αναίρεση ποινικής απόφασης.εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή,αιτιολογία,εκ πλαγίου παράβαση.απάτη.παράσταση γεγονότος και απλή άγνοια.σκοπός οφέλους.Εθνικό Συνταγολόγιο.επιπλέον συνταγές ιατρού

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

                                (ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ)

                      (Δια του κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου)

                                   ΔΗΛΩΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ   

                      (σύμφωνα με το άρθρο 473. παρ. 2 ΚΠΔ)  

 

Του ++++, κατόχου του με αριθμό δελτίου αστυνομικής ταυτότητας +++ του +++ και με ΑΦΜ +++ της Δ.Ο.Υ +++

      

                                   ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Της με αριθμό +++ καταδικαστικής απόφασης του ++ Εφετείου ++, δικάσιμου +++, που καταχωρήθηκε στο οικέιο βιβλίο με αύξοντα αριθμό ++ την ++++

                                 

                                 ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

           Με το από +++ κλητήριο θέσπισμα του κ. εισαγγελέως Πλημ/κών +++ κλήθηκα να δικαστώ στο Τριμελές +++ ως κατηγορούμενος-υπαίτιος του ότι «στον παρακάτω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με άλλο πρόσωπο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το συνολικό δε σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προκληθείσα στον παθόντα ζημία ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα, στα +++ κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάιο του έτους 2007 έως τον Φεβρουάριο του έτους 2008, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με τον φαρμακοποιό, ++ +, με σκοπό να αποκομίσουν από κοινού παράνομο περιουσιακό όφελος, ως ++ του Γενικού Νοσοκομείου ++ στα καθήκοντα οποίου ανάγεται η ιατρική εξέταση των ασθενών ασφαλισμένων του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) και μη, η σύνταξη και η έκδοση ιατρικών συνταγών για χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων σ' αυτούς που είχαν τη σχετική ανάγκη και η συμπλήρωση στην ειδική στήλη του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του κάθε ασφαλισμένου στον Ο.Γ.Α. ασθενή της διάγνωσης και των φαρμάκων που αναφέρονται στις συνταγές, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους υπαλλήλους του ΟΓΑ που ήταν αρμόδιοι για την πληρωμή των ιατρικών συνταγών των ασφαλισμένων ότι οι ασφαλισμένοι 1) + +10) ++, κατά το χρονικό διάστημα» που αναφέρεται για τον καθένα ξεχωριστά στο κατηγορητήριο και σε συγκεκριμένες για τον καθένα αναφερόμενες ημερομηνίες «έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε sτον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών (για λογαριασμό αμφοτέρων τους). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο ανωτέρω κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνάς τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου» και αναφέρει εν συνεχεία για κάθε ένα από τους ανωτέρω ασφαλισμένους το ύψος της αξία αυτών των συνταγών σε πίνακα, «προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημιά του ΟΓΑ», ήτοι για παράβαση, καθόσον με αφορά των  άρθρων «386 παρ.1β,α του ΠΚ σε συνδ με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1,98ΠΚ»

          Παρόντος εμού εξεδόθη η πρωτόδικη με αρ. ++ απόφαση του ανωτέρω Τριμελούς +++ που με έκρινε ένοχο των αποδιδόμενων ανωτέρω πράξεων, δηλ. της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού και κατ` εξακολούθηση και μου επέβαλλε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών την οποία ανέστειλε επι τριετία καθώς και τα δικαστικά έξοδα.

          Άσκησα νόμιμα και εμπρόθεσμα την από ++με αρ. έκθεσης ++ έφεσή μου κατά της ανωτέρω απόφασης απευθυνόμενη προς το Εφετείο ++. Επί της εφέσεώς μου αυτής, εκδόθηκε  παρόντος εμού η με αρ. ++  προσβαλλομένη απόφαση του ++ Εφετείου ++++ που κατά το διατακτικό της με κήρυξε ένοχο του ότι«στον παρακάτω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με άλλο πρόσωπο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το συνολικό δε σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προκληθείσα στον παθόντα ζημία ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα, στα ++ κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάιο του έτους 2007 έως τον Φεβρουάριο του έτους 2008, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με τον φαρμακοποιό, ++, με σκοπό να αποκομίσουν από κοινού παράνομο περιουσιακό όφελος, ως ++ του Γενικού Νοσοκομείου ++ στα καθήκοντα οποίου ανάγεται η ιατρική εξέταση των ασθενών ασφαλισμένων του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) και μη, η σύνταξη και η έκδοση ιατρικών συνταγών για χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων σ' αυτούς που είχαν τη σχετική ανάγκη και η συμπλήρωση στην ειδική στήλη του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του κάθε ασφαλισμένου στον Ο.Γ.Α. ασθενή της διάγνωσης και των φαρμάκων που αναφέρονται στις συνταγές, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους υπαλλήλους του ΟΓΑ που ήταν αρμόδιοι για την πληρωμή των ιατρικών συνταγών των ασφαλισμένων ότι οι ασφαλισμένοι και αναφέρει τα ονόματά τους, ήτοι « 1) ++10) ++, κατά το χρονικό διάστημα» που αναφέρεται για τον καθένα ξεχωριστά στο διατακτικό αυτό και σε συγκεκριμένες για τον καθένα αναφερόμενες στο ίδιο διατακτικό, ημερομηνίες «έχει ανάγκη των κατωτέρω αναγραφόμενων ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις κατωτέρω αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε sτον φαρμακοποιό ++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών. Και παραθέτει κάτωθι του ονόματος του καθενός πίνακα ο οποίος για τον καθένα ασφαλισμένο αναγράφει τον «αριθμό της συνταγής, την ημερομηνία έκδοσης, το είδος του σκευάσματος, τις ποσότητες, την δοσολογία του Εθνικού συνταγολογίου, τη δοσολογία του ιατρού, τα επιπλέον τεμάχια, την τιμή μονάδος και την αξία σε ευρώ» και εν συνεχεία για κάθε ασφαλισμένο πανομοιότυπα ότι «Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο ανωτέρω κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνάς τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου» και αναφέρει εν συνεχεία για κάθε ένα από τους ανωτέρω ασφαλισμένους το ύψος της αξία αυτών σε ευρώ, «προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημιά του ΟΓΑ», και ότι «η αξιόποινη πράξη για την οποία κηρύχθηκα ένοχος προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των  άρθρων 386 παρ.1β,α του ΠΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων  …98ΠΚ». Μου επέβαλλε δε μετά ταύτα ποινή φυλάκισης δυό (2) ετών που ανέστειλε επι τριετία και με καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα.

ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ

Κατά το αιτιολογικό της-σκεπτικό, η προσβαλλομένη απόφαση οδηγήθηκε στην ανωτέρω καταδικαστική κρίση της, δεχόμενη ότι «από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης στο ακροατήριο οι οποίες περιλαμβάνονται στα ανωτέρω πρακτικά, από την ανάγνωση των πρακτικών της εκκαλουμένης υπ` αριθμ` +++ αποφάσεως του Τριμελούς ++, από την ανάγνωση όλως ανεξαιρέτως των εγγράφων και γνωμοδοτήσεων που αναφέρονται στα πρακτικά του της δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος δικαστηρίου και τα οποία βρίσκονται στην δικογραφία, από την απολογία των κατηγορυμένων στο ακροατήριο καθώς και από όλη εν γένει την αποδεικτι΄κη διαδικασία αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο ++ κατηγορούμενος ++στον παρακάτω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με άλλο πρόσωπο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το συνολικό δε σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προκληθείσα στον παθόντα ζημία ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα, ++ κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάιο του έτους 2007 έως τον Φεβρουάριο του έτους 2008, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με τον φαρμακοποιό, ++, με σκοπό να αποκομίσουν από κοινού παράνομο περιουσιακό όφελος, ως +++ του Γενικού Νοσοκομείου ++ στα καθήκοντα οποίου ανάγεται η ιατρική εξέταση των ασθενών ασφαλισμένων του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) και μη, η σύνταξη και η έκδοση ιατρικών συνταγών για χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων σ' αυτούς που είχαν τη σχετική ανάγκη και η συμπλήρωση στην ειδική στήλη του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του κάθε ασφαλισμένου στον Ο.Γ.Α. ασθενή της διάγνωσης και των φαρμάκων που αναφέρονται στις συνταγές, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους υπαλλήλους του ΟΓΑ που ήταν αρμόδιοι για την πληρωμή των ιατρικών συνταγών των ασφαλισμένων ότι οι ασφαλισμένοι και αναφέρει τα ονόματά τους, ήτοι « 1) ++ 10) +++, κατά το χρονικό διάστημα» που αναφέρει για τον καθένα ξεχωριστά και σε συγκεκριμένες για τον καθένα αναφερόμενες ημερομηνίες «έχει ανάγκη των αναγραφόμενων αναλυτικώς στο διατακτικό ποσοτήτων σκευασμάτων, συνταγογραφώντας τις εκεί αναφερόμενες συνταγές, τις οποίες εν συνεχεία παρέδιδε sτον φαρμακοποιό +++, ο οποίος και εισέπραττε την αξία αυτών(για λογαριασμό αμφοτέρων). Τα ανωτέρω όμως ήταν ψευδή καθόσον ο προαναφερόμενος ασφαλισμένος (για κάθε ασφαλισμένο από τους ανωτέρω) είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο ανωτέρω κατηγορούμενος, εν συνεχεία δε ο ανωτέρω φαρμακοποιός κατέθετε το πρώτο δεκαήμερο εκάστου μηνάς τις συνταγές που εκτελέστηκαν τον προηγούμενο μήνα και με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για τη θεραπεία του ασφαλισμένου» και αναφέρει εν συνεχεία για κάθε ένα από τους ανωτέρω ασφαλισμένους το ύψος της αξίας αυτών σε ευρώ, «προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημιά του ΟΓΑ» και επιπλέον συνεχίζει στην αιτιολογία της παραδεχόμενη και ότι «Ο τέταρτος κατηγορούμενος, σύμφωνα με όσα είχαν πει ορισμένοι ασθενείς του ή οι συγγενείς τους κατά τη διάρκεια της έρευνας, τους έδινε ο ίδιος τα φάρμακα που είχαν ανάγκη, ενώ εκείνος συμπλήρωνε και τις συνταγές στα βιβλιάρια τους, γράφοντας όμως σ' αυτά τις ως άνω υπερβολικές ποσότητες, για τις οποίες εισέπραττε ο προαναφερόμενος φαρμακοποιός, προς παράνομο όφελος αμφοτέρων τους, το αντίτιμο, ενώ στην περίπτωση του ++ ο τέταρτος κατηγορούμενος τον επισκεπτόταν εκτός ωραρίου και υπηρεσίας στο σπίτι του, φέρνοντας ο ίδιος φάρμακα, συνταγογραφώντας όμως στο βιβλιάριό του τις ποσότητες που ήθελε σα να τελούσε σε υπηρεσία στο νοσοκομείο. Όλες οι παραπάνω συνταγές, τα φάρμακα των οποίων, με τη συχνότητα που συνταγογραφούνταν, αποτελούσαν υπερδοσολογία (διπλή ή και τριπλή δοσολογία από αυτήν του εθνικού συνταγολογίου και την ενδεικνυόμενη), φέρονταν ότι εκτελέσθηκαν από το ίδιο φαρμακείο (αυτό του συνεργού του ++), ενώ αφορούσαν φάρμακα με μηδενική συμμετοχή του ασφαλισμένου, ώστε να μην τίθεται ζήτημα πληρωμής εκ μέρους του έστω και ενός μικρού ποσού. Σημειώνεται δε ότι οι αναγραφόμενες ποσότητες φαρμάκων ήταν υπερβολικές και ξεπερνούσαν ακόμη και την υπερδοσολογία που συνιστούσε με τις συνταγές του ο ίδιος ο τέταρτος κατηγορούμενος (τις δόσεις που ο ίδιος όριζε για καθημερινή κατανάλωση για ορισμένο χρονικό διάστημα). Αυτός προσπάθησε να δικαιολογήσει αυτό το φαινόμενο επικαλούμενος στην απολογία του πως δεν γνώριζε πόσα χάπια περιείχε κάθε κουτί. Ο σχετικός ισχυρισμός του ελέγχεται αβάσιμος ενόψει της ιδιότητάς του ως ιατρού και δη ψυχιάτρου. Ο παραπάνω κατηγορούμενος μάλιστα δεν επικαλέσθηκε εξ υπαρχής, κατά τη διάρκεια της πραγματοποιηθείσας έρευνας, συγκεκριμένους λόγους που θα μπορούσαν κατ’ εξαίρεση, σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, να δικαιολογήσουν ανάγκη αυξημένης, έστω και κατά τι, λήψης σκευασμάτων, όπως ανεπιτυχώς αποπειράθηκε να κάνει με την απολογία του. Αρκετοί δε από τα πρόσωπα, στα οποία συνταγογραφούσε, ήταν συγγενείς του (μητέρα του, θεία του, θείος του και η σύζυγος αυτού- θεία του κλπ). Στα σπίτια όμως όλων των παραπάνω ασθενών του (ή φερόμενων ως ασθενών του: ++, η οποία δεν έπασχε από ψυχική ασθένεια και δεν έλαβε στην πραγματικότητα οποιαδήποτε αγωγή) δεν βρέθηκαν αποθέματα φαρμάκων. Μετά την απόδειξη της  ενοχής του, ο τέταρτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της παραπάνω πράξης.»

 Η παραπάνω απόφαση καταχωρίσθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ανωτέρω Ποινικού Δικαστηρίου την ++/15 με αριθμό καταχωρήσεως ++

 

Με την παρούσα δήλωσή μου ως κατηγορούμενος που καταδικάστηκε με την παραπάνω απόφαση και έχοντας αυτονόητα κάθε έννομο συμφέρον για την άσκηση του παρόντος ενδίκου μέσου καθόσον υφίσταμαι βλάβη από τούτη την καταδικαστική απόφαση ηθική αλλά και περιουσιακή συνεπεία της επιβληθείσης ανωτέρω ποινής  και προφανώς με την άσκησή του επιδώκω όφελος συνιστάμενο στην εξαφάνιση της απόφασης και την κατάλυση της ποινικής κατηγορίας μέσω της ορθής και σύννομης εκδίκασης της υπόθεσης από το δικαστήριο ουσίας χωρίς ελαττώματα και πλημμέλειες και συνεπώς προσδοκώ την βελτίωση της θέσης μου δικονομικά αλλά και ουσιαστικά δηλ. σε σχέση και με την κατάλυση των αξιώσεων του πολιτικώς ενάγοντος 

                             ΖΗΤΩ ΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Της  με αρ. ++ απόφασης του ++ Εφετείου ++++ για όσους λόγους θα προσθέσω και με αυτοτελές δικόγραφο προσθέτων λόγων, αλλά και για τους ακόλουθους αναιρετικούς λόγου , που είναι παραδεκτοί, νόμιμοι και βάσιμοι και τους οποίους θα αναπτύξω και με σχετικό υπόμνημα μου

 

                                                 Ι

1.       Είναι φυσικά κατανοητό ότι η ποσότητα-δοσολογία (αλλά και το είδος) των φαρμάκων που απαιτούνται για κάθε inconcretoπερίπτωση-ασθενή,  δηλ. αυτών που αυτός συγκεκριμένα και όχι απλά η γενικότερη κατηγορία ασθένειας, έχει ανάγκη για την θεραπεία του, εξαρτάται αναπόδραστα από τους εξής παράγοντες ήτοι α) από το είδος και την μορφή της ασθένειάς του, συμπεριλαμβανομένων όλων των ειδικών χαρακτηριστικών και περιστάσεων αυτής, όπως π.χ την έντασή της (βαριάς ή ελαφριάς μορφής), του χρόνου εκδήλωσης π.χ μακροχρόνια ή μη κλπ, β) από τις ιδιαίτερες συνθήκες, χαρακτηριστικά και περιστάσεις του ίδιου του ασθενούς, όπως π.χ η ηλικία του, το φύλο, η καλή ή όχι παθολογικά κατάσταση του οργανισμού του, η ύπαρξη ή όχι άλλων ασθενειών, η χρήση ή όχι άλλων φαρμάκων στο παρόν ή στο παρελθόν κλπ καθόσον ακόμα και η ίδια ασθένεια επιδρά διαφορετικά σε διαφορετικούς ασθενής ακριβώς συνεπεία των ειδικών περιστάσεων και συνθηκών που αφορούν το πρόσωπο και τη ζωή του ασθενούς. Τοσούτω μάλλον καθόσον οι ψυχιατρικές ασθένειες είναι ιδιάζουσες και είναι γνωστό ότι ακόμα και η ίδια πάθηση του νευρικού συστήματος επιδρά διαφορετικά σε κάθε ασθενή ανάλογα με τον βαθμό έντασής της, τον χρόνο της προσβολής, την προηγούμενη χρήση φαρμάκων, την ηλικία κλπ, όπως άλλωστε είναι τούτο κατανοητό ως εμπειρία και αντίληψη ζωής ότι συμβαίνει ακόμα και σε ένα απλό κρυολόγημα: άλλη η δοσολογία και το είδος π.χ αντιβίωσης για έναν υγιή νέο και άλλη για έναν ηλικιωμένο με βεβαρημένο οργανισμό συνεπεία χρήσης άλλων φαρμάκων. Και γ) από τους αναγνωρισμένους και κοινά αποδεκτούς ως εφαρμοστέους σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, κανόνες της ιατρικής επιστήμης, δυνάμει των οποίων καθορίζεται, επι τη βάσει των ληφθέντων υπ` όψη από τον ιατρό ανωτέρω από α) και β) περιστατικών, συνθηκών κλπ, το είδος της θεραπείας και φυσικά η δοσολογία των φαρμάκων «για την ανάγκη θεραπείας» του συγκεκριμένου ασθενούς, συμπεριλαμβανομένων στην περίπτωση αυτή και των περιπτώσεων που κατά την ιατρική επιστήμη ως ακόμη εξελίσσεται, δεν διαμορφώθηκε ακόμη ή πάντως όχι πλήρως, η μέθοδος θεραπείας.

          Συνεπώς η παραδοχή ότι ο ασθενής «δεν είχε ανάγκη» για την θεραπεία του όλη την ποσότητα φαρμάκων που συνταγογράφησε ο ιατρός και άρα αυτός συνταγογράφησε «επιπλέον» ποσότητα φαρμάκων που ο ασθενής «δεν είχε ανάγκη», προϋποθέτει αυτονόητα για την διαπίστωσή της, τις ανωτέρω παραδοχές ήτοι παραδοχές περί του είδους, της μορφής και των συνθηκών της ασθένειας, παραδοχές περί των συνθηκών υγείας και περιστάσεων του κάθε ασθενούς και παραδοχές περί της ύπαρξης συγκεκριμένων αναγνωρισμένων ιατρικών κανόνων που, legesartis, εφαρμόζονται στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και καθορίζουν αυτοί, επι τη βάσει των ανωτέρω χαρακτηριστικών και συνθηκών της ασθένειας και του ασθενούς, την ανάγκη για συγκεκριμένη ποσότητα-δοσολογία φαρμάκων, καθόσον διαφορετικά η «διαπίστωση»- παραδοχή ότι ο τάδε ασφαλισμένος έχει ανάγκη της τάδε μικρότερης ποσότητας και όχι της δείνα μεγαλύτερης, είναι λογικά αθεμελίωτη και επιστημολογικά (νομικά) αναιτιολόγητη.

          Όμως η προσβαλλομένη, ενώ παραδέχεται στις αιτιολογίες της, πανομοιότυπα για κάθε ασφαλισμένο, ότι «αποδείχθηκε και πείστηκε» ότι εγώ συνταγογράφησα για τον καθένα τους τις « αναγραφόμενες αναλυτικά στο διατακτικό (σ.σ αυξημένες) ποσότητες σκευασμάτων και τις εκεί αναφερόμενες συνταγές…που δεν ήταν αναγκαίες για την θεραπεία του..» αλλά ότι ο καθένας απ` αυτούς, «είχε ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από τη δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα και όχι των επιπλέον τεμαχίων σκευασμάτων που συνταγογράφησε ο τέταρτος κατηγορούμενος…», εν τούτοις, δεν διαλαμβάνει παραδοχές πραγματικών περιστατικών ούτε για το είδος, την φύση και την ειδικότερη μορφή και χαρακτηριστικά της πάθησης-ασθένειας του κάθε ασφαλισμένου, ούτε για τις ιδιαίτερες και αυτονόητα διαφορετικές για κάθε ασθενή περιστάσεις της υγείας του ήτοι πχ για την χρονική διάρκεια της πάθησης, για την ηλικία του, για την χρήση ή όχι των συγκεκριμένων φαρμάκων και στο παρελθόν, κλπ, αλλά ούτε και παραδοχές για την ύπαρξη συγκεκριμένων αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης κατά τους οποίους, επι τη βάση των ανωτέρω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ασθένειας και του ασθενούς για κάθε περίπτωση, καθορίζεται συγκεκριμένη (και παραδεχόμενη) ποσότητα-δοσολογία φαρμάκων και όχι άλλη. Δηλ. παραδοχές αντικειμενικών πραγματικών περιστατικών εκ των οποίων και μόνο θα μπορούσε να αιτιολογηθεί αντικειμενικά με βάση τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και legesartisη ανάγκη για την χορήγηση της τάδε ή δείνα συγκεκριμένης και παραδεχόμενης ποσότητας συγκεκριμένου φαρμάκου-σκευάσματος στον συγκεκριμένο (inconcreto) ασθενή  για την (inconcreto) θεραπεία του, οι οποίοι (μηδέποτε παραδεχθέντες κανόνες), είναι φυσικά το μόνο ασφαλές αντικειμενικά κριτήριο για την διαπίστωση αλλά και έκταση της ανάγκης του ασθενούς για χορήγηση συγκεκριμένου σκευάσματος και για συγκεκριμένη ποσότητα-δοσολογία αυτού, αφού φυσικά ληφθούν υπ` όψη οι συνθήκες και περιστάσεις inconcreto τόσο της ασθένειας όσο και του ασθενούς.

          Συνεπώς χωρίς τις ανωτέρω παραδοχές πραγματικών περιστατικών δεν μπορεί να οδηγηθεί κανείς σε παραδοχή για «επιπλέον» ποσότητα που συνταγογραφήθηκε αφού, ελλείψει αυτών, δηλ. ελλείψει παραδοχών για τα περιστατικά , το είδος, τη φύση, τις περιστάσεις της ασθένειας αλλά και των κατ` ιδίαν περιστάσεων των ασθενών, τα οποία με βάση τους αναγνωρισμένους ιατρικούς κανόνες, καθορίζουν την ανάγκη του ασθενούς για την τάδε ή δείνα ποσότητα φαρμάκων, ελλείπουν και τα αντικειμενικά κριτήρια για την διαπίστωση-παραδοχή αυτής ως «επιπλέον» της αρμόζουσας και άρα για την παράσταση αυτής (της επιπλέον ποσότητας με την συνταγή) ως ψευδούς γεγονότος (για το αν πράγματι πρόκειται για παράσταση γεγονότος «κατ` αυτό τον τρόπο», βλ. κατωτέρω).

2.       Από την άλλη, ακόμα και αν γίνει δεκτό, όπως παραδέχεται η προσβαλλομένη, ότι ο κάθε ασθενής «έχει ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από την δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου» (εφεξής ΕΣ), δηλ. ότι μόνο ασφαλές κριτήριο με βάση το οποίο πρέπει να ικανοποιείται η ανάγκη του κάθε αναφερόμενου ασθενούς σε φάρμακα, είναι οι ποσότητες που προβλέπει το ΕΣ (και όχι δήθεν οι αναγνωρισμένοι ως εφαρμοστέοι σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ιατρικοί κανόνες επι τη βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, περιστάσεων και συνθηκών της κάθε ασθένειας και του κάθε ασθενούς), και ότι συνεπώς η συνταγογράφηση από τον ιατρό επιπλέον των προβλεπομένων από το ΕΣ ποσοτήτων, όχι μόνο δεν ικανοποιεί την ανάγκη του ασθενούς ιατρικά (για την ανάγκη δηλ. θεραπείας του φρόντισε η πρόβλεψη του ΕΣ!!), αλλά και επιπλέον, παρίσταται η συνταγογράφηση από τον ιατρό (για την επιπλέον ποσότητα), κατά τις παραδοχές της, ως ψευδής παράσταση γεγονότων περί της ανάγκης του ασθενούς, αφού δέχεται ότι «δια του τρόπου αυτού» παρέστησα εν γνώσει μου ψευδώς ότι ο κάθε ασφαλισμένος «έχει ανάγκη των αναγραφομένων στο διατακτικό» αυξημένων, σε σχέση με την πρόβλεψη του ΕΣ, ποσοτήτων, και πάλι, δεν διαλαμβάνει παραδοχές πραγματικών περιστατικών για την κατηγορία, το είδος και τη φύση της ασθένειας του κάθε ασθενούς, ποια δηλ. είναι επακριβώς η πάθησή του (κατάθλιψη, διπολική διαταραχή, μανιοκατάθλιψη κλπ) αν και δέχεται ότι συνταγογραφούσα τα φάρμακα «ως +++» του νοσοκομείου ++, αλλά ούτε και παραδοχές για την «ποσότητα φαρμάκων που προβλέπεται από τη δοσολογία του ΕΣ» για κάθε κατηγορία, είδος και φύση των (ανωτέρω μηδέποτε παραδεχθεισών) ασθενειών από τις οποίες έπασχαν οι ασθενείς και πρωτίστως παραδοχές ότι προβλέπονται οι ασθένειες από τις οποίες έπασχαν οι ασθενείς και περιλαμβάνονται στο ΕΣ που προβλέπει εν συνεχεία και την δοσολογία γι` αυτές. Παραδέχεται στους πίνακες που παραθέτει στο αιτιολογικό της για να οδηγηθεί στο αποδεικτικό της πόρισμα περί επιπλέον ποσότητας και συναφές διατακτικό, μόνο, ποσότητα φαρμάκων είτε σε συσκευασίες, είτε σε ποσότητα δραστικής ουσίας, χωρίς όμως καμία αναφορά για την κατηγορία και το είδος της ασθένειας που αφορούν. Όμως κατά τον τρόπο αυτό, δεν μπορεί να ελεγχθεί, ακόμα και αν γινόταν δεκτό ως μόνο ασφαλές κριτήριο η ποσότητα που προβλέπει το ΕΣ, αν καταρχήν το ΕΣ προβλέπει δοσολογία για την συγκεκριμένη αλλά μηδέποτε παραδεχθείσα ασθένεια του κάθε ασθενή ασφαλισμένου και κατά δεύτερο ποια ακριβώς (ποσότητα) είναι αυτή πχ. για την κατάθλιψη ή για την διπολική διαταραχή κλπ. Διαφορετικά με την αναγραφή και μόνο ότι ο τάδε ασφαλισμένος, για τον οποίο δεν παραδέχεται ποια είναι η ασθένειά του, έχει ανάγκη πχ 2 τεμαχίων  του τάδε φαρμάκου και όχι των 4 τεμαχίων του ιδίου φαρμάκου της συνταγής, διότι αυτό προβλέπεται από την δοσολογία του ΕΣ, χωρίς όμως να παραδέχεται ότι αυτή η δοσολογία αφορά την συγκεκριμένη ασθένεια από την οποία πάσχει ο ασθενής (οπότε και προβλέπεται η ασθένειά του από το ΕΣ), καθίσταται αδύνατος κάθε έλεγχος για την βασιμότητα του αποδεικτικού συμπεράσματος και άρα την διαπίστωση-παραδοχή περί δήθεν επιπλέον της πρόβλεψης του ΕΣ ποσότητας φαρμάκων, αφού αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη, ακόμα και με την λογική της προσβαλλομένης ότι πρέπει να λαμβάνεται υπ` όψη η δοσολογία του ΕΣ, με την παραδοχή τόσο για την κατηγορία και το είδος της ασθένειας του ασθενή για την οποία συνταγογράφησα την συγκεκριμένη παραδεχόμενη ποσότητα, όσο και φυσικά με την παραδοχή ότι η παραδεχόμενη στον πίνακα (μικρότερη) δοσολογία-ποσότητα του ΕΣ, αφορά στην πάθηση του ασθενούς στην οποία αφορά και η συνταγή μου.

          Συνεπώς ακόμα και αν θεωρούνταν δεσμευτικές για τον ιατρό οι προβλέψεις του ΕΣ για τις ποσότητες φαρμάκων που πρέπει να χορηγεί (θέμα για το οποίο βλ. αμέσως κατωτέρω) και πάλι (όπως πολύ περισσότερο αν γίνει δεκτό ότι η ανάγκη του ασθενούς σε φάρμακα πρέπει να καθορίζεται με τα αντικειμενικά κριτήρια που ανωτέρω υπο Ι1 αναφέρθηκαν για την κάθε inconcreto περίπτωση), ελλείψει των ανωτέρω παραδοχών πραγματικών περιστατικών, δεν εξηγεί-αιτιολογεί, πώς και γιατί (λογικό κενό, έλλειψη, ανεπάρκεια, ατέλεια, ασάφεια) οδηγείται στο αποδεικτικό της πόρισμα και συναφή καταδικαστική της κρίση ότι οι ασφαλισμένοι-ασθενείς «δεν είχαν ανάγκη» των επιπλέον τεμαχίων φαρμάκων είτε με τα ασφαλή κριτήρια του είδους, της φύσης, της περίστασης και των συνθηκών τόσο της ασθενείας των όσο και των ιδικών τους περιστάσεων και με γνώμονα τους αναγνωρισμένους ιατρικούς κανόνες εφαρμόσιμους σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, είτε έστω με κριτήριο τις προβλέψεις του ΕΣ για την συγκεκριμένη ασθένειά τους και πώς μετά ταύτα, χωρίς δηλ. να εξηγεί-αιτιολογεί το πώς και γιατί των «επιπλέον» ποσοτήτων, οδηγείται στο αποδεικτικό της πόρισμα και συναφή καταδικαστική κρίση για τέλεση απάτης για κάθε ασφαλισμένο (κατ` εξακολούθηση) συνιστάμενης κατά τις παραδοχές της στο ότι «δια του τρόπου αυτού», δηλ. δια της συνταγογράφησης «παρέστησα ψευδώς ότι είχαν ανάγκη των ποσοτήτων που αναγράφονται στο διατακτικό» δηλ. των αυξημένων.

3.       Επιπλέον η προσβαλλομένη δεν διαλαμβάνει παραδοχές ούτε και για το ότι, η δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου, είναι υποχρεωτική κατά την άσκηση του λειτουργήματος του για τον γνωματεύοντα ιατρό, για κάποιους πραγματικούς ή νομικούς λόγους, που επίσης δεν παραδέχεται, όπως πχ θα ήταν διότι είναι νόμος που οφείλει να σεβαστεί και εφαρμόσει ο ιατρός, ακόμα και όταν κατά την άσκηση της ιατρικής επιστήμης από τον ιατρό, ενδείκνυται στην συγκεκριμένη περίπτωση διαφορετικές ποσότητες της δραστικής ουσίας, έτσι ώστε η μη τήρησή του να επισύρει κάποιες συνέπειες και πολύ περισσότερο να εμφανίζεται ως «ψευδής» κάθε άλλη συνταγογράφηση ποσοτήτων επιπλέον των ορισθέντων με αυτό, ακόμα και αν η ανάγκη του ασθενούς το επιβάλλει ιατρικά ή ακόμα αν παραδεχόταν ότι οι προβλέψεις του ΕΣ κατέστησαν στον οικείο τομέα δραστηριότητας και άσκησης του λειτουργήματος των ιατρών, γενικά αποδεκτοί και αναγνωρισμένοι κανόνες της επιστήμης της φαρμακολογίας και εν γένει ιατρικής. Δηλ. παραδοχές περί του ότι το ασφαλές κριτήριο των αναγνωρισμένων ιατρικών κανόνων για την διαπίστωση της ύπαρξης και έκτασης της ανάγκης του κάθε ασθενούς για χορήγηση συγκεκριμένων φαρμάκων σε συγκεκριμένη ποσότητα, υποχωρεί, υποκαθίσταται, αντικαθίσταται κλπ δεσμευτικά και υποχρεωτικά για τον ιατρό (δηλ. είτε από το νόμο, είτε απο τις συναλλαγές), από τις προβλέψεις του ΕΣ. Άλλωστε στην περίπτωση αυτή αφενός μεν το ιατρικώς αναγκαίο για κάθε ασθενή θα καθορίζονταν με όρους οδηγιών μίας διοικητικής αρχής (ΕΟΦ), πράγμα άτοπο, αφετέρου, θα επρόκειτο για «ψευδή» συνταγογράφηση από τον ιατρό ακόμα και στις περιπτώσεις που γνωμάτευε με βάση την επιστήμη του, για λιγότερες ποσότητες φαρμάκων για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ασθενούς από αυτές που προβλέπονται στο Ε.Σ, που φυσικά όχι μόνο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, ως άτοπο, αλλά και επιπλέον αποδεικνύει ότι την ανάγκη του ασθενούς για περισσότερα ή λιγότερα φάρμακα διαπιστώνει όχι φυσικά το ΕΣ, αλλά ο ιατρός σε κάθε ειδική περίπτωση με βάση τους αναγνωρισμένους κανόνες της επιστήμης του. Άλλωστε και κατά το « Προλογικό σημείωμα της Διοίκησης του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων :Το Εθνικό Συνταγολόγιο είναι ένας χρήσιμος οδηγός, που παρέχει τεκμηριωμένα πληροφόρηση για τα κυκλοφορούντο στη χώρα μας φαρμακευτικά προϊόντα αποδεδειγμένης αποτελεσματικότητας και ασφάλειας, τις ενδείξεις, τη δοσολογία, αλλά και τους πιο σημαντικούς περιορισμούς της χρήσης τους» και συνεπώς όχι μόνο δεν διεκδικεί την εφαρμογή του σε κάθε συγκεκριμένο ασθενή με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά του και συνθήκες, αλλά και πολύ περισσότερο, δεν διεκδικεί την εφαρμογή του καθ` υποχώρηση κάθε ιατρικά αναγνωρισμένου κανόνα ψυχιατρικής θεραπείας, αφού άλλωστε ρητά προβάλλεται ως οδηγός και μόνο και ως μέσο πληροφόρησης και όχι θεραπείας.

          Συνεπώς και πάλι δεν αιτιολογείται με παραδοχές πραγματικών περιστατικών το γιατί οι συγκεκριμένοι ασθενείς «είχαν ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από την δοσολογία του ΕΣ», όχι ιατρικά (αυτό δεν το αιτιολογεί όπως ειπώθηκε, ούτε με όρους της ιατρικής επιστήμης, ούτε καν με τις προβλέψεις του ΕΣ κατά τα ανωτέρω), αλλά έστω για νομικούς και γι` αυτό δεσμευτικούς λόγους ή με βάση τους υποχρεωτικούς άγραφους κανόνες «στον οικείο τομέα κοινωνικής δραστηριότητας» που διαμορφώθηκαν όμως επι τη βάσει των προβλέψεων του ΕΣ και ισχύουν ως «κοινώς αναγνωρισμένοι κανόνες» και δη επιστημονικοί κανόνες της ιατρικής ήτοι legesartis. (ΑΠ 1122/1988 ΠΧ ΛΘ, 81). Άλλωστε όπως ειπώθηκε και προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις, δύσκολα μπορεί να γίνει κατανοητό κατά τρόπο λογικά παραδεκτό και σύμφωνα με το κοινωνικό νόημα της ανάγκης για θεραπεία, ότι η ανάγκη του ασθενούς για φάρμακα καθορίζεται από τον ιατρό, χωρίς αναγωγή στους ιατρικά αναγνωρισμένους κανόνες της επιστήμης του και χωρίς να λάβει υπ` όψη το «ιστορικό» του ασθενούς, χωρίς να ενημερωθεί για ην καθόλου κατάσταση υγείας του, χωρίς να ενδιαφερθεί για το παρελθόν του και τις περιστάσεις ζωής του, ιδίως όταν πρόκειται για ψυχιατρικές ασθένειες, χωρίς να αξιολογήσει την κατ` ιδίαν επίδραση της ασθένειας κλπ, αλλά μόνο μηχανιστικά με προσφυγή στις προβλέψεις του ΕΣ που αφορούν κατηγορίες ασθενειών και όχι συγκεκριμένους ασθενείς με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ακόμα και αν τούτες ήταν δεσμευτικές για κάποιο λόγο που δεν παραδέχεται η προσβαλλομένη.

 4.      Πέραν όμως των ανωτέρω, η προσβαλλομένη, δεν διαλαμβάνει και παραδοχές πραγματικών περιστατικών ούτε α) για το σημαντικά κρίσιμο στοιχείο περί του συγκεκριμένου χρόνου-διάρκειας στον οποίο έπρεπε, για κάθε ανωτέρω ασθενή, είτε κατά νόμω, είτε κατά την ιατρική επιστήμη, είτε κατά το ΕΣ, είτε κατ` άλλο, παραδεχόμενο όμως στις αιτιολογίες της δεσμευτικό λόγο, να αφορά, η από το ιατρό, συνταγογράφηση κάθε συγκεκριμένης και παραδεχόμενης ποσότητας σκευάσματος και ποιος φυσικά είναι αυτός, αλλά ούτε β) και για τον χρόνο στον οποίο αφορούσαν πράγματι οι δικές μου συνταγογραφήσεις για κάθε ασθενή. Έτσι ακόμα και αν διαλάμβανε παραδοχές που θα αιτιολογούσαν το γιατί είμαι υποχρεωμένος να ακολουθώ το ΕΣ σχετικά με την ποσότητα του συνταγογραφώ για κάθε συγκεκριμένο ασθενή ή και παραδοχές, πολύ περισσότερο, περί του ότι με βάση την ιατρική επιστήμη που διακονώ, όφειλα να συνταγογραφήσω για κάθε ειδικό και συγκεκριμένο ασθενή από τους ανωτέρω, την ποσότητα που «προβλέπεται» από το ΕΣ (και όχι δήθεν την ποσότητα που επιβάλλεται σύμφωνα με τις, μηδέποτε παραδεχθείσες, ανάγκες του καθενός και σύστοιχα με τους, μηδέποτε παραδεχθέντες, ιατρικούς κανόνες για κάθε ασθένεια αλλά και συγκεκριμένο ασθενή με τα ειδικά χαρακτηριστικά του), και πάλι ουδόλως αρκούσαν αυτές για την αιτιολογία του αποδεικτικού της πορίσματος περί επιπλέον συνταγογράφησης ήτοι φαρμάκων που δεν είχαν ανάγκη, καθόσον έπρεπε να διαλάβει επιπλέον και περαιτέρω παραδοχές α) για τον χρόνο που έπρεπε να αφορά η κάθε συγκεκριμένη συνταγογραφημένη ποσότητα για τον κάθε ασθενή είτε με βάση τις συγκεκριμένες (μη παραδεχόμενες) ανάγκες του καθενός σύμφωνα με τους (μη παραδεχόμενους) Legesartis κανόνες της επιστήμης μου, είτε με βάση το ΕΣ εφόσον ήμουν υποχρεωμένος να ακολουθήσω για κάποιο (μη παραδεχόμενο) λόγο, τις προβλέψεις του, είτε δυνάμει άλλου (μη παραδεχόμενου) επιτακτικού κανόνα δικαίου και β) για τον χρόνο που πράγματι αφορούσαν οι δικές μου για κάθε ασφαλισμένο. Είναι δε τούτο αυτονόητα και αναπόδραστα λογικό καθόσον αν η ίδια ποσότητα που πρέπει να χορηγείται-συνταγογραφείται στον συγκεκριμένο ασθενή για συγκεκριμένο διάστημα για τις ανάγκες θεραπείας του (είτε με βάση τους κανόνες της επιστήμης και σε συσχετισμό με την ασθένειά του, είτε με βάση το ΕΣ για την συγκεκριμένη κατηγορία ασθένειας), χορηγηθεί-συνταγογραφηθεί σ` αυτόν π.χ για το διπλάσιο διάστημα, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να πρόκειται περί «επιπλέον» συνταγογράφησης που «δεν είχε ανάγκη», αλλά για μείωση στο μισό της επιβαλλόμενης (ιατρικά) ή προβλεπόμενης (από το ΕΣ) δοσολογίας για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ενώ το αντίστροφο θα συμβαίνει (δηλ. θα πρόκειται για «επιπλέον» συνταγογράφηση) όταν η ίδια ποσότητα που πρέπει να χορηγηθεί σε συγκεκριμένο διάστημα, χορηγείται σε υποπολλαπλάσιο αυτού, χρόνο. Σύστοιχα η συνταγογράφηση «επιπλέον» ποσότητας αλλά για διάστημα μεγαλύτερο απ` αυτό που πρέπει να αφορά η συνταγογράφηση και πάλι δεν μπορεί να οδηγήσει σε παραδοχή επιπλέον δήθεν χορηγούμενης δοσολογίας, καθόσον το «επιπλέον» αυτής συνέχεται και με το «επιπλέον» του χρονικού διαστήματος για το οποίο χορηγείται το φάρμακο.Τέτοιες όμως παραδοχές περιστατικών δηλ. ότι οι (παραδεχόμενες) συγκεκριμένες ποσότητες τεμαχίων σκευασμάτων και δραστικών ουσιών «που προβλέπονται από την δοσολογία του Εθνικού Συνταγολογίου» αφορούν στο τάδε ή δείνα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, για το οποίο δηλ. πρέπει να συνταγογραφούνται (είτε με βάση το ίδιο το ΕΣ, είτε με βάση την ιατρική επιστήμη για κάθε ασθενή), αλλά και περαιτέρω παραδοχές ότι ταυτόχρονα εγώ συνταγογραφούσα (τις παραδεχθείσες επιπλέον) ποσότητες για χρονικό διάστημα που εν προκειμένω συμπίπτει ή υπολείπεται από το ανωτέρω (μηδέποτε παραδεχθέν) επιβαλλόμενο ή προβλεπόμενο από το ΕΣ, οπότε και υπερσυνταγογραφούσα, απουσιάζουν εντελώς από τις αιτιολογίες της, έτσι ώστε να μπορεί να αιτιολογηθεί-ελεγχθεί με λογικά παραδεκτό τρόπο, η ορθότητα της παραδοχής της για το «επιπλέον» της υπ` εμού παραδεχθείσης συνταγογραφηθείσης ποσότητας. Αντιθέτως, η ορθότητα της ανωτέρω παραδοχής της, ήτοι περί συνταγογράφησης επιπλέον τεμαχίων απ` όσα προβλέπονται από την δοσολογία του ΕΣ, θα αιτιολογούνταν και θα μπορούσε να ελεγχθεί χωρίς λογικά κενά, μόνο εφόσον διελάμβανε στις αιτιολογίες της ότι η παραδεχθείσα προβλεπόμενη (και δήθεν υποχρεωτική) μικρότερη ποσότητα συνταγογράφησης του ΕΣ και η παραδεχθείσα ως «επιπλέον» συνταγογραφηθείσα υπ` εμού, αφορούσαν το ίδιο χρονικό διάστημα, διότι διαφορετικά αν δηλ. δεν διαλάβει παραδοχές και για το χρονικό διάστημα για το οποίο προβλέπεται η συγκεκριμένη παραδεχθείσα δοσολογία και για το χρονικό διάστημα για το οποίο αφορούσε η παραδεχθείσα επιπλέον δική μου, είναι αδύνατος ο έλεγχος της ορθότητας της παραδοχής της περί επιπλέον ποσότητας. Σημειώνεται ότι τέτοιες παραδοχές διαλαμβάνει μόνο για τους:

1)++++2)++3)+++, χωρίς και πάλι, ακόμα και γι` αυτούς να διαλαμβάνει στις παραδοχές της, δηλ. στον πίνακα που παραθέτει, ότι έγιναν χορηγήσεις οποιασδήποτε άλλης ποσότητας των ιδίων φαρμάκων ακόμα και μετά την παρέλευση της διάρκειας της δικής μου συνταγογράφησης, καθόσον παραδέχεται για την ++ ότι μετά την ++ η επόμενη συνταγή χορηγήθηκε την ++, μετά την ++ η επόμενη συνταγή χορηγήθηκε την ++ και η μεθεπόμενη την ++, για τον +++ μετά την ++, η επόμενη χορηγήθηκε την ++, η επόμενη ++ κοκ σύμφωνα με τις ανωτέρω ημερομηνίες του πίνακα και για την ++ μετά την ++, η επόμενη χορήγηση του ιδίου φαρμάκου την ++, όπως αναλυτικά παραδέχεται στον πίνακα, δηλ. σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις παραδέχεται συνταγογραφήσεις, επιπλέον μεν του ΕΣ αλλά αφορώσες χρόνο για «επιπλέον» χρονικό διάστημα απ` αυτό της πρόβλεψης του ΕΣ και συνεπώς και πάλι δεν αιτιολογεί την «υπερδοσολογία» που όπως ειπώθηκε συναρτάται με το χρόνο στον οποίο αφορά.

          Συνεπώς η προσβαλλομένη που οδηγήθηκε στο αποδεικτικό της ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα ότι δήθεν «αποδείχθηκε και πείστηκε» πως με τις συνταγές μου, παρέστησα ψευδώς στους υπαλλήλους του ΟΓΑ ότι ο καθένας από τους αναφερόμενους στην αιτιολογία της ασφαλισμένους είχε ανάγκη των επιπλέον ποσοτήτων φαρμάκων που συνταγογράφησα, διότι αληθώς δήθεν αυτοί είχαν ανάγκη μόνο των (λιγότερων) ποσοτήτων που προβλέπονται από την δοσολογία του ΕΣ και όχι των επιπλέον τεμαχίων που συνταγογράφησα και εν συνεχεία κατά το διατακτικό της με βάση το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα, με κηρύσσει ένοχο της πράξης της απάτης κατ` εξακολούθηση, έσφαλλε και είναι αναιρετέα για έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατ` άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ` και η οποία υφίσταται όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία εστηρίχθη η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστήριο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν κατηγορία, καθόσον με βάση τα ανωτέρω (επιγραμματικά) δεν εξηγείται-αιτιολογείται πώς, χωρίς να διαλάβει παραδοχές 1)για το είδος καταρχήν και εν συνεχεία για τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πάθησης του κάθε ασθενούς, 2) για τις περιστάσεις και συνθήκες υγείας του κάθε ασθενούς, επι τη βάσει των οποίων μπορεί με λογικά παραδεκτό τρόπο να διαπιστωθεί η ανάγκη χορήγησης της τάδε ή δείνα συγκεκριμένης ποσότητας φαρμάκων, σύμφωνα με τους επίσης μη παραδεχόμενους, αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, 3)χωρίς να διαλάβει έστω παραδοχές ότι η παραδεχθείσα μικρότερη ποσότητα του ΕΣ, αφορά σε κάθε περίπτωση ασθενούς, την (μηδέποτε παραδεχθείσα) πάθηση από την οποία πάσχει και για την οποία (ιδία πάθηση) εγώ συνταγογράφησα την επιπλέον ποσότητα, 4) χωρίς επιπλέον να διαλάβει παραδοχές περί της υποχρεωτικότητας της ικανοποίησης των αναγκών των ασθενών αποκλειστικά και δεσμευτικά, σύμφωνα με το ΕΣ, ακόμα και σε σχέση με τους αναγνωρισμένους ιατρικούς κανόνες και 5) για τον χρόνο για τον οποίο έπρεπε να αφορά σύμφωνα με τις ανάγκες θεραπείας του κάθε ασφαλισμένου, η ποσότητα της συνταγογράφησης είτε με βάση με την ιατρική επιστήμη και σε αρμόζουσα σχέση με τα συγκεκριμένα περιστατικά και συνθήκες υγείας του κάθε ασθενή, είτε με βάση έστω τις προβλέψεις του ΕΣ για την «ανάγκη» του, αλλά και για τον χρόνο που αφορούσε πράγματι η κάθε μία δική μου συνταγογράφηση για τις παραδεχθείσες επιπλέον ποσότητες, οδηγείται μετά ταύτα στο ανωτέρω αποδεικτικό της πόρισμα, ότι με τις συνταγές μου, «ψευδώς παρέστησα» ότι έχουν ανάγκη των, σ` αυτές αναγραφόμενων επιπλέον ποσοτήτων, ενώ το αληθές είναι ότι είχαν ανάγκη των ελαττωμένων «μόνο ποσοτήτων που προβλέπει η δοσολογία του ΕΣ» το οποίο έτσι, συνεπεία των ανωτέρω ελλιπών, ανεπαρκών και ατελών παραδοχών, παρίσταται εντελώς αυθαίρετο και αναιτιολόγητο, καθόσον δεν είναι ελέγξιμο για την ορθότητά του κατά λογικά παραδεκτό τρόπο .

Σε κάθε περίπτωση, ελλείψει των ανωτέρω ανεπαρκών, ελλιπών και ατελών παραδοχών, στο πόρισμά της προσβαλλομένης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του ανωτέρω αιτιολογικού (παραδοχών της) και του ανωτέρω διατακτικού (καταδικαστική κρίση) και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος της απάτης κατ` εξακολούθηση, εμφιλοχώρησαν λογικά κενά και οπωσδήποτε ασάφειες, ανεπάρκειες, ατέλειες και ελλείψεις, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των άρθρων 386.1ΠΚ και 98ΠΚ που εν τέλει εφήρμοσε και συνεπεία τούτου να μην μπορεί να ελεγχθεί η τέλεση της παραδεχόμενης πράξης της απάτης κατ` εξακολούθηση, για την οποία στο διατακτικό της με κήρυξε ένοχο και μου επέβαλλε ποινή φυλάκισης, ήτοι κατά τα ανωτέρω επιγραμματικά να μην μπορεί να ελεγχθεί, ακόμα και αν θεωρηθεί παράσταση γεγονότος και όχι αξιολογική κρίση, το «ψευδές» ή αληθές της ιατρικής ανάγκης   του κάθε ασθενούς για συγκεκριμένη ποσότητα φαρμάκων σε συγκεκριμένη μονάδα χρόνου και σύστοιχα το ψευδές (ανακριβή απεικόνιση της πραγματικότητας) της ανάγκης (όπως παραδέχεται η προσβαλλομένη) για «επιπλέον» συνταγογραφηθείσα ποσότητα φαρμάκων για κάθε συγκεκριμένο ασθενή, ήτοι η παράσταση ψευδούς γεγονότος ως αληθούς, ως θεμελιώδες στοιχείο της α.υ της πράξης της απάτης και άρα η προσβαλλομένη στερείται νόμιμης βάσης υποπίπτουσα στον αναιρετικό λόγο της εκ πλαγίου παράβασης των διατάξεων αυτών κατ` άρθρο 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ.

 

                                      ΙΙ

Δέχεται περαιτέρω η προσβαλλομένη στις αιτιολογίες της ότι «αποδείχθηκε και πείστηκε» πώς η παράσταση ψευδούς γεγονότος στους υπαλλήλους του ΟΓΑ, συνίστατο (πανομοιότυπα για κάθε περίπτωση ασφαλισμένου), στην «κατάθεση» από τον συναυτουργό φαρμακοποιό των «ψευδών» συνταγών μου, ήτοι των συγκεκριμένων συνταγών για κάθε ασφαλισμένο με τις οποίες «ως ++ του ΓΝ++ στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η ιατρική εξέταση των ασθενών…και η έκδοση ιατρικών συνταγών…», «…παριστούσα εν γνώσει ψευδώς ότι…έχει ανάγκη των αναγραφομένων ποσοτήτων σκευασμάτων» οπότε και «με τον τρόπο αυτό έπεισαν του αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για την θεραπεία του ασφαλισμένου» και κατά το διατακτικό της με κήρυξε ένοχο για την πράξη της απάτης συνισταμένης της πράξης εξαπάτησης στην ανωτέρω πράξη παράστασης ψευδούς γεγονότος με την ακριβώς ανωτέρω διατύπωση για κάθε περίπτωση ασφαλισμένου. 

Συνεπώς κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, η πράξη εξαπάτησης συνίσταται στο ότι, ως ιατρός που μπορούσα να εξετάζω και να εκδίδω ιατρικές συνταγές, με τις αναγραφείσες επιπλέον ποσότητες στις συνταγογραφήσεις μου για κάθε ασφαλισμένο, παρέστησα ψευδώς  ότι ο κάθε ένας από τους ανωτέρω ασφαλισμένους είχε ανάγκη για την θεραπεία του, από τις συγκεκριμένες επιπλέον ποσότητες φαρμάκων που ανέγραφα στις συνταγές μου, ενώ το αληθές δήθεν και ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα ήταν ότι τις ποσότητες αυτές δεν τις είχαν ανάγκη για την θεραπεία τους καθόσον «είχαν ανάγκη μόνο των ποσοτήτων που προβλέπονται από την δοσολογία του ΕΣ»

Όμως τούτο δηλ. ότι κάποιος έχει ανάγκη ιατρική για την θεραπεία του της τάδε ή δείνα δοσολογίας φαρμάκων, που φυσικά εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, περιστάσεις και συνθήκες της ασθένειάς του, αλλά και άλλους αντικειμενικούς παράγοντες και συνθήκες της καθόλου ζωής του (ηλικία, χρόνος, αναπηρία κλπ), συνιστά καταφανώς αξιολογική κρίση, εκτίμηση και άποψη και δη από έναν ιατρό, ιατρική εκτίμηση και επιστημονική ιατρική γνώμη διότι αναφέρεται ακριβώς στην αποτίμηση κατά αξιολογική μέθοδο (εν προκειμένω ιατρική) του φαινομένου της κάθε συγκεκριμένης πάθησης του κάθε ασθενούς με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και συνθήκες τους, η οποία (αποτίμηση, εκτίμηση, αξιολόγηση, γνώμη) φυσικά μπορεί να κριθεί ότι είναι σωστή ή λαθεμένη (όχι ψευδής ή αληθής) μόνο επι τη βάσει παραδεχόμενων inconcreto κατά τα ανωτέρω περιστατικών, περιστάσεων και συνθηκών τόσο της ασθένειας όσο και του κάθε ασθενή και με σημείο αναφοράς-κριτήριο τους ιατρικά αναγνωρισμένους ως εφαρμοστέους για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, κανόνες θεραπείας και όχι φυσικά γεγονός. Γι` αυτό και θα μπορούσε να ήταν ψευδές γεγονός και όχι αξιολογική κρίση και εκτίμηση, μόνο όταν η «επιστημονική» αυτή κρίση και γνώμη, με βάση τους ιατρικά αναγνωρισμένους κανόνες που χρήζουν εφαρμογής στην κάθε μία συγκεκριμένη περίπτωση, σε συνδυασμό με τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή παρόν της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης ασθενούς, παρίστατο inconcretoεντελώς αλυσιτελής, απρόσφορη, πολλώ δε μάλλον επικίνδυνη για τον ασθενή, δηλ. inconcretoμη υποστηρίξιμη legesartis, αφού τότε θα προέκυπτε καταφανώς ότι δεν πρόκειται περί γνώμης, ή άποψης, αλλά θα υποδήλωνε και άρα θα παριστούσε ψευδή γεγονότα και καταστάσεις που δεν θα ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, αφού θα υπέκρυπτε βεβαίωση γεγονότων αναγόμενων στο παρελθόν ή παρόν και αφορώντων κατάσταση, συνθήκες και περιστάσεις της ασθένειας ή/και του ασθενούς που δεν ανταποκρίνονται στην αντικειμενική πραγματικότητα. Π.χ επι απλού κρυολογήματος, η συνταγογράφηση από τον ιατρό αντικαρκινικού φαρμάκου (χωρίς φυσικά ο ασθενής να είναι καρκινοπαθής), ή ασυνήθιστα επιπλέον ποσότητας αντιβίωσης (10 κουτιά αντί για ένα) που δεν αρμόζει ιατρικά ούτε στην ένσταση του κρυολογήματος, ούτε στις περιστάσεις του ασθενούς, σαφώς συνιστά ψευδή παράσταση περί της ανάγκης του ασθενούς για λήψη αυτών των φαρμάκων (διαφορετικών ή/και περισσότερων) καθόσον συνιστά ψευδή παράσταση του γεγονότος ότι ο ασθενής πάσχει από καρκίνο και ψευδή παράσταση ότι υφίσταται κρυολόγημα που για να ιαθεί απαιτούνται 10 κουτιά αντιβίωσης (αντί για 1 με βάση του ιατρικούς κανόνες) που επίσης ως ιατρική κατάσταση (αναγόμενη στο παρόν, υποπίπτουσα στις αισθήσεις και δυνάμενη αντικειμενικά να αποδειχτεί) παρίσταται ως ψευδής και αντικείμενη στην πραγματικότητα. Αντιθέτως εφόσον η ιατρική γνώμη, άποψη και αξιολόγηση περί του ότι ο (αληθώς κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης) ασθενής έχει ανάγκη της αυξημένης δοσολογίας που συνταγογραφείται και όχι μόνο της μικρότερης του ΕΣ, είναι υποστηρίξιμη inconcreto για την κάθε περίπτωση με βάση τους ιατρικά αναγνωρισμένους κανόνες και αφού ληφθούν υπ` όψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και περιστάσεις τόσο της ασθένειας, όσο και του ασθενούς, τότε εξακολουθεί να παραμένει στο πεδίο της αξιολογικής εκτίμησης και επιστημονικής γνώμης και δεν μεταπίπτει στο κόσμο του ψευδούς «γεγονότος» καθόσον δεν υπάρχει στην περίπτωση αυτή ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, αλλά αποτίμηση με αξιολογική μέθοδο, αυτής.

Συνεπώς η προσβαλλομένη παραδεχόμενη ότι συνιστά  παράσταση ψευδούς γεγονότος η συνταγογράφηση ποσοτήτων φαρμάκων που δεν ήταν αναγκαίες για την θεραπεία του κάθε ασθενούς και ότι συνεπώς για την επιπλέον ποσότητα που εκδίδεται η συνταγή τελείται η πράξη της απάτης για την οποία με καταδίκασε, όφειλε να διαλάβει και παραδοχές πραγματικών περιστατικών α) για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, περιστάσεις και συνθήκες της ασθένειας του κάθε ασφαλισμένου, ήτοι το είδους και τη μορφής της (ψύχωση, νεύρωση, εξάρτηση, επιληψία, μανία, διαταραχή κλπ), του βαθμού και της έντασής της (ελαφριάς ή βαρείας μορφής κατάθλιψη, διαταραχή, εξάρτηση κλπ), του είδους και της ένσταση των συμπτωμάτων (άγχος, καταδίωξη, απόπειρα αυτοκαταστροφής κλπ), β) για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, περιστάσεις, συνθήκες και καταστάσεις που αφορούν το πρόσωπο του κάθε ασθενούς και συμπροσδιορίζουν ιατρικά την έκταση της θεραπείας, άρα και την δοσολογία (ηλικία, χρόνια ή μη πάθηση, χρήση ή όχι άλλων φαρμάκων, δυσανεξία ή όχι του οργανισμού σε κάποιες δραστικές ουσίες κλπ) και γ) για τους αναγνωρισμένους ιατρικούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης αναφορικά με την ορθή και legesartis αντιμετώπιση της ανάγκης θεραπείας του κάθε ασθενή επι τη βάσει των ανωτέρω περιστατικών, συνθηκών και αντικειμενικών γνωρισμάτων τόσο της ασθένειάς του, όσο και του ιδίου. Διότι μόνο με τις παραδοχές αυτών των πραγματικών περιστατικών ήτοι περί της ανάγκης θεραπείας του κάθε ασθενούς σύμφωνα με τους ιατρικούς κανόνες που αρμόζουν στην περίπτωσή του, θα μπορούσε κατά τα ανωτέρω να καταλήξει αιτιολογημένα και χωρίς λογικά κενά στο αποδεικτικό της πόρισμα ότι συνιστά παράσταση ψευδούς γεγονότος η συνταγογράφηση επιπλέον ποσότητας στην συνταγή (αφού το επιπλέον ή μη μπορεί να νοηθεί μόνο σε σχέση με την -μηδέποτε παραδεχθείσα- ανάγκη θεραπείας του κάθε ασθενούς σύμφωνα με τους -μηδέποτε παραδεχθέντες- οικείους κανόνες της ιατρικής) και όχι αποτίμηση-αξιολόγηση του φαινομένου της ασθένειας και συναφώς αποτίμηση –αξιολόγηση της ανάγκης θεραπείας του με αυξημένη ποσότητα φαρμάκων σύμφωνα με τα κρατούντα ιατρικώς και επι τη βάσει των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της κάθε περίπτωσης.

Συνεπώς η προσβαλλομένη με το διαλάβει παραδοχές περιστατικών μόνο για την επιπλέον ποσότητα που αναγράφεται στην συνταγή, αλλά όχι και για τα χαρακτηριστικά της ασθένειας, ούτε για τις περιστάσεις του ασθενή, ούτε για τους κανόνες της επιστήμης, επι τη βάσει όμως των οποίων προσδιορίζεται και η αναγκαία ποσότητα φαρμάκων που έχει ανάγκη ο κάθε ασθενής στην πραγματικότητα, έσφαλλε και είναι αναιρετέα κατ` άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε ΚΠΔ για εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης ΠΚ 386.1 που εφάρμοσε, ήτοι για ευθεία παράβαση του νόμου, διότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ανέλεγκτα δηλ. ότι παρέστησα με τις συνταγές μου ότι  οι συγκεκριμένοι ασθενείς έχουν ανάγκη της αυξημένης ποσότητας που αναφέρει για τον καθένα, δεν υπάγονται στο κανόνα δικαίου της ΠΚ 386.1, καθόσον δεν συνιστούν καν παράσταση γεγονότος (αληθούς ή ψευδούς), αλλά αξιολογική κρίση (εσφαλμένη ή μη) και ειδικότερα αποτίμηση του φαινομένου της ασθένειας με αξιολογικό τρόπο, άλλως είναι αναιρετέα για έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατ` άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ` καθόσον (επιγραμματικά) το «επιπλέον» της ποσότητας των φαρμάκων παρίσταται ως ψευδές γεγονός με την συνταγή, μόνο όταν δεν ανταποκρίνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα (περιστάσεις, συνθήκες, χαρακτηριστικά) τόσο της ασθένειας όσο και του ασθενούς με βάση την ιατρική επιστήμη. Άλλως, η προσβαλλομένη παραβίασε εκ πλαγίου τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 386.1 ΠΚ και 98ΠΚ και στερείται νομίμου βάσεως, καθόσον, ελλείψει των ανωτέρω παραδοχών της για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, περιστάσεις και συνθήκες της ασθένειας του κάθε ασφαλισμένου, για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, περιστάσεις, συνθήκες και καταστάσεις που αφορούν το πρόσωπο του κάθε ασθενούς και για τους αναγνωρισμένους ιατρικούς κανόνες για την ορθή και legesartis αντιμετώπιση της ανάγκης θεραπείας του κάθε ασθενή επι τη βάσει των συγκεκριμένων περιστατικών, συνθηκών και αντικειμενικών γνωρισμάτων τόσο της ασθένειάς του, όσο και του ιδίου, έχουν οπωσδήποτε εμφιλοχωρήσει στο πόρισμά της, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του ανωτέρω αιτιολογικού (παραδοχών της) και του ανωτέρω διατακτικού (καταδικαστική κρίση) και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος της απάτης (386.1ΠΚ) κατ` εξακολούθηση (98ΠΚ) ασάφειες, ανεπάρκειες, ατέλειες και γι` αυτό λογικά κενά με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της διάταξης της ΠΚ 386.1 και 98ΠΚ όπως η προσβαλλομένη εφάρμοσε αυτές, κατά τον ειδικότερο έλεγχο της υπαγωγής των ανωτέρω ανεπαρκών, ελλιπών και ατελών παραδεχθέντων περιστατικών στην έννοια της παράστασης ψευδούς γεγονότος και συνεπώς είναι αναιρετέα κατ` άρθρο 510 παρ.1 Ε ΚΠΔ 

 

                                      ΙΙΙ

Γίνεται απολύτως δεκτό (βλ. αντι άλλων: Α. Χαραλαμπάκης, Ποινικός Κώδικας, 2011, Ερμηνεία κατ` άρθρο, τ. δεύτερος υπο 386. 41,42, σελ. 2020) ότι πλάνη είναι το αντικαθρέπτισμα της παραπλανητικής συμπεριφοράς. Νομικά μη σημαντική πλάνη υπό την έννοια της ΠΚ 386 συνιστά η λεγόμενη ignorantiafacti, η απλή δηλαδή άγνοια πραγματικών περιστατικών, η έλλειψη με άλλα λόγια οιασδήποτε παράστασης περί την πραγματικότητα.(ό.α αλλά και Μ. Μαργαρίτης Ποικνικός Κώδικας, 2η έκδ. υπο 386. 16, σελ. 1155, Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, σελ. 460). Χαρακτηριστικό παράδειγμα εν προκειμένω αποτελεί η περίπτωση «του κρυφίως» χρησιμοποιούντος μεταφορικόν μέσον, σιδηρόδρομον, ατμόπλοιον κ.λπ., του λαθραίου επισκέπτου θεάτρου ή μουσείου ή εν γένει χώρου, εις το οποίον εισέρχεται τις έναντι πληρωμής εισιτηρίου, ως και του λαμβάνοντος το μουσικόν πρόγραμμα μιας ραδιοφωνικής εταιρίας, χωρίς να πληρώση τα υπό των κανονισμών απαιτούμενα τέλη» [Γάφος, Το έγκλημα της απάτης, 133]. Εδώ εντάσσεται και η περίπτωση που Ιατρός συμβεβλημένος με Ασφαλιστικό Ταμείο συνταγογραφεί φάρμακα μη ενδεδειγμένα για τον συγκεκριμένο ασθενή ή ποσότη­τα φαρμάκου μεγαλύτερη από την απαιτούμενη inconcreto: στην περίπτωση αυτή υπάρχει απλή ignorantiafacti του φαρμακοποιού -όπως και του Ταμείου, ενώπιον του οποίου θα προσκομιστεί η συνταγή τού γιατρού και η απόδειξη του φαρμακοποιού-, αφού ο φαρμακοποιός δεν ελέγχει τις συνταγές που του προσκομίζονται, ουδέ είναι επόπτης του γιατρού που τις συνταγογραφεί, μηδέ έχει κάποιο ελεγκτικό καθήκον [Παπαθανασίου, ΠοινΧρ ΝΘ', 12 επ., 15]. (η διατύπωση ρητά ό.α σε Α. Χαραλαμπάκη)

Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για άγνοια που προκαλείται όχι με πράξη εξαπάτησης, με επενέργεια δηλ. στο νοητικό τού πλανώμενου, αλλά με επενέργεια στο αντικείμενο της γνώσης του, με αποτέλεσμα να ελλείπει το ελάχιστο απαιτούμενο του αδί­κου της απάτης, το ότι δηλ. η πλανημένη παράσταση προκαλείται αιτιωδώς από την δόλια πράξη εξαπάτησης [Μυλωνόπουλος, πλαγ. 1026]. Συναφώς, η απλή μη ενημέρωση του ζημιωθέντος ως προς κάποιο περιστατικό το οποίο κατά την μετέπειτα πορεία των πραγμάτων θα μπορούσε να αποβεί επιζήμιο, συνιστά πράξη εξαπάτησης μόνον όταν αποτέλεσε αντικείμενο της συμπεριφοράς τού υπό κρίσιν δράστη είτε υπό την έννοια ότι παρεστάθη με συμπερασματικά συναγόμενη δήλωση είτε ότι παρασιωπήθηκε παρά την ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης [βλ. σχετ. ΑΠ 1987/2001 ΠΛογ 2001,2447].

Δηλ. γίνεται δεκτό κατά τα ανωτέρω ότι εν προκειμένω, μόνο με βάση τα περιστατικά που δέχεται η προσβαλλομένη, ήτοι ότι η πράξη εξαπάτησης συνίστατο στο ότι ανέγραφα στις συνταγές μου τις επιπλέον ποσότητες που παραδέχεται για τον καθένα ασφαλισμένο δηλ. ότι «…παριστούσα εν γνώσει ψευδώς ότι…έχει ανάγκη των εκεί αναγραφομένων ποσοτήτων σκευασμάτων» και ότι «με τον τρόπο αυτό (σ.σ δηλ. με την αναγραφή των επιπλέον ποσοτήτων στην συνταγή) «έπεισαν» (σ.σ παραπλάνησαν) «τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για την θεραπεία του ασφαλισμένου», χωρίς δηλ. άλλη παραδοχή περιστατικών περί του ότι π.χ επι της συνταγής ή σε προσωπική επικοινωνία μου με τον υπάλληλο, ανέγραφα ή αντιστοίχως εξηγούσα-δικαιολογούσα και άρα παρίστανα και το (ψευδή) λόγο για τον οποίο ήταν αναγκαία η επιπλέον ποσότητα, έτσι ώστε εξ` αιτίας αυτού να πεισθεί στην καταβολή της αξίας της, δεν μπορεί να υπάρξει νομικά ενδιαφέρουσα περίπτωση πλάνης του διαθέσαντος που οφείλεται αιτιωδώς σε παράσταση γεγονότος από τον δράστη, αλλά αντίθετα πρόκειται για απλή άγνοια πραγματικών περιστατικών και για έλλειψη οιασδήποτε παράστασης περί την πραγματικότητα και συνεπώς δεν πληρούται η α.υ της απάτης κατ` 386ΠΚ καθόσον για την πλήρωσή της η πλάνη πρέπει να οφειλεται αιτιωδώς στην πράξη εξαπάτησης και όχι στην απλή άγνοια της πραγματικότητας. Οπωσδήποτε δε η απλή μη ενημέρωση (μη ανακοίνωση προφορικά στον υπάλληλο ή μη αναγραφή στην συνταγή, των λόγων για τους οποίους χρειάζεται η επιπλέον ποσότητα), δεν μπορεί να συνιστά απάτη, παρεκτός αν είχα ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς ανακοίνωση των λόγων (κάτι που δεν παραδέχεται η προσβαλλομένη, ούτε εισήχθη με αυτή την νομική βάση η κατηγορία, ούτε κηρύχθηκα ένοχος για τέλεση απάτης με παρασιώπηση κατ` 15 ΠΚ) ή όταν υπήρχε είτε ευθεία παράσταση, είτε έστω συμπερασματικά συναγόμενη δήλωση που θα προέκυπτε πχ όταν στην σχετική ερώτηση του υπαλλήλου για την ποσότητα που αναγράφεται στην συνταγή, είτε παριστούσα ψευδή γεγονότα περί της ύπαρξης ή/και έκτασης των περιστατικών της ασθενείας ή/και του ιδίου του ασφαλισμένου για να δικαιολογήσω κάθε φορά το αναγκαίο αυτής (=ευθεία παράσταση ψευδούς γεγονότος ως αληθούς), είτε δεν απαντούσα καν και σιωπούσα διότι τότε θα δήλωνα με συμπερασματικά συναγόμενη συμπεριφορά ότι έχει ανάγκη της επιπλέον ποσότητας που συνταγογράφησα (=παραπλάνηση ως προς όλα τα ανωτέρω περιστατικά) οπότε και θα τελούνταν απάτη, καθόσον μόνο τότε η πράξη της απάτης θα αποτελούσε αιτία της παραπλάνησης. Δηλ. με την «κατάθεση»-προσκόμιση συνταγής που αναγράφει επιπλέον ποσότητα φαρμάκων (όπως και στην περίπτωση του λαθρεπιβάτη τρένου που αποφεύγει τον έλεγχο του εισιτηρίου), μπορούμε να μιλάμε για απάτη, μόνο από την στιγμή που, επιπλέον αυτής της γενικής παράστασης ότι «όλα είναι εντάξει», αρχίζει να επενεργεί στην παράσταση του πλανώμενου για την πραγματικότητα ,είτε με ευθεία είτε με συμπερασματικά συναγόμενη συμπεριφορά ότι, εν προκειμένω, συντρέχουν (ψευδώς φυσικά) οι πραγματικές προϋποθέσεις για χορήγηση επιπλέον ποσότητας φαρμάκων ( ή ότι έχει εισιτήριο).

Όμως η προσβαλλομένη δεν διαλαμβάνει καμία παραδοχή πραγματικών περιστατικών περί του ότι στις «κατατεθείσες» συνταγές στους υπαλλήλους του ΟΓΑ ,ανεγράφησαν υπ` εμού και οι συναφείς και φυσικά ψευδείς, σε σχέση με την πραγματικότητα της ασθένειας ή/και των συνθηκών των ασθενών, δικαιολογίες –αιτιολογίες-ισχυρισμοί για να πείσω για την ανάγκη χορήγησης της «επιπλέον» δοσολογίας φαρμάκων, ή ότι και χωρίς αυτή την αναγραφή, δι` άλλου τρόπου επικοινωνίας, όπως π.χ προφορικά (ή έστω σιωπηρά με κάποιο τρόπο κλπ) παρέστησα σ` αυτούς ψευδή γεγονότα (και ποια ακριβώς) περί των ιδίων ανωτέρω περιστατικών για να τους πείσω για την ανάγκη χορήγησης της επιπλέον ποσότητας ή ότι έστω σε σχετική ερώτηση ή έλεγχο πρίν από την κάθε καταβολή της αξίας των φαρμάκων, εσιώπησα ή επέδειξα άλλη συμπεριφορά (και ποια ακριβώς) που κατευθύνονταν συμπερασματικά σε δήλωση γεγονότος.   

Συνεπώς η προσβαλλομένη έσφαλλε και είναι αναιρετέα κατ` άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε ΚΠΔ για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης ΠΚ 386.1 και 98ΠΚ που εφάρμοσε, ήτοι για ευθεία παράβαση του νόμου, διότι εδέχθη, παρερμηνεύοντας το νόμο, ότι νομικά σημαντική πλάνη για την πλήρωση της α.υ της απάτης, συνιστά και η περίπτωση της ignorantiafactiκαι έτσι απέδωσε στην ανωτέρω διάταξη διαφορετική ερμηνεία από εκείνη που έχει πραγματικά και περαιτέρω, τούτη η εσφαλμένη ερμηνεία, την οδήγησε και σε εσφαλμένη εφαρμογή της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διάταξης, καθόσον υπήγαγε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ανέλεγκτα, στην ποινική διάταξη της απάτης, μολονότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν υπάγονταν σ` αυτόν τον κανόνα, δεχθείσα έτσι εσφαλμένα ότι με την αναγραφή επιπλέον ποσοτήτων φαρμάκων στις συνταγές μου «…παριστούσα εν γνώσει ψευδώς ότι…έχει ανάγκη των εκεί αναγραφομένων ποσοτήτων σκευασμάτων» και ότι «με τον τρόπο αυτό έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΓΑ να τους καταβάλουν την αξία των συνταγών που δεν ήταν αναγκαίες για την θεραπεία του ασφαλισμένου». Άλλως είναι αναιρετέα για έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατ` άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ` καθόσον (επιγραμματικά) ελλείπουν από τις αιτιολογίες της παραδοχές των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν κατά νόμω σύμφωνα με τα ανωτέρω, πράξη παραπλάνησης είτε με ευθεία ή συμπερασματικά συναγόμενη παράσταση, είτε με παρασιώπηση ανακοίνωσης παρά την ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης, μη αρκούντων των πραγματικών περιστατικών της ignorantiafacti  ως ελλιπών, ανεπαρκών και ατελών για την πλήρωση της α.υ της απάτης και δη της διαπίστωσης της νομικά σημαντικής πλάνης ως απότοκου αποτελέσματος της πράξης εξαπάτησης. Άλλως, η προσβαλλομένη παραβίασε εκ πλαγίου τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 386.1 ΠΚ και 98ΠΚ και στερείται νομίμου βάσεως, καθόσον, ελλείψει των αμέσως ανωτέρω παραδοχών της (στα οποία και παραπέμπω), έχουν οπωσδήποτε εμφιλοχωρήσει στο πόρισμά της, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του ανωτέρω αιτιολογικού (παραδοχών της) και του ανωτέρω διατακτικού (καταδικαστική κρίση) και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος της απάτης (386.1ΠΚ) κατ` εξακολούθηση (98ΠΚ) ασάφειες, ανεπάρκειες, ατέλειες και γι` αυτό λογικά κενά, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της διάταξης της ΠΚ 386.1 και 98ΠΚ όπως η προσβαλλομένη εφάρμοσε αυτές, και δη να είναι αδύνατος ο έλεγχος κατά την ειδικότερη έρευνα της υπαγωγής των ανωτέρω ανεπαρκών, ελλιπών και ατελών παραδεχθέντων περιστατικών στην κατά νόμω έννοια της νομικά σημαντικής πλάνης συνεπεία της πράξης εξαπάτησης και συνεπώς είναι αναιρετέα κατ` άρθρο 510 παρ.1 Ε ΚΠΔ 

                                  IV

Γίνεται επίσης απολύτως δεκτό ότι για να πραγματωθεί πλήρως η απαξία της απάτης, απαιτείται εκτός από τα στοιχεία της α.υ και σκοπός παρανόμου περιουσιακού οφέλους, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί τούτο (ΑΠ 211/2007 ΝΟΜΟΣ). Ο σκοπός αυτός, αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου και αν δεν συντρέχει, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης (αντί άλλων, ό.α Χ. Μυλωνόπουλος, σελ. 508). Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, παράνομο είναι το σκοπούμενο περιουσιακό όφελος, όταν δεν υπάρχει «νόμιμη αξίωση σε αυτό» (ΑΠ 723/1976 ΠοινΧρ ΚΖ,157, Χ. Μυλωνόπουλος ό.α σελ. 511). Επιπλέον γίνεται δεκτό ότι στα εγκλήματα σκοπού, για να συντρέχει ο από το νόμο απαιτούμενος σκοπός πρέπει όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του όπως πρακτικά αναπτύσσεται να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξή του.(Μαγκάκης:ΠοινΔικ. Γ` έκδοση, σελ. 124, Μυλωνόπουλος: Ποιν.Δικ. Εδ.Μέρος, 2005, σελ.79: «το συμπέρασμα ότι συντρέχει ο εν λόγω σκοπός…είναι ασφαλές και λογικά παραδεκτό μόνο όταν στηρίζεται σε αντικειμενικά και παρατηρήσιμα δεδομένα…Αν τέτοια στοιχεία ελλείπουν, τότε η παραδοχή του σκοπού είναι λογικά αθεμελίωτη, επιστημολογικά απαράδεκτη και επομένως αυθαίρετη» ).Όταν δε για το αξιόποινο της πράξης απαιτείται και επιπλέον σκοπός, όπως ο ανωτέρω για την απάτη, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο σκοπό αυτό (για την απάτη βλ. ΑΠ 2002/2005, ΑΠ 760/2006, ΝΟΜΟΣ, Λ. Μαργαρίτης Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, τόμος δεύτερος, 2012, υπο 510. παρ. 85, σελ. 3131 όπου και περαιτέρω παραπομπές)

Εν προκειμένω η προσβαλλομένη αν και παραδέχεται ότι είχαμε «σκοπό να αποκομίσουν από κοινού παράνομο περιουσιακό όφελος» και πείσαμε κατά τα ανωτέρω του υπαλλήλους του ΟΓΑ να καταβάλλουν την αξία των συνταγών «προσπορίζοντας στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ» , εν τούτοις, δεν διαλαμβάνει πουθενά στις αιτιολογίες της πραγματικά περιστατικά περί της πραγματικής ή μη διάθεσης της συνταγογραφούμενης κάθε φορά ποσότητας φαρμάκων από τον φαρμακοποιό στους ασθενείς, αλλά ούτε και για την περαιτέρω, ανάλωση ή μη αυτών από τους ασθενείς. Μάλιστα για αυτό το πραγματικό ζήτημα δηλ. της διάθεσης ή μη από τον φαρμακοποιό της ποσότητας των φαρμάκων που ανέγραφε η κάθε συνταγή, δηλ. για την εκτέλεση της συνταγής απ` αυτόν, η αιτιολογία της είναι πλήρως ενδοιαστική καθόσον στην αιτιολογία της (βλ. σελ.28-29) διαλαμβάνει ότι «όλες οι παραπάνω συνταγές…φέρονταν ότι εκτελέσθηκαν από το ίδιο φαρμακείο», δηλ. κατά ισχυρισμούς (ποιών άραγε;) και όχι κατά παραδοχή, μπορεί να εκτελέστηκαν, μπορεί και όχι, αφού αυτό κατ` ανάγκη σημαίνει το «φέρονταν».

Όμως είναι φανερό ότι αν οι συνταγές εκτελέστηκαν, δηλ. διατέθηκαν οι αναγραφόμενες στις συνταγές ποσότητες φαρμάκων στους ασθενείς και, αυτονόητα, πολύ περισσότερο αναλώθηκαν, τότε δεν υπάρχει κανένας σκοπός παράνομου περιουσιακού οφέλους, αφού κανένα ούτε περιουσιακό όφελος, ούτε παράνομο δεν μπορούσε να επιτευχθεί αντικειμενικά με τον τρόπο αυτό, δηλ. με την πραγματική διάθεση των φαρμάκων στους ασθενείς, ακόμη και αν δεν τα είχαν ανάγκη, αφού ο φαρμακοποιός εξ` αιτίας της πραγματικής διάθεσης, έπρεπε να πληρωθεί την αξία-αντίτιμο των φαρμάκων που πράγματι διέθεσε και δη στην θέση των φαρμάκων που εξήλθαν της περιουσίας του διαθέτοντος φαρμακοποιού, έπρεπε να εισέλθει το χρηματικό ποσό-αντίτιμο που (κατά τις παραδοχές της) εισέπραξε και συνεπώς καμία αύξηση της περιουσίας δεν προκύπτει, παρά μόνο κατά το ποσό του κέρδους και  συγκεκριμένα: Κατά το μέρος που η αξία που εισέπραττε από τον ΟΓΑ αντιστοιχεί στην αξία του φαρμάκου που διέθεσε, δεν υπάρχει καν περιουσιακό όφελος, δηλ. ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσιακής κατάστασης, αφού στην θέση του φαρμάκου που διατέθηκε, υπεισήλθε η αντίστοιχη χρηματική του αξία, ενώ κατά το μέρος που η αξία που εισέπραττε από τον ΟΓΑ αντιστοιχεί στο κέρδος του από την διάθεση του φαρμάκου, υπάρχει μεν περιουσιακό όφελος, αλλά δεν είναι παράνομο αφού η λήψη του έγκειται στην ικανοποίηση προϋφιστάμενης ληξιπρόθεσμης και απαιτητής αξίωσης εξ` αιτίας ακριβώς της διαθέσεως αφού η λήψη κέρδους εξ` αυτού του λόγου από τον φαρμακοποιό, δεν αποδοκιμάζεται από το δίκαιο. Παράνομο συνεπώς θα μπορούσε να ήταν το περιουσιακό όφελος (εφόσον φυσικά γίνει δεκτό ότι παραδέχεται αιτιολογημένα ότι συνταγογραφούνταν «επιπλέον» ποσότητες φαρμάκων απ` αυτές που ο κάθε ασθενής «είχε ανάγκη» με βάση την πάθησή του, τις συνθήκες του και τους κανόνες της επιστήμης) με αντίστοιχη ζημία του ΟΓΑ, μόνο για το ποσό που θα αντιστοιχούσε στο ανωτέρω (μη παραδεχόμενο και άρα άγνωστο) κέρδος των επιπλέον τεμαχίων φαρμάκων που διατίθεντο ενώ δεν τα είχαν ανάγκη, αλλά όχι για το ποσό που αντιστοιχεί στην αξία (κτήσης) αυτών και εισπράττονταν και αυτό από τον ΟΓΑ, αφού μόνο αυτό το κέρδος (των επιπλέον και μόνο) θα συνιστούσε παράνομη αύξηση (ευνοϊκή διαμόρφωση) της περιουσίας, ακριβώς διότι θα προέκυπτε από διάθεση φαρμάκων σε ποσότητες που δεν ήταν αναγκαίες και συνεπώς το παράνομο όφελος-κέρδος θα προέκυπτε ακριβώς επειδή θα είχαμε «σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους» για το κέρδος που θα προέκυπτε από τις αυξημένες ποσότητες, ενώ για το ποσό κτήσης-αξίας αυτών (των επιπλέον), καμία αύξηση της περιουσίας δεν μπορεί να νοηθεί (ακόμα και αν δεν τα είχαν ανάγκη) καθόσον η εισπραττόμενη τότε χρηματική αξία τους, θα αντικαθιστούσε στην περιουσία του φαρμακοποιού την αξία του φαρμάκου που διατέθηκε πράγματι, οπότε καμία αύξηση της περιουσίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει.  

Όπως όμως εκτέθηκε η προσβαλλομένη καμία παραδοχή δεν διαλαμβάνει για την διάθεση ή μη των φαρμάκων στους ασθενείς (εκτέλεση των συνταγών), οπωσδήποτε δε είναι η αιτιολογία της ενδοιαστική στο ανωτέρω κρίσιμο ζήτημα («φέρονταν ότι εκτελέσθηκαν»), εκτός αν νοηθεί ότι με την ανωτέρω διατύπωσή της παραδέχεται πράγματι ότι εκτελέσθηκαν οι συνταγές, οπότε και κατά τα ανωτέρω δεν μπορεί με αυτή την παραδοχή να πληρωθεί η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης που όπως ειπώθηκε απαιτεί να συντρέχει και ο σκοπός περιουσιακού οφέλους και το παράνομο αυτού του σκοπού, που φυσικά είναι αδύνατο να υπάρξουν στην περίπτωση τέτοιας παραδοχής, της εκτέλεσης δηλ. των συνταγών και της διάθεσης των φαρμάκων στους ασθενείς αφού ούτε σκοπός περιουσιακού οφέλους υπάρχει σ` αυτή την περίπτωση, ούτε παρανομία κατά τα ανωτέρω. Παραδέχεται μόνο για την περίπτωση της +++ ότι «δεν έλαβε στην πραγματικότητα οποιαδήποτε αγωγή» αλλά όχι και για τους υπολοίπους ασφαλισμένους και είναι φανερό ότι εξ` αυτού του λόγου, δηλ. της παραδοχής μόνο για έναν, προφανώς δέχεται ότι στους λοιπούς διατίθεντο οι αναγραφόμενες ποσότητες. Αλλά ούτε και περαιτέρω παραδέχεται η προσβαλλομένη πραγματικά περιστατικά περί του ποσού ή ποσοστού κέρδους της κάθε επιπλέον ποσότητας αλλά και συνολικά αυτών (αφαιρουμένης δηλ. στην περίπτωση αυτή για τον υπολογισμό της ζημίας του ΟΓΑ της αξίας των αναγκαίων ποσοτήτων φαρμάκων αφού γι` αυτές τις ποσότητες δεν τίθεται ζήτημα) έτσι ώστε να εντοπιστεί και συναφώς αιτιολογηθεί το ύψος του παράνομου περιουσιακού οφέλους (ισόποσου με το κέρδος) σε κάθε περίπτωση ασφαλισμένου και η ισόποση (με το κέρδος) ζημία του ΟΓΑ ακριβώς εξ` αιτίας της διάθεσης επιπλέον ποσοτήτων από τις οποίες ο φαρμακοποιός κερδίζει το κέρδος, έτσι ώστε αιτιολογημένα να οδηγηθεί στο αποδεικτικό της πόρισμα και συναφή καταδικαστική κρίση περί τέλεσης απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ` εξακολούθηση.

Συνεπώς το αποδεικτικό της συμπέρασμα ότι συνέτρεξε εν προκειμένω ο ανωτέρω σκοπός παρανόμου περιουσιακού οφέλους, χωρίς παραδοχές περί του ότι οι ποσότητες φαρμάκων που αναγράφονταν στις συνταγές, διατέθηκαν ή όχι στους ασθενείς, ή με τις ενδοιαστικές της παραδοχές περί τούτου, είναι προφανώς αναιτιολόγητο και λογικά αθεμελίωτο, διότι μόνο αν δεν διατίθεντο εν τέλει, τότε η συμπεριφορά μου όπως αντικειμενικά αναπτύχτηκε μπορούσε αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξη του σκοπού παρανόμου οφέλους, αφού στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλ διατέθηκαν δεν μπορεί να παραδεχθεί κανείς ούτε σκοπό για περιουσιακό όφελος, πολλώ δε μάλλον για παράνομο τέτοιο, αφού τα φάρμακα θα περιέρχονταν λόγω της διάθεσής τους στην περιουσία των ασφαλισμένων και όχι την δική μου ή του φαρμακοποιού. Συνεπώς ελλείψει των ανωτέρω παραδοχών, η προσβαλλομένη κατέστη αναιρετέα για έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατ` άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ` καθόσον (επιγραμματικά) δεν αιτιολογεί-εξηγεί, άλλως διαλαμβάνει ενδοιαστική αιτιολογία, πώς, χωρίς την παραδοχή ότι δεν διατέθηκαν στην πραγματικότητα οι επιπλέον ποσότητες φαρμάκων που συνταγογράφησα για κάθε ασθενή (για τις οποίες κατηγορήθηκα και καταδικάστηκα στο διατακτικό της), προέκυψε αντικειμενικά από την συμπεριφορά μου όπως πρακτικά δέχεται ότι αναπτύχθηκε, ο παραδεχόμενος σκοπός για παράνομο περιουσιακό όφελος και πώς, περαιτέρω χωρίς αυτήν την παραδοχή, εξηγεί-αιτιολογεί και το όφελος δηλ. την αύξηση της περιουσίας, καθόσον αν διατέθηκαν, η λήψη του αντιτίμου στην θέση των διατεθέντων δεν αυξάνει την περιουσία, αλλά την αντικαθιστά με χρήματα, οπότε καμία ευνοική διαμόρφωση δεν υπάρχει, αλλά ούτε και πώς, χωρίς την παραδοχή ότι δεν διατέθηκαν στην πραγματικότητα οι επιπλέον ποσότητες φαρμάκων, διαπιστώνει το παράνομο του οφέλους, για όλα τα ποσά που παραδέχεται στο αιτιολογικό της και κατά το διατακτικό της με καταδίκασε ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (συνολικά) για τα οποία, καμία παραδοχή δεν διαλαμβάνει για το ποιο ποσό εξ` αυτών (είτε για τα κατ` ιδίαν ποσά, είτε συνολικά) αφορά στην αξία κτήσης και αντιστοίχως ποιό ποσό αφορά στο κέρδος του φαρμακοποιού, έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση να μπορεί να αιτιολογηθεί η παραδοχή της και περί τέλεσης απάτης, «ιδιαίτερα μεγάλης αξίας» συνεπεία του ύψους (ΑΠ 1318/1991,ΠΧ ΜΒ 238, ΑΠ 138/1995, ΠΧ ΜΣΤ 1581) του παρανόμου οφέλους που οφείλεται αιτιωδώς στην απατηλή συμπεριφορά (ΑΠ 1558/1991 ΠΧ ΜΒ, 282, Χ.Μυλωνόπουλος, ό.α σελ. 545) και συναφώς η σχετική καταδικαστική κρίση της κατά το διατακτικό της για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ` εξακολούθηση.  

 Άλλως, η προσβαλλομένη παραβίασε εκ πλαγίου τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 386.1 β` ΠΚ και 98ΠΚ και στερείται νομίμου βάσεως, καθόσον, ελλείψει των αμέσως ανωτέρω παραδοχών της (στα οποία και παραπέμπω), έχουν οπωσδήποτε εμφιλοχωρήσει στο πόρισμά της, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του ανωτέρω αιτιολογικού (παραδοχών της) και του ανωτέρω διατακτικού (καταδικαστική κρίση) και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος της απάτης (386.1βΠΚ) κατ` εξακολούθηση (98ΠΚ) ασάφειες, ανεπάρκειες, ατέλειες, ενδοιαστικές παραδοχές και γι` αυτό λογικά κενά, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της διάταξης της ΠΚ 386.1β και 98ΠΚ όπως η προσβαλλομένη εφάρμοσε αυτές, και δη να είναι αδύνατος ο έλεγχος κατά την ειδικότερη έρευνα της υπαγωγής των ανωτέρω ανεπαρκών, ελλιπών και ατελών παραδεχθέντων περιστατικών στην κατά νόμω έννοια του σκοπού παρανόμου περιουσιακού οφέλους κατά τα ανωτέρω, αλλά και της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συνεπώς είναι αναιρετέα κατ` άρθρο 510 παρ.1 Ε ΚΠΔ 

 Επειδή τα εις βάρος μου δικαστικά έξοδα και τέλη της προσβαλλομένης έχουν καταβληθεί.( αρ. +++ διπλότυπο είσπραξης Δ.Ο.Υ +++ συνολικού ++€

Επειδή η παρούσα δήλωση μου για αναίρεση ασκείται νόμιμα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός 20 ημερών από την καταχώρηση της αναιρεσιβαλλομένης στο οικείο βιβλίο με αυξ. αριθμό +++   

 Επειδή η αίτηση μου αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται ενώπιον Σας.

Για τους παραπάνω λόγους

                               ΖΗΤΩ

Ως κατηγορούμενος που καταδικάστηκε

Να γίνει δεκτή η παρούσα δήλωση μου για αναίρεση της υπ’ αριθμόν +++ καταδικαστικής απόφασης του ++Τριμελούς Εφετείου ++ και Να αναιρεθεί αυτή                                                       

Ειδικό πληρεξούσιο ,συνήγορο και αντίκλητο μου διορίζω τον Δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω Βρόντο Ανδρέα του Αποστόλου ,κάτοικο Καρδίτσας, Πλαστήρα 12 (2441041255)

Καρδίτσα /++15

                                                                

                            Ο Αναιρεσείων

 Αρμόδιος Δικαστικός Επιμελητής να επιδώσει νόμιμα την παρούσα Δήλωση για αναίρεση της υπ’ αριθμό ++  απόφασης του + Τριμελούς Εφετείου ++ προς τον κύριο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να λάβει γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες και για να προβεί στην κατά νόμο εισαγωγή της παρούσας Δήλωσης για αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Ποινικό Τμήμα), καθώς και για την επέλευση των νομίμων συνεπειών , αντιγράφοντας την παρούσα δήλωση αναίρεσης ,ολόκληρη στην έκθεση επίδοσης.

                                                                Καρδίτσα  ++/2015

                                                                       Ο Αναιρεσείων    

ΒΡΟΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ,ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ,ΚΑΡΔΙΤΣΑ

 

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

                                   ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Της με αριθμό 1697/2014 καταδικαστικής απόφασης του Α` Τριμελούς Εφετείου  

Καρδίτσα 4/11/2015

          Επί της από ++ Δήλωσης Αναίρεσής μου για την αναίρεση της ανωτέρω απόφασης, που επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον κ. Εισαγγελέα του ΑΠ με την προσκομιζόμενη μετ` επικλήσεως με αρ. ++ έκθεση επίδοσης της δικ. Επιμ. Αθηνών ++, καθώς και επι των από 25/8/15 και από 15/9/2015 προσθέτων λόγων αναίρεσής μου, στα οποία πλήρως αναφέρομαι ως νόμιμα, βάσιμα και αληθή και ζητώ να γίνουν δεκτά , επάγομαι και ατα εξής ήτοι:

Σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης, συνταγογραφούσα επιπλέον ποσότητες φαρμάκων από αυτές που «είχαν ανάγκη με βάση το Εθνικό Συνταγολόγιο» (ΕΣ), δηλ. ποσότητες που οι ασφαλισμένοι, κατά τις παραδοχές της, δεν «είχαν ανάγκη»

                         Έλλειψη αιτιολογίας, άλλως έλλειψη νόμιμης βάσης

- Δεν παραδέχεται όμως πραγματικά περιστατικά που να αιτιολογούν το γιατί η ανάγκη του κάθε ασθενούς σε φάρμακα καθορίζεται με βάση τις παραδεχόμενες ποσότητες-δοσολογία που προβλέπει το ΕΣ και όχι από την ιατρική επιστήμη με βάση τα χαρακτηριστικά της ασθένειας του καθενός, τη στιγμή μάλιστα που με βάση τον πρόλογο του ΕΣ που ανέγνωσε, αυτό αποτελεί οδηγία μόνο για τον γιατρό, ενώ ταυτόχρονα, δεν παραδέχεται ότι το ΕΣ είναι υποχρεωτικό για τον ιατρό με βάση το νόμο ή ότι αποτελεί την legesartis δοσολογία με βάση την ιατρική επιστήμη και έτσι δεν αιτιολογεί, πώς, μετά ταύτα υποχρεούται ο ιατρός να ακολουθεί δεσμευτικά την δοσολογία του ΕΣ και να αντικαθιστά με αυτό την ιατρική εκτίμηση inconcretoγια χορήγηση φαρμάκων. Ακόμα και το όργανο του ΟΓΑ (βλ. κατάθεση Αλμπανάκη σελ. 5 της προσβαλλομένης), κατέθεσε ότι «Δεν ξέρω ποιες είναι οι σωστές δοσολογίες, ξέρω απλώς τις ποσότητες που προβλέπει το Εθνικό Συνταγολόγιο. Δεν είμαι γιατρός.».

- Αλλά ακόμα κι έτσι, δεν παραδέχεται την ασθένεια του καθενός ασφαλισμένου έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί είτε κατά το ΕΣ, είτε κατά την ιατρική επιστήμη η ανάγκη σε δοσολογία που το ΕΣ προβλέπει για την inconcreto ασθένεια. Χωρίς παραδοχή της ασθένειας, η παραδοχή της δοσολογίας που είχαν ανάγκη για την ασθένεια, είναι αναιτιολόγητη.

- Ταυτόχρονα δεν παραδέχεται ούτε και σε ποιες ασθένειες αφορούν οι παραδεχόμενες μικρότερες δοσολογίες του ΕΣ. Δηλ. δεν παραδέχεται ούτε από ποιες ασθένειες πάσχουν οι ασφαλισμένοι, αλλά ούτε και ότι για την ασθένεια του καθενός ασφαλισμένου, το ΕΣ προβλέπει την δοσολογία που παραδέχεται για τον καθένα τους. 

- Δεν παραδέχεται το χρόνο στον οποίο αφορά η δοσολογία τόσο του ΕΣ, όσο και αυτή που συνταγογραφούσα εγώ, έτσι ώστε να ελεγχθεί ότι στην ίδια μονάδα χρόνου συνταγογραφούσα επιπλέον ποσότητες ή τις ίδιες ποσότητες σε υποπολλαπλάσια μονάδα χρόνου, καθόσον μόνο τότε υπάρχει υπερσυνταγογράφηση.

Συνεπώς πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (510.1Δ ΚΠΔ), άλλως ελλείψει των ανωτέρω ανεπαρκών, ελλιπών και ατελών παραδοχών, εμφιλοχώρησαν λογικά κενά και οπωσδήποτε ασάφειες, ανεπάρκειες, ατέλειες και ελλείψεις και έτσι είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των άρθρων 386.1ΠΚ και 98ΠΚ που εφήρμοσε και άρα στερείται νόμιμης βάσης (εκ πλαγίου παράβαση των άνω διατάξεων).  (510 παρ. 1 Ε ΠΔ).

             Ακυρότητα από τη μη ανάγνωση ληφθέντος υπόψη εγγράφου

- Ενώ παραδέχεται (πίνακες) τις ποσότητες φαρμάκων που προβλέπει το ΕΣ για κάθε περίπτωση ασφαλισμένου (χωρίς παραδοχή της ασθένειας), εν τούτης δεν ανέγνωσε το ΕΣ, ούτε στα πρακτικά, αλλά ούτε και στο αιτιολογικό της παραδέχεται ότι το περιεχόμενό του και άρα οι δοσολογίες, προέκυψαν από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Συνεπώς επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171.1δ`ΚΠΔ, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 περ. Α του Κ.Π.Δ

Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία, άλλως έλλειψη αιτιολογίας, άλλως έλλειψη νόμιμης βάσης (εκ πλαγίου παράβαση)

- Είναι προφανές ότι η ανάγκη του ασθενούς για τάδε ή δείνα ποσότητα φαρμάκων καθορίζεται από τον ιατρό με βάση την ιατρική επιστήμη επί τη βάση της ασθενείας του και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε περίπτωσης. Συνεπώς η συνταγογράφηση του ιατρού ότι ο ασθενής έχει ανάγκη της ποσότητας φαρμάκων που αναγράφει στην συνταγή, συνιστά αξιολογική κρίση-αποτίμηση για την θεραπεία του και όχι παράσταση ψευδούς γεγονότος. Τέτοια θα αποτελούσε μόνο όταν τα πραγματικά περιστατικά της ασθένειας σε κάθε μία περίπτωση που παραδέχεται, δεν θα δικαιολογούσαν με βάση την ιατρική επιστήμη ήτοι legesartis, την συγκεκριμένη δοσολογία inconcreto. Όμως η προσβαλλομένη δεν παραδέχεται για κανέναν ασφαλισμένο ποια είναι η ασθένεια, ποια τα χαρακτηριστικά της αλλά ούτε και ότι με βάση (μηδέποτε παραδεχόμενους) ιατρικά εφαρμοστέους και αναγνωρισμένους κανόνες στην κάθε περίπτωση, επιβάλλονταν άλλη-μειωμένη δοσολογία. Αυτό άλλωστε θα προϋπέθετε την παραδοχή ότι η ανάγκη για την συγκεκριμένη δοσολογία, κανονίζεται από τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και όχι από το ΕΣ. Συνεπώς όσον αφορά την παράσταση ψευδούς γεγονότος παραβίασε ευθέως το νόμο αφού η αξιολογική αποτίμηση της ασθένειας δεν συνιστά παράσταση ψευδούς γεγονότος που θεμελιώνει απάτη, άλλως είναι αναιτιολόγητη γιατί δεν παραδέχεται ούτε την ασθένεια, ούτε τα χαρακτηριστικά της, ούτε τους κοινά αναγνωρισμένους κανόνες ιατρικής έτσι ώστε εφόσον είναι ψευδή να υπάρχει παράσταση γεγονότος, άλλως, ακριβώς επειδή απουσιάζουν οι άνω παραδοχές, είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί ορθής εφαρμογής της ΠΚ386.

Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της 386ΠΚ, άλλως έλλειψη αιτιολογίας

- Η παραδεχόμενη πράξη εξαπάτησης συνίσταται στο ότι με την αναγραφή μόνο στην συνταγή επιπλέον ποσοτήτων φαρμάκων, εξαπατούνταν τα όργανα του ΟΓΑ. Δεν παραδέχεται πράξη εξαπάτησης ούτε με ευθεία παράσταση γεγονότος (π.χ προσωπική επικοινωνία ή  αναγραφή επί της συνταγής των ειδικών λόγων της αυξημένης δοσολογίας κλπ), ούτε  με συμπερασματικά συναγόμενη δήλωση (π.χ. ότι με ρώτησε αν αυτή είναι η δοσολογία και εγώ δεν απάντησα), αλλά ούτε και με παρασιώπηση, εφόσον φυσικά δεχόταν στην τελευταία περίπτωση, ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης. Συνεπώς δεν πρόκειται για πράξη εξαπάτησης εκ της οποίας αιτιακά προκαλείται πλάνη (για το επιπλέον) αλλά για απλή άγνοια περιστατικών που δεν συνιστά νομικά σημαντική πλάνη για την θεμελίωση της απάτης. Συνεπώς εσφαλμένα ερμήνευσε και κατ` επέκταση εφήρμοσε το νόμο(510.1.Ε), άλλως ελλείπουν από την αιτιολογία της παραδοχές περιστατικών που συνιστούν κατά νόμω, πράξη παραπλάνησης είτε με ευθεία ή συμπερασματικά συναγόμενη παράσταση, είτε με παρασιώπηση ανακοίνωσης παρά την ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης(510.1Δ), άλλως εκ πλαγίου παραβίασε την ΠΚ 386 που εφήρμοσε.

               Έλλειψη αιτιολογίας, άλλως εκ πλαγίου παράβαση

- Δεν παραδέχεται ότι τα φάρμακα χορηγήθηκαν στους ασφαλισμένους ή όχι. Παραδέχεται με ενδοιαστική αιτιολογία ότι «φέρεται» ότι εκτελέσθηκαν οι συνταγές. Όμως αν εκτελέστηκαν δηλαδή χορηγήθηκαν, τότε δεν υπάρχει παράνομο περιουσιακό όφελος και συνεπώς σκοπός που κατατείνει σε τέτοιο, αφού τότε ο ΟΓΑ πλήρωσε για φάρμακα που χορηγήθηκαν, δηλαδή στην θέση του φαρμάκου που εξήλθε της περιουσίας του φαρμακοποιού, εισήλθαν τα  χρήματα του ΟΓΑ. Μόνο αν διελάμβανε παραδοχές περιστατικών περί του ότι οι συνταγές εκτελούνταν εικονικά, δηλαδή χωρίς να χορηγηθούν τα φάρμακα (ΑΠ 172/02) θα επρόκειτο για παράνομο όφελος. Συνεπώς ελλείψει παραδοχών ότι οι συνταγές εκτελέστηκαν και τα φάρμακα χορηγήθηκαν ή όχι, αλλά και με την ανωτέρω ενδοιαστική αιτιολογία, πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, άλλως, συνεπεία τούτων, έχουν οπωσδήποτε εμφιλοχωρήσει στο πόρισμά της ασάφειες, ανεπάρκειες, ατέλειες, ενδοιαστικές παραδοχές και γι` αυτό λογικά κενά, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της διάταξης της ΠΚ 386.1β και 98ΠΚ 

                    Αρνητική υπέρβαση εξουσίας (510.1Η ΚΠδ), άλλως έλλειψη αιτιολογίας

- Προέβαλα πρωτόδικα και καταχωρήθηκαν στα πρακτικά τις εξής ενστάσεις-ισχυρισμούς : ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος, αποβολής πολιτικής αγωγής, μη εξέτασης ανεπιτήδειων μαρτύρων (211ΚΠΔ), τις οποίες εξέτασε και απέρριψε, αλλά και μη ανάγνωσης της 9/6/08 υπηρεσιακής αναφοράς ΟΓΑ, 1430/09 απόφασης και 1530/09 εγγράφου ΟΓΑ που συντάχθηκαν κατά παράβαση των 255 επ ΚΠΔ ήτοι ως ερειδόμενα επι παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, αλλά και διότι περιέχουν ανωμοτί εξέτασή μου ως μάρτυρα κατά τον διοικητικό έλεγχο που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί κατ` 105ΚΠΔ, καθώς και διενέργειας ψυχιατρικής πραγμ/νης των ασφαλισμένων. Στα τελευταία δεν απήντησε το δικαστήριο. Επανέφερα στο Εφετείο με ειδικό λόγο έφεσης τις απορριφθείσες ενστάσεις ακυρότητας κλητηρίου, μη εξέτασης ανεπιτήδειων μαρτύρων και αποβολής της πολιτικής αγωγής. Επίσης την μη απαντηθείσα περί μη ανάγνωσης των ανωτέρω εγγράφων καθώς και της διενέργειας πραγμ/νης. Συνεπώς όφειλε να απαντήσει επί των ειδικών αυτών λόγων έφεσης, καθόσον τα αντικείμενα αυτά της δίκης, μεταβιβάστηκαν ενώπιον του. Όμως η προσβαλλομένη δεν απάντησε, δεν διέλαβε καμία παραδοχή και συνεπώς αρνητικά υπερέβη την εξουσία της, άλλως, χωρίς αιτιολογία απέρριψε τους ειδικούς αυτούς λόγους έφεσης.

    

                        Απόλυτη ακυρότητα (171.1δ και 510.1Α ΚΠΔ)

- Η προσβαλλομένη αξιοποίησε αποδεικτικά την μαρτυρική μου χωρίς όρκο κατάθεση, δοθείσα στα πλαίσια του διοικητικού ελέγχου των οργάνων του ΟΓΑ, σε χρόνο που δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά ήδη καταγγελλόμουν για υπερσυνταγογράφηση και μου καταλόγιζαν τα ποσά, άρα ήμουν τουλάχιστον ύποπτος, χωρίς όμως να τηρηθούν οι διατάξεις των 31 και 105 ΚΠΔ, δηλαδή δεν εξετάστηκα σύμφωνα με όσα ορίζονται για την εξέταση και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Η αξιοποίηση έγινε τόσο μέσω της ανάγνωσης και λήψης υπ` όψιν των πορισματικών αναφορών και ελεγκτών του ΟΓΑ, όσο και ευθέως, αφού στην αιτιολογία της ρητά αναφέρεται σε όσα κατέθεσα τότε εξεταζόμενος στον διοικητικό έλεγχο. Συνεπώς επήλθε απόλυτη ακυρότητα για τον λόγο αυτό.

-Σε κάθε περίπτωση για την ανωτέρω εξέτασή μου, δεν συντάχθηκε καμία έκθεση σύμφωνα με τον ΚΠΔ, αν και σύμφωνα με το 241ΚΠΔ που εφαρμόζεται σε όλη την ποινική προδικασία και συνεπώς και στην προκαταρκτική και άρα στην εξομοιούμενη με αυτή διοικητική εξέταση, έπρεπε να συνταχθεί έκθεση σύμφωνα με τα 148-153 ΚΠΔ. Η ανακριτική αυτή πράξη της εξέτασής μου «βεβαιώνεται» μόνο από την υπηρεσιακή αναφορά ΟΓΑ, δηλαδή με έγγραφο που δεν έχει καμία σχέση με την έκθεση του ΚΠΔ για την διενέργεια ανακριτικής πράξης. Συνεπώς πρόκειται για ανυπόστατη κι ανύπαρκτη δικονομικά πράξη και στερείται αυτοδικαίως εννόμου αποτελέσματος και συνεπώς δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί εις βάρος μου. Αντιθέτως η αξιοποίησή του προσβάλει κάθε υπερασπιστικό δικαίωμά μου αφού χωρίς την σύνταξη έκθεσης όπως ο ΚΠΔ ορίζει για την διενεργηθείσα ανακριτική πράξη, δεν μπορεί να ελεγχθεί ότι διενεργήθηκαν και μάλιστα νόμιμα και έχει αυτό και όχι άλλο περιεχόμενο.

                        Απόλυτη κυριότητα(171.1δ και 510.1Α ΚΠΔ)

- Το ίδιο συμβαίνει και με τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν κατά τον διοικητικό έλεγχο των οργάνων ΟΓΑ και μάλιστα χωρίς όρκο. Και εδώ αυτές ελήφθησαν υπ` όψιν και αξιολογήθηκαν τόσο μέσω των υπηρεσιακών αναφορών αφού αυτές αναγνώσθηκαν, όσο και ευθέως, αφού από την αιτιολογία της προκύπτει ότι αναφέρεται σ` αυτές και τις αξιολογεί για την περί ενοχής κρίση μου. Δεν υπάρχει δηλαδή καμία έκθεση κατά τον ΚΠΔ ούτε γι` αυτές τις ανακριτικές πράξεις της εξέτασης μαρτύρων και συνεπώς δεν υφίστανται δικονομικά οι πράξεις αυτές (άλλωστε δεν νοείται δικονομικά ως υποστατή πράξη η χωρίς όρκο εξέταση μάρτυρα κατά τον ΚΠΔ), έτσι ώστε να ληφθούν υπ` όψιν, αφού και εδώ δεν μπορεί να ελεγχθεί ποιες οι συνθήκες λήψης των καταθέσεων και μάλιστα χωρίς όρκο, αλλά ούτε και το περιεχόμενό τους, με αποτέλεσμα την πλήρη προσβολή των υπερασπιστικών δικαιωμάτων μου.

                 Απόλυτη κυριότητα(171.1δ και 510.1Α ΚΠΔ)

-Τα ίδια ισχύουν και για τις ανακριτικές πράξεις της έρευνας που διενήργησαν τα όργανα του ΟΓΑ κατά τον διοικητικό έλεγχο και πριν από την άσκηση κάθε ποινικής δίωξης. Όπως ειπώθηκε, η προσβαλλομένη ανέγνωσε τις υπηρεσιακές αναφορές των οργάνων αυτών, στις οποίες όμως περιλαμβάνονται όλα τα ευρήματα από τις έρευνες που αυτή διενήργησαν, δηλαδή οι συνταγές που αυτά βρήκαν στα βιβλιάρια των ασφαλισμένων στα σπίτια τους, αλλά και τα σκευάσματα φαρμάκων τα οποία και παραθέτουν σε πίνακες για κάθε ασφαλισμένο, με την ρητή μνεία ότι προέκυψαν μετά από κατ` οίκον έρευνες στις οικίες των ασφαλισμένων. Έτσι η προσβαλλομένη αναγιγνώσκοντας την υπηρεσιακή αναφορά (9-6-08) και απόφαση Υποδ/ντη ΟΓΑ (1430/09), ανέγνωσε και έλαβε υπ` όψιν και τα ευρήματα των ερευνών δηλαδή τις συνταγές και τα σκευάσματα φαρμάκων που ανευρέθησαν, αλλά και ευθέως ανέγνωσε και έλαβε υπ` όψιν και «134 συνταγές» που ανευρέθησαν στις οικίες τους μετά από αυτή την έρευνα και μάλιστα ευθέως και ρητά στην αιτιολογία της αναφέρεται στα ευρήματα αυτά, δηλαδή τις συνταγές και τα σκευάσματα που προέκυψαν από τις έρευνες για την εξενεχθείσα κρίση της περί ενοχής. Δηλαδή αξιοποίησε ευθέως τα ευρήματα των παράνομων αυτών ερευνών αποδεικτικά εις βάρος μου. Όμως πρόκειται για απολύτως παράνομες και ανυπόστατες δικονομικά ανακριτικές ενέργειες-έρευνες σε οικίες, των οποίων τα ευρήματα δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν εις βάρος του κατηγορουμένου αφενός μεν διότι σ` εκείνο το στάδιο του διοικητικού ελέγχου δεν επιτρέπονταν αυτές διότι δεν είχε αρχίσει ανάκριση και προανάκριση με εισαγγελική παραγγελία, αφετέρου διότι καμία έκθεση κατά τον ΚΠΔ δεν συνετάχθη ούτε και γι` αυτές τις ανακριτικές πράξεις, έτσι ώστε να ελεγχθεί και κατά το Σύνταγμα, η παρουσία δικαστικού λειτουργού και δικαστικού γραμματέα. Και εδώ οι ανακριτικές πράξεις «βεβαιώνονται» μόνο από τα ανωτέρω υπηρεσιακά έγγραφα που ανέγνωσε η προσβαλλομένη. Πρόκειται συνεπώς για αξιοποίηση απολύτως απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων από την οποία έπρεπε να απόσχει ο δικαστής, αφού προσβάλλονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, τις προϋποθέσεις άσκησης των οποίων, έπρεπε οίκοθεν να δημιουργήσει το δικαστήριο.   

          Επειδή προσάγω και επικαλούμαι: +++ και τις κάτωθι αποφάσεις ΑΠ δημοσιευμένες στην τρ.νομ.πληρ. ΝΟΜΟΣ, ήτοι: 200/2000, 40/2000, 1172/2010, 1943/2006, 1057/2000, 1464/1994, 1749/2009, 1987/2001, 172/2002, 760/2005, 761/2000, 388/2010, 609/2010, 1511/2005, 1479/2009, 1328/2003, 2521/2008, 403/2008, 133/2009,1713/2006 καθώς και Κ. Παπαθανασίου ΠΧρ Νθ/2009, 12 επ, ιδίως 15, Χαραλαμπάκης ΠΚ 2011, υπο 386 σελ. 2020, Μαργαρίτης Μ.ΠΚ υπο 386,1155.

          Για τους ανωτέρω λόγους και αναφερόμενος πλήρως στην αναίρεση μου και στους πρόσθετους λόγους, ΑΙΤΟΥΜΑΙ όσα και ανωτέρω, να γίνει δεκτή η αναίρεσή μου και οι πρόσθετοι λόγοι καθώς και το παρόν υπόμνημά μου ΚΑΙ ΝΑ ΑΝΑΙΡΕΘΕΙ η προσβαλλομένη ανωτέρω απόφαση.

                             Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

                                       Βρόντος Ανδρέας

                                 Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

                                   Πλαστήρα 12 Καρδίτσα

                                         24410-41255

 

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013