ΑΠ 924/2016.αναίρεση με επίδοση στον εισαγγελέα ΑΠ. λόγοι αναίρεσης και υπόμνημα. απόλυτη ακυρότητα λόγω μη προσδιορισμού της ταυτότητας των εγγράφων και λόγω λήψης υπ` όψη μη αναγνωσθέντος εγγράφου. έλλειψη αιτιολογίας στα αποδεικτικά μέσα.

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

                                   (ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ)

                     (Δια του κ. Εισαγγελέως Του Αρείου Πάγου)

                                           ΔΗΛΩΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

                       (σύμφωνα με το άρθρο 473. παρ. 2 ΚΠΔ)

 

Του ++++ που γεννήθηκε ++++, την 1++, κάτοικου +++, Οδός +++, κατόχου του με αριθμό +++++ Δελτίου Ταυτότητας +++ και με ΑΦΜ +++ της Δ.Ο.Υ ++++

 

                                         ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Της με αριθμό +++++ καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου +++, μετά από έφεση κατά της υπ’ αριθμ. +++απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου +++ δικάσιμου ++++, που καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο με αύξοντα αριθμό +++ την +++

 

                                           ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

 

Με το από ++ κλητήριο θέσπισμα της κ. εισαγγελέως Πλημ/κών +++ (+++) κλήθηκα να δικαστώ στο Μονομελές  Πλημ/κείο +++ ως κατηγορούμενος-υπαίτιος του ότι «… στην +++ από ώρα 20.00’ της 6-5-2008 έως και ώρα 07.30’ της 7-5-2008, ενεργώντας από κοινού, δηλαδή κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο, αφαίρεσα ξένα ολικά κινητά πράγματα από την κατοχή άλλου με σκοπό να τα ιδιοποιηθώ παράνομα και συγκεκριμένα αφού εισήλθα στα επί της ενταύθα οδού +++ ευρισκόμενα γραφεία του Τμήματος Αστικής Κατάστασης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, της Περιφέρειας +++,  αφαίρεσα  από μεταλλικό χρηματοκιβώτιο, που παραβίασα, καθώς και από ερμάρια  γραφείων υπαλλήλων της εν λόγω υπηρεσίας, τα παρακάτω έγγραφα — έντυπα:

Τριακόσιες σαράντα οκτώ [348] κενές αυτοκόλλητες άδειες διαμονής ενιαίου τύπου [βινιέτες], με σειριακούς αριθμούς από α/α 2953751 έως και α/α 2954000, από α/α 2953706 έως και α/α 2953750, από 22953686 έως και α/α 2953700, από α/α 2954914 έως και α/α 2954950, καθώς και την με α/α 2981178 άδεια.

Χίλιες τετρακόσιες ογδόντα πέντε [1485] , βεβαιώσεις κατάθεσης δικαιολογητικών για τη χορήγηση άδειας παραμονής αλλοδαπών με σειριακούς αριθμούς από α/α 1065516 έως και α/α 1066000 και από α/α 0738001 έως και α/α 0739000.

Επτά [7] Φύλλα Ειδικού Τύπου στα οποία επικολλώνται αυτοκόλλητες άδειες παραμονής για υπηκόους Π. Γ.Δ.Μ. [Σκοπίων] , τα οποία φέρουν σειριακούς αριθμούς από α/α 006445 έως και 006451.

Σαράντα εννέα [49] έντυπες κενές άδειες παραμονής αλλοδαπών [χρώματος καφέ] παλαιού, οι οποίες δεν φέρουν σειριακούς αριθμούς, ιδιοποιούμενοι αυτά παράνομα», ήτοι για παράβαση όσον με αφορά των άρθρων « 1, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 372 παρ. 1α Π.Κ.».

Παρόντος εμού εξεδόθη η πρωτόδικη με αρ. +++ απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου +++, που με έκρινε ένοχο των αποδιδόμενων ανωτέρω πράξεων, δηλ. της κλοπής από κοινού και μου επέβαλλε ποινή φυλάκισης δύο (2)  ετών,  την οποία ανέστειλε επί τριετία καθώς και τα δικαστικά έξοδα.

Άσκησα νόμιμα και εμπρόθεσμα την από +++ έφεσή μου κατά της ανωτέρω απόφασης απευθυνόμενη προς το Τριμελές Πλημμελειοδικείου +++ Επί της εφέσεώς μου αυτής, εκδόθηκε παρόντος εμού (διά πληρεξουσίου) η με αρ. ++++ προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου +++,  που κατά το διατακτικό της με κήρυξε ένοχο του ότι : « στην +++ από ώρα 20.00’της 6-5-2008 έως και ώρα 07.30’ της 7-5-2008, ενεργώντας από κοινού, με τους +++  + και +++ του +++, δηλαδή κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο, αφαίρεσε ξένα ολικά κινητά πράγματα από την κατοχή άλλου με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα και συγκεκριμένα αφού εισήλθε στα επί της ενταύθα οδού +++ ευρισκόμενα γραφεία του Τμήματος Αστικής Κατάστασης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, της Περιφέρειας +++, αφαίρεσε από μεταλλικό χρηματοκιβώτιο, που παραβίασε, καθώς και από ερμάρια γραφείων υπαλλήλων της εν λόγω υπηρεσίας, τα παρακάτω έγγραφα-έντυπα:

Τριακόσιες σαράντα οκτώ [348] κενές αυτοκόλλητες άδειες διαμονής ενιαίου τύπου [βινιέτες], με σειριακούς αριθμούς από α/α 2953751 έως και α/α 2954000, από α/α 2953706 έως και α/α 2953750, από 22953686 έως και α/α 2953700, από α/α 2954914 έως και α/α 2954950, καθώς και την με α/α 2981178 άδεια.

Χίλιες τετρακόσιες ογδόντα πέντε [1485], βεβαιώσεις κατάθεσης δικαιολογητικών για τη χορήγηση άδειας παραμονής αλλοδαπών με σειριακούς αριθμούς από α/α 1065516 έως και α/α 1066000 και από α/α 0738001 έως και α/α 0739000.

Επτά [7] Φύλλα Ειδικού Τύπου στα οποία επικολλώνται αυτοκόλλητες άδειες παραμονής για υπηκόους Π.Γ.Δ.Μ. [Σκοπίων], τα οποία φέρουν σειριακούς αριθμούς από α/α 006445 έως και 006451.

Σαράντα εννέα [49] έντυπες κενές άδειες παραμονής αλλοδαπών [χρώματος καφέ] παλαιού, οι οποίες δεν φέρουν σειριακούς αριθμούς, ιδιοποιούμενος αυτά παράνομα».

Μου επέβαλλε δε μετά ταύτα ποινή φυλάκισης δέκα πέντε (15) μηνών,  την οποία ανέστειλε επί τριετία καθώς και τα δικαστικά έξοδα.

             ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ

Κατά το αιτιολογικό και σκεπτικό, η προσβαλλόμενη απόφαση οδηγήθηκε στην ανωτέρω καταδικαστική κρίση της δεχόμενη ότι : «Απ’ όλη τη σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία την ανάγνωση των εγγράφων και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στην +++ από ώρα 20.ΟΟ’της 6-5-2008 έως και ώρα 07.30’ της 7-5-2008, ενεργώντας από κοινού, με τους +++ και ++++, δηλαδή κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο, αφαίρεσε ξένα ολικά κινητά πράγματα από την κατοχή άλλου με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα με τους αφού εισήλθε στα επί της ενταύθα οδού +++ ευρισκόμενα γραφεία του Τμήματος Αστικής Κατάστασης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, της Περιφέρειας +++, αφαίρεσε από μεταλλικό χρηματοκιβώτιο, που παραβίασα, καθώς και από ερμάρια γραφείων υπαλλήλων της εν λόγω υπηρεσίας, τα παρακάτω έγγραφα-έντυπα:

Τριακόσιες σαράντα οκτώ [348] κενές αυτοκόλλητες άδειες διαμονής ενιαίου τύπου [βινιέτες], με σειριακούς αριθμούς από α/α 2953751 έως και α/α 2954000, από α/α 2953706 έως και α/α 2953750, από 22953686 έως και α/α 2953700, από α/α 2954914 έως και α/α 2954950, καθώς και την με α/α 2981178 άδεια.

Χίλιες τετρακόσιες ογδόντα πέντε [1485], βεβαιώσεις κατάθεσης δικαιολογητικών για τη χορήγηση άδειας παραμονής αλλοδαπών με σειριακούς αριθμούς από α/α 1065516 έως και α/α 1066000 και από α/α 0738001 έως και α/α 0739000.

Επτά [7] Φύλλα Ειδικού Τύπου στα οποία επικολλώνται αυτοκόλλητες άδειες παραμονής για υπηκόους Π.Γ.Δ.Μ. [Σκοπίων], τα οποία φέρουν σειριακούς αριθμούς από α/α 006445 έως και 006451.

Σαράντα εννέα [49] έντυπες κενές άδειες παραμονής αλλοδαπών [χρώματος καφέ] παλαιού, οι οποίες δεν φέρουν σειριακούς αριθμούς, ιδιοποιούμενος αυτά παράνομα, εκ των οποίων κλαπέντων εγγράφων μέρος βρέθηκε εντός της οικίας του κατηγορουμένου στην Αθήνα μετά από νομότυπη κατ’ οίκον αστυνομική έρευνα. Επομένως, πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος της πράξης, που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο, απορριπτόμενου του ισχυρισμού του ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα απουσίαζε στην Αλβανία, καθώς κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το φωτοαντίγραφο του διαβατηρίου που προσκόμισε στο ακροατήριο».

Η παραπάνω απόφαση καταχωρίσθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ανωτέρω Ποινικού Δικαστηρίου,  την +++ με αριθμό καταχωρήσεως +++

Με την παρούσα δήλωσή μου ως κατηγορούμενος που καταδικάστηκε με την παραπάνω απόφαση και έχοντας αυτονόητα κάθε έννομο συμφέρον για την άσκηση του παρόντος ενδίκου μέσου καθόσον υφίσταμαι βλάβη από τούτη την καταδικαστική απόφαση ηθική αλλά και περιουσιακή συνεπεία της επιβληθείσης ανωτέρω ποινής και προφανώς με την άσκησή του επιδιώκω όφελος συνιστάμενο στην εξαφάνιση της απόφασης και την κατάλυση της ποινικής κατηγορίας μέσω της ορθής και σύννομης εκδίκασης της υπόθεσης από το δικαστήριο ουσίας χωρίς ελαττώματα και πλημμέλειες και συνεπώς προσδοκώ την βελτίωση της θέσης μου δικονομικά αλλά και ουσιαστικά

                                ΖΗΤΩ ΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Της με αριθμό ++++ καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ++++, για όσους λόγους θα προσθέσω και με αυτοτελές δικόγραφο προσθέτων λόγων, αλλά και για τους ακόλουθους αναιρετικούς λόγους, που είναι παραδεκτοί, νόμιμοι και βάσιμοι και τους οποίους θα αναπτύξω και με σχετικό υπόμνημα μου.

                                         

                                   1ος λόγος αναίρεσης

                           ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό και προς εκείνη του άρθρου 171 παρ.1 εδ.δ` ΚΠΔ, προκύπτει, ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικού στοιχείου εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του, κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης που συντάσσονται δεν είναι απαραίτητο βέβαια να καταχωρείται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, πρέπει όμως να αναγράφονται τα στοιχεία που το προσδιορίζουν, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί σε ποια έγγραφα στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου και αν αυτά έχουν πραγματικά αναγνωσθεί, διότι άλλως παραβιάζονται οι πιο πάνω διατάξεις που επιβάλλουν την ανάγνωση στο ακροατήριο των εγγράφων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για την ενοχή του κατηγορουμένου. (ΑΠ 1164/2010, 29/2010, 295/2010, 310/2010, 165/1998, 14/1999, 1943/2006,15/2001 Τρ.ΝομΠληρ. ΝΟΜΟΣ, Λ. Μαργαρίτης: Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ` άρθρο, τ. δεύτερος, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2012, υπο 510, πλαγιαριθμός 28, σελ. 3035, Μ. Μαργαρίτης Ερμηνεία Κώδικα Ποιν.Δικονομίας, εκδ. Σάκκουλα 2008, υπο 364. 40, σελ. 766) 

          Συνεπεία των ανωτέρω γίνεται περαιτέρω δεκτό ότι αρκεί η αναγραφή του αριθμού ή της ημερομηνίας, ή του εκδότη του εγγράφου, χωρίς να προσαπαιτείται η μνεία του περιεχομένου αυτού ή του προσώπου που το προσκόμισε στο δικαστήριο (ΑΠ 1164/2010, 165/1998 ό.α. Για περαιτέρω νομολογία βλ. ό.α Μ. Μαργαρίτης υπο 364.40, σελ. 766), ενώ επι δημοσίων εγγράφων αρκεί η αναφορά της αρχής που τα εξέδωσε (ΑΠ 43/1998 ΠΧρ ΜΘ 334, 123/1995 ΠΧρ ΜΣΤ 833), ενώ επι ιδιωτικών εγγράφων αρκεί η αναφορά του εκδότη, το είδος, το αντικείμενό του.(βλ. πλούσια νομολογία σε Μ. Μαργαρίτη όπου αμέσως ανωτέρω) και γενικά αρκεί να αναφέρονται τα αναγκαία στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν τα έγγραφα [ΑΠ 121/2002 ΠΧ ΝΒ 835·1370/2001 ΠΧ ΝΒ 596· 165/98 ΠΧ ΜΗ 791· 324/95 ΠΧ ΜΕ 706· 1091/88 ΠΧ ΛΘ 61, όπως λ.χ. «το υπ` αριθμ. 51 έκθεμα 1α…» (ΑΠ 548/97 ΠΧ ΜΗ 123) ή «πόρισμα διοικ. εξέτασης, πιστοποιητικό αποφοίτησης … το από 18.5.2001 e-mail» (ΑΠ 1265/2005 ΠΧ ΝΣΤ 231)].

 Αντίθετα κρίθηκε ότι δεν αρκεί η αναφορά ότι λήφθηκαν υπ` όψη «τα έγγραφα των φακέλων Νο 2-5» και «τα στοιχεία του ΥπΟικ Βελγίου» (ΑΠ 15/2001 ό.α), ότι αναγνώσθηκαν «δυό πραγματογνωμοσύνες αντιγράφου αποδείξεων που φέρεται ως πλαστή και ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως», «πιστοποιητικά ΔΟΥ ΙΓ Αθηνών», «εξώδικες οχλήσεις» (ΑΠ 165/1998 ό.α), ότι ανεγνώσθηκαν «και έγγραφα», χωρίς άλλος ειδικότερο προσδιορισμό τους (ΑΠ 14/1999 ό.α), ότι «αναγνώσθηκαν…και 26 χάρτες» (ΑΠ 13/2006 ΠοινΔικ 2006, 792), ότι αναγνώσθηκαν «τα υπο του συνηγόρου των κτγρ επιδειχθέντα έγγραφα» χωρίς να προσδιορίζεται ποιά είναι αυτά (ΑΠ 832/1995 ΠΧρ ΜΕ 1395) ή «εξώδικες οχλήσεις» χωρίς προσδιορισμό των συντακτών ή των προσώπων στα οποία απευθύνεται» (ΑΠ 165/1998 ΠΧρ ΜΗ 791)

 Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθμ. +++ απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου +++, που δίκασε κατ` έφεση, κηρύχθηκα ένοχος κλοπής κατά συναυτουργία και καταδικάστηκα σε φυλάκιση 15 μηνών με τριετή αναστολή.

Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης αυτής, το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του περί ενοχής μου, έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα που φέρονται στα πρακτικά ότι αναγνώσθηκαν. Μεταξύ των εγγράφων αυτών είναι, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικά και «το έγγραφο που προσκόμισε ο συνήγορος του κατηγορουμένου, φωτοτυπία του διαβατηρίου» τα οποία έτσι η προσβαλλομένη, έλαβε υπ` όψη της κυρίως και αμέσως και όχι ιστορικώς και συνεκτίμησε, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και τα ανωτέρω έγγραφα που φέρεται ότι αναγνώσθηκαν. Μάλιστα περαιτέρω στις αιτιολογίες της, ρητά παραδέχεται την λήψη υπ` όψιν της του φερόμενου ως αναγνωσθέντος, ανωτέρω διαβατηρίου καθόσον διαλαμβάνει στις παραδοχές της για την απόρριψη του ισχυρισμού μου ότι κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα απουσίαζα στην Αλβανία, ότι «κάτι τέτοιο δεν προκύπτει απο το φωτοαντίγραφο του διαβατηρίου που προσκόμισε στο δικαστήριο

Όμως από το περιεχόμενο αυτό των πρακτικών, που προσδιόρισε εντελώς αόριστα τα ως άνω έγγραφα, δεν συνάγεται ποιό ήταν «το έγγραφο που προσκόμισε ο συνήγορος του κατηγορουμένου» αφού δεν γίνεται καν μνεία και δεν προσδιορίζεται στα πρακτικά ούτε αν πρόκειται για δημόσιο έγγραφο, οπότε έπρεπε να γίνεται μνεία της εκδούσας αρχής, ούτε αν πρόκειται για ιδιωτικό, οπότε έπρεπε να γίνεται μνεία του εκδότη, ή του αντικειμένου ή του είδους του και οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση δεν προσδιορίζεται ούτε η ημερομηνία-ημεροχρονολογία του αλλά ούτε έστω ο αριθμός του ή οποιοδήποτε άλλο αναγκαίο προσδιοριστικό στοιχείο του εγγράφου.

Αλλά ούτε και από το περιεχόμενο των ανωτέρω πρακτικών συνάγεται ποιό ήταν το έγγραφο «φωτοτυπία του διαβατηρίου» που αναγνώσθηκε καθόσον και εδώ δεν γίνεται μνεία ούτε της (Ελληνική ή Αλλοδαπής) εκδούσας αρχής, αφού είναι αυτονόητο ότι το διαβατήριο αποτελεί δημόσιο έγγραφο και όχι ιδιωτικό, ούτε του αριθμού του, που είναι αναγκαίο προσδιοριστικό στοιχείο ιδίως του διαβατηρίου, ούτε της χρονολογίας εκδόσεως ή ισχύος του, ούτε κυρίως το εάν αφορά η φωτοτυπία αυτή αντίγραφο του δικού μου διαβατηρίου (δηλ. με τα δικά μου στοιχεία ταυτότητας προσώπου), ή άλλου προσώπου (συμμετόχου ή μη) και ποιού, δεδομένου ότι κατά το κατηγορητήριο, το αποδεικτικό πόρισμα και την συναφή κρίση περί ενοχής της προσβαλλομένης, κηρύχθηκα ένοχος και καταδικάστηκα για το έγκλημα της κλοπής που τελέστηκε«στην +++ απο ώρα 20.00 της 6/5/2008 έως και ώρα 07.30 της 7/5/2008 ενεργώντας από κοινού με τους ++++ και ++++…»

Τα` ανωτέρω περί παντελώς αορίστου προσδιορισμού των στοιχείων του αμέσως ανωτέρω εγγράφου που φέρεται ότι αναγνώσθηκε, δηλ. της «φωτοτυπίας διαβατηρίου», προφανώς ισχύουν αμετάβλητα ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω πρακτικά της προσβαλλομένης, αναγνώστηκαν, όχι δύο έγγραφα, δηλ. «το έγγραφο που προσκόμισε ο συνήγορος του κατηγορουμένου» και  «φωτοτυπία του διαβατηρίου», αλλά μόνο ένα, δηλ. η φωτοτυπία του διαβατηρίου ως το έγγραφο που προσκόμισε ο συνήγορος.

Όμως κατά τον ανωτέρω τρόπο προκύπτει ότι η προσβαλλομένη έλαβε ευθέως υπ` όψιν της και εκτίμησε για την εξενεχθείσα για την ενοχή μου κρίση της, έγγραφο το οποίο όμως δεν μπορεί να διαγνωσθεί ποιό είναι, αφού, όχι απλά δεν εξειδικεύονται τα στοιχεία του στα ανωτέρω πρακτικά, αλλά δεν γίνεται καν μνεία κανενός στοιχείου του σ` αυτά και ως εκ τούτου δεν μπορεί να διαγνωστεί αν αναγνώσθηκε  και ποιο έγγραφο και εν συνεχεία σε ποιο έγγραφο στηρίχθηκε η ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί ενοχής μου, πολλώ δε μάλλον καθόσον δεν μπορεί να διαγνωστεί αν με βάση το ανωτέρω περιεχόμενο των πρακτικών, παραδέχεται ότι αναγνώσθηκαν δύο, όπως προκύπτει από την σαφή αναφορά σε έγγραφο που προσκόμισε ο συνήγορος και σε φωτοτυπία του διαβατηρίου ή ένα έγγραφο ήτοι μόνο η φωτοτυπία του διαβατηρίου, συνεπεία δε τούτων, δεν μπορεί και να διαγνωσθεί ότι μου παρασχέθηκε η δυνατότητα να ασκήσω τα εκ της ΚΠΔ 358, προβλεπόμενα δικαιώματά μου για εξηγήσεις, παρατηρήσεις και απόψεις επ` αυτού ή αυτών των εγγράφων

 Επομένως από την παντελώς αόριστη ανωτέρω αναγραφή στα πρακτικά των εγγράφων ή εγγράφου που αναγνώστηκαν, δεν αποδεικνύεται ποια έγγραφα παραδέχεται η προσβαλλομένη ότι αναγνώστηκαν και συνεπώς η αόριστη αυτή καταχώριση στα πρακτικά των (φερόμενων ως ) αναγνωσθέντων εγγράφων, «είναι σαν να μην έγινε, γιατί απ` αυτή τίποτε δεν αποδεικνύεται αναφορικά με την ανάγνωση και την ταυτότητα των εγγράφων» (adhocΑΠ 835/1995 ΠχρΜΕ 1395). Επομένως, και ενόψει του ότι το Δικαστήριο με έκρινε ένοχο μετά συνεκτίμηση των εγγράφων που δεν αποδεικνύεται ότι έχουν αναγνωσθεί, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171.1δ` ΚΠΔ πρέπει, κατά παραδοχή του προβαλλόμενου ενταύθα από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως, να αναιρεθεί η απόφαση που προσβάλλεται.

                                           

                                          2ος λόγος αναίρεσης

 ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΙΔΙΚΗΣ &ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΗΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ

 

Άλλως και στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι, παρά τα ανωτέρω, αναγνώστηκαν στο ακροατήριο συγκεκριμένα και πλήρως προσδιορισμένα έγγραφα στα οποία εν συνεχεία στήριξε την κρίση της περί ενοχής μου, η προσβαλλομένη είναι και πάλι αναιρετέα για έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατ` άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ` (και εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως. 511ΚΠΔ) και συγκεκριμένα:

Γίνεται απολύτως δεκτό ότι ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται  όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με πληρότητα, επάρκεια και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία εστηρίχθη η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστήριο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Συνεπώς ο πυρήνας της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας βρίσκεται στα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την συγκεκριμένη αποδεικτική διαδικασία, γιατί χωρίς αυτά καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος του υπαγωγικού συλλογισμού. (αντί άλλων:Λ. Μαργαρίτης: Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ` άρθρο, τ. δεύτερος, 2012, Νομική Βιβλιοθήκη, υπο 510, πλαγιαριθμός 89, σελ. 3139-3140 όπου και παραπομπές σε νομολογία και επιστήμη).

Ειδικότερα, «ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα από την απόφαση, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Διαφορετικά, αν από τη στάθμιση του όλου περιεχομένου του σκεπτικού της απόφασης δεν συνάγεται με τρόπο αναμφισβήτητο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, υπάρχει έλλειψη της κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενης αιτιολογίας της αποφάσεως».(η διατύπωση αυτούσια σε ΑΠ 2429/2008 ΝΟΜΟΣ)

          Μάλιστα η ανάγκη για αιτιολογία και ως προς τις αποδείξεις, με την έννοια ότι οπωσδήποτε πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ` όψη του και αξιολόγησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά απ` αυτά επιλεκτικά, εξακολουθεί να υφίσταται ακόμα και αν προέβη σε ρηματική αναφορά των κατ` είδος αποδεικτικών μέσων (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 337/11 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 426/2007 Πρ&Λόγος ΠΔ, 2007, σελ. 39, ΑΠ 1010/1997 ΠΧ ΜΗ, 354) και φυσικά δεν υφίσταται αιτιολογία όταν δεν υπάρχει καμία αναφορά σε όλη την απόφαση για τα αποδεικτικά μέσα και τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν απ` αυτά, αφού και στην περίπτωση αυτή ουδόλως συνάγεται ότι έλαβε υπ` όψη και συνεκτίμησε, όλα τα αποδεικτικά μέσα.

Έτσι γίνεται δεκτό ότι, ιδίως για όσα επικαλέστηκε και προσκόμισε ο κατηγορούμενος για να στηρίξει υπερασπιστικό του ισχυρισμό, δεν υφίσταται αιτιολογία ως προς τα αποδεικτικά μέσα, όταν η απόφαση «δεν αναφέρθηκε καθόλου στα υποστηριζόμενα υπό του κατηγορουμένου και των αποδεικτικών του μέσων πραγματικά περιστατικά» (ΑΠ 2151/2004 Πρ&Λόγος ΠΔ, 2006, 269, ΑΠ 1038/2006 Πρ&Λόγος ΠΔ, 2006, 269)

Μάλιστα και μετά την ΟλΑΠ 1/2005 ΠΧ ΝΕ, 871, που δέχτηκε ότι δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας η παράλειψη της συγκριτικής στάθμισης και αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, εξακολουθεί να γίνεται δεκτό ότι ειδικά σε περίπτωση συνδρομής αντίθετων, αντιφατικών ή απλώς διαφορετικών αποδεικτικών στοιχείων και ισχυρισμών από τον κατηγορούμενο, για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει όχι μόνο κατά τα ανωτέρω η απόφαση να αναφέρεται (δηλ. να κάνει μνεία) στα υποστηριζόμενα υπό του κατηγορουμένου και των αποδεικτικών του μέσων πραγματικά περιστατικά (αφού τότε θα προκύπτει ότι πράγματι τα έλαβε υπ`όψη), αλλά να αναφέρεται στην απόφαση ή το βούλευμα, γιατί το δικαστήριο ή το συμβούλιο πείστηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο, αντιφατικό η απλώς διαφορετικό (ΑΠ 337/ 2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ (συμβ) 971/2009 Πρ &Λογ ΠΔ 2009,415, ΑΠ 1702/2008 σε Συμβ. Ποιν.Χρον ΝΘ 650, ΑΠ 1883/2008 Πρ&Λόγος ΠΔ, 2009, σελ.3, ΑΠ 129/2007 Ποιν.Χρον. ΝΖ 595, ΑΠ 1465/2006 Πρ&Λόγος ΠΔ 2006, 442,  αλλά και παλιότερα ιδίως ΑΠ 313/1994 ΠΧ 1994, 491, ΑΠ 1537/1995 ΠΧ 1996,878, Απ 1109/83 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 167/03 και 366/03 ΠοινΛογ 2003,194 και 333).

[Για το ότι είναι ορθότερη η ανωτέρω τάση της νομολογίας του Αρείου Πάγου που απαιτεί τη στάθμιση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, βλ. το σύνολο της επιστήμης και ενδεικτικά σε Λ. Μαργαρίτης: Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ` άρθρο, τ. δεύτερος, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2012, υπο 510, πλαγιαριθμός 91, ιδίως σελ. 3144-3145)]

          Εν προκειμένω, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης και των πρακτικών της, προκύπτει ότι απλά δεν έλαβε υπ` όψη της καθόλου τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν και φέρεται ότι αναγνώστηκαν, δηλ., τους μάρτυρες και τα έγγραφα αντίστοιχα, παρά την προς τούτο ρηματική της αναφορά, τα οποία απέκλεισε παντελώς, μη διαλαμβάνοντας καμία παραδοχή γι` αυτά, από τα οποία  όμως, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση αυτής και των πρακτικών, εισφέρθηκαν στη δίκη συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, εντελώς αντίθετα από την κατηγορία και εν τέλει από το διατακτικό της απόφασης, που συνηγορούν στην ανυπαρξία πλήρωσης των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της κλοπής για το οποίο κηρύχθηκα ένοχος και καταδικάστηκα (βλ.ΑΠ 658/08 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 313/94 ό.α, ΑΠ 1109/83 ΝΟΜΟΣ) και συγκεκριμένα, αγνόησε προκλητικά και φανερά δεν έλαβε υπ`όψη τα εξής πραγματικά περιστατικά που εισφέρθηκαν στην δίκη από τα εξετασθέντα και αναγνωσθέντα αποδεικτικά μέσα, ήτοι μάρτυρες κατηγορίας μόνο και έγγραφα σύμφωνα με τα πρακτικά της, ήτοι:

-Εκ του εξετασθέντος μάρτυρος ++++ ότι: «Δεν ξέρω αν ήταν ένας ή πολλοί…Δεν μπορώ να ξέρω αν κάποιος έκανε ύποπτες κινήσεις. Αποτυπώματα πήρε η Αστυνομία

-Εκ του εξετασθέντος μάρτυρος +++ ότι: «Το πρωί που πήγα έμαθα ότι έγινε διάρρηξη και παραβίασαν το χρηματοκιβώτιο απ’ όπου πήραν αρκετές άδειες και φύλλα ειδικού τύπου. Δεν μάθαμε αν εμφανίσθηκαν κάπου οι άδειες. Δεν παρατήρησα κάτι ύποπτο».

-Εκ του εξετασθέντος μάρτυρος +++ ότι: «Άκουσα ότι βρέθηκαν κάποιες δηλώσεις στα χέρια αλλοδαπών».

          -Εκ του εξετασθέντος μάρτυρος ++++ ότι : « Δεν είδα κάτι ύποπτο. Την επόμενη ημέρα, είδαμε αναστατωμένα τα γραφεία μας και έλειπαν κάρτες και βεβαιώσεις».

          -Εκ του εξετασθέντος μάρτυρος +++ ότι: «Είμαι αστυνομικός. Έγιναν οι έρευνες από εμάς και αυτές σι άδειες που κλάπηκαν, βρέθηκαν διάσπαρτα στα χέρια αλλοδαπών σε όλη την Ελλάδα. Βρέθηκε αποτύπωμα, αλλά δεν ταυτοποιήθηκε. Στην Αθήνα, έγινε σύλληψη και στα σπίτια τους βρέθηκαν κάποιες κάρτες από αυτές που είχαν κλαπεί. Οι αλλοδαποί που είχαν τις κάρτες, έλεγαν ότι τις είχαν αγοράσει από κάποιους αλλοδαπούς στην Αθήνα. Έγιναν έρευνες από την υπηρεσία της Καρδίτσας και δεν βρέθηκε κάτι συγκεκριμένο. Δεν έγινε σύγκριση αποτυπωμάτων και μπορεί να γίνει τώρα. Έγινε αυτοψία στο χώρο της κλοπής και δεν βγήκε κάποιο αποτέλεσμα για τα στοιχεία των δραστών. Στην Καρδίτσα, από ότι είδα στο φάκελο, δεν έχει ξανααπασχολήσει ο κατηγορούμενος».

          -Εκ της αναγνωσθείσης από 7 Μαίου 2008 έκθεσης αυτοψίας του Αστυνόμου +++++ ότι: «…άγνωστος ή άγνωστοι δράστες αφαίρεσαν από την την εν λόγω υπηρεσία…» (σελ.3), «ο δράστης ή οι δράστες επιχείρησαν να παραβιάσουν τις εν λόγω εισόδους» (σελ.4) και στην ίδια σελίδα επανειλημμένες αναφορές σε «δράστη ή δράστες»

-Εκ του εγγράφου της φωτοτυπίας του διαβατηρίου που επισκοπείται στην δικογραφία και που φέρεται ότι ανεγνώσθη και ελήφθη υπ` όψη από την προσβαλλομένη αποτελούμενης (της φωτοτυπίας) εκ μίας σελίδας απεικονίζουσας δίπτυχο διαβατηρίου και φέρουσα ην μονογραφή του δικάσαντος κ. Πορέδρου («Μ») +++ + και το οποίο έγγραφο παραδεκτώς επισκοπείται και ενώπιόν σας προς διερεύνηση του παρόντος προβαλλομένου λόγου αναίρεσης (ΑΠ 2429/2008, ΝΟΜΟΣ) ότι: πρόκειται για απεικόνιση ξενόγλωσσου διαβατηρίου καθόσον φέρει την διεθνή ονομασία «PASSPORT»  με τα στοιχεία του ονόματός μου και την φωτογραφία μου με την ένδειξη “REPUBLICOFALBANIA”, αριθμό «+++» και με ενδείξεις «20 SEP/2006, 19 SEP/2016», αλλά και με τυπωμένες με έντυπη σφραγίδα του Συνοριακού Σταθμού φύλαξης Κακαβιάς, ενδείξεις των ημερομηνιών εισόδου και εξόδου μου από την Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και οι ενδείξεις εξόδου από την Ελλάδα «3-05-08» και εισόδου «15-05-08»

          Προκύπτει δηλ. ότι εισφέρθηκαν στη δίκη από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, πραγματικά περιστατικά, περί του:

ότι τελέστηκε η πράξη της κλοπής, από άγνωστο ή άγνωστους δράστες,

          ότι δεν παρατηρήθηκε από κανένα μάρτυρα «κάτι ύποπτο» που να σχετίζεται με το πρόσωπό μου

          ότι βρέθηκε αποτύπωμα, αλλά δεν ταυτοποιήθηκε με κάποιο δικό μου καθόσον δεν έγινε σύγκριση αποτυπωμάτων

          ότι δεν βρέθηκε κάτι συγκεκριμένο (ενν. στοιχείο) που να σχετίζεται με το πρόσωπό μου

ότι, παρά την διενεργηθείσα αυτοψία στο χώρο της κλοπής δεν βγήκε κάποιο αποτέλεσμα για τα στοιχεία των δραστών και

ότι, δεν έχω ξανααπασχολήσει τις διωκτικές αρχές, ενώ από την ανωτέρω φωτοτυπία του διαβατηρίου μου, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα ήτοι 6 και 7 Μαίου 2008, που κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης και την συναφή καταδικαστική της κρίση, είναι ο χρόνος τέλεσης της κλοπής,

 ότι απουσίαζα από την Ελλάδα εξελθών από τον Συνοριακό Σταθμό Κακαβιάς την 3/5/2008 και εισελθών την 15/5/2008.

Δηλ. εισφέρθηκαν στην δίκη από τα εξετασθέντα αποδεικτικά ανωτέρω μέσα ήτοι μάρτυρες και έγγραφα, πραγματικά περιστατικά που αυτονόητα αποκλείουν κάθε (αιτιολογημένη) κρίση για την συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της κλοπής κατά συναυτουργία για το οποίο κρίθηκα ένοχος και καταδικάστηκα και οπωσδήποτε στηρίζουν τον υπερασπιστικό μου ισχυρισμό, τον οποίο παραδέχεται ως προβληθέντα και η προσβαλλομένη στην αιτιολογία της, ήτοι ότι κατά το χρόνο της κλοπής ήτοι 6 και 7 Μαίου 2008 απουσίαζα (στην Αλβανία) εξελθών της Χώρας, καθότι αυτονόητα εξ` αυτών των αποδεικτικών μέσων προκύπτει ότι κανένα αντικειμενικό εύρημα δεν ανευρέθη στο χώρο της κλοπής που να συνδέει το πρόσωπό μου με αυτή, όπως αποτύπωμα, ή εντύπωμα άλλων ιχνών μου ή άλλο αντικειμενικό στοιχείο που να με αφορά (πχ εγγραφή με βίντεο του χώρου και απεικόνισή μου, ή γενετικό υλικό μου κλπ), αλλά ούτε και παρατηρήθηκε, ως γεγονός που έλαβε χώρα στο συγκεκριμένο τόπο και σε χρόνο πρό του χρόνου τέλεσης, ύποπτη κίνηση ή ενέργειά μου, ήτοι συγκεκριμένες ενέργειες μου ή πράξεις που κατ` αντικειμενική κρίση θα μπορούσαν να εκτιμηθούν αξιολογικά ως ύποπτες και έτσι να με συνδέσουν με την κλοπή και φυσικά προκύπτει ως πραγματικό γεγονός η απουσία μου (έλλειψη φυσικής παρουσίας) από τον τόπο του εγκλήματος κατά το χρόνο που η προσβαλλομένη παραδέχεται ότι τελέστηκε η κλοπή έτσι ώστε να αποκλείεται κατά λογικά παραδεκτό τρόπο η πραγμάτωση των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκα ένοχος.

Όμως για όλα τα ανωτέρω πραγματικά γεγονότα και περιστάσεις, ήτοι έλλειψη αντικειμενικών ευρημάτων ή έστω απλών υπόπτων ενεργειών μου και φυσικά απουσίας μου από την Ελλάδα και άρα και από τον παραδεχόμενο ως τόπο τέλεσης της κλοπής, ήτοι την Καρδίτσα κατά τον παραδεχόμενο χρόνο αυτής, καθώς και για τα, παραδεχθέντα ως εξετασθέντα και ληφθέντα υπ` όψη αποδεικτικά μέσα εκ των οποίων εισφέρθηκαν στην δίκη αυτά τα γεγονότα, που όμως, ως αντίθετα και πάντως εντελώς διάφορα με το πραγματικό (tatbestant) που απαιτείται για την πλήρωση των στοιχείων της κλοπής (372ΠΚ), αποκλείουν κατ` αντικειμενικό τρόπο την πραγμάτωση των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος από μένα και συναφώς κάθε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα και καταδικαστική κρίση περί κλοπής, καθόσον για την πλήρωση της τελευταίας, όπως κηρύχθηκα ένοχος κατά τα ανωτέρω, απαιτείται καταρχήν αφαίρεση με δική μου μυϊκή ενέργεια και πράξη του ξένου κινητού πράγματος που δύναται να πραγματωθεί λογικά μόνο με την δική μου φυσική παρουσία στον τόπο κατά το χρόνο τέλεσης, καμία παραδοχή, αναφορά ή έστω μνεία δεν υπάρχει στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αλλά ούτε και προκύπτει κάτι τέτοιο από οποιοδήποτε άλλο σημείο του σκεπτικού της.

Ειδικότερα δεν προκύπτει ότι η προσβαλλομένη έλαβε υπ`όψη, αν και προκύπτει από τα πρακτικά η εξέτασή τους, τους ανωτέρω μάρτυρες υπαλλήλους της Υπηρεσίας εκ της οποίας παραδέχεται ότι αφαιρέθηκαν τα παραδεχόμενα και στο διατακτικό τη έγγραφα, αλλά και τον μάρτυρα αστυνομικό εκ της οποίας εξέτασης τους προκύπτει ευθέως ότι αγνοούν τον δράστη ή τους δράστες, ότι δεν υπάρχει καμία ταυτοποίηση του ευρεθέντος στον τόπο αποτυπώματος του αγνώστου ή αγνώστων δραστών με δικό μου τέτοιο, αλλά ούτε και ότι βρέθηκε κάτι συγκεκριμένο και ότι βγήκε κάποιο αποτέλεσμα για τα στοιχεία των δραστών, διότι με την αντίθετη προς τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, παραδοχή ότι «αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος … ενεργώντας από κοινού, με τους +++++, δηλαδή κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο, αφαίρεσε ξένα ολικά κινητά πράγματα … αφού εισήλθε στα επί της ενταύθα οδού +++ ευρισκόμενα γραφεία του Τμήματος Αστικής Κατάστασης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, της Περιφέρειας ++++, αφαίρεσε από μεταλλικό χρηματοκιβώτιο, που παραβίασε, καθώς και από ερμάρια γραφείων υπαλλήλων της εν λόγω υπηρεσίας, τα παρακάτω έγγραφα-έντυπα» προκύπτει ευθέως ότι αγνοεί αυτούς και τα αντίθετα εισφερθέντα στην δίκη απ` αυτούς ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, αφού ουδεμία παραδοχή πραγματικών περιστατικών (ή έστω μνεία ή απλή αναφορά) διαλαμβάνει για τα εξ` αυτών ανωτέρω περιστατικά ήτοι για την άγνοια της ύπαρξης πολλών ή ενός δράστη και των στοιχείων τους, για την μη ταυτοποίηση του ανευρεθέντος αποτυπώματος με κάποιο δικό μου και για την μη ανεύρεση κάποιου συγκεκριμένου στοιχείου ή αποτελέσματος της έρευνας σχετικά με τα στοιχεία μου ως δράστη της κλοπής και της αφαίρεσης της κατοχής των παραδεχθέντων υλικών αντικειμένων στον τόπο της κλοπής, που όμως, με βάση τα παραδεχόμενα υπ` αυτής στο ανωτέρω σκεπτικό της, μπορούσε να πραγματωθεί ως εκ της φύσεως των υλικών ενσώματων αντικειμένων που εκλάπησαν ήτοι έγγραφα και του τόπου φύλαξης, ήτοι εντός μεταλλικού χρηματοκιβωτίου, μόνο με μυϊκή πραγματική ενέργειά μου και πράξη στον τόπο αυτό, παρά το ότι παραδέχεται την παραβίαση στον συγκεκριμένο τόπο (κτίριο γραφείων επι της οδού +++) του ανωτέρω χρηματοκιβωτίου καθώς και την αφαίρεση των εγγράφων από τα ερμάρια γραφείων στο κτίριο αυτό.

Επίσης δεν προκύπτει ότι η προσβαλλομένη έλαβε υπ`όψη, αν και προκύπτει από τα πρακτικά της (ρηματικά τουλάχιστον) ότι ανεγνώσθη, το ανωτέρω έγγραφο «φωτοτυπία διαβατηρίου» καθόσον ουδεμία παραδοχή πραγματικών περιστατικών διαλαμβάνει για τα σπουδαία γεγονότα που αυτό αποκαλύπτει και συγκεκριμένα δεν διαλαμβάνει ούτε στην αιτιολογία της, ούτε και αλλού στο σκεπτικό της ότι πρόκειται (ή όχι) για το δικό μου διαβατήριο και όχι άλλου προσώπου, ότι προκύπτει εξ` αυτού (ή όχι) η έξοδός μου και είσοδός μου στην Χώρα σε συγκεκριμένες ημερομηνίες που καταλαμβάνουν ή όχι τον παραδεχόμενο χρόνο τέλεσης της κλοπής και συνεπώς δεν μπορεί να ελεγχθεί πώς μετά ταύτα οδηγείται στο αποδεικτικό συμπέρασμα και συναφή καταδικαστική κρίση κατά το διατακτικό της ότι τέλεσα την πράξη της κλοπής, ήτοι κατά τα αντικειμενικά της στοιχεία, την αφαίρεση από την κατοχή άλλου «στην ++από ώρα 20.00 της 6-5-2008 έως και ώρα 07.30 της 7-5-2008», που όμως εν` όψει των παραδεχθέντων υπ` αυτής περί του υλικού αντικειμένου αυτής (έγγραφα) και του τόπου φύλαξης (χρηματοκιβώτιο και ερμάρια επι γραφείων κτιρίου) προϋποθέτει την φυσική μου παρουσία και επενέργεια στον ανωτέρω τόπο της αφαίρεσης κατά τον ανωτέρω χρόνο που παραδέχεται ότι καταλύεται η κατοχή του άλλου και θεμελιώνεται η δική μου (αφαίρεση).

Συνεπώς είναι προφανές ότι δεν έλαβε υπ` όψη και δεν συνεκτίμησε ούτε και αυτό το αποδεικτικό μέσο-έγγραφο εκ του οποίου όμως προκύπτει από την επισκόπησή του ότι ουδεμία φυσική παρουσία μπορούσα να έχω την 6 και 7 Μαίου 2008 στον ανωτέρω τόπο των γραφείων του Τμήματος Αστικής κατάστασης αλλοδαπών επι της ανωτέρω οδού στην +++ έτσι ώστε να είναι αδύνατη η πραγμάτωση από μένα οποιουδήποτε αντικειμενικού στοιχείου της υπόστασης του εγκλήματος της κλοπής για την οποία κηρύχθηκα ένοχος για την τέλεσή της κατά συναυτουργία, καθόσον για την συναυτουργία κατά την ΠΚ 45, απαιτείται καταρχήν «αντικειμενικώς αυτοπρόσωπη και άμεση» σύμπραξη (ΑΠ 935/1988 ΠΧ ΛΗ, 960, Χ.Μυλωνόπουλος, Ποιν.Δίκαιο, Ειδ. Μέρος: Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας (άρθρα 372-406ΠΚ), εκδ. Σάκκουλα, 2001, σελ. 79,80 όπου και παραπομπές, Μ. Μαργαρίτης .ο.α υπο 45. σελ. 153.154) στην τέλεση της πράξης με την έννοια ότι ο κάθε ένας πραγματώνει είτε όλη είτε μέρου της α.υ του εγκλήματος της κλοπής.(βλ. όπου αμέσως ανωτέρω. Πάγια νομολογία)  

 Σημειώνεται δε με έμφαση ότι η προσβαλλομένη δεν διαλαμβάνει στις αιτιολογίες της παραδοχές περί άλλων ή και άλλων πραγματικών περιστατικών εξαχθέντων από τα ίδια ανωτέρω ή άλλα αποδεικτικά μέσα που εξήτασε ή ανάγνωσε εκ των οποίων να προκύπτουν περιστατικά, αντίθετα από τα ανωτέρω και τα οποία συνηγορούν ή στηρίζουν με κάποιο λογικά παραδεκτό τρόπο την θεμελίωση όλης ή μέρους της α.υ του εγκλήματος της κλοπής όπως πχ παραδοχές περιστατικών περί αποτύπωσής μου σε βίντεο κατά το χρόνο της κλοπής εντός του κτιρίου ή ανεύρεσης προσωπικού μου αντικειμένου στον χώρο κλπ που αναντίρρητα και κατά λογικά παραδεκτό τρόπο θα καθιστούσαν ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο το αποδεικτικό της πόρισμα και την συναφή καταδικαστική της κρίση παρά τα ανωτέρω αναφερόμενα εισφερθέντα πραγματικά περιστατικά.

Συνεπώς για τα ανωτέρω, αντίθετα και όχι απλά διάφορα της κατηγορίας, πραγματικά περιστατικά και για τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προέκυψαν αυτά, δεν υπάρχει  καμία αναφορά, μνεία ή παραπομπή στην καθόλου αιτιολογία της, έτσι ώστε πράγματι να μπορεί να ελεγχθεί, ότι, δεχόμενη, αντιμαχόμενη, απορρίπτουσα κλπ αυτά (αδιάφορο το αποτέλεσμα του συσχετισμού και της εκτίμησης) πάντως ακριβώς για το λόγο αυτό, (προκύπτει ότι) όντως τα έλαβε όλα υπ` όψη.

Διότι αυτό που ελέγχεται αναιρετικά με τον παρόντα λόγο της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας των αποδεικτικών μέσων είναι ακριβώς αυτό, δηλ. καταρχήν η υποχρέωση του δικαστηρίου να λάβει υπ` όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι να λάβει επιλεκτικά υπ` όψη κάποια απ` αυτά, ή πολύ περισσότερο να μην λάβει καν υπ` όψη αυτά, κάτι που θα συνάγεται από την αναφορά της σ` αυτά είτε στην αιτιολογία της είτε στο σκεπτικό της γενικότερα (βλ. αναλυτικά ανωτέρω νομολογία αλλά και  ΑΠ 126/2006 ΠοινΔικ 2006,276)

 Φυσικά, για τις αποφάσεις που δέχονται ότι συνιστά έλλειψη αιτιολογίας και η παράλειψη αξιολογικού συσχετισμού συνεκτίμησης και συναξιολόγησης όλων των αποδεικτικών μέσων, ο παρών λόγος αναίρεσης είναι αυταπόδεικτα βάσιμος αφού φανερά η προσβαλλομένη δεν έκανε κανένα τέτοιο συσχετισμό και συνεκτίμηση διότι απλά για να πράξει τούτο, έπρεπε καταρχήν να λάβει υπ` όψη τα αποδεικτικά μέσα που φυσικά όπως ελέχθη, δεν έπραξε.  

Στοιχειοθετείται λοιπόν ο παρών λόγος μου ήτοι της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατ` 510. 1Δ` ως προς τις αποδείξεις, με την ανωτέρω αιτίαση, δηλ. επιγραμματικά, ότι δεν έλαβε κάν υπόψη όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα (έγγραφα, μάρτυρες) και φυσικά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν απ` αυτό, αντιδιαμέτρου αντίθετα με το πραγματικό της αντικειμενικής υπόστασης της κλοπής που μου αποδίδεται και για την οποία κηρύχθηκα ένοχος, διότι δεν υπάρχει καμία αναφορά σε όλη την απόφαση σ` αυτά τα αντίθετα αποδεικτικά μέσα καθώς και στα πραγματικά περιστατικά τα εξαχθέντα απ` αυτά και εισφερθέντα την δίκη.

Δεν πρόκειται εδώ για παράπονο περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων, δηλ. ότι η προσβαλλομένη δήθεν εκτίμησε κακώς τούτα τα μέσα κλπ, αλλά ότι δεν τα έλαβε καν υπ` όψη, διότι για να υπάρξει εσφαλμένη εκτίμηση, έπρεπε καταρχήν να υπάρχουν παραδοχές της  για τα ανωτέρω εισφερθέντα στην δίκη αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, ήτοι παραδοχές περί έλλειψης κάθε αντικειμενικού ευρήματος, στοιχείου ή αποτελέσματος για τα στοιχεία του δράστη και παραδοχές περί της απουσίας μου κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα από τον παραδεχόμενο τόπο της αφαίρεσης των πραγμάτων, που όμως όπως ειπώθηκε, απουσιάζουν παντελώς και συνεπώς δεν τίθεται και ζήτημα κακής ή εσφαλμένης εκτίμησης των, μηδέποτε παραδεχθέντων, πραγματικών περιστατικών.

 

                                    3ος λόγος αναίρεσης

                             ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329,331 παρ. 2, 333,364 και 369 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι η μη ανάγνωση εγγράφου στο ακροατήριο, δημιουργεί τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α΄και Γ΄ του αυτού Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν το έγγραφο  λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου, γιατί έτσι, αφ’ ενός δεν δίνεται σ’ αυτόν η δυνατότητα να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για τα αποδεικτικά αυτά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα (πάγια νομολογία, ενδ. ΑΠ 1353/2010 που αναίρεσε για το λόγο αυτό την 812/2009 απόφαση επίσης του Τριμελούς Πλμ/κείου Καρδίτσας, αλλά και πλήθος παλαιότερης και νέας νομολογίας σε Λ. Μαργαρίτη ό.α υπο 510. παρ. 23 σελ. 3030-3031), και αφ’ ετέρου παραβιάζονται οι αρχές της προφορικότητας   της συζητήσεως στο ακροατήριο και της δημοσιότητας της δίκης και ειδικότερα της προφορικότητας του άρθρου 331 ΠΔ (ΑΠ 1143/1998 ΠΧ ΜΘ 661, 287/97 ΠΧ ΜΗ 46, Μ. Μαργαρίτης ό.α υπο 364. 27, σελ. 761-762)

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Πλημ/κείο ++,  με κήρυξε κατ` έφεση ένοχο για κατά συναυτουργία τέλεση κλοπής (45, 372ΠΚ). Προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση και συγκεκριμένα για να θεμελιώσει ουσιαστικά την ιδιότητά μου ως συναυτουργού της κλοπής, έλαβε υπ` όψη της και αξιολόγησε, μεταξύ όλων των υπόλοιπων αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται κατ` είδος στην αρχή της αιτιολογίας της ήτοι «την ανάγνωση των εγγράφων και ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας» (σελ. 7), την «νομότυπη κατ` οίκον αστυνομική έρευνα» χωρίς όμως άλλα προσδιοριστικά στοιχεία ήτοι των στοιχείων του (εκδότη) ανακριτικού υπαλλήλου που συνέταξε την σχετική έκθεση, την ημερομηνία της κλπ καθόσον, ρητά στην αιτιολογία της (σελ.8) παραδέχεται, προκειμένου να καταλήξει στην ανωτέρω καταδικαστική της κρίση περί τέλεσης κλοπής των σ` αυτή παραδεχόμενων πραγμάτων–εγγράφων, ότι «εκ των κλαπέντων εγγράφων μέρος βρέθηκε εντός της οικίας του κατηγορουμένου στην Αθήνα μετά από νομότυπη κατ` οίκον αστυνομική έρευνα. Επομένως αυτός πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης που του αποδίδεται στο κατηγορητήριο…»

Τόσο όμως στην οικεία θέση των πρακτικών όπου μνημονεύονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα (ήτοι 1)Αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης, 2)Η από 7-5-200 8 έκθεση αυτοψίας,3)Το με αριθ. πρωτ. Φ. 9999999/1753/7-5-2008 έγγραφο του Τμήματος Αστικής Κατάστασης και Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νομού +++,4)Καταστάσεις Κενών Εντύπων Α.Δ. και Χρεώσεων Εντύπων Α.Δ. της Περιφέρειας Θεσσαλίας, ΥΑΜ Ν. ++,5)Το με αριθ. πρωτ. Φ. 9999999/1754/8-5-2008 έγγραφο του Τμήματος Αστικής Κατάστασης και Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νομού +++, 6)Το με αριθ. πρωτ. Φ. 9999999/1757/8-5-2008 έγγραφο του Τμήματος Αστικής Κατάστασης και Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νομού +++,7)24 φωτογραφίες από τους χώρους όπου τελέστηκε το ως άνω αδίκημα,8)Το με αριθ. πρωτ. 1040/2/647-α/17-01-2011 του Τμήματος ΑλλοδαπώνΑθηνών,9)Η από 13-4-2011 βεβαίωση του Αστ/κού Τμήματος Καλλιθέας Αττικής),όσο και σε όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο αυτών (μεταξύ των καταθέσεων των μαρτύρων ή αλλαχού) δεν υπάρχει καταχώρηση κάποιας «νομότυπης κατ` οίκον αστυνομικής έρευνας» ως εγγράφου που διαβάστηκε κατά την επ` ακροατηρίω διαδικασία, αφού άλλωστε κατ` άρθρο 364 ΚΠΔ «στο ακροατήριο διαβάζονται οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων που συντάχθηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους» δηλ. κατ` 241ΚΠΔ, οι νομότυπες εκθέσεις που συντάσσονται «για κάθε ανακριτική πράξη σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους» των άρθρων 148επ ΠΔ, μεταξύ των οποίων φυσικά και οι εκθέσεις έρευνας κατ` οίκον, αλλά και βεβαίωσης αδικήματος, κατάσχεσης, σύλληψης, αυτοψίας κλπ (βλ. αντί άλλων Μ. Μαργαρίτης, ό.α, υπο 364. 6 σελ. 756-757, όπου και νομολογία για κάθε περίπτωση). Τέτοια διαβεβαίωση δηλ. ότι αναγνώστηκε κάποια τέτοια «νομότυπη (ενν. έκθεση) κατ` οίκον αστυνομική έρευνα» δεν γίνεται ούτε στην αιτιολογία της αποφάσεως επι της ενοχής από την οποία ούτε εμμέσως είναι δυνατό να συναχθεί ότι τέτοιο έγγραφο (αγνώστων λοιπών προσδιοριστικών στοιχείων), ανεγνώσθη. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι όχι μόνο δεν ανεγνώσθη κάποιο τέτοιο έγγραφο, αλλά ούτε και στον φάκελο της δικογραφίας, επισκοπείται ως φυσική μορφή κάποιο τέτοιο έγγραφο έκθεσης κατ` οίκον έρευνας έτσι ώστε να μπορεί κιόλας να αναγνωσθεί.

Ως εκ τούτων δεν προκύπτει ούτε αν δόθηκε η δυνατότητα σε μένα ως κατηγορούμενο να αντικρούσω το περιεχόμενο κάποιου τέτοιου εγγράφου-έκθεσης κατ` οίκον έρευνας ή να διατυπώσω τις παρατηρήσεις μου.

Επήλθε επομένως απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και πρέπει συνεπώς να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδοχή του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α΄και Γ΄ ΚΠΔ σχετικού λόγου.

 

Επειδή τα εις βάρος μου δικαστικά έξοδα και τέλη της προσβαλλομένης έχουν βεβαιωθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα.( αρ. 10/20-5-2015 βεβαίωση της Δ.Ο.Υ Ζωγράφου Αττικής του γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου +++ και από 3/6/2015 όμοια του ιδίου)

Επειδή η παρούσα δήλωση μου για αναίρεση κατά της ανωτέρω καταδικαστικής απόφασης ασκείται νόμιμα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός 20 ημερών από την καταχώρηση της αναιρεσιβαλλομένης στο οικείο βιβλίο με αυξ. αριθμό ++ την +++   

 Επειδή η αίτηση μου αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται ενώπιον Σας.

Για τους παραπάνω λόγους

                               ΖΗΤΩ

Ως κατηγορούμενος που καταδικάστηκε

Να γίνει δεκτή η παρούσα δήλωση μου για αναίρεση της υπ’ αριθμόν ++ καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου +++ και Να αναιρεθεί αυτή.                                                       

Ειδικό πληρεξούσιο ,συνήγορο και αντίκλητο μου διορίζω τον Δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω Βρόντο Ανδρέα του Αποστόλου ,κάτοικο Καρδίτσας, Πλαστήρα 12 (2441041255) και στην Αθήνα τον επίσης δικηγόρο παρ` Αρείω Πάγω, Γεώργιο Ράικο, Ακαδημίας 33.  (2103634134)

 

Καρδίτσα 3/6/2015

                                                                

                            Ο Αναιρεσείων

 

 Αρμόδιος Δικαστικός Επιμελητής να επιδώσει νόμιμα την παρούσα Δήλωση για αναίρεση της υπ’ αριθμό ++  απόφασης του   Τριμελούς Πλημμελειοδικείου++προς τον κύριο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να λάβει γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες και για να προβεί στην κατά νόμο εισαγωγή της παρούσας Δήλωσης για αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Ποινικό Τμήμα), καθώς και για την επέλευση των νομίμων συνεπειών , αντιγράφοντας την παρούσα δήλωση αναίρεσης ,ολόκληρη στην έκθεση επίδοσης.

                                                                Καρδίτσα  3/6/2015

                                                                       Ο Αναιρεσείων   

 ΥΠΟΜΝΗΜΑ (απόλυτη ακυρότητα. μη προσδιορισμός της ταυτότητας των αναγνωσθέντων εγγράφων ακόμα και αν προσκομίστηκαν απο τον συνήγορο.μη ανάγνωση ληφθέντων υπόψη εγγράφων. έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα. Διάκριση απο την κρίση περί τα πράγματα)

Σχετικά με τον 1ο λόγο αναίρεσης: ουδεμία έννομη επιρροή μπορεί να ασκεί το επιχείρημα ότι αφού προσκομίστηκε το έγγραφο από τον συνήγορο του κατηγορουμένου, τότε δήθεν δεν στερήθηκε του δικαιώματός του να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις κλπ σε σχέση με αυτό το αποδεικτικό μέσο κατ` 358ΚΠΔ, διότι οι δηλώσεις, εξηγήσεις κλπ του κατηγορουμένου μπορούν να γίνουν μόνο αν και όταν αναγνωστεί το έγγραφο από το δικαστήριο για να ληφθεί υπόψη. Άλλο το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προσκομίζει έγγραφα και άλλο να προβαίνει σε δηλώσεις, εξηγήσεις κλπ κατ` 358ΚΠΔ μετά την ανάγνωσή τους από το δικαστήριο. Εν προκειμένω ο λόγος αναίρεσης αναφέρεται ακριβώς σ` αυτό δηλ. στο ότι, ελλείψει κάθε αναφοράς στα πρακτικά των προσδιοριστικών στοιχείων της ταυτότητας του εγγράφου ή των εγγράφων που αναγνώσθηκαν, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν και ποια συγκεκριμένα έγγραφα παραδέχεται η προσβαλλομένη ότι αναγνώστηκαν, γιατί απ` αυτή (την καταχώρηση στα πρακτικά) τίποτε δεν αποδεικνύεται αναφορικά με την ανάγνωση και την ταυτότητα των εγγράφων. Πολλώ δε μάλλον που δεν προκύπτει καν αν πρόκειται για ένα ή δύο έγγραφα.

Σχετικά με τον 2ο λόγο: δεν διαμαρτύρομαι διότι το δικαστήριο δεν δέχθηκε εσφαλμένα δήθεν ότι απουσίαζα από την Χώρα κατά το χρόνο της παραδεχόμενης κλοπής, όπως προέκυπτε από την επισκόπηση του αποδεικτικού μέσου του διαβατηρίου μου, αλλά ότι δεν διέλαβε πουθενά στις αιτιολογίες της παραδοχές σχετικά με όσα πραγματικά περιστατικά εισφέρθηκαν στην δίκη απ` αυτό το αποδεικτικό μέσο και αφορούν αυτονόητα τα στοιχεία του αποδιδόμενου εγκλήματος, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αν απουσίαζα ή όχι. Ακριβώς τούτο, καταδεικνύει ότι δεν έλαβε καν υπόψη αυτό το αποδεικτικό μέσο. Αν το ελάμβανε υπόψη και άρα διαλάμβανε παραδοχές για τα πραγματικά περιστατικά, που (κατά τις παραδοχές της πάντα) θα προέκυπταν απ` αυτό, ήτοι ότι υπάρχουν ή όχι σ` αυτό σφραγίδες εισόδου και εξόδου και ότι αναγράφονται ή όχι σ` αυτές η τάδε ή δείνα ημερομηνίες, τότε και μόνο θα προέκυπτε ότι το έλαβε υπόψη και συνακόλουθα τότε και μόνο θα ήταν αιτιολογημένη η όποια κρίση της και πολύ περισσότερο η περί ενοχής κρίση της αφού τότε και μόνο η κρίση αυτή θα στηρίζονταν σε πραγματικά περιστατικά που παραδέχεται στις αιτιολογίες της από συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο που έλαβε υπόψη (άρα αιτιολόγηση). Διότι αυτονόητα μόνο απ` αυτά, τα παραδεχόμενα κατά την ανέλεγκτη κρίση της, περιστατικά, δηλ. από την παραδεχόμενη ή όχι επι του διαβατήριου σφραγίδα εισόδου και εξόδου, που φέρει την παραδεχόμενη ή όχι τάδε ή δείνα ημερομηνία, θα μπορούσε να προκύψει αιτιολογημένα ως αποδεικτικό πόρισμα η απουσία μου ή όχι από την Χώρα και άρα η πλήρωση ή όχι των αντικειμενικών στοιχείων της κλοπής, αφού η τελευταία προϋποθέτει την φυσική μου παρουσία και ενέργεια για την κατάλυση της κατοχής.  

  Συνεπώς δεν πρόκειται για αιτίαση περί εσφαλμένης δήθεν κρίσης της περί τα πράγματα: Ας διαλάμβανε παραδοχές στην αιτιολογία της σχετικά με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που θα σήμαινε ότι έλαβε υπόψη της αυτό το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο και δεν το αγνόησε και ας οδηγούνταν μετά ταύτα σε όποιο αποδεικτικό πόρισμα έκρινε αξιολογώντας αυτά τα περιστατικά. Διότι αν πράγματι το εξέταζε και δεν το αγνοούσε, τότε αναγκαίως θα παραδεχόταν στις αιτιολογίες της ως πραγματικό περιστατικό είτε ότι στο διαβατήριο δεν υπάρχουν ημερομηνίες εισόδου και εξόδου, είτε ότι υπάρχουν και ότι περαιτέρω, είναι οι τάδε ή δείνα ημερομηνίες. Αυτά είναι τα περιστατικά που αποκαλύπτει αυτό το αποδεικτικό μέσο. Από εκεί και πέρα το αποδεικτικό της πόρισμα με βάση αυτά τα παραδεχθέντα περιστατικά ήτοι ότι εγώ τέλεσα ή όχι αντικειμενικά το έγκλημα διότι απ` αυτά τα περιστατικά προκύπτει ότι είχα ή όχι φυσική παρουσία στο χώρο (διότι π.χ δεν υπήρχαν σφραγίδες εξόδου καν ή διότι υπήρχαν αλλά δεν αφορούν τον επίδικο χρόνο ή ότι τον αφορούν αντίστοιχα), είναι ανέλεγκτη κρίση περί τα πράγματα. Τότε και μόνο η προσβολή της απόφασης θα ήταν απαράδεκτη διότι θα έπληττε την ανέλεγκτη κρίση της περί τα «πράγματα». Εδώ δεν υπάρχουν καν τα «πράγματα».

 Σχετικά με τον 3ο λόγο: είναι φανερό ότι η αναγνωσθείσα έκθεση αυτοψίας (από 7/5/08 έκθεση αυτοψίας), δεν αντικαθιστά, ούτε «καλύπτει» με κάποιο τρόπο την μηδέποτε αναγνωσθείσα και αγνώστων λοιπών προσδιοριστικών στοιχείων «νομότυπη κατ` οίκον αστυνομική έρευνα» που (ρητά) έλαβε υπόψη της, αυτονόητα διότι (πέραν της διαφορετικότητας του σκοπού των ανακριτικών αυτών πράξεων μεταξύ των), η μεν πρώτη αναφέρεται στον τόπο του εγκλήματος, δηλ. κατά το διατακτικό της «στην Καρδίτσα…οδού Σαρανταπόρου 140 ευρισκόμενα γραφεία της Περιφέρειας Καρδίτσας…», η δε δεύτερη, σύμφωνα με τις ρητές παραδοχές της στην «οικία του κατηγορουμένου στην Αθήνα». Συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το περιεχόμενο της, μηδέποτε αναγνωσθείσης έκθεσης νομότυπης έρευνας που διενεργήθηκε στην οικία μου στην Αθήνα, προέκυψε από την ανάγνωση δήθεν του αποδεικτικού μέσου της έκθεσης αυτοψίας που διενεργήθηκε στην Καρδίτσα.

Για τους λόγους αυτούς ζητώ όσα και ανωτέρω και να γίνουν δεκτά τα ανωτέρω.

                      Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

                              ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Αριθμός 924/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες. 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ++, κατοίκου ++, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Βρόντο, για αναίρεση της υπ'αριθ. ++ αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από ++ επιδοθείσα στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την αυτήν ημέρα, αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ++.

Αφού άκουσε

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του Κ.Ποιν.Δ., σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βεβαία η αναγνώρισή τους, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, από την οποία ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., αφού έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο που δεν αναγνωρίζεται. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, όπως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του. Όμως, είναι αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο της δικογραφίας αναγνώστηκε. Τα στοιχεία δε αυτά δεν είναι ανάγκη να συμπίπτουν με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Δηλαδή, ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου που αναγνώστηκε είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 358 του Κ.Ποιν.Δ. τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του σε σχέση με το περιεχόμενο του εγγράφου. Διαφορετικά, αν η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται με επάρκεια, υπάρχει απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις ίδιες διατάξεις, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στ. Α' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο λάβει υπόψη του για το σχηματισμό της κρίσεως του περί της ενοχής του κατηγορουμένου έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, αφού και έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ.) ή να αντιταχθεί στην ανάγνωσή του, εκτός αν το έγγραφο που δεν αναγνώστηκε αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφο διαδικαστικό ή αναφέρεται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό του προκύπτει από άλλο αποδεικτικό μέσο.

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλομένης υπ'αριθ.++ αποφάσεως προκύπτει ότι μεταξύ των άλλων εγγράφων που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, περιλαμβάνεται και το «έγγραφο που προσκόμισε ο συνήγορος του κατηγορουμένου, φωτοτυπία του διαβατηρίου». Από τη διατύπωση αυτή στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει με σαφήνεια ότι ένα έγγραφο προσκόμισε ο συνήγορος του κατηγορουμένου και αναγνώστηκε και συγκεκριμένα η φωτοτυπία του διαβατηρίου του κατηγορουμένου. Τα στοιχεία του εγγράφου αυτού που αναγνώστηκε, το οποίο άλλωστε προσκόμισε ο ίδιος ο κατηγορούμενος διά του συνηγόρου του, είναι επαρκή, ώστε να μη καταλείπεται καμμία αμφιβολία για την ταυτότητά του εγγράφου που αναγνώστηκε και να καθίσταται βέβαιο ότι αναγνώστηκε το ως άνω έγγραφο, δηλαδή η φωτοτυπία του διαβατηρίου του κατηγορουμένου και όχι κάποιο άλλο έγγραφο. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ότι δηλαδή επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο εκ του ανεπαρκούς προσδιορισμού της ταυτότητας του εγγράφου που προσκομίστηκε από το συνήγορο του κατηγορουμένου και αναγνώστηκε, είναι αβάσιμος.          Περαιτέρω, ο          αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα λόγω του ότι έλαβε υπόψη της έκθεση κατ’ οίκον έρευνας που δεν αναγνώστηκε. Όμως, από το σκεπτικό (αιτιολογικό) της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο οποίο αναφέρεται επί λέξει ότι «εκ των οποίων κλαπέντων εγγράφων μέρος βρέθηκε εντός της οικίας του κατηγορουμένου στην Αθήνα μετά από νομότυπη κατ’ οίκον αστυνομική έρευνα», προκύπτει ότι ο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη του έγγραφο έκθεσης κατ’ οίκον έρευνας που   δεν αναγνώστηκε, αλλά ότι αναφέρει διηγηματικά ως αιτιολογία της κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας για την ενοχή του κατηγορουμένου που προέκυψε από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και από τις καταθέσεις των μαρτύρων ότι βρέθηκε μέρος των εγγράφων που κλάπηκαν στην οικία του κατηγορουμένου μετά από αστυνομική έρευνα και δεν έχει παραδοχή ότι αυτά προέκυψαν από έγγραφο εκθέσεως κατ’ οίκον έρευνας. Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ότι δηλαδή επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο εκ του ότι λήφθηκε υπόψη έγγραφο κατ’ οίκον έρευνας που δεν αναγνώστηκε, είναι αβάσιμος.

Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Όταν εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται και τα άλλα. Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων για την αξιόποινη πράξη της κλοπής από κοινού σε ποινή φυλακίσεως δέκα πέντε (15) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν, κατά λέξη, τα εξής: «Απ’ όλη τη σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία την ανάγνωση των εγγράφων και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στην ++ από ώρα 20.00' της ++ έως και ώρα 07.30' της ++, ενεργώντας από κοινού, με τους ++, δηλαδή κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο, αφαίρεσε ξένα ολικά κινητά πράγματα από την κατοχή άλλου με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα με τους αφού εισήλθε στα επί της ενταύθα οδού ++ ευρισκόμενα γραφεία του Τμήματος Αστικής Κατάστασης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, της Περιφέρειας, αφαίρεσε από μεταλλικό χρηματοκιβώτιο, που παραβίασε, καθώς και από ερμάρια γραφείων υπαλλήλων της εν λόγω υπηρεσίας, τα παρακάτω έγγραφα - έντυπα: Τριακόσιες σαράντα οκτώ (348) κενές αυτοκόλλητες άδειες διαμονής ενιαίου τύπου (βινιέτες), με σειριακούς αριθμούς από α/α +++ έως και α/α ++. Χίλιες τετρακόσιες ογδόντα πέντε (1485), βεβαιώσεις κατάθεσης δικαιολογητικών για τη χορήγηση άδειας παραμονής αλλοδαπών με σειριακούς αριθμούς από α/α  έως και α/α. Επτά (7) Φύλλα Ειδικού Τύπου στα οποία επικολλώνται αυτοκόλλητες άδειες παραμονής για υπηκόους Π.Γ.Δ.Μ. (Σκοπιών), τα οποία φέρουν σειριακούς αριθμούς από α/α  έως και. Σαράντα εννέα (49) έντυπες κενές άδειες παραμονής αλλοδαπών (χρώματος καφέ) παλαιού, οι οποίες δεν φέρουν σειριακούς αριθμούς, ιδιοποιούμενος αυτά παράνομα, εκ των οποίων κλαπέντων εγγράφων μέρος βρέθηκε εντός της οικίας του κατηγορουμένου στην Αθήνα μετά από νομότυπη κατ’ οίκον αστυνομική έρευνα. Επομένως, πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος της πράξης, που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο, απορριπτομένου του ισχυρισμού του ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα απουσίαζε στην Αλβανία, καθώς κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το φωτοαντίγραφο του διαβατηρίου που προσκόμισε στο ακροατήριο». Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 45 και 372 παρ. 1α του Π.Κ.. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Ποιν.Δ. δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Ο αυτός λόγος, κατά το μέρος που με αυτόν αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων και εγγράφων), είναι απαράδεκτος, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από ++ δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του ++, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την αυτήν ημέρα, για αναίρεση της ++ αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2015.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2016.


 

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013