απάτη στο δικαστήριο και ψευδής ανομωτί εξέταση διαδίκου.Δεν τελούνται αντικειμενικά στην τακτική διαδικασία που ισχύει το τεκμήριο ομολογίας.ισχυρισμοί κατηγορουμένου και δόλος.απολογητικό

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ Κ. ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΗ ++++

ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

++++

Καρδίτσα 24/11/2015

Αρνούμαι μετ` αγανακτήσεως την έγκληση του εγκαλούντος και τα αποδιδόμενα σε μένα εγκλήματα, ως νόμω και ουσία αβάσιμη και καταφανώς αντιπερασπιστική. Πρόκειται καθαρά για αστική διαφορά που προσπαθεί να ποινικοποιήσει ο εγκαλών για να αποφύγει την πληρωμή του ποσού.

Κανένα έγκλημα αντικειμενικά δεν τελέστηκε διότι πρόκειται για τακτική διαδικασία στην οποία ισχύει το τεκμήριο ομολογίας (271.3ΚπολΔ) και συνεπώς δεν είχε καμία αρμοδιότητα το δικαστήριο που δίκασε με αυτή τη διαδικασία να ελέγξει, αυτεπαγγέλτως ενεργόν, την αλήθεια της καταθέσεώς μου. Πράγματι όπως δέχεται και η 51/2015 απόφαση, η αγωγή μου έγινε δεκτή «διότι εφόσον η εναγομένη εταιρία ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους της ερημοδικαζόμενης εναγομένης» και όχι επειδή έλαβε υπόψη και χρησιμοποίησε αποδεικτικά την εξέτασή μου ως διαδίκου, καθόσον δεν αναφέρεται καθόλου σ` αυτή με καμία παραδοχή της.

 Όμως γίνεται δεκτό ότι για να τελεστεί το αδίκημα της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης διαδίκου, πρέπει όχι μόνο η αρχή ενώπιον της οποίας γίνεται να είναι αρμόδια, αλλά και να μπορεί να ληφθεί υπόψη η κατάθεση δηλ. να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από την αρχή (ίδια ή άλλη) που είναι αρμόδια για την διάγνωση της διαφοράς. Απαιτείται δηλ. διττή αρμοδιότητα, ήτοι τόσο της αρχής που έλαβε την κατάθεση, όσο και της αρχής που θα εκτιμήσει αυτή (ίδια ή άλλη). Η τελευταία πρέπει να έχει αρμοδιότητα να ελέγξει αυτεπαγγέλτως την αλήθεια, άλλως δεν τελείται αδίκημα (ΟλΑΠ 351/61 ΠΧ ΙΒ 27, ΑΠ 2375/2004 ΠΧ ΝΕ/2005,815, ΑΠ 366/1997 ΠΧ ΜΗ/1998,60, ΑΠ 417/1993 ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτης Ποιν.Κωδ. 2η εκδ., υπο 225, 2,7, Α. Χαραλαμπάκης Ποιν.Κωδ. τ.ΙΙ, υπο 225, 17,33).

 Συνεπώς το δικαστήριο ως μη όφειλε, ζήτησε μεν την εξέτασή μου, όμως δεν είχε αρμοδιότητα, αυτεπαγγέλτως ενεργόν να ελέγξει την αλήθεια της προς αυτό ανακοινώσεως και γι` αυτό άλλωστε δεν την αξιοποίησε αποδεικτικά και δεν την χρησιμοποίησε καθ`οιονδήποτε τρόπο για την έκδοση της απόφασης. Συνεπώς αντικειμενικά δεν τελέστηκε η πράξη.

          Επίσης και για τους λοιπούς ισχυρισμούς που αναφέρει στην έγκλησή του ότι διέλαβα στην αγωγή μου, δηλ. ότι αληθώς δήθεν είχαμε άλλες συμφωνίες απ` αυτές που αναφέρω στην αγωγή μου, επίσης αντικειμενικά δεν τελείται κανένα αδίκημα διότι, εκτός από το ότι είναι αληθείς, σε κάθε περίπτωση, δεν αρκεί ο διάδικος να διαλαμβάνει στα δικόγραφά του (αγωγή, προτάσεις κλπ) ψευδείς ισχυρισμούς διότι δεν θεωρείται «αναφορά» (ΑΠ 1237/1987 ΠΧ ΛΗ 62, 33/1975 ΠΧ ΚΕ 410, ΠλημΘες 100/1992 Υπερ 1993,149). Άλλωστε ούτε και γι` αυτούς αξιοποίησε αποδεικτικά η απόφαση την κατάθεσή μου, αλλά ίσχυσε το τεκμήριο ομολογίας.

Ωσαύτως δεν στοιχειοθετείται απάτη επί δικαστηρίου, όταν ο δικαστής δεν δικαιούται να ελέγξει την ουσιαστική αλήθεια των ισχυρισμών του διαδίκου, διότι στην περίπτωση αυτή ο δικαστής δεν ¨πείθεται¨. Τούτο συμβαίνει όταν υπάρχει τεκμήριο ομολογίας από την ερημοδικία του εναγομένου , οπότε το δικαστήριο υποχρεούται να δεχθεί τους ισχυρισμούς του ενάγοντος διαδίκου. Η αγωγή του τελευταίου γίνεται δεκτή όχι συνεπεία παραπλανήσεως του δικαστή αλλά δυνάμει του τεκμηρίου ομολογίας (που οφείλεται στην ερημοδικία του αντιδίκου). Επομένως δεν στοιχειοθετείται πλάνη, αλλά και αν υπήρχε θα έλλειπε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της περιουσιακής διάθεσης διότι κατά το νόμο η τυχόν πλάνη του δικαστή είναι νομικά αδιάφορη.(ΑΠ 91/1994, ΠΧ ΜΔ/319: «δεν ανακύπτει κανένα θέμα παραπλανήσεως»). Η νομολογία μας δέχεται εδώ έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της περιουσιακής διάθεσης. (ΑΠ 91/1994, ΠΧ ΜΔ/319 (επάλληλα με την έλλειψη πλάνης), ΑΠ 227/1992, ΠΧ ΜΒ/417, ΣυμβΕφΑθ 1882/1998, ΠοινΔικ 1999, 339). Στην περίπτωση δε αυτή ούτε απόπειρα απάτης είναι δυνατή, όπως μεμονωμένα υποστηρίζεται, διότι αυτή προϋποθέτει δυνατότητα στοιχειοθέτησης του εγκλήματος, η οποία όμως εδώ αποκλείεται, αφού κατά νόμο δεν παρέχεται περιθώριο για το σχηματισμό πλάνης.( ΑΠ 91/94 ό.α, Μυλωνόπουλος, Ποιν.Δικ. Ειδικ. Μέρος τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, σελ. 483).

 Αλλά ούτε και υποκειμενικά πληρούνται τα αποδιδόμενα αδικήματα διότι: όπως προκύπτει από τα 51/2015 πρακτικά αυτό που καταθέτω είναι ότι δεν με πλήρωσε κατά την ημερομηνία που έπρεπε να με πληρώσει κατά τη συμφωνία μας, δηλ. όταν περατώθηκε το έργο συνολικής αξίας 9.173€ και «κατά τη συμφωνία μας έπρεπε να πληρωθεί αφού κόπηκε το τιμολόγιο» όπως ρητά αναφέρω και εξ` άλλου ισχυρίζομαι και στην αγωγή μου (σελ.2) ακριβώς για να προσδιορίσω το χρόνο τοκοφορίας, καθόσον με την αγωγή μου αιτούμαι τόκους των 9.173€ από την επόμενη της δήλης ημέρας και συνεπώς είχα κάθε έννομο συμφέρον να αναφέρω αν πληρώθηκα τότε που έπρεπε ή όχι. Δεν με ρώτησε η κ. πρόεδρος αν μετά τον ανωτέρω χρόνο που «κατά τη συμφωνία μας έπρεπε να πληρωθώ» μου κατέβαλε ή όχι και ποιο ποσό και τίποτα τέτοιο δεν αναφέρεται στα πρακτικά, δηλ. για συμβάντα μετά το χρόνο που κατά τη συμφωνία μας έπρεπε να πληρωθώ. Συνεπώς δεν υπάρχει κανένας δόλος μου.

Η έλλειψη δε κάθε δόλου μου προκύπτει περίτρανα από το εξής γεγονός: πριν ακόμα να λάβω γνώση των καταμηνυομένων με την έγκληση του αντιδίκου, που συνέβη την 20-11-2015 όταν για πρώτη φορά εμφανίστηκα στον κ. πταισματοδίκη και έλαβα γνώση της δικογραφίας λαμβάνοντας αντίγραφο της έγκλησης και των καταμηνυόμενων πράξεων όπως προκύπτει από την με ιδία ημερομηνία «χωρίς όρκο εξέταση-παροχή εξηγήσεων», ήδη την 16/11/2015 με τις με αρ. 2511β,2512β και 2513 β, εκθέσεις επίδοσης του δικ. Επιμ +++ που προσάγω και επικαλούμαι, είχα κοινοποιήσει στην αντίδικο ΟΕ και στα μέλη αυτής ήτοι στον εγκαλούντα και στην +++, την από 13/11/2015 επιταγή προς πληρωμή, κάτωθι του αντιγράφου του α` εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω απόφασης για το προσωρινώς εκτελεστό ποσό, αναγράφοντας ρητά και ξεκάθαρα και μάλιστα με τονισμένη γραφή ότι έλαβα το ποσό των 6.273€ την 30/6/2014 και επι τη βάσει αυτής της καταβολής υπολογίζω και τους διαδραμέντες τόκους αφού καμία έφεση δεν μου είχαν κοινοποιήσει κατά της ανωτέρω απόφασης. (μόλις την 20-11-15 έμαθα ότι κατέθεσαν αίτηση αναστολής επι κατατεθείσης έφεσης και ζήτησαν προσωρινή δ/γή και έτσι μόλις την 20-11-15 έμαθα ότι κατέθεσαν έφεση η οποία δεν μου κοινοποιήθηκε εισέτι. βλ. εξώφυλλο αίτησης αναστολής στο Πρωτ.++ την 20-11-15 για προσωρινή δ/γή)

Συνεπώς η έγκληση του εγκαλούντος είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη και δέον και αιτούμαι, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου, Να απαλλαγώ των κατηγοριών και να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Πληρεξούσιο δικηγόρο μου για να με υπερασπιστεί διορίζω τον δικηγόρο του Πρωτοδικείου Καρδίτσας Ανδρέα Απ. Βρόντο

                           Ο παρέχων εξηγήσεις

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013