ΜΠρΚαρδ 1/2014.ατύχημα.τραυματισμός.ανικανότητα εργασίας.απώλεια μισθού και φιλοδωρημάτων.υπηρεσίες νοσοκόμας.βελτιωμένη διατροφή.ηθική βλάβη

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1/2014

             ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Βασδέκη, Πρωτόδικη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών και από τη γραμματέα, Χρυσούλα Παπαδημητρίου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 20-3-2013, για να δικάσει τις παρακάτω υποθέσεις:

Α' ΑΓΩΓΗ

Του ενάγοντος: ++, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου, Ανδρέα Βρόντου.

Των εναγομένων: 1) ++ και 2) Ν.Π.Ι.Δ., με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», νομίμως εκπροσωπούμενου, που εδρεύει στην Αθήνα, εκ των οποίων ο πρώτος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου, ++, το δε δεύτερο ν.π.ι.δ., δια του πληρεξουσίου δικηγόρου, ++.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από ++ αγωγή, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ++ και προσδιορίστηκε δικάσιμος η ++, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης, για την ++ και κατόπιν νέας αναβολής για την ++, κατά την οποία αναβλήθηκε για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Β' ΑΓΩΓΗ

Του παρεμπιπτόντως ενάγοντος: Ν.Π.Ι.Δ με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», που

 

εδρεύει στην Αθήνα ( στην οδό Υπαίτιας, 5), νομίμως εκπροσωπούμενου, το οποίο παραστάθηκε δια -ου πληρεξουσίου δικηγόρου, ++.

Του παρεμπιπτόντως εναγόμενου: ++, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου, ++.

Το παρεμπιπτόντως ενάγον, ζητεί να γίνει δεκτή η από ++ (αριθμ.εκθεσ.κατ. ++) παρεμπίπτουσα αγωγή, η οποία γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της ++, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση α' αγωγή του, ο ενάγων, όπως παραδεκτώς περιόρισε εν' μέρει, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό το αιτούμενο αγωγικό κονδύλιο της ηθικής βλάβης ( κατά τα ειδικότερα κατωτέρω αναγραφόμενα) εκθέτει, ότι στις ++ και περί ώρα 21.25 συνέβη τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα στη διασταύρωση των οδών ++ και ++ στην πόλη της ++, από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου των εναγομένων, ο οποίος οδηγούσε αμελώς το, υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ++, αυτοκίνητό ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν ανασφάλιστο. Ότι συνεπεία του τροχαίου ατυχήματος αυτού τραυματίστηκε ο ίδιος ( ενάγων). Ζητεί λοιπόν, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστος καιμ/ομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι και την εξόφληση, τα ακόλουθα ποσά: 1) το ποσό των 25.860 ευρώ, ως διαφυγόντα εισοδήματα, τα οποία και θα αποκόμιζε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και δη από την απασχόλησή του, σε επιχείρηση ++, όπου και είχε προσληφθεί τον ++, ως το αιτούμενο αυτό ποσό αναλύεται ειδικότερα στην υπό κρίση αγωγή, 2 ) το ποσό των 900 ευρώ, για λήψη βελτιωμένης διατροφής του, 3) το ποσό των 3.600 ευρώ, για τις υπηρεσίες που του παρείχε η μητέρα του, για χρονικό διάστημα τριών μηνών μετά την έξοδό του από το Νοσοκομείο, επειδή ο ίδιος δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και 4) το ποσό των 20.000 ευρώ (το οποίο και περιόρισε κατά το ήμισυ σε αναγνωριστικό), ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, επιφυλασσόμενος, κατά το ποσό των 44,00 ευρώ για την ίδια αιτία, κατά την παράστασή του ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου στη δίκη που θα διεξαχθεί. Ζητεί επίσης, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του πρώτου των εναγομένων, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπο και παραδεκτώς - μη απαιτούμενης εν προκειμένω για το παραδεκτό της άσκησής της, της υποβολής προς το Επικουρικό Κεφάλαιο έγγραφης αίτησης αποζημίωσης, με συνημμένα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση του ενάγοντος (ως ορίζεται στην παρ.8 του άρθρου 19 του ν. 237/86, που προστέθηκε με τη παρ. δ' του τέταρτου άρθρου του Ν.4092/2012), καθόσον η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε ( ήτοι κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και επιδόθηκε στους εναγόμενους), πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4092/2012, ήτοι στις 8-11-2012) - φέρεται για να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό με την προκειμένη ειδική διαδικασία των άρθρων 666,667 και 670-676 ΚΠολΔ, (άρθρα 16 αριθμ.12 σε συνδ. προς 14§2, 42 και 681Α1 ΚΠολΔ), και είναι αρκούντως ορισμένη, και νόμιμη, πλην του αιτήματος για την κήρυξη της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, κατά το μέρος που το αιτούμενο αγωγικό κονδύλιο περιορίστηκε σε αναγνωριστικό, καθόσον προσωρινή εκτελεστότητα προσδίδεται μόνο στις αποφάσεις που περιέχουν καταδίκη, δηλαδή στις καταψήφιση κές. Στηρίζεται δε στις διατάξε ς των άρθρων 297, 298, 299, 330, 346, 481επ, 914, 926, 929 εδ.α’, 932 εδ.α' ΑΚ, 2,4,9 ν.ΓπΝ/1911, 2,10§1 ν.489/1976 όπως ο ν. αυτός κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 237/1986, 68, 74, 176, 907, 908 §1 εδ. δ , 1047 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι η συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, καθίσταται παραδεκτή και ως προς το αιτούμενο από τον ενάγοντα αγωγικό κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών, συνολικού ύψους 25.860 ευρώ, καθόσον ο ενάγων προσκόμισε παραδεκτώς, μέσα στην προθεσμία προσθήκης- αντίκρουσης την απαιτούμενη, εκ του άρθρου 10 του ν. 489/76 παρ. 5, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 10 παρ. 5 εδ. η' του ν. 2741/99 (ψΕΚ 199) επίδοση αντιγράφου της υπό κρίση αγωγής στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ (βλ. την υπ'αριθμ. ++ έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου ++). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί η υπό κρίση αγωγή περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι ο ενάγων κατέβαλε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τα αντιστοιχούντο σε αυτό ποσοστά υπέρ του ΤΑΧΔΙΚ και του ΤΝ. (βλ. το υπ'αύξοντα αριθμό ++ διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ ++ και το υπ'αριθμ. ++ γραμμάτιο είσπραξης της ΕΤΕ). Σημειωτέον, ότι κατά το μέρος που το αιτούμενο αγωγικό κονδύλιο της ηθικής βλάβης περιορίστηκε παραδεκτώς σε αναγνωριστικό, δεν οφείλεται καταβολή δικαστικού ενσήμου, δεδομένου ότι, κατ' άρθρο 72 παρ. 14 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α' 165/25.7.2011 - μεταβατικές διατάξεις), η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 1544/1942, η οποία τροποποιήθηκε με το άρθρο 70 του ίδιου (ως άνω) νόμου και προβλέπει πλέον την καταβολή δικαστικού ενσήμου και για τις αναγνωριστικές αγωγές, εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 3994/2011, ήτοι μετά την 25.7.2011, η δε υπό κρίση αγωγή, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης δικογράφου, κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, στις 25-5- 2010, ήτοι πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύς του Ν. 3994/2011 και επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 16-6-2010 και 17-6-2010 αντιστοίχως (βλ. τις υπ' αριθ. ++ και ++ εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο ++ και της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου ++), οπότε εφαρμογή έχει το προγενέστερο δίκαιο, βάσει του οποίου μπορούσε να γίνει περιορισμός του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό χωρίς την καταβολή δικαστικού ενσήμου.

Με τις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους, οι εναγόμενοι αρνούνται την υπό κρίση αγωγή και τα αιτούμενα με αυτήν αγωγικά κονδύλια ισχυριζόμενοι ότι αποκλειστικά υπαίτιος για το ατύχημα ήταν ο ενάγων, που οδηγούσε το δίκυκλο μοτοποδήλατο έχοντας αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα. Επικουρικώς δε, προβάλλουν την ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος κατά ποσοστό 95%. Η ένσταση αυτή παραδεκτώς και ορισμένως προβάλλεται είναι δε νόμιμη στηριζόμενη στο άρθρο 300 Α.Κ και 6 ν. ΓπΝ/1911 και συνεπώς πρέπει να ερευνηθεί κατ'ουσίαν. Επιπροσθέτως, το δεύτερο των εναγομένων προβάλλει την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος στην πρόκληση της ζημίας του, δίότι κατά το χρόνο του ατυχήματος, δεν φορούσε προστατευτικό κράνος, με συνέπεια την πρόκληση των σωματικών του κακώσεων. Η ένσταση αυτή, που παραδεκτώς και ορισμένως προβάλλεται, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στο άρθρο 300 Α,Κ σε συνδυασμό με το άρθρο 12 παρ.6 του Κ.Ο.Κ και συνεπώς πρέπει να εξεταστεί και κατ'ουσίαν. Περαιτέρω, το δεύτερο των εναγομένων προβάλλει την ένσταση συμψηφισμού της ζημίας που τυχόν ήθελε κριθεί ότι υπέστη ο ενάγων, με το κέρδος που είχε ή θα μπορούσε να έχει - για την περίπτωση που από υπαιτιότητά του δεν την αναζήτησε - από την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης από την εργασία του, ένσταση η οποία προβάλλεται παραδεκτώς και ορισμένως, είναι δε νόμιμη στηριζόμενη στο άρθρ 300 Α.Κ και συνεπώς πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ'ουσίαν. Τέλος, το δεύτερο των εναγομένων, αφού ισχυρίζεται πρωτίστως ότι ο ενάγων, δεν δικαιούται πλέον να λάβει τα αιτούμενα αγωγικά κονδύλια αποζημίωσης, επειδή, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ήταν ασφαλισμένος στο Ι.K.Aκαι ως εκ τούτου έχει λάβει τα ποσά αυτά από τον ασφαλιστικό του φορέα, προβάλλει περαιτέρω και αίτημα αναβολής της συζήτησης, προκειμένου να προσκομισθεί βεβαίωση του ΙΚΑ, περί του αν ο ενάγων -ασφαλισμένος δικαιούται παροχές απ' αυτό, τι είδους και ύψους και για ποιο χρονικό διάστημα.


Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 ν. ΓΠΟΔ/1912, 1C§ 1 περ. ιε' ν.δ. 4414/60 173, 175 ΚΠολΔ κάθε καταψηφιστική αγωγή, εφόσον έχει περιουσιακό αντικείμενο ή δύναται να αποτιμηθεί σε χρήμα, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου και σε ανάλογο ποσοστό υπέρ του Τ.Ν., αν το αντικείμενο αυτής υπερβαίνει τις 15.000 δρχ. Η παράλειψη καταβολής του εν όλω ή εν μέρει, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, έχει ως συνέπεια την εφαρμογή του άρθρου 175 ΚΠολΔ, ήτοι ότι ο παραλείπων την καταβολή ενάγων λογίζεται κατά νομικό πλάσμα μη εμφανιζόμενος και δικάζεται ερήμην (ΑΠ 1104/1997 ΝΟΜΟΣ), με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή ως αβάσιμη, αφού η ερήμην απόφαση θεωρείται ότι εκδίδεται επί της ουσίας (ΠολΠρΑΘ 5146/2007 ΝΟΜΟΣ). Με την υπό στοιχ. ( β'), παρεμπίπτουσα αγωγή του, που την στρέφει κατά του πρώτου των κυρίως εναγομένων της α' αγωγής, το παρεμπιπτόντως ενάγον, Επικουρικό Κεφάλαιο, εκθέτει ότι εναντίον του ασκήθηκε η, υπό στοιχ.( α’), κυρία αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτει αυτολεξεί. Ότι, περαιτέρω, σε περίπτωση που η αγωγή αυτή ευδοκιμήσει κατ’ ουσίαν και, δυνάμει του διατακτικού της, καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα την αιτουμένη αποζημίωση, υποκαθίσταται εκ του νόμου στα δικαιώματα του ζημιωθέντος, επειδή ο πρώτος των εναγομένων (της α' αγωγής), κατά το χρόνο που συνέβη το τροχαίο ατύχημα δεν είχε ασφαλισμένο το όχημά του. Ενόψει δε τούτων, ζητεί να εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που να υποχρεώνει τον παρεμπιπτόντως εναγόμενο να του καταβάλει οιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί το ίδιο να καταβάλλει στον κυρίως ενάγοντα, αποτελούμενο από κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα, νομιμοτόκως από της καταβολής του ποσού αυτού. Επιπροσθέτως ζητεί να απαγγελθεί προσωπική κράτηση εις βάρος του παρεμπιπτόντως εναγομένου και να καταδικασθεί ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη. Η παρεμπίπτουσα όμως αυτή αγωγή, λόγω του καταψήφισηκού χαρακτήρα της υπόκειται σε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου. (Πλην όμως δεν προσκομίσθηκε απόδειξη καταβολής του από το παρεμπιπτόντως ενάγον ν.π.ι.δ, αν και κλήθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του κατά το άρθρο 227 ΚΠολΔ. προς συμπλήρωση της έλλειψης (βλ. σημείωση της Γραμματέως του Πρωτοδικείου στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας), και επομένως πρέπει το. παρεμπιπτόντως ενάγον να θεωρηθεί ερήμην δικαζόμενο και η παρεμπίπτουσα υπό στοιχ. β' αγωγή να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Το παρεμπιπτόντως ενάγον πρέπει επίσης, λόγω της ήπας του να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του παρεμπιπτόντως εναγομένου κατά παραδοχή σχετικού, νόμιμου αιτήματος του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 191 § 2), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, για την περίπτωση, κατά την οποία το παρεμπιπτόντως ενάγον ασκήσει κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας, πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας (ΚΠολΔ 505 § 2) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

Από τη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ ορίζεται ότι «σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του» από δε τη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ, ότι «η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που θα προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει, ότι αυτός που υπέστη βλάβη του σώματος ή της υγείας του δικαιούται να αξιώσει και την μελλοντική αποθετική του ζημία (διαφυγόν κέρδος) γιατί, λόγω της συνεπεία της βλάβης της υγείας του σώματος, μειωμένης ικανότητας προς εργασία, χάνει τα εισοδήματα από την εργασία την
 οποία, έχοντας πλήρη ικανότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα ασκούσε στο μέλλον (Α.Π 1832/2005). Στο νομοθετικό αυτό ορισμό, η προσδοκία των κερδών δεν συναρτάται με μία και μόνο αιτία πορισμού αυτού και δη αποκλειστικούς και μόνον από μίαν έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά ως «διαφυγόντα κέρδη» θεωρούνται και τα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή κατά τις (συντρέχουσες) ειδικές περιστάσεις μετά πιθανότητας προσδοκώμενα έσοδα, τα οποία ο ζημιωθείς, αν δεν μεσολαβούσε το αδικοπρακτικό γεγονός, θα προσποριζόταν, έστω και από άκυρη σύμβαση εργασίας, κατ' εφαρμογή του άρθρου 904 ΑΚ. Προς εφαρμογή του άρθρου 298 ΑΚ, αρκεί η πραγματική δυνατότητα του ζημιωθέντος προς πορισμό (απόκτηση) εισοδημάτων από την παρεχομένη αντί οικονομικού ανταλλάγματος (μισθού) εργασίας είτε έγκυρης, είτε άκυρης σύμβασης και συνεπώς η ύπαρξη της από αυτήν αναφυόμενης αξιώσεως αυτού (ζημιωθέντος). Εξυπακούεται βεβαίως, ότι ο εν λόγω πορισμός δεν πρέπει να οφείλεται σε αιτία παράνομη ή ανήθικη, δηλαδή σε παραβίαση νόμιμης απαγόρευσης που αφορά σε αυτήν την (δια δραστηριότητα εκ της οποίας ο πορισμός του διαφυγόντος κέρδους ( Α.Π 1859/2005, ΝΟΜΟΣ, Α.Π 1564/2004, ΝΟΜΟΣ, Εφ. ΑΘ.7064/2005, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.5 του ν.δ/τος 4104/1960, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 18 του ν.4476/1965 και διαμορφώθηκε με προσθήκη διατάξεως στο τέλος της, με το άρθρο 18 του ν. 1654/1986, ορίζεται ότι η αξίωση του ασφαλισμένου στο ΙΚΑ ή των μελών της οικογένειας του, προς αποζημίωση για ζημία που προκλήθηκε σ’ αυτούς, εξ αιτίας ασθένειας, αναπηρίας ή θανάτου του υποχρέου προς διατροφή τους, μεταβιβάζεται στο ΙΚΑ για το ποσό που αυτό οφείλει ασφαλιστικές παροχές στον δικαιούχο της αποζημιώσεως, όπως ειδικότερα θα ρυθμίσει π.δ. που θα εκδοθεί με πρόταση του Υπουργού Εργασίας μετά γνώμη του ΔΣ του ΙΚΑ και ότι η ανωτέρω μεταβίβαση επέρχεται αυτοδικαίως από τότε που γεννήθηκε η αξίωση. Με το άρθρο 1 δε του β.δ/τος 226/23-2/21-3-1973, που εκδόθηκε σύμφωνα με την ανωτέρω νομοθετική εξουσιοδότηση, ορίζεται ότι το ποσό, μέχρι του οποίου η προαναφερόμενη αξίωση μεταβιβάζεται στο ΙΚΑ, καθορίζεται με απόφαση του Διοικητή αυτού, (ΑΠ 582/1992 ΕλλΔνη 34.1483). Συνέπεια της ρυθμίσεως αυτής είναι η απώλεια της εξουσίας του παθόντος-ασφαλισμένου για να διεξαγάγει τη δίκη κατά του υποχρέου προς αποζημίωσή του, καθόσο μέρος αυτή μεταβιβάσθηκε εκ του νόμου στο ΙΚΑ, (ήτοι, πρέπει να υφίσταται ποιοτική και ποσοστική αντιστοιχία της επιδίκου αξιώσεως και των παροχών του ΙΚΑ προς τον ασφαλισμένο).. Η αντιστοιχία δε αυτή υπάρχει όταν αμφότερες - επίδικη αξίωση και παροχές - είναι ομοειδείς κατ' αντικείμενο και εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό). Η απώλεια που προαναφέρθηκε λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, (άρθρο 73 ΚΠολΔ), όμως το Δικαστήριο θα' ασχοληθεί' με την έλλειψη αυτή όταν έχει προς τούτο αφορμή από κάποια πλευρά, (ήτοι, αν ο ίδιος ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του ότι είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, ή όταν το αποσιωπεί μεν, πλην ο εναγόμενος το θέτει υπόψη του Δικαστηρίου), οπότε στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, ήτοι να διατάξει και αυτεπαγγέλτως αναβολή της συζητήσεως, προκειμένου να προσκομισθεί βεβαίωση του ΙΚΑ, περί του αν ο ενάγων -ασφαλισμένος δικαιούται παροχές απ' αυτό, τι είδους και ύψους και για ποιο χρονικό διάστημα, (ΕφΑΘ 5/1990 ΕΣυγκΔ 1992. 285 , ΕφΑΘ 5749/1990 Δίκη 22.244, Κρητικός Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα Έκδοση 1998 αριθμ.712).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, από την εκτίμηση των νομίμως και με επίκληση προσκομιζομένων δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων, μεταξύ των τελευταίων περιλαμβάνονται και τα δημόσια έγγραφα της προηγηθείσας ποινικής προδικασίας, σε συνδυασμό και με την, επ' ακροατηρίου προφορική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά για την υπόθεση αυτή: Στις ++ και περί ώρα 21.25, ο πρώτος των εναγομένων, αν και στερούταν άδειας οδήγησης, οδηγούσε το υπ αριθμ. ++ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του - το οποίο και δεν ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από τροχαία ατυχήματα - επί της οδού ++, ήτοι εντός της πόλης της ++ (κατοικημένη  περιοχή), κινούμενος με κατεύθυνση από νότο προς βορά Η ανωτέρω οδός είναι διπλής κατεύθυνσης, πλάτους οδοστρώματος 9,40μ. και με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά ρεύμα πορείας. Ας σημειωθεί δε, ότι η κατάσταση της οδού, κατά τον ως άνω χρόνο, ήταν υγρή, η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν κανονική, η δε ορατότητα δεν περιοριζόταν από κάποιο τεχνικό ή φυσικό εμπόδιο, ενώ στο σημείο του κατωτέρω περιγραφόμενου ατυχήματος υπήρχε επί της οδού επαρκής τεχνητός φωτισμός ( βλ. την από ++ έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος). Επίσης, κατά μήκος της οδού αυτής υπάρχει διπλή διαχωριστική γραμμή, η οποία διακόπτεται στο ύψος της συμβολής της οδού αυτής με την οδό ++, προκειμένου να αλλάξουν κατεύθυνση προς τα αριστερά οι επιθυμούντες να κατευθυνθούν προς την οδό αυτή οδηγοί, που κινούνται με κατεύθυνση από νότο προς βορά και οι οποίοι για την πραγματοποίηση του ελιγμού τους αυτού πρέπει να διασχίσουν καθέτως το έτερο ρεύμα της οδού Τρικάλων, ήτοι αυτό με κατεύθυνση από βορά προς νότο. Αποδείχθηκε όμως περαιτέρω, ότι ο πρώτος των εναγομένων της υπό στοιχ. α' αγωγής, ο οποίος είχε την πρόθεση να εισέλθει στην οδό, ++, προκειμένου να σταματήσει στο πρατήριο υγρών καυσίμων που βρισκόταν επί της οδού αυτής, επιχείρησε τον ελιγμό αυτό προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του, χωρίς όμως να πλησιάσει προοδευτικά προς τον άξονα του οδοστρώματος, ως όφειλε, ακινητοποιώντας το όχημά του επί του άξονα του οδοστρώματος, με το αριστερό «φλάς» σε λειτουργία, προκειμένου να ελέγξει εάν μπορούσε να πραγματοποιήσει τον ελιγμό αυτό χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού και, σε κάθε περίπτωση, να μην συνεχίσει την κίνησή του, εάν δεν μπορούσε να το πράξει αυτό με ασφάλεια. Αντιθέτως, ο πρώτος των εναγομένων (της α' αγωγής), μολονότι είχε πλήρη ορατότητα του αντίθετου ρεύματος πορείας της οδού επί της οποίας κινούταν, καθώς η οδός στο ως άνω σημείο ήταν ευθεία και η ορατότητα δεν περιοριζόταν από κάποιο φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο , γεγονός άλλωστε το οποίο επιβεβαιώνει και ο μάρτυράς του και συνεπιβάτης στο υπ'αριθμ. ++ αυτοκίνητο,  καταθέτοντας χαρακτηριστικά «στη διασταύρωση είχε φωτισμό και βλέπαμε μακριά», ανέλεγκτα πραγματοποίησε τον ελιγμό του προς τα αριστερά, εισερχόμενος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της οδού, ήτοι αυτό προς νότο, επί του οποίου κινούταν τη στιγμή εκείνη ο ανήλικος, κατά το χρόνο του ατυχήματος - ενήλικος δε κατά την άσκηση τη αγωγής - ++, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ++ δίκυκλο μοτοποδήλατο ιδιοκτησίας της ++ και με τον τρόπο αυτό η δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο πρώτος των εναγομένων (της κύριας αγωγής) παρενεβλήθη στην ευθεία πορεία του δίκυκλου μοτοποδηλάτου που οδηγούσε ο ++, με αποτέλεσμα τα δυο οχήματα να συγκρουστούν. Οι συγκρουσθείσες δε επιφάνειές τους εντοπίζονται στο εμπρόσθιο τμήμα του δίκυκλου μοτοποδηλάτου, όπου και προκλήθηκαν εκτεταμένες βλάβες, και στο εμπρόσθιο δεξιό τμήμα του τμήμα του οχήματος που οδηγούσε ο πρώτος των εναγομένων (της α αγωγής). Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, το ένδικο ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου (της υπό στοιχ. α αγωγής), ο οποίος δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, όπως όφειλε και μπορούσε να πράξει, και ειδικότερα, προτιθέμενος να αλλάξει κατεύθυνση προς τα αριστερά δεν κατέστησε προηγουμένως και εγκαίρως γνωστή την πρόθεσή του αυτή ούτε επέτρεψε προηγουμένως τη διέλευση του δίκυκλου μοτοποδηλάτου του ενάγοντος, που κινούταν στο αντίθετο ρεύμα της οδού ++, το οποίο και ο πρώτος των εναγομένων (της α' αγωγής) έπρεπε να διασχίσει καθέτως, κατά την αλλαγή κατεύθυνσής του προς τα αριστερά, όχημα μάλιστα που δεν αντιλήφθηκε, ως προκύπτει από τα όσα ο τελευταίος κατέθεσε στις ++ ενώπιον προανακριτικού υπαλλήλου του Α.Τ. ++( δηλώνοντας χαρακτηριστικά «δεν πρόσεξα το μοτοποδήλατο που κινούταν στην οδό»), κατά παράβαση των άρθρων 12, 21 παρ. 2, 23 παρ. 2 και 4 του Κ.Ο.Κ. και άρθρο 330 εδ. β’ ΑΚ, με αποτέλεσμα της ένδικη σύγκρουση. Σε αιτιώδη δε συνάφεια με το ατύχημα, τελεί και το ότι ο πρώτος των εναγομένων της α' αγωγής, κατά το χρόνο του ατυχήματος, δεν διέθετε την απαιτούμενη εκ του νόμου άδεια ικανότητας οδήγησης, γεγονός που κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επηρέασε και αυτό, σε συνδυασμό με τα προαναφερόμενο (ήτοι με την έλλειψη προσοχής), την ικανότητα του πρώτου των εναγομένων της α'αγωγής, περί την οδήγηση, καθόσον προφανώς δεν γνώριζε, τουλάχιστον επαρκώς, τους κανόνες οδήγησης. Αντιθέτως, κανένα πταίσμα δεν βαρύνει τον ενάγοντα (της α' αγωγής), ο οποίος κινούταν σύννομα, με ταχύτητα, που από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι ήταν υπερβολική κατά τις περιστάσεις, ενώ ας σημειωθεί ότι δεν μπορούσε να κάνε: κάτι για να αποφύγει τη σύγκρουση, λόγω του αιφνίδιου και απροειδοποίητου ελιγμού του πρώτου εναγομένου της κύριας αγωγής. Επιπροσθέτως, δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, ότι ο ενάγων της α αγωγής οδηγούσε το δίκυκλο μοτοποδήλατο χωρίς φώτα, ισχυρισμό που σημειωτέον, ο πρώτος των εναγομένων της α' αγωγής προέβαλε για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση και χωρίς να έχει κάνει καμία τέτοια αναφορά στο πλαίσιο της προηγηθείσας ποινικής διαδικασίας, όπου εξεταζόμενος δήλωσε, ως ήδη προαναφέρθηκε, ότι δεν πρόσεξε το μοτοποδήλατο που κινούταν στην οδό. Επομένως, οι ισχυρισμοί των εναγομένων της α' αγωγής, περί αποκλειστικής ή έστω και συντρέχουσας υπαιτιότητας του ενάγοντος της κύριας αγωγής στην πρόκληση της ένδικης σύγκρουσης, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από τα όσα κατέθεσε ο μάρτυρας των εναγομένων της α' αγωγής, ++, καθόσον μάλιστα η κατάθεση αυτή δεν ενισχύεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, από την προπεριγραφόμενη σύγκρουση τραυματίστηκε, μεταφέρθηκε δε στο Γενικό Νοσοκομείο ++, όπου και διαπιστώθηκε ότι υπέστη κεφαλαιμάτωμα και κάταγμα αριστερού βραχιονίου και για το λόγο αυτό νοσηλεύτηκε στην χειρουργική κλινική για μια ημέρα, ήτοι από ++ έως ++. Σημειωτέον δε, ότι από τους θεράποντες ιατρούς χορηγήθηκε αρχικώς στον ενάγοντα αναρρωτική άδεια για τέσσερις εβδομάδες, ενώ συνεχεία συστήθηκε αποχή από την εργασία του για άλλους δύο μήνες και δη μέχρι και τις ++ { βλ. σχετ. την υπ'αριθμ ++ ιατρική γνωμάτευση του Γενικού Νοσοκομείου ++, το από ++ εξιτήριο, και το από ++ εξιτήριο του ιατρού- χειρούργου, ++ του ίδιου ως άνω Νοσοκομείου, την υπ'αριθμ. ++ ιατρική γνωμάτευση του Γενικού Νοσοκομείου ++, και την υπ'αριθμ. ++ ιατρική γνωμάτευση του Γενικού Νοσοκομείου ++ ). Ο ενάγων της α' αγωγής, κατά το χρόνο του ατυχήματος φορούσε προστατευτικό κράνος, σύμφωνα και με τα όσα κατέθεσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου η μάρτυρας, του ενάγοντος, απορριπτομένης συνεπώς, ως ουσία αβάσιμης, της σχετικής ένστασης του δεύτερου των εναγομένων της α' αγωγής, περί συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος στην πρόκληση της ζημίας του. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων κατά το χρόνο που συνέβη το τροχαίο ατύχημα, απασχολούνταν, σε κατάστημα ταχυφαγείο-πιτσαρία, με αντικείμενο την διανομή, κατ'οίκον, των προϊόντων που παρασκευαζόταν στο κατάστημα. Στην εργασία του αυτή είχε προσληφθεί, στις αρχές ++, από την ++ με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και με συμφωνημένο μισθό το ποσό των 480 ευρώ μηνιαίως, μισθός όμως που προσαυξανόταν και από τα φιλοδωρήματα που λάμβανε ο ενάγων κατά την κατ' οίκον διανομή των προϊόντων του καταστήματος, φιλοδωρήματα που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας συνηθίζουν να καταβάλουν οι πελάτες. Κατά την κρίση δε του Δικαστηρίου, το ποσό που κέρδιζε κατά μέσο όρο μηνιαίως ο ενάγων από τα φιλοδωρήματα των πελατών, δεν ξεπερνούσε τα 100 ευρώ και ως εκ τούτου το ποσό που κέρδιζε συνολικά από την ως άνω εργασία του ο ενάγων (της α' αγωγής), ανερχόταν σε 580 ευρώ το μήνα. Ως προαναφέρθηκε, εξ αιτίας του τραυματισμού του από το τροχαίο ατύχημα υπήρξαν συστάσεις των θεραπόντων ιατρών για αποχή από την εργασία του μέχρι και τις 11-5-2008, διάστημα κατά το οποίο όχι μόνο δεν εργάστηκε ο ενάγων, αλλά επίσης απώλεσε και την εργασία του, καθώς ευθύς μετά τον τραυματισμό του, το κατάστημα στο οποίο και είχε προσληφθεί φρόντισε άμεσα να αναπληρώσει τον ενάγοντα προσλαμβάνοντας άλλο άτομο για την εκτέλεση της εργασίας αυτής. Εάν δεν μεσολαβούσε το προπεριγραφόμενο τροχαίο ατύχημα, ο ενάγων, με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, θα συνέχιζε να εργάζεται στο αυτό κατάστημα μέχρι και το τέλος του έτους 2008, λαμβάνοντας το ποσό των 580 ευρώ μηνιαίως. Συνεπώς, ο ενάγων, για το ως άνω χρονικό διάστημα, κατά το οποίο και δεν μπόρεσε να εργαστεί - αρχικά λόγω της κατάστασης της υγείας του από τον τραυματισμό του, εν συνεχεία δε λόγω του ότι είχε απολυθεί από το κατάστημα στο οποίο και εργαζόταν - απώλεσε, το συνολικό ποσό των 6.090 ευρώ {290 ευρώ για τις 15 ημέρες του Φεβρουάριου + 5.800 ευρώ μέχρι και το τέλος του 2008 (ήτοι 10 μήνες X 580 )}, το οποίο θα αποκέρδαινε, με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αν δεν τραυματιζόταν, κατά μερική αποδοχή του εν λόγω αγωγικού αιτήματος. Απορριπτέο όμως κρίνεται το αγωγικό αυτό κονδύλιο για τα, πέραν του έτους 2008, αιτούμενα ποσά διαφυγόντων κερδών, καθόσον, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η απασχόληση σε τέτοιου είδους εργασίες και δη νεαρών ατόμων, ως ο ενάγων, γίνεται συνήθως για σύντομο χρονικό διάστημα, εξαρτώμενη όχι μόνο από τις αποδόσεις του εργαζόμενου, αλλά -κυρίως- από την ύπαρξη πελατείας στο κατάστημα και αριθμού παραγγελιών για κάτοικον διανομή, πολύ δε περισσότερο εν προκειμένω, όπου σύμφωνα και τα όσα ενόρκως κατέθεσε η μάρτυρας του ενάγοντος της α' αγωγής ήδη το κατάστημα στο οποίο και είχε προσληφθεί ο ενάγων από το τέλος του έτους 2010 λειτουργούσε πλέον ως καφετέρια. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων δεν έχει λάβει από τον ασφαλιστικό του φορέα (ΙΚΑ), στον οποίο και φέρεται να είναι ασφαλισμένος, καμία επιδότηση, ως προκύπτει από την υπ'αριθμ. πρωτ. Α.Π. ++ βεβαίωση του ΙΚΑ, που προσκομίστηκε παραδεκτώς από τον ενάγοντα με την προσθήκη-αντίκρουση, απορριπτομένου ως εκ τούτου του σχετικού ισχυρισμού (και του αντίστοιχου αιτήματος περί αναβολής της συζήτησης ατ άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ.) του δεύτερου του εναγομένου της υπό στοιχ. α' αγωγής, ότι ο ενάγων της υπό στοιχ. α' αγωγής δεν δικαιούται τα αιτούμενα κονδύλια αποζημίωσης γιατί έλαβε το αντίστοιχο ποσό από τον ασφαλιστικό του φορέα. Ουδόλως επίσης αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι ο ενάγων της υπό στοιχ. α' αγωγής, έλαβε αποζημίωση απόλυσης από την εργοδότη του, ενόψει μάλιστα και του χρόνου διάρκειας της εργασιακής αυτής σχέσης (ήτοι ένα περίπου μήνα πριν τον τραυματισμό του από το τροχαίο ατύχημα). Ας σημειωθεί εν προκειμένω, ότι το δεύτερο εναγόμενο της υπό στοιχ. α' αγωγής, προέβαλλε ένσταση συνυπολογισμού της ζημίας του ενάγοντος από την απόλυσή του, με το κέρδος από την αποζημίωση απόλυσης (κέρδος που δεν αποδείχθηκε κατά τα ανωτέρω αναγραφόμενα), όχι όμως και από το κέρδος που ο ενάγων της α' αγωγής έλαβε από εργασία του σε άλλους εργοδότες. Όλα τα προαναφερόμενα, περί της εργασίας του και των αποδοχών του ενάγοντος της α' αγωγής από αυτήν, αποδείχθηκαν πλήρως από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, απορριπτομένου συνεπώς του αιτήματος του δεύτερου των εναγομένων της υπό στοιχ. β' αγωγής για προσκόμιση των φορολογικών δηλώσεων από τον ενάγοντα της υπό στοιχ. α'αγωγής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι για την ταχύτερη αποκατάσταση της υγείας του, εκ του είδους του τραυματισμού του, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, παρά το γεγονός ότι δεν προσκομίζεται σχετική σύσταση του θεράποντος ιατρού του, ο ενάγων της α' αγωγής είχε ανάγκη για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των δύο μηνών από την έξοδο του από το Γενικό Νοσοκομείο ++, βελτιωμένης διατροφής πλούσιας σε θρεπτικά συστατικά. Δαπάνησε συνεπώς, για το λόγο αυτό και πέραν της συνήθους διατροφής του, ποσό όχι μεγαλύτερο των 6 ευρώ ημερησίως, σύμφωνα και με τα όσα καταθέτει η μάρτυρας των εναγόντων και συνολικά το ποσό των 360 ευρώ (2 μήνες X 30ημέρες X 6 ευρώ ημερησίως). Περαιτέρω, ο ενάγων της α' αγωγής, μετά την έξοδό του από το Γενικό Νοσοκομείο και για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο μηνών, λόγω του τραυματισμού του, δεδομένης και της ηλικίας του ( ανήλικος κατά το χρόνο τέλεσης του τροχαίου ατυχήματος), είχε την ανάγκη, υπηρεσιών άλλου ατόμου.

Τις υπηρεσίες αυτές προσέφερε σε αυτόν, ανευ ανταλλάγματος, η μητέρα του. Για το ως άνω χρονικό διάστημα, αν οι γονείς του κατά το χρόνο του ατυχήματος ανηλίκου, προσλάμβαναν για λογαριασμό του, άλλο άτομο, θα δαπανούσαν το ποσό των 2.100 ευρώ ( 60 ημέρες X 35 ευρώ ημερησίως, εκτιμώμενη η παροχή υπηρεσιών). Και ναι μεν η μητέρα του ενάγοντος, βαρυνόταν με την νομική και ηθική υποχρέωση προς παροχή βοήθειας, στο ανήλικο, κατά το χρόνο του ατυχήματος τέκνο της, όμως οι ως άνω υπηρεσίες που αναγκάστηκε να παράσχει στον ενάγοντα δεν εντάσσονται στις πιο πάνω νόμιμες υποχρεώσεις. Εξάλλου, το γεγονός ότι τις πιο πάνω υπηρεσίες κάλυψε η μητέρα του ενάγοντος, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ωφέλεια των υπόχρεων εναγομένων (της α' αγωγής) και σε αποφυγή καταβολής από αυτούς της σχετικής αποζημίωσης στον ενάγοντα. Ας σημειωθεί εν προκειμένω, ότι η δήλωση του ενάγοντος, κατά την ένορκη εξέτασή του στο Α.Τ ++, στις ++, ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του πρώτου των εναγομένων της υπό στοιχ. α' αγωγής είχε σαν συνέπεια ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών ++, με την από ++ Διάταξη του, να απέχει από την ποινική δίωξη εναντίον του πρώτου των εναγομένων της α αγωγής. Ωστόσο η δήλωση του ενάγοντος της α' αγωγής, κατά την ίδια ως άνω κατάθεση, ότι δεν έχει άλλη απαίτηση κατά του πρώτου των εναγομένων της α' αγωγής, δεν μπορεί να εκληφθεί ούτε ως σύμβαση άφεσης χρέους (που σε κάθε περίπτωση απαιτεί συμφωνία μεταξύ οφειλέτη και δανειστή), ούτε βέβαια και ως παραίτησή του ενάγοντος της α' αγωγής από τις αγωγικές του αξιώσεις, δήλωση που προφανώς αφορούσε την αποκατάσταση των φθορών που προκλήθηκαν στο δίκυκλο μοτοποδήλατο που οδηγούσε ο ενάγων της α' αγωγής και τις οποίες σημειωτέον ότι αποκατέστησε ο πρώτος των εναγομένων, απορριπτομένου συνεπώς του σχετικού ισχυρισμού που προέβαλε ο πρώτος των εναγομένων της υπό στοιχ. α αγωγής. Τέλος αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων της α' αγωγής, από τον τραυματισμό του λόγω του τροχαίου ατυχήματος, υπέστη ηθική βλάβη, δικαιούται δε εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως. Σημειωτέον όμως, ότι δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ( π.χ. ιατρική γνωμάτευση), ότι ο ενάγων της α' αγωγής έπρεπε να παραμείνει καθ'όλο το χρονικό διάστημα της αναρρωτικής του άδειας, σε κλινήρη ακινησία, ούτε εξάλλου αποδείχθηκε ότι ο ενάγων της α' αγωγής αποκλείστηκε εξ αιτίας του τραυματισμού του από την προσφορά εργασίας και από τις εν γένει κοινωνικές του δραστηριότητες, ως εκθέτει στην κρινόμενη αγωγή του. Το Δικαστήριο έχοντας υπόψη το είδος της σωματικής κακώσεως του ενάγοντος της α' αγωγής, τις συνέπειες που είχε αυτή για τον ενάγοντα, την ηλικία του τελευταίου, κατά τον χρόνο του τραυματισμού του, καθώς και τον βαθμό του πταίσματος του αδικοπραγήσαντος, (1ου εναγομένου της α αγωγής - βλ. ανωτέρω), την καθορίζει στο ποσό των 3.000 ευρώ, ποσό που οφείλουν αμφότεροι οι εναγόμενοι της α' αγωγής, εις ολόκληρον έκαστος, (άρθρ. 926 ΑΚ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, ο πρώτος εξ αυτών ως ο υπαίτιος οδηγός του ζημιογόνου οχήματος, το δε δεύτερο ν.π.ι.δ., διότι το ζημιογόνο όχημα, ήταν κατά το χρόνο του ατυχήματος ανασφάλιστο. Επομένως, κατά τα προαναφερόμενα, το σύνολο της περιουσιακής και μη ζημίας που είναι αποκαταστατέα γιατί τελεί σε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με το επίδικο ατύχημα, όσο αφορά τον ενάγοντα της υπό στοιχ. α' αγωγής, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 11.550 ( ήτοι 6.090 +360+2100+3.000) ευρώ. Συνεπώς, κατά τα προαναφερόμενα, το παρεμπιπτόντως ενάγον ν.π.ι.δ, πρέπει να θεωρηθεί ερήμην δικαζόμενο και η αγωγή αυτή ( υπό στοιχ. β), να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, να καταδικασθεί δε το παρεμπιπτόντως ενάγον, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του παρεμπιπτόντως εναγομένου, κατά παραδοχή σχετικού, νόμιμου αιτήματος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και για την περίπτωση, κατά την οποία το παρεμπιπτόντως ενάγον ασκήσει κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας, πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας (ΚΠολΔ 505 § 2) κατά τα ειδικότερα επίσης στο διατακτικό οριζόμενα. Πρέπει εξάλλου, να γίνει δεκτή εν μέρει, ως ουσιαστικούς βάσιμη, η (υπό στοιχ. α' ) αγωγή και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι αυτής, ο μεν πρώτος, ως ο υπαίτιος οδηγός του ζημιογόνου οχήματος, το δε δεύτερο ν.π.ι.δ., διότι το ζημιογόνο όχημα, ήταν κατά το χρόνο του ατυχήματος ανασφάλιστο, να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στον ενάγοντα το ποσό των 11.550, νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της υπό στοιχ. α' αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Πρέπει επίσης να κηρυχθεί η απόφαση, κατά την σχετική διάταξη προσωρινά εκτελεστή, για μέρος του επιδικαζομένου στον ενάγοντα της α' αγωγής ποσού, διότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης, θα επιφέρει, κατά το μέρος αυτό σημαντική ζημία στον ενάγοντα (άρθρο 908 παρ. 1 εδ. Δ Κ.Πολ.Δ). Το παρεπόμενο αίτημα της προσωπικής κράτησης του πρώτου των εναγομένων της υπό στοιχ. α' αγωγής, πρέπει να απορριφθεί, εν όψει του ύψους της επιδικαζόμενης απαίτησης ( κατά την παρ. 2 του 1047 Κ.Πολ.Δ, ως η 2 αντί καταστάθηκε με το άρθρο 62 Ν.3994/2011, παρ. που εφαρμόζεται και στις αγωγές που εκκρεμούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος). Πρέπει επίσης να καταδικαστούν οι εναγόμενοι της α' αγωγής, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους, σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει ερήμην του παρεμπιπτόντως ενάγοντος και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, την από ++ και με αριθμό κατάθεσης ++ κύρια αγωγή, με την, από ++ και με αριθμό κατάθεσης ++ παρεμπίπτουσα αγωγή.

Ορίζει το παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από το παρεμπιπτόντως ενάγον της β' αγωγής, στο ποσό των εκατόν εξήντα (160) ευρώ. Απορρίπτει την παρεμπίπτουσα αγωγή.

Καταδικάζει το παρεμπιπτόντως ενάγον στα δικαστικά έξοδα του παρεμπιπτόντως εναγομένου, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει την κύρια (υπό στοιχ. α') αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγομένους της κύριας αγωγής να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στον ενάγοντα το ποσό των ένδεκα χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα (11.550) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της σε αυτούς επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως.

Κηρύσσει την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή κατά το ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ.

Καταδικάζει τους εναγομένους της κύριας αγωγής σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των 550 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Καρδίτσα, στο ακροατήριο του και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις 7^^--απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013