Αναίρεση ΣτΕ, κοινόχρηστα,αγωγή αποζημίωσης,παθητική νομιμοποίηση "φορέας εκτέλεσης έργου",Δήμος ως διάδικος

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
++ ,κατοίκου ++
Κατά
Δήμου +++

Καρδίτσα ++

1. Με την αγωγή μου ισχυριζόμουν (ιστορική της βάση) ότι η τότε κοινότητα ++ (καθολικός διάδοχος της οποίας κατέστη ο Δήμους ++, αν και όφειλε, δυνάμει της σχετικής απόφασής της στα πλαίσια της ρυθμιστικής-κανονιστικής της αρμοδιότητας για την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών της, να προβεί στη νόμιμη οφειλόμενη υλική ενέργεια της σύνδεσης με αγωγό του παλαιού υδραγωγείου κυριότητάς της, με το νέο τέτοιο που κατασκεύασε, εν τούτοις, παρέλειψε να προβεί την εκπλήρωση αυτών των ιδιαίτερων καθηκόντων και υποχρεώσεών της που προσδιορίζονται τόσο από την κείμενη νομοθεσία, όσο και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης, με αποτέλεσμα το νερό της υπερχείλισης του παλαιού υδραγωγείου να μην οδηγηθεί στο νέο και από εκεί, η υπερχείλιση πλέον της νέας δεξαμενής, εμπλουτισμένη με το νερό της παλαιάς δεξαμενής, να μην οδηγηθεί στις εγκαταστάσεις του ιχθυοτροφείου μου (παρά το ότι εγώ προέβην στην κατασκευή αγωγού που θα διοχέτευε την αυξημένη πλέον ποσότητα ύδατος από τη νέα δεξαμενή στις εγκαταστάσεις μου), με αποτέλεσμα να μην αναπληρωθεί δια του τρόπου αυτού (υπερχειλίσεις) η μεγάλη ποσότητα νερού του ποταμού ++που δεσμεύτηκε από το νέο υδραγωγείο και έπαψε πλέον να περνά από τις εγκαταστάσεις μου στον ποταμό αυτό όπως και πριν και έτσι επήλθε μαζικός θάνατος της καλλιέργεια ιχθύων μου στο ιχθυοτροφείο, αφού, συνεπεία της μειωμένης ποσότητας των υδάτων του ποταμού, που δεν αναπληρώθηκε από την ικανότατη ποσότητα νερού των υπερχειλίσεων του παλαιού και του νέου υδραγωγείου, επήλθε και αύξηση της θερμοκρασίας του ύδατος του ποταμού που προκάλεσε τον θάνατο των ψαριών λόγω θερμικού σόκ ως εκ της φύσεως της καλλιέργειας που ενδιαιτεί μόνο σε ψυχρά νερά(σολομός, πέστροφα).

 

2. Συνεπώς ο νόμιμος λόγος ευθύνης που ισχυρίζομαι, δεν συνίσταται στο ότι δήθεν ο Δήμος παρανόμως κατασκεύασε νέο υδραγωγείο και δίκτυο ύδρευσης για το χωριό (την κατασκευή των οποίων ανέθεσε στον Αναπτυξιακό Σύνδεσμο Κοινοτήτων ++ και αυτός μέσω μειοδοτικού διαγωνισμού σε εργολάβο) δεσμεύοντας τα νερά της πηγής ++ που μέχρι τότε διοχετεύονταν στον ποταμό και έτσι μου στέρησε δήθεν το νερό του ποταμού και άρα ότι εξ` αυτού του λόγου δήθεν (παράνομη υλική ενέργεια) επήλθε ζημία μου, αλλά διότι παρέλειψε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια κατά τα ανωτέρω, ήτοι να συνδέσει με αγωγό την παλιά με τη νέα δεξαμενή-υδραγωγείο που κατασκεύασε, έτσι ώστε τα νερά των υπερχειλίσεων και των δύο που θα οδηγούνταν στις εγκαταστάσεις μου, να μπορέσουν να αναπληρώσουν την ήδη δεσμευθείσα ποσότητα ύδατος του ποταμού έτσι ώστε να εξακολουθεί τούτος να έχει την αυτή, όπως και πρίν, ροή.

3.Ο αντίδικος Δήμος ήδη από το πρωτόδικο δικαστήριο, ισχυρίστηκε με τις προτάσεις του, μεταξύ άλλων, ότι ανέθεσε την κατασκευή του υδραγωγείου στον Αναπτυξιακό Σύνδεσμο Κοινοτήτων ++ που ήταν έτσι ο φορέας του έργου και συγκεκριμένα ότι «την δημοπρασίαν διενήργησε ο ΑΣΚΛΝΠ ο οποίος ήταν και ο κατασκευαστής, μερίμνη τούτων επελέγη και ο εργολάβος και …η Κοινότητα ++ουδεμία είχεν ανάμειξιν ή συμμετοχήν εις το όλο έργον.» και έτσι ισχυριστηκε ότι «Κατόπιν τούτου, τίθεται ευθύς εξ` αρχής ζήτημα μη νομιμότητας της αγωγής του αντιδίκου, ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεώς του εναντίον μου, αφού άλλοι θα έπρεπεν να είναι επι του προκειμένου οι εναγόμενοι και ουχί πάντως η καθ` ολοκληρίαν τρίτη και τελείως αμέτοχος Κοινότητα ++».

4. Η με αρ. ++ πρωτόδικη απόφαση του ΔΠρωτ++, δέχθηκε τον ισχυρισμό αυτό, ήτοι ότι δεν νομιμοποιείται παθητικά ο Δήμος και απέρριψε την αγωγή.

5.Άσκησα έφεση ισχυριζόμενος τα αυτονόητα, δηλ ότι: (ακολουθεί απόσπασμα αυτούσιο του σχετικού λόγου έφεσής μου)
«Στην δίκη αποζημιώσεως εμφανίζεται ως ενάγων εκείνος που ισχυρίζεται ότι είναι ο φορέας του επιδίκου δικαιώματος(εν προκειμένω από αδικοπραξία βλ.και μείζονα σκέψη της εκκαλουμένης) και ως εναγόμενος ο-κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος -υπόχρεος. Δεν είναι βέβαια ανάγκη ο ενάγων να είναι ο αληθινός δικαιούχος και ο εναγόμενος πράγματι υπόχρεος. Τέτοια ταύτιση μεταξύ ουσιαστικών φορέων της έννομης σχέσης και δικονομικών υποκειμένων της δίκης ανακύπτει μόνο όταν η αγωγή γίνεται αμετάκλητα δεκτή και ως ουσία βάσιμη.
Αλλά και η αγωγή που τελικά απορρίπτεται για λόγους ουσιαστικούς επειδή δηλ. δεν αποδείχθηκε το επίδικο δικαίωμα, έδωσε επίσης λαβή σε έναρξη και διεξαγωγή έγκυρης δίκης και στην περίπτωση λοιπόν αυτή δεν θεωρείται ότι η δίκη έγινε μεταξύ αναρμόδιων διαδίκων-ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΙΣΧΥΡΙΖΟΤΑΝ ο ενάγων ότι επρόκειτο για τους φορείς της ουσιαστικής έννομης σχέσης. Εάν λοιπόν ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος είναι ο φορέας της επιδίκου σχέσεως, πρέπει να αναγράφει στο δικόγραφο τα στοιχεία της νομιμοποίησης και εν προκειμένω εφ` όσον πρόκειται για αδικοπραξία ,τον νόμιμο λόγο ευθύνης ήτοι την παράνομη και υπαίτια (πράξη) παράλειψη(Γεωργ.- Σταθ. υπο : Εισ. παρατηρήσεις στα άρθρα 914-938.2).Ειδικότερα ως προς την τελευταία και το ότι ο παραλείψας όφειλε να προβεί στην ορισμένη εν τέλει παραλειφθείσα και επιβεβλημένη ενέργεια.(Γεωργ.-Σταθ.υπο 914.9,27)
Εάν αποδειχθεί ότι ο εναγόμενος δεν είναι φορέας της σχέσεως, δηλ. υπόχρεος, τότε η αγωγή απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη και όχι ως ανομιμοποίητη.
Άρα εάν η ένσταση του εναγομένου έχει το περιεχόμενο ότι δεν είναι υπόχρεος διότι δεν είναι φορέας της επιδίκου εννόμου σχέσεως (και όχι ότι δεν είναι ο φορέας του επιδίκου έργου ,ισχυρισμός που δεν έχει καμία έννομη συνέπεια) διότι ουδέποτε παρέλειψε να προβεί σε οφειλόμενη ορισμένη θετική ενέργεια έναντι ορισμένου προσώπου, τούτο δεν αποτελεί ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αλλά ισχυρισμό καταλυτικό του δικαιώματος του ενάγοντος εναντίον του ως υπόχρεου.
Τέτοια ένσταση ,ήτοι περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης θα αποτελούσε μόνο ο ισχυρισμός ότι, αν και ο ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος είναι ο φορέας της επιδίκου σχέσεως ήτοι υπόχρεος από την έννομη σχέση, εν τούτοις ο ενάγων στρέφεται εναντίον του ,ήτοι τον εναγάγει ως εναγόμενο(εκτός αν υπάρχει κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση )(για όλα τ` ανωτέρω βλ.παρακαλώ:το Πανεπιστημιακό Εγχειρίδιο: Κεραμέας: Αστ.Δικ.Δικ. Γεν.Μέρος, 1986,,κεφ IV,παρ.55,σε.108-114).
Έτσι η αγωγή μου θα ήταν απαράδεκτη ως παθητικά ανομιμοποίητη εναντίον του αντιδίκου μου ΜΟΝΟ εάν ισχυριζόμουν ότι φορέας της υποχρεώσεως αποζημίωσης από τον νόμιμο λόγο ευθύνης δηλ. από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του ήταν ο Σύνδεσμος και παρά τον ισχυρισμό μου τούτο ασκούσα την αγωγή μου εναντίον του Δήμου χωρίς να επικαλούμαι περιστατικά κατ` εξαίρεσης νομιμοποίησης.
Συνεπώς ο αντίδικος δεν αμφισβήτησε την νομιμοποίηση ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης(Βαρθακοκοίλης .ό.α υπο 338.15),αλλά προέβαλλε ότι αν και ισχυρίζομαι ότι είναι ο υπόχρεος εκ της εννόμου σχέσης που ιστορώ, εν τούτοις στην πραγματικότητα δεν είναι ο υπόχρεος δηλ. προέβαλε ισχυρισμό καταλυτικό του ιδίου του δικαιώματός μου εναντίον του.(Κεραμέας ό.α σελ.110).
Συνεπώς προκύπτει θέμα ουσιαστικής βασιμότητας και μόνο του ισχυρισμού του, ήτοι αν, εκτός από τους ισχυρισμούς μου ότι είναι υπόχρεος, είναι και πράγματι υπόχρεος, ήτοι αν οι ισχυρισμοί μου είναι βάσιμοι.
Η προσβαλλομένη όμως απόφαση, δεν προέβη στην διάκριση των δύο μεγεθών…Έτσι φθάνει στο παράδοξο, αντιφατικό και σαφώς εσφαλμένο αποτέλεσμα να δέχεται ότι δεν αποδείχθηκε η παρανομία των οργάνων του Δήμου, χωρίς εν τούτοις να προχωρήσει σε στάδιο αποδεικτικής διαδικασίας για να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς, αφού θεωρεί ότι η αγωγή καταρχήν ήταν απαράδεκτη λόγω ελλείψεως διαδικαστικής προϋπόθεσης και γι` αυτό την απέρριψε!!!. Όμως αν δεν είχαν αποδειχθεί οι αγωγικοί ισχυρισμοί, η αγωγή θα απορρίπτονταν ως ουσία αβάσιμη και όχι ως απαράδεκτη.
Πράγματι με τον ανωτέρω τρόπο η προσβαλλομένη καταλύει κάθε εγγύηση ορθής δικαστικής απόφασης που αποτελεί Συνταγματικό δικαίωμα του κάθε πολίτου διότι:(ακολουθεί αντιγραφή από το Παμεπιστημιακό εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας του Κεραμέως: Αστικό Δικονομικό Δίκαιο-Γενικός Μέρος,1986,παρ.56 επ.)
«Διαδικαστικές καλούνται οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να χωρήσει συζήτηση και να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς…Οι προϋποθέσεις αυτές θεσπίζονται από το νόμο, γιατί αποτελούν αφηρημένες εγγυήσεις ορθής δικαστικής αποφάσεως, λχ … η νομιμοποίηση την «αρμόδια » προβολή των ισχυρισμών του διαδίκου. … η έλλειψη έστω μιας διαδικαστικής προϋπόθεσης εμποδίζει την είσοδο του δικαστηρίου στην ουσία της διαφοράς.», «…κύρωση της ελλείψεως έστω και μιας διαδικαστικής προϋποθέσεως είναι η απόρριψη της αγωγής ή γενικότερα του ενδίκου βοηθήματος ως απαράδεκτου (απόρριψη για λόγους τυπικούς ή «μη ουσιαστικούς)»,«Έλλειψη επομένως μιας διαδικαστικής προϋποθέσεως δεν κωλύει, αλλ’ αντίθετα απαιτεί την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, η απόφαση όμως θα βεβαιώνει την έλλειψη αυτή, χωρίς να εξετάζει την ουσία της διαφοράς, δηλαδή θα είναι καθαρά δικονομική.»
Συνεπώς φανερότατα η εκκαλουμένη έσφαλλε αφού εξήρτησε την νομιμοποίηση από την απόδειξη – ουσιαστική βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών και πρέπει να εξαφανισθεί.»

6. Μετά ταύτα η έφεσή μου έγινε δεκτή με την προσβαλλομένη απόφαση του Εφετείου. Τούτο ήταν αναμενόμενο καθόσον:
α) όπως προκύπτει από τον ανωτέρω ισχυρισμό του αντιδίκου με τις προτάσεις του, που επανέφερε με τις όμοιες στο Εφετείο, ο αντίδικος δεν ισχυρίζεται, για την έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης, ότι για το επίδικο παραλειφθέν έργο της σύνδεσης των δύο δεξαμενών ανέθεσε την διενέργειά του σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο και δη στον ανωτέρω Σύνδεσμο ή άλλη υπηρεσία της και άρα ότι άλλος ήταν δήθεν ο φορέας του επίδικου έργου της σύνδεσης(που ούτως ή άλλως είναι αδιάφορο), αλλά ότι στον Σύνδεσμο, είχε ανατεθεί η κατασκευή του κυρίου έργου της δέσμευσης των νερών της πηγής ++, η διοχέτευσή τους στο νέο υδραγωγείο και η κατασκευή του τελευταίου. Όχι λοιπόν και η κατασκευή και του ανωτέρω έργου της σύνδεσης των δύο δεξαμενών μεταξύ τους έτσι ώστε να λαμβάνω την υπερχείλιση του νερού. Γι` αυτό και στην σχετική μελέτη της ++, δεν περιλαμβάνεται τέτοια κατασκευή σύνδεσης των δύο δεξαμενών. Η σύνδεση αυτή αποφασίστηκε (++ απόφασή της) στα πλαίσια της κανονιστικής αρμοδιότητας της κοινότητας, αλλά και των επιταγών εν γένει της έννομης τάξης, των διδαγμάτων της κοινής πείρας και των αρχών της καλής πίστης, ακριβώς διότι, εν τέλει, μετά από αλλεπάλληλες επιστολές και οχλήσεις μου, είχε γίνει κατανοητό ότι χωρίς αυτή την σύνδεση και την παροχέτευση στο ιχθυοτροφείο μου των υπερχειλίσεων των δύο δεξαμενών (που ούτως ή άλλως ως υπερχειλίσεις θα πήγαιναν χαμένες), θα προκαλούνταν μετά βεβαιότητας ο θάνατος των ψαριών και η ολοκληρωτική μου καταστροφή, ελλείψει της αναγκαίας ποσότητας του νερού του ποταμού και τη σύστοιχης αύξησης της θερμοκρασίας που θα επέφερε αιτιακά τον θάνατο αυτών, όπως και τελικά έγινε. Συνεπώς, με την ως άνω απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου η Κοινότητα ανέλαβε αυτοτελώς να υλοποιήσει τη σύνδεση των δύο δεξαμενών και εγώ τη σύνδεση της νέας δεξαμενής με το ιχθυοτροφείο μου. Άλλωστε, εκ των προσαγομένων εγγράφων της δικογραφίας, αλλά και τους ισχυρισμούς του αντιδίκου (βλ. σελ. 9 υπο ΙΙΙα των πρωτοδίκων προτάσεών του που επανέφερε στο Εφετείο ότι μόλις «την ++ ανατέθηκε σε μηχανικό της ++ μελέτη για την β) σύνδεση της υπερχείλισης της παλαιάς δεξαμενής και ο εμπλουτισμός της νέας…» ), προέκυψε ότι ο αντίδικος, για πρώτη φορά ζητεί την έγκριση δημοπράτησης του έργου σύνδεσης των υπερχειλίσεων (διότι αυτό ενδιαφέρει) και χρηματοδότησης αυτού, μόλις το 1998-1999(βλ. ανωτέρω), δηλ. αφού είχε επισυμβεί το ζημιογόνο γεγονός. Μόλις τότε συντάσσεται μελέτη και υποβάλλεται ο φάκελος προς έγκριση στην Περιφέρεια ++, ήτοι πολύ μετά την ανάληψη της υποχρέωσης της (++) που φυσικά αποδεικνύει ότι σε κανένα τρίτο ή καμία άλλη υπηρεσία της δεν είχε αναθέσει μέχρι τότε (++) την κατασκευή του έργου της σύνδεσης των δεξαμενών, δηλ. ότι είχε παραλείψει μέχρι τότε να υλοποιήσει την απόφασή της που φυσικά καταδεικνύει ομολογημένα πλέον ότι τούτη είχε την υποχρέωση να προβεί στην οφειλόμενη ενέργεια. Συνεπώς, ακόμα και αν είχε σημασία ο φορέας κατασκευής του επίδικου έργου, τούτος πάντως, ακόμα και με τους ισχυρισμούς του αντιδίκου, δε ήταν ο Σύνδεσμος.
β) Αλλά ακόμα και υπο την εκδοχή και μόνο ως υπόθεση εργασίας, ότι φορέας κατασκευής του έργου «της σύνδεσης της υπερχείλισης της παλαιάς δεξαμενής και ο εμπλουτισμός της νέας» ήταν ο ανωτέρω Σύνδεσμος διότι «την δημοπρασίαν διενήργησε ο ++ ο οποίος ήταν και ο κατασκευαστής, μερίμνη τούτων επελέγη και ο εργολάβος και …η Κοινότητα ++ ουδεμία είχεν ανάμειξιν ή συμμετοχήν εις το όλο έργον», ουδεμία έννομη συνέπεια μπορεί να έχει τούτο για την νομιμοποίηση της κοινότητας και του Δήμου στην αγωγή μου διότι: Εάν επιχειρούσε η ίδια , ήτοι μέσω των όποιων οργάνων και υπηρεσιών της, την σύνδεση αυτή, ή εάν ανέθετε αυτή την ενέργεια σε οποιονδήποτε τρίτο υποκατάστατο όργανο, φορέας της υποχρέωσης εκ της εννόμου σχέσεως που είχε δημιουργηθεί μεταξύ μας, ήταν η ίδια, αφού άλλωστε αυτή ήταν η κυρία του έργου, των υδραγωγείων, αλλά και των κοινοχρήστων νερών και αυτή στα πλαίσια της ρυθμιστικής και κανονιστικής της εξουσίας επι των κοιχοχρήστων (βλ. κατωτέρω) αποφάσισε κατά τον ανωτέρω τρόπο την οργάνωση και λειτουργία αυτών. Η εμπλοκή του όποιου υποκατάστατου πρόσωπου ήτοι κατασκευαστή της σύνδεσης αυτής (που π.χ θα παρέλειπε να προβεί στη σύνδεση αν και είχε λάβει τέτοια εντολή ή βρισκόταν σε τέτοια σχέση υπηρεσίας με την κοινότητα που όφειλε να ενεργήσει με βάση τις εντολές, τις υποδείξεις της και εντός των πλαισίων των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί από την Κοινότητα), έχει σημασία για την δική του σωρευτική και εις ολόκληρον ή μη ευθύνη και όχι για την απαλλαγή του κυρίου του έργου και του φορέως των υποχρεώσεων. (ΑΕΔ 14/1993, ΣτΕ 471/11, 288/11, 2521/2008, ΔΕφΑΘ 1976/10, ΔεφΤρ 492/2002 βλ. και 71ΑΚ: «Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων…κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί…Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον», 105 ΕισΝΑΚ: «Μαζί με το Δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο…», 922ΑΚ: «ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για την ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του.»). Συνεπώς και αν ακόμη είχε ανατεθεί στον ανωτέρω Σύνδεσμο, ομού με την κατασκευή του κυρίως έργου και η κατασκευή του ανωτέρω επίδικου της σύνδεσης των δύο δεξαμενών και περιλαμβανόταν και αυτό στην μελέτη, αλλά παραλείφθηκε να διενεργηθεί απ` αυτόν, και πάλι, με βάση την ανωτέρω νομική σκέψη, δεν θα έπαυε η αδικοπρακτική ευθύνη της Κοινότητας απέναντι σε μένα δεδομένου ότι η ίδια ήταν κυρία του έργου και η ίδια φορέας της υποχρέωσης εκ της μεταξύ μας εννόμου σχέσεως, ο δε κάθε τρίτος, όργανο ή προστηθείς αυτής που εντός των πλαισίων των ανατειθεμένων καθηκόντων, εντολών και υποδείξεων της κοινότητας, παρέλειψε υπαιτίως την κατασκευή του, θα ευθύνονταν εις ολόκληρον εφόσον συνέτρεχαν και ως προς αυτόν (τρίτον) οι προϋποθέσεις του νόμου.

7.Συνεπώς το ζητούμενο ήδη από την αρχή, δηλ. από το πρωτόδικο ακόμα δικαστήριο ήταν το εξής απλό: η παράλειψη της Κοινότητας να προβεί στην ανωτέρω σύνδεση των δύο δεξαμενών (έτσι ώστε να μπορώ να λαμβάνω από τη νέα δεξαμενή με τον αγωγό που κατασκεύασα και την υπερχείλιση νερού και της παλιάς δεξαμενής που με τον τρόπο αυτό θα εισέρεε στη νέα) συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης υλικής ενέργειας του αντιδίκου που συνδέεται αιτιακά με την ζημία μου και έτσι θεμελιώνει, τηρουμένων φυσικά και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου (οργάνωση και λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας κλπ), ευθύνη του κατά το νόμο ή όχι;

8.Εν προκειμένω, ο αντίδικος αιτιάται με την κρινομένη αίτηση αναίρεσής του ότι το Εφετείο «…κατά κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων δέχθηκε ότι η κοινότητα ήταν ο φορέας του έργου,… διότι αυτή δεν είχε απολύτως καμία συμμετοχή στην εκτέλεση του εν λόγω έργου,… ότι από κανένα έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι η κοινότητα υπήρξε ο φορέας του επίδικου έργου, ότι η κοινότητα ++ δεν ανέλαβε κανένα έργο, ούτε συμφώνησε με τον αντίδικο ή τον ++ να κατασκευάσει αυτή το επίδικο έργο, δεν ανέλαβε τέτοια υποχρέωση απέναντι σε οποιονδήποτε, ούτε δεσμεύτηκε έναντι οιουδήποτε…επίτρεψε μόνο τον αντίδικο να προβεί σε κατασκευή αγωγού διοχέτευσης υδάτων με δικά του έξοδα,…ο ισχυρισμός του αντιδίκου ότι η κοινότητα ανέλαβε την υποχρέωση να κατασκευάσει κάποιο αγωγό διοχέτευσης υδάτων από την παλιά υπερχείλιση στη νέα είναι ψευδής και αβάσιμος…ουδόλως αποδεικνύεται ότι η κοινότητα προέβη καν στις νόμιμες διαδικασίες εξαγγελίας, μελέτης, προκήρυξης, δημοπράτησης και ανάθεσης ενός τέτοιου κοινοτικού έργου…Συνεπώς δεν υφίσταται ουδεμία παράνομη παράλειψη των οργάνων της κοινότητας, αφού ουδεμία νόμιμη υποχρέωση είχαν να κατασκευάσουν αυτοί τον επίμαχο αγωγό…δεν αποδείχθηκε μετά ταύτα οποιαδήποτε παρανομία των οργάνων της κοινότητας…το μόνο ορθό και αληθές είναι το αποδειχθέν από το σύνολο των αποδεικτικών εγγράφων ότι η κοινότητα δεν είχε καμία απολύτως συμμετοχή στο έργο…δεν συνδέεται με το ως άνω έργο…κατά συνέπεια η επίκληση από την προσβαλλομένη της υπ` αριθμ` ++ απόφασης της κοινότητας ως αποδεικτικού εγγράφου περί δέσμευσης κατασκευής απ` αυτήν του επίδικου έργου αποτελεί κακή εκτίμηση και ερμηνεία αποδεικτικού μέσου και είναι παντελώς εσφαλμένη και αβάσιμη…η κοινότητα δεν είχε καμία απολύτως συμμετοχή στο έργο και ως εκ τούτου δεν ευθύνεται για την τυχόν ζημία…η προσβαλλομένη δεν έλαβε υπ` όψη της όλα τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα αποδεικτικά στοιχεία και έγγραφα…δεν συνεκτίμησε όλα αυτά όπως έπρεπε, αλλά περιορίστηκε απαραδέκτως σε ένα μόνο έγγραφο(++ απόφαση της Κοινότητας) το οποίο εσφαλμένα ερμήνευσε με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε εσφαλμένη κρίση δεχόμενη γεγονότα καταδήλως διάφορα των αποδειχθέντων.»

9. Στην ουσία δηλ. ισχυρίζεται με την αναίρεσή του ότι το εφετείο κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων και των εγγράφων δέχθηκε ότι η κοινότητα αδικοπράκτησε και με ζημίωσε και ότι έτσι, τούτο, έσφαλε δήθεν στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθινά.
Όμως η αιτίαση της αναίρεσης ότι είναι εσφαλμένη η κρίση του Εφετείου, που δέχθηκε πως αποδείχθηκε ότι η κοινότητα παρέλειψε να προβεί σε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, που επέφερε αιτιακά την ζημία και έτσι θεμελιώνεται κατά τους όρους του νόμου η ευθύνη της προς αποζημίωση, δηλ. η αιτίαση ότι εσφαλμένα δέχθηκε το Εφετείο ότι αποδείχθηκε ότι συνέτρεξαν κατ` ουσίαν οι προϋποθέσεις της ευθύνης στο πρόσωπό της κοινότητας (914ΑΚ, 105-106ΕισΝΑΚ), είναι φυσικά αιτίαση που ανάγεται στην ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών, ήτοι ότι αποδείχθηκαν ή όχι (κατά την αιτίαση της αναίρεσης) από τα αποδεικτικά μέσα τα στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου που επικαλούμην με την αγωγή μου, τα οποία έλκουν σε εφαρμογή τις αιτούμενες έννομες συνέπειες, ήτοι την αποζημίωση και συνεπώς, ως αιτίαση αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και στα ανελέγκτως γενόμενα ως δεκτά από το Εφετείο, δεν υπόκειται, ως γνωστόν, σε αναιρετικό έλεγχο.(ενδ. ΣτΕ 424/12, 750/2011 ΝΟΜΟΣ)
Φυσικά ο ισχυρισμός στην αναίρεση ότι επειδή η κοινότητα κατά τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα, «δεν είχε καμία απολύτως συμμετοχή στο συγκεκριμένο έργο και ως εκ τούτου δεν ευθύνεται για την τυχόν ζημία» και άρα ότι για το λόγο αυτό έπρεπε δήθεν το εφετείο «να κάνει δεκτή την ένστασή περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του δήμου μας», δεν συνιστά σε καμία περίπτωση, όπως αναλυτικά αναφέρεται ανωτέρω, άλλο λόγο αναίρεσης, ήτοι λόγο-ένσταση περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης, καθόσον όπως ειπώθηκε, αν αυτός που ισχυρίζομαι ως υπόχρεο (νομιμοποίηση), αποδειχτεί και αληθώς υπόχρεος από την επίδικη σχέση (βασιμότητα), τούτο αφορά την απόδειξη του δικαιώματός μου εναντίον του, δηλ. την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής και όχι κάποια διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και συνεπώς η αιτίαση ότι εσφαλμένα δέχθηκε το Εφετείο πως αυτός είναι ο υπόχρεος (ενώ έπρεπε δήθεν να δεχθεί άλλον), βάλλει κατά της ανέλεγκτης κρίσης των πραγμάτων του Εφετείου που δέχθηκε το αντίθετο. Συνεπώς ούτε και εδώ πρόκειται για άλλο λόγο, αλλά για αιτίαση περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων.
Άλλοι λόγοι αναίρεσης εκ του άρθρου 56 ΠΔ 18/1999, δεν προβάλλονται.Όμως, είναι γνωστό ότι, ο λόγος αναίρεσης που προσβάλει, ως εν προκειμένω, την ανέλεγκτη εκτίμηση του εφετείου περί τα πράγματα, είναι απαράδεκτος (ΟλΑΠ 1/1995 ΕλλΔνη 1995,582, ΣτΕ 1249/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

10. Επιπλέον, κατά το άρθρο 56 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 (8/Α): «Λόγοι που αφορούν πλημμέλεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης επειδή δεν δόθηκε απάντηση σε ισχυρισμό που έχει προβληθεί απορρίπτονται ως απαράδεκτοι, αν δεν τον περιγράφουν σαφώς και δεν παραπέμπουν συγκεκριμένως στο δικόγραφο με το οποίο έχει προβληθεί ο ισχυρισμός στο δικαστήριο της ουσίας».
Συνεπώς, ακόμα και υπο την εκδοχή αυτή, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως του αντιδίκου, αφού δεν αναφέρεται καν σε κάποιον ουσιώδη ισχυρισμό του, δεν περιγράφει κανένα τέτοιο, δεν παραπέμπει σε κανένα δικόγραφο του συγκεκριμένα και δεν αιτιάται καν ότι ο οποιοσδήποτε τέτοιος προταθείς, δεν απαντήθηκε από την προσβαλλομένη. Συνεπώς ούτε και με την εκδοχή αυτή μπορεί να εξεταστεί ο λόγος αναίρεσής του.

11. Επίσης, με την αναίρεσή του ο αντίδικος:
- δεν αιτιάται οποιαδήποτε παραβίαση των κανόνων διεξαγωγής της δίκης, όπως πχ μη λήψη υπ` όψη προταθέντων αποδεικτικών μέσων (ΣτΕ 1349/11)
-ή παράβαση των κανόνων της απόδειξης (ΣτΕ 26/11, 2069/10),
-ή παράβαση κανόνων που αφορούν την δικαστική απόφαση όπως π.χ διάσταση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλομένης (ΣτΕ 3155/2002)
- ή πλημμελή αιτιολογία αυτής (αντιφατική αιτιολογία :ΣτΕ 2077/10),
-αλλά ούτε και ότι δεν ελήφθη υπ` όψη, ουσιώδης ισχυρισμός του, αφού δεν αναφέρεται καν σε κάποιον τέτοιο συγκεκριμένα (ΣτΕ 920/11)

12. Σημειώνεται, ότι η ανωτέρω αιτίαση του αντιδίκου ότι εσφαλμένα έκρινε το Εφετείο ότι τούτος όφειλε να προβεί στην οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια που παρέλειψε ήτοι της σύνδεσης του αγωγού του υδραγωγείου της κυριότητάς του, ενώ δήθεν όφειλε να κρίνει ότι άλλον υπεύθυνο προς τούτο ήτοι τον ++ ως «μόνο και αποκλειστικό φορέα του επίδικου έργου από το οποίο τυχόν επήλθε ζημία του αναιρεσίβλητου» αφού ο ίδιος δεν είχε καμία συμμετοχή στο έργο κατασκευής κλπ, αν και κύριος αυτού, ακόμα και αν δεν κριθεί ως απαράδεκτος κατά τα ανωτέρω, αφού βάλλει κατά της αναιρετικά ανέλεγκτης κρίσης του Εφετείου, οπωσδήποτε είναι αβάσιμος, αφού όπως ανωτέρω ειπώθηκε όχι μόνο δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι ο Σύνδεσμος ήταν ο φορέας κατασκευής του έργου και της επίδικης σύνδεσης, παρά μόνο ο φορέας κατασκευής του υδραγωγείου, αλλά και διότι, ακόμα και υπο την εκδοχή αυτή, τούτο «δεν έχει ως συνέπεια ότι το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ως κύριος ή και φορέας κατασκευής του έργου απεκδύεται της ευθύνης του που απορρέει από τα άρθρα 105-106 Εις.Ν.ΑΚ…»(ΑΕΔ 14/93, ΣτΕ 288/11, 471/11 βλ. και ανωτέρω υπο 6β σκέψεις περί παράλληλης ευθύνης του κατασκευαστή κλπ)

13. Επίσης, η ανωτέρω αιτίαση, ήτοι ότι το Εφετείο που έκρινε ότι η υποχρέωση σύνδεσης του αγωγού της υπερχείλισης βάρυνε τον ίδιο, ενώ έπρεπε να κρίνει ως υπεύθυνο προς τούτο άλλο τρίτο πρόσωπο, προβάλλεται όπως ειπώθηκε με την μορφή παραπόνου για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το Εφετείο και όχι ως εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελή εφαρμογή του νόμου κατ` άρθρο 56.1δ ΠΔ 18/1989, καθόσον δεν αναφέρεται σε καμία διάταξη νόμου που ερμηνεύτηκε εσφαλμένα ή εφαρμόστηκε πλημμελώς από το Εφετείο. Δεν αιτιάται δηλ. ότι κατ` εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελή εφαρμογή συγκεκριμένα κάποιου νόμου το Εφετείο έκρινε αυτόν ως υπόχρεο, ενώ δήθεν, αν ερμήνευε ορθά και εφάρμοζε το νόμο έπρεπε να δεχθεί άλλον, αλλά διότι κατ` εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κλπ, έκρινε ότι αυτός είναι ο υπόχρεος για αποζημίωση.

14. Συνεπώς δεν υπάρχει παραδεκτός λόγος αναίρεσης που μπορεί να εξεταστεί και, ακόμα και αν ήθελε κριθεί ως τέτοιος ο μοναδικός περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων, πάντως είναι αβάσιμος και δέον και αιτούμαι να απορριφθεί.

15. Επειδή σε κάθε περίπτωση η ανωτέρω κρίση του Εφετείου ότι ο αναιρεσείων υποχρεούται σε αποζημίωσή μου, είναι νόμιμη και πλήρως αιτιολογημένη διότι:
α) Στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος …», στο άρθρο 106 δε του ίδιου Εισαγωγικού Νόμου ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και δεν σχετίζονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (Α.Ε.Δ. 5/1995 ). Εξάλλου, ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υπάρχει όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου αυτών παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (Σ.τ.Ε. 2796/2006 7μ., 2741/2007, 1019/2008, 4133/2011 7μ.). Ο κατά τα ανωτέρω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης, αρκεί για να στοιχειοθετήσει την ευθύνη, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση του πταίσματος του οργάνου του (ΣτΕ 1413/2007 7μελούς, 1249/2010). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του οργάνου και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (Σ.τ.Ε. 332/2009 7μ., πρβλ. Α.Π. 425/2006). Και η μεν κρίση περί του εάν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου, η περαιτέρω όμως κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (Σ.τ.Ε.424/2012, 288/11, 334/2008 7μ.,1019/2008).
β)Εξ` άλλου στο άρθρο 24 παρ.1 ΠΔ 419/1995 ορίζεται ότι «1. Η Διοίκηση όλων των τοπικών υποθέσεων ανήκει στην αρμοδιότητα των δήμων και των κοινοτήτων, κύρια μέριμνα των οποίων αποτελεί η προαγωγή των κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων, καθώς και των πολιτιστικών και πνευματικών ενδιαφερόντων των κατοίκων της. Στην αρμοδιότητα των δήμων και των κοινοτήτων ανήκουν ιδίως: α) η κατασκευή, συντήρηση και λειτουργία: ι) συστημάτων ύδρευσης, άρδευσης και αποχέτευσης, αντιπλημμυρικών και εγγειοβελτιωτικών έργων, έργων δημοτικής και κοινοτικής οδοποιίας, πλατειών, γεφυρών και έργων ηλεκτροφωτισμού των κοινόχρηστων χώρων», ενώ με την παρ.1 του άρθρου 37 του ιδιου ΠΔ, ορίζεται ότι «1 . Το δημοτικό ή το κοινοτικό συμβούλιο μπορεί να εκδίδει τοπικές κανονιστικές αποφάσεις με τις οποίες: α. Καθορίζονται οι όροι για τη χρήση και τη λειτουργία των δημοτικών και κοινοτικών αγορών και των τόπων αγορών, των εμποροπανηγύρεων, των συστημάτων υδρεύσεως, αρδεύσεως και αποχετεύσεως,…και των λοιπών κοινόχρηστων χώρων.»


16. Εν προκειμένω αποδείχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι η κοινότητας ++, μετά από αλλεπάλληλες αιτήσεις, επιστολές, διαμαρτυρίες, ενστάσεις μου κλπ(βλ. αναλυτικά προσβαλλομένη), κατανόησε ότι η δέσμευση των κοινοχρήστων υδάτων της πηγής ++ που τροφοδοτούν τον ποταμό ++, θα επέφερε πλήρη καταστροφή του νομίμως συσταθέντος και λειτουργούντος ιχθυοτροφείου μου σ` αυτόν το ποταμό. Στα πλαίσια λοιπόν της ανωτέρω κανονιστικής της αρμοδιότητας (βλ. και ΑΚ969 καθώς και Γεωργ-Σταθ. υπο 969. 2 : για την χρήση του κοινόχρηστου νερού «ανακύπτει ελεύθερη η ρυθμιστική εξουσία της Διοίκησης που καθορίζει τη λύση κατά κανόνα επι τη βάσει της αρχής της ισότητας…»), αλλά και διότι τούτο επιβάλλονταν από τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, καθώς και απο τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις αλλά και εν γένει από τις επιταγές της έννομης τάξης και του Δικαίου, που διαμορφώνουν άλλωστε, εκτός από τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα, και το περιεχόμενο της χρηστής διοίκησης, αποφάσισε-δεσμεύτηκε να μου παραχωρήσει με άλλο τρόπο τα δεσμευθέντα ύδατα του ποταμού, ήτοι, όπως αναλυτικά αναφέρθηκε, μέσω των υπερχειλίσεων που θα κατασκεύαζε η ίδια στο παλαιό υδραγωγείο κυριότητάς της και τούτο διότι όπως ειπώθηκε, γνώριζε ότι μόνο με τον τρόπο αυτό θα αποφευχθεί η πλήρης καταστροφή μου και συνεπώς γνώριζε πως η παράλειψη κατασκευής του έργου, ήτοι της σύνδεσης της υπερχείλισης, αιτιακά θα επέφερε την ζημία μου(αιτιώδης σύνδεσμος), αφού η μείωση της ποσότητας του νερού του ποταμού, θα επέφερε και αύξηση της θερμοκρασίας και άρα μετά βεβαιότητας τον θάνατο των ψαριών λόγω θερμικού σόκ ως εκ της φύσεως της καλλιέργειας που ενδιαιτεί μόνο σε ψυχρά νερά(σολομός, πέστροφα).

17. Αποδείχθηκε επίσης, ότι παρέλειψε να προβεί στην ανωτέρω οφειλόμενη νόμιμη υλική ενέργεια (εξ` άλλου το ομολογεί και ο Δήμος αφού ομολογεί ότι δεν ήταν δική του υποχρέωση, αλλά, άλλου), η οποία φυσικά, εν` όψει της ανωτέρω κανονιστικής της αρμοδιότητας επι κοινοχρήστων, συνάπτεται άμεσα με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, αφού επρόκειτο για κοινόχρηστα ύδατα ποταμού και κοινόχρηστο σύστημα υδραγωγείου, της κυριότητά της.(για το ότι μέσα παροχής διοίκησης αποτελούν και τα συστήματα ύδρευσης, δεξαμενές και υδραγωγεία και ότι αντικέιμενο χρήσης αυτών είναι η δημόσια υπηρεσία βλ. Γεωργ-Σταθ. υπο 966. 57,58 adhoc, όπου και παραπομπές)

18. Συνεπώς η παράλειψή της είναι παράνομη όχι μόνο διότι παραβίασε τις ανωτέρω διατάξεις του νόμου στα πλαίσια της κανονιστικής της αρμοδιότητας αφού άλλωστε στα πλαίσια αυτά, αλλά και ως κυρία, έλαβε την απόφαση για την κατασκευή του επίδικου έργου, αλλά και διότι, κατά τον ανωτέρω τρόπο παρέλειψε να εκπληρώσει τα ιδιαίτερα καθήκοντά της και υποχρεώσεις, που (όχι μόνο ανέλαβε κατά τα ανωτέρω, αλλά και) προσιδιάζουν στην ανωτέρω συγκεκριμένη υπηρεσία (παροχής των κοινοχρήστων υδάτων) και οπωσδήποτε προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία (966-970ΑΚ), αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης, αφού γίνεται δεκτό ότι για την κατάφαση της παρανομίας δεν είναι απαραίτητο οι παραβιαζόμενοι κανόνες να είναι κανόνες του γραπτού δικαίου, καθώς η παρανομία μπορεί να συνίσταται και σε παράβαση των γενικών επιταγών της έννομης τάξης οι οποίες, παρόλο ότι δεν είναι διατυπωμένες σε γραπτούς κανόνες του θετικού δικαίου, εκφράζουν ωστόσο το πνεύμα που κυριαρχεί σ’ αυτό, τους γενικούς σκοπούς και τις γενικές αρχές του και προσδιορίζονται κάθε φορά με αναδρομή στις ουσιαστικές πηγές της έννομης τάξης: την ιδέα της δικαιοσύνης και τις ανάγκες της κοινωνικής ζωής. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι αποτελούν κατά την άποψη αυτή παρανομία και η παράβαση των αγράφων κανόνων της καλής πίστης και των άγραφων ηθικών κανόνων που, μέσω των κρατούντων ηθών, έχουν μετουσιωθεί σε επιταγές του θετικού δικαίου (281, 919) καθώς και αυτή ακόμη η παράβαση των άγραφων κανόνων επιμέλειας, που οι ανάγκες της σύγχρονης κοινωνικής συμβίωσης επιβάλλουν την τήρησή τους στις συναλλαγές (Δεληγιάννης-Κορνηλάκης ειδ. Ενοχ. Δικ. ΙΙΙ, 1992, 131,149 επ. όπου και παραπ, ΕφΘεσ 74/83 Αρμ. ΛΖ, 656: «Παράνομη η συμπεριφορά που αντιβαίνει στο καθόλου δίκαιο», Γεωργ.-Σταθ.υπο 914.21,29).

19. Εν τέλει για την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, αν και τούτος είναι φανερός με βάση τα ανωτέρω, αναφέρομαι πλήρως στο ήδη προσαγόμενο με επίκληση με αρ.πρωτ.++ έγγραφο της Δ/νσης Γεωργικής Ανάπτυξης της ++, που αναφέρει: «την ++ υπήρξαν μαζικοί θάνατοι του ιχθυοπληθυσμού του ιχθυοτροφείου ανερχόμενοι σε 20.000 περίπου σολομούς βάρους 400-500 γρ…η ζημία συνεχίζεται…και αιτία είναι η αφαίρεση νερού…χωρίς τη διάθεση των υπερχειλίσεων όπως είχε συμφωνηθεί με την Κοινότητα…με αποτέλεσμα την υπερθέρμανση του νερού.».
Επειδή συνεπώς η κρινομένη αίτηση του αντιδίκου πρέπει να απορριφθεί
Επειδή προσάγω και επικαλούμαι τις κάτωθι αποφάσεις ΣτΕ, δημοσιευθείσεις στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ήτοι: 1066/11, 471/11,424/12,948/10,3515/09, 1249/10,288/11. Επίσης ΔΕφΑθ 1976/10, ΔΕφΠειρ 1511/04, ΔΕφΤρ 492/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 14/1993 ΕλλΔνη 35(1994),304.
Δια ταύτα και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα,
ΑΙΤΟΥΜΑΙ, όσα και ανωτέρω και να γίνει δεκτή η παρούσα προσθήκη-υπόμνημα , να απορριφθεί η από ++ αίτηση αναίρεσης του αντιδίκου κατά της με αρ. ++ απόφασης του Διοικητικού Εφετείου ++ και να καταδικαστεί στη δικαστική μου δαπάνη.
Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Ανδρέας Aπ.Βρόντος
Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω
24410-41255/6972422002
FAX 24410-41257
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013