ΜΠρΚαρδ.107/2015. εκμισθώσεις κινητών σε ΟΤΑ και νπδδ που εποπτεύονται απο ΟΤΑ.Αρμοδιότητα αγωγής και νομιμοποίηση. αδικαιολόγητος πλουτισμός.διαφορές ιδιωτικού δικαίου.

Αριθμός 107/2015

(Γεν.Ειδ. 300/2013)

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Βασδέκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών και από τη γραμματέα, Θεοδώρα Τεταγιώτη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την ++ για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση:

Του ενάγοντος: ++, κατοίκου ++, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου, Ανδρέα Βρόντου.

Του εναγόμενου: Δήμου ++, που εδρεύει ++, νομίμως εκπροσωπούμενου, ο οποίος υπεισήλθε στην θέση του συγχωνευθέντος, λόγω συνένωσης, Δήμου ++, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου ++

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από ++ αγωγή του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμ. εκθ.καταθ. ++ και προσδιορίστηκε δικάσιμος η ++, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Κατά το άρθρο 25 παρ. 2 ΚπολΔ τα μη φυσικά πρόσωπα που έχουν ικανότητα να είναι διάδικοι υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου έχουν την έδρα τους. Εξάλλου, κατά το άρθρο 33 του ίδιου Κώδικα, διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή και όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτήν, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή. Και τέλος, κατά το άρθρο 41 του αυτού Κώδικα παρέχεται στον ενάγοντα το δικαίωμα της επιλογής μεταξύ περισσότερων αρμοδίων δικαστηρίων. Τόπος κατάρτισης της σύμβασης είναι ο τόπος που επέρχεται η συμφωνία των συμβαλλομένων για το αντικείμενο αυτής, ενώ ως τόπος εκπλήρωσης της παροχής νοείται ο τόπος που αποτελεί κατά το ουσιαστικό δίκαιο τον προσήκοντα για την από μέρους του οφειλέτη επιχείρηση των πράξεων εκείνων που τείνουν στην εκπλήρωσή της παροχής, ήτοι, κατά σειρά, αυτός που προκύπτει από τη σύμβαση ρητά ή σιωπηρά, ή με άλλη συμφωνία έστω και άτυπη, αλλιώς αυτός που συνάγεται από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης και, τέλος, αυτός που καθορίζεται από τις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 320-322 ΑΚ. Ετσι, προκειμένου περί χρηματικής παροχής που οφείλεται από σύμβαση, αν δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό από την ερμηνεία της σύμβασης ή από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης, τόπος εκπλήρωσης είναι ο τόπος όπου ο δανειστής έχει την κατοικία του, ή αν η απαίτηση προέρχεται από την άσκηση του επαγγέλματος του, ο τόπος της επαγγελματικής του εγκατάστασης κατά το χρόνο της καταβολής (ΑΠ 194/1985 ΕλλΔνη 1985-1473,Εφ.Λαρ. 126/2005 ΕφΠειρ. 725/1996 ΕλλΔνη 39-144, ΕφΑΘ. 6953/1995 ΝοΒ 1996-651, ΕφΑΘ. 9078/1995 ΕλλΔνη 37-1386). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν.Δ. 496/1974 "περί Κωδικός Λογιστικού των ΝΠΔΔ", ορίζεται ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό του ΝΠΔΔ που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών [και

μεταγενέστερα κατά την υττ' αριθ. 2054839/452/0026/3-9.7.1992 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ ΕΓ 447/1992) 150.000 δραχμών ή 440,20 ευρώ, ήδη δε κατά την υπ' αριθ. 2/59649/0026/2001 απόφαση του αυτού Υπουργού (ΦΕΚ Β΄ 1427/2001) 2.500,00 ευρώ] ή δημιουργεί υποχρεώσεις διάρκειας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση όμως για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές, που είναι αντίστοιχες με τις διατάξεις του αρθρ. 84 του Ν.Δ. 321/1969 "περί Κωδικός Δημοσίου Λογιστικού" και ήδη με τις διατάξεις του άρθρου 80 του νέου Ν. 2362/ 1995 "περί Κωδικός Δημοσίου Λογιστικού" (ως αυτός ίσχυε πριν την κατάργησή του με τον ν. 4270/2014), συνάγεται ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό ΝΠΔΔ ή αναλόγως του Δημοσίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι' αυτό και η έλλειψη του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 ΑΚ άκυρη τη σύμβαση και συνεπώς θεωρούμενη κατά το άρθρο 180 ΑΚ ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης μόνο όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (ΑΠ 1057/2011 ΝοΒ 60.339 και ΤρΝομΠληρΔΣΑ, με παραπομπή τις ΟλΑΠ 862/1984, ΑΠ 1626/1995, ΑΠ 181/2004, ΑΠ 1161/2009, ΑΠ 1135/2010). Κατά το άρθρο 85 του ίδιου ως άνω νόμου « Η καθ' οιονδήποτε τρόπο παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 79 έως και 84 του παρόντος νόμου επάγεται την απόλυτη ακυρότητα της συμβάσεως. Από την ακυρότητα αυτής και τη σχετική παρανομία των οργάνων του Δημοσίου δεν γεννάται υποχρέωση αυτού προς αποζημίωση του αντισυμβαλλομένου, στην περίπτωση που τα αρμόδια όργανα εκ προθέσεως παραβίασαν τις σχετικές διατάξεις και αυτός γνώρισε την παρανομία ή συνετέλεσε στην παραβίαση των διατάξεων. Η  ακυρότητα της σύμβασης από την έλλειψη του απαιτούμενου τύπου, ο οποίος είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, τόσο για την αρχική σύμβαση όσο και για την τροποποίηση αυτής, είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εφόσον προκύπτει από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά ( Εφ. Πατρ. 1405/2006, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1549/1995, ΝοΒ 44.1008, ΕφΑΘ 1840/1992, ΝοΒ 41.510, ΕφΑΘ 8341/1991, ΕλλΔνη 33.875, ΕφΑΘ 3410/1991, ΕλλΔνη 33.875). Στην περίπτωση αυτή της άκυρης σύμβασης η παροχή που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης και παρά την ακυρότητα της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί συνεπώς κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό να αναζητηθεί αυτούσια η παροχή ή αναλόγως η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος (ΑΠ 541/1978, ΑΠ 1646/1995, ΑΠ 250/2006). Ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης είναι η ύπαρξη πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, δηλαδή η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πλουτισμού και επιβάρυνσης, έτσι ώστε το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου. Πλουτισμό συνιστά κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του λήπτη που μπορεί να εμφανίζεται είτε ως αύξηση του ενεργητικού ή μείωση του παθητικού της περιουσίας του είτε αντιστρόφως ως αποφυγή αύξησης του παθητικού της ή μείωσης του ενεργητικού της (ΑΠ 1057/2011, ό.π., με παραπομπή στην ΟλΑΠ6/1994), η οποία διαφορετικά θα συνέβαινε και τέτοια είναι προπάντων η περίπτωση αποφυγής δαπανών, στις οποίες ο υπόχρεος ήταν για πραγματικούς λόγους αναγκασμένος να προβεί ή όφειλε από το νόμο ή τη σύμβαση να έχει προβεί. Στερείται νόμιμης αιτίας και επομένως είναι δικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ' εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη, συναγόμενη σαφώς από συγκεκριμένες διατάξεις ή και από το γενικότερο πνεύμα του νόμου, όπως επί αποσβεστικής προθεσμίας ή παραγραφής, ενώ νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, εκτός από τη βούληση του ζημιωθέντος ή του νομοθέτη, είναι και το αντάλλαγμα που τυχόν παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού, δηλαδή η οικονομική θυσία του έναντι του αποκτώμενου πλουτισμού, η οποία, αν είναι ισάξια μ' αυτόν, ανταποκρίνεται πλήρως στην εξισωτική αποστολή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 1057/2011, ό.π., με παραπομπή στην ΑΠ 1627/2010). Στοιχεία της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που πρέπει να εκτίθενται σ' αυτή κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη, είναι γενικώς η ύπαρξη περιουσιακής ωφέλειας σε κάποιο πρόσωπο, η αιτία για την οποία αυτή επήλθε και η ανυπαρξία ή το ελάπωμα της αιτίας, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 1057/2011, ό.π., με παραπομπή στις ΑΠ 273/1993, ΑΠ 673/1999). Έτσι αν η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αφορά σε αναζήτηση ωφέλειας που προήλθε από την εκτέλεση άκυρης σύμβασης, πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να προσδιορίζονται τα στοιχεία της σύμβασης και ο λόγος της ακυρότητας της, εξαιτίας της οποίας ο αντίστοιχος πλουτισμός είναι νομικά αδικαιολόγητος (ΑΠ 1057/2011, ό.π., με παραπομπή στην ΟλΑΠ 22/2003). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 "περί λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.", που ορίζει ότι ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως και άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346 ΑΚ και 221 παρ. 1 γ ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την έναρξη της υποχρεώσεως των Ν.Π.Δ.Δ. να καταβάλουν τόκους επί των οφειλών τους, δεν αρκεί εξώδικη όχληση του δανειστή αλλ' απαιτείται να γίνει επίδοση της σχετικής αγωγής, η οποία και μόνο ως διαδικαστική πράξη συνεπάγεται την τοκογονία των ληξιπρόθεσμων χρεών τους. Η αγωγή αυτή πρέπει να είναι καταψηφιστική και δεν αρκεί η απλώς αναγνωριστική, αφού η τελευταία δεν ενέχει όχληση προς εκπλήρωση της παροχής. (Ολ ΑΠ 7/2000, πρβλ. και ΟλΑΠ 10/2008 για το Δημόσιο). Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 28 παρ. 1α του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης της 4-3-1950, διότι η θεσπισθείσα από αυτήν κατά παρέκκλιση των άρθρων 221 παρ.1 γ' ΚΠολΔ και 345, 346 ΑΚ υποχρέωση καταβολής τόκων από τα Ν.Π.Δ.Δ. μόνον από την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ώστε οι εκπρόσωποι και τα λοιπά αρμόδια όργανα αυτών να αντιλαμβάνονται αμέσως την έκταση των εναντίον τους απαιτήσεων και να ενεργούν ταχέως για την αντιμετώπιση τους, περαιτέρω δε με την παρέκκλιση αυτή δεν παραβλάπτεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας που εξασφαλίζει το άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α. σε κάθε πρόσωπο. (Α.Π 953/2010, 955/2010, 1307/2010). Τέλος, η διάταξη του άρθρου 8 ν. 2097/1952 που απαγορεύει την αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, η ισχύς της οποίας (διάταξης) είχε επεκταθεί και στους Ο.Τ.Α. με το άρθρο 3 ν.δ. 31/1968, καθώς και η διάταξη του άρθρου 909 παρ. 1 ΚΠολΔ που απαγορεύει την προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των Ο.Τ.Α., κατά την άποψη που υιοθετεί το Δικαστήριο τούτο, θεωρούνται καταργημένες, ως ευρισκόμενες σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 Συντ., 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (βλ. ΟλΑΠ 17/2002 ΕλλΔνη 2002.1009, 21/2001 ΕλλΔνη 2002.83, Εφ.ΑΘ.6457/2011,Νόμος, Πρακτικά 7ης Γεν.Συνεδρίασης της ΟλΕλΣ της 19-3-2003 ΕΔΚΑ 2003.606, Πρακτικά της 6ης Γεν.Συνεδρίασης της ΟλΕλΣ της 12-3-2003, ΕΔΚΑ 2003.674, Απαλαγάκη X., Διαδικαστικά ζητήματα από την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου, Δ 2004.773-774, Χρυσόγονος Κ., Η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου ή άλλου ν.π.δ.δ. υπό την ισχύ του άρθρου 94 παρ. 4 Συντ., ΝοΒ 2003.15-16, Σταμάτης Κ., Αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεως κατά του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και ν.π.δ.δ., ΝοΒ 2003.3).    

Με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει προφορικής σύμβασης μίσθωσης, που καταρτίστηκε περί τα μέσα Απριλίου του έτους 2007, μεταξύ του ίδιου και των νομίμων εκπροσώπων του Δήμου ++, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οποίου υπεισήλθε ο εναγόμενος Δήμος, εκμίσθωσε τα ειδικότερα αναγραφόμενα στην υπό κρίση αγωγή κινητά πράγματα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν από τον ως άνω Δήμο στα πλαίσια διοργάνωσης εορταστικών εκδηλώσεων στο ++ . Ότι η διάρκεια της μίσθωσης των κινητών πραγμάτων ορίστηκε για το χρονικό διάστημα από 29-4-2007 έως και 2-5-2007, ενώ το μίσθωμα ορίστηκε συνολικά στο ποσό των 999 ευρώ, πλέον ΦΠΑ καταβλητέο κατά τη λήξη της μίσθωσης σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος στην ++. Ότι επιπροσθέτως, περί τις αρχές Σεπτεμβρίου 2008, καταρτίστηκε προφορικά μεταξύ του ιδίου και των νομίμων εκπροσώπων του Δήμου ++ - στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οποίου υπεισήλθε ο εναγόμενος Δήμος - και δεύτερη σύμβαση μίσθωσης δυνάμει της οποίας ο ενάγων εκμίσθωσε τα ειδικότερα αναγραφόμενα στην υπό κρίση αγωγή κινητά πράγματα προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στα πλαίσια της διοργάνωσης εορταστικής εκδήλωσης στο ίδιο ως άνω τοπικό διαμέρισμα. Ότι η διάρκεια της δεύτερης αυτής μίσθωσης ορίστηκε για το χρονικό διάστημα από 4-9-2008 μέχρι 6-9-2008, ενώ το μίσθωμα ορίστηκε συνολικά στο ποσό των 298,50 ευρώ πλέον ΦΠΑ, καταβλητέο κατά τη λήξη της μίσθωσης σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος στην ΑΤΕ Παλαμά. Ότι σε εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων μίσθωσης ο ενάγων μετέφερε και εγκατέστησε (παρεπόμενες υποχρεώσεις της κύριας σύμβασης μίσθωσης) τον κινητό εξοπλισμό κατά τις υποδείξεις των εκπροσώπων του αντισυμβαλλόμενου Δήμου Λακέρειας. Ότι κατά την λήξη των συμβάσεων μίσθωσης, οπότε και το μίσθωμα κατέστη απαιτητό, ο ενάγων εξέδωσε τα σχετικά τιμολόγια χωρίς όμως ο Δήμος ++ να του καταβάλει μέχρι και σήμερα παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του ενάγοντος το συμφωνηθέν μίσθωμα. Ζητεί λοιπόν ο ενάγων να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος, που υπεισήλθε στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του Δήμου ++, να του καταβάλει, το μίσθωμα των ως άνω δύο συμβάσεων, νομιμοτόκως από τότε που αυτό κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Επικουρικώς, ο ενάγων αιτείται την καταβολή του μισθώματος με βάση τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος διεξήγαγε ξένη υπόθεση προς το συμφέρον και την πραγματική βούληση του Δήμου ++. Όλως επικουρικώς και για την περίπτωση που κριθούν άκυρες οι ένδικες συμβάσεις μίσθωσης, λόγω μη τήρησης του απαιτούμενου εκ του νόμου τύπου, ζητεί ο ενάγων να του καταβληθεί το ως άνω ποσό, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού ο εναγόμενος - που έχει υπεισέλθει στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του Δήμου ++ - εξοικονομώντας το ποσό που θα κατέβαλε σε οποιονδήποτε τρίτο, έχει καταστεί πλουσιότερος κατά το ως άνω ποσό του μισθώματος εις βάρος της περιουσίας του ιδίου (ενάγοντος). Ζητεί τέλος να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην δικαστική του δαπάνη.

Με το ως άνω περιεχόμενο, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς εισάγεται στο Δικαστήριο τούτο που είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 16 αριθμ.1 και 33 του Κ.Πολ.Δ., δοθέντος ότι τα χρηματικά χρέη, όπως είναι και το μίσθωμα τυγχάνουν εν αμφιβολία - ως εν προκειμένω, όπου δεν προκύπτει από την επισκόπηση των προσκομισθέντων εγγράφων αντίθετη συμφωνία- κομίσιμα και ως εκ τούτου καταβλητέα στον τόπο της κατοικίας του δανειστή ή, όταν προέρχονται από την άσκηση του επαγγέλματος του, της επαγγελματικής του εγκαταστάσεως, άρα εν προκειμένω αρμοδίως κατά τόπον εισάγεται η υπόθεση στο Δικαστήριο του τόπου κατοικίας του ενάγοντα που αποτελεί και τον τόπο άσκησης της επαγγελματικής του δραστηριότητας, απορριπτομένου συνεπώς του ισχυρισμού του εναγομένου περί κατά τόπον αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου) προκειμένου να εκδικαστεί με την ειδική διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 647 επ. του Κ.Πολ.Δ, (ενώ σημειωτέον υφίσταται δικαιοδοσία

των πολιτικών δικαστηρίων, ενόψει του ότι δεν πρόκειται περί διοικητικής διαφοράς ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1, 2 περ. ι του ν. 1406/1983, αλλά περί διαφοράς του ιδιωτικού δικαίου, αφού ναι μεν η ανωτέρω σύμβαση συνήφθη με Ν.Π.Δ.Δ, όμως δεν διέπονται από κανόνες διοικητικού δικαίου ούτε περιέχουν νομίμως όρους που εξασφαλίζουν υπέρ του συμβαλλόμενου Ν.Π.Δ.Δ. δυνατότητες μονομερούς επέμβασης ή εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς, αλλά υπάγονται στο ιδιωτικό δίκαιο, βλ. και ΟλΑΠ 7/2001 Δνη 42. 381). Είναι επιπλέον ορισμένη και νόμιμη πλην της επικουρικώς σωρευόμενης βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πλην της επικουρικώς σωρευόμενης βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και τούτο επειδή αυτή στηρίζεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η κυρίως σωρευόμενη βάση από την σύμβαση μίσθωσης (σημειωτέον ότι με την υπό κρίση αγωγή γίνεται λόγος για μίσθωμα του έτους 2007 συνολικού ποσού 1188,81 ευρώ και μίσθωμα του έτους 2008 συνολικού ποσού 355,21 ευρώ και συνεπώς έγκυρων προφορικών συμβάσεων με το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. αφού το αντικείμενο αυτής δεν ξεπερνά το όριο των 2.500 ευρώ, χωρίς να αναγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο άλλη αιτία από την οποία και επήλθε ακυρότητα της σύμβασης μίσθωσης και β) του παρεπόμενου αιτήματος περί καταβολής τόκων από τον εναγόμενο ( που αποτελεί Ν.Π.Δ.Δ.) από τότε που το μίσθωμα κατέστη απαιτητό καθόσον, για την έναρξη της υποχρεώσεως των Ν.Π.Δ.Δ., να καταβάλουν τόκους επί των οφειλών τους, απαιτείται να γίνει επίδοση της σχετικής -καταψηφιστικής - αγωγής, η οποία και μόνο ως διαδικαστική πράξη συνεπάγεται την τοκογονία των ληξιπρόθεσμων χρεών τους, κατά τα αναγραφόμενα στη μείζονα σκέψη. Στηρίζεται δε στις διατάξεις των άρθρων 61, 361, 574, 575 , 595, 341, 345, 346 Α.Κ, 176, 907, 908 του ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως η υπό κρίση αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ Τ.Ν και ΤΑΧΔΙΚ προσαυξήσεις (βλ. το με αύξοντα αριθμό ++ διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ ++).

Σύμφωνα με το αρ. 90 παρ. 1 ν. 2362/1995 "Περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου των δαπανών του Κράτους", που σύμφωνα με το αρ. 119 αυτού άρχισε να ισχύει από 1-1-1996 ( ως ο νόμος αυτός ίσχυε πριν την κατάργησή του με το ν. 4270/2014) οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος αυτής, κατά δε το αρ. 91 του ιδίου νόμου επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διάταξης του παρόντος η παραγραφή οποιοσδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου, όπως ήταν και οι αναφερόμενες στο άρθρο. 90 παρ. 1 αυτού, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, ενώ σε βραχυπρόθεσμη διετή παραγραφή από τη γένεσή τους κατά την διάταξη της παρ. 3 του άρ. 90 του νόμου αυτού υπόκειται η απαίτηση οποιαδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 ν.δ. 31/1968 και στις χρηματικές αξιώσεις κατά των Οργανισμών Τοπικής- Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ως προς την παραγραφή των ενοχικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου ή των Ο.Τ.Α. (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και εκείνες που πηγάζουν από αδικοπραξία και αδικαιολόγητο πλουτισμό λόγω ακυρότητας της συμβάσεως) σε καμία περίπτωση ο χρόνος της παραγραφής- που λαμβάνεται και αυτεπάγγελτα υπόψη από τα Δικαστήρια κατ άρθρο 94 του ν. 2362/1995 - δεν μπορεί να υπερβαίνει την πενταετία (Α.Π 1372/2010, Α..Π 281/2009, Α.Π 1310/2009, Νόμος).

Ο εναγόμενος Δήμος, με τις εμπροθέσμως και νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις του και κατ εκτίμηση των περιεχομένων σε αυτές ισχυρισμών, προβάλλει πρωτίστως την ένσταση παραγραφής των αξιώσεων του ενάγοντος, ισχυριζόμενος ειδικότερα, ότι οι αξιώσεις του ενάγοντος από την σύμβαση μίσθωσης του έτους 2007, έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, καθόσον από το ως άνω χρονικό διάστημα (2007), μέχρι και το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας. Ο εν λόγω ισχυρισμός (που λαμβάνεται άλλωστε υπόψη και αυτεπαγγέλτως κατ άρθρο 94 του ν. 2362/1995) προβάλλεται παραδεκτώς και ορισμένως στηρίζεται δε στα άρθρα 90 παρ. 1 ν. 2362/1995 και 247 Α.Κ. και συνεπώς πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ'ουσίαν.

Ο ενάγων, προς απόκρουση της άνω ενστάσεως (παραγραφής), προβάλλει παραδεκτώς ( με την προσθήκη των προτάσεων του), την αντένσταση περί διακοπής της παραγραφής ισχυριζόμενος ότι ο εναγόμενος αναγνώρισε την οφειλή του από την σύμβαση μίσθωσης που συνήφθη το έτος 2007, διαβεβαιώνοντας τον ενάγοντα συνεχώς ότι θα του κατέβαλε το οφειλόμενο ποσό, διαβεβαιώσεις που οδήγησαν τον τελευταίο να μην ασκήσει άμεσα την αγωγή του. Ο εν λόγω ισχυρισμός του ενάγοντος, που συνιστά αντένσταση διακοπής της παραγραφής, στηρίζεται στο άρθρο 260, 270 Α.Κ. και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και κατ'ουσίαν. Επικουρικώς δε ο ενάγων προς απόκρουση της ένστασης παραγραφής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η πρόταση της παραγραφής από τον εναγόμενο ασκείται καταχρηστικώς, αφού ο εναγόμενος Δήμος δια της συμπεριφοράς των εκπροσώπων του, που διαβεβαίωναν τον ενάγοντα ότι θα του καταβληθεί τα οφειλόμενο ποσό, απέτρεψε αυτόν από το να ασκήσει άμεσα την αγωγή του. Ο εν λόγω ισχυρισμός του ενάγοντος, συνιστά αντένσταση καταχρηστικής άσκησης της προβολής από τον εναγόμενο της ένστασης περί παραγραφής, στηρίζεται δε στο άρθρο 281 Α.Κ. και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και κατ'ουσίαν.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα του ενάγοντος και από τα έγγραφα που προσκόμισε νομίμως μετ'επικλήσεως ο ενάγων ( οι εναγόμενοι κατέθεσαν μόνο προτάσεις και δεν εξέτασαν επιμελεία τους μάρτυρα), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων διατηρεί επιχείρηση ενοικίασης τραπεζοκαθισμάτων, μεταλλικών κατασκευών και σύναψών ειδών για την διοργάνωση διαφόρων πολυπληθών εκδηλώσεων. Στα πλαίσια της εμπορικής του αυτής δραστηριότητας, συμφώνησε προφορικώς με τον Δήμο ++ - στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του οποίου υπεισήλθε ο εναγόμενος Δήμος - για την σύναψη των κάτωθι συμβάσεων μίσθωσης: α) περί τα μέσα Απριλίου 2007, και δη στην έδρα του Δήμου ++, συμφωνήθηκε προφορικά να εκμισθώσει ο ενάγων ένα μεταλλικό στέγαστρο με μουσαμά, 400 καρέκλες και 70 τραπέζια, προκειμένου ο μισθωτής Δήμος ++ να τα χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες υπαίθριας εκδήλωσης που διοργάνωνε για του δημότες του ++. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε από τις 29-4-2007 μέχρι και τις 2-5-2007, ενώ το μίσθωμα ορίσθηκε στο ποσό των 750 ευρώ για το στέγαστρο με τον μουσαμά, στο ποσό των 200 ευρώ για τις καρέκλες και στο ποσό των 49 ευρώ για τα τραπέζια, ήτοι στο συνολικό ποσό των 999 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, ποσού 189,81 ευρώ, καταβλητέο, κατά την λήξη της σύμβασης μίσθωσης, ήτοι στις 2-5- 2007. Ο ενάγων σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης μίσθωσης μετέφερε ως είχε επιπροσθέτως συμφωνηθεί τα κινητά πράγματα στον τόπο όπου θα λάμβανε χώρα η εορταστική εκδήλωση και τοποθέτησε αυτά (παρεπόμενες υποχρεώσεις της κύριας σύμβασης της μίσθωσης), σύμφωνα με τις υποδείξεις των εκπροσώπων του μισθωτή Δήμου ++, ο οποίος και αντιστοίχως παρέλαβε χωρίς να εκφράσει κάποια επιφύλαξη βρίσκοντας αυτά απολύτως κατάλληλα για τη συμφωνηθείσα χρήση. Κατά την λήξη της ως άνω σύμβασης μίσθωσης ο ενάγων εξέδωσε, κατά τα συμφωνηθέντα, το υπ'αριθμ. ++ τιμολόγιο συνολικής αξίας 1.188,81 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α και β) περί τις αρχές Σεπτεμβρίου 2008 και δη στην έδρα του Δήμου ++, συμφωνήθηκε προφορικά να εκμισθώσει ο ενάγων στον Δήμο ++ 400 καρέκλες και 90 τραπέζια, προκειμένου ο Δήμος ++ - μισθωτής να τα χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες υπαίθριας εκδήλωσης που διοργάνωνε για τους δημότες του ++. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε από τις 4-9-2008 μέχρι και τις 6-9-2008, ενώ το μίσθωμα ορίσθηκε στο ποσό των 240 ευρώ για τις καρέκλες και στο ποσό των 58,50 ευρώ για τα τραπέζια, ήτοι στο συνολικό ποσό των 298,50 ευρώ, καταβλητέο, κατά την λήξη της σύμβασης μίσθωσης, στις 6-9-2008, πλέον ΦΠΑ ποσού 56,71 ευρώ. Ο ενάγων σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης μίσθωσης μετέφερε τα κινητά πράγματα στον τόπο όπου θα λάμβανε χώρα η εορταστική εκδήλωση και τοποθέτησε αυτά σύμφωνα με τις υποδείξεις των εκπροσώπων του μισθωτή Δήμου ++, ο οποίος και αντιστοίχως παρέλαβε αυτά χωρίς να εκφράσει κάποια επιφύλαξη βρίσκοντας αυτά απολύτως κατάλληλα για τη συμφωνηθείσα χρήση. Κατά την λήξη της σύμβασης μίσθωσης ο ενάγων εξέδωσε κατά τα συμφωνηθέντα το υπ'αριθμ. ++ τιμολόγιο συνολικής αξίας 355,21 ευρώ. Στο σημείο αυτό και σχετικά με την προβαλλόμενη από τον εναγόμενο Δήμο ένσταση παραγραφής της αξίωσης του ενάγοντος προς καταβολή του μισθώματος της πρώτης από τις ως άνω συμβάσεις μίσθωσης (του έτους 2007) λεκτέα τα ακόλουθα: Ο ενάγων από την στιγμή που το χρέος του Δήμου ++ το προερχόμενο από τη σύμβαση μίσθωσης του έτους 2007 κατέστη ληξιπρόθεσμο οχλούσε συνεχώς τον αντισυμβαλλόμενο Δήμο, ο οποίος και δια των εκπροσώπων του διαβεβαίωνε συνεχώς τον ενάγοντα μέχρι και τουλάχιστον το έτος 2010 - οπότε και συγχωνεύτηκε (ν. 3852/2010), λόγω συνένωσης του με τον εναγόμενο Δήμο - ότι θα καταβάλει την οφειλή του, σύμφωνα και με τα όσα ενόρκως κατέθεσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου η μάρτυρας του ενάγοντος. Ως εκ τούτου, από το τέλος του οικονομικού έτους 2007, οπότε και κατέστη απαιτητό το μίσθωμα της πρώτης από τις ως άνω συμβάσεις, μέχρι και το έτος 2010 διακόπηκε ο χρόνος της παραγραφής κατ άρθρο 260 Α.Κ. άρχισε δε να τρέχει νέα παραγραφή από το έτος 2011. Συνεπώς, στις 16-9-2013, οπότε και ο ενάγων άσκησε την κρινόμενη αγωγή (κατάθεση και επίδοση της αγωγής), δεν είχε συμπληρωθεί διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, απορριπτομένου, ως ουσία αβάσιμου, του ισχυρισμού του εναγομένου περί παραγραφής της αξίωσης του ενάγοντος από την σύμβαση μίσθωσης του έτους 2007, κατ'αποδοχή της αντένστασης του ενάγοντος περί διακοπής του χρόνου της παραγραφής. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι ο Δήμος ++ αν και παραδόθηκαν τα κινητά πράγματα των ως άνω μισθώσεων και χρησιμοποίησε αυτά ανενόχλητα καθ'όλη τη διάρκεια των ως άνω μισθώσεων δεν φάνηκε συνεπής στις υποχρεώσεις του από τις συμβάσεις μίσθωσης και δη όσον αφορά την υποχρέωση προς καταβολή του μισθώματος, καθόσον παρά το γεγονός ότι παρήλθε και η τελευταία ημέρα που είχε οριστεί ως το απώτατο χρονικό όριο για την καταβολή του μισθώματος εντούτοις δεν κατέβαλε αυτό στον ενάγοντα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του τελευταίου, σύμφωνα και με τα όσα ενόρκως κατέθεσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου η μάρτυρας του ενάγοντος. Εξακολουθεί δε μέχρι και σήμερα (ημέρα συζήτησης της αγωγής), να οφείλει στον ενάγοντα το μίσθωμα, της υπό στοιχ. α' μίσθωσης συνολικού ποσού 1188,81 ευρώ και το μίσθωμα της υπό στοιχ. β' μίσθωσης συνολικού ποσού 355,21 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ 23%). Πρέπει επομένως η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος, που υπεισήλθε στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του Δήμου ++, να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 1.544,02 ευρώ, νομιμοτόκως, ως ειδικότερα αναγράφεται στο διατακτικό. Επιπλέον, πρέπει η απόφαση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, η καθυστέρηση της εκτέλεσης, είναι δυνατόν να επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα. Τέλος, πρέπει ο εναγόμενος να καταδικασθεί λόγω της ήττας του στην δικαστική δαπάνη του ενάγοντος (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ) μειωμένη, όμως, κατ' άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957 και 281 παρ. 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.544,02 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως.

Κηρύσσει την απόφαση, ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική διάταξη, προσωρινά εκτελεστή.

Καταδικάζει τον εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των 250 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στις ++ στην Καρδίτσα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013