θανατηφόρο τροχαίο,άμυνα εναγομένου,υπαιτιότητα,ταχύτητα,χρόνος αντίδρασης,πέδηση,ένσταση 300ΑΚ,ζώνη ασφαλείας

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ +++

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

+++

ΚΑΤΑ

1)+++

 

Καρδίτσα ++

 

         

Το ατύχημα και οι εξ` αυτού ζημίες, θάνατος και βλάβες, οφείλονται αποκλειστικά στην, εν` όψει των περιστάσεων και συνθηκών οδήγησης που κατωτέρω αναφέρονται, υπερβολική ταχύτητα που είχε αναπτύξει, ο άπειρος περί την οδήγηση και μη ελέγχων προσηκόντως το όχημά του, οδηγός του   ++ ΙΧΕ ++, στο οποίο συνεπέβαινε η ++, σε συνδυασμό με την έλλειψη ζωνών ασφαλείας που κανένας τους δεν χρησιμοποιούσε και συγκεκριμένα:

          Έβαινα απολύτως σύννομα με το φορτηγό στο δεξιό ρεύμα πορείας μου και με ταχύτητα εντός των επιτρεπομένων ορίων ήτοι περί τα 60 χλμ/ώρα και με κατεύθυνση  προς Μακρυχώρι.

          Αποφάσισα να προσπεράσω ομορρόπως κινούμενο και προπορευόμενο γεωργικό ελκυστήρα. Κοίταξα τον αριστερό καθρέπτη για να ελέγξω την κίνηση πίσω μου. Η οδός είναι ευθεία πίσω μου σε μεγάλη απόσταση. Είδα πίσω μου, αμυδρά, σαν μία κουκίδα, δηλ. σε απόσταση περίπου 150 μέτρων ένα όχημα. Εμπιστεύθηκα, όπως και κάθε συνετός οδηγός στη θέση μου ότι κινείται εντός των επιτρεπόμενων ορίων ταχύτητας για την επαρχιακή οδό αυτή ήτοι περί τα 80-90 χλμ/ώρα. Συνεπώς ευχερώς μπορούσα να προσπεράσω χωρίς κανένα κίνδυνο καθόσον με αυτή την ταχύτητα που πήγαινα, την οποία ανέπτυσσα και κατ` ολίγον όπως είναι επιτρεπόμενο για να συντομεύσω την προσπέραση, θα προλάβαινα με μεγάλη άνεση να προσπεράσω να ξαναμπώ στην θέση μου δεξιά και μόνο τότε το όχημα πίσω μου να με έχει πλησιάσει, αν φυσικά έβαινε και αυτό με μία ταχύτητα περί των 80-90χλμ/ώρα, ήτοι 20-30 χλμ/ώρα επιπλέον της δικής μου ταχύτητας. Δεν είχα κάποιο λόγο να υποθέσω ότι ΔΕΝ κινείται σύννομα δηλ. ότι κινείται εκτός κάθε ορίου ταχύτητας διότι ούτε φώτα αναμμένα είχε, ούτε αλάρμ, ούτε σειρήνα, κλπ που είναι κατά την οδηγική πρακτική σήματα-σημάδια ότι υπάρχει κάτι έκτακτο και φυσικά παραπέμπει σε γνωστοποίηση μεγάλης ταχύτητας και κατάστασης κινδύνου.

          Αφού λοιπόν διαπιστώνω τούτα, δηλ. ότι δεν «κλείνω» σε κανέναν πίσω μου τον δρόμο διότι δήθεν θέλει να προσπεράσει, ξανασυγκεντρώνομαι στιγμιαία στην εμπρόσθια πορεία μου για να ελέγξω την απόσταση από τον ελκυστήρα, έτσι ώστε να ρυθμίσω και την ταχύτητά μου για προσπέραση, αλλά και για να προσδιορίσω τους κατάλληλους χειρισμούς που θα κάνω, όπως θα έκανε κάθε μέσος συνετός οδηγός φορτηγού στην κατάσταση αυτή, βγάζω αριστερό φλάς και αρχίζω να πραγματοποιώ ελιγμό από το δεξί ρεύμα που ήμουν, προς αριστερά για να κάνω την προσπέραση, αφού και από απέναντι το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ήταν ελεύθερο. Υπήρχε μόνο ένα όχημα από απέναντι (+++) και αυτό περίπου τα 300 μακριά και συνεπώς και σε σχέση με αυτό το όχημα και για τους ίδιους ανωτέρω λόγους, δηλ. διότι επαρκούσε και ο τόπος και ο χρόνος, δεν υπήρχε κίνδυνος σύγκρουσης.

          Πρίν καν προλάβω να εξέλθω από το ρεύμα πορείας μου, δηλ. πρίν ακόμα προλάβω να διαβώ την διαχωριστική γραμμή, στην αρχή ακόμα του ελιγμού μου προς αριστερά ξανακοιτάω τον καθρέπτη. Βλέπω το ΙΧ πίσω αριστερά του φοργητου σε απόσταση 50 περίπου μέτρων και να πλησιάζει «φωτοβολίδα» κατά την συνήθη έκφραση των οδηγών για οχήματα που αναπτύσσουν τεράστιες ταχύτητες. «Ξαναμαζεύω» το φορτηγό δεξιά αμέσως. (είναι η κίνηση που είδε από απέναντι ο +++ και το καταθέτει).

          Όμως ο οδηγός του ΙΧ είχε ήδη χάσει τον έλεγχο λόγω της υπερβολικής ταχύτητας και της σφοδρότατης πέδησης. Τον βλέπω αμέσως μετά αριστερά μου να ίπταται, δηλ. για λίγο χρόνο πηγαίναμε παράλληλα, εγώ στο ρεύμα μου και αυτός ιπτάμενος στην απέναντι πλευρά του δρόμου μέχρι να καταλήξει στον αύλακα. Τόση ήταν η ταχύτητά του, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από το σχεδιάγραμμα της τροχαίας αφού από τα πρώτα ίχνη φρεναρίσματός του στο οδόστρωμα μέχρι την τελική θέση διένυσε πάνω από 100 μέτρα φρεναριστός στην αρχή, ολισθαίνοντας μετά, ιπτάμενος εν συνεχεία και ανατρεπόμενος στο τέλος.!!

          Συνεπώς με βάση τα ανωτέρω, είναι ο αποκλειστικά υπαίτιος διότι:

α) από τη στιγμή που κοιτάω την πρώτη φορά τον καθρέπτη και τον βλέπω στα 150 μέτρα περίπου, μέχρι τη στιγμή που ξανακοιτάω τούτον (στην αρχή του ελιγμού μου προς αριστερά και πριν καν προλάβω να πατήσω διαχωριστική γραμμή) και τον βλέπω περίπου στα 50-60 μέτρα πίσω, δηλ. μέσα σε διάστημα περίπου 1,5-2 δευτερόλεπτων, τούτος έχει διανύσει απόσταση 100 μέτρων περίπου, δηλ. είχε ταχύτητα 180 χιλιομέτρων την ώρα τουλάχιστον (180.000μέτρα Χ2 δευτ.:3600δευτ ή 100μέτραΧ3600:2).

Είναι όμως φανερό ότι αν πήγαινε έστω και με 80-90 χλμ την ώρα που είναι το ανώτατο επιτρεπόμενο (και όχι κατ` ανάγκη η επιτρεπόμενη με βάση τις συνθήκες, ταχύτητα), την ίδια απόσταση θα την διένυε σε 4,5-5 δευτερόλεπτα περίπου, ενώ εγώ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ λόγω προσπέρασης και κίνησης με 60-65 χλμ/ώρα, θα είχα απομακρυνθεί για άλλα 80-90 μέτρα (60.000ή 65.000Χ5 ή 4,5 : 3.600), που θα ήθελε (με ταχύτητα 80-90), άλλα 4 δευτερόλεπτα περίπου για να διανύσει.

Άρα, αν πήγαινε έστω και με την ανωτέρω επιτρεπόμενη ανώτατη ταχύτητα, τη στιγμή που εγώ έβγαινα για προσπέραση, θα είχε χρόνο 10 δευτερολέπτων και απόσταση τουλάχιστον 220 μέτρων για να με πλησιάσει και φυσικά να με προσπεράσει εφόσον το επιθυμούσε, αφού όπως ειπώθηκε, θα είχα προλάβει να μπώ στη θέση μου πάλι. Γι` αυτό και όπως ειπώθηκε, ΕΜΠΙΣΤΕΥΘΗΚΑ ΟΡΘΑ ότι ευχερώς από άποψη τόπου και χρόνου μπορούσα να προσπεράσω χωρίς κανένα κίνδυνο καθόσον, με την αναμενόμενη ταχύτητα των 80-90χλμ/ώρα, θα προλάβαινα με μεγάλη άνεση να προσπεράσω να ξαναμπώ στην θέση μου δεξιά και μόνο τότε το όχημα πίσω μου να με έχει πλησιάσει. Φυσικά, αν για οποιονδήποτε λόγο, παρά τον ανωτέρω χρόνο και την απόσταση που μας χώριζε, θεωρούσε ότι αποτελώ δήθεν κίνδυνο γι` αυτόν, δεν τίθεται καν ζήτημα για ακινητοποίησή του: είχε κάθε ευχέρεια τόπου και χρόνου να ακινητοποιηθεί πλήρως.

 Όμως όπως ειπώθηκε, ΔΕΝ είμαι υποχρεωμένος να υποθέτω, πολλώ δε μάλλον να γνωρίζω, ότι οι έτεροι χρήστες των οδών ενεργούν παράνομα και κατά παράβαση του ΚΟΚ. Αντίθετα εμπιστεύομαι ότι τηρούν τον ΚΟΚ και τα όρια ταχύτητας διότι διαφορετικά, όπως είναι αυτονόητο, θα ήταν αδύνατη η οδήγηση. Κανένας δεν θα έβγαινε για προσπέραση υπο τη υπόθεση-φόβο ότι κάποιος άλλος από πίσω τρέχει με 200.

β)Ακόμα και τη στιγμή που κάνω τον ελιγμό προς τα δεξιά, δηλ. ξαναμαζεύω το όχημά μου προς το άκρο δεξιό, τούτος είναι στα 50-60 μέτρα πίσω μου. Τίποτα δεν τον εμποδίζει να συνεχίσει ακώλυτα την πορεία του, «έτσι όπως έρχεται», αφού μπροστά του ο δρόμος είναι ελεύθερος (ο Χ. Κακαγιάς είναι μακριά στο απέναντι ρεύμα). Γιατί δεν το κάνει; Γιατί δεν διέρχεται, αλλά αντίθετα χάνει πλήρως τον έλεγχο; Η απάντηση φυσικά είναι προφανής, ήτοι διότι έτρεχε και δεν μπορούσε εκ του λόγου αυτού να ελέγξει το όχημά του. Με απλά λόγια, τέτοιου είδους ατυχήματα δεν γίνονται αν δεν υπάρχει ταχύτητα. Αυτή είναι που, κατά το κριτήριο της σωφροσύνης και της κοινής πείρας και λογικής που κάθε σώφρων και λογικός άνθρωπος διαθέτει, «σκοτώνει».

Τα` ανωτέρω αποδεικνύονται και με βάση το σχεδιάγραμμα της Τροχαίας και τα κοινώς αποδεκτά νομογραφήματα, ήτοι:

Είναι γνωστό ότι προ της εμφάνισης των ιχνών τροχοπέδησης στο οδόστρωμα (ότε και τα φρένα αναπτύσσουν την πλήρη ανασχετική δύναμή τους) προηγείται ο χρόνος αντίδρασης του οδηγού, που αρχίζει από την αντίληψη του κινδύνου και τελειώνει με την έναρξη της πέδησης, κατά τον οποίο το όχημα διανύει κάποια απόσταση και ο οποίος κατά τα κοινώς αποδεκτά νομογραφήματα ανέρχεται περίπου σε 1 δευτερόλεπτο.

Εν προκειμένω, ο ανωτέρω οδηγός λογικά πρέπει να με αντιλήφθηκε ως κίνδυνο πρώτη φορά, όταν με βλέπει να αρχίζω να ενεργώ ελιγμό προς αριστερά. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει κάτι άλλο για να τον ανησυχήσει. Άρα από τότε που αντιλαμβάνεται τούτη την κίνησή μου ως κίνδυνο, αρχίζει και αυτός να ενεργεί την διαδικασία πέδησης και εν γένει αποφυγής.

Που όμως βρισκόταν τότε σε σχέση με το όχημά μου; Διότι αν απαντηθεί τούτο, θα απαντηθεί και με ποια ταχύτητα πήγαινε.

Ο ίδιος ο+++ ομολογεί στην αγωγή του (σελ.1)ότι βρισκόταν σε απόσταση 50 μέτρων πίσω μου, όταν αντιλαμβάνεται ότι εγώ επιχειρώ αρχικό ελιγμό προς αριστερά. Τα ίδιο κατέθεσα και εγώ προανακριτικά με το απολογητικό μου υπόμνημα, πολύ πριν ασκήσει φυσικά αγωγή ο ++ και ομολογήσει ότι βρισκόταν 50 μέτρα πίσω μου. Οι ++ κλπ στην δική τους αγωγή (σελ.3) ομολογούν ότι ο +++ βρισκόταν «σε ικανή απόσταση» από μένα.

Σ` αυτή τη θέση όμως, αν πήγαινε με 80-90 χλμ/ώρα, δηλ. μέσα στα όρια ταχύτητας, τότε η ανωτέρω κίνησή μου ΔΕΝ θα αποτελούσε κίνδυνο γι` αυτόν, αφού τότε θα μπορούσε (θα είχε ευχέρεια τόπου και χρόνου) ακόμα και να ακινητοποιηθεί, διότι η συνολική απόσταση πέδησης αν πήγαινε με 80χλμ/ώρα είναι περίπου 50 μέτρα (Ονουφριάδης: ΚΟΚ, 2000, σελ. 1235 όπου και πίνακες) και συνεπώς θα μπορούσε να ακινητοποιηθεί ακόμα και εντός του αντίθετου ρεύματος πορείας όπου είχε βγεί για προσπέραση, αφού όπως ειπώθηκε (βλ. ομολογία και του Λουκά στην αγωγή του σελ.1) το αριστερό ρεύμα πορείας ήταν άδειο.

Σε κάθε περίπτωση, εγώ «ξαναμπήκα» δεξιά, δηλ. η αρχική μου κίνηση προς αριστερά για προσπέραση, δεν ολοκληρώθηκε, αλλά έκανα εκ νέου ελιγμό προς τα δεξιά, όπως άλλωστε καταθέτει και ο αυτόπτης Χ.Κακαγιάς και συνεπώς ο ++ μπορούσε, αν επέλεγε να μην φρενάρει, να συνεχίσει ακώλυτα την πορεία του και να με προσπεράσει.

[Σημειώνεται με έμφαση, ότι δεν υπάρχει ισχυρισμός των εναγόντων (ιστορική βάση της αγωγής) ότι ο Λουκάς κινούνταν παράλληλα και δίπλα μου ήτοι προσπερνώντας με ήδη, όταν εγώ προβαίνω στην αρχική κίνηση μου προς αριστερά, αλλά αντίθετα ομολογείται κατά τα ανωτέρω ότι ήταν πίσω μου 50 μέτρα και ετοιμαζόταν να με προσπεράσει, όταν εγώ κάνω την αρχική κίνηση προς αριστερά.]

  Συνεπώς ο μοναδικός τρόπος για να γίνει το ατύχημα όπως έγινε είναι να πήγαινε με 180 χλμ/ώρα ευρισκόμενος πράγματι 50-60 μέτρα πίσω μου. Τότε και μόνο τότε, η αρχική μου κίνηση προς αριστερά θα εκλαμβάνονταν ως κίνδυνος απ` αυτόν από αυτή την απόσταση και θα άρχιζε την διαδικασία πέδησης, όπως και πράγματι έκανε, διότι μέσα στο χρόνο αντίδρασης του 1`, με αυτή την ταχύτητα θα διένυε αυτή την απόσταση και θα συγκρουόμασταν πράγματι και γι` αυτό το αντιλήφθηκε ως κίνδυνο. Με 80χλμ/ώρα και 50 μέτρα πίσω μου δεν μπορούσε, όπως ειπώθηκε, η αρχική μου κίνηση αριστερά να αποτελεί γι` αυτόν κίνδυνο, αφού σ` αυτή την απόσταση θα μπορούσε να ακινητοποιηθεί και μάλιστα δεν υπήρχε και λόγος να φρενάρει έντονα, αρκούσε να «κόψει» την ταχύτητα κατ` ολίγον, αφού άλλωστε εγώ συνέχιζα να απομακρύνομαι. Όμως με 180 χλμ./ώρα τα 50 μέτρα είναι ακριβώς η απόσταση που διανύει στο χρόνο αντίδρασης του 1`` (180.000μΧ1 δευτ:3.600δευτ.) και γι` αυτό του φαίνεται ότι πράγματι θα συγκρουστούμε, ήτοι γιατί με αυτή την ταχύτητα καταλαβαίνει ότι δεν προλαβαίνει να ακινητοποιηθεί, άρα αποτελώ κίνδυνο γι` αυτόν. Γι` αυτό και «ορθώς» με την τεράστια ταχύτητα που έχει αρχίζει έντονη τροχοπέδη, ευρισκόμενος εν τω μεταξύ παράλληλα και ολίγον πίσω μου, αφού στο χρόνο αντίδρασης έχει διανύσει ήδη τα 50 μέτρα και με έχει πλησιάσει. Φυσικά εγώ ήδη έχω ξαναγυρίσει στην αρχική μου θέση, αφού ομολογημένα, όταν αυτός ευρίσκεται στα 50-60 μέτρα πίσω μου στο αριστερό ελεύθερο ρεύμα, πρίν δηλ. να αρχίσει καν να φρενάρει (τότε αρχίζει κατά τα ανωτέρω να μπαίνει σε διαδικασία πέδησης-έναρξη του χρόνου αντίδρασης), εγώ , διακόπτω την κίνησή μου προς αριστερά και προβαίνω σε ελιγμό προς δεξιά, οπότε το ερώτημα ανακύπτει αυτονόητα: Γιατί επιμένει σε μία πέδηση που δεν του προσφέρει τίποτα και δεν συνεχίζει απλά την πορεία του; Διότι είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι και με 180 να πήγαινε στα 50-60 μέτρα πίσω μου όταν εγώ αρχίζω να ελίσσομαι προς αριστερά, οπότε όπως ειπώθηκε, το αντιλαμβάνεται ως κίνδυνο (διότι μόνο έτσι μπορούσε η κίνησή μου αυτή να τον φοβίσει όπως εξηγήθηκε) και προβαίνει πράγματι σε έντονη πέδηση (μετά από 50 μέτρα εντός του χρόνου αντίδρασης) έχοντας φτάσει σχεδόν πίσω και πλάι μου, εν τούτοις, δεν δικαιολογείται, γιατί, αφού το ρεύμα του εξακολουθεί να είναι ελεύθερο (δεν καταλήφθηκε ποτέ) και πάνω απ` όλα βλέπει ότι διέκοψα κάθε κίνησή μου προς αριστερά και ξαναμπήκα δεξιά οπότε δεν υπάρχει καμία περίπτωση σύγκρουσης, γιατί λοιπόν επιμένει στην έντονη πέδηση και απλά δεν αφήνει τα φρένα να συνεχίσει την πορεία του, αφού άλλωστε και ο ίδιος ομολογεί ότι ήταν ήδη στο αριστερό ρεύμα και το είχε καταλάβει όλο;

Η απάντηση φυσικά είναι ότι μετά την έντονη πέδησή του, χάνει τελείως με 180 τον έλεγχο του οχήματός του και δεν μπορεί ούτε να συνεχίσει να φρενάρει διότι φρεναριστός θα έπεφτε αριστερά στο χαντάκι αφού δεν τον φτάνει η απόσταση ακινητοποίησης, αλλά ούτε και να κάνει ελιγμό και να ξαναμπεί δεξιά, αφού με 180 δεν ελέγχεται το όχημα.   

Πράγματι τούτο προκύπτει και από το σχεδιάγραμμα: αποτυπώνονται καταρχήν ίχνη τροχοπέδης στο αντίθετο ρεύμα πορείας με κατεύθυνση προς αριστερά. Αμέσως μετά, φαίνεται ότι παραιτείται από την πέδηση (αφού δεν επαρκεί φυσικά η απόσταση αν συνεχίσει να επιμένει σ` αυτήν και θα πέσει αριστερά στο χαντάκι) και έτσι αποτυπώνονται ίχνη ολίσθησης προς δεξιά. Είναι προφανώς η στιγμή που καταλαβαίνει ότι αν εξακολουθεί να πάει φρεναριστός, δεν τον «παίρνει» ο δρόμος για να σταματήσει λόγω ταχύτητας. Θα κατέληγε εκτός δρόμου στον αύλακα, αφού με 180χλμ/ώρα, χρειάζεται πάνω από 150 μέτρα για να ακινητοποιηθεί. Αποφασίζει έτσι να επανέλθει δεξιά αφού τίποτα δεν τον εμποδίζει προς τούτο(αφού εγώ τραβήχτηκα αμέσως προς τα δεξιά χωρίς καν να εισέλθω στο αντίθετο ρεύμα), γι`αυτό και αμέσως υπάρχουν ίχνη ολίσθησης προς δεξιά. Εκεί όμως χάνει τον έλεγχο και φεύγει ακυβέρνητος προς αριστερά ΔΙΟΤΙ με αυτή την ταχύτητα είναι αδύνατος ο έλεγχος του οχήματος όταν ελίσσεται .(βλ. και την κατάθεσή του: «πάτησα φρένο και μου έφυγε το αμάξι»).

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ: 

Ομολογημένα δεν είναι παράλληλα και δίπλα με μένα, όταν προβαίνω στον αρχικό ελιγμό προς αριστερά από το άκρο δεξιό όπου εκινούμην, αλλά πίσω μου στα 50-60 μέτρα.

Είναι φανερό ότι αν πήγαινε με 80-90 χλμ/ώρα και ήταν πίσω από μένα στα 50 μέτρα όταν αρχίζω τον ελιγμό μου προς αριστερά, δεν υπήρχε λόγος για φρενάρισμα πανικού εκ μέρους του, αφού εύκολα θα μπορούσε να ακινητοποιήσει το όχημά μου πριν καν με πλησιάσει ή να συνεχίσει την πορεία του, αφού εγώ δεν του έκλεισα ποτέ το αριστερό ρεύμα πορείας.

 Μόνο αν πήγαινε με 180χλμ/ώρα και ήταν πίσω μου 50-60 μέτρα όταν εγώ αρχίζω να ελίσσομαι προς αριστερά μπορούσε να χάσει τον έλεγχο του οχήματός του όπως έγινε αφού μόνο με αυτή την ταχύτητα η κίνησή μου αποτελούσε κίνδυνο γι` αυτόν απ` αυτήν την απόσταση για να τον αναγκάσει να αρχίσει διαδικασία πέδησης, όπως και πράγματι έπραξε και εν τέλει να του «φύγει το αμάξι» όταν πάτησε φρένο και προσπάθησε να το επαναφέρει δεξιά, αφού μόνο με αυτή την ταχύτητα είναι αδύνατος ο έλεγχος του οχήματος όταν ελίσσεται.

Φυσικά τούτο αποδεικνύει ότι και πρίν έτρεχε με 180χλμ/ώρα, δηλ. όταν για πρώτη φορά τον βλέπω στον καθρέπτη σε απόσταση 150 μέτρων και εμπιστευόμενος ότι κινείται σύννομα, αρχίζω την διαδικασία προσπέρασης του ελκυστήρα.

Γι` αυτό λοιπόν αποκλειστικά υπαίτιος του ατυχήματος είναι ο ανωτέρω οδηγός. Καμία οδηγική μου κίνηση και συμπεριφορά δεν ήταν εσφαλμένη, άτεχνη ή πλημμελής, ως δήθεν μη σύννομη (αντίθετη στον ΚΟΚ) ή ως δήθεν αντίθετη στους κανόνες συνετής και προσεκτικής οδήγησης του κάθε μέσου συνετού οδηγού φορτηγού. Κανένα κανόνα οδηγικής συμπεριφοράς δεν παραβίασα και κανένα σφάλμα δεν επέδειξα κατά την οδήγηση του οχήματός μου. Όμως για να στοιχειοθετηθεί αμέλεια, καταρχήν πρέπει να υπάρχει εξωτερικό σφάλμα-πλημμέλεια στη οδηγική συμπεριφορά μου (εξωτερική αμέλεια), δηλ. να παραβίασα κάποιο καθήκον επιμέλειας που απορρέει είτε από νομική διάταξη είτε από συναλλακτικούς και εμπειρικούς κανόνες (και η οποία πρέπει να καθορίζεται στην απόφαση: ΑΠ 1922/10 ΠοινΔικ. 7/2011, 892, ΑΠ 1416/1997 Υπερ 1998, 1049). Το στοιχείο της εξωτερικής αμέλειας πρέπει κατά  την συστηματική προσέγγιση του εξ αμελείας εγκλήματος, να ερευνάται ως λογικώς πρότερον σε σχέση με το στοιχείο της εσωτερικής αμέλειας. Η εξέταση του δεύτερου παρέλκει, εφόσον το πρώτο δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί. Χωρίς παράβαση της εξωτερικής αμέλειας δεν νοείται ποινική ευθύνη. (.  (Βαθιώτης, Στοιχεία Ποιν.Δικ. Γ.Μέρος 207, σελ.263, 265,266, Ανδρουλάκης:Ποιν.Δικ. Γεν.Μέρος, 2000, σελ. 2011)

 Συνεπώς  όχι απλά δεν είμαι ο υπαίτιος του ατυχήματος, αλλά ούτε καν ο αίτιος αυτού.

Συνεπώς με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικάαρνούμαι την αγωγή και ζητώ την απόρριψή της, διότι αποκλειστικά υπαίτιος είναι ο οδηγός +++. 

 Άλλως και Επικουρικά, με βάση τα ίδια πραγματικά ανωτέρω περιστατικά που επικαλούμαι και παραπέμπω, προβάλλω τηνένσταση συνυπαιτιότητας αυτού στην πρόκληση του ατυχήματος κατά ποσοστό 95%  

 

ΕΝΣΤΑΣΗ  ΟΙΚΕΙΟΥ ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΣ ΕΚ ΤΗΣ ΜΗ ΧΡΗΣΗΣ ΖΩΝΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ  

 

Σε κάθε περίπτωση και επικουρικά, προβάλλουμε την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος στην έκταση και επίταση της ζημίας εκ της ΑΚ 300,  της θανατωθείσης, σε ποσοστό 90%, καθόσον δεν έκανε χρήση της ζώνης ασφαλείας που είχε το όχημα, και ο θάνατος είναι απότοκη συνέπεια- αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης.

Εξ` οικείου λοιπόν πταίσματος συνετέλεσε στον θάνατο, διότι αν έκανε χρήση της ζώνης ασφαλείας, δεν θα επέρχονταν θάνατος -και κατά τούτο προβάλλουμε τον εντελή αποκλεισμό κάθε υποχρέωσής μας για αποζημίωση, λόγω διακοπής της απαιτούμενης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης μας (εφόσον φυσικά ήθελε κριθεί ότι συντρέχει τέτοιος) και του θανάτου και τούτο συνιστά άρνηση της βάσης της αγωγής (Κρητικός, 1998. παρ. 6, σελ. 64. αρ. 163), άλλως ότι συνετέλεσε στον θάνατο εξ` οικείου πταίσματος κατά το ανωτέρω ποσοστό και ζητούμε να γίνει δεκτή και αναλόγως να μειωθεί η ζημία που θα κριθεί βάσιμη και που συνδέεται αιτιωδώς με το ανωτέρω συντρέχον πταίσμα.

Η μη χρήση ζώνης ασφαλείας προκύπτει για την θανούσα, από τα κατωτέρω με επίκληση προσαγόμενα έγγραφα, ήτοι από την από 18/2/13 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής, από την από 20/12/12  έκθεση αυτοψίας της τροχαίας και τις κατωτέρω προσκομιζόμενες φωτογραφίες του οχήματος, άπαντα εκ της ποινικής δικογραφίας, αφού από την πρώτη προκύπτει ότι ο θάνατος επήλθε από κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, ενώ παρατηρούνται και βλάβες στα πλευρά, από την δεύτερη ότι «οδηγοί και επιβάτιδα-συνοδηγός (Α) οχήματος δεν φορούσαν ζώνη ασφαλείας» και από τις τρίτες διότι αποτυπώνεται η ζώνη ακόμα «κρεμασμένη» αλλά και διότι αποτυπώνεται στο παρμπρίζ του οχήματος το κτύπημα της κεφαλής της θανούσης που φυσικά δεν θα μπορούσε να επισυμβεί αν φορούσε-χρησιμοποιούσε ζώνη ασφαλείας.

 Εξ` αυτών λοιπών των στοιχείων αποδεικνύεται ότι δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας, αφού διαφορετικά, θα έμενε στην θέση της δεμένη, δεν θα χτυπούσε στο παπμπρίζ, δεν θα είχε κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις εκ των οποίων προήλθε ο θάνατος.   Εξ` αυτών των κακώσεων στο άνω τμήμα του σώματος (βλ. και κατάγματα πλευρών), προκύπτει ότι κατά την σύγκρουση, δεν υπήρξε τίποτα που να την κρατήσει στην θέση της και λόγω αδράνειας (από την πρόσκρουση) «έφυγε» προς τα εμπρός χτυπώντας, στο παρμπρίζ με το κεφάλι και γενικά με το πάνω μέρος του σώματος.  

Προκύπτει δηλ. ότι ειδικά ο θάνατος επήλθε από τις ανωτέρω κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις εκ της μη χρήσης ζώνης ασφαλείας και άλλωστε, όπως ειπώθηκε τούτο αναφέρεται και στην έκθεση αυτοψίας της Τροχαίας και οπωσδήποτε επιρρωνύεται και εκ του ότι και το παρμπρίζ πράγματι φέρει χτυπήματα εκ της προσκρούσεως  σ` αυτό της συνεπιβαίνουσας.  

          Συνεπώς με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ζητούμε να γίνει δεκτός ο ανωτέρω ισχυρισμός μας, άλλως η ένστασή μας και να απορριφθεί σύστοιχα η αγωγή.

         

Όσον αφορά τις ισχυριζόμενες ζημίες και βλάβες και οδύνες: 

Αρνούμαστε και αποκρούουμε αυτές. Τα κατ` ιδίαν κονδύλια της υπο κρίση αγωγής είναι αόριστα και αναπόδεικτα καθόσον δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου. Σε κάθε περίπτωση αρνούμαστε τα αγωγικά κονδύλια ως υπέρογκα, υπερβολικά και καταφανώς καταχρηστικά και εκτός κάθε πραγματικότητας, της κοινής πείρας και λογικής. 

             Τα σχετικά κονδύλια ψυχικών οδυνών είναι υπέρογκα, υπερβολικά και τελούν σε πλήρη και προφανή αναντιστοιχία με τις συνθήκες του ατυχήματος, την έκταση των ζημιών και βλαβών, την αποκλειστική υπαιτιότητα, άλλως συνυπαιτιότητα του ανωτέρω οδηγού στην πρόκληση του ατυχήματος σε ποσοστό 95%, αλλά και την συνυπαιτιότητα της θανατωθείσης στην επέλευση και επίταση των ζημιογόνων αποτελεσμάτων, ως και με τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες των διαδίκων φυσικών προσώπων αφού η οικονομική κατάσταση της ασφαλιστικής εταιρίας δεν λαμβάνεται υπ` όψιν για τον προσδιορισμό του ύψους του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης είτε λόγω ηθικής βλάβης είτε λόγω ψυχικής οδύνης. Σε κάθε περίπτωση, δέον και αιτούμαστε με βάση τα παραπάνω να περιορισθεί εύλογα η ψυχική οδύνη στο προσήκον μέτρο με βάση την αρχή της αναλογικότητας (25Σ). Βλ. ήδη ΕφΛαμ 43/2013 για επιδίκαση ψυχικής οδύνης στο ποσό των 7.000€.

           Προσάγουμε και επικαλούμαστε, για την απόδειξη των ανωτέρω ισχυρισμών και ενστάσεών μας, τα κάτωθι νομιμότυπα έγγραφα και εκ της ποινική δικογραφίας που σχηματίστηκε ++ ++

          Επειδή αρνούμαστε και αποκρούουμε κάθε ενάντιο ισχυρισμό, πρόταση και ένσταση των αντιδίκων εφόσον μας βλάπτουν

          Για τους ανωτέρω λόγους και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μας

          Αιτούμαστε να γίνουν δεκτές οι παρούσες προτάσεις, ενστάσεις και ισχυρισμοί μας, να απορριφθεί η κρινομένη αγωγή, ενστάσεις, προτάσεις και ισχυρισμοί των αντιδίκων και να καταδικαστούν στην δικαστική μας δαπάνη.

                          Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

                                  Βρόντος Ανδρέας,δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013