έγκληση και ισχυρισμός περί πλαστογραφίας επιταγής. Αμετάκλητη αθώωση.Ψευδής καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση.Δεδικασμένο και τεκμήριο της ΠΚ 366.2 λόγω αθώωσης.είδος και έκταση τεκμηρίου.Δυσφήμιση και λόγοι άρσης αδίκου.σκοπός εξυβρισης

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ  +++

ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

(Δια της κ. Προέδρου για να καταχωρηθούν στα πρακτικά μετά από προφορική ανάπτυξη). Δικάσιμος ++

Του κατηγορουμένου ++ 

          Αρνούμαι τις κατηγορίες. Δηλώνω ότι επιθυμώ και ζητώ να αποδείξω την αλήθεια του γεγονότος που, κατά το κατηγορητήριο, αφορά η παρούσα κατηγορία της ψευδούς καταμήνυσης (229ΠΚ) και συκοφαντικής δυσφήμισης (363-362ΠΚ), δηλ. του γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του παθόντος και ταυτόχρονα συνιστά και το αντικειμενικά ψευδές γεγονός των καταμηνυθεισών πράξεων της πλαστογραφίας και απάτης, ήτοι ότι την επίδικη επιταγή (++), ποσού ++€, ενόθευσε κατά την αληθή ημερομηνία εμφάνισής της, ο νυν εγκαλών ++, αλλοιώνοντας αυτή από το αληθές «++/++/10», σε «++/++/2011» και χρησιμοποίησε αυτή εν συνεχεία ενώπιον του αρμοδίου Δικαστού για έκδοση δ/γής πληρωμής, όπως αληθώς ισχυρίστηκα τούτα τα γεγονότα με την από ++ έγκλησή μου ζητώντας την δίωξή του για τα αδικήματα της πλαστογραφίας και απάτης στο δικαστήριο και με τις από ++ ανακοπή μου και αίτηση αναστολής κατά της εκδοθείσης υπ` αυτού δ/γής πληρωμής με βάση την νοθευμένη επιταγή.

          Για τις ανωτέρω καταμηνυθείσες πράξεις α)της πλαστογραφίας με χρήση και β) απάτης κατ` εξακολούθηση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συντάχθηκε το από ++ κατηγορητήριο κατά του ++. Εκδόθηκε η ++ απόφαση Τριμελούς Πλημ. ++ με την οποία αθωώθηκε όλων των κατηγοριών λόγω αμφιβολιών κατά πλειοψηφία. Η πρόταση της κ. Εισαγγελέως ήταν καταδικαστική, όπως και η ψήφος της κ. προέδρου του Δικαστηρίου που έκρινε ότι ετέλεσε τα καταμηνυθέντα αδικήματα της πλαστογραφίας και απάτης.

Παρά την από ++ εμπρόθεσμη αίτησή μου ως πολιτικώς ενάγων τότε, στον κ. Εισαγγελέα για άσκηση έφεσης, εν τούτοις, αυτή ασκήθηκε εκπρόθεσμα και εισαχθείσα η υπόθεση εκ νέου στο Τριμελές Εφετείο ++, απορρίφθηκε αυτή ως εκπρόθεσμη με την ++ απόφασή του. Με την από ++ αίτησή μου στον κ. Εισαγγελέα ΑΠ, ζήτησα την αναίρεση αυτής, πλήν όμως αυτός, δεν την εισήγαγε προς εκδίκαση και την απέρριψε την ++ δεχόμενος ότι «δεν συντρέχει λόγος αναίρεσης, η απόφαση έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία». (άπαντα τα έγγραφα, προσαγόμενα με επίκληση). Εν τω μεταξύ η δίκη για τα αδικήματα που σήμερα κατηγορούμαι με την από ++ έγκληση του ++ δηλ. για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση, ανεστάλη κατ` άρθρο 59 και 366.2 ΚΠΔ.

Η ανωτέρω απόδειξη της αλήθειας του γεγονότος, είναι καθ` όλα νόμιμη και επιτρεπτή:

1)για μεν το αδίκημα της ΠΚ 229, διότι, το τεκμήριο αληθείας ή αναληθείας της ΠΚ 366.2, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής σε άλλα εγκλήματα (πλήν της δυσφήμισης), όπως αυτό της ψευδούς καταμήνυσης για το ψευδές της καταμηνυθείσας πράξης (πάγια νομολογία και θεωρία: ΑΠ 755/2015, ΑΠ 1240/2011, ΑΠ 210/2010 ΝΟΜΟΣ, Α. Χαραλαμπάκης Ποιν.Κωδ. Ερμ. Κατ` άρθρο, τ.ΙΙ, υπο 229.36 όπου και παραπομπές). Αλλά ούτε και η αμετάκλητη αθώωση του Μιχτόπουλου για τα αδικήματα της απάτης και της πλαστογραφίας, αποτελεί δεδικασμένο κατ` 57ΚΠΔ που δεσμεύει σήμερα το Δικαστήριό σας (της κυρίας δίκης), αφενός μεν διότι ελλείπει η ταυτότητα της πράξης (ΑΠ 372/2009 ΠοινΧρ 2010,40, Χαραλαμπάκης ό.α αρ. 33), αφετέρου και κυρίως διότι κατά την κρατούσα άποψη (Π. Παπανδρέου: Εγκλήματα κατά της τιμής, Ποιν.Δικ. 5/2011 σελ. 608, 610, η ίδια σε Χαραλαμπάκη ό,α υπο 366, σελ. 1666 επ, όπου και νομολογία), η αμετάκλητη δικαστική απόφαση (ή το αμετάκλητο βούλευμα) επί του προδικαστικού ζητήματος αποτελεί δεδικασμένο, το οποίο δεσμεύει τον ποινικό δικαστή της κυρίας δίκης, μόνον εφόσον ρητώς επιτάσσει τούτο ο νόμος, όπως συμβαίνει με το άρθρο 366 παρ. 2 ΠΚ, το οποίο συνιστά ειδική περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 59 ΚΠΔ. Κατά τούτο δεν δημιουργείται και εξαίρεση από την κατ' άρθρο 177 ΚΠΔ αρχή της ηθικής απόδειξης. Συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει δέσμευση (για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης) από παραχθέν δεδικασμένο (αθώωση για πλαστογραφία και απάτη).

2)για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης (363ΠΚ) διότι κατ` ορθή άποψη (ΑΠ 469/2008, ΑΠ 210/2007, ΑΠ 210/2010, 1240/2011, ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΠλημΑθ 1799/2007 ΠοινΧρ 2007, 1013 με σύμφωνη εισαγγ. πρότ. Π. Παναγιωτόπουλου, Π. Παπανδρέου ό.α), η διάταξη του άρθρου 366 παρ. 2 ΠΚ εισάγει μαχητό τεκμήριο, υπό την έννοια ότι η αμετάκλητη απόφαση δεν είναι δεσμευτική για το δικαστή, αλλά συνιστά απλώς μία κρίσιμη υπόδειξη που τον υποχρεώνει να διαλάβει ειδική αιτιολογία αν η ελεύθερη διάγνωσή του κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο χαρακτηρισμός της διάταξης του άρθρου 366 παρ. 2 ΠΚ, ως μαχητού τεκμηρίου του ψεύδους, υποχρεώνει το δικαστή κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, εφαρμόζοντας την αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθρο 177 ΚΠΔ) και εκτιμώντας λελογισμένα τη βαρύτητα εκάστου αποδεικτικού μέσου να προσδώσει ανάλογο αποδεικτικό βάρος σε μια αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, πλην όμως, όταν από τα άλλα αποδεικτικά μέσα ανατρέπεται ελλόγως εκείνο που έγινε δεκτό μ' αυτή, το δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί περί του αντιθέτου.

Η άποψη ότι το τεκμήριο του ψεύδους στην περίπτωση της έκδοσης αθωωτικής αποφάσεως από το δικαστήριο που δίκασε την αξιόποινη πράξη, που συνιστά το γεγονός, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του παθόντος, αποτελεί νόμιμο μαχητό τεκμήριο, είναι ορθότερη διότι σύμφωνα με αυτή το τεκμήριο του ψεύδους δεν δεσμεύει απόλυτα και ασφυκτικά το δικαστήριο, το οποίο δικάζει μετέπειτα την κατηγορία της δυσφήμησης, αλλά το αφήνει ελεύθερο να εκτελέσει το διαγνωστικό του καθήκον, υποχρεώνοντάς το μόνο να παραθέσει ειδική αιτιολογία στην περίπτωση που θα απομακρυνθεί από την προδικαστική αθωωτική απόφαση. Έτσι, το δικαστήριο δεν δεσμεύεται να ακολουθήσει μια προκαθορισμένη από το νόμο αξιολόγηση. Η διάταξη του άρθρου 366 παρ. 2 ΠΚ αποτελεί κατάλοιπο του καταργηθέντος δικονομικού συστήματος των νομίμων αποδείξεων, π.χ. ότι η ομολογία του κατηγορουμένου, η επιβαρυντική κατάθεση τριών μαρτύρων, αποτελούν πλήρη απόδειξη, το οποίο δεν συμβιβάζεται σήμερα με τις συνταγματικά και υπερνομοθετικά καθιερωμένες δικαιικές αρχές της δίκαιης δίκης και του τεκμηρίου αθωότητας. (ό.α Π. Παπανδρέου).

Σύμφωνα δε με την ΤρΕφΠατρ 921/2004 ΠοινΧρ 2005, 64, ο χαρακτηρισμός της αμετάκλητης απόφασης για το δυσφημιστικό γεγονός, ως νόμιμου αμάχητου τεκμηρίου, δεν συμβιβάζεται με τις αρχές του ποινικοδικονομικού μας συστήματος και συγκεκριμένα προσκρούει στις εξής δικαιικές αρχές: α) Της δίκαιης δίκης, καθόσον αποστερεί τον κατηγορούμενο από την άσκηση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων: i) να προβάλει κάθε ισχυρισμό προς αντίκρουση του βασίμου της εναντίον του κατηγορίας, ii) να κάνει χρήση όλων των νομίμων αποδεικτικών μέσων, ιδίως να ζητήσει την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, προσκομίζοντας και κάθε άλλο αποδεικτικό μέσο. β) Της αρχής της ηθικής απόδειξης, καθόσον ο δικαστής δεν είναι ορθό να μη μπορεί να δεχθεί το αντίθετο, έστω και αν από την αποδεικτική διαδικασία σχηματίσει γνώμη αντίθετη του τεκμηρίου. γ) Της αρχής της ισότητας, καθόσον θέτει τον κατηγορούμενο σε δυσμενέστερη θέση από τον αντίδικό του. δ) Του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί ότι η θέσπιση από το νόμο αμάχητων τεκμηρίων στην πολιτική δίκη δεν είναι συμβατή με την αρχή της δίκαιης δίκης (Αποφ. 72/1995/578/664 της 15.11.1996 και 106/1995/612/700 της 15.11.1996 ΕλλΔνη 28, 97), διότι συνιστά παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Αν όμως η θέσπιση αμάχητου τεκμηρίου που επιφέρει βλάβη σε ιδιωτικά δικαιώματα κυριότητας, τα οποία αποτελούν το νομικό αντικείμενο της αστικής δίκης, συνιστά παραβίαση της ΕΣΔΑ, το ίδιο πρέπει να ισχύει για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για το αμάχητο τεκμήριο στην ποινική δίκη, η λειτουργία του οποίου επιφέρει βλάβη σε μείζονος αξίας αγαθά του ανθρώπου, όπως στην προσωπική του ελευθερία. Και ε) Της αρχής της αναλογίας (άρθρο 25 Συντ.). Ο δικαιολογητικός λόγος της διατάξεως είναι η αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων στα πλαίσια της διεξαγωγής δύο ποινικών δικών, της μιας που αφορά στη δυσφήμηση και της άλλης που αφορά στο δυσφημιστικό γεγονός. Πλην όμως η θέσπιση αμάχητου τεκμηρίου σε βάρος του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη έρχεται σε προφανή δυσαναλογία μεταξύ αγαθών που συνδέονται με την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, μεταξύ του συμφέροντος διαφυλάξεως εννόμων αγαθών του ατόμου, η διαφύλαξη των οποίων είναι βασική υποχρέωση της πολιτείας με τα αρμόδια δικαιοδοτικά της όργανα, προς εμπέδωση της ομαλής κοινωνικής συμβιώσεως και προόδου, και του επιδιωκόμενου ως άνω συμφέροντος της μη εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων. Το τελευταίο είναι έλασσον του πρώτου. Εκτός αυτού, η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων επί του ιδίου πραγματικού ζητήματος από διάφορα δικαστήρια, ποινικά, πολιτικά ή διοικητικά, είναι φαινόμενο ανεκτό από την καθόλου δικονομική έννομη τάξη και εκπηγάζει από τη γενικότερη αρχή του δικονομικού δικαίου εκφραζόμενη με την έννομη συνέπεια του δεδικασμένου, το οποίο δεν επενεργεί erga omnes, αλλά σε περιορισμένο μόνο κύκλο προσώπων, αυτών που υπήρξαν διάδικοι στη δίκη που εκδόθηκε η απόφαση και ακούσθηκαν. Εφόσον, λοιπόν, η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων επί του ιδίου ζητήματος γίνεται δεκτό από το νομοθέτη, ενόψει των γενικοτέρων δικαιοπολιτικών σκοπών της εννόμου τάξεως, δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος διαφυλάξεως του ως άνω γενικού συμφέροντος διά της εφαρμογής αμάχητου τεκμηρίου στην ποινική δίκη προς βλάβη των υπέρτερων ηθικών συμφερόντων του κατηγορουμένου. 

Εν προκειμένω τα όσα ισχυρίστηκα στα ανωτέρω δικογραφήματά μου περί νόθευσης της επίδικης επιταγής είναι απολύτως αληθή και αποδεικνύονται ως εξής:...........

Συνεπώς εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τα ισχυρισθέντα υπ` εμού στην έγκλησή μου και ανακοπή και αίτηση αναστολής ότι ο νυν εγκαλών, ενόθευσε την επιταγή κατά τον ανωτέρω τρόπο και την χρησιμοποίησε περαιτέρω προς έκδοση δ/γής πληρωμής εναντιόν μου, παραπλανώντας περί της αληθούς ημερομηνίας εμφάνισης αυτής, τον αρμόδιο Δικαστή, είναι αληθή και όχι ψευδή και ότι ο ισχυρισμός του νυν εγκαλούντος περί δήθεν οικονομικής μου αδυναμίας συνεπεία της οποίας αυτός, σε αντίθεση με κάθε κανόνα της αγοράς, μου χορήγησε πίστωση ενός έτους, αν και κατά την απολογία του, η αγορά πίεζε για επιταγές τριών ημερών, είναι απολύτως προσχηματικός και ψευδής.

Συνεπώς αποκλείεται η τιμώρησή μου για τα αποδιδόμενα σήμερα εγκλήματα της συκοφαντικής δυσφήμισης και ψευδούς καταμήνυσης, αφού η αναλήθεια αποτελεί στοιχεί της α.υ αυτών.Σημειώνεται ότι στη συκοφαντική δυσφήμηση το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως την αλήθεια και πρέπει να πεισθεί περί της αναλήθειας του γεγονότος και της περί αυτού γνώσης του κατηγορουμένου από τις αποδείξεις που προσκομίζει η κατηγορούσα αρχή και δεν μπορεί να αρκεσθεί στο ότι ο κατηγορούμενος δεν απέδειξε ή δεν ζήτησε να αποδείξει την αναλήθεια.(βλ. παρακαλώ, Π.Παπανδρέου, ΠοινΔικ. 10/2010, σελ. 1209, η ίδια σε Χαραλαμπάκη ό.α υπο 363, σελ. 1651, υπο 366, σελ.1665, όπου και παραπομπές).

 Σε κάθε όμως περίπτωση, αν το δικαστήριό σας δεχτεί, πειθόμενο πλήρως δικανικά, ότι το ανωτέρω καταγγελλόμενο γεγονός της νόθευσης της επιταγής, είναι ψευδές αντικειμενικά, οπωσδήποτε δεν πληρούται η υ.υ των ΠΚ 363 και 229 («εν γνώσει») διότι, εν` όψει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, συνθηκών και περιστάσεων, πίστευα ακράδαντα και απολύτως ότι είναι αληθινό και πάντως υπήρχαν σοβαρότατες αμφιβολίες και έντονη αμφισβήτηση για την αλήθειά του και συνεπώς στην περίπτωση αυτή δεν τελούνται τα αδικήματα (ΑΠ 1159/1991 ΕλλΔνη 1991,1561, ΑΠ 684/2009 ΠοινΔικ 2009,1335, ΑΠ 871/2007, ΑΠ 73/2002 και adhoc για περίπτωση πλαστογραφίας ΕφΘεσσαλ 870/2000, ΝΟΜΟΣ κλπ, Χαραλαμπάκης υπο 229.20, υπο 363, σελ. 1651).

Άλλωστε και η μειοψηφία του δικαστηρίου σας (++), δικάζοντας την πλαστογραφία και την απάτη και με τα ίδια πραγματικά περιστατικά και έγγραφα που προσκομίστηκαν ενώπιον του, πείστηκε ότι ο ++, ετέλεσε τις πράξεις της πλαστογραφίας και απάτης, ενώ και η κ. Εισαγγελέας πρότεινε να κηρυχθεί αυτός ένοχος για τις πράξεις αυτές, πεισθείσα και αυτή προς τούτο, καθόσοσν έγινε δεκτό (σελ.15) ότι με τις ανωτέρω καταβολές-καταθετήρια, εξόφλησα την επιταγή. Αλλά και η πλειοψηφία της ++ ρητά δέχεται (σελ. 13) ότι «Είναι βέβαια αλήθεια ότι ως προς τα παραπάνω κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, οι καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας και του πολιτικώς ενάγοντος, είναι εκ διαμέτρου αντίθετες…πλήν όμως κρίνεται περισσότερο πειστική η κατάθεση του μάρτυρα αυτού και η απολογία του κατηγορουμένου.». Επίσης και με την ++ απόφαση Μον.Πλημ++ που εκδίκασε το αδίκημα της ακάλυπτης (επίδικης) επιταγής, αναβλήθηκε η υπόθεση μέχρι εκδόσεως αποφάσεως για την πλαστογραφία, καθόσον και εκεί με τους ίδιους εκατέρωθεν ισχυρισμούς, ανέκυψε σφοδρότατη έριδα και αμφισβήτηση περί της πλαστογραφίας ή μη.

          Αλλά ούτε και για απλή δυσφήμιση (ΠΚ 362) μπορεί, μετά ταύτα, να γίνει λόγος, διότι συντρέχει εν προκειμένω ειδικός λόγος άρσης του αδίκου αυτής κατά την ΠΚ 367.1 γ` και δ` που προτείνω και ζητώ να γίνει δεκτός και συγκεκριμένα η υποβολή της έγκλησής μου και ανακοπής και αίτησης αναστολής κατά του ++, αποτελεί άσκηση δικαιώματός μου με σκοπό τη διαφύλαξη των νομίμων δικαιωμάτων μου και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και όχι φυσικά για να προσβάλλω τον αντίδικο.

Εν προκειμένω η προσβλητική της τιμής εξωτερίκευση-εκδήλωση (έγκληση, ανακοπή, αναστολή), ήταν εύλογη και αναγκαία για την προστασία του συμφέροντός μου νόμιμης άμυνας απέναντι στην νόθευση της επιταγής μου, που πίστευα ακράδαντα ότι αυτός ετέλεσε και οπωσδήποτε αποτελούν, με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, το επιβαλλόμενο και αντικειμενικώς αναγκαίο μέσο προς διαφύλαξη του δικαιώματος μου, χωρίς το οποίο η διαφύλαξή του δεν θα ήταν δυνατή (ΑΠ 1147/1998 ΠΧρΜΘ` 665), αφού αφενός μεν η επιδίωξη του σκοπού προστασίας της περιουσίας μου και της φήμης και αξιοπιστίας μου, από νοθευμένη επιταγή  αναγνωρίζεται από το δίκαιο ως άξια προστασίας, όχι υποδεέστερη από την προσβολή της τιμής, αφετέρου, δεν μπορεί να γίνει με άλλο τρόπο-μέσο. Τα δικόγραφά μου αυτά ήταν πρόσφορα και κατάλληλα μέσα για την προστασία του συγκεκριμένου συμφέροντός μου (δεν κατονόμασα αυτόν πλαστογράφο π.χ σε άσχετη αγωγή μίσθωσης) και επιπλέον, αναγράφονται σ` αυτά, τα αποδιδόμενα σε βάρος του αντιδίκου νομικά και πραγματικά στοιχεία για την νόθευση και την απάτη και μόνο και όχι άλλα άσχετα με την ουσία της υπόθεσης, δηλ. αφορώντα άλλα γεγονότα της ζωής ή πράξεις του αντιδίκου που δεν σχετίζονται με τα αποδιδόμενα αδικήματα. Οι δε εκφράσεις που χρησιμοποίησα, ήταν απολύτως ευπρεπείς, μετρημένες και πάνω απ` όλα αναγκαίες κατά νόμω σε σχέση με τα αποδιδόμενα αδικήματα της πλαστογραφίας και απάτης και έπρεπε κατ` αντικειμενική κρίση να χρησιμοποιηθούν, διότι διαφορετικά θα απορρίπτονταν ως νόμω αβάσιμα και αόριστα. 

 Συνεπώς με βάση τους ανωτέρω ειδικούς λόγους άρσης του αδίκου, αίρεται το άδικο και της απλής δυσφήμησης. Άλλωστε από τον τρόπο της εκδήλωσης και από τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη δεν προκύπτει αντικειμενικά, ούτε σκοπός εξύβρισης μου (άρθρο 367 παρ. 2 β΄ ΠΚ), καθόσον από το σύνολο των δικογραφημάτων αυτών και από τις συνολικές μου ενέργειες προς προστασία του δικαιώματός μου, με τις οποίες παρέθεσα πλήρως τα γνωστά σε μένα πραγματικά περιστατικά, που υποστήριξα με πληθώρα εγγράφων και την υπαγωγή τους στο πραγματικό του κανόνα δικαίου που επικαλούμην με αυτά, σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα αναγραφής των στοιχείων του νόμου περί πλαστογράφησης και απάτης, χωρίς κανένα άλλο περιττό σχόλιο ή κριτική για τις ενέργειες του αντιδίκου, προκύπτει καταφανώς ότι κανείς σκοπός εξύβρισης του αντιδίκου δεν υπήρξε ποτέ.

Για τους ανωτέρω λόγους, αιτούμαι την απαλλαγή μου από τις κατηγορίες.

                   Ο συνήγορος υπεράσπισης

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013