ανακοπή κατα δ/γή πληρωμής.επιταγή.έγγραφη απόδειξη εξόφλησης στον προηγούμενο ενεχυρούχο δανειστή. εξόφληση συμψηφιστικά και όχι με μετρητά.μη απόσβεση ενεχύρου

  ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: 191/2014

ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: +++2011

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΉΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών, Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Καρδίτσας και από τη Γραμματέα Θεοδώρα Τεταγιώτη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: +++, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Ανδρέα Βρόντου.

Του ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: +++ ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου ++++

Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από +++ ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό +++4-7-2011 και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της ++, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της ++, οπότε αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

(A) 1. Έως την πρόσφατη εισαγωγή του ν.4055/2012 η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής εκδικαζόταν ανέκαθεν με τη διαδικασία εκείνη, τακτική ή ειδική, στην οποία υπαγόταν η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Η λύση αυτή προέκυπτε, πέρα από την ίδια τη φύση της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής και από τη διάταξη της § 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ -όπως ίσχυε, πριν απαλειφθεί με τις διατάξεις του ν. 4055/2012 - σύμφωνα με την οποία, «αν η διαφορά από την απαίτηση, για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, η ανακοπή εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της ειδικής αυτής διαδικασίας» (Π. Αρβανιτάκης, Η διαταγή πληρωμής κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [2012], §ΧΙΙ.Δ, σελ. 347). Με το άρθρο 14 § 1 ν. 4055/2012, που κατά το άρθρο 110 §20 του νόμου αυτού ισχύει από 12-5-2012, ενώ οι ρυθμίσεις του καταλαμβάνουν και τις υποθέσεις που εκκρεμούν (έτσι ΠΠρΧαν 147/2013 και 67/2013, αδημ. στο νομικό τύπο, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ - Οι τροποποιήσεις του ν. 4055/2012 [2012], άρθρο 643 αριθ. 2, σελ. 96), καταργήθηκε πλέον η παλαιά διάταξη της § 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ, ενώ εισήχθη νέα § 2 στην ίδια διάταξη, η οποία προβλέπει ότι «(η) άσκηση της ανακοπής, η συζήτηση της οποίας προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός εξήντα ημερών ή εντός ενενήντα ημερών, αν ο διάδικος διαμένει στην αλλοδαπή ή έχει άγνωστη διαμονή και εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παράγραφος 1 περίπτωση α' ΚΠολΔ». Δεδομένου ότι αντίθετα με ό,τι αναφέρει η Αιτιολογική Έκθεση επί του Σχεδίου Νόμου, η νέα § 2 παραπέμπει αποκλειστικά στο άρθρο 643 ΚΠολΔ (παράλληλα με την εφαρμογή του άρθρου 591 § 1 εδ. α'ΚΠολΔ) και όχι συλλήβδην στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (ή των άρθρων 635 επ. ΚΠολΔ), το ζήτημα της προσήκουσας διαδικασίας εκδίκασης της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής παραμένει, μετά την κατάργηση της παλαιάς §3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ, καταρχήν αδιευκρίνιστο (βλ Π. Αρβανιτάκη, ό.π, §ΧΙΙ.Δ, σελ. 347). Σύμφωνα με την άποψη που το παρόν δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη (βλ ΠΠρΧαν 147/2013 και 67/2013, ό.π, Π. Αρβανιτάκη, ό.π, §ΧΙΙ.Δ, σελ 347-348, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ - Οι τροποποιήσεις του ν. 4055/2012, άρθρο 632 αριθ. 55, 72 και 77, σελ 81, 87 και 88, αντίστοιχα), εφόσον, μετά την τροποποίηση της §3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ, δεν γίνεται πλέον διάκριση της διαδικασίας που θα ακολουθηθεί, με κριτήριο την απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αλλά ούτε καθιερώνεται ρητά ειδική διαδικασία για την εισαγωγή και εκδίκαση της ανακοπής, δεδομένου ότι αν ο νομοθέτης ήθελε να είναι αυτή των πιστωτικών τίτλων, θα παρέπεμπε στο σύνολο των σχετικών διατάξεων και όχι μόνο σε εκείνη του άρθρου 643 ΚΠολΔ (ενώ παράλληλα δεν τροποποιεί και εκείνη του άρθρου 635 του ίδιου Κώδικα, όπου ρητά αναφέρονται οι διαφορές που μπορούν να εκδικαστούν με τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων), εφαρμόζεται καταρχήν η τακτική διαδικασία ή η προβλεπόμενη από τη φύση της απαίτησης ειδική διαδικασία, με τις αποκλίσεις όμως που εισάγονται από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 591 §1 εδ. α', 632 § 2, 643, 649 και 650 ΚΠολΔ. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός της συνεφαρμογής στην ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ και των γενικών διατάξεων για τις ανακοπές των άρθρων 583 έως 585 ΚΠολΔ, όπου επίσης καθιερώνεται καταρχήν για την εκδίκαση τους η τακτική διαδικασία εκτός αν βάσει ειδικών διατάξεων ορίζεται η τήρηση ειδικής διαδικασίας (βλ. ΠΠρΧαν 147/2013 και 67/2013, ό.π.). Επιχείρημα υπέρ της γνώμης αυτής μπορεί να συναχθεί και από την αντίστοιχη ανακοπή κατά της εκτέλεσης, κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η οποία, παρά την απουσία ρητής ρύθμισης, υπάγεται, όπως γίνεται δεκτό (βλ ΑΠ 1630/1983, ΝοΒ 1984/1367, ΕφΘεσ 411/2009 ΕΠολΔ 2009/698, με σημείωμα Ν. Κατηφόρη, ΕφΑθ 131/2008 ΕλλΔνη 2009J/853, Εφ Α θ 5326/2007 ΕλΧΛνη 2008/1099, ΕφΑθ 4193/2006 ΕλλΔνη 2008/839), καταρχήν στην τακτική διαδικασία, με τις παρεκκλίσεις όμως που διαγράφονται στις διατάξεις των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ, εκτός και αν για τη διάγνωση της αξίωσης, για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, εφαρμόζεται ειδική διαδικασία, οπότε αυτή ακολουθείται και για την εκδίκαση της ανακοπής. Επίσης με την υιοθέτηση της συγκεκριμένης άποψης εξυπηρετείται και ο σκοπός του νομοθέτη για κοινή δικονομική αντιμετώπιση των ανακοπών κατά διαταγής πληρωμής και εκείνης κατά της εκτέλεσης, όπου επίσης κατά την εκδίκαση της ακολουθείται η ίδια διάκριση, αφού με το άρθρο 19 του ν. 4055/2012 προστέθηκε στο άρθρο 937 ΚΠολΔ και τρίτη παράγραφος, ομοίου περιεχομένου με εκείνη του εδ. β' της §2 άρθρου 632 ΚΠολΔ (βλ ΜΠρΧαν 354/2014 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΧαν 147/2013 και 67/2013, ό.π).

2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων, με τη συνδρομή των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαιτήσεως του αιτούντος, από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή, καθώς και το ποσό της, να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσόν της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατά το άρθρο 628 ίδιου κώδικα, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋποθέσεως εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται, ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, για το λόγο αυτό, απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της υπάρξεως και της δυνατότητας αποδείξεως της απαιτήσεως με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1993 ΕλλΔνη 38/769). Έτσι, το Δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή, εάν από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, δεν αποδεικνύεται η απαίτηση, δεν μπορεί να στηριχθεί σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά που προσκομίστηκαν στο Δικαστή, που εξέδωσε τη διαταγή, αλλά οφείλει να δεχθεί την ανακοπή και να ακυρώσει τη διαταγή (ΑΠ 1408/1987 ΕΕΝ 1988/755, ΕφΑΘ 2701/1988 ΕλλΑνη 30/143), χωρίς όμως η απόφαση αυτή, να παράγει δεδικασμένο, ως προς την ουσιαστική αξίωση, διότι αντικείμενο της επί της ανακοπής δίκης, είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και του κύρους της διαταγής πληρωμής και όχι η διάγνωση της ουσιαστικής αξιώσεως (ΑΠ 1870/1986 ΕλλΔνη 29/281, ΕφΠειρ 799/1999 ΕλλΛνη 41/494, ΕφΠειρ 849/1993 ΕλλΔνη 35/1696). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 40, 44, 46 και 47 του ν. 5960/1933 «περί επιταγής», προκύπτει ότι κάθε υπογραφέας της επιταγής και εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος πλήρωσε αυτήν στον κομιστή της, δικαιούται να απαιτήσει, κατά την πληρωμή της, την προς αυτόν παράδοση της επιταγής, με εξοφλημένο λογαριασμό και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να τηρήσει τη σειρά τους, να ενάγει ατομικά ή ομαδικά, τους προγενέστερους αυτού υπόχρεους (οπισθογράφο, εκδότη ή άλλους), ζητώντας ολόκληρο το ποσό που πλήρωσε με τους τόκους, από την ημέρα της καταβολής αυτού και τα έξοδα. Η πληρωμή του ποσού της επιταγής, από τον υπογραφέα αυτής, προς τον κομιστή της, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση, για την άσκηση της παραπάνω αξιώσεως αναγωγής, προς απόδοση, η οποία στηρίζεται στην ιδιότητα του πληρώσαντος, ως εξ επιταγής υπόχρεου και στο γεγονός της πληρωμής της επιταγής. Το δικαίωμα αναγωγής του άρθρου 40 άνω ν. 5960/1933 κατά των υπογραφέων της επιταγής διαφέρει από το προβλεπόμενο στο άνω άρθρο 44§3 δικαίωμα του πληρώσαντος οφειλέτη - οπισθογράφου προς απόδοση εναντίον των προηγουμένων αυτού υπογραφέων της επιταγής, ως προς τις προϋποθέσεις γέννησης, το περιεχόμενο, την τοκογονία και το χρόνο παραγραφής. Στην περίπτωση του άρθρου 44 ν. 5960/1933 ο πληρώσας οφειλέτης δεν γίνεται κομιστής από οπισθογράφηση, αλλά αποκτά νέο πρωτότυπο και αυτόνομο δικαίωμα και οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τις προϋποθέσεις γενέσεως τούτου, οι προϋποθέσεις δε αυτές πρέπει να αναφέρονται και στην διαταγή πληρωμής. Με βάση το αυτόνομο αυτό δικαίωμα του, μπορεί να ζητήσει την καταβολή των ποσών που προβλέπει τι άρθρο 46 του Ν. 5960/ 1933 και όχι εκείνων που προβλέπει το άρθρο 45 του ίδιου νόμου, που αφορά το νόμιμο κομιστή (βλ Μάρκου οπ.π, ΕφΠειρ 526/2003 ΔΕΕ 2004/59, ΕφΠειρ 793/1999 οπ.π.). Η διαταγή πληρωμής που εξεδόθη, χωρίς η απαίτηση ή το ποσό της να αποδεικνύονται εγγράφως, υπόκειται σε ακύρωση με ανακοπή, ανεξαρτήτως της δυνατότητος αποδείξεως της απαιτήσεως με άλλα αποδεικτικά μέσα, πλέον εκείνων, βάσει των οποίων εξεδόθη η διαταγή πληρωμής, στα οποία δεν μπορεί να στηριχθεί το δικαστήριο της ανακοπής. Μόνη η κατοχή του τίτλου της επιταγής δεν αποδεικνύει την πληρωμή της στον κάτοχο (Μάρκου, Δίκαιο επιταγής, 4η εκδ 2007, σελ 297 επ, ΕφΑΘ 1294/2009 ΕλΜνη 2011/190, Εφθεσ 2292/2006 ΧΡΙΑ 2007/156, ΕφΠειρ 526/2003 ΔΕΕ 2004/59, ΕφΛαρ 466/2003 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2003/444, ΕφΠειρ 799/1999 ο.π, ΜΠρθεσ 12259/12013, ΜΠρΘηβ 283/2013 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η πληρωμή του ποσού της επιταγής από τον υπογράφοντα αυτή προς τον κομιστή της αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση της παραπάνω αξίωσης αναγωγής προς απόδοση, η οποία στηρίζεται στην ιδιότητα του πληρώσαντος ως εξ επιταγής υπόχρεου και στο γεγονός της πληρωμής της επιταγής, το οποίο γεγονός της πληρωμής *να αποδεικνύεται από την κατοχή α) του σώματος της επιταγής και β) του εγγράφου, από το οποίο να αποδεικνύεται το ποσό που πλήρωσε αυτός στον κομιστή της επιταγής (ΑΠ 1435/2003 ΔΕΕ 2004/669, ΕφΔωδ 184/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2292/2006 ο.π, ΕφΔωδ 34/2006 ΔωδΝομ 2006/734, ΕφΠειρ 526/2003 ο.π, ΜΠρΡοδ 5/2011, ΜΠρΡοδ 3877/2007 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

(Β) Στην προκείμενη περίπτωση, εισάγεται προς εκδίκαση η κρινόμενη ανακοπή κατά της υπ' αριθμ. ++/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία ο ανακόπτων υποχρεώθηκε να καταβάλει στον καθ' ου η ανακοπή το ποσό των 18.353,79 ευρώ, για απαίτηση που προέρχεται από επιταγή, με το νόμιμο τόκο κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω διαταγή πληρωμής μέχρι την εξόφληση. Η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 585, 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αφού ούτε ο καθ' ου η ανακοπή επικαλείται ούτε προκύπτει κάτι το αντίθετο από το φάκελο της δικογραφίας, αρμοδίως δε εισάγεται, για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 14 παρ. 2, ως ίσχυε μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό και με ΑΥΔικ 125804 παρ. β ΦΕΚ Β 1072/2003, 221§1στοιχ.β, 584, 625 και 632 του ΚΠολΔ) Εντούτοις, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, πρέπει να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 635 επ. του ΚΠολΔ, κατά την οποία εκδικάζεται η διαφορά από την απαίτηση που απορρέει από επιταγή, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, με τις αποκλίσεις όμως που εισάγονται από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 591 §1 εδ. α', 632 §2, 643, 649 και 650 ΚΠολΔ και όχι κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία έχει εισαχθεί προς εκδίκαση. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη ανακοπή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ο ανακόπτων, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής του κατά της υπ" αριθ. ++ διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, ισχυρίζεται ότι η εκδοθείσα σε βάρος του διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα, διότι παραβιάσθηκε η διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, καθόσον αφενός ο καθ' ου η ανακοπή, ως πληρώσας οφειλέτης, δεν μνημόνευσε στην αίτηση του για την έκδοση διαταγής πληρωμής αλλά ούτε και προσκόμισε με αυτή για την έκδοση της, έγγραφο που να αποδεικνύει την καταβολή από αυτόν του ποσού της επίδικης υπ' αρ. ++ επιταγής, ποσού ++ ευρώ, προς την κομίστρια Τράπεζα «ALPHAΒΑΝΚ» ούτε όμως αναφέρεται αυτό στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, που είναι νόμιμος, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και από ουσιαστική άποψη.

(Γ) Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος του καθ' ου η ανακοπή και της ανωμοτί κατάθεσης του ανακόπτοντος, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου σύμφωνα με τα άρθρα 415 παρ. 1 και 3, 416, 417 ΚΠολΔ,, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, εκτιμώμενες κατά το λόγο γνώσης και αξιοπιστίας τους, εκτός από την υπ' αριθμ. ++ ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα +++ ενώπιον της συμβολαιογράφου Καρδίτσας ++, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον δεν προσκομίζεται έκθεση επίδοσης της σχετικής γνωστοποίησης - κλήσης προς τον αντίδικο, προκειμένου να ελεγχθεί το νομότυπο της κλήτευσης του, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, που όλα τα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο κατά την ουσιαστική διευρεύνηση της υπόθεσης, καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 αρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ανακόπτων εξέδωσε στην Καρδίτσα την υπ' αριθ. +++ μεταχρονολογημένη επιταγή, ποσού ++ ευρώ, πληρωτέα από την «Συνεταιριστική Τράπεζα Καρδίτσας (ΣΥΝ.ΠΕ.)», σε διαταγή του καθ' ου η ανακοπή, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την ++, εν συνεχεία δε ο καθ' ου οπισθογράφησε και παρέδωσε ως αξία λόγω ενεχύρου την εν λόγω επιταγή στην «ALPHAΤΡΑΠΕΖΑ». Στη συνέχεια, η ως άνω επιταγή εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή, στις ++ πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμου υπολοίπου στο λογαριασμό του εκδότη και σφραγίστηκε στις ++, όπως βεβαιώθηκε στο σώμα αυτής, έπειτα από ρητή εξουσιοδότηση της Τράπεζας, στην οποία τηρείται ο λογαριασμός του εκδότη. Ακολούθως, κατόπιν της από ++ αίτησης του καθ' ου η ανακοπή, εκδόθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος, η προσβαλλόμενη υπ' αρ. ++ Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, με την οποία αυτός υποχρεώθηκε να καταβάλει στον καθ' ου το συνολικό ποσό των ++ ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της σφραγίσεως της ως άνω επιταγής, ήτοι από τις ++ έως την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και το ποσό των ++ ευρώ για δικαστική δαπάνη. Στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής διαλαμβάνεται ότι ο ανακόπτων ενεχυρίασε την επίδικη επιταγή στις ++ υπέρ της «ALPHAΤΡΑΠΕΖΗΣ ΑΕ», κατάστημα Ερμού Θεσσαλονίκης (Κ.Α. 474) και αναγκάσθηκε να την λάβει πίσω στις +++, εξοφλώντας την (συμψηφιστικά, με δικά του έξοδα) και έτσι κατέστη εκ νέου κύριος, κάτοχος και κομιστής αυτής και ότι αφού την έλαβε πίσω, την εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 23-3-2011 στην «ALPHAΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», κατάστημα Ερμού Θεσσαλονίκης (Κ.Α. 474), αλλά δεν πληρώθηκε (ούτε εξοφλήθηκε αργότερα) από τον εκδότη της, ελλείψει διαθεσίμου υπολοίπου, όπως αυτό προκύπτει από την επί του σώματος της επιταγής αυτής βεβαίωση της ανωτέρω Τράπεζας που έγινε έπειτα από έλεγχο του λογαριασμού του εκδότη μέσω του ηλεκτρονικού της κέντρου (κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης της Τράπεζας, στην οποία τηρείται ο λογαριασμός του εκδότη), με ημερομηνία 28-3-2011 και την ίδια μέρα (28-3-2011) ο ανακόπτων τη σφράγισε νομίμως και εμπροθέσμως. Εντούτοις, στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και στην από ++ αίτηση του καθ' ου η ανακοπή για την έκδοση της δεν αναφέρεται, ούτε άλλωστε προσκομίσθηκε κατά την υποβολή της σχετικής αίτησης έγγραφο, από το οποίο να αποδεικνύεται ότι ο καθ' ου κατέβαλε το ανωτέρω ποσό στην τελευταία κομίστρια της επιταγής ως άνω Τράπεζα και συγκεκριμένα, δεν αναφέρεται ούτε προσκομίσθηκε εξοφλητικός λογαριασμός αυτής, παρόλο που από το κείμενο της ως άνω διαταγής πληρωμής δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι ο ανακόπτων κατέβαλε το ποσό στην ως άνω «ALPHAΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» και έτσι ήρθη ή αποσβέσθηκε το ενέχυρο, αλλά αναφέρεται ότι αυτή (επίδικη επιταγή) εξοφλήθηκε συμψηφιστικά. Επίσης, από το προσκομιζόμενο από τον ανακόπτοντα αντίγραφο της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής φαίνεται ότι έχουν διαγραφεί στο κείμενο αυτής τα κάτωθι και δη αφενός στη δεύτερη παράγραφο, στον έκτο στίχο, οι εξής τρεις λέξεις και τέσσερα ψηφία («...στα μέσα Νοεμβρίου 2010...») και αφετέρου στην τρίτη παράγραφο, στον τρίτο στίχο, οι εξής επτά λέξεις («...δεν πληρώθηκε κατά την ημερομηνία εμφανίσεως της...»), ενώ από το προσκομιζόμενο από τον καθ' ου η ανακοπή αντίγραφο της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής φαίνεται ότι έχουν διαγραφεί στο κείμενο αυτής, στη δεύτερη παράγραφο, στον έκτο στίχο, οι εξής τρεις λέξεις και τέσσερα ψηφία («...στα μέσα Νοεμβρίου 2010...»). Από όλα τα προαναφερθέντα δημιουργείται ασάφεια σχετικά με την προαναφερόμενη απαραίτητη προϋπόθεση της πληρωμής της ποσού της επιταγής από τον καθ' ου η ανακοπή προς την τελευταία κομίστρια αυτής ως άνω Τράπεζα, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η δυνατότητα του περί άσκησης της παραπάνω αξιώσεως αναγωγής προς απόδοση, η οποία στηρίζεται στην ιδιότητα του πληρώσαντος, ως εξ επιταγής υπόχρεου και στο γεγονός της πληρωμής της επιταγής. Το γεγονός δε ότι ο καθ' ου κατείχε κατά το χρόνο αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής το σώμα της επιταγής δεν υποδηλώνει αναγκαία ότι κατέβαλε το ποσό αυτό στην κομίστρια της και επομένως, δεν μπορούσε να αποδειχθεί η καταβολή αυτή από μόνη την κατοχή του σώματος της επιταγής, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη (βλ σχ. ΕφΙΊειρ 526/2003 όπ.π., ΕφΠειρ 793/1999 όπ.π., ΑΠ 1739/2002 ΕλλΔνη 44/1616, ΕφΑθ 973/2003 ΕλλΔνη 46/523). Με βάση την κατοχή αυτή, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 19 και 47 του ν. 5960/1933, θα μπορούσε να θεωρηθεί ο καθ' ου νόμιμος κομιστής της επιταγής και επομένως, δικαιούχος της εξ αυτής απαίτησης, μόνον εάν είχε διαγράψει την οπισθογράφηση αυτού, πλην, όμως, δεν προκύπτει ότι έχει σημειωθεί τέτοια διαγραφή στο σώμα της επιταγής (βλ σχ. ΕφΘεσ 2292/2006 ΧρΙΔ 2007/156, ΕφΠειρ 526/2003 όπ.π, Εφ Α θ 5824/2001 ΕλλΔνη 43/189, ΕφΠειρ 793/1999, ό.π, Ιωάννης Μάρκου «Δίκαιο επιταγής», σ. 146 επ, 240). Το έγγραφο όμως αυτό περί πληρωμής της επιταγής, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση της, κατ' άρθρο 46 του ν. 5960/1933 αξίωσης του καθ' ου η ανακοπή, που κατά τους ισχυρισμούς του πλήρωσε την επιταγή στην τελευταία ως άνω κομίστρια, ως εξ αναγωγής υπόχρεος. Εξάλλου, από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι δεν γίνεται σαφής και ξεκάθαρη μνεία στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ότι ο καθ` ου ικανοποίησε την παραπάνω τελευταία κομίστρια της επίδικης επιταγής για το αντίστοιχο ποσό και ότι κατέστη εκ νέου νόμιμος εξ αναγωγής πληρώσας κομιστής της, ώστε να νομιμοποιείται ενεργητικά στην έκδοση της διαταγής πληρωμής. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η αναφερόμενη από τον καθ' ου υπ' αρ. ++/5-7-2011 επιστολή της τελευταίας κομίστριας «ALPHAΤΡΑΠΕΖΑ» προς τον καθ' ου, λόγω πληρωμής εξ αναγωγής της εξ επιταγής απαιτήσεως δεν μνημονεύθηκε ούτε προσκομίσθηκε με την ως άνω αίτηση του καθ' ου, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ούτε άλλωστε αναφέρεται σε αυτή, αλλά γίνεται επίκληση αυτής στο πλαίσιο της εκδίκασης της κρινόμενης ανακοπής. Εντούτοις, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, το Δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, δεν μπορεί να στηριχθεί σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από εκείνα που είχαν προσκομισθεί στο Δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής και συνεπώς, δεν μπορεί να στηριχθεί στο νέα αυτά έγγραφα και να απορρίψει την ανακοπή, ενώ εξάλλου η απόφαση του αυτή δεν θα παράγει δεδικασμένο ως προς την ουσιαστική αξίωση. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον αποδεικνύεται η νομική και ουσιαστική βασιμότητα του πρώτου ως άνω λόγου της ένδικης ανακοπής, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών λόγων αυτής (ΕφΠειρ 526/ 2003, ο.π, ΕφΑθ 5824/2001 ΕλλΔνη 43/189), πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και να επιβληθούν σε βάρος του καθ' ου η ανακοπή, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, τα οποία πρέπει να οριστούν σε ποσοστό τουλάχιστον 2% επί του ποσού της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής (άρθρα 106, 176, 191 παρ. 2 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ και άρθρα 63 παρ. 1 περ. α' και 65 του ν. 4194/2013, βλ σχ. ΑΠ 1031/2008 ΝΟΜΟΣ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

  ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ' αρ. ++ διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του καθ' ου η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013