ΑΠ 451/2016.Πλαστογραφία και μεταγενέστερη έγκριση.καμία νομική επιρροή στην κατάρτιση.χρήση μετά την έγκριση:ελλείπει ο σκοπός παραπλάνησης.Εγγράφων ανάγνωση και ανκυρότητα

Αριθμός 451/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις ++, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ++, κατοίκου ++, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ++, για αναίρεση της υπ'αριθ. ++ αποψάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ++, κάτοικο ++, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βρόντο Ανδρέα.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από ++ αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ++.

Αφού άκουσε

Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Α. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η έλλειψη ακροάσεως κατά το 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά το 170 παρ. 2 ΚΠΔ στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος με το άρθρο 364 παρ. 1 του ίδιου κώδικα υποβάλλει αίτημα αναγνώσεως εγγράφου που υπάρχει στο φάκελο της δικογραφίας ή που υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Η παραδοχή ή μη τέτοιου αιτήματος του κατηγορουμένου απόκειται στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο όμως οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό αιτιολογώντας την απόφαση του, άλλως αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει όμως η από το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ και 510 παρ.1 στοιχ. Α' και Β' του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και επί πλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής τούτου από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή τους σε ολόκληρο το δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο υπό τούτου της προσφυγής ή παράλειψη του δικαστηρίου να αποφανθεί(ΑΠ 916/2014). Ως έγγραφο που περιέχει την εκτός δίκης μαρτυρία τρίτου θεωρείται και η ένορκη βεβαίωση τούτου, η οποία δίδεται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου κατά τις προβλέπουσες αυτήν διατάξεις. Γι' αυτό άλλωστε και οι ένορκες βεβαιώσεις διαβάζονται στο ακροατήριο κατά το άρθρο 364 ΚΠΔ ως "υπόλοιπα" (λοιπά) έγγραφα και όχι ως ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατά το άρθρο 365 του ίδιου Κώδικα(ΑΠ 1 349/2014).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αρ. ++ απόφαση, τα οποία δεν προσβάλλονται για πλαστότητα και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, για τη βασιμότητα προβαλλόμενου σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, δια του συνηγόρου του, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατέθεσε και ζήτησε να καταχωρηθεί στα πρακτικά αυτοτελής ισχυρισμός, όπως τον ονομάζει, ότι η εναντίον του μήνυση είναι ψευδής, σχεδιασμένη και μεθοδευμένη για εκφοβισμό του και μη πληρωμή από τον μηνυτή οφειλών του προς αυτόν, ότι η μήνυση στηρίχθηκε στις από ++ ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων, των οποίων όμως όλα τα σε βάρος του κατατεθέντα ανακλήθηκαν ήδη με τη με αρ. ++ ένορκη βεβαίωση του ++ ως μάρτυρος ενώπιον της Ειρηνοδίκη Καρδίτσας Β. Μιχάλη. Τα παραπάνω καταχωρηθέντα στα πρακτικά του δικαστηρίου, δεν συνιστούν αυτοτελή ισχυρισμό, που χρήζουν κάποιας απαντήσεως, αλλά άρνηση της κατηγορίας, ενώ δεν προκύπτει, ούτε συνάγεται ότι προσκομίστηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου η εν λόγω ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ++, ούτε προκύπτει ότι υποβλήθηκε από το συνήγορο του κατηγορουμένου αίτημα ανάγνωσης της ένορκης βεβαίωσης αυτής, ο οποίος μάρτυρας σημειωτέον προκύπτει ότι εξετάστηκε στο ακροατήριο ως μάρτυρας κατηγορίας (βλ. σελ. 8 πρακτικών), ώστε να είναι υποχρεωμένο το δικαστήριο να απαντήσει στο αίτημα ανάγνωσης του εγγράφου αυτού και σε τυχόν μη αποδοχή του αιτήματος, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την απόρριψη του. Από τα ίδια μάλιστα πρακτικά προκύπτει (σελ. 15), ότι μετά την ανάγνωση των αναγνωσθέντων εγγράφων, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνεται και η παραπάνω με αρ. ++ ένορκη βεβαίωση του ++, η πρόεδρος του δικαστηρίου ρώτησε το συνήγορο πολιτικής αγωγής καθώς και το συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, εάν έχουν και άλλα προς ανάγνωση έγγραφα και ο συνήγορος ζήτησε να αναγνωσθούν κάποια έγγραφα, ένδεκα τον αριθμό, τα οποία και αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, δεν προκύπτει όμως ότι προσκομίστηκε και ζητήθηκε και η ανάγνωση της παραπάνω ένορκης βεβαιώσεως μάρτυρος.

Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠΔ συναφής δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε σε υποβληθέν αίτημα αναγνώσεως προσκομισθέντος εγγράφου και δεν ανέγνωσε και δε συνεκτίμησε την παραπάνω ένορκη βεβαίωση μάρτυρος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Β. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ. 2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του ιδίου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η αρχή της προφορικότητάς της συζήτησης και η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο(ΑΠ 8/2013). Επάγεται δε και παραβίαση των περί προφορικότητας της συζητήσεως στο ακροατήριο και κατ' αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης αρχών, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας από την οποία δημιουργείται ο κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως(ΑΠ 618/2014). Αν δεν αναφέρεται το συγκεκριμένο έγγραφο στο οικείο σημείο των πρακτικών, όπου γίνεται μνεία των αναγνωσθέντων εγγράφων, προκύπτει όμως, από το αιτιολογικό της αποφάσεως και από το όλο περιεχόμενο της, ότι το έγγραφο αναγνώσθηκε και έτσι ο κατηγορούμενος είχε την δυνατότητα να ασκήσει τα κατά τα άνω δικαιώματα του, πληρούται ο σκοπός των ανωτέρω διατάξεων και δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης. Τα ανωτέρω, όμως, δεν ισχύουν για τα έγγραφα που αποτελούν τη βάση, το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος για το οποίο έλαβε χώρα η καταδίκη του κατηγορουμένου και στοιχείο του σε βάρος του κατηγορητηρίου ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενο τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα, διότι, στην περίπτωση αυτή, γνωρίζει ο τελευταίος την κατηγορία, προκειμένου να αντιτάξει την υπεράσπιση του κατ' αυτής και κατ' ακολουθία το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών και μπορούσε αν το ήθελε να ασκήσει τα κατ' άρθρο 358 δικαιώματα του (ΑΠ 316/2015,         93/2014,8/2013,        795/2011,1751/2010).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως του, ισχυρίζεται ότι όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο για την ενοχή του για πλαστογραφία μετά χρήσεως, κατ'εξακολούθηση και η από 10-6-2008 αίτηση του συσταθέντος Συνεταιρισμού προς το Υπουργείο Ανάπτυξης, για τη δημοσίευση των πλαστών συστατικών εγγράφων σε περίληψη, το οποίο όμως κρίσιμο αυτό έγγραφο δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και έτσι παραβιάστηκαν οι αρχές προφορικότητας και δημοσιότητας της διαδικασίας και το δικαίωμα του να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με αυτό, κατά το άρθρο 358 του ΚΠΔ. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά αυτής, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, κηρύχθηκε ένοχος πλαστογραφίας, κατ'απομίμηση της υπογραφής τεσσάρων μελών του υπ'αυτού συσταθέντος συνεταιρισμού, στα δύο συστατικά έγγραφα, με την επιβαρυντική περίσταση της χρήσης αυτών, με την προσκόμιση αυτών, μαζί με σχετική αίτηση που υπέβαλε προς το Υπουργείο Ανάπτυξης την 10-6-2008, για τη δημοσίευση των πλαστών συστατικών αυτών εγγράφων σε περίληψη, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του Υπουργείου Ανάπτυξης, ως προς τη γνησιότητα της υπογραφής των ιδρυτικών μελών του συνεταιρισμού. Όμως το εν λόγω έγγραφο, η από ++ αίτηση του κατηγορουμένου προς το Υπουργείο Ανάπτυξης, που πράγματι προκύπτει από τα πρακτικά ότι δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, συνιστά διαδικαστικό έγγραφο, διηγηματικώς και μόνο αναφερόμενο στην απόφαση, δεν επέδρασε στον σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως για την ενοχή του αναιρεσείοντος και επί πλέον συνιστά στοιχείο του σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατηγορητηρίου, το οποίο, με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, γνωρίζει ο τελευταίος και μπορεί να αντιτάξει την υπεράσπιση του κατ' αυτού του εγγράφου της αιτήσεως προς το Υπουργείο Ανάπτυξης και κατ' ακολουθία μπορούσε, αν το ήθελε, να ασκήσει τα κατ’ άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματα του.

Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ σύναψής τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το ως άνω έγγραφο της αιτήσεως προς το Υπουργείο Ανάπτυξης, χωρίς να αναγνωσθεί στο ακροατήριο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Γ. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1, 2 του ΠΚ, ορίζεται: «παρ.1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση, παρ. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο». Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται: « α) Εξ` υπαρχής κατάρτιση εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του Π Κ) (κατασκευή) από τον αυτουργό, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα είτε με τη θέση της υπογραφής του φερομένου ως συντάκτη, που να το εμφανίζει ότι συντάχθηκε από άλλον, είτε με την κατάχρηση της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου) που να το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή β) νόθευση γνησίου εγγράφου, ήτοι αλλοίωση της έννοιας του, με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή και με τα δύο, λέξεων, αριθμών ή σημείων, για δε την υποκειμενική θεμελίωση του απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως των περιστατικών αυτών και γ) επί πλέον το σκοπό του δράστη (υπερχειλή δόλο) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, χωρίς να ασκεί επιρροή αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε ή όχι. Στα εγκλήματα δε στα οποία ο νομοθέτης απαιτεί, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, η πράξη να επιχειρείται εναντίον ή χωρίς τη θέληση εκείνου κατά του οποίου αυτή στρέφεται, η εντολή ή η συναίνεση του παθόντος, αποκλείει την αντικειμενική τους υπόσταση. Έτσι και επί πλαστογραφίας, η κατόπιν εντολής ή συναίνεσης, ρητής ή σιωπηρής, του φερόμενου ως εκδότη, κατάρτιση, με θέση της υπογραφής του επί ιδιωτικού εγγράφου, ή η μεταβολή, νόθευση του περιεχομένου αυτού, εφόσον ακόμη διατηρεί το δικαίωμα διάθεσης και δεν έχει αποκτήσει δικαίωμα προς διατήρηση του αρχικού του περιεχομένου άλλος, αποκλείει την αντικειμενική υπόσταση της κατάρτισης πλαστού ή της νόθευσης αντίστοιχα εγγράφου. Η εκ των υστέρων έγκριση της πλαστογραφίας από τον πραγματικό εκδότη ή τον φερόμενο ως εκδότη, δεν έχει καμία νομική επιρροή επί της ήδη γενόμενης πλαστογραφίας, καθόσον ούτε την αντικειμενική υπόσταση της πλαστογραφίας αποκλείει, ούτε συνιστά λόγο άρσης του άδικου χαρακτήρα αυτής ή λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου. Αν όμως μεσολαβήσει έγκριση της πλαστογραφίας και μεταγενέστερα γίνει από τον πλαστογράφο ή από τρίτο χρήση του πλαστού εγγράφου, δε θεμελιώνεται υποκειμενικά το έγκλημα χρήσης πλαστού εγγράφου, διότι ελλείπει ο απαιτούμενος σκοπός παραπλάνησης άλλου. Χρήση νοείται συμπεριφορά με την οποία ο ίδιος ο εκδότης ή τρίτος, ο ίδιος αυτοπρόσωπα ή μέσω άλλου προσώπου, καθιστά ένα έγγραφο, το πρωτότυπο, το επίσημο αντίγραφο ή και φωτοτυπία αυτού, προσιτό σε εκείνον του οποίου επιδιώκεται η παραπλάνηση, ώστε να δύναται να λάβει γνώση του περιεχομένου του και να παραπλανηθεί. Η χρήση       πλαστού ή          νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως της πλαστογραφίας, αλλά αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216, που λαμβάνεται υπόψη για την επιμέτρηση της ποινής. Χρήση δε του πλαστού εγγράφου συνιστά αντικειμενικώς και η υποβολή αυτού σε Δημόσια Αρχή προς παραπλάνηση της, ώστε να προβεί σε ενέργεια της αρμοδιότητας της.

       Περαιτέρω, καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική       διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο.

Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ .1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως σχετικά με τα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Ως αντίφαση ή ασάφεια, νοείται η προκύπτουσα είτε μεταξύ των εκτιθεμένων στο αιτιολογικό της αποφάσεως είτε μεταξύ των τελευταίων και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό και όχι η τυχόν αντίθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αποφάσεως, η οποία ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται αναιρετικά.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό ++ απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, σε δεύτερο βαθμό, για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολουθηση, σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Στο αιτιολογικό της άνω προσβαλλόμενης αποφάσεως, διαλαμβάνονται, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής:«Ο κατηγορούμενος, πρόεδρος του Προμηθευτικού συνεταιρισμού εμπόρων Λιανικής πώλησης ++, με το διακριτικό τίτλο «++», προέβη στη σύσταση ενός ακόμη προμηθευτικού συνεταιρισμού ++ προϊόντων, με το διακριτικό τίτλο «++», με σκοπό την προμήθεια ++ προϊόντων στα μέλη του απευθείας από τα διϋλιστήρια. Εντούτοις, προέβη στις ενέργειες για τη σύσταση του ανωτέρω συνεταιρισμού, με δική του αποκλειστικά πρωτοβουλία, και χωρίς να έχει εξασφαλίσει τη συναίνεση απάντων των πρατηριούχων, φερομένων ως μελών του ως άνω συνεταιρισμού. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι, εκ των μελών του συνεταιρισμού, οι ++, ++ και ++ δεν συναίνεσαν προ της συ στάσεως του συνεταιρισμού στη συμμετοχή τους σ’ αυτόν, ούτε υπέγραψαν τα σχετικά έγγραφα για τη σύσταση του ή εξουσιοδότησαν τον κατηγορούμενο να υπογράψει αντ' αυτών. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, στην ++, την ++: α) στο με ημερομηνία ++ έγγραφο - «Καταστατικό του Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων ++ Προϊόντων Μακεδονίας & Θεσσαλίας «++» (++), (Συν. ++.)» και β) στο με ημερομηνία ++ έγγραφο - «Πρώτη γενική συνέλευση του Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων ++ Προϊόντων Μακεδονίας & Θεσσαλίας «++» (++), (++.) - Πρακτικό ίδρυσης του Συνεταιρισμού και Εκλογή Προσωρινής Διοίκησης», έθεσε ως ονόματα ιδρυτικών μελών -μεταξύ άλλων και- το όνομα του πολιτικώς ενάγοντος ++, καθώς και τα ονόματα των ++ και ++, και δίπλα από τα ονόματα αυτά, έθεσε σφραγίδα με τα στοιχεία της επιχείρησης . υγρών καυσίμων που διατηρούσε έκαστος εξ αυτών, την οποία σφραγίδα κατασκεύασε ο ίδιος κατ' απομίμηση των γνήσιων σφραγίδων τους και στη συνέχεια, επί των σφραγίδων αυτών, έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή των προαναφερθέντων προσώπων, εν αγνοία τους και χωρίς να έχει τη σχετική από αυτούς εξουσιοδότηση, ακολούθως δε, κατά τους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, έκανε χρήση των προαναφερθέντων δύο εγγράφων και ειδικότερα, προσκόμισε τα παραπάνω έγγραφα:α) την ++, στο ++ Θεσσαλονίκης μαζί με την από ++ αίτηση, που υπέβαλλε στο Ειρηνοδικείο Λαγκαδά, προκειμένου να επιτύχει την καταχώρηση στα βιβλία Αστικών Συνεταιρισμών του Ειρηνοδικείου Λαγκαδά του από ++ καταστατικού του προαναφερθέντος Προμηθευτικού Συνεταιρισμού και β) την ++, στην Αθήνα, μαζί με σχετική αίτηση, που υπέβαλλε προς το Υπουργείο Ανάπτυξης για τη δημοσίευση των προαναφερθέντων εγγράφων σε περίληψη, με σκοπό να παραπλανήσει τον Ειρηνοδίκη Λαγκαδά και τους αρμόδιους υπαλλήλους του Υπουργείου Ανάπτυξης, αντίστοιχα, ως προς τη γνησιότητα της υπογραφής των προαναφερθέντων προσώπων που υπογράφουν τα παραπάνω δύο (2) έγγραφα και κατ' επέκταση ως προς την εγκυρότητα και νομιμότητα ίδρυσης του επίμαχου συνεταιρισμού. Αναφορικά με τις ++ και ++, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν κρίθηκαν αξιόπιστα όσα κατέθεσαν οι ++ και ++, ότι δηλαδή ο ++ έθεσε την υπογραφή στα επίμαχα έγγραφα, για λογαριασμό της μητέρας του (++) και της συζύγου του (++), χωρίς να τον έχουν εξουσιοδοτήσει ή να τις ενημερώσει σχετικώς, αλλά αρχικώς αρνήθηκε ότι το έπραξε, φοβούμενος ότι θα ελεγχθεί από το ΣΔΟΕ, ένεκα των αλληλοαναιρούμενων καταθέσεων των μαρτύρων αυτών, κατά την προδικασία. Όσον αφορά τον αποβιώσαντα ++, υπάρχουν αμφιβολίες, εάν εκείνος έδωσε ή όχι τη συναίνεση του στον κατηγορούμενο να υπογράψει τα σχετικά έγγραφα για λογαριασμό του.

Πρέπει να τονιστεί, στο σημείο αυτό, ότι το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ακόμη κι αυτοί, που αρχικώς αγνοούσαν ότι φέρονταν ως μέλη του συνεταιρισμού, ενέκριναν εκ των υστέρων την συμμετοχή τους, δοθέντος ότι τόσο ο πολιτικώς ενάγων, όσο και η ++, προμηθεύθηκαν καύσιμα από το συνεταιρισμό, πλην, όμως, η εκ των υστέρων έγκριση δεν αναιρεί τον άδικο χαρακτήρα της πλαστογραφίας. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος προέβη στη σύσταση του προμηθευτικού συνεταιρισμού, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ο ίδιος, με αντίστοιχη βλάβη των προσώπων τις υπογραφές των οποίων πλαστογράφησε. Τουναντίον, αποδείχθηκε ότι τα μέλη του συνεταιρισμού ωφελήθηκαν, διότι προμηθεύονταν καύσιμα με μειωμένες τιμές, απευθείας από τα διυλιστήρια, προς βλάβη των αναγνωρισμένων εταιρειών πετρελαιοειδών στην Ελλάδα, αφού οι τελευταίες απώλεσαν κέρδη από τη μη μεταπώληση στους πρατηριούχους των καυσίμων, που ο συνεταιρισμός προμήθευσε σ' αυτούς, όπως κατέθεσε ο ίδιος ο πολιτικών ενάγων. Έτσι εξηγείται, άλλωστε, και η μετέπειτα συμπεριφορά του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος ναι μεν δεν είχε δώσει τη συναίνεση του για τη σύσταση του συνεταιρισμού, αλλά «επωφελήθηκε» εκ των υστέρων και ο ίδιος από τα οφέλη, που πρόσφερε ο συνεταιρισμός στα μέλη του, προμηθευόμενος πετρέλαιο θέρμανσης από τον ++. Η εξήγηση, που έδωσε ο πολιτικώς ενάγων, ότι δηλαδή θεωρούσε ότι ο ++ ήταν προέκταση του συνεταιρισμού ++, δεν κρίνεται διόλου πειστική, διότι ο πολιτικώς ενάγων, ως άνθρωπος της αγοράς και μέλος ετέρου συνεταιρισμού, ο οποίος μάλιστα διερεύνησε και όλη την υπόθεση σύστασης του ++, όφειλε να γνωρίζει ή εν πάση περιπτώσει να προβληματιστεί περισσότερο για την ύπαρξη διαφορετικής επωνυμίας επί των τιμολογίων του προμηθευτή του. Σε κάθε δε περίπτωση, δεν στοιχειοθετείται η πράξη της απάτης, διότι η παραπλάνηση του αρμοδίου Ειρηνοδίκη για τη γνησιότητα των φερόμενων ως μελών του συνεταιρισμού και την έγκριση του καταστατικού δεν συνδέεται αιτιωδώς με την αποκόμιση οποιουδήποτε περιουσιακού οφέλους ή την πρόκληση βλάβης σε τρίτον. Κατόπιν τούτων, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, κατ' εξακολούθηση, αλλά αθώος της πράξης της απάτης.» Στη συνέχεια το δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: «Στους κατωτέρω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση κατήρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε έχει έννομες συνέπειες και ακολούθως, έκανε χρήση των εγγράφων αυτών. Συγκεκριμένα, στην ++, την ++: φ στο με ημερομηνία ++ έγγραφο - «Καταστατικό του Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων ++ «++» (++), (++.)» και β); στο με ημερομηνία ++ έγγραφο - «Πρώτη γενική συνέλευση του Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων Πρατηρίων Εμπορίας ++ ++ «++» (++), (++.) - Πρακτικό ίδρυσης του Συνεταιρισμού και Εκλογή Προσωρινής Διοίκησης», έθεσε ως ονόματα ιδρυτικών μελών - μεταξύ άλλων και- το όνομα του εγκαλούντος ++, κατοίκου ++, καθώς και τα ονόματα των ++, κατοίκου ++, ++, κατοίκου ++ και ++, κατοίκου εν ζωή ++ και δίπλα από τα ονόματα αυτά, έθεσε σφραγίδα με τα στοιχεία της επιχείρησης υγρών καυσίμων που διατηρούσε έκαστος εξ αυτών, την οποία σφραγίδα κατασκεύασε ο ίδιος κατ’ απομίμηση των γνήσιων σφραγίδων τους και στη συνέχεια, επί των σφραγίδων αυτών, έθεσε κατ’ απομίμηση την υπογραφή του εγκαλούντος, ++ και των λοιπών προαναφερθέντων προσώπων, εν αγνοία τους και χωρίς να έχει τη σχετική από αυτούς εξουσιοδότηση, ακολούθως δε, κατά τους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, έκανε χρήση των προαναφερθέντων δύο εγγράφων και ειδικότερα, προσκόμισε τα παραπάνω έγγραφα: Ί) την ++, στο ++ - Ν. Θεσ/νίκης μαζί με την από ++ αίτηση που υπέβαλλε στο Ειρηνοδικείο ++ προκειμένου να επιτύχει την καταχώρηση στα βιβλία Αστικών Συνεταιρισμών του Ειρηνοδικείου Λαγκαδά του από ++ καταστατικού του προαναφερθέντος «Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων ++ «++» (++), (++.)» και ii) την ++, στην Αθήνα, μαζί με σχετική αίτηση που υπέβαλλε προς το Υπουργείο Ανάπτυξης για τη δημοσίευση των προαναφερθέντων εγγράφων σε περίληψη, με σκοπό να παραπλανήσει τον Ειρηνοδίκη Λαγκαδά και τους αρμόδιους υπαλλήλους του Υπουργείου Ανάπτυξης αντίστοιχα, ως προς τη γνησιότητα της υπογραφής των προαναφερθέντων προσώπων που υπογράφουν τα παραπάνω δύο (2) έγγραφα και κατ' επέκταση ως προς την εγκυρότητα και νομιμότητα ίδρυσης του επίμαχου συνεταιρισμού». Στη συνέχεια κήρυξε αθώο τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο του ότι: «Στο ++, την ++, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία,πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Συγκεκριμένα, υπέβαλλε στο Ειρηνοδικείο ++, την από ++ αίτηση περί καταχώρησηςστα βιβλία Αστικών Συνεταιρισμών του Ειρηνοδικείου Λαγκαδά του προαναψερθέντος, από ++ καταστατικού του «Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων ++ «++» (++), (++ )», επισυνάπτοντας με την παραπάνω αίτηση του το από ++ Καταστατικό του προαναψερθέντος Συνεταιρισμού και το από ++ «Πρακτικό ίδρυσης του ως άνω Συνεταιρισμού και Εκλογής Προσωρινής Διοίκησης», τα οποία έγγραφα τυγχάνουν πλαστά, για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να πείσει τον Ειρηνοδίκη Λαγκαδά ότι άπασες οι υπογραφές στα προαναφερθέντα έγγραφα είναι γνήσιες και ότι συνεπώς πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις για την σύσταση του επίμαχου συνεταιρισμού και έγκριση του καταστατικού αυτού, γεγονός που πέτυχε, καθόσον ο Ειρηνοδίκης πείσθηκε περί της γνησιότητας των προαναφερθέντων υπογραφών και εξέδωσε την υπ` αριθ. ++ Πράξη, με την οποία ενέκρινε το καταστατικό του προαναψερθέντος συνεταιρισμού και διέτασσε την καταχώρηση αυτού στα μητρώα των Συνεταιρισμών του Ειρηνοδικείου Λαγκαδά, αποκομίζοντας έτσι παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στην αγορά από τον ίδιο εξ ονόματος του ως άνω συνεταιρισμού καυσίμων με μειωμένες τιμές, βλάπτοντας την περιουσία του εγκαλούντος και των λοιπών προαναφερθέντων προσώπων, τις υπογραφές των οποίων πλαστογράφησε, διότι καθιστούσε αυτούς συνυπεύθυνους για την κάλυψη των χρεών και των πάσης φύσεως υποχρεώσεων του προαναψερθέντος συνεταιρισμού έναντι των ιδιωτών και του δημοσίου».Με αυτά που δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης με αρ. ++ αποφάσεως του, όπως συμπληρώνεται με το διατακτικό, στέρησε την απόφαση του από την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και νόμιμης βάσης, συνεπεία ασαφειών και αντιφάσεων μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της. Ειδικότερα, ενώ στο αιτιολογικό (σελ. 21) δέχεται ότι «όσον αφορά τον αποβιώσαντα ++, υπάρχουν αμφιβολίες, εάν εκείνος έδωσε ή όχι τη συναίνεση του στον κατηγορούμενο να υπογράψει τα σχετικά έγγραφα για λογαριασμό του για τη σύσταση του νέου συνεταιρισμού» και επομένως δέχεται ότι υπάρχουν αμφιβολίες αν ο κατηγορούμενος πλαστογράφησε και την υπογραφή του παραπάνω φερόμενου ως μέλους στο Καταστατικό του νέου Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης, καθώς και στο με ημερομηνία ++ Πρακτικό της πρώτης γενικής συνέλευσης του εν λόγω συνεταιρισμού και επομένως θάπρεπε να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος αθώος για την εν λόγω μερικότερη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, παρά ταύτα, στο διατακτικό, κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο πλαστογραφίας με χρήση, εγγράφων σύστασης του εν λόγω συνεταιρισμού, με απομίμηση υπογραφών τεσσάρων μελών, πλην άλλων υπογραφών, και για την παραπάνω μερικότερη πράξη πλαστογραφίας στα δύο συστατικά έγγραφα και της υπογραφής του μέλους ++ με χρήση, λαμβάνοντας προδήλως το δικαστήριο υπόψη του κατά την επιμέτρηση της επιβληθείσας στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο μίας ποινής των οκτώ μηνών, για την πράξη της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση με χρήση και την ενοχή του κατηγορουμένου για την τελευταία ως άνω πλαστογραφία της υπογραφής του μέλους ++. Η σαφής αυτή αντίφαση αιτιολογικού και διατακτικού, χωρίς απαλλακτική διάταξη της μερικότερης αυτής πράξης πλαστογραφίας στο διατακτικό, που έχει μάλιστα και δυσμενείς συνέπειες στην κατ'άρθρο 79 ΠΚ γενόμενη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου, καθιστά αδύνατο τον έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και δη των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 216, 79 και 98 του ΠΚ και στερεί την προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμης βάσεως. Επί πλέον τούτων, κατά επιτρεπτή αυτεπάγγελτη έρευνα (άρθρο 511 ΚΠΔ), από την παραδοχή στο προπαρατεθέν αιτιολογικό (σελ. 21) ότι « το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ακόμα και αυτοί, που αγνοούσαν ότι φέρονταν ως μέλη του συνεταιρισμού, ενέκριναν εκ των υστέρων τη συμμετοχή τους, δοθέντος ότι τόσο ο πολιτικώς ενάγων, όσο και η ++, προμηθεύτηκαν καύσιμα από το συνεταιρισμό αυτό, πλην, όμως η εκ των υστέρων έγκριση δεν αναιρεί τον άδικο χαρακτήρα της γενόμενης την ++ πλαστογραφίας», δημιουργείται ασάφεια ως προς το μη αναφερόμενο ακριβή χρόνο της έγκρισης εκ των υστέρων της πλαστογραφίας των υπογραφών των παραπάνω μελών του συνεταιρισμού στα δύο ως άνω συστατικά του συνεταιρισμού έγγραφα και δη αν η έγκριση έγινε προ ή μετά τη γενόμενη εκ μέρους του κατηγορουμένου χρήση των πλαστών εγγράφων στις ++ και στις ++, στον Ειρηνοδίκη Λαγκαδά και στο Υπουργείο Ανάπτυξης αντίστοιχα, διότι αν μεν η έγκριση αυτή έγινε μετά τη χρήση των πλαστών εγγράφων, δεν αναιρείται ο άδικος χαρακτήρας της γενόμενης πλαστογραφίας και της χρήσης των πλαστών αυτών εγγράφων, αν όμως η μετά την πλαστογράφηση έγκριση αυτή έγινε προ του ανωτέρω χρόνου χρήσης των πλαστών εγγράφων, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, δεν συνιστά η έγκριση αυτή λόγο άρσης του άδικου χαρακτήρα της γενόμενης πλαστογραφίας αυτής, αλλά ελλείπει το στοιχείο του απαιτούμενου σκοπού παραπλάνησης άλλου και αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της γενόμενης χρήσης, ως επιβαρυντικής περίστασης της πλαστογραφίας, όταν η χρήση γίνεται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, από τον ίδιο τον πλαστογράφο.

Επομένως, είναι βάσιμος εν μέρει ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε' του ΚΠΔ συναφής πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη με αρ. ++ απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, μόνον κατά τις διατάξεις της που αφορούν: α) την ενοχή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την πλαστογραφία κατ'εξακολούθηση, μετά χρήσεως, στο από ++ Καταστατικό του νέου Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων Πρατηρίων Εμπορίας ++ (++), καθώς και στο από ++ Πρακτικό της πρώτης γενικής συνέλευσης του εν λόγω συνεταιρισμού, όσον αφορά τη σφραγίδα και την υπογραφή του ιδρυτικού μέλους του άνω συνεταιρισμού ++, β) την ενοχή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την κατ'εξακολούθηση χρήση των ανωτέρω δύο πλαστών συστατικών εγγράφων του συνεταιρισμού με την προσκόμιση τους στο Ειρηνοδικείο Λαγκαδά και στο Υπουργείο Ανάπτυξης, όσον αφορά και τα τέσσερα ιδρυτικά μέλη του συνεταιρισμού, που αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και γ) την επιβληθείσα ποινή. Ήτοι η άνω προσβαλλόμενη απόφαση δε θίγεται και καθίσταται πλέον αμετάκλητη, όσον αφορά τις διατάξεις περί ενοχής του κατηγορουμένου, για πλαστογραφία κατ'εξακολούθηση, των ανωτέρω δύο συστατικών του συνεταιρισμού εγγράφων, με θέση, χωρίς συναίνεση, πλαστής σφραγίδας της επιχείρησης υγρών καυσίμων και πλαστογράφηση της υπογραφής των ιδρυτικών μελών του συνεταιρισμού ++, ++ και ++.

Περαιτέρω, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ), για να δικάσει την υπόθεση, όσον αφορά την εναντίον του αναιρεσείοντος και εκκαλούντος κατηγορουμένου κατηγορία, κατά το παραπάνω, υπό στοιχεία α', β' και γ', αναιρούμενο μέρος, της αναιρούμενης εν μέρει με αρ. ++ αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και για επιβολή μίας νέας ενιαίας ποινής, κατ'άρθρο 98 παρ.2 ΠΚ και 470 ΚΠΔ, για την κατηγορία της πλαστογραφίας, που δεν αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση και καθίσταται αμετάκλητη και ενδεχομένως και για το λοιπό μέρος της κατηγορίας, που αναιρείται ως άνω και θα επανασυζητηθεί η υπόθεση, σε περίπτωση που θα επανακριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει τη με αριθμ. ++ απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά τις διατάξεις της που αφορούν. α) την ενοχή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ++ για την πλαστογραφία κατ'εξακολούθηση, μετά χρήσεως, στο από ++ Καταστατικό του νέου Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων Πρατηρίων Εμπορίας ++(++), καθώς και στο από ++ Πρακτικό της πρώτης γενικής συνέλευσης του εν λόγω συνεταιρισμού, όσον αφορά τη σφραγίδα και την υπογραφή του ιδρυτικού μέλους του άνω συνεταιρισμού ++, β) την ενοχή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την κατ'εξακολούθηση χρήση των ανωτέρω δύο πλαστών συστατικών εγγράφων του συνεταιρισμού με την προσκόμιση τους στο Ειρηνοδικείο Λαγκαδά και στο Υπουργείο Ανάπτυξης, όσον αφορά και τα τέσσερα ιδρυτικά μέλη του συνεταιρισμού, που αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και γ) την επιβληθείσα ποινή. Και.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, κατά τα παραπάνω στο σκεπτικό αναφερόμενα και κατά το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά τη με αρ. εκθ. ++ αίτηση αναιρέσεως του ++, περί αναιρέσεως της προσβαλλόμενης με αρ. ++ αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις ++

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις ++.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ         Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013