κατάσχεση αγροτικού μηχανήματος.ακυρότητα κατάσχεσης λόγω ρύθμισης χρεών ν.3869/10.μη απόδοση και ασφαλιστικά νομής.ΕιρΦαρσ 18/2016

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης 18 / 2016

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Αποτελούμενο από τον Ειρηνοδίκη Φαρσάλων Αθανάσιο Μπλάντα - που ορίστηκε με την υπ’ αριθμό ++ πράξη της κ. Προέδρου Πρωτοδικών Λάρισας σε συνδυασμό με την με αριθμό ++ απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας - και τη Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Σοφία Αθανασοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του κατά τις δικασίμους της ++ αντίστοιχα για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Της αιτούσης : ++, κατοίκου ++ ( Α.Φ.Μ. : ++/Δ.Ο.Υ. ++ ), η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Βρόντο του Αποστόλου ( Α.Μ. Δ.Σ. Καρδίτσας : 249, οδός Πλαστήρα αριθμός 12, Καρδίτσα, βλ. και το με αριθμό Α02020/19.07.2016 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Καρδίτσας που προσκομίζεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 του ν. 4194/2013 - ΦΕΚ Α΄ 208/27.09.2013 - «Κώδικας Δικηγόρων» ).

Του καθ’ ου η αίτηση : ++, κατοίκου ++ ( Α.Φ.Μ. :++), ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσιο δικηγόρο του ++ ( Α.Μ. Δ.Σ. ++ : ++, οδός ++, ++ ), η οποία ( πληρεξούσιος δικηγόρος ), λόγω της συγγενικής σχέσης πρώτου βαθμού εξ’ αγχιστείας αυτής με τον καθ’ ου η αίτηση (σύζυγος), δεν υποχρεούται να προσκομίσει το ανάλογο γραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής ( βλ.  άρθρα 61 παρ. 3 περ. β΄ σε συνδυασμό με 82 παρ. 2 του ν. 4194/2013 - ΦΕΚ Α΄ 208/27.09.2013 - «Κώδικας Δικηγόρων» και υπεύθυνη δήλωση αυτής που κατατέθηκε στο Δικαστήριο και βρίσκεται στο φάκελο της δικογραφίας ).

Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από ++ αίτησή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου λαμβάνοντας αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ και προσδιορίστηκε να εκδικαστεί αρχικά για τη δικάσιμο της ++ και, μετά από νόμιμη αναβολή, για την πρώτη αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (++). Κατά την ανωτέρω όμως δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης διεκόπη, συντασσόμενων σχετικά των με αριθμό ++ πρακτικών συνεδρίασης, προκειμένου να αποφανθεί σχετικά το κατά νόμο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας περί του περί (αυτό)εξαίρεσης αιτήματος του τότε ( και νυν ) δικάζοντα Ειρηνοδίκη κατ’ άρθρο 54 ΚΠολΔ, εκδοθείσης δε σχετικά της με αριθμό ++ απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου ( σύμφωνα με το διατακτικό της οποίας κρίθηκε απορριπτέα η ανωτέρω δήλωση αυτοεξαίρεσης ), η κρινόμενη υπόθεση επανήλθε εκ νέου για συζήτηση για την τελευταία αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (++) με την υπ’ αριθμό ++ πράξη ορισμού δικασίμου του Ειρηνοδίκη Φαρσάλων ( αντίγραφα όλων των ανωτέρω βρίσκονται στο φάκελο της δικογραφίας ). Κατά την τελευταία δε δικάσιμο, αφού εκφωνήθηκε η υπόθεση από το σχετικό έκθεμα, παρουσιάστηκαν οι διάδικοι όπως παραπάνω αναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στα έγγραφα σημειώματα προτάσεων και προσθηκών – αντικρούσεων που κατέθεσαν στο Δικαστήριο.

Η συζήτηση της υπό κρίση υπόθεσης έγινε όπως σημειώνεται στα πρακτικά.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι δικαστικά τεκμήρια, ήτοι συμπεράσματα που εξάγονται κατά τους κανόνες της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας από γνωστά πράγματα περί αγνώστων για τη διαμόρφωση αποδεικτικού πορίσματος, μπορεί να συναγάγει ο Δικαστής της ουσίας από οποιοδήποτε στοιχείο, υπό την προϋπόθεση ότι έχει διαταχθεί και εμμάρτυρη απόδειξη. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 449 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ με εκείνες των άρθρων 435, 444 αρ. 3, 448 παρ. 2, 453 παρ. 1 και 458 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη φωτογραφίες για τη συναγωγή από αυτές δικαστικών τεκμηρίων, αρκεί να μην αμφισβητείται η γνησιότητά τους, ή - σε περίπτωση αμφισβήτησης - η γνησιότητα να έχει αποδειχθεί ( ΑΠ 1286/2003 ΧρΙΔ 2004.245 ). Ο διάδικος δε κατά του οποίου προσκομίζονται φωτογραφικές αναπαραστάσεις, που θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα, έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τη γνησιότητά τους, οπότε εκείνος που τις επικαλείται και τις προσκομίζει οφείλει να την αποδείξει ( βλ. σχετικά Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ 1994 άρθρο 457 παρ. 15 και 27 αντίστοιχα ). «…Αμφισβήτηση…» όμως της γνησιότητας φωτογραφικής αναπαράστασης αποτελεί η άρνηση ότι η συγκεκριμένη αναπαράσταση που προσκομίζεται εικονίζει όντως ένα πραγματικό φαινόμενο του εξωτερικού κόσμου και ιδίως η απόδοση στην ένδικη αναπαράσταση παραποίησης με τη βοήθεια μηχανικών μέσων ή άλλου είδους τεχνασμάτων της πραγματικότητας. Ο ισχυρισμός επομένως ότι η προσκομιζόμενη φωτογραφία δεν εικονίζει κάποιο συγκεκριμένο, κρίσιμο για τη δίκη, υλικό αντικείμενο ή κάποια συγκεκριμένη και κρίσιμη για τη δίκη πραγματική κατάσταση ( για παράδειγμα με την έννοια ότι δεν παριστάνουν το επίδικο αντικείμενο ή ότι δεν έχουν σχέση με το ερευνώμενο επίδικο ), δηλαδή η άρνηση ή αμφισβήτηση της ταυτότητας της φωτογραφικής αναπαράστασης, δεν συνιστά αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτής αλλά μόνο αμφισβήτηση της αποδεικτικής αυτής αξίας για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης περί του αποδεικτικού πορίσματος του Δικαστηρίου ( ΑΠ 278/1997 ΕλλΔνη 1997.1789 ).

ΙΙ. Περαιτέρω, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 εδ. ε΄ του ν. 3869/2010 που αναφέρεται στη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων ( και όπως η ανωτέρω διάταξη είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4161/2013 και ίσχυε πριν από την εκ νέου αντικατάστασή της με τις διατάξεις του ν. 4336/2015 όσον αφορά την προκείμενη περίπτωση ), μόλις ο οφειλέτης που υπάγεται στις διατάξεις του ως άνω νομοθετήματος ( ν. 3869/2010 ) καταθέσει τη σχετική αίτησή του ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, προσδιορίζεται και η ημέρα κατά την οποία είτε θα επικυρωθεί ο ενδεχόμενος προδικαστικός συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη είτε θα συζητηθεί ενδεχόμενο αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής. Η ημέρα επικύρωσης προσδιορίζεται υποχρεωτικά δύο ( 2 ) μήνες μετά την κατάθεση της αίτησης, μέχρι δε την ημέρα αυτή «…δεν επιτρέπεται η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του…». Ο λόγος της ανωτέρω αναστολής επομένως, που έχει ορισμένο χρονικό ορίζοντα μέχρι την ημέρα επικύρωσης, είναι η διευκόλυνση της αναζήτησης συμβιβασμού μεταξύ των πιστωτών και του οφειλέτη κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3869/2010, με ίσους όρους και με φιλική διάθεση μεταξύ διαπραγματευομένων, χωρίς να επισείεται δηλαδή ως δαμόκλεια σπάθη η άμεση αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη. Παράλληλα δε, αποφεύγεται η επαύξηση συμφόρησης των Δικαστηρίων με νέα δίκες από τον οφειλέτη που θα επεδίωκε την αναστολή με συνεχείς διαδικασίες αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης. Άμεση, επομένως, συνέπεια της κατάθεσης από τον οφειλέτη της αίτησης για ρύθμιση των χρεών του και απαλλαγή από αυτά είναι η απαγόρευση της μεταβολής της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του ( μεταξύ των οποίων πράξεις που αφορούν στην παράδοση ή απόδοση κινητών κατ’ άρθρα 941επ. ΚΠολΔ, κατάσχεση κινητής περιουσίας του οφειλέτη κατ’ άρθρο 953 ΚΠολΔ, κατάσχεση ακινήτων κατ’ άρθρα 922επ. ΚΠολΔ, κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων κατ’ άρθρα 1022επ. ΚΠολΔ, αναγκαστική διαχείριση κατ’ άρθρα 1034επ. ΚΠολΔ, κ.λ.π. ) καθώς και μία αυτοδίκαιη ( εκ του νόμου, exlege) αναστολή των ατομικών διώξεων, χωρίς μάλιστα να εξετάζεται η επίδοση της αίτησης αλλά ούτε και η γνώση ή η καλή πίστη των πιστωτών. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ο νομοθέτης επιφέρει αυτοδικαίως την αναστολή των ατομικών διώξεων χωρίς να εξετάζεται κάποια άλλη προϋπόθεση ( π.χ. κοινοποίηση ή δημοσιότητα ), όπως άλλωστε αυτό απεικονίζεται στις για παράδειγμα στις διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 4 του ν. 1892/1990, άρθρου 17 παρ. 1 ΠτωχΚ, άρθρου 25 ΠτωχΚ, κ.λ.π.. Με τον τρόπο δε αυτό και με την ανωτέρω απαγόρευση των παραπάνω πράξεων επιτυγχάνεται, εκτός από τη διατήρηση της νομικής και πραγματικής κατάστασης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η εξασφάλιση της θέσης των δανειστών αυτού, χωρίς δηλαδή να αλλοιώνεται η πιστωτική έναντι αυτού θέση και χωρίς παράλληλα αυτοί να αποκτούν προβάδισμα ικανοποίησης από τον τελευταίο ( οφειλέτη ) σε ανταγωνισμό με άλλους πιστωτές. Με βάση τα ανωτέρω επομένως, εφόσον τα καταδιωκτικά μέτρα εναντίον του οφειλέτη αναστέλλονται αυτοδικαίως από το νόμο αμέσως από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης περί υπαγωγής στις διατάξεις του ν. 3869/2010 μέχρι και την ημέρα της επικύρωσης του προδικαστικού συμβιβασμού, αν κάποιος πιστωτής κινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας του οφειλέτη ( όπως για παράδειγμα η κατάσχεση και ο σε υλοποίηση αυτής πλειστηριασμός ) εντός του παραπάνω χρονικού διαστήματος, προκαλείται κατ’ άρθρο 175 του ΑΚ ( απαγόρευσης διάθεσης που τέθηκε από το νόμο βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή Αναγκαστική εκτέλεση Ειδικό Μέρος 2001 σ. 106 ) απόλυτη ακυρότητα ακόμη και κατά του καλόπιστου τρίτου, καθότι αυτή επέρχεται exlege ( βλ. σχετικά Βενιέρη – Κατσά Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα έκδοση 3η 2016 σελ. 286, 289, 290, 294, 414, Αθ. Κρητικός Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων έκδοση 2016 σελ. 174 παρ. 181 ), χωρίς δηλαδή να συντρέχει λόγος προσφυγής στο Δικαστήριο από τον ίδιο τον οφειλέτη αλλά και από οποιονδήποτε πιστωτή και έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης ( βλ. σχετικά Αθ. Κρητικός ό.π. σελ. 176 παρ. 188 ), αφού, σε τέτοια περίπτωση και όπως ήδη έχει κριθεί νομολογιακά, αν παρά ταύτα υποβληθεί τέτοια αίτηση, αυτή κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος του εκάστοτε αιτούντα ( βλ. σχετικά Αθ. Κρητικός Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων έκδοση 2016 σελ. 173 παρ. 179 και σελ. 265 παρ. 29, βλ. έτσι ορθώς Κόντης σε παρατηρήσεις υπό την ΕιρΑχαρνών 419/2013 σε ΕΠολΔ 2013.420επ., ΕιρΛαμ 300/2016 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕιρΠατρ 639/2014 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ). Και τούτο διότι, στην περίπτωση αυτή, δεν πρόκειται για τη δικονομική ακυρότητα των άρθρων 159 και 160 του ΚΠολΔ που πρέπει να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση αλλά σαφέστατα για πράξη χωρίς εξουσία διάθεσης που η ακυρότητά της είναι απόλυτη και δεν θεραπεύεται, λογιζόμενη δηλαδή «…ως μη γενόμενη που δεν δημιουργεί δίκαιο…» ( βλ. συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 174, 175 και 180 του ΑΚ ), είναι δε τόσο άμεση η ισχύς της αυτοδίκαιης ακυρότητας, ώστε, το διατεθέν περιουσιακό στοιχείο να δύναται να εκποιηθεί από τον τυχόν οριζόμενο εκκαθαριστή ( του ν. 3869/2010 ) χωρίς κάποια ενδιάμεση ενέργεια ( π.χ. ανακοπή, επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ) ( βλ. για όλα τα ανωτέρω Βενιέρη – Κατσά Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα έκδοση 3η 2016 σελ. 395 παρ. 879 με αναφορά σχετικής θεωρίας και νομολογίας στις υποσημειώσεις με αριθμούς 1913 και 1914 καθώς και σελ. 415 παρ. 929 με αναφορά πλήθους σχετικής νομολογίας στις υποσημειώσεις 1990 και 1991 αντίστοιχα ). Τέλος, ουσιαστική προϋπόθεση της κατάσχεσης αποτελεί η ικανότητα του οφειλέτη για διάθεση του αντικειμένου ή του δικαιώματος που κατάσχεται ( βλ. σχετικά Ι. Μπρίνιας Αναγκαστική Εκτέλεση 2η έκδοση άρθρο 933 παρ. 267 ΙΙ σελ. 716 ) και, επομένως, η τυχόν έλλειψή της, για παράδειγμα λόγω απαγόρευσης διάθεσης από το νόμο που ενδιαφέρει δηλαδή στην προκείμενη περίπτωση, επιφέρει ακυρότητα αυτής ( κατ’ άρθρο 175 εδ. α΄ του ΑΚ ), διότι, προς την δικαιοπρακτική διάθεση εξομοιώνεται κι εκείνη που πραγματοποιείται από τους δανειστές με αναγκαστική κατάσχεση και πλειστηριασμό, που είναι μία ιδιόρρυθμη σύμβαση εξομοιούμενη με πώληση και η οποία διενεργείται «…υπό το κύρος της Αρχής…» και τελειώνει με την κατακύρωση ( βλ. σχετικά Ι. Μπρίνια ΑναγκΕκτ τόμ. Β΄ σελ. 943, Μπέη ΝοB 32.1535, Γ. Μπαλής Γενικαί Αρχαί παρ. 61, ΟλΑΠ 1688/1983 ΝοΒ 32(1984).1535, ΟλΑΠ 1177/1984 ΝοB 33.95, ΑΠ 708/1976 ΝοB 25.54, ΑΠ 1162/1975 ΝοB 13.297, ΑΠ 290/1988 ΕΕΝ 1989.194, ΑΠ 866/2004 ΧρΙΔ 2005.27, ΑΠ 1642/2002 ΝοΒ 2003.1210 και ΕλλΔνη 2003.741, ΕφΘεσσ 2023/2012 Αρμ 2013.717, ΕφΛαρ 174/2012 Δικογραφία 2012.637, ΕφΠατρ 99/2006 ΑχαΝομ 2007.262, ΜΠρΤρικ 229/2003 ΑρχΝ 2004.243 προσκομιζόμενη από την αιτούσα ).

ΙΙΙ. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή των διατάξεων των άρθρων 941 παρ. 1, 943 παρ. 1 και 954 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις αναγκαστικής εκτέλεσης για την παράδοση ή απόδοση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων που έχουν ως άμεση συνέπεια την απώλεια της νομής του πράγματος ( κινητού ή ακινήτου ) για τον καθ’ ου η εκτέλεση – υπόχρεο και την απόκτηση αυτής ( νομής ) από τον επισπεύδοντα ( βλ. σχετικά Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΝομΚΠολΔ 1997 άρθρα 941 σελ. 524 παρ. 12 όσον την απώλεια νομής στα κινητά και άρθρο  943 σελ. 535 παρ. 12 όσον αφορά την απώλεια νομής στα ακίνητα ), με την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης επί κινητών ή ακινήτων ( που ενδιαφέρει άλλωστε στην κρινόμενη περίπτωση ) δεν επέρχεται απώλεια της νομής για τον οφειλέτη, καθόσον με αυτή δεν αφαιρείται από τη νομή ο τελευταίος αλλά μόνο από την κατοχή, η οποία και παραδίδεται στον μεσεγγυούχο, που ως τέτοιος μπορεί να είναι και ο ίδιος ο οφειλέτης και κύριος του κατασχεθέντος πράγματος ( βλ. σχετικά Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΝομΑΚ 2007 άρθρο 981 σελ. 194 παρ. 6  ). Με το θεσμό επομένως της κατάσχεσης αποξενώνεται υλικά ο καθ’ ου η εκτέλεση από την κατοχή μόνο του πράγματος, χωρίς ωστόσο να επέρχεται ούτε απώλεια της νομής αυτού επ’ αυτού αλλά ούτε και μεταβίβαση της κυριότητας του αντικειμένου της. Έτσι λοιπόν, ο μεσεγγυούχος αποκτά την κατοχή των υπό κατάσχεση και μεσεγγύηση πραγμάτων, ενώ ο νομέας διατηρεί και μετά την κατάσχεση την ιδιότητα του νομέα, τον δε κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής των πραγμάτων συνεχίζει να φέρει ο καθ’ ου η εκτέλεση και κύριος αυτών ( βλ. σχετικά Β. Βαθρακοκοίλη ο.π. άρθρο 956 σελ. 727 παρ. 10, ΕφΑθ 1505/2010 ΕΦΑΔ 2010.1385 ), αυτός δε (μεσεγγυούχος) έχει υποχρέωση παράδοσης των κατασχεθέντων και υπό μεσεγγύηση τελούντων πραγμάτων μετά τη λήξη της μεσεγγύησης, η οποία επέρχεται είτε με τον πλειστηριασμό είτε με την ακύρωση ή την άρση της κατάσχεσης ( βλ. σχετικά Β. Βαθρακοκοίλη ό.π. άρθρο 956 σελ. 729 παρ. 16, Ι. Μπρίνια Αναγκαστική Εκτέλεση άρθρο 956 σελ. 768επ ). Η ουσία έτσι και η νομική φύση της κατάσχεσης συνίσταται στη νομική και υλική δέσμευση του κατασχόμενου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη με σκοπό τη χρηματική ρευστοποίησή του με τον πλειστηριασμό που ακολουθεί. Η νομική δέσμευση, ως εκδήλωση της κατάσχεσης, έχει αντικείμενο το περιουσιακό δικαίωμα του οφειλέτη (συνήθως το δικαίωμα πάνω στο πράγμα που κατασχέθηκε) και συνίσταται στην έκπτωση του δικαιούχου οφειλέτη από την εξουσία που έως τώρα είχε να διαθέτει το κατασχόμενο περιουσιακό δικαίωμά του και μάλιστα με την ποινή της αυτοδίκαιης ακυρότητας της διάθεσης που τυχόν να γίνει κατά παράβαση της απαγόρευσης ( άρθρα 958 παρ. 1, 984 παρ. 1, 997 παρ. 1 και 1025 παρ. 2 ΚΠολΔ ), η υλική δε δέσμευση έχει ως αντικείμενο το ενσώματο πράγμα ( κατασχεθέν ) που ανήκει στην περιουσία του οφειλέτη και συνίσταται στην αφαίρεσή του από την κατοχή, τη χρήση, τη διαχείριση και την κάρπωση του καθ’ ου η κατάσχεση - οφειλέτη. Βεβαίως ο κύριος του δεσμευόμενου αντικειμένου δεν αποστερείται από το δικαίωμα της κυριότητάς του. Αυτονόητα εξακολουθεί να είναι κύριος, «…αποψιλωμένος…» όμως από την κατά το ιδιωτικό δίκαιο κατοχή, χρήση, κάρπωση και εν γένει από τη διαχείριση του αντικειμένου που δεσμεύθηκε. Η διατήρηση της κυριότητας του εν λόγω πράγματος από τον καθ’ ου, δηλαδή η μη διάσπαση του νομικού δεσμού που τον συνδέει με το πράγμα, εγκυμονεί προφανώς τον κίνδυνο της περαιτέρω μεταβίβασής του και μετά το χρονικό στάδιο της κατάσχεσης, ελαχιστοποιώντας, με αυτόν τον τρόπο τις πιθανότητες ικανοποίησης τόσο του επισπεύδοντα, όσο και των υπολοίπων δανειστών που εγκύρως αναγγέλθηκαν. Προς αποφυγή του ανωτέρω κινδύνου, οι διατάξεις των άρθρων 958 και 997 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζουν ως μία από τις κύριες συνέπειες της κατάσχεσης την απαγόρευση διάθεσης του κατασχεμένου πράγματος. Όσο, λοιπόν, τελεί το υπό κατάσχεση πράγμα υπό καθεστώς δέσμευσης, απομακρύνεται το ενδεχόμενο μεταβίβασης της κυριότητάς του σε τρίτο ή εν γένει επιβάρυνσής του, εξασφαλίζοντας έτσι τη δυνατότητα ολοκληρωτικής και εις το ακέραιο ικανοποίησης των δανειστών. Αντίστοιχα βέβαια και ο μεσεγγυούχος δεν έχει εξουσία για χρήση, διαχείριση και κάρπωση του πράγματος, μολονότι το έχει στην κατοχή του διότι η σχέση του με το κατασχεμένο πράγμα περιορίζεται στο να το έχει υπό τη φύλαξή του στο όνομα της δημόσιας εξουσίας, δίχως δηλαδή την ευχέρεια να το χρησιμοποιεί, παρά μόνον ύστερα από ειδική δικαστική άδεια του Ειρηνοδικείου του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση ( άρθρο 956 παρ. 4 ΚΠολΔ ). Η ίδια μάλιστα αυτή υλική δέσμευση υπάρχει ακόμη και στις περιπτώσεις που ως μεσεγγυούχος διορίζεται ο ίδιος ο καθ’ ου η εκτέλεση – οφειλέτης ( βλ. άρθρο 956 παρ. 1 ), ο οποίος έκτοτε επίσης δεν έχει δικαίωμα χρήσης των κατασχεθέντων πραγμάτων όπως πριν την κατάσχεση, και τούτο διότι αυτός παύει πλέον να κατέχει κατά τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και βρίσκεται πλέον στην κατοχή τους με βάση τις οικείες διατάξεις του δημοσίου δικαίου υπό την ιδιότητα του μεσεγγυούχου, έχοντας δηλαδή πρωταρχικό καθήκον να φυλάει το πράγμα που έχει κατασχεθεί και τελεί υπό μεσεγγύηση ( βλ. για όλα τα ανωτέρω Β. Βαθρακοκοίλη ό.π. άρθρο 956 σελ. 727 – 728 παρ. 10 και 11 αντίστοιχα ). Περαιτέρω, στην περίπτωση που η επισπευδόμενη με την κατάσχεση αναγκαστική εκτέλεση είναι άκυρη για οποιονδήποτε λόγο και οι διεξαγόμενες διάφορες διαδικαστικές πράξεις της εκτέλεσης διαταράσσουν τη νομή ( ή την κατοχή ) του καθ’ ου η εκτέλεση, δικαιούται αυτός να απολαύει προστασίας της κατά τον παραπάνω τρόπο προσβληθείσας νομής ( ή κατοχής ) του, αλλά όμως, αυτή η αίτηση έννομης προστασίας δεν ασκείται με τις αγωγές περί νομής των άρθρων 987 ή 989 του ΑΚ αλλά με την ανακοπή των άρθρων 933επ. του ΚΠολΔ και, υπό την έννοια των ασφαλιστικών μέτρων, με την κατά το άρθρο 937 παρ. 1 εδ. γ΄ του ΚΠολΔ ( καθόσον το άρθρο 938 του ΚΠολΔ έχει ήδη καταργηθεί από 01.01.2016 με τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου όγδοου παρ. 1 του ν. 4335/2015 ) αίτηση αναστολής εκτέλεσης λόγω ασκηθείσας ανακοπής (βλ. σχετικά με όλα τα ανωτέρω Ι. Μπρίνια παρ. 148 και 265, Θηβαίου Το δίκαιο της νομής τόμος Γ΄ παρ. 99 όπου και άλλες παραπομπές, Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΝομΑΚ 2007 άρθρο 981 σελ. 194 παρ. 7, Β. Μπρακατσούλα Η νομή και η προστασία της 2003 σελ. 194, ΕιρΑθ 796/1988 ΔΙΚΗ 20(1989).463, ΕιρΜεγ 31/1999 ΑρχΝ 51(2000).139). Εξυπακούεται όμως εξ’ αντιδιαστολής ότι, στην περίπτωση που τα τελευταία ένδικα βοηθήματα ( άρθρων 933 και 937 παρ. 1 εδ. γ΄ του ΚΠολΔ – παλαιό άρθρο 938 ΚΠολΔ ) έχουν ήδη ασκηθεί προηγουμένως από τον δικαιούχο ( καθ’ ου η κατάσχεση – νομέα ) αλλά έχουν απορριφθεί ως απαράδεκτα ελλείψει εννόμου συμφέροντος αυτού λόγω της αυτοδίκαιης αναστολής από το νόμο των κατ’ αυτού στρεφόμενων καταδιωκτικών μέτρων αμέσως μετά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησής του περί υπαγωγής στις διατάξεις του ν. 3869/2010 και μέχρι την ημέρα της επικύρωσης του προδικαστικού συμβιβασμού κατ’ άρθρο 4 παρ. 3 εδ. ε΄ του ν. 3869/2010 ( βλ. ανωτέρω νομική σκέψη υπό στοιχείο Ι ), εξακολουθεί να παρέχεται στον τελευταίο η έννομη προστασία των διατάξεων περί νομής των άρθρων 987 ή 989 του ΑΚ, αφού, σε αντίθετη περίπτωση, θα αποκλείονταν ο τελευταίος παντελώς από την έννομη προστασία των δικαιωμάτων του, κατά σαφή δηλαδή παράβαση της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος αλλά και της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( Ε.Σ.Δ.Α. ) που δίνουν το δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στα Δικαστήρια και κατοχυρώνουν το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη για την υπεράσπιση των ουσιαστικών δικαιωμάτων του προκειμένου να αποσοβήσει την προσβολή των δικαιωμάτων ή συμφερόντων που του παραχωρεί η έννομη τάξη.

Με την κρινόμενη αίτησή της και κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου αυτής από το παρόν Δικαστήριο η αιτούσα ισχυρίζεται συνοπτικά τα παρακάτω : Ότι δυνάμει σχετικής αίτησης του καθ’ ου η αίτηση εκδόθηκε η με αριθμό ++ διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Καρδίτσας, σύμφωνα με το διατακτικό της οποίας υποχρεώθηκε η αιτούσα να καταβάλει στον καθ’ ου η αίτηση το ποσό των πέντε ( 5.000,00 ) Ευρώ πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Ότι κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής που κοινοποιήθηκε νόμιμα στην αιτούσα την ++, η τελευταία άσκησε σχετική ανακοπή καθώς και την με αριθμό ++ αίτηση αναστολής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, επί της τελευταίας των οποίων ( αίτησης αναστολής ) και εκδόθηκε η με αριθμό ++ απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου Καρδίτσας), σύμφωνα με το διατακτικό της οποίας, κατά μερική παραδοχή της σχετικής αίτησης της αιτούσας, ανεστάλη η εκτέλεση τόσο της με αριθμό ++ διαταγής πληρωμής για το ποσό πέραν των τεσσάρων χιλιάδων ( 4.000,00 ) Ευρώ όσο και της από ++ επιταγής που είχε συνταχθεί κάτω από το αντίγραφο του απογράφου αυτής για τα εκεί αναλυτικά αναφερόμενα ποσό, όπως αναλυτικότερα αναφέρεται στην κρινόμενη αίτηση, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της σχετικά ασκηθείσας ανακοπής. Την ανωτέρω απόφαση ( ++ ) ο καθ’ ου η αίτηση κοινοποίησε στην αιτούσα την ++ μαζί με την από ++ β΄ επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτάσσονταν η τελευταία να του καταβάλει τα εκεί αναφερόμενα χρηματικά ποσά, όπως επίσης αναφέρονται με λεπτομέρεια στην κρινόμενη αίτηση. Ότι στη συνέχεια όμως η αιτούσα άσκησε την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ αίτησή της περί υπαγωγής της στις διατάξεις του ν. 3869/2010 ( ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων ) και υπέβαλε αίτημα προσωρινής διαταγής του άρθρου 781 του ΚΠολΔ, δικάσιμος δε της ανωτέρω αίτησης ορίστηκε η ++ ενώ ως ημερομηνία επικύρωσης του σχετικού προδικαστικού συμβιβασμού ορίστηκε η ++, μετά τη συζήτηση της τελευταίας ( προσωρινής διαταγής ) εκδόθηκε η με αριθμό ++ προσωρινή διάταξη, σύμφωνα με την οποία αποφασίστηκε η αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων καθώς και η διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης των περιουσιακών στοιχείων της αιτούσας με τον όρο καταβολής ποσού 100,00 Ευρώ μηνιαίως στους πιστωτές της μέχρι τη συζήτηση της σχετικής αίτησης. Ότι η παραπάνω δε αίτηση κοινοποιήθηκε στον καθ’ ου η παρούσα την ++, πλην όμως ο τελευταίος, την επόμενη ημέρα ( ήτοι την ++ ) κατέσχεσε, δυνάμει της ως άνω διαταγής πληρωμής και της από ++ β΄ επιταγής προς πληρωμή, ένα εξάρτημα συγκομιδής αραβοσίτου, μεταχειρισμένο σε καλή κατάσταση και λειτουργία, μάρκας ++, με έξι ( 6 ) σειρές κοπής, το οποίο αποτελεί εξάρτημα της με αριθμό κυκλοφορίας ++ θεριζοαλωνιστικής μηχανής μάρκας ++. Ότι για την κατάσχεση αυτή συντάχθηκε η με αριθμό ++ έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης καθώς και η με αριθμό ++ περίληψη κατασχετήριας έκθεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Καρδίτσας ++, ενώ παράλληλα με αυτές διορίστηκε μεσεγγυούχος ο ίδιος ο καθ’ ου ως επισπεύδων την εκτέλεση και ο πλειστηριασμός ορίστηκε να διενεργηθεί την ++, πλην όμως, μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αίτησης δεν έλαβε χώρα ούτε εκδόθηκε άλλη περίληψη κατασχετήριας έκθεσης. Ότι στη συνέχεια η αιτούσα, άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας την από ++ ανακοπή της ( κατ’ άρθρο 933 του ΚΠολΔ ), επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό ++ απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου ( Ειρηνοδικείου Καρδίτσας ), σύμφωνα με το διατακτικό της οποίας απορρίφθηκε ο μοναδικός λόγος αυτής (ανακοπής) ως απαράδεκτος ελλείψει εννόμου συμφέροντος της εκεί ανακόπτουσας ( και ήδη αιτούσας ) δεδομένου ότι τόσο οι προσβαλλόμενες με το ανωτέρω δικόγραφο πράξεις – ήτοι τόσο κατασχετήρια έκθεση όσο και η περίληψη κατασχετήριας έκθεσης - είναι «…εκ του νόμου άκυρες…» και, ως εκ τούτου, δεν συνέτρεχε λόγος προσφυγής στο Δικαστήριο και έκδοσης σχετικής δικαστικής απόφασης. Ότι, τέλος, κατόπιν των ανωτέρω, η αιτούσα κοινοποίησε στον καθ’ ου τόσο την ανωτέρω τελευταία απόφαση όσο και την από ++ εξώδικη κλήση και όχλησή της, ζητώντας την επιστροφή του παραπάνω μηχανήματος, ισχυριζόμενη ότι αυτό άκυρα και παράνομα κατασχέθηκε, αφαιρέθηκε και κατακρατείται από τον τελευταίο ( επισπεύδοντα ). Με βάση επομένως όλα τα ανωτέρω εκτεθέντα η αιτούσα - παραιτούμενη με το ήδη κρινόμενο από το δικόγραφο της προγενέστερης ομοίου περιεχομένου αίτησής της ( με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ ) -, ισχυριζόμενη καταρχήν ότι ο καθ’ ου η αίτηση προσβάλει το δικαίωμα νομής της επί του κατασχεθέντος παραπάνω κινητού πράγματος αφού εξακολουθεί να το κατέχει αρνούμενος να της το επιστρέψει παρά την ( εκ του νόμου ) ακυρότητα των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας και τη σχετική προς τούτο όχληση, πλέον δε τούτου ότι διαλαλεί ότι προβαίνει στην πώλησή του σε κάθε ενδιαφερόμενο αγοραστή και το έχει αποκρύψει εμφανιζόμενος ως κύριος αυτού και, τέλος, επικαλούμενη παράλληλα την ύπαρξη ενεργού και επικείμενου κινδύνου τόσο για το ίδιο το πράγμα όσο και για το δικαίωμα κυριότητάς της επ’ αυτού αλλά και τον κίνδυνο μεταβολής της περιουσίας της σε βάρος των άλλων δανειστών της με την προνομιακή ικανοποίηση του καθ’ ου και σε αντίθεση με τις διατάξεις του ν. 3869/2010, ζητά να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και, ειδικότερα, α) να αναγνωρισθεί αυτή προσωρινή νομέας αυτού και β) να υποχρεωθεί ο καθ’ ου η αίτηση αλλά και όποιος τρίτος έλκει δικαιώματα από αυτόν να της παραδώσει το επίδικο κινητό άλλως να διαταχθεί η βίαιη αφαίρεσή του από την κατοχή τους. Τέλος, ζητά να απειληθεί σε βάρος του καθ’ ου η αίτηση χρηματική ποινή ύψους πενήντα χιλιάδων ( 50.000,00 ) Ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός ( 1 ) έτους για κάθε παράβαση του διατακτικού της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Με το αμέσως ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αίτηση παραδεκτά καταρχήν εισάγεται να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 733 και 22 ΚΠολΔ), προκειμένου να εκδικασθεί κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ( άρθρα 683επ. ΚΠολΔ ), είναι δε πλήρως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 974, 984, 987 του ΑΚ, του άρθρου 4 παρ. 3 εδ. ε΄ του ν. 3869/2010 σε συνδυαστική εφαρμογή με τις διατάξεις των άρθρων 174, 175 και 180 του ΑΚ καθώς και των άρθρων 216, 682 παρ. 1, 733, 734 παρ. 2, 941 και 176 του ΚΠολΔ, πλην του εμπεριεχόμενου στην κρινόμενη αίτηση αιτήματος περί απειλής χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης καθ’ ου η αίτηση για κάθε παράβαση του διατακτικού της εκδοθησόμενης απόφασης και για την περίπτωση που δεν προβεί στην επιχείρηση της ανωτέρω πράξης παράδοσης του επιδίκου πράγματος και της νομής αυτού, το οποίο κρίνεται μη νόμιμο και απορριπτέο, διότι η διάταξη του άρθρου 947 παρ. 1 ΚΠολΔ που προβλέπει τον παραπάνω έμμεσο τρόπο εκτέλεσης, προϋποθέτει αίτηση για παράλειψη ή ανοχή πράξης στηριζόμενη στο ουσιαστικό δίκαιο, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις της αρνητικής αγωγής ( ΑΚ 1108 ) ή της αγωγής διατάραξης της νομής ( ΑΚ 989 ) ( βλ. Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές εμπραγμάτου δικαίου Αθήνα 1989 § 81. 1 και 2, σ. 210 - 212, πρβλ. και 38β, σ. 129, 130 ), ενώ στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για αποβολή από τη νομή, της οποίας αίτημα είναι η απόδοση της νομής του πράγματος ( άρθρο 987 ΑΚ,  ΑΠ 25/1978 ΝοΒ 26.1342, ΕφΑθ 6555/1981 ΝοΒ 30.71, ΕιρΙστ 89/1992 ΑρχΝ 43.634, ιδίου 3/1999 ΑρχΝ 1999.696 ) και η εκτέλεση, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, γίνεται όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 941 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή με αφαίρεση από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και την παράδοση σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση ( βλ. ενδεικτικά και μόνο ΠΠρΘεσσ 25384/2011 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ). Πρέπει επομένως η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος αυτής που κρίθηκε νόμιμη κατά αμέσως ανωτέρω, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, αφού καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη και δικαιώματα της συζήτησης από τους διαδίκους.

Από τη συνεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης καθώς και της χωρίς όρκο ( ανωμοτί ) κατάθεσης του ιδίου καθ’ ου η αίτηση, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης και λήφθηκαν η καθεμιά χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους και εκτιμήθηκαν ανάλογα με το βαθμό αξιοπιστίας του καθενός από αυτούς, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα ( άρθρο 438 ΚΠολΔ ) είτε για συναγωγή τεκμηρίων ( άρθρα 336 παρ. 3 και 395 ΚΠολΔ ) και απαριθμούνται και κατονομάζονται στα έγγραφα σημειώματα προτάσεων και προσθηκών/αντικρούσεων που κατέθεσαν στο Δικαστήριο, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς - μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες με επίκληση από τον καθ’ ου η αίτηση δεκατρείς ( 13 ) φωτογραφίες του επιδίκου αγροτικού μηχανήματος που εξομοιώνονται με ιδιωτικά έγγραφα ( άρθρα 339, 432 και 444 παρ. 3 ΚΠολΔ, ΑΠ 155/2004 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ), των οποίων αμφισβητήθηκε μεν το παραδεκτό της προσκόμισής τους αλλά και η αποδεικτικά αξία αλλά όχι η γνησιότητά τους από την αιτούσα ( βλ. σχετικό αίτημα του πληρεξουσίου δικηγόρου της καθ’ ης η αίτηση να μη ληφθούν υπόψη διότι «…δεν αποτελούν κοινό αποδεικτικό μέσο…» που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης ) και, επομένως, παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο ( βλ. νομική σκέψη υπό στοιχείο Ι στην αρχή της παρούσας ) ιδίως στην προκείμενη περίπτωση των ασφαλιστικών μέτρων όπου ο νόμος θεωρεί αρκετή την πιθανολόγηση και κατά την οποία επιτρέπεται κάθε μέσο που είναι πρόσφορο προς σχηματισμό πιθανότητας σχετικά με την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών ακόμη και αν αυτό δεν πληροί τους όρους του νόμου ήτοι χωρίς να υπάρχει δέσμευση των διατάξεων που ισχύουν για την αποδεικτική διαδικασία ( βλ. άρθρα 347, 690 παρ. 1, 691 παρ. 1, 695 και 106 ΚΠολΔ, βλ. επίσης ΑΠ 1857/2011 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ) και παρά το ότι αυτές (φωτογραφίες) προφανώς λήφθηκαν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο κατόπιν όμως σχετικής και σαφούς επίκλησης αυτών από τον καθ’ ου η αίτηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης (βλ. σχετική αναφορά στην ανωμοτί κατάθεση αυτού στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης ότι «…αν το ζητήσει το Δικαστήριο μπορούμε να φέρουμε φωτογραφίες από το επίδικο μηχάνημα…»), καθιστάμενων επομένως των τελευταίων κοινών αποδεικτικών μέσων κατ’ άρθρο 346 ΚΠολΔ ( βλ. επίσης Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΝομΚΠολΔ έκδοση 1994 άρθρο 346 σελ. 671 παρ. 3 όπου και αναφέρεται ότι «…η επίκληση αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, όπως είναι και εκείνος της αναφοράς στο περιεχόμενο προσκομιζόμενου εγγράφου προς απόδειξη ισχυρισμού, αρκεί από τα, για το σκοπό αυτό εκτιθέμενα, να συνάγεται επίκληση του αποδεικτικού μέσου σαφώς…» ), απορριπτόμενων επομένως ως αβάσιμων των περί αντιθέτου ισχυρισμού της αιτούσης -, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο ( άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ ) σε συνδυασμό με το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων όπως τους ανέπτυξαν προφορικά στο ακροατήριο αλλά και με τα έγγραφα σημειώματα και προσθήκες - αντικρούσεις τους αντίστοιχα οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών και, γενικά, από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης, πιθανολογήθηκαν ( άρθρο 690 ΚΠολΔ ) τα αμέσως κατωτέρω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά :

Κατόπιν της από ++ αίτησης του καθ’ ου η παρούσα που κατατέθηκε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, εκδόθηκε σε βάρος της αιτούσης η με αριθμό ++ διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Καρδίτσας, στηριζόμενη στην με αριθμό ++ τραπεζική επιταγή της τράπεζας με την επωνυμία «EFGEurobankErgasiasA.E.», ποσού πέντε ( 5.000,00 ) Ευρώ, που εκδόθηκε από την αιτούσα στην Καρδίτσα την ++ σε διαταγή του καθ’ ου η αίτηση και ήταν πληρωτέα στην ίδια ανωτέρω πόλη και η οποία ( επιταγή ) όταν εμφανίσθηκε την ++ για πληρωμή δεν πληρώθηκε λόγω ανάκλησης με επαρκές υπόλοιπο, όπως αυτό βεβαιώθηκε την ίδια ημέρα από την πληρώτρια τράπεζα. Αντίγραφο της ανωτέρω διαταγής πληρωμής κοινοποιήθηκε στην αιτούσα την ++ μαζί με την από ++ επιταγή προς πληρωμή, δυνάμει της οποίας αυτή επιτάσσονταν να καταβάλει στον καθ’ ου η αίτηση α) για την κύρια απαίτηση που επιδικάστηκε το ποσό των 5.000,00 Ευρώ, β) για επιδικασθέντες νόμιμους τόκους το ποσό των 146,58 Ευρώ, γ) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 187,00 Ευρώ, δ) για έξοδα λήψης απογράφου και για αντιγραφικά έξοδα το ποσό των 10,00 Ευρώ, ε) για έξοδα σύνταξης της επιταγής το ποσό των 250,00 Ευρώ, στ) για έξοδα παροχής νομικής συμβουλής το ποσό των 100,00 Ευρώ και, τέλος, ζ) για έξοδα παραγγελίας προς επίδοση καθώς και έξοδα επίδοσης το ποσό των 50,00 Ευρώ. Κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής αλλά και της επίσης ανωτέρω αναφερόμενης επιταγής προς πληρωμή που γράφηκε κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής, η αιτούσα άσκησε ενώπιον του ιδίου ανωτέρω αναφερόμενου Δικαστηρίου ( Ειρηνοδικείου Καρδίτσας ) καταρχήν την από ++ ανακοπή της ( με σωρευμένα αιτήματα ανακοπών των άρθρων 632 παρ. 1 και 933 παρ. 1 του ΚΠολΔ ) που έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++, ταυτόχρονα δε την από ++ αίτηση αναστολής εκτέλεσης που έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++. Η δεύτερη των ανωτέρω ( αίτηση αναστολής εκτέλεσης ) προσδιορίστηκε αρχικά να εκδικασθεί κατά τη δικάσιμο της ++ και μετά από νόμιμες αναβολές για αυτή της ++, εκδόθηκε δε επ’ αυτής η με αριθμό ++ απόφαση του ιδίου ανωτέρω Δικαστηρίου, η δε πρώτη αυτών ( ανακοπή ) προσδιορίστηκε αρχικά να εκδικασθεί κατά τη δικάσιμο της ++ και μετά από νόμιμες αναβολές για αυτή της ++, εκδόθηκε δε επ’ αυτής η με αριθμό ++ απόφαση αυτού ( Ειρηνοδικείου Καρδίτσας ) αντίστοιχα. Σύμφωνα δε το διατακτικό της πρώτης των ανωτέρω αποφάσεων ( ++ – απόφαση επί της αίτησης αναστολής εκτέλεσης ) έγινε εν μέρει δεκτή η σχετική αίτηση αναστολής, ανεστάλη έτσι η εκτέλεση α) της με αριθμό ++ διαταγής πληρωμής για το ποσό πέραν των 4.000,00 Ευρώ και β) της από ++ επιταγής προς εκτέλεση β1) για το ποσό πέραν των 10,27 Ευρώ για τη σύνταξη επιταγής, β2) για το ποσό των 100,00 Ευρώ για έξοδα παροχής νομικής συμβουλής, β3) για το ποσό πέραν των 38,27 Ευρώ για έξοδα παραγγελίας προς επίδοση και έξοδα επίδοσης και, τέλος, β4) για το ποσό πέραν των 89,09 Ευρώ των επιτασσόμενων με την διαταγή τόκων υπερημερίας μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της σχετικής ανακοπής, σύμφωνα δε το διατακτικό της δεύτερης των ανωτέρω αποφάσεων ( ++ – απόφαση επί της ανακοπής ) έγινε εν μέρει δεκτή και η ανωτέρω ανακοπή κατά τα εκεί σωρευόμενα αιτήματά της των άρθρων 632 και 933 του ΚΠολΔ, ακυρώθηκε δε α) η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ( 206/2013 – Ειρηνοδικείου Καρδίτσας ) για το πέραν των 4.000,00 Ευρώ ποσό και β) η συμπροσβαλλόμενη με αυτή από 30.05.2013 επιταγή προς εκτέλεση όσον αφορά β1) το κονδύλιο της αμοιβής της συντάξασας αυτή δικηγόρου για το πέραν των 10,27 Ευρώ ποσό, β2) το κονδύλιο για νομική συμβουλή ποσού 100,00 Ευρώ και, τέλος, β3) το κονδύλιο των επιτασσόμενων τόκων υπερημερίας για το πέραν των 89,09 Ευρώ ποσό. Αντίγραφο της πρώτης των ανωτέρω αποφάσεων ( ++ ) ο καθ’ ου η αίτηση κοινοποίησε νόμιμα στην αιτούσα την 31.03.2014 μαζί με την από 31.03.2014 β΄ επιταγή προς εκτέλεση και πληρωμή, με την οποία επιτάσσονταν η τελευταία να του καταβάλει τα εκεί αναφερόμενα χρηματικά ποσά, όπως αυτά αναφέρονταν στην ανωτέρω απόφαση. Στη συνέχεια η αιτούσα άσκησε ενώπιον του ιδίου ανωτέρω Δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου Καρδίτσας) την από 31.03.2014 αίτησή της περί υπαγωγής αυτής στις διατάξεις του ν. 3869/2010 ( ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων ) που έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ και υπέβαλε αίτημα προσωρινής διαταγής του άρθρου 781 του ΚΠολΔ, ως αρχική δικάσιμος δε της ανωτέρω αίτησης ορίστηκε η 03.12.2015 και, μετά από αναβολή, αυτή της ++, ενώ ως ημερομηνία επικύρωσης του σχετικού προδικαστικού συμβιβασμού ορίστηκε αρχικά η ++ και κατόπιν αναβολής η 18.07.2014, μετά δε τη συζήτηση της τελευταίας ( προσωρινής διαταγής ) εκδόθηκε η με αριθμό ++ προσωρινή διάταξη της Ειρηνοδίκη Καρδίτσας, σύμφωνα με την οποία αποφασίστηκε η αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων κατά της ανωτέρω οφειλέτριας καθώς και η διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης των αναφερόμενων στην αίτηση περιουσιακών στοιχείων της αιτούσας με τον όρο καταβολής ποσού εκατό ( 100,00 ) Ευρώ μηνιαίως στους πιστωτές της κατανεμημένο συμμέτρως μεταξύ αυτών και καταβαλλόμενο εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μήνα μέχρι τη συζήτηση της σχετικής αίτησης. Η παραπάνω δε αίτηση ( ν. 3869/2010 ) κοινοποιήθηκε στον καθ’ ου η παρούσα την 03.04.2014 ( βλ. την με αριθμό ++ έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο ++ που προσκομίζει με επίκληση η αιτούσα ), πλην όμως ο τελευταίος, την επόμενη ημέρα ( ήτοι την 04.04.2014 ) προέβη στην αναγκαστική κατάσχεση κινητής περιουσίας της αιτούσας δυνάμει της ως άνω διαταγής πληρωμής και της από 31.03.2014 β΄ επιταγής προς πληρωμή και, συγκεκριμένα, ενός εξαρτήματος συγκομιδής αραβοσίτου, μεταχειρισμένου σε καλή κατάσταση και λειτουργία, μάρκας ++, με έξι ( 6 ) σειρές κοπής, το οποίο αποτελεί εξάρτημα της με αριθμό κυκλοφορίας ++ θεριζοαλωνιστικής μηχανής μάρκας ++. Για την κατάσχεση δε αυτή συντάχθηκε η με αριθμό ++ έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης καθώς και η με αριθμό ++ περίληψη κατασχετήριας έκθεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Καρδίτσας ++, ενώ παράλληλα με αυτές διορίστηκε μεσεγγυούχος ο ίδιος ο καθ’ ου ως επισπεύδων την εκτέλεση και ο πλειστηριασμός ορίστηκε να διενεργηθεί την 07.05.2014 ( προσκομίζονται με επίκληση από την αιτούσα ). Κατόπιν τούτου η αιτούσα, άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας την από 09.04.2014 ανακοπή της ( κατ’ άρθρο 933 του ΚΠολΔ ) που έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++, δικάσιμος της οποίας αρχικά ορίσθηκε η 06.11.2014 και μετά από αναβολή αυτή της ++. Συζήτησης δε γενόμενης επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό ++ απόφαση του ιδίου ανωτέρω Δικαστηρίου ( Ειρηνοδικείου Καρδίτσας ), σύμφωνα με το διατακτικό της οποίας απορρίφθηκε ο μοναδικός λόγος αυτής ( ανακοπής ) ως απαράδεκτος ελλείψει εννόμου συμφέροντος της εκεί ανακόπτουσας (και ήδη αιτούσας) δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενες με το ανωτέρω δικόγραφο πράξεις – ήτοι τόσο η αμέσως ανωτέρω αναφερόμενη κατασχετήρια έκθεση όσο και η περίληψη κατασχετήριας έκθεσης - είναι «…εκ του νόμου άκυρες…» και, ως εκ τούτου, δεν συνέτρεχε λόγος προσφυγής στο Δικαστήριο και έκδοσης σχετικής δικαστικής απόφασης (βλ. αντίγραφο της ανωτέρω απόφασης του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας που προσκομίζουν με επίκληση αμφότεροι οι διάδικοι). Κατόπιν των ανωτέρω η αιτούσα, στηριζόμενη στην αμέσως ανωτέρω αναφερόμενη απόφαση ( ++ Ειρηνοδικείου Καρδίτσας ), επέδωσε στον καθ’ ου η αίτηση την από ++ εξώδικη κλήση - όχλησή της, ζητώντας την επιστροφή του παραπάνω κατασχεθέντος αγροτικού μηχανήματος ( εξαρτήματος ) εντός χρονικού διαστήματος τριών ( 3 ) ημερών από τη λήψη της, ισχυριζόμενη ότι αυτό άκυρα και παράνομα κατασχέθηκε και εξακολουθεί να κατακρατείται από τον τελευταίο (επισπεύδοντα) επικαλούμενη με τον τρόπο αυτό παράνομη προσβολή του δικαιώματος νομής της επ’ αυτού ( βλ. την με αριθμό ++ έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Λάρισας ++ που επίσης προσκομίζεται με επίκληση από την αιτούσα ), ισχυρισμοί άλλωστε στους οποίους εδράζεται και η ήδη κρινόμενη αίτηση. Από τα παραπάνω αναφερόμενα επομένως πιθανολογείται καταρχήν από το παρόν Δικαστήριο ότι η μεν αίτηση περί υπαγωγής της αιτούσας ( καθ’ ης η κατάσχεση ) στις διατάξεις του ν. 3869/2010 κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας την 02.04.2014 και κοινοποιήθηκε στον καθ’ ου η αίτηση την επόμενη ημέρα – ήτοι την 03.04.2014 -, ο τελευταίος όμως την αμέσως επόμενη ημέρα ( ήτοι την 04.04.2014 ) προέβη στην αναγκαστική κατάσχεση της επίδικης κινητής περιουσίας της αιτούσας δυνάμει της με αριθμό ++ διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας και της από 30.05.2013 α΄ επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και όπως αυτή συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με την από 31.03.2014 β΄ επιταγή προς πληρωμή που γράφηκε παρά πόδας φωτοαντιγράφου της με αριθμό ++ απόφασης του ιδίου ανωτέρω Δικαστηρίου. Πλην όμως, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτίθενται στη μείζονα νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας υπό στοιχείο ΙΙ, εφόσον να καταδιωκτικά μέτρα εναντίον της οφειλέτριας ( και ήδη αιτούσας ) αναστέλλονται αυτοδικαίως από το νόμο αμέσως από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησής της περί υπαγωγής στις διατάξεις του ν. 3869/2010 μέχρι την ημέρα της επικύρωσης του προδικαστικού συμβιβασμού, όλες οι προαναφερόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης που έλαβαν χώρα με επίσπευση του καθ’ ου η αίτηση εντός του παραπάνω χρονικού διαστήματος ( όπως η κατάσχεση του επιδίκου κινητού και ο στα πλαίσια αυτής διορισμός του καθ’ ου ως μεσεγγυούχου του κατασχεθέντος από την επιλαμβανόμενη της κατάσχεσης Δικαστική Επιμελήτρια ), πιθανολογείται ότι πάσχουν απόλυτη ακυρότητα, ως αντιβαίνουσες σε ρητή απαγορευτική διάταξη του νόμου ( ισχύος δημόσιας τάξης ) καθόσον εμπίπτουν στην επιβαλλόμενη από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 εδ. ε΄ του ν. 3869/2010 αυτοδίκαιη ( εκ του νόμου, exlege) αναστολή των ατομικών διώξεων, χωρίς μάλιστα να εξετάζεται η επίδοση της αίτησης αλλά ούτε και η γνώση ή η καλή πίστη των πιστωτών αλλά και χωρίς να συντρέχει λόγος προσφυγής στο Δικαστήριο και έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης από τον ίδιο τον οφειλέτη αλλά και από οποιονδήποτε πιστωτή. Και τούτο διότι, στην περίπτωση αυτή, δεν πρόκειται για τη δικονομική ακυρότητα των άρθρων 159 και 160 του ΚΠολΔ που πρέπει να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση αλλά σαφέστατα για πράξη χωρίς εξουσία διάθεσης που η ακυρότητά της είναι απόλυτη και δεν θεραπεύεται, λογιζόμενη δηλαδή «…ως μη γενόμενη που δεν δημιουργεί δίκαιο…» ( βλ. συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 174, 175 και 180 του ΑΚ ), δεδομένου ότι η έλλειψη ικανότητας της οφειλέτριας για διάθεση του αντικειμένου που κατασχέθηκε κατά τον ανωτέρω χρόνο ( που αποτελεί δηλαδή ουσιαστική προϋπόθεση της κατάσχεσης ) λόγω ρητής απαγόρευσης διάθεσης που τίθεται από το νόμο, επέφερε ακυρότητα αυτών ( κατ’ άρθρο 175 του ΑΚ ), αφού, προς την δικαιοπρακτική διάθεση εξομοιώνεται κι εκείνη που πραγματοποιείται από τους δανειστές με αναγκαστική κατάσχεση και πλειστηριασμό, δεκτών γενόμενων ως βάσιμων των περί τούτου σχετικών ισχυρισμών της αιτούσας. Με βάση δε τις αμέσως ανωτέρω παραδοχές και κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου επομένως, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, η ασκηθείσα κατά της ανωτέρω κατάσχεσης ανακοπή ( αλλά και η επ’ αυτής εριδόμενη αίτηση αναστολής εκτέλεσης ) απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος της εκεί ανακόπτουσας ( και ήδη αιτούσης ), η κατάσχεση του επιδίκου κινητού πράγματος που διενεργήθηκε, είναι μεν τυπικά έγκυρη ως διαδικαστική πράξη και απρόσβλητη δικονομικά, πλην όμως, αυτή ( αναγκαστική κατάσχεση ) είναι ανίσχυρη και ανενεργής ως δικαιοπραξία διάθεσης του ουσιαστικού δικαίου και δεν επέφερε τα έννομα αποτελέσματα του ουσιαστικού δικαίου ( βλ. σχετικά ΕφΠατρ 99/2006 ΑχαΝομ 2007.262 ) και, ως εκ τούτου, με την επιβολή της, όχι μόνο δεν επήλθε απώλεια της νομής του ( ακύρως ) κατασχεθέντος κινητού για την οφειλέτρια ( και ήδη αιτούσα ) αλλά ούτε καν απώλεια της κατοχής αυτού με την παράδοσή του στον διορισθέντα μεσεγγυούχο (επισπεύδοντα και ήδη καθ’ ου η αίτηση) ( βλ. μείζονα νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας υπό στοιχείο ΙΙΙ ), καθόσον κατά το χρόνο αυτό υπήρχε νόμιμος λόγος απαγόρευσης της διάθεσης του κατασχεθέντος κινητού πράγματος βασιζόμενη στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 εδ. ε΄ του ν. 3869/2010. Επομένως κρίνεται ότι η αιτούσα εξακολουθεί να παραμένει στη νομή και κατοχή του επιδίκου κινητού πράγματος παρά την επιβολή της επίδικης αναγκαστικής κατάσχεσης σε βάρος της κινητής περιουσίας της λόγω της απόλυτης ακυρότητά της, που αναγνωρίστηκε άλλωστε με τις παραπάνω αναφερόμενες αποφάσεις, με αποτέλεσμα, εφόσον ο καθ’ ου συνεχίζει να κατέχει και να παρακρατεί έκτοτε το κατασχεθέν, να αποστερεί πλέον κατά τρόπο παράνομο αυτήν ( αιτούσα ) από τη φυσική εξουσίαση του επιδίκου κινητού, αφού εξέλιπε ( ουσιαστικά ουδέποτε υπήρξε ) η μόνη νόμιμη αιτία που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την κατοχή του ( υπό την ιδιότητα του διορισθέντα μεσεγγυούχου ) και αιτιολογεί, αντίθετα, την άσκηση της υπό κρίση αίτησης κατ’ αυτού. Και τούτο διότι, με τον τρόπο αυτό, ο καθ’ ου η αίτηση, αντιποιούμενος συγκαλυμμένα τη νομή της αιτούσας εξακολουθεί χωρίς νόμιμη αιτία να κατέχει το επίδικο κινητό πράγμα αρνούμενος να το αποδώσει, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό με αποβολή παράνομα και χωρίς τη θέλησή της τη νομή αυτής επ’ αυτού ( παρά δηλαδή την σαφή εναντίωση της τελευταίας που εκδηλώθηκε με σαφήνεια με το ανωτέρω αναφερόμενο εξώδικό της που του κοινοποιήθηκε νόμιμα ), κατά πλήρη παραδοχή ως βάσιμων των περί τούτου σχετικών ισχυρισμών της τελευταίας ( βλ. σχετική αναφορά στη 2η σελίδα του από ++ εγγράφου σημειώματος προτάσεων αυτής που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ). Πέραν τούτων, από τη συνεκτίμηση του συνόλου του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αποδεικτικού υλικού, πιθανολογήθηκε ότι το επίδικο κινητό πράγμα που κατασχέθηκε με επίσπευση του καθ’ ου κατά τα ανωτέρω, μεταφέρθηκε και βρίσκεται σε στεγασμένη αποθήκη ιδιοκτησίας φιλικού προσώπου του τελευταίου στην ευρύτερη περιοχή της Καρδίτσας ( βλ. προσκομιζόμενο από τον καθ’ ου η αίτηση φωτογραφικό υλικό ) που ουδόλως όμως αποκαλύφθηκε επακριβώς ( επιμελώς αποκρύφτηκε ) ακόμη και στα πλαίσια της παρούσας δίκης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ( βλ. σχετική κατάθεση τόσο του μάρτυρα ανταπόδειξης που καταθέτει ότι «…τον πήρε ο αδερφός μου … και τον πήγε στην Καρδίτσα σε αποθήκη … δεν γνωρίζω σε ποια αποθήκη είναι … προφανώς το έχει σε συγγενή ή φίλο …» όσο και του ιδίου του καθ’ ου η αίτηση ότι «…το μηχάνημα βρίσκεται σε αποθήκη … είναι φυλαγμένο καλά … δεν θέλω να πω γιατί μπορεί να πάνε να το πάρουνε και να δημιουργήσουν πρόβλημα … σε χωριό της Καρδίτσας είναι…» στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά ) και, ως εκ τούτου, κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο ότι υφίσταται σαφής κίνδυνος απόκρυψης αυτού – υπό την έννοια ότι αυτό βρίσκεται σε χώρο της απόλυτης γνώσης και εποπτείας μόνο του καθ’ ου - και, κατά συνέπεια, κίνδυνος για τα συμφέροντα της αιτούσης από τη συνέχεια της ανωτέρω παρακράτησης επειδή υφίσταται κίνδυνος καταστροφής ή φθοράς αυτού ( βλ. σχετικά ΕιρΠυργ 136/2011 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ) σε συνδυασμό με την πάροδο του χρόνου και την έλλειψη τακτικής συντήρησης. Επιπρόσθετα δε ανιχνεύεται κίνδυνος αλλοίωσης (πραγματικής μεταβολής υπό την έννοια της μείωσης της αξίας της) της περιουσίας της αιτούσης ( ως οφειλέτριας του ν. 3869/2010 ) αλλά και δυσχέρεια μελλοντικής ανεύρεσης του ανωτέρω περιουσιακού στοιχείου της από το σύνολο των λοιπών ( πλην του αιτούντα ) δανειστών της ή από τον τυχόν εκκαθαριστή που θα διορισθεί από το Δικαστήριο του ν. 3869/2010 προκειμένου να εκποιήσει ή να ρευστοποιήσει την περιουσία της αιτούσας με οποιονδήποτε τρόπο κρίνει πρόσφορο ( βλ. σχετική κατάθεση τόσο του μάρτυρα ανταπόδειξης που καταθέτει ότι «…περιμένει δικαστική απόφαση για να τον βγάλει στην εφημερίδα … είναι αναξιόπιστη η ++ και κρατά τον καλαμποκά ο καθ’ ου για να εξοφληθεί …» στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης ), γεγονός δηλαδή που αντιστρατεύεται κατάφορα στις διατάξεις του ανωτέρω νομοθετήματος που έχει σκοπό η εισφερόμενη περιουσία της να χρησιμεύσει ως βάση για τη ρύθμιση των χρεών της και την απαλλαγή της από αυτά με τρόπο μάλιστα που να υπαχθεί στη μετέπειτα διαδικασία ολόκληρο το ενεργητικό της ( άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010 ) ως εκδήλωση της αρχής της καθολικότητας. Κατά συνέπεια επομένως όλων των ανωτέρω πιθανολογηθέντων πραγματικών περιστατικών, συντρέχει άμεση ανάγκη έκτακτης δικαστικής προστασίας, δηλαδή συντρέχουν σωρευτικά όλες οι προϋποθέσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής ( αφού πιθανολογήθηκε κατά τα ανωτέρω η επείγουσα περίπτωση και ο επικείμενος κίνδυνος που απαιτεί το άρθρο 682 του ΚΠολΔ ) και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ως και ουσιαστικά βάσιμη, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Βέβαια ο καθ’ ου η αίτηση, κατά τα αναφερόμενα στο έγγραφο σημείωμα προτάσεων αυτού που κατέθεσε στο Δικαστήριο, ισχυρίζεται μεταξύ άλλων αφενός ότι η αιτούσα ουδόλως αναφέρει το επίδικο κινητό μηχάνημα ( συλλεκτικό αραβοσίτου – «καλαμποκά» ) στη αίτησή της περί υπαγωγής στις διατάξεις του ν. 3869/2010, πλέον δε τούτου ότι, ακόμη και η θεριζοαλωνιστική μηχανή μάρκας ++, με αριθμό κυκλοφορίας ++ ( ως εξάρτημα της οποίας δηλαδή φέρεται και το επίδικο μηχάνημα στην σχετική έκθεση κατάθεσης ) που αναφέρεται στην ανωτέρω αίτηση ως εισφερόμενη περιουσία κυριότητας της αιτούσας, δεν ανήκει κατά κυριότητα στην τελευταία καθόσον έχει παρακρατηθεί η κυριότητα αυτής μέχρι την εξόφληση του τιμήματός της και αυτό δεν έχει εξοφληθεί ακόμη σε τρίτο πρόσωπο που επίσης δεν φέρεται ως πιστωτής στην ίδια ανωτέρω αίτηση ( βλ. σχετική αναφορά στην 2η και 3η σελίδα του από ++ εγγράφου σημειώματος προτάσεων του καθ’ ου που κατατέθηκε στο Δικαστήριο με τα εκεί αναλυτικά επικαλούμενα έγγραφα ). Ενόψει των ανωτέρω όμως ισχυρισμών του καθ’ ου και κατά παρεμπίπτουσα κρίση του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προκείμενη δίκη, λεκτέα τα παρακάτω : α) Όσον αφορά την μη αναφορά του επιδίκου κινητού στην αίτηση του ν. 3869/2010 από την αιτούσα. Στην ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη του ν. 3869/2010 εμπίπτει αυτή που διαθέτει αυτός μέχρι την έκδοση της απόφασης που τον εντάσσει στη διαδικασία του ανωτέρω νομοθετήματος, εξαιρούμενων από την τελευταία των ακατάσχετων περιουσιακών στοιχείων ( βλ. άρθρα 953 παρ. 3 και 4 ΚΠολΔ ) καθώς και των ανεκχώρητων απαιτήσεων. Ο επιλαμβανόμενος όμως της εκδίκασης της σχετικής αίτησης Δικαστής, ορθότερο είναι να μην περιορίζεται από τα περιουσιακά στοιχεία που παραθέτει ο οφειλέτης στην αίτησή του, καθότι, όπως ήδη έχει επισημανθεί από θεωρία και νομολογία, ο οφειλέτης που έχει παραλείψει κάποιο απαραίτητο στοιχείο δύναται να το συμπληρώσει με τις προτάσεις του και, στο Ειρηνοδικείο, ακόμη και κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ( άρθρα 115 παρ. 3 ΚΠολΔ ) με σχετική δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 744 και 745 του ΚΠολΔ ( βλ. σχετικά Ι. Βενιέρη – Θ. Κατσά Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα έκδοση 2016 σελ. 552 με εκτενή αναφορά σε σχετική νομολογία στις υποσημειώσεις με αριθμούς 2599 και 2600 αντίστοιχα ). Σ’ αυτό δε το πλαίσιο έχει γίνει δεκτή η προσθήκη περιουσιακού στοιχείου που παραλείφθηκε ( βλ. σχετικά ΕιρΑθ 125/2011 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ). Επίσης, δύναται και ο ίδιος ο Δικαστής να διατάξει τη συμπλήρωση κατ’ άρθρο 227 και 254 ΚΠολΔ με έκδοση μη οριστικής απόφασης ή ακόμη μπορεί να διατάξει και την επανάληψη της συζήτησης κατά το άρθρο 759 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Οι παραπάνω δε δυνατότητες, έχουν ιδιαίτερη μάλιστα σημασία, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στον οφειλέτη να μην παραβιάσει την υποχρέωση ειλικρίνειας κατά το άρθρο 10 του ν. 3869/2010 και να μην αντιμετωπίσει επομένως τον κίνδυνο έκπτωσης από την εν γένει διαδικασία. Με βάση επομένως όλα τα ανωτέρω, το γεγονός ότι η αιτούσα τη ρύθμιση των χρεών της με βάση τις διατάξεις του ν. 3869/2010 δεν περιελάμβανε στην αίτησή της το επίδικο κινητό πράγμα με σαφή αναφορά, ουδεμία έννομη συνέπεια έχει στην προκείμενη δίκη, αφού ο Δικαστής της σχετικής αίτησης μπορεί να συμπεριλάβει στην τυχόν εκποίηση που θα διαταχθεί και περιουσιακά στοιχεία της οφειλέτριας που αυτή παρέλειψε να συμπεριλάβει την αίτησή της και οι πιστωτές της ( μεταξύ των οποίων και ο καθ’ ου η αίτηση ) υποδεικνύουν ως κατάλληλα προς εκμετάλλευση – εκποίηση στα πλαίσια του ανακριτικού συστήματος που εφαρμόζεται στα πλαίσια της εκουσίας δικαιοδοσίας ( βλ. σχετικά Αρβανιτάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη Νίκα ΕρμΚΠολΔ άρθρο 744 αρ. 3επ, Ι. Βενιέρη – Θ. Κατσά Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα έκδοση 2016 σελ. 552 – 553 παρ. 1273 – 1274 αντίστοιχα ). β) Όσον αφορά την παρακράτηση της κυριότητας της θεριζοαλωνιστικής μηχανής μάρκας ++, με αριθμό κυκλοφορίας ++ ( ως εξάρτημα της οποίας δηλαδή φέρεται και το επίδικο μηχάνημα στην σχετική έκθεση κατάθεσης ). Ειδικά για τα πράγματα που αποκτώνται με παρακράτηση κυριότητας, η ορθή αναλογική εφαρμογή του άρθρου 35 παρ. 2 εδαφ. α΄ του ΠτωχΚ ( ν. 3588/2007 ) κατά τη διάταξη του άρθρου 15 του ν. 3869/2010, επιβάλλει να συμπεριληφθεί το πράγμα αυτό στην περιουσία του οφειλέτη μόνο αν ο οφειλέτης ή ο εκκαθαριστής καταβάλουν στον πωλητή τα «…συμφωνηθέντα…» δηλαδή το συνολικό τίμημα της πώλησης ( βλ. Περάκη Πτωχευτικό Δίκαιο β΄ έκδοση σ. 309 με contraόμως ΕιρΧαν 432/2013 που δέχεται την ένταξη του πράγματος αυτού στην περιουσία του οφειλέτη και ρύθμιση του χρέους ως προς το τίμημα της πώλησης, αν δεν έχει ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης ο πωλητής μέχρι τη συζήτηση της αίτησης του οφειλέτη περί ρύθμισης των χρεών του ). Ουσιαστικά κάθε στοιχείο που πρέπει να αναφερθεί στην κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη, μπορεί να αποτελέσει περιουσιακό στοιχείο υπό εκποίηση ή εκμετάλλευση από τον τυχόν διοριζόμενο εκκαθαριστή, δεν ρευστοποιείται όμως το δικαίωμα κατοχής, όταν πρόκειται για πράγμα στο οποίο έχει παρακρατηθεί η κυριότητα και δεν έχει μεταβιβαστεί αυτή στον οφειλέτη αφού αυτός έχει δικαίωμα προσδοκίας που εξαρτάται από την αναβλητική αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος και, ως εκ τούτου, κύριος και νομέας αυτού παραμένει ο πωλητής ( βλ. σχετικά ΕιρΚορινθ 106/2016, ΕιρΡοδ 18/2014, ΕιρΠατρ 111/2014, ΕιρΕορδ 127/2014 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ). Υποστηρίζεται βέβαια και η άποψη ότι ο πιστωτής που παραχωρεί με παρακράτηση κυριότητας το πράγμα, έχει πάντοτε δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση πώλησης με παρακράτηση, δικαίωμα που δεν χάνεται με την άσκηση της αίτησης του οφειλέτη στη διαδικασία του ν. 3869/2010. Αν όμως αυτός ( δανειστής ) δεν ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης ( κατά την άποψη αυτή ), ο οφειλέτης εντάσσει και αυτό το χρέος του στη διαδικασία του ν. 3869/2010, συμμορφούμενος δε στις μηνιαίες καταβολές και την αποπληρωμή των οφειλών του που ορίζει το Δικαστήριο, ο οφειλέτης εκπληρώνει την παροχή του και ο δανειστής υποχρεούται να αποδεχθεί τη μεταβίβαση της κυριότητας ( βλ. σχετικά ΕιρΠατρ 59/2013 ΕλλΔνη 2013.1473, ΕιρΧαν 432/2013 ΕλλΔνη 2013.1686, ΕιρΑθ 1242/2015 ΤΝΠ Ισοκράτης Δ.Σ.Α. Αθηνών ). Στην προκείμενη όμως περίπτωση, το επίδικο γεωργικό μηχάνημα (συλλεκτικό αραβοσίτου – «…καλαμποκάς…») που κατασχέθηκε με επίσπευση του καθ’ ου η αίτηση, όπως αυτό ευχερώς προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο ( άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ ), αποτελεί μεν εξάρτημα της ανωτέρω θεριζοαλωνιστικής μηχανής, πλην όμως, δεν προορίζεται μόνο για την διαρκή εξυπηρέτηση αυτής ( ως κυρίου πράγματος ) – κατά την έννοια του παραρτήματος ( άρθρο 956 του ΑΚ ), λαμβανομένου ιδιαίτερα υπόψη ότι αυτό συνήθως μπορεί να προσαρμοστεί σε κάθε τύπο θεριζοαλωνιστικής μηχανής και, ως εκ τούτου, αποτελεί αυθύπαρκτο κινητό που δεν βρίσκεται σε διαρκή και μόνιμη οικονομική σχέση με την με αριθμό κυκλοφορίας ++ θεριζοαλωνιστικής μηχανή μάρκας ++, έχοντας ίδια οικονομική ύπαρξη και αξία ( βλ. σχετική κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης ότι «…πουλιέται μόνος του ο καλαμποκάς…» στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά ), εντασσόμενο επομένως στη διάταξη του άρθρου 957 του ΑΚ που ορίζει ότι «…δεν αποτελεί παράρτημα το πράγμα που δεν θεωρείται τέτοιο στις συναλλαγές…». Εφόσον επομένως το ανωτέρω κινητό, που αποτελεί επίδικο στην προκείμενη περίπτωση, πιθανολογείται ότι δεν αποτελεί «…παράρτημα…» της παραπάνω θεριζοαλωνιστικής μηχανής αλλά απλό «…εξάρτημα…» αυτής με αυθύπαρκτη οικονομική αξία που μπορεί να εξυπηρετεί ταυτόχρονα και άλλα κύρια πράγματα συνδεόμενο με αυτά, οι περί εξαίρεσης της ανωτέρω μηχανής ισχυρισμοί του καθ’ ου από την περιουσία της αντιδίκου του ( και ήδη αιτούσας ) στα πλαίσια της διαδικασία του ν. 3869/2010, επίσης δεν ασκούν οποιαδήποτε έννομη επιρροή στην προκείμενη περίπτωση και, ως εκ τούτου, κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι καθόσον αλυσιτελώς προβάλλονται από τον τελευταίο στην παρούσα δίκη. Όσον αφορά όμως, περαιτέρω, το αίτημα της αιτούσης για διαβίβαση αντιγράφων της παρούσας δικογραφίας στον αρμόδιο προς τούτο Εισαγγελικό Λειτουργό ( κατ’ άρθρο 38 παρ. 1 του ΚΠοινΔ ) προκειμένου να διερευνηθούν στα πλαίσια των κατά νόμο αρμοδιοτήτων του η τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενων αξιόποινων πράξεων από μετέχοντα στην προκείμενη δίκη φυσικά πρόσωπα ( καθ’ ου η αίτηση και μάρτυρα αυτού ) και, ειδικότερα, η τέλεση των εγκλημάτων της κλοπής ή της υπεξαίρεσης, της ψευδορκίας και της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης αντίστοιχα ( άρθρα 372, 375, 224  και 225 του ΠΚ ) ( βλ. σχετική αναλυτική αναφορά στις 6η – 9η σελίδα της από 18.07.2016 έγγραφης προσθήκης – αντίκρουσης αυτής που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ), αυτό κρίνεται απορριπτέο από το παρόν Δικαστήριο, διατηρούσης βέβαια της αιτούσης του δικαιώματος υποβολής σχετικής μήνυσης. Και τούτο διότι, η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης ( άρθρου 38 ΚΠοινΔ ) δεν καταλαμβάνεται από την «…αρχή της σκοπιμότητας…» - αφού, σε αντίθετη περίπτωση, θα καθιστούσε τον εκάστοτε δικάζοντα Δικαστή απλό όργανο διαβίβασης καταγγελιών τέλεσης αξιόποινων πράξεων -, αλλά, αντίθετα, απαιτεί την ύπαρξη ικανών ενδείξεων ενοχής που δεν κρίνονται ότι συντρέχουν στην προκείμενη περίπτωση από το παρόν Δικαστήριο, λαμβανομένων ιδιαίτερα υπ’ όψη α) τόσο της δυσχέρειας κατανόησης των σύνθετων νομικών εννοιών αλλά και των εννόμων συνεπειών της «…αναγκαστικής κατάσχεσης…» και της τυχόν «…ακυρότητας…» αυτής αλλά και της «…αυτοδίκαιης εκ του νόμου αναστολής των καταδιωκτικών μέτρων του ν. 3869/2010…» για τον απλό καθημερινό ( μη έχοντα δηλαδή νομικές γνώσεις ) πολίτη όσο και β) των ειδικότερων πραγματικών περιστατικών της προκείμενης περίπτωσης ιδιαίτερα για τον καθ’ ου η αίτηση ( αλλά και τον εξεταζόμενο με επιμέλειά του μάρτυρα ανταπόδειξης ), ο οποίος ευχερώς ( λανθασμένα νομικώς πλην όμως κατανοητά εμπειρικώς για τον απλό πολίτη ) υπολαμβάνει ότι, βασιζόμενος σε καθ’ όλα νομότυπη κατασχετήρια έκθεση, ενεργεί απολύτως εντός της νομιμότητας ( παρακρατώντας ως νόμιμος κάτοχος το επίδικο κινητό με την ιδιότητα του διορισθέντα μεσεγγυούχου και μη αποκαλύπτοντας τον τόπο στον οποίο αυτό έχει μεταφερθεί για φύλαξη ), υπερασπιζόμενος δηλαδή με τον τρόπο αυτό (όπως ο ίδιος βέβαια υπολαμβάνει) την μελλοντική εξασφάλιση των - ήδη εξοπλισμένων με εκτελεστό τίτλο - απαιτήσεών του κατά της αιτούσας και την προστασία των εν γένει περιουσιακών του δικαιωμάτων. Πλέον τούτων όμως, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου και λαμβανομένου υπόψη ότι με την παρούσα απόφαση ρυθμίζεται προσωρινά η κατάσταση μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κύριας ( περί νομής ) αγωγής και ότι η προκείμενη διαφορά θα πρέπει να οδηγηθεί με ταχύτητα προς οριστική λύση με την έκδοση σχετικής απόφασης επ’ αυτής ( κύριας αγωγής ) πριν μάλιστα από την εκδίκαση της σχετικής αίτησης της αιτούσας ( περί υπαγωγής της στις διατάξεις του ν. 3869/2010 ), θα πρέπει να υποχρεωθεί η τελευταία ( αιτούσα ) να ασκήσει κύρια αγωγή περί προστασίας της νομής αυτής ενώπιον του αρμοδίου κατά νόμο Δικαστηρίου εντός προθεσμίας σαράντα ( 40 )  ημερολογιακών ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 693 ΚΠολΔ, κατ’ αυτεπάγγελτη κρίση του παρόντος Δικαστηρίου και στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας αυτού που παρέχεται ευθέως από το νόμο ( βλ. σχετική αναφορά στη διάταξη του άρθρου 693 παρ. 1 ΚΠολΔ που αναφέρει ρητά ότι «…ο δικαστής που το διατάσσει μπορεί να ορίσει, κατά την κρίση του, προθεσμία για την άσκησή της, όχι όμως μικρότερη από τριάντα ( 30 ) ημέρες…» ). Τέλος, η δικαστική δαπάνη της αιτούσης, κατόπιν σχετικού αιτήματος αυτής ( άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ ), θα πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του καθ’ ου η αίτηση λόγω της ήττας του στην παρούσα δίκη (άρθρο 176 ΚΠολΔ), όπως επίσης ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

Λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα.

Αναγνωρίζει την αιτούσα προσωρινά νομέα του κινητού πράγματος που αναφέρεται και περιγράφεται στην κρινόμενη αίτηση αλλά και στο ιστορικό της παρούσας και, ειδικότερα, ενός εξαρτήματος συγκομιδής αραβοσίτου, μεταχειρισμένου σε καλή κατάσταση και λειτουργία, μάρκας ++, με έξι ( 6 ) σειρές κοπής, το οποίο αποτελεί εξάρτημα της με αριθμό κυκλοφορίας ++ θεριζοαλωνιστικής μηχανής μάρκας ++ και το οποίο κατασχέθηκε με επίσπευση του καθ’ ου και για την κατάσχεση αυτή συντάχθηκε η με αριθμό ++ έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης καθώς και η με αριθμό ++ περίληψη κατασχετήριας έκθεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Καρδίτσας ++ ενώ, παράλληλα, με την πρώτη αυτών διορίστηκε μεσεγγυούχος ο ίδιος ο καθ’ ου ως επισπεύδων την εκτέλεση.

Υποχρεώνει τον καθ’ ου η παρούσα αίτηση - καθώς και κάθε τρίτο που κατέχει στο όνομά του ή αντλεί από αυτόν δικαιώματα - να αποδώσουν τη νομή και κατοχή του προαναφερόμενου κινητού πράγματος στην αιτούσα, άλλως και σε περίπτωση άρνησής τους, διατάσσει την αφαίρεση αυτού από την κατοχή τους και την απόδοσή του στην αιτούσα.

Υποχρεώνει την αιτούσα να ασκήσει κύρια αγωγή για την κρινόμενη υπόθεση ενώπιον του αρμοδίου κατά τόπο και καθ’ ύλη Δικαστηρίου εντός προθεσμίας σαράντα ( 40 ) ημερολογιακών ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 693 ΚΠολΔ.

Επιβάλλει σε βάρος του καθ’ ου η αίτηση τη δικαστική δαπάνη της αιτούσης, την οποία προσδιορίζει στο ποσό των διακοσίων δέκα (210,00) Ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σήμερα, την ++, συντεταγμένη σε πρωτότυπο και σε ηλεκτρονική μορφή από τον Ειρηνοδίκη στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, παρουσία της Γραμματέα της έδρας και χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων αυτών ( βλ. άρθρο 304 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ ).

Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

      ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΠΛΑΝΤΑΣ            ΣΟΦΙΑ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013