όχι λόγω μη καταβολής του τιμήματος, αλλά των δόσεων δανείου!!

Συνεπώς η αγωγή της είναι μη νόμιμη και αόριστη (λόγω μη αναφοράς των ανωτέρω αναγκαίων κατά νόμω) και για τους ανωτέρω λόγους και ζητώ την απόρριψή της.

                                   IV

Αλλ` ακόμα και εάν ήθελε απορριφθούν όλα τα ανωτέρω, δηλ. επικουρικά προβάλλω ενταύθα την ένσταση περί μη επιλήψιμου νομέα και όλως επικουρικά της κατάχρησης δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας με βάση τα κατωτέρω αναλυτικά πραγματικά περιστατικά, ήτοι:

Κατά της ενάγουσας αλλά και κατά των ++ ΤΡΑΠΕΖΑ, και Τράπεζα ++, τόσο εγώ όσο και η σύζυγός μου, ασκήσαμε ενώπιον του Ειρηνοδικείου ++ την από ++/2012 με αρ. κατ.++-12 προσαγόμενη και επικαλούμενη αίτησή μας για ρύθμιση χρεών (άρθρο 4 παρ. 1 Ν.3869/2010), που επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην αντίδικο τράπεζα με την με αρ. ++/ 27-11-12 έκθεση επίδοσης του δικ. Επιμ. Αθηνών ++ (προσαγόμενη με επίκληση) και η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί αρχικά για την 5/12/2013 και μετά από αναβολές, για την 5/2/2015,10/11/2016 και εν τέλει την ++/2019 με την οποία ρητά αιτούμαστε με βάση το νόμο και τα ειδικότερα εκτεθέντα στην αίτησή μας για το σχέδιο διευθέτησης οφειλών, τη δικαστική ρύθμιση και του επιδίκου χρέους προς την αιτούσα.

Συγκεκριμένα ισχυριζόμασταν για την υπαγωγή μας στις διατάξεις του νόμου για υπερχρεωμένα νοικοκυριά ότι «Είμαστε σύζυγοι και φυσικά πρόσωπα που στερούνται εμπορικής ιδιότητας και πτωχευτικής ικανότητας και έχουμε περιέλθει, χωρίς υπαιτιότητά μας και χωρίς δόλο, σε κατάσταση μόνιμης και γενικής αδυναμίας των ληξιπροθέσμων οφειλών μας λόγω της οικονομικής κρίσης, των μνημονίων, της έλλειψης ρευστότητας, της επιμένουσας ακρίβειας, αλλά και των δυσμενών όρων χρηματοδότησης δανείων και πίστωσης που λάβαμε, από τους ανωτέρω δανειστές μας, των υψηλών επιτοκίων, των συνεχών ανατοκισμών κλπ. Συνεπεία τούτων τα εισοδήματά μας συρρικνώθηκαν σε βαθμό που απειλείται και αυτή ακόμα η επιβίωσή μας καθώς και των δύο ανηλίκων τέκνων μας ++, ετών 13 και ++ ετών 9, μαθητριών, καθόσον οι συνήθεις όροι μίας αξιοπρεπούς διαβίωσης της οικογένειάς μας, ήδη έχουν απωλεσθεί προ πολλού καιρού. Αναγκαστήκαμε λοιπόν να καταφύγουμε περισσότερο απ` ότι επέτρεπε η οικονομική μας κατάσταση σε τραπεζικό δανεισμό για να ανταπεξέλθουμε στις ανελαστικές οικογενειακές μας και ατομικές ανάγκες, αλλά και στις πιεστικές ανάγκες πληρωμής των κατωτέρω δανείων με δυσβάσταχτους όμως και δυσμενείς τραπεζικούς και συναλλακτικούς όρους και βάρη δηλ. με υψηλά επιτόκια, με ανατοκισμό και εν γένει με όρους δανειακών συμβάσεων που χαρακτηρίζονται και ως καταχρηστικοί και αντισυναλλακτικοί από τη νομολογία των Δικαστηρίων της Χώρας. Ειδικότερα, όπως επιτάσσουν τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, προ της έναρξης της παρούσης διαδικασίας και υποβολής της ενδίκου αιτήσεως, προέβημεν σε συζητήσεις με τις δανείστριες τράπεζες προκειμένου να διερευνηθεί με δίκαιους και χρηστούς συναλλακτικούς όρους η διευθέτηση των οφειλών μας, λαμβανομένων υπ` όψη των νέων, απρόβλεπτων και δυσμενών οικονομικών συνθηκών για τους δανειολήπτες και φυσικά εν` όψει της δυνατότητας που παρέχει ο νόμος για την ρύθμιση των οφειλών. Όμως αντιμετωπίσαμε στην σταθερά αδιάλλακτη συμπεριφορά τους, αφού τούτες δεν ενδιαφέρονταν για ισότιμη συζήτηση, πολλώ δε μάλλον για την ρύθμιση με δίκαιους και χρηστούς συναλλακτικούς όρους των οφειλών μας, αλλά για την διασφάλιση και μόνο της υπέρογκης κερδοφορίας των, αφού άλλωστε προέβαιναν και προβαίνουν και κατά το χρόνο της πρότασης εξωδικαστικού συμβιβασμού κατά τον παρόντα νόμο αλλά και κατάθεσης της παρούσης, μέσω εισπρακτικών εταιριών, αμφισβητούμενης νομιμότητας, στον εκφοβισμό μας για την επίτευξη των στόχων ήτοι της πλήρους εξόφλησης, με αποτέλεσμα η προσπάθεια για συζήτηση μεταξύ μας για διευθέτηση να έχει εκφυλιστεί σε έκκληση από εμάς να μην προβούν σε εκτελέσεις και χάσουμε τα σπίτια μας… Εν` όψει λοιπόν των ανωτέρω, αποφασίσαμε να κάνουμε χρήση των ευεργετικών διατάξεων του ν. 3869/10 όπως ισχύει και να ρυθμίσουμε τα χρέη μας, ακολουθώντας όλα τα στάδια που αυτός ορίζει ως προδικασία προκειμένου να αχθούμε ενώπιόν σας για δικαστική ρύθμιση…»

Εν συνεχεία αναφέραμε αναλυτικά τα στοιχεία της προσωπικής και οικογενειακής μας κατάστασης και παραθέσαμε πλήρως κατάσταση των εισοδημάτων και της περιουσίας μας ήτοι ότι « Ο πρώτος από εμάς, ετών 41 διδάσκω ως καθηγητής φροντιστηρίου από το 1998 στους ++ όπου και διατηρώ φροντιστήριο και τα έσοδά μου ανέρχονται περίπου σε 1.500€ το μήνα. Βαίνουν συνεχώς συρρικνούμενα λόγω των ανωτέρω αιτιών, ενώ, κατά τη συνήθη, προβλεπόμενη και αναμενόμενη πορεία των πραγμάτων και της δυσμενέστατης οικονομικής κατάστασης της Χώρας, δεν υπάρχει βάσιμα, προοπτική ανάκαμψής των πριν την παρέλευση διετίας τουλάχιστον.Η δε δεύτερη από εμάς, ετών 37 είμαι άνεργη από 12ετίας και πλέον έχω δε λάβει και την σχετική κάρτα ανεργίας του ΟΑΕΔ ++ ( βλ. με αρ. ++ κάρτα ανεργίας ΟΑΕΔ ++ για τα έτη από 2011 μέχρι 1/6/14 προσαγόμενη με επίκληση), χωρίς όμως να δικαιούμαι επίδομα ΟΑΕΔ λόγω παρόδου του χρόνου, είμαι απόφοιτος Γενικού Λυκείου και φοιτώ στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο ++ στον τομέα Πληροφορικής οι σπουδές του οποίου θα περατωθούν το 2021 και παρά τις προσπάθειές μου, αδυνατώ να εύρω εργασία σε οποιονδήποτε κλάδο, ελλείψει προσόντων, εξειδίκευσης και γνώσης συγκεκριμένης τέχνης, σε συνδυασμό με την καλπάζουσα μέχρι σήμερα ανεργία συνεπεία των δυσμενέστατων οικονομικών συνθηκών και όρων που αναφέρθηκαν. Επιπλέον, δεν έχουμε εισοδήματα από άλλη πηγή όπως ακίνητα, μετοχές, άυλους τίτλους, μερίδια εταιρικά κλπ», αναλύσαμε δε εν συνεχεία, τις απολύτως αναγκαίες ατομικές και οικογενειακές μας ανάγκες που υπερκαλύπτουν το ανωτέρω ποσό εισοδήματός μου ανα μήνα, κυρίως λόγω των δαπανών εκπαίδευσης των τέκνων μας και λειτουργίας του φροντιστηρίου μου, με αποτέλεσμα να στερούμαστε επαρκών εισοδημάτων προκειμένου να καταφέρουμε να ανταποκριθούμε στις ληξιπρόθεσμες οφειλές μας έναντι των ανωτέρω τριών τραπεζών μεταξύ των οποίων και η αντίδικος, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται τούτες και μάλιστα συνεχώς να διογκώνονται, με την προσθήκη υπέρογκων τόκων υπερημερίας.

Προηγήθηκε φυσικά κατά νόμω (ν.3869/10), το στάδιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού και συγκεκριμένα με την από ++/2012 εξώδικη πρόταση εξωδικαστικού συμβιβασμού και προς την αντίδικο (προσαγόμενη και επικαλούμενη) που επιδόθηκε σ` αυτήν με την με αρ. ++/30-10-2012 έκθεση επίδοσης του ανωτέρω δικ. Επιμ. ++, επίσης προσαγόμενη με επίκληση, πρότεινα σ` αυτή συγκεκριμένο σχέδιο αποπληρωμής με το εξής επι λέξει περιεχόμενο, ήτοι: «Γ) για τις απαιτήσεις της «++» (με βάση την από 19/9/12 βεβαίωση)

1)Για την συνολική οφειλή μου ύψους 14.110,97€ από τη με αρ. συμβ. Δανείου 5376, για το οποίο ο πρώτος ευθύνομαι ως άμεσος πιστούχος-οφειλέτης, να καταβάλλω, μετά την παρέλευση διετίας ως περιόδου χάριτος, συνολικά 15 € μηνιαίως και για 48 μήνες, ήτοι συνολικά θα καταβάλλω το ποσό των 720 €. Με την καταβολή του ποσού αυτού να απαλλαγώ από το υπόλοιπο των οφειλών μου.», ενώ ρητά δήλωνα σ` αυτή ότι «σε περίπτωση άρνησής σας και μη επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού, σας γνωρίζουμε ότι θα υποβάλλουμε την αίτηση του άρθρου 4.παρ.1 ν.3869/2010 για δικαστική ρύθμιση και απαλλαγή των υπολοίπων χρεών μας»

Η αντίδικος, ποτέ δεν απάντησε στην ανωτέρω εξώδικη πρότασή μου, παρά το ότι ρητά καλούσα αυτή να το πράξει τονίζοντας ότι « νόμιμη συντρέχει περίπτωση να μας απαντήσετε εντός ευλόγου χρόνου στην παρούσα αίτησή μας για να μην παρατείνεται η εκκρεμότητα και η ασάφεια, διαφορετικά θα θεωρήσουμε ότι αποδέχεστε την παρούσα πρότασή μας για εξωδικαστικό συμβιβασμό με τους άνω όρους», όπως εξ` άλλου προκύπτει και από την από 15/11/2012 βεβαίωση του πληρεξουσίου δικηγόρου μας που συνέδραμε στην προσπάθεια για εξώδικη ρύθμιση των χρεών μας, την οποία προσκομίζω με επίκληση και η οποία κατατέθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στο ανοιχθέντα φάκελο στο Ειρηνοδικείο ++ κατά τα κατωτέρω.

Μετά δε την άσκηση της ανωτέρω αίτησής μου στο Ειρηνοδικείο ++, σχηματίστηκε και ο κατά νόμω φάκελος στο Ειρηνοδικείο αυτό, η δε αιτούσα κατέθεσε τις από 9/1/2013 παρατηρήσεις της (που προσάγω και επικαλούμαι) δηλώνοντας τότε για πρώτη φορά ότι δεν αποδέχεται το προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης οφειλών της αίτησης μας και ζητά την απόρριψή της χωρίς όμως τότε να προβεί σε κάποια καταγγελία ή υπαναχώρηση

Συγκεκριμένα, με την ανωτέρω αίτησή μου για ρύθμιση χρεών του άρθρου 4. ν.3869/2010 και με βάση την ανωτέρω εξώδικη πρότασή μου και το περιεχόμενό της ότι σε περίπτωση μη απάντησής της στην πρότασή μας εξωδικαστικού συμβιβασμού «θα θεωρήσουμε ότι αποδέχεστε την παρούσα πρότασή μας για εξωδικαστικό συμβιβασμό με τους άνω όρους» ,ζητώ πλέον από το Ειρηνοδικείο πρωτίστως να επικυρώσει δικαστικά τον καταρτισθέντα με βάση την ανωτέρω εξώδικη δήλωσή μου, εξωδικαστικό συμβιβασμό για τους κάτωθι λόγους ήτοι:

«ΑΙΤΗΜΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΡΤΙΣΘΕΝΤΟΣ ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ

   Επειδή, με βάση τα αμέσως ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι συνήψαμε με τους παραπάνω πιστωτές μας συμφωνία διευθέτησης των οφειλών μας με το ανωτέρω περιεχόμενο και άρα καταρτίστηκε σύμβαση συμβιβασμού μεταξύ μας κατ` 871ΑΚ, καθόσον ελλείψει κάθε απάντησής τους, μετά από την ανωτέρω ρητή και ξεκάθαρη δήλωσή μας που περιήλθε εις γνώση τους άνευ όρων και προϋποθέσεων, προκύπτει ότι τούτες αποδέχονται τις ανωτέρω συγκεκριμένες προτάσεις διευθέτησης, λαμβανομένου άλλωστε του ικανότατου χρόνου που διέδραμε έκτοτε και μέχρι σήμερα χωρίς να εκφράσουν την όποια αντίρρησή τους, πολλώ δε μάλλον να αρνηθούν την πρόταση που υποβάλλαμε. Εν προκειμένω δεν πρόκειται περί σιωπηρής άρνησης και απόρριψης της πρότασής μας, αλλά για αποδοχή της και εντεύθεν κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης συμβιβασμού αφού ρητά δηλώναμε ότι προσνέμουμε τέτοια βούληση αποδοχής στην έλλειψη απάντησής τους.

Συνεπώς ζητούμε να επικυρωθεί από το δικαστήριό σας η ανωτέρω σύμβαση συμβιβασμού κατά τα άρθρα 209 και 214Α ΚπολΔ και να λάβει την ιδιότητα του δικαστικού συμβιβασμού κατ` 293ΚπολΔ, να κηρυχθεί το συνταχθησόμενο πρακτικό συμβιβασμού εκτελεστός τίτλος και να αντικαταστήσει όλους τους τυχόν υφιστάμενους ή τυχόν εκδοθησόμενους μέχρι τότε εκτελεστούς τίτλους εις βάρος μας, να καταργηθεί η μεταξύ μας ανοιγείσα δίκη καθώς και κάθε άλλη τέτοια που ήθελε τυχόν προκύψει με αιτία τις ανωτέρω απαιτήσεις και να κηρυχθεί η περάτωση κάθε μεταξύ μας διαφοράς και δίκης με βάση τις ανωτέρω απαιτήσεις τους αφού άλλωστε και το δικαστήριό σας είναι αρμόδιο προς τούτο με βάση τις ανωτέρω διατάξεις και την ΚπολΔ 740.

Άλλως και επικουρικά, και αν ήθελε κριθεί ότι δεν ισχύουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την επικύρωση του ανωτέρω εξωδίκου συμβιβασμού κατά τις διατάξεις του ν. 3869/2010, επειδή η ανωτέρω συμφωνία εξακολουθεί να δεσμεύει συμβατικά τα συμβαλλόμενα μέρα στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων και της ιδιωτικής αυτονομίας κατ` 361ΑΚ και συνεπώς είναι δυνατή η δικαστική της επικύρωση στα πλαίσια των γενικών διατάξεων των άρθρων 209επ ΚπολΔ ως γνήσια συμβιβαστική συμφωνία του άρθρου 871ΑΚ, η οποία ως συμβιβασμός αποκτά ισχύ δικονομικής σύμβασης (212,293ΚπολΔ), ΖΗΤΟΥΜΕ την επικύρωση αυτής της συμφωνίας με βάση αυτές τις διατάξεις, υποχρεουμένων μετά ταύτα των ανωτέρω δανειστών μας να ενεργούν και συμπεριφέρονται με βάση αυτή, να κηρυχθεί το συνταχθησόμενο πρακτικό συμβιβασμού εκτελεστός τίτλος και να αντικαταστήσει όλους τους τυχόν υφιστάμενους ή τυχόν εκδοθησόμενους μέχρι τότε εκτελεστούς τίτλους εις βάρος μας, να περατωθεί η εκκρεμοδικία κάθε υφιστάμενης μεταξύ μας δίκης με αιτία τις ανωτέρω οφειλές και να κηρυχθεί η περάτωση κάθε μεταξύ μας διαφοράς και δίκης με βάση τις ανωτέρω απαιτήσεις τους, αφού άλλωστε και το δικαστήριό σας είναι αρμόδιο προς τούτο με βάση τις ανωτέρω διατάξεις και την ΚπολΔ 740.»

Και μόνο στην περίπτωση που το δικαστήριο δεν θα κάνει δεκτά τα ανωτέρω, ζητώ πλέον, με βάση τα ειδικότερα διαληφθέντα στην αίτησή μου αυτή, την δικαστική ρύθμιση των οφειλών μου και προς την αντίδικο με περιεχόμενο όπως ακριβώς ανωτέρω το είχα διατυπώσει στην εξώδικη πρόταση του εξωδικαστικού συμβιβασμού και στο οποίο παραπέμπω προς αποφυγή περιττής επανάληψης.

Εν συνεχεία, άσκησα ενώπιον του Ειρ. ++ και την από 17/6/2013 αίτηση αναστολής με αρ. κατ. δικ. ++/2013 κατά το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 Ν. 3869/2010 (επίδοση με την ++/3-7-2013 έκθεση επίδοσης δικ. επιμ. ++ προσαγόμενη με επίκληση), κατά τη συζήτησή της δε την 6/12/2013, παρισταμένης και της αντιδίκου, εξεδόθη το με αρ. ++/2013 Σημείωμα προσωρινής διαταγής της Ειρηνοδίκου ++κ. ++ (άπαντα προσαγόμενα με επίκληση), με την οποία διατάχθηκε η αναστολή εκτέλεσης εναντίον μου κάθε καταδιωκτικού μέτρου και επιπλέον υποχρεώθηκα (με βάση το ν. 4161/2013) στην καταβολή ποσού 150€ μηνιαίως προς τις αντίδικες τράπεζες συμμέτρως, ήτοι 50€ στην κάθε μία, μεταξύ των οποίων και η αντίδικος. (το ανωτέρω σημείωμα διορθώθηκε με την ++/11-4-2014 όμοια ως προς τον αρ. κατάθεσης και μόνο)

Την ανωτέρω προσωρινή δ/γή επέδωσα στην αντίδικο τράπεζα με την με αρ.++/2-1-2014 έκθεση επίδοσης του δικ. Επιμ. ++ που προσάγω με επίκληση και έκτοτε, συμμορφούμενος με αυτή καταβάλω ανελλιπώς στην αντίδικο το ποσό των 50€/μήνα στο λογαριασμό ++ της αντιδίκου στην τράπεζα ++ BANK, τις παρακάτω ημερομηνίες, όπως προκύπτει από τα προσαγόμενα με επίκληση σχετικά διπλότυπα-απόδειξη κατάθεσης, στις κάτωθι ημερομηνίες ήτοι:

Ήτοι συνολικά κατέβαλα για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 2.900€ (σημειώνεται ότι κάθε φορά καταβάλω και ως έξοδα κατάθεσης-εμβάσματος το ποσό των 1,20€ για όλες τις ανωτέρω καταβολές)

Επιπλέον, έχω καταβάλει στην αιτούσα αντίδικο με βάση την ανωτέρω σύμβασή μας, μέχρι 30/7/12 συνολικά το ποσό των 17.213,66€.

Συγκεκριμένα, με τις από 15/3/2009 έως και 15/12/13 κατωτέρω αναλυτικά αναφερόμενες 21 έγγραφες ενημερώσεις δανείου της αντιδίκου, που προσάγω και επικαλούμαι με τα πλήρη στοιχεία τους, προκύπτει ότι πλήρωσα τις εξής δόσεις και ποσά αναλυτικά στην αντίδικο, ήτοι:…

Και ΣΥΝΟΛΙΚΑ: 17.213,66€ πλέον φυσικά των (58 δόσεις Χ 50€ =) 2.900€ (με βάση την ++/13 δ/γή) και άρα συνολικά 20.113,66 €

Εάν λοιπόν στο ανωτέρω ποσό των 20.113,66€ που ήδη έχω πληρώσει για το όχημα, προστεθεί και το ποσό των 10.200ε που έδωσα προκαταβολή, τότε είναι φανερό ότι έχω καταβάλει το ποσό των 30.313,66€ για ένα όχημα που η αντίδικος ομολογεί (κατά το χρόνο άσκησης της ενδίκου αγωγής της το 2014), ότι η αξία του δεν ξεπερνά τα 20.000€!!

Σημειώνεται ότι η ανωτέρω αίτησή μου για ρύθμιση χρεών στο Ειρηνοδικείο Καρδίτσας, θα συζητηθεί μετά από αναβολή ++-2019, οπότε και θα έχω καταβάλει στην αντίδικο από σήμερα και άλλα (50€Χ7μήνες=) 350€

Επίσης η αντίδικος είχε ασκήσει εναντίον μου και ενώπιον του δικαστηρίου σας την από 15-3-2013 με αρ. κατ. ++/13 αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων νομής (προσαγόμενη με επίκληση). Συζητήσεως γενομένης την 17-3-2014, εκδόθηκε η προσαγόμενη με επίκληση ++/2014 απόφαση, που απέρριψε αυτή, δεχθείσα ότι δεν υπάρχει επείγουσα περίπτωση, ότι έχω καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 17.000€ περίπου στην αντίδικο και 10.200€ στην πωλήτρια και ότι προβαίνω σε επιμελή και συνετή χρήση του οχήματος.

Επιπλέον, η ανωτέρω καταγγελία της αντιδίκου πραγματοποιήθηκε το πρώτον με την ανωτέρω αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων που μου επιδόθηκε την 11/6/2013, δηλ. σχεδόν ένα έτος (παρά ένα μήνα) μετά την πρώτη υπ` εμού καθυστέρηση καταβολής της συμφωνημένης δόσης ήτοι της 30ης/7/2012 (όπως ομολογεί και η ίδια ότι εξ` αυτού του χρονικού σημείου και δόσης άρχεται η υπερημερία μου) και παρά το ότι την αίτησή της την είχε καταθέσει ήδη από 19/3/2013.

Προκύπτει δηλ. ότι δεν προβαίνει στην υπαναχώρηση ούτε κατά το διάστημα μετά τον Οκτώβριο του 2012 που ήδη της κοινοποιώ την ανωτέρω εξώδικη πρότασή μου για εξωδικαστικό συμβιβασμό, αλλά ούτε και μετά τον Νοέμβριο του 2012 που της κοινοποιώ την ανωτέρω αίτησή μου για ρύθμιση χρεών με την οποία όμως ζητώ ρητά να εξαιρεθεί το ένδικο όχημα από την ρευστοποίηση ισχυριζόμενος ρητά ότι μου είναι απολύτως απαραίτητο «για να πηγαινοέρχομαι στην εργασία μου στο φροντιστήριο στους Σοφάδες και συνεπώς τούτο είναι απολύτως αναγκαίο για την συνέχιση και παροχή της εργασίας μου, αφού επιπλέον η δημόσια συγκοινωνία από και προς την πόλη των Σοφάδων, δεν συμβαδίζει με τα ωράρια εργασίας μου…»

Εν` όψει τούτων των γεγονότων σε συνδυασμό με το ότι έχω καταβάλει ήδη το ανωτέρω ποσό (άνω των 30.000€!!!) που ΥΠΕΡΚΑΛΥΠΤΕΙ και την αξία του οχήματος που ισχυρίζεται η αντίδικος, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΘΕΝ ΤΙΜΗΜΑ (24.000€), ενώ εξακολουθώ ανελλιπώς να καταβάλω και τα ποσά ανά μήνα που υποχρεώθηκα με την ανωτέρω με αρ. ++/13 απόφαση προσωρινής δ/γής, προκύπτει αναμφισβήτητα ότι καμία βούλησή μου προς την κατεύθυνση της αντιποίησης της νομής της αντιδίκου δεν μπορεί να θεμελιωθεί στα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, αλλά αντίθετα καταδεικνύεται η πρόθεσή μου να ρυθμίσω το χρέος μου μέσω της δικαστικής οδού, υποχρεουμένης της αντιδίκου, εφόσον κατά τα ανωτέρω δεν κέκτηται του δικαιώματος υπαναχώρησης και η ασκηθείσα δεν επέφερε τις έννομες συνέπειες, να δεχτεί την εκπλήρωση της παροχής μου όπως θα διαμορφωθεί από την ανωτέρω δικαστική παρέμβαση ως προς το ύψος και τον τρόπο καταβολής του ΔΑΝΕΙΟΥ, μη δικαιουμένης στην ανωτέρω διαδικασία ρύθμισης χρεών να ζητήσει, ως κυρία του πράγματος (όπως διατείνεται ότι είναι με το από 6/12/13 σημείωμά της κατά την συζήτηση της ανωτέρω αίτησης αναστολής μου στο Ειρην.Καρδίτσας, που προσάγω και επικαλούμαι), την εξαίρεση του πράγματος και την απόδοση σ` αυτήν.

Άλλωστε όπως δέχθηκε και η ανωτέρω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με επίκληση βιβλιάριο σέρβις του οχήματος σφραγισμένο από την ++ και τις με αρ. ++ αποδείξεις υπηρεσιών του ανωτέρω εξουσιοδοτημένου επισκευαστή, διενεργώ ανελλιπώς τα αναγκαία προγραμματισμένα σέρβις του οχήματος και μάλιστα στην επίσημη αντιπροσωπεία και συνεπώς προκύπτει η πρόθεσή μου για συντήρηση αυτού καθώς τούτο, συνεπεία των ανωτέρω ενεργειών μου, ευρίσκεται σε άριστη μηχανολογική κατάσταση

Εν` όψει όλων των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών προκύπτει ότι ΔΕΝ είμαι επιλήψιμος νομέας έναντί της-και ούτε και η αντίδικος το ισχυρίζεται- (μόνο κατά του επιλήψιμου νομέα εγείρεται η αγωγή αποβολής), καθόσον πρέπει σε κάθε περίπτωση η προσβολή της νομής να είναι παράνομη (Γεωργ-Σταθ. υπο 984.13), όταν δηλ. γίνεται χωρίς δικαίωμα εμπράγματο ή ενοχικό.

Εν προκειμένω, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι εγώ τάχα δεν κατέστην κύριος αυτοδικαίως με την πλήρωση της αίρεσης της αποπληρωμής του τιμήματος λόγω της ανωτέρω εκταμίευσης και πληρωμής του ποσού του δανείου στην πωλήτρια και άρα λόγω εξόφλησης ολοσχερώς του τιμήματος της πώλησης προς τον πωλητή μου (που δεν είναι η τράπεζα) και συνεπώς δεν ζητώ ορθά και νόμιμα δήθεν την εξαίρεση του πράγματος από την ρευστοποίηση με βάση την ανωτέρω διαδικασία στην οποία κατέφυγα νόμιμα (που αρνούμαι και αποκρούω), πάντως σε κάθε περίπτωση έχω προσδοκία δικαιώματος για την κτήση της κυριότητας με την εκπλήρωση της παροχής μου κατά τους όρους και τον τρόπο που το ανωτέρω δικαστήριο θα καθορίσει και πάντως ήδη καθορίστηκε προσωρινά με την ανωτέρω ++/13 προσωρινή δ/γή και καταβάλω έκτοτε (δικαίωμα που είναι περιουσιακό, και προστατεύεται ως τέτοιο κατ` 204,206ΑΚ. Βλ. Δεληγιάννης-Κορνηλάκης Ειδικ.Ενοχ.Δικ. Ι, 1992, παρ. 73, σελ. 282 όπου και παραπομπές) και συνεπώς και η αντίδικος θα είναι υποχρεωμένη να δεχθεί την τοιαύτη εκπλήρωση με σκοπό την τελική απαλλαγή μου σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του ν. 3869/10.

Συνεπώς ακριβώς επειδή σε κάθε περίπτωση έχω δικαίωμα προσδοκίας που προστατεύεται ως περιουσιακό δικαίωμα, τούτο όχι μόνο καταλύει κάθε έννοια αντιποίησης, αλλά καθιστά και την, ισχυριζόμενη από την ενάγουσα «προσβολή» της νομής της και της κυριότητας της, νόμιμη και όχι παράνομη και συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση προσβολής της νομής της (ακόμα και αν την είχε) από την οποία μπορεί να προστατευτεί με βάση τις ΑΚ 985επ, αφού η τοιαύτη προστασία προϋποθέτει παράνομη προσβολή της νομής (Γεωργ-Σταθ. υπο 984. 13).

Σημειώνεται δε ότι η διαφορά μεταξύ καθολικής νομής και οιονεί νομής δικαιώματος ενεχύρου, έγκειται μόνο στην έκταση του περιεχομένου της φυσικής εξουσίας που στην τελευταία είναι ο μερικός μόνο εξουσιασμός, οπότε τα ανωτέρω λεχθέντα για τη νομή ισχύουν και για την ανωτέρω οιονεί. Γεωργ-Σταθ. υπο 975.4

            

Συνεπεία δε όλων των ανωτέρω προβάλλω και εντελώς επικουρικά την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματός της (αν ήθελε θεωρηθεί ότι το έχει που αρνούμαι και αποκρούω) διότι:

Είναι φανερό ότι η παραπάνω σύμβαση (πώλησης-δανείου) αναμφισβήτητα αποτελεί σύμβαση προσχώρησης με όρους εκ των προτέρων μονομερώς διατυπωμένους από την ενάγουσα Τράπεζα, χωρίς κανένα περιθώριο ατομικής-διαπραγμάτευσης από εμένα τον πελάτη καταναλωτή και οι σχετικοί παραπάνω όροι αυτής αποτελούν ΓΟΣ (Γενικούς Ορους Συναλλαγών) κατά την έννοια του άρθ. 2 του Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή. Ήδη έχει κριθεί ότι είναι καταχρηστικός και άκυρος ο όρος της σύμβασης, κατά τον οποίο η Τράπεζα μπορεί με την καθυστέρηση μόνο είκοσι ημερών, ως εν προκειμένω, να καταγγείλει, λαμβανομένων υπόψη της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών κατ΄άρθ 281, 288 του ΑΚ και του αρθ 2 παρ 6 σε συνδυασμό με την παρ. 7 περ στ και ιστ του Ν 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή (βλ. προς τον τρόπο έλεγχου των ΓΟΣ Δελλίου: Γενικοί όροι συναλλαγών 2013 παρ 10 σελ. 344 επ, το αυτεπάγγελτο ή μη του δικαστικού ελέγχου των ΓΟΣ στις καταναλωτικές συμβάσεις Αρμ 2012/2015-2022, Καράκωστας Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή 2008 σελ. 109, ΔΕΚ 27-6-2000 Οceano Quintero C -240/98 Συλλ 2000, ΔΕΚ 21-11-2002 Cofidis/Fredout C-473/2000 Συλλ 2002, ΔΕΚ 26-11-2006 Claro/Centro Movil SL C-168/2005 Αρμ 2007/619. ΔΕΚ 6-10-2009 Asturcom/Nogueira Συλλ 2009, ΔΕΚ 4-6-2009 Pannon GSM/Sustikne Cy rfi Συλλ 2009, ΔΕΚ 9-11-2010 VBPenzugylL/FSchneiderC-137/2008 συλλ 2010).

Εξ` ετέρου είναι φανερό ότι τόσο κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης των ασφαλιστικών μέτρων όσο και της συζήτησης της παρούσης δεν συνέτρεχαν οι όροι της καταγγελίας, η ενάγουσα δεν ήταν ποτέ νομέας, ποτέ κύριος, ποτέ δεν μπορούσε να υπαναχωρήσει και ποτέ δεν ήμουν υπερήμερος στην καταβολή του τιμήματος στην πωλήτρια.

Επιπλέον μετά την καθυστέρηση καταβολής των δόσεων, λόγω της τεράστιας οικονομικής κρίσης, που όμως επι χρόνια πλήρωνα ανελλιπώς, δεν αδιαφόρησα αλλά κατέφυγα δικαστικά για ρύθμιση των χρεών μου. Από τα προσαγόμενα δε με επίκληση εκκαθαριστικά σημειώματα εμού και της συζύγου μου των ετών από 2012 έως 2015 προκύπτει μετά το 2013 αφενός ραγδαία, αφετέρου εντονότατη κάμψη των εσόδων μου, ενώ από τις από 8/11/2016 βεβαιώσεις ΟΑΕΔ, προκύπτει ότι η σύζυγός μου από το 2011 μέχρι και σήμερα είναι άνεργη.

Αλλά και στη διαδικασία αυτή που ανοίχθηκε και στο ανωτέρω αίτημά μου-πρόταση που έχει συγκεκριμένες νομικές συνέπειες συμβιβασμού (και θα κριθεί στο κυρίως δικαστήριο ρύθμισης χρεών) η αντίδικος αδιαφόρησε πλήρως ενδιαφερόμενη μόνο για την κερδοφορία της.

Παρά ταύτα πληρώνω κανονικά τις δόσεις σ` αυτή που τάχθηκαν με την προσωρινή δ/γή και πάντως έχω καταβάλει μέχρι σήμερα όπως ανωτέρω εκθέτω άνω των 30.000€ που υπερκαλύπτει και το αρχικά συμφωνηθέν τίμημα και την αξία του οχήματος. Συνεπώς η άσκηση του δικαιώματός της με την επιδίωξη της επιστροφής του οχήματος που ρητά ζητώ την εξαίρεση του με την ανωτέρω αίτησή μου ως απαραίτητο μέσο για την δουλεία μου και την οικογένειά μου, πρόκειται να οδηγήσει σε υπερβολικά δυσμενείς οικονομικές συνέπειες για τον μένα, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την πιστώτρια.

Σε κάθε δε περίπτωση η παντελώς αδιάφορη για τα περιουσιακά δικαιώματα του άλλου συμπεριφορά της ενάγουσας οπωσδήποτε εν` όψει των ανωτέρω περιστατικών θέτει σε κίνδυνο να απωλέσω τελικά το ιδιόμορφο δικαίωμα προσδοκίας μου να αποκτήσω το αυτοκίνητο (αν θεωρηθεί ότι δεν έγινε) αν και έχω υπερκαλύψει την αξία του.

Επισημαίνεται ότι οι Τράπεζες, ως πιστωτικά ιδρύματα, δεδομένου, ότι απολαύουν ειδικών προνομίων από την Πολιτεία, καθώς μέσω αυτών ασκείται η πιστοληπτική πολιτική του Κράτους, όχι μόνο δεν έχουν ανεύθυνο αλλά αντίθετα έχουν ιδιαίτερη από τις κρατούσες κοινωνικοοικονομικές αντιλήψεις και γενικότερο πνεύμα του δικαίου νομική υποχρέωση επίδειξης αυξημένης επιμέλειας, καθότι διαθέτουν μεγαλύτερες δυνατότητες ελέγχου λόγω της πρόσβασης τους στο αρχείο τους αλλά και στο αρχείο άλλων Τραπεζών και με την πρόσβασή τους στο σύστημα "Τειρεσίας" κλπ. Ωστε η υπαιτιότητά τους πρέπει να κρίνεται με κριτήριο όχι μόνο την επιμέλεια, που οφείλει να επιδεικνύει ο μέσος συνετός άνθρωπος , μόνο δηλ. με αντικειμενικά κριτήρια αλλά και πρόσθετα υποκειμενικά με βάση τον θεσμικό τους ρόλο (βλ. σχετικά Γεωργιάδη-Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας άρθ 330 σελ. 175-175 αρθ. 33, άρθ 914 σελ 698-700, αρθ. 919 σελ 726). Συνεπώς και για το λόγο αυτό, η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους

Συνεπώς καταχρηστικώς, κατά τα προεκτεθέντα, κατήγγειλε η η ενάγουσα τη μεταξύ μας σύμβαση δανείου και «υπαναχώρησε» τάχα, συνεχίζοντας ταυτόχρονα να εισπράττει τις δόσεις της ανωτέρω προσωρινής δ/γής από μένα, της καταγγελίας ούσης έτσι άκυρης,

                                  V

           Άλλως και όλως επικουρικότερον:

Επειδή συνέπεια της υπαναχώρησης του πωλητή είναι η απόσβεση των υποχρεώσεων των μερών για την εκτέλεση της βασικής ενοχής, από τη βασική σχέση (πώληση) και η αναδρομική ανατροπή της βασικής ενοχής, που μεταβάλλεται σε σχέση «εκκαθάρισης», καθώς τα μέρη αναζητούν τις καταβληθείσες παροχές, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΟλΑΠ 22/1987 ΕλλΔνη 29.91, 1136/2000, ο.π.). Ο πωλητής, δηλαδή, αναζητεί το πράγμα και ο αγοραστής το μέρος του τιμήματος που έχει ήδη καταβάλλει, εκτός αν υπάρχει ρήτρα υπέρ του πωλητή, προς παρακράτηση αυτού, η οποία και εκτιμάται από το νόμο κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και η ποινική ρήτρα. (ΠΠρΘεσσαλ 32537/2011, ΕιρΑθ 933/2010)

Εν προκειμένω, επικουρικά, και στην απίθανη περίπτωση που το δικαστήριό σας απορρίψει όλα τα ανωτέρω και δεχθεί την αγωγή της αντιδίκου και με υποχρεώσει στην απόδοση του οχήματος, ΑΝΤΑΙΤΟΥΜΑΙ-ΑΝΤΕΝΑΓΩ με τις παρούσες προτάσεις μου κατά τη συζήτηση, να υποχρεωθεί η αντίδικος να μου καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 30.313,66€, που ήδη έχω πληρώσει για το όχημα, νομιμότοκα εξ` αυτού, το ποσό των 10.200€ από 27/2/2009 (ημ.σύμβασης), το ποσό των 17.213,66€, με το νόμιμο τόκο από 12/6/2013 ήτοι από την επόμενη της επίδοσης σε μένα της αίτησης ασφαλιστικών με την οποία υπαναχωρεί και επέρχονται όθεν τα αποτελέσματα, καθώς από τις ανωτέρω ημερομηνίες κατ` 912ΑΚ όφειλε για τα ποσά αυτά να προβλέψει την αναζήτηση συνεπεία της υπαναχώρησης και το ποσό τω 2.900€ (ανωτέρω δόσεις), από τη συζήτηση της παρούσης, άλλως και επικουρικά όλα τα ανωτέρω ποσά από τη συζήτηση της παρούσης και λόγω όχλησης,

άλλως και όλως επικουρικά, το ποσό που οπωσδήποτε έλαβε ήτοι 17.213,66€ με το νόμιμο τόκο από 12/6/2013 ήτοι από την επόμενη της επίδοσης σε μένα της αίτησης ασφαλιστι κών με την οποία υπαναχωρεί και επέρχονται όθεν τα αποτελέσματα, καθώς από τις ανωτέρω ημερομηνίες κατ` 912ΑΚ όφειλε για τα ποσά αυτά να προβλέψει την αναζήτηση συνεπεία της υπαναχώρησης και το ποσό των 2.900€ (ανωτέρω δόσεις), από τη συζήτηση της παρούσης, άλλως όλα τα ανωτέρω ποσά δηλ. 20.113,66€ από τη συζήτηση της παρούσης και λόγω όχλησης, μέχρι την πλήρη εξόφληση, μη δικαιουμένης στην παρακράτηση αυτών, αφού με κανένα όρο της ανωτέρω δανειακής ή άλλης σύμβασης δεν συμφωνήθηκε ότι τα καταβληθεντα υπ` εμού ανωτέρω ποσά δικαιούται τούτη ως αποζημίωση χρήσης ή ποινική ρήτρα.

Άλλως και επικουρικά, προβάλλω την ένσταση της επίσχεσης κατ` 325ΑΚ καθόσον συνεπεία της υπαναχώρησης της, έχω ήδη ληξιπρόθεσμη χρηματική αξίωση εναντίον της ύψους 30.313,66€, άλλως 20.113,66€, πλέον τόκων κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, μέχρι και την πλήρη εξόφληση, που οφείλει στα πλαίσια της σχέσης εκκαθάρισης που επήλθε (εφόσον γίνει δεκτό) και

ΑΙΤΟΥΜΑΙ (στην περίπτωση φυσικά που γίνει δεκτή η αγωγή της) να καταδικαστώ στην απόδοση του οχήματος υπό τον όρο της ταυτόχρονης εκπλήρωσης εκ μέρους της του ανωτέρω χρέους ήτοι της ταυτόχρονης ικανοποιήσεως της ανωτέρω ανταπαιτήσεώς μου, νομιμότοκα όμως κατά τις ανωτέρω διακρίσεις.  

Επειδή αρνούμαι και αποκρούω κάθε ενάντιο ισχυρισμό, πρόταση και ένσταση της αντιδίκου εφόσον με βλάπτουν

Επειδή εν τέλει προσάγω τις κάτωθι αποφάσεις ΑΠ 1591/84,ΕιρΑθ 7463/12, 3909/2017 και 1397/13,ΕιρΧαν 432/13, ΕιρΘες 2873/16, άπασες ΝΟΜΟΣ και ΕιρΑθ 5193/13 αδημ.

Δια ταύτα και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου, ιδίως για όσες δόσεις θα καταβάλω μετά τη συζήτηση της παρούσης και δεν περιλαμβάνονται στις ανωτέρω και θα αναζητήσω

ΑΙΤΟΥΜΑΙ να γίνουν δεκτές οι παρούσες προτάσεις, ενστάσεις και ισχυρισμοί μου, και όσα ανωτέρω αιτούμαι. Να γίνει δεκτή η ανωτέρω ασκηθείσα ανταγωγή μου, άλλως η ανωτέρω ένσταση επισχέσεώς μου και να απορριφθεί η κρινομένη αγωγή, προτάσεις και ενστάσεις της αντιδίκου και να καταδικαστεί στην δικαστική μου δαπάνη και αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου μου.

                     Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

aristotelis

Χρη λέγειν τα καίρια

Εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάς` αρετή εστίν.
(Η δικαιοσύνη περικλείει όλες τις αρετές).

Θέογνις (6ος αι. π.Χ.)

 

 

aristotelis

Ένα αστείο είναι κάτι πολύ σοβαρό

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο Θεό και ένα δικηγόρο;

Ο Θεός δεν λέει ότι είναι δικηγόρος.

 


 

aristotelis

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου

Η παγκόσμια επιρροή της Ελληνικής γλώσσας


Επικοινωνία


Γραφείο Αθηνών: Ακαδημίας 33, Β' Όροφος
Τηλέφωνο: 6972422002

Γραφείο Καρδίτσας: Πλαστήρα 12
Τηλέφωνο: 24410 41255

Κινητό: 6972422002
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013