συννομή.προσβολή απο συννομέα.όρια χρήσης και αποβολή.οιονεί νομή και κατοχή.994ΑΚ.αρμοδιότητα.ασφαλιστικά και έφεση

  

Αριθμός 128/2014 (Γεν.Ειδ. 276/2013)

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ


 Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Βασδέκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα, Θεοδώρα Τεταγιώτη. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 8-1-2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: +++, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου, +++.

Του εφεσίβλητου: +++ ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου, Ανδρέα Βρόντου.

Ο εκκαλών, με την από +++ αίτηση του, που ασκήθηκε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, ζήτησε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθμ. +++ οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, με την οποία το Δικαστήριο κηρύχθηκε καθ'ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της υπόθεσης, παραπέμποντας την υπόθεση προς εκδίκαση της στο Μονομελές Πρωτοδικείο. Κατά της αποφάσεως αυτής, ο εκκαλών άσκησε την από +++ έφεση του, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με αριθμό καταθέσεως ++ στο παρόν δε δικαστήριο με αριθμό καταθέσεως ++, προσδιορίστηκε δε για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, από +++ έφεση κατά της υπ'αριθ. ++ οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από την ημερομηνία δημοσίευσης της (11-4-2013), έως την ημερομηνία καταθέσεως του ενδίκου μέσου (17-6-2013) δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, που τυγχάνει εφαρμογής και στην έφεση κατά απόφασης ασφαλιστικών μέτρων νομής). Παραδεκτώς δε φέρεται προς συζήτηση, κατά την ως άνω διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 17Α και 498 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η έρευνα του παραδεκτού και βάσιμου των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία, δεδομένου ότι ο εκκαλών κατέβαλε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ παράβολο ( βλ. σχετ. σημείωση της γραμματέα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, περί προσκόμισης παραβόλου, ποσού 200 ευρώ). Με την απευθυνόμενη στο Ειρηνοδικείο Καρδίτσας, από ++ αίτηση του, και κατ'εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ο αιτών εξέθετε, ότι μετά το θάνατο του αποβιώσαντος, το έτος 1963, πατέρα του, ++, μεταβιβάστηκε στον ίδιο και στον καθ'ού, η νομή ενός ακινήτου, μετά των εντός αυτού κτισμάτων, που βρίσκεται εντός του οικισμού του Δ.Δ. ++, όπως το ακίνητο αυτό περιγραφόταν αναλυτικότερα, κατά θέση, έκταση και όρια, στην ως άνω αίτηση. Ότι το έτος 1964, οι διάδικοι προέβησαν σε άτυπη διανομή του κληρονομιαίου ακινήτου, αναλαμβάνοντας έκαστος εξ αυτών την νομή διαιρετών εδαφικών τμημάτων επί του όλου ακινήτου και διακριτών συστατικών που υπήρχαν επ'αυτών. Ότι, πέραν των διαιρετών εδαφικών τμημάτων που έλαβε έκαστος των διαδίκων στην αποκλειστική του νομή, ως τα εδαφικά αυτά τμήματα περιγραφόταν στην ως άνω αίτηση - διένειμαν άτυπα και την διώροφη οικοδομή που υπήρχε κτισμένη στο νότιο διαιρετό τμήμα του όλου ακινήτου, αναλαμβάνοντας έκαστος εξ αυτών την νομή επί διαιρετών τμημάτων αυτής ( δωματίων), ως ειδικότερα τα τμήματα αυτά περιγράφονταν στην, από 13-12-2012, αίτηση, ενώ το τμήμα της διώροφης οικοδομής, που αποτελούσε την ισόγειο και την ανώγειο σάλα της οικίας, καθώς και την ξύλινη βεράντα έμπροσθεν της ανώγειας σάλας, παρέμεινε στην σύννομη και των δύο, αφού μέσω αυτών των τμημάτων, θα είχαν έκαστος των διαδίκων πρόσβαση στα δωμάτια του που είχαν περιέλθει στην αποκλειστική τους νομή καθώς και στην ξύλινη βεράντα,  σύμφωνα με την άτυπη διανομή που είχε προηγηθεί. Ότι επίσης έκαστος εξ αυτών είχε δικαίωμα διέλευσης από δίοδο επί εδαφικού τμήματος που κατείχε ο έτερος, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η πρόσβαση τους στο ανώγειο δωμάτιο αποκλειστικής νομής τους. Ότι, σύμφωνα με την άτυπη διανομή παρέμεινε στην σύννομη και των δύο το δρομάκι πρόσβασης τους σε κοινοτικό δρόμο, ως αυτό περιγράφεται στην αίτηση. Ότι το έτος 1975, ο καθ'ου μεταβίβασε στον αιτούντα τη νομή επί του νότιου ισογείου δωματίου και την ισόγεια σάλα της οικίας και παρέμεινε νομέας μόνο του νότιου ανωγείου δωματίου της οικίας και συννομέας της ανώγειας σάλας. Ότι ο αιτών επί του νοτιοδυτικού αυλείου χώρου του ισογείου και σε επαφή με το νότιο ισόγειο δωμάτιο, του οποίου τη νομή του είχε μεταβιβάσει ο καθ'ου, κατασκεύασε κτίσμα το οποίο και χρησιμοποιούσε, ως κουζίνα. Ότι τον Οκτώβριο του 2012, ο αιτών επιχείρησε να μονώσει την οροφή της κουζίνας, που έκτισε το 1975 στον αύλειο χώρο του ισογείου, πλην όμως ο καθ'ου τον εμπόδισε ισχυριζόμενος ότι στη στέγη της κουζίνας ασκεί ο ίδιος αποκλειστικά νομή. Ότι ο καθ'ου, εν συνεχεία, αφού γκρέμισε την πόρτα που οδηγεί στην ανώγεια σάλα και στην βεράντα, τοποθέτησε κατά μήκος της σάλας γυψοσανίδα χωρίζοντας αυτή (τη σάλα) σε δύο άνισα τμήματα. Ότι αποτέλεσμα των ενεργειών του καθ'ού ήταν να καθίσταται πλέον δυσχερής η πρόσβαση του αιτούντος προς το δωμάτιο και προς την ξύλινη βεράντα, αφού άφηνε στον τελευταίο χώρο για την διέλευση του, πλάτους μόλις 40 εκατοστών. Ότι ο καθ'ού ζήτησε από τον αιτούντα να κατασκευάσει εξωτερική σκάλα προκειμένου να μεταβαίνει προς την ανώγεια σάλα, το ανώγειο δωμάτιο, τη μικρή ξύλινη βεράντα και την ταράτσα της κουζίνας, απειλώντας αυτόν ότι αν δεν συμμορφωθεί θα του αποκόψει τη δίοδο που ήδη χρησιμοποιεί. Ότι ο καθ' ου έκλεισε με σιδερένια πόρτα το σημείο που επικοινωνούσε η, έμπροσθεν της ανώγειας σάλας, ξύλινη βεράντα, με την ταράτσα του δωματίου (κουζίνας) που είχε κατασκευάσει ο αιτών, με αποτέλεσμα να προκληθούν επεισόδια, όταν ο αιτών προσπάθησε να μονώσει, προσλαμβάνοντας προς τούτο τεχνίτες, την ταράτσα του δωματίου -κουζίνας. Ότι οι ανωτέρω πράξεις του καθ'ού είναι παράνομες και έγιναν χωρίς την θέληση του αιτούντος, και προσβάλλουν τη νομή του επί των διακριτών ως άνω τμημάτων του όλου ακινήτου. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε - κατ'εκτίμηση των αιτημάτων του- να αναγνωρισθεί α) νομέας και κάτοχος 1) του διαιρετού τμήματος οικοπέδου εκτάσεως 264,78τ.μ., μετά της επ' αυτού ξύλινης αποθήκης, εμβαδού 8,10τ.μ., 2) του έμπροσθεν και ανατολικά της οικίας, αυλείου χώρου του ισογείου μετά της επ' αυτού κατασκευσθείσας κουζίνας και 3) τμήματος εκτάσεως 34τ.μ. μετά του επ' αυτού αχυρώνα, β) ότι είναι συννομέας και συγκάτοχος μετά του καθ'ού: 1) της ανώγειας σάλας της διώροφης οικίας, 2) της ξύλινης βεράντας 3) του τμήματος του δρόμου με το οποίο η επίδικη οικία έχει πρόσβαση στον δημοτικό δρόμο και 4) ότι έχει δικαίωμα να διέρχεται από δίοδο, ως αυτή που περιγραφόταν ειδικότερα στο ιστορικό της αίτησης, μέσω της οποίας μεταβαίνει στην ανώγεια σάλα, στο ανώγειο δωμάτιο, στην βεράντα και στην ταράτσα της κουζίνας. Ζητούσε επίσης να υποχρεωθεί ο καθ'ού: α) να άρει την προσβολή της σύννομης και συγκατοχής επί της ανώγειας σάλας της οικίας επαναφέροντας τα πράγματα στην πρότερα κατάσταση, ήτοι απομακρύνοντας την γυψοσανίδα που τοποθέτησε στο μέσον της ανώγειας σάλας και επανατοποθετώντας την κοινή πόρτα εισόδου που υπήρχε στο χωλ στο σημείο όπου ήταν και πριν, β) να άρει την προσβολή της αποκλειστικής νομής και κατοχής του επί της ταράτσας της κουζίνας του, ξηλώνοντας την σιδερένια πόρτα που κατασκεύασε και γ) να σταματήσει να τον απειλεί ότι θα του αφαιρέσει το δικαίωμα δουλείας διόδου προς την ανώγεια σάλα το ανώγειο δωμάτιο, τη μικρή ξύλινη βεράντα και την ταράτσα της κουζίνας, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης

για κάθε μελλοντική προσβολή της νομής του και για κάθε παράβαση του  διατακτικού της απόφασης που θα εκδοθεί. Ζητούσε τέλος να καταδικαστεί ο

καθ' ου στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εξέδωσε την υπ'αριθμ. ++ οριστική απόφαση του, με την οποία έκρινε ότι είναι αναρμόδιο προς εκδίκαση της ανωτέρω αίτησης και παρέπεμψε την υπόθεση προς  εκδίκαση της από το Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας, ως το αρμόδιο Δικαστήριο. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο εκκαλών με την έφεση του, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ζητεί δε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, επί σκοπώ αποδοχής της αίτησης του και την καταδίκη του εφεσίβλητου στη δικαστική του δαπάνη και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 994 ΑΚ, "αν νέμονται περισσότεροι το ίδιο πράγμα κατ* ιδανικά μέρη, καθένας απ αυτούς έχει κατά τρίτων τα δικαιώματα από την προσβολή της νομής. Η νομή προσβάλλεται είτε με αποβολή, είτε με διατάραξη. Η διάκριση αυτή έχει σημασία για την προστασία της νομής αλλά παράλληλα και για τη ρύθμιση της προστασίας της ιδιαίτερης μορφής, της σύννομης (ΑΚ 994). Πρέπει επομένως να προσδιοριστούν αυτά τα εννοιολογικά στοιχεία της προσβολής. Ειδικότερα, αποβολή συνιστά κάθε πράξη που συνεπάγεται για το νομέα ολική ή μερική απώλεια της νομής του. Χαρακτηριστικό της αποβολής είναι, ότι ο μέχρι τώρα νομέως χάνει πλήρως τη φυσική εξουσία επάνω στο πράγμα ή σε μέρος αυτού. Διατάραξη είναι κάθε παρεμπόδιση ή παρακώλυση της φυσικής εξουσίας επάνω στο πράγμα που δε φτάνει μέχρι την αποβολή. Αποτελεί μερική προσβολή της νομής, γιατί ο νομέας δεν στερείται πλήρως τη φυσική εξουσία αλλά παρακωλύεται σε κάποια από τις εκδηλώσεις της, δηλαδή σε κάποια από τις χρησιμότητες του πράγματος. Στις μεταξύ των συννομένων σχέσεις, δεν παρέχεται η προστασία από τη νομή, εφόσον πρόκειται για τα όρια της χρήσης του πράγματος που αρμόζει στον καθένα". Επομένως, όταν τον συννομέα προσβάλλει παράνομα κάποιος τρίπος, ή κάποιος από τους άλλους συννομείς με ολική ή μερική αποβολή, τότε έχει αυτός πλήρη την προστασία της νομής (αυτοδύναμη και ένδικη), εάν δε η σύννομη προσβάλλεται παράνομα από άλλο συννομέα με διατάραξη και ως τέτοια νοείται και η έριδα μεταξύ των συννομέων, είτε περί την ύπαρξη της νομής συννομέως, είτε περί την έκταση των δικαιωμάτων επί του κοινού πράγματος, τότε ο συννομέας δεν έχει πάντοτε την προστασία της νομής, αλλά πρέπει να γίνει η παρακάτω διάκριση: α) εάν η έριδα αφορά την ύπαρξη της νομής του συννομέα (αμφισβήτηση σύννομης), ο συννομέας έχει πλήρη την προστασία της νομής σαν να προσβλήθηκε η σύννομη του από τρίτο, β) εάν όμως η έριδα αφορά τα όρια της προσήκουσας χρήσης του πράγματος από κάθε συννομέα, δηλ. εάν αμφισβητείται απλώς η έκταση των επί του κοινού πράγματος δικαιωμάτων και όχι η ύπαρξη της νομής του συννομέα, τότε ο προσβληθείς δεν έχει την προστασία της νομής, αλλά δικαιούται να ζητήσει τη λύση της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 789 και 790 ΑΚ περί κοινωνίας(Μπαλής, Έμπρ. Δίκαιο", παρ. 23, Τούσης, Έμπρ. Δίκαιο", έκδ. 1988, σελ. 212 επ., Καυκάς, Ένοχ. Δίκαιο", άρθρο 787 παρ. 3, Απ. Γεωργιάδης -Μιχ. Σταθόπουλος, "ΑΚ, Εμπρ. Δίκαιο", άρθρο 994, σελ. 295 επ.). Στην τελευταία περίπτωση (αμφισβήτηση ορίων χρήσης), ο συννομέας δικαιούται αυτοπροστασίας (282 και 284 ΑΚ) και προσφυγής στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων για τη ρύθμιση της κατάστασης (άρθρα 731-732 Κ.Πολ,Δ.), η αρμοδιότητα των οποίων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 683 περ. 1,2 Κ.Πολ.Δ. Δικαιολογητικός λόγος της ρύθμισης αυτής, είναι ότι, όταν η έριδα μεταξύ των συννομέων δεν αφορά την ύπαρξη της σύννομης (δηλ. ο ένας δεν αμφισβητεί τη σύννομη του άλλου), αλλά τα όρια και τον τρόπο άσκησης της, η διαφορά δεν μπορεί να λυθεί χωρίς αναδρομή στην εσωτερική σχέση που υπάρχει μεταξύ των συννομέων (Απ. Γεωργιάδης -Μιχ. Σταθόπουλος, ό.π., σελ. 296). Υποστηρίζεται και η άποψη, ότι τα παραπάνω ισχύουν μόνον όταν τα όρια της προσήκουσας χρήσης του κοινού πράγματος από καθένα συννομέα, δεν έχουν προσδιορισθεί κατ* άρθρο 789 και 790 ΑΚ. Αντίθετα, αν έχουν προσδιοριστεί συμβατικά ή δικαστικά, αλλά παραβιάζονται από ένα συννομέα ή συγκάτοχο, έστω και σε βαθμό που δεν φτάνει μέχρι ολικής ή μερικής αποβολής, τότε ο προσβαλλόμενος έχει την αγωγή της διαταράξεως και τη δυνατότητα προσφυγής στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων κατά Κ.Πολ.Δ. 733-734 (Θηβαίος, "Το δίκαιο της νομής", Αχ σελ. 509). Όμως η άποψη αυτή δεν συμπορεύεται προς τον δικαιολογητικό λόγο που υπαγόρευσε τον περιορισμό αυτό, που οφείλεται στο ότι σε αντίθετη περίπτωση, στη διένεξη περί νομής θα αναμιγνύονταν και ζητήματα της γενεσιουργού της κοινής νομής έννομης σχέσης ( όπως π.χ συγκληρονομίας) και έτσι η διαφορά αυτή θα κατέληγε μοιραία από διένεξη περί νομής σε διένεξη περί της σχέσης αυτής (βλ. Βαθρακοκοίλη, Ερμην.Α.Κ, 2007, άρθρο 994, σελ 270). Τα παραπάνω ισχύουν και στη συγκατοχή σύμφωνα με το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 994 και 997 ΑΚ. Από τη διάταξη του άρθρου 974 ΑΚ συνάγεται ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, ήτοι η βούληση αυτού εξουσίασης με διάνοια κυρίου και η φυσική εξουσίαση πάνω στο πράγμα (Corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (εξαιρέσει της πλασματικής κτήσης της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου από το ισχύον δίκαιο δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στο δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θαμπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα, φυσική δε εξουσίαση υπάρχει όταν ασκούνται πάνω στο πράγμα πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του, έτσι ώστε το πράγμα κατά την αντίληψη των συναλλαγών να θεωρείται ότι βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του νομέα. Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο υπάρχει μόνο κατοχή, η οποία είναι η σωματική εξουσία, ολική ή μερική, που ασκείται κατά κανόνα πάνω στο πράγμα στο όνομα άλλου από ενοχική σχέση, ισχυρή ή όχι, όπως μίσθωση, παρακαταθήκη, χρησιδάνεια κλπ (ΑΠ 27/2003 ΧρΙΔ 2003/233, ΝοΒ 2003/1617, ΕλλΔνη 2003/774 ΑΠ 933/2003 δημ. εις Νόμος, Γεωργιάδη εις Γεωργιάδη-Σταθόπουλο ΑΚ υπό άρθρο 974 αρ.12 και 13). Περαιτέρω, από τη γραμματική διατύπωση των συνδυασμένων διατάξεων των ΑΚ 953, 954, 993 σαφώς συνάγεται, ότι τα ουσιώδη συστατικό, εφόσον είναι εξωτερικώς διακριτά και είναι υλικά δυνατή και νοητή η χωριστή εξουσίαση τους, όπως το διαμέρισμα μη υπαχθείσης στο σύστημα της οριζοντίου ιδιοκτησίας οικοδομής, καθίστανται μεν αντικείμενο χωριστής νομής, η οποία, όμως, δεν μπορεί να οδηγήσει στην κτήση χωριστής επ' αυτών κυριότητας με χρησικτησία, αφού τούτο θα ήταν αντίθετο προς τον κανόνα της ΑΚ 953 (Μπαλής, ΕμπρΔ, παρ. 10, σελ. 33. Γεωργιάδης, ό.π., άρθρο 993, αριθ. 5. Δημάκαυ, στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, άρθρο 953, αριθ. 36). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 974 και 975 ΑΚ συνάγεται ότι επί οιονεί νομής υπάρχει μερική εξουσίαση του πράγματος, εκτεινόμενη σε μερικές μόνο αναφορές ή χρησιμότητες του πράγματος και ειδικότερα σ* εκείνες που αποτελούν το περιεχόμενο ενός περιορισμένου εμπραγμάτου δικαιώματος, όπως είναι η πραγματική δουλεία διόδου, αντίθετα προς την καθολική νομή του άρθρου 974 ΑΚ, επί της οποίας η φυσική εξουσίαση του πράγματος που ασκείται με διάνοια κυρίου, έχει ως περιεχόμενο όλες τις αναφορές ή χρησιμότητες του πράγματος, αντιστοιχούσα στην κυριότητα. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι όπως επί της νομής του άρθρου 974, έτσι και επί οιονεί  νομής για την απόκτηση της απαιτείται τόσο το σωματικό στοιχείο (corpus), όσο και το πνευματικό (animus). Το περιεχόμενο όμως του σωματικού στοιχείου στην οιονεί νομή είναι η μερική εξουσίαση του πράγματος, περιλαμβάνουσα ορισμένη ή ορισμένες χρησιμότητες αυτού, που αντιστοιχούν στο εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας, ενώ το πνευματικό στοιχείο συνίσταται στη διάνοια δικαιούχου περιορισμένου   εμπραγμάτου  δικαιώματος  και   ειδικότερα   εκείνου  του περιορισμένου εμπραγμάτου δικαιώματος που θα υπήρχε, αν η φυσική εξουσία αποτελούσε άσκηση εμπραγμάτου δικαιώματος. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 996 ΑΚ επί προσβολής της οιονεί νομής, είτε με διατάραξη είτε με αποβολή, ή οιονεί νομή προστατεύεται όπως και η καθολική νομή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 733 του ΚΠολΔ ασφαλιστικά μέτρα σε κάθε είδους υποθέσεις νομής ή κατοχής διατάσσονται από το ειρηνοδικείο. Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται αποκλειστική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε κάθε είδους υποθέσεις νομής ή κατοχής, δηλαδή σε

διαφορές από την προσβολή της νομής ή κατοχής (ΕφΘεσ 1598/ 1997 ΝοΒ 46. 973, ΠΠρΛαρ 410/1993 Δικογραφία 1993. 149 ). Τέλος, αν η αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων υποβληθεί ενώπιον αναρμόδιου δικαστηρίου, αυτό δεν την απορρίπτει, αλλά την παραπέμπει κατά το άρθρο 46 του ΚΠολΔ στο αρμόδιο κατά περίπτωση Ειρηνοδικείο ή Μονομελές Πρωτοδικείο, αφού με την υποβολή της αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δημιουργείται ιδιόμορφη εκκρεμοδικία, κατά την έννοια των άρθρων 221 παρ 1 εδ α' και 222 ΚΠολΔ, αντικείμενο της οποίας είναι το διαπλαστικό (δικονομικό) δικαίωμα του αιτούντος για τη δημιουργία τέτοιας προσωρινής νομικής κατάστασης, που τον εξασφαλίζει απέναντι στον επικείμενο κίνδυνο ή την επείγουσα περίπτωση (Μ.Πρωτ.Θεσ 998/2013, ΝΟΜΟΣ, Π.Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ.1985, σελ.22, ΜΠρΘεσ 27021/1998 Αρμεν 53.417).

Με την απευθυνόμενη ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας αίτηση του, ως ειδικότερα αναγράφεται ανωτέρω ο αιτών +++, επικαλούνταν μία σειρά από διαταρακτικές πράξεις του     ++, σε διακριτά μέρη επί των οποίων ασκούν, κατά τα εκτιθέμενα πάντα στην αίτηση σύννομη οι διάδικοι και δη επί του χώρου της σάλας του ανωγείου ορόφου και της ξύλινης βεράντας, με την τοποθέτηση από τον εφεσίβλητο, κατά μήκος της ανώγειας σάλας, γυψοσανίδας που καθιστά δυσχερή της πρόσβαση του εκκαλούντος στο δωμάτιο του ανωγείου ορόφου αλλά και στην ξύλινη βεράντα. Επιπροσθέτως, με την ίδια ως άνω (από 13-12-2012) αίτηση του, ο εκκαλών έκανε λόγο και για δικαίωμα διέλευσης του από τον αύλειο χώρο του ανωγείου που νεμόταν ο εφεσίβλητος (καθ'ου), ως εξάλλου και ο τελευταίος είχε αντίστοιχο δικαίωμα διέλευσης από τον εμπρόσθιο αύλειο χώρο του ισογείου που νεμόταν ο εκκαλών, χωρίς όμως να γίνεται λόγος στην από ++ αίτηση για οιονεί νομή δουλείας διόδου, ήτοι άσκηση αυτής με διάνοια δικαιούχου δουλείας. Τέλος και όσον αφορά την ταράτσα του δωματίου που ο ίδιος ο εκκαλών - κατά τα εκτιθέμενα στην αίτηση του - κατασκεύασε περί το έτος 1975 ασκώντας έκτοτε πράξεις νομής επί του δωματίου αυτού, το οποίο και φέρεται να χρησιμοποιεί ως κουζίνα, ουδόλως ανέφερε - τουλάχιστον ρητώς - με την ως άνω αίτηση του, ότι ασκούσε πράξεις νομής αποκλειστικά ο ίδιος και επί της ταράτσας του δωματίου, αφ'ής μάλιστα στιγμής το διακριτό και χωριστό αυτό συστατικό του οικήματος (δωματίου εν προκειμένω), μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής νομής (ας σημειωθεί βέβαια, ότι τα ουσιώδη συστατικά ενός ακινήτου, εφόσον είναι εξωτερικώς διακριτά και υλικά δυνατή και νοητή η χωριστή τους εξουσίαση, καθίστανται μεν αντικείμενα χωριστής νομής, η οποία όμως δεν μπορεί να οδηγήσει στην κτήση επ'αυτών χωριστής κυριότητας με χρησικτησία, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο στον κανόνα της 993 Α.Κ.). Συνεπώς, τα εκτιθέμενα από τον αιτούντα με την αίτηση του περιστατικά δεν συνιστούν αποβολή του από τα περιγραφόμενα στην αίτηση του διακριτά τμήματα, εφόσον ο τελευταίος δεν έχει χάσει την δυνατότητα του να ασκεί τη φυσική εξουσία επί των ειδικότερων αυτών τμημάτων, αλλά πρόκειται για έριδα ως προς την έκταση στην άσκηση των δικαιωμάτων του επ'αυτών. Αντιθέτως μάλιστα από τα εκτιθέμενα στην αίτηση, ο αιτών εξακολουθεί να έχει πρόσβαση στα ως άνω εδαφικά τμήματα, για τα οποία εξάλλου αιτείται την άρση της προσβολής, ήτοι προβάλλει αιτήματα που προσιδιάζουν στην διατάραξη της νομής και δη από συννομέα και όχι στην αποβολή από την νομή. Δηλαδή, εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα στην από ++ αίτηση, ουδόλως αμφισβητείται από τον καθΌύ-εφεσίβλητο η σύννομη του αιτούντος, αλλά τα όρια και ο τρόπος ασκήσεως της σύννομης, και επομένως, η διαφορά δεν μπορεί να λυθεί χωρίς αναδρομή στην εσωτερική σχέση των συννομέων, η προσωρινή ρύθμιση όμως της οποίας μπορεί να ζητηθεί με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων κατά τα άρθρα 731-732 Κ.Πολ.Δ, για την λήψη των οποίων αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπον τυγχάνει το Μονομελές Πρωτοδικείο. Συνεπώς, κατά τα προαναφερόμενα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κηρύχθηκε αναρμόδιο παραπέμποντας την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο, ορθά έκρινε και δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου εφέσεως. Κατ4 ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η ένδικη έφεση, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 εδ. τελευταίο και 183 εδ. β4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Δέχεται τυπικά την έφεση. Απορρίπτει κατ'ουσίαν την έφεση.

Συμψηφίζει τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στις +++ στην Καρδίτσα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

aristotelis

Χρη λέγειν τα καίρια

Εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάς` αρετή εστίν.
(Η δικαιοσύνη περικλείει όλες τις αρετές).

Θέογνις (6ος αι. π.Χ.)

 

 

aristotelis

Ένα αστείο είναι κάτι πολύ σοβαρό

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο Θεό και ένα δικηγόρο;

Ο Θεός δεν λέει ότι είναι δικηγόρος.

 


 

aristotelis

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου

Η παγκόσμια επιρροή της Ελληνικής γλώσσας


Επικοινωνία


Γραφείο Αθηνών: Ακαδημίας 33, Β' Όροφος
Τηλέφωνο: 6972422002

Γραφείο Καρδίτσας: Πλαστήρα 12
Τηλέφωνο: 24410 41255

Κινητό: 6972422002
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013