ΑΠ 990/2012.μη καταβολή χρεών στο δημόσιο απο ΕΠΕ.Πτώχευση.έλλειψη αιτιολογίας.

11 Μαϊος 2014 Γράφτηκε από 

ΑΠ 990/2012

Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης η προσβαλλόμενη απόφαση, διά της οποίας ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Συγκεκριμένα, δεν αιτιολογείται ειδικώς και εμπεριστατωμένως η συνδρομή του στοιχείου του δόλου του κατηγορουμένου, διότι, ενώ στο δικαστήριο προς αντίκρουση σχετικού αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού δέχθηκε ότι η ΕΠΕ της οποίας διαχειριστής τυγχάνει ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και ότι τα χρέη προϋπήρχαν της πτωχεύσεως, εν συνεχεία δέχεται ότι αυτός υπό την ως άνω ιδιότητά του δεν κατέβαλε τα χρέη προς το Δημόσιο την 30.1.2007 και 1.6.2008, ήτοι σε μεταγενέστερο της πτωχεύσεως χρόνο, οπότε ο κατηγορούμενος είχε στερηθεί αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας.

Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν 1882/1990, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του από το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν 3220/2004 «Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περ. α΄, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περ. α΄, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με το ανωτέρω άρθρο 34 του Ν 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. Ειδικότερα με την παρ. 1 του άρθρου αυτού: 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις όπως τόκοι και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξαρτήτως του είδους του χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για την μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Κατά δε, τη διάταξη της παρ. 2 εδ. β΄ του ίδιου άρθρου «στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται προκειμένου για περιορισμένης ευθύνης εταιρίες στους διαχειριστές αυτών και όταν ελλείπουν, αδιάφορα από το λόγο ελλείψεώς τους ή όταν απουσιάζουν αυτοί από την έδρα της εταιρίας χωρίς να είναι γνωστό στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ή στο Τελωνείο όπου είναι βεβαιωμένα τα χρέη που ευρίσκονται, σε κάθε εταίρο, σωρευτικά ή μη». Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν 2523/1997 «για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου (ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, ομόρρυθμες, εταιρίες περιορισμένης ευθύνης κ.τ.λ) η ποινική δίωξη ασκείται για χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που ήταν βεβαιωμένα κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για χρέη που βεβαιώθηκαν, ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή». Περαιτέρω, η πτώχευση του οφειλέτη ασκεί έννομη επιρροή επί της ποινικής ευθύνης του υπόχρεου υπό την προϋπόθεση ότι η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα πριν από τη βεβαίωση του χρέους ή το ληξιπρόθεσμο αυτού, ενόψει του ότι το μεν, κατ' άρθρο 2 του ΑΝ 635/1937, που ίσχυε κατά τον χρόνο βεβαιώσεως των χρεών που άλλωστε είναι ταυτόσημο με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν 3588/2007, «Πτωχευτικός Κώδικας», ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη ως προς την ομάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού που αφορά την πτωχευτική περιουσία, το δε κατ' άρθρο 679 του Εμπορικού Νόμου, καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχεύσαντος από την πληρωμή των πιστωτών του μετά την παύση των πληρωμών.

Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο αποδεικτικό μέσο αποδείχθηκε κάθε παραδοχή, Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται, στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 5133/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δέκα πέντε (15) μηνών ανασταλείσα. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα μνημονευόμενα, κατ' είδος, αποδεικτικά μέσα, τα εξής:

«Ο κατηγορούμενος, στη Θεσσαλονίκη, στις 30.1.2007 και 1.6.2008, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση παραβίασε τις, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, προθεσμίες καταβολής των χρεών του και δεν κατέβαλε στο Δημόσιο το συνολικό ποσό των 646.095,16 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των νόμιμων προσαυξήσεων (κεφάλαιο 530.482,05 ευρώ και προσαυξήσεις 115.613,11 ευρώ), τα οποία χρέη είναι βεβαιωμένα στη ΔΟΥ Ιωνίας Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος, με την ιδιότητά του ως διαχειριστής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», καθυστέρησε την καταβολή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών από την ημέρα που αντίστοιχα το κάθε χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και ειδικότερα καθυστέρησε την καταβολή: 1) χρέους, ποσού 645.895,24 ευρώ, προερχόμενου από εκχώρηση στο Ελληνικό Δημόσιο επισφαλούς απαιτήσεως δανείου, που είχε χορηγήσει η Τράπεζα Κρήτης, το οποίο ήταν καταβλητέο εφάπαξ, την 29.9.2006 και 2) χρέους, ποσού 199,92 ευρώ, προερχόμενου από έξοδα διοικητικής εκτέλεσης, το οποίο ήταν καταβλητέο εφάπαξ, την 31.1.2008. Από το ανωτέρω χρέος ο κατηγορούμενος, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του, ουδέν κατέβαλε, ούτε επιχείρησε να προβεί σε ρύθμιση αυτού. Το γεγονός ότι, η προαναφερόμενη εταιρία, της οποίας ο κατηγορούμενος τυγχάνει διαχειριστής, κηρύχθηκε σε πτώχευση, δεν αναιρεί το δόλο του, δεδομένου ότι η οφειλή προϋπήρχε και, συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ομοίως, ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός περί παραγραφής, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 1 του Ν 2362/1995 «περί δαπανών λογιστικού ελέγχου δαπανών του κράτους και άλλες διατάξεις» που ισχύει από 1.1.1996, καμία χρηματική απαίτηση του δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή, πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη δημόσιο έσοδο στην αρμόδια ΔΟΥ ή το αρμόδιο τελωνείο (βεβαίωση εν στενή έννοια), ο κανόνας δε αυτός δεν αλλοιώνεται από τη βραδεία βεβαίωση».

Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το περί ενοχής του κατηγορουμένου τμήμα της, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθόσον αυτή είναι ελλιπής και ασαφής. Συγκεκριμένα, δεν αιτιολογείται ειδικώς και εμπεριστατωμένως η συνδρομή του στοιχείου του δόλου του κατηγορουμένου, διότι ενώ στο δικαστήριο προς αντίκρουση σχετικού αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού, δέχθηκε ότι η παραπάνω ΕΠΕ της οποίας διαχειριστής τυγχάνει ο κατηγορούμενος, κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και ότι τα χρέη προϋπήρχαν της πτωχεύσεως, εν συνεχεία δέχεται ότι αυτός υπό την άνω ιδιότητά του δεν κατέβαλε τα χρέη προς το Δημόσιο την 30.1.2007 και 1.6.2008, ήτοι σε μεταγενέστερο της πτωχεύσεως χρόνο ότι ο κατηγορούμενος είχε στερηθεί αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας, με την παραδοχή δε αυτή, ερμήνευσε και εφήρμοσε συνάμα εσφαλμένα τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α΄, 27 παρ. 1 ΠΚ, 25 παρ. 1, 2, 3 του Ν 1882/1990 όπως ήδη ισχύουν, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 635/1937 και 679 του Εμπορικού Νόμου και ήδη 17 παρ. 1 του Ν 3588/2007.

Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ κατ' εκτίμηση πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού η συγκρότησή του είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

[...]

Διαβάστηκε 37068 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Τελευταία άρθρα από τον/την Βρόντος Αντρέας

aristotelis

Χρη λέγειν τα καίρια

Εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάς` αρετή εστίν.
(Η δικαιοσύνη περικλείει όλες τις αρετές).

Θέογνις (6ος αι. π.Χ.)

 

 

aristotelis

Ένα αστείο είναι κάτι πολύ σοβαρό

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο Θεό και ένα δικηγόρο;

Ο Θεός δεν λέει ότι είναι δικηγόρος.

 


 

aristotelis

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου

Η παγκόσμια επιρροή της Ελληνικής γλώσσας


Επικοινωνία


Γραφείο Αθηνών: Ακαδημίας 33, Β' Όροφος
Τηλέφωνο: 6972422002

Γραφείο Καρδίτσας: Πλαστήρα 12
Τηλέφωνο: 24410 41255

Κινητό: 6972422002
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013