Εφεση,αγωγή αποζημίωσης,παθητική νομιμοποίηση,διάδικος,φορέας του έργου,ουσιατική έννομη σχέση,κυριότητα κοινόχρηστα,Δήμος

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ++
ΕΦΕΣΗ
++ ,κατοίκου ++.
Κατά
1)++
2)Της υπ` αριθμ` ++ οριστικής σε πρώτο βαθμό εκδοθείσης απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου ++
Καρδίτσα ++

Την ανωτέρω υπ` αριθμ` ++ απόφαση εκκαλώ και αιτούμαι την εξαφάνισή της για όσους λόγους επιφυλάσσομαι να προσθέσω στο μέλλον και για τους κάτωθι νομίμους, ήτοι:
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Κατά παραχώρηση της αρχής ήτοι της τέως Κοινότητας ++(καθολικός διάδοχος της οποίας κατέστη ο αντίδικος Δήμος χωρίς άλλη διατύπωση κατά τις διατάξεις του ν.2539/97) και κατά τους όρους του νόμου, δηλ. της διοικητικής αρχής και εν προκειμένω με τις υπ` αριθμ`++ και ++ αποφάσεις του Νομάρχη ++, μου παραχωρήθηκε το δικαίωμα να εγκαταστήσω και λειτουργήσω στις όχθες του ποταμού ++, επιχείρηση ιχθυοτροφείου ++.
Ειδικότερα μου παραχωρήθηκε ,από την ανωτέρω έχουσα κατά νόμο εξουσία κυρίου κατ` 968 ΑΚ επί των κοινοχρήστων, δηλονότι την Κοινότητα, το δικαίωμα να χρησιμοποιώ για την λειτουργία της επιχείρησής μου τα ελευθέρως και αενάως ρέοντα κοινόχρηστα ύδατα του ποταμού ++, αναβλύζοντα εκ διαφόρων πηγών μεταξύ των οποίων και της πηγής «++» που τροφοδοτεί τα νερά του ποταμού με το 1/3 περίπου της συνολικής των ποσότητας που εν τέλει ρέει.
Συγκεκριμένα τμήμα των υδάτων του ποταμού και δη η ελάχιστη ποσότητα αυτού όπως μετρήθηκε κατά την περίοδο του θέρους, κατατεθείσης της σχετικής μελέτης για την έκδοση αδείας μου, εισέρχεται , μέσα από τις εγκαταστάσεις του ιχθυοτροφείου μου (δεξαμενές) εις τρόπον ώστε να υπάρχει με βάση την ανωτέρω μελέτη και άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας αυτού, η ελάχιστη αναγκαία ποσότητα νερού και δεδομένη ψυχρή θερμοκρασία αυτού λόγω ελαχίστου ροής για να είναι βιώσιμο. Εν συνεχεία, διερχόμενη τούτη η ελάχιστη αναγκαία ποσότητα από τις δεξαμενές, επιστρέφει στον ποταμό και συνεχίζει τον ρου της στην κοίτη.
Το ++ η Κοινότητα ++ με σχετική της απόφαση, ως έχουσα την κυριότητα (968 ΑΚ) τόσο της πηγής «++» όσο και των ελευθέρως και αδιακόπως ρεόντων υδάτων του ποταμού ++ευρισκομένων εντός της περιφερείας της, αποφάσισε την κατασκευή έργου εμπλουτισμού του δικτύου ύδρευσής της και συγκεκριμένα αποφάσισε να δεσμεύσει το αναβλύζον ύδωρ της πηγής ++να το έλξει με αγωγό έως την θέση «++» χαμηλότερα όπου και θα κατασκεύαζε υδραγωγείο και από εκεί, μέσω δικτύου ύδρευσης θα το διοχέτευε προς ύδρευση και άρδευση των κατοίκων του χωριού.


Έτσι το νερό της ανωτέρω πηγής, εξερχόμενο απ` αυτήν δεν θα δημιουργούσε αέναο και συνεχή ροή (ρέμα) αλλά θα δεσμεύονταν με αγωγό και έτσι δεν θα κατέληγε στον ποταμό ενισχύοντας την ροή του με την αυξημένη ποσότητα που ανάβλυζε.
Η Κοινότητα αποφάσισε τούτο αφού το παλαιό υδραγωγείο που υπήρχε και στο οποίο κατά τον ίδιο τρόπο συγκέντρωνε τα νερά από άλλη πηγή και δη από την πηγή ++ -τα οποία έτσι τουλάχιστον από 40 χρόνια πριν ,ότε και είχε κατασκευασθεί τούτο, είχαν πάψει να ενισχύουν την ροή και άρα την ποσότητα ρεόντων υδάτων του ποταμού-δεν επαρκούσε για τις ανάγκες ύδρευσης.
Η Κοινότητα στα πλαίσια εξουσίας διαχείρισης των υδάτων της και ως έχουσα όλες τις εξουσίες που απορρέουν από την κυριότητά της ,με απόφασή της ανέθεσε την κατασκευή του έργου στον Αναπτυξιακό Σύνδεσμο Κοινοτήτων ++ ,ο οποίος και θα δημοπρατούσε μειοδοτικά το έργο έτσι ώστε να αναδειχθεί και ο ανάδοχος κατασκευής του έργου(κατασκευή αγωγού, υδραγωγείου κλπ),οι λεπτομέρειες κατασκευής του οποίου(από πού θα περάσει ο αγωγός, ποια η διατομή κλπ) ορίσθηκαν με μελέτη της ΤΥΔΚ ενώ σαφώς στον Αναπτυξιακό Σύνδεσμο ή στον ανάδοχο ΔΕΝ παραχωρήθηκε η κυριότητα των έργων ή των υδάτων ή κατ` άλλο τρόπο η διοίκηση της δημόσιας υπηρεσίας διαχείρισης τούτων, αλλά τούτος θα ενεργούσε ως όργανο της Κοινότητας ήτοι ως διευθύνουσα ή επιβλέπουσα την καλή και έγκαιρη εκτέλεση του έργου, υπηρεσία όπως οι υποχρεώσεις του τούτες ρυθμίζονται από τις διατάξεις του ν. 1418/84 περί Δημοσίων έργων.
Το πρόβλημα που ανέκυψε για μένα ήταν το εξής: η δέσμευση όλης της ποσότητας νερού της πηγής ++ και η έλξη του στο υδραγωγείο, θα μείωνε κατά την ποσότητα αυτή και την συνολική ποσότητα του νερού του ποταμού ++ που διέτρεχε τις εγκαταστάσεις μου αφού δεν θα έρεε στην κοίτη του. Με δεδομένο ότι το νερό της ανωτέρω πηγής που κατέληγε στην κοίτη του ποταμού αποτελούσε το 1/3 της συνολικής ποσότητας του νερού του ποταμού ήταν φανερό ότι κατά την ποσότητα αυτή θα μειώνονταν και η ροή του ποταμού. Τούτο όμως θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τις καλλιέργειες του ιχθυοτροφείου μου όχι τόσο λόγω μειωμένης κατά το 1/3 ποσότητας νερού που θα διέτρεχε τις δεξαμενές όσο κυρίως διότι η μείωση της παροχής- ποσότητας νερού του ποταμού θα σήμαινε επιβράδυνση ροής που με τη σειρά της θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της θερμοκρασίας του νερού που πέρα από το δεδομένο όριο της μελέτης, θα επέφερε και τον θάνατο των ψαριών λόγω θερμικού σοκ, αφού τόσο η πέστροφα όσο και σολομός λόγω της φύσης του καλλιεργούνται σε ψυχρά νερά. Το πρόβλημα θα εμφανίζετο κυρίως τους θερινούς μήνες του Ιουλίου και Αυγούστου λόγω της ήδη μειωμένης λόγω καιρικών συνθηκών(ανυδρία) παροχής νερού του ποταμού . Άλλωστε όλη η μελέτη βιωσιμότητας της μονάδος μου έγινε αφού λήφθηκε ως όριο η ελάχιστη παροχή νερού του ποταμού κατά τους ανωτέρω μήνες του έτους. Αν λοιπόν σ` αυτήν την περίοδο η παροχή του νερού του ποταμού μειώνονταν ακόμη περισσότερο και δη κατά το 1/3 περισσότερο ήταν βέβαια η καταστροφή όλης της μονάδος μου.
Προ του κινδύνου τούτου, γνωστοποίησα εγγράφως (++) στην Κοινότητα και τον Νομάρχη ++ το πρόβλημα, υπέβαλλα την από ++ ένστασή μου κατά της δημοπρασίας του έργου και την από ++ προσφυγή μου στην επιτροπή του άρθρου 18 Ν.2218/94 και εν τέλει την από ++ προσφυγή μου απευθυνόμενη στον Υπουργό Εσωτερικών, ενώ ταυτόχρονα πρότεινα λύσεις για χρήση άλλων πηγών έτσι ώστε να ικανοποιηθεί και το δικό μου αναγνωρισμένο ιδιαίτερο δικαίωμα χρήσης μετά από παραχώρηση και η ανάγκη ύδρευσης του χωριού.
Η Κοινότητα αντιλαμβανόμενη ότι επίκειται καταστροφή μου και αναγνωρίζοντας ότι η αποστέρηση νερού κατά τον ανωτέρω τρόπο θα με ζημιώσει, ζητά να αποσύρω την ανωτέρω προσφυγή μου όπως και έκανα αφού με διαβεβαιώνει ότι θα λύσει το πρόβλημα με την χορήγηση σε μένα (στο ιχθυοτροφείο) των υπερχειλίσεων της παλαιάς και νέας δεξαμενής(υδραγωγείων).Συγκεκριμένα:
Με την από ++ απόφασή της με αρ.++ δεσμεύεται απέναντί μου για τα εξής : να μου χορηγήσει το νερό της υπερχείλισης τόσο από τη νέα όσο και από την παλαιά δεξαμενή και ειδικότερα, η υπερχείλιση νερού της παλαιάς δεξαμενής που μέχρι τότε οδηγούνταν με αγωγό στο ποτάμι αλλά 500 μέτρα χαμηλότερα της εγκαταστάσεώς μου, να οδηγείται πλέον με αγωγό στην νέα δεξαμενή(υδραγωγείο) στην θέση «++».Η υπερχείλιση δε της νέας δεξαμενής εμπλουτισμένη και από την υπερχείλιση της παλαιάς, άρα ικανότατη ποσότητα ύδατος αναπληρούσα την απολεσθείσα, να οδηγείται με αγωγό στις εγκαταστάσεις μου.
Ανέλαβε δε περαιτέρω με την ανωτέρω απόφαση της την υποχρέωση όπως προβεί Η ΙΔΙΑ στην κατασκευή αγωγού που θα οδηγεί την υπερχείλιση της παλαιάς δεξαμενής στη νέα ενώ ΜΟΥ ΠΑΡΕΙΧΕ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ να προβώ εγώ αναλαμβάνοντας έτσι τη σχετική υποχρέωση ,στην κατασκευή του αγωγού που θα οδηγούσε την υπερχείλιση του νερού από τη νέα δεξαμενή(που πλέον θα ήταν εμπλουτισμένη με την υπερχείλιση της παλαιάς) στο ιχθυοτροφείο μου. Χωρίς την παροχή τούτης της αδείας εκ μέρους της Κοινότητας ( «Η υπερχείλιση…επιτρέπεται στον κ. ++ να πάρει με αγωγό με δικά του έξοδα και να οδηγείται στο ιχθυοτροφείο του») αυτονόητα δεν θα ήταν δυνατή η εκ μέρους μου εκπλήρωση της υποχρεώσεως για την κατασκευή αγωγού αφού πρόκειται για κατασκευή έργου επί εγκαταστάσεων και επί εδάφους της κοινότητας. Αντίθετα καμία άδεια δεν παρείχε σε κανένα για την κατασκευή αγωγού που θα οδηγεί την υπερχείλιση της παλαιάς δεξαμενής στη νέα για λογαριασμό της αναλαμβάνοντας η ίδια την πλήρη υποχρέωση κατασκευής αυτού.
Με τον τρόπο αυτό στην ουσία η Κοινότητα δεσμεύθηκε-υποσχέθηκε όπως:
1) μου διατηρήσει αλώβητο το ιδιαίτερο δικαίωμα χρήσης νερού του ποταμού για την λειτουργία του ιχθυοτροφείου μου έστω και κατ` άλλο τρόπο, ήτοι τον τρόπο που αναφέρθηκε αφού ούτως ή άλλως είχα από την παραχωρητήρια πράξη δικαίωμα ιδιαίτερης χρήσης του κοινοχρήστου νερού του ποταμού. Άλλωστε το δικάιωμά μου τούτο ,πέρα από την παραχωρητήρια πράξη στηρίζονταν και σε μία πραγματική κατάσταση την οποία συνιστά η για πολλά χρόνια(από το ++) ανεμπόδιστη και καλόπιστη άσκηση του δικαιώματος χρήσης των νερών του ποταμού κατά τον τρόπο που αναφέρθηκε αφού δεν αντιστρατεύονταν στο δημόσιο συμφέρον και δεν αναιρούσε την χρήση του κοινοχρήστου πράγματος.
Ταυτόχρονα με την ανωτέρω απόφασή της στην ουσία αποδέχθηκε ότι:
2)είναι δυνατή η ικανοποίηση τόσο του ιδιωτικού ιδιαιτέρου δικαιώματος μου χρήσης αλλά και του γενικού δικαιώματος κοινής χρήσης των υδάτων, αφού δια του τρόπου που αναφέρθηκε (υπερχειλίσεις) και εγώ θα είχα την ελάχιστη απαιτούμενη ποσότητα ύδατος και στους θερινούς μήνες για την λειτουργία της μονάδος μου και η κοινότητα θα είχε πόσιμο νερό και άρα η κοινή χρήση δεν αναιρείται.
Επιπλέον με την ανωτέρω δέσμευσή της αποδέχεται ότι:
3)πώς αιτιακά η κατασκευή αγωγών των υπερχειλίσεων θα λύσει το πρόβλημα βιωσιμότητας της επιχείρησής μου λόγω παροχής της απαιτούμενης ποσότητας ύδατος έστω και μέσω υπερχειλίσεων και άρα ότι –ακριβώς το αντίθετο- η μη κατασκευή των αιτιακά θα οδηγήσει στην καταστροφή της μονάδος μου λόγω μη επαρκούς ποσότητας και άρα ροής νερού.
Συγκεκριμένα αποδέχθηκε πώς δεν είναι απαραίτητη η υποχώρηση ή και αναίρεση του δικαιώματός μου άνευ ετέρου προκειμένου να ικανοποιηθεί η ανάγκη ύδρευσης και άρα τούτα μπορούν να συνυπάρξουν διότι η εν λόγω ποσότητα του ύδατος των υπερχειλίσεων αποτελεί περίσσευμα και δεν είναι αναγκαία απαραιτήτως για τις ανάγκες των κατοίκων του χωριού, αφού τούτες ικανοποιούνται από την ποσότητα ύδατος του υδραγωγείου, δηλ. σε προγενέστερο χρονικό σημείο και κατά προτεραιότητα, δεδομένου ότι αν δεν γεμίσει το υδραγωγείο με νερό που διοχετεύεται στο δίκτυο, είναι αδύνατο να ακολουθήσει διοχέτευση νερού από την υπερχείλιση. Από την στιγμή όμως που το υδραγωγείο γεμίζει καλύπτοντας έτσι με την απαιτούμενη ποσότητα τις ανάγκες ύδρευσης, τότε κατά τον βαθμό και την ποσότητα υπερχείλισης του νερού που εκφεύγει απ` αυτό και άρα δεν αποτελεί μέρος της ποσότητας ύδατος που παραμένει στο υδραγωγείο άρα αποτελεί περίσσευμα που δεν καλύπτει τις ανάγκες ύδρευσης, μου παραχώρησε το δικαίωμα με την ανωτέρω απόφαση να το χρησιμοποιώ προκειμένου να οδηγείται στις εγκαταστάσεις μου. Έτσι το παραχωρούμενο και αναγνωριζόμενο αρχικά δικαίωμα μου ιδιαίτερης χρήσης των υδάτων με βάση την αρχική παραχωρητήρια πράξη της Κοινότητας για την εγκατάσταση και λειτουργία της επιχείρησής μου ,με την ανωτέρω υπό αριθμό ++ απόφασή της η Κοινότητα υποσχέθηκε και δεσμεύθηκε να το διατηρήσει και άρα διασφαλίσει δηλ. να διασφαλίσει την χρήση ύδατος υπ` εμού κατά τους όρους του δικαιώματός μου. Η διασφάλιση τούτη και δη η συνέχεια στην άσκηση του δικαιώματός μου κατά φύση περιεχόμενο και έκταση , απλά θα γινόταν πλέον –εν` όψει και της κάλυψης των αναγκών ύδρευσης- με διαφορετικό τρόπο, ήτοι μέσω διοχέτευσης των υπερχειλίσεων στον ποταμό λίγο πριν την είσοδό του στις εγκαταστάσεις μου, έτσι ώστε και πάλι να υφίσταται η αυξημένη ροή αυτού.
Συνεπώς τη φύση και το περιεχόμενο του δικαιώματός μου δηλ. το δικαίωμα να χρησιμοποιώ συγκεκριμένη ποσότητα ύδατος του ποταμού, η Κοινότητα ανέλαβε την υποχρέωση να τα διατηρήσει και διασφαλίσει δια του τρόπου αυτού ενώ ταυτόχρονα με την λήψη αυτής ταύτης της απόφασης μου διασφάλισε σαφώς και την έκταση του δικαιώματος χρήσης αυτού αφού τούτο δεν θα περιορίζονταν λόγω μειωμένης ροής του ποταμού αφού τμήμα της ποσότητας νερού που αρχικώς δεσμεύονταν από την πηγή ++ και οδηγούνταν στο υδραγωγείο, δηλ. το περίσσευμα του νερού της πηγής αυτής, μετά από την κάλυψη των αναγκών ύδρευσης και άρδευσης, μέσω των υπερχειλίσεων, κατέληγε και πάλι στην κοίτη του ποταμού αυξάνοντας έτσι τη ροή του προ των εγκαταστάσεων μου.
Έτσι είναι αυτονόητο ότι θα εισέρχονταν στον ποταμό μέσω της υπερχείλισης από την νέα δεξαμενή -που συγκέντρωνε όλη την ποσότητα του νερού της ++- όχι όλη ποσότητα νερού της ++, που αντιστοιχούσε στο 1/3 της όλης ποσότητας νερού του ποταμού, αλλά η υπερχείλιση δηλ. ό,τι περίσσευε μετά την κατανάλωση της ποσότητας αυτής προς ύδρευση και άρδευση. Άρα αυτή η είσοδος του περισσεύματος του νερού της πηγής ++ από το υδραγωγείο στον ποταμό δεν θα αντιστάθμιζε την μείωση κατά 1/3 της παροχής του ποταμού δηλ. δεν θα επέρχονταν και πάλι αύξηση κατά 1/3 της ποσότητας που είχε απολέσει ο ποταμός λόγω δέσμευσης των νερών της πηγής ++. Έτσι ναι μεν θα ενισχύονταν η ροή του ποταμού με το περίσσευμα του νέου υδραγωγείου σαφώς όμως δεν μπορούσε να επανέλθει η (αυξημένη) ροή του στα προ της δέσμευσης του νερού της πηγής, επίπεδα ροής και ποσότητας με βάση τα οποία όμως μετρήθηκαν τα δεδομένα που ήταν αναγκαία και απαραίτητα -τουλάχιστον κατά την περίοδο του καλοκαιριού- για να καλυφθεί το ελάχιστο όριο ποσότητας και ροής για την βιωσιμότητα της επιχείρησής μου. Έτσι -ιδίως αν ληφθεί υπ` όψιν ότι κατά τους θερινούς μήνες και αυξημένες ανάγκες ύδρευσης υπάρχουν στο χωριό αφού λόγω παραθέρισης και μόνο διαμένουν πολλοί κάτοικοι και αυξημένες ανάγκες άρδευσης των κήπων αφού το πότισμα γίνεται μέσω του δικτύου ύδρευσης (σύνδεση με «λάστιχο»)- ήταν κατανοητό ότι μόνη η υπερχείλιση ύδατος από την νέα δεξαμενή προς το ποτάμι δεν θα έλυνε το πρόβλημα αφού σαφώς υπήρχε ορατός κίνδυνος να μην υπάρχει καν υπερχείλιση δηλ. περίσσευμα ποσότητας ύδατος που να εισρέει στον ποταμό.
Για τον λόγο αυτό ακριβώς υπήρξε και η ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους της ως έχουσας εξουσία κυρίας, να οδηγηθεί η υπερχείλιση, δηλ. το περίσσευμα νερού της παλαιάς δεξαμενής στην νέα έτσι ώστε και οι δύο μαζί υπερχειλίσεις να λύσουν το πρόβλημα. Πράγματι η παλαιά δεξαμενή-υδραγωγείο τροφοδοτούμενο αυτοτελώς από την πηγή ++ που καμία σχέση δεν είχε με τον ποταμό, είχε τρόπον τινά «παροπλισθεί» και πάντως συνέβαλλε στις ανωτέρω ανάγκες ύδρευσης και άρδευσης επικουρικά και επιβοηθητικά με αποτέλεσμα σχεδόν όλη η παροχή νερού της πηγής ++ που διοχετεύονταν στο παλαιό υδραγωγείο να εκφεύγει και ως υπερχείλιση-περίσσευμα. Αν ληφθεί δε υπόψη ότι μέχρι τότε το παλαιό υδραγωγείο με την ποσότητα νερού που δέσμευε εξυπηρετούσε τις ανάγκες όλου του χωριού επί τόσα χρόνια ήταν φανερό ότι το περίσσευμά του από μόνο του ήταν ικανό να αναπληρώσει συνεπικουρούμενο και από το περίσσευμα του νέου υδραγωγείο αν και στην ποσότητα που αυτό θα υπήρχε, την μειωμένη ροή και ποσότητα του ποταμού αν διοχετεύονταν σ` αυτόν.
Ακριβώς για τους λόγους αυτούς αποφασίσθηκε από την Κοινότητα με την ανωτέρω απόφαση η χορήγηση σε μένα ΣΩΡΕΥΤΙΚΩΣ και των δύο υπερχειλίσεων και όχι μόνο της μίας ή της άλλης.
Με τον τρόπο αυτό ήτοι την χρησιμοποίηση ΣΩΡΕΥΤΙΚΑ της ποσότητας ύδατος και των δυο υπερχειλίσεων και πάλι στις εγκαταστάσεις μου θα εισέρεε η αυτή ποσότητα νερού με την αυτή ροή του ποταμού όπως και πριν κατασκευασθεί το υδραγωγείο. (στην ουσία μειωμένη ροή θα είχε ο ποταμός για την απόσταση από την πηγή έως και πριν την είσοδό του στις εγκαταστάσεις μου.) Άρα η φύση, το περιεχόμενο και η έκταση του δικαιώματος χρήσης που είχα και πριν την κατασκευή του υδραγωγείου διασφαλίσθηκε με την διαβεβαίωση και υπόσχεση της Κοινότητας ότι δεν θα προσβάλλονταν και δεν θα υποχωρούσε τούτο σε καμία από τις εκδηλώσεις άσκησής του και μετά την κατασκευή αυτού.
Η συνέχεια είναι γνωστή :το έργο εμπλουτισμού της ύδρευσης (συλλογή υδάτων από την πηγή, κατασκευή υδραγωγείου, σύνδεση αυτού με το δίκτυο ύδρευσης κλπ) δημοπρατήθηκε από τον «Σύνδεσμο» και ο ανάδοχος εργολάβος το κατασκεύασε με βάση ,ως προειπώθηκε την μελέτη ΤΥΔΚ.
Εγώ κατά τα συμφωνηθέντα κατασκεύασα τον αγωγό που θα οδηγούσε την υπερχείλιση του νερού από τη νέα δεξαμενή(που κατά τα συμφωνηθέντα θα ήταν εμπλουτισμένη με την υπερχείλιση της παλαιάς) στο ιχθυοτροφείο μου ήδη μετά την ανωτέρω απόφαση και αφού η Κοινότητα κατασκεύασε(μέσω του Συνδέσμου και του εργολάβου) το νέο υδραγωγείο(++) και ανέμενα την κατασκευή αγωγού κατά τα` ανωτέρω από την παλαιά δεξαμενή στη νέα.
Το νέο υδραγωγείο τελικά τέθηκε σε λειτουργία, δηλ. δέσμευε τα νερά της πηγής ++ και τα διοχέτευε μέσω δικτύου τον ++ (++.
Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΟΜΩΣ ΥΠΑΙΤΙΩΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΠΑΡΕΛΕΙΨΕ ΝΑ ΠΡΟΒΕΙ ΣΤΗΝ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ ΥΛΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΑΓΩΓΟΥ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΝΕΑ ΔΕΞΑΜΕΝΗ.
Αποτέλεσμα της ανωτέρω υπαιτίου και παρανόμου παράλειψης κατασκευής του αγωγού και εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της, ήταν η στέρηση της αναγκαίας για την μονάδα μου ποσότητας νερού που θα εισέρεε στο ποτάμι και θα αύξανε την ροή του. Από την μείωση της ποσότητας του νερού του ποταμού και την μη αναπλήρωσή του κατά τον ανωτέρω συμφωνηθέντα τρόπο, υπήρξε επιβράδυνση της ροής του νερού στον ποταμό και αύξηση της θερμοκρασίας του νερού αυτού που διέτρεχε τις εγκαταστάσεις μου, φαινόμενο που θα αποφεύγονταν αν η ικανότατη ποσότητα ύδατος κυρίως της υπερχείλισης της παλαιάς δεξαμενής είχε οδηγηθεί με αγωγό στην νέα έτσι ώστε η συνολική ποσότητα του περισσεύματος και των δύο δεξαμενών εισέρεε στον ποταμό.
Έτσι την ++ «…υπήρξαν μαζικοί θάνατοι του ιχθυοπληθυσμού του ιχθυοτροφείου ανερχόμενοι σε 20.000 περίπου σολομούς βάρους 400-500 γρ…η ζημία συνεχίζεται…και αιτία είναι η αφαίρεση νερού…χωρίς τη διάθεση των υπερχειλίσεων όπως είχε συμφωνηθεί με την Κοινότητα…με αποτέλεσμα την υπερθέρμανση του νερού.»(αρ.πρωτ.++ έγγραφο της Δ/νσης Γεωργικής Ανάπτυξης της ++).
Εν συνεχεία ασκώ για την αποκατάσταση της ζημίας μου τη ένδικη αγωγή.
Ο αντίδικος Δήμος κατά την συζήτηση της αγωγής μου την ++ (προηγήθηκε η υπ` αριθμ` ++ απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου που διέτασσε συμπλήρωση φακέλου δικογραφίας) προέβαλε την ένσταση έλλειψης παθητικής του νομιμοποίησης, ισχυριζόμενος ότι «…φορέας του έργου εμπλουτισμός- συντήρηση-δικτύου ύδρευσης της Κοινότητας ++) από το οποίο επήλθε ζημία ήταν ο ΑΣΚΛΝΠ, ήτοι νομικό πρόσωπο διαφορετικό εκείνου της τότε Κοινότητας ++, η οποία καμία συμμετοχή δεν είχε στο συγκεκριμένο έργο και, ως εκ τούτου, δεν ευθύνεται για τυχόν ζημία που επήλθε από την εκτέλεσή του.»
Η προσβαλλομένη δέχθηκε την ανωτέρω ένσταση και απέρριψε την αγωγή μου ως απαράδεκτη με την εξής αιτιολογία: «…το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ΑΣΚΛΝΠ είναι αυτοτελές νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ότι αυτό είναι ο φορέας του επιδίκου έργου, αφού αυτό προκήρυξε τον μειοδοτικό διαγωνισμό, τον κατακύρωσε και ανέθεσε το έργο στον μειοδότη εργολάβο, χρηματοδοτώντας τούτο κατά ένα μέρος (5%),κρίνει ότι το εν λόγω νομικό πρόσωπο και όχι το εναγόμενο, είναι υπόχρεο για την αποκατάσταση της ζημίας του ενάγοντος και έναντι του νομικού τούτου προσώπου έπρεπε να στραφεί η ένδικη αγωγή. Συνεπώς ο Δήμος ++ δεν νομιμοποιείται παθητικώς στην παρούσα δίκη, αφού δεν αποδείχθηκε παρανομία των οργάνων του που να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ζημιογόνο αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, η κρινομένη αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.»!!!
Την ανωτέρω λοιπόν απόφαση εκκαλώ για όσους λόγους επιφυλάσσομαι να προσθέσω στο μέλλον αλλά και για τους κάτωθι νόμιμους και βάσιμους ,ήτοι:
1)Είναι προφανές ότι η προσβαλλομένη τελεί σε πλήρη άγνοια και εντεύθεν σύγχυση όσον αφορά την βασικότατη και θεμελιώδη διάκριση μεταξύ της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης κάθε δίκης και της ουσιαστικής βασιμότητας των ισχυρισμών που προβάλλονται στα πλαίσια της δίκης.
Η κρίση της ότι «δεν νομιμοποιείται παθητικά» ο Δήμος διότι δεν αποδείχθηκε παρανομία των οργάνων του που να τελεί σε αιτιώδη σχέση με το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ανατρέπει απροκάλυπτα και καταστρατηγεί παράφορα κάθε θεμέλιο δογματικής σκέψης και κάθε κείμενη διάταξη διότι η νομιμοποίηση και η ουσιαστική βασιμότητα ( «αποδείχθηκε») είναι εντελώς διάφορα μεταξύ των μεγέθη, ήτοι:
Στην δίκη αποζημιώσεως εμφανίζεται ως ενάγων εκείνος που ισχυρίζεται ότι είναι ο φορέας του επιδίκου δικαιώματος(εν προκειμένω από αδικοπραξία βλ.και μείζονα σκέψη της εκκαλουμένης) και ως εναγόμενος ο-κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος -υπόχρεος.
Δεν είναι βέβαια ανάγκη ο ενάγων να είναι ο αληθινός δικαιούχος και ο εναγόμενος πράγματι υπόχρεος.
Τέτοια ταύτιση μεταξύ ουσιαστικών φορέων της έννομης σχέσης και δικονομικών υποκειμένων της δίκης ανακύπτει μόνο όταν η αγωγή γίνεται αμετάκλητα δεκτή και ως ουσία βάσιμη.
Αλλά και η αγωγή που τελικά απορρίπτεται για λόγους ουσιαστικούς επειδή δηλ. δεν αποδείχθηκε το επίδικο δικαίωμα, έδωσε επίσης λαβή σε έναρξη και διεξαγωγή έγκυρης δίκης και στην περίπτωση λοιπόν αυτή δεν θεωρείται ότι η δίκη έγινε μεταξύ αναρμόδιων διαδίκων-ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΙΣΧΥΡΙΖΟΤΑΝ ο ενάγων ότι επρόκειτο για τους φορείς της ουσιαστικής έννομης σχέσης.
Έτσι η νομιμοποίηση αποτελεί τη δικονομική όψη της επίδικης έννομης σχέσης και ενδιαφέρει και στην περίπτωση που κατά το ουσιαστικό δίκαιο υπάρχει αμφιβολία ως προς τον αληθινό φορέα του δικαιώματος.
Εάν λοιπόν ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος είναι ο φορέας της επιδίκου σχέσεως, πρέπει να αναγράφει στο δικόγραφο τα στοιχεία της νομιμοποίησης και εν προκειμένω εφ` όσον πρόκειται για αδικοπραξία ,τον νόμιμο λόγο ευθύνης ήτοι την παράνομη και υπαίτια (πράξη) παράλειψη(Γεωργ.- Σταθ. υπο : Εισ. παρατηρήσεις στα άρθρα 914-938.2).Ειδικότερα ως προς την τελευταία και το ότι ο παραλείψας όφειλε να προβεί στην ορισμένη εν τέλει παραλειφθείσα και επιβεβλημένη ενέργεια.(Γεωργ.-Σταθ.υπο 914.9,27)
Εάν αποδειχθεί ότι ο εναγόμενος δεν είναι φορέας της σχέσεως, δηλ. υπόχρεος, τότε η αγωγή απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη και όχι ως ανομιμοποίητη.
Άρα εάν η ένσταση του εναγομένου έχει το περιεχόμενο ότι δεν είναι υπόχρεος διότι δεν είναι φορέας της επιδίκου εννόμου σχέσεως (και όχι ότι δεν είναι ο φορέας του επιδίκου έργου ,ισχυρισμός που δεν έχει καμία έννομη συνέπεια) διότι ουδέποτε παρέλειψε να προβεί σε οφειλόμενη ορισμένη θετική ενέργεια έναντι ορισμένου προσώπου τούτο δεν αποτελεί ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αλλά ισχυρισμό καταλυτικό του δικαιώματος του ενάγοντος εναντίον του ως υπόχρεου.
Τέτοια ένσταση ,ήτοι περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης θα αποτελούσε μόνο ο ισχυρισμός ότι, αν και ο ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος είναι ο φορέας της επιδίκου σχέσεως ήτοι υπόχρεος από την έννομη σχέση, εν τούτοις ο ενάγων στρέφεται εναντίον του ,ήτοι τον εναγάγει ως εναγόμενο(εκτός αν υπάρχει κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση )(για όλα τ` ανωτέρω βλ.παρακαλώ:το Πανεπιστημιακό Εγχειρίδιο: Κεραμέας: Αστ.Δικ.Δικ. Γεν.Μέρος, 1986,,κεφ IV,παρ.55,σε.108-114).
Έτσι η αγωγή μου θα ήταν απαράδεκτη ως παθητικά ανομιμοποίητη εναντίον του αντιδίκου μου ΜΟΝΟ εάν ισχυριζόμουν ότι φορέας της υποχρεώσεως αποζημίωσης από τον νόμιμο λόγο ευθύνης δηλ. από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του ήταν ο Σύνδεσμος και παρά τον ισχυρισμό μου τούτο ασκούσα την αγωγή μου εναντίον του Δήμου χωρίς να επικαλούμαι περιστατικά κατ` εξαίρεσης νομιμοποίησης.
Συνεπώς ο αντίδικος δεν αμφισβήτησε την νομιμοποίηση ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης(Βαρθακοκοίλης .ό.α υπο 338.15),αλλά προέβαλλε ότι αν και ισχυρίζομαι ότι είναι ο υπόχρεος εκ της εννόμου σχέσης που ιστορώ, εν τούτοις στην πραγματικότητα δεν είναι ο υπόχρεος δηλ. προέβαλε ισχυρισμό καταλυτικό του ιδίου του δικαιώματός μου εναντίον του.(Κεραμέας ό.α σελ.110).
Συνεπώς προκύπτει θέμα ουσιαστικής βασιμότητας και μόνο του ισχυρισμού του, ήτοι αν, εκτός από τους ισχυρισμούς μου ότι είναι υπόχρεος, είναι και πράγματι υπόχρεος, ήτοι αν οι ισχυρισμοί μου είναι βάσιμοι.
Η προσβαλλομένη όμως απόφαση, δεν προέβη στην διάκριση των δύο μεγεθών (ακόμα και αν δεχθούμε ότι προβλήθηκε η ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης από τον αντίδικο με τον ισχυρισμό ότι δεν είναι ο φορέας της επιδίκου σχέσεως ,διότι έτσι όπως προβλήθηκε ήτοι ότι δεν είναι ο φορέας του επιδίκου έργου δεν υφίσταται ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης και άρα καμία υποχρέωση της εκκαλουμένης να εξετάσει καμία τέτοια λόγω προβληθείσης «ενστάσεως»),αλλά αντίθετα κατά τρόπο κατάφωρα εσφαλμένο και στρεβλώνοντας κάθε αρχή του δικαιϊκού μας συστήματος και της Λογικής εξάρτησε -αν είναι δυνατό- την νομιμοποίηση ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης από την απόδειξη της βασιμότητας των προβαλλομένων ισχυρισμών.!!!
Έτσι φθάνει στο παράδοξο, αντιφατικό και σαφώς εσφαλμένο αποτέλεσμα να δέχεται ότι δεν αποδείχθηκε η παρανομία των οργάνων του Δήμου αλλά αντίθετα αποδείχθηκε («κρίνει») ότι το εν λόγω νομικό πρόσωπο είναι υπόχρεο για την αποκατάσταση της ζημίας χωρίς εν τούτοις να προχωρήσει σε στάδιο αποδεικτικής διαδικασίας για να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς, αφού θεωρεί ότι η αγωγή καταρχήν ήταν απαράδεκτη λόγω ελλείψεως διαδικαστικής προϋπόθεσης και γι` αυτό την απέρριψε!!!. Όμως αν δεν είχαν αποδειχθεί οι αγωγικοί ισχυρισμοί, η αγωγή θα απορρίπτονταν ως ουσία αβάσιμη και όχι ως απαράδεκτη .
Πράγματι με τον ανωτέρω τρόπο η προσβαλλομένη καταλύει κάθε εγγύηση ορθής δικαστικής απόφασης που αποτελεί Συνταγματικό δικαίωμα του κάθε πολίτου διότι :( ακολουθεί αντιγραφή από το Παμεπιστημιακό εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας του Κεραμέως :Αστικό Δικονομικό Δίκαιο-Γενικός Μέρος,1986,παρ.56 επ.)
«Διαδικαστικές καλούνται οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να χωρήσει συζήτηση και να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς. Από τη φύση της δίκης ως έννομα ρυθμισμένης κρατικής ενέργειας προκύπτει ότι η δικαστική προστασία δεν μπορεί να παρέχεται τυχαία ή αυθαίρετα, αλλά επιβάλλεται ορισμένη τάξη: μόνο όταν υφίσταται σειρά ολόκληρη προϋποθέσεων, που αφορούν το δικαιοδοτικό όργανο, τα υποκείμενα και το αντικείμενο της διαφοράς, μπορεί αλλά συγχρόνως και είναι υποχρεωμένο το δικαστήριο να κρίνει την ουσία της υποθέσεως. Οι προϋποθέσεις αυτές θεσπίζονται από το νόμο, γιατί αποτελούν αφηρημένες εγγυήσεις ορθής δικαστικής αποφάσεως, λχ η ικανότητα δικαστικής παραστάσεως εξασφαλίζει την υπεύθυνη, και η νομιμοποίηση την «αρμόδια » προβολή των ισχυρισμών του διαδίκου. Παράλληλα οι διαδικαστικές προϋποθέσεις υπηρετούν και άλλους σκοπούς, όπως η ασφάλεια του δικαίου (δεδικασμένο) ή ο σεβασμός της υπάρξεως και άλλων δικαιοδοτικών τάξεων στο διεθνή χώρο (διεθνής δικαιοδοσία). Ανεξάρτητα πάντως από τον συγκεκριμένο σκοπό, η έλλειψη έστω μιας διαδικαστικής προϋπόθεσης εμποδίζει την είσοδο του δικαστηρίου στην ουσία της διαφοράς.», «…κύρωση της ελλείψεως έστω και μιας διαδικαστικής προϋποθέσεως είναι η απόρριψη της αγωγής ή γενικότερα του ενδίκου βοηθήματος ως απαράδεκτου (απόρριψη για λόγους τυπικούς ή «μη ουσιαστικούς», « Διαδικαστικές προϋποθέσεις και διαδικαστικά κωλύματα συναπαρτίζουν κατά μια άποψη το δικονομικό αντικείμενο της δίκης, του οποίου η έρευνα και η κατάφαση (ύπαρξη διαδικαστικών προϋποθέσεων, ανυπαρξία διαδικαστικών κωλυμάτων) αποβαίνει απαραίτητη, για να καταστεί επιτρεπτή η συζήτηση και η έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας της διαφοράς.», «Έλλειψη επομένως μιας διαδικαστικής προϋποθέσεως δεν κωλύει, αλλ’ αντίθετα απαιτεί την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, η απόφαση όμως θα βεβαιώνει την έλλειψη αυτή, χωρίς να εξετάζει την ουσία της διαφοράς, δηλαδή θα είναι καθαρά δικονομική.»
Συνεπώς φανερότατα η εκκαλουμένη έσφαλλε αφού εξήρτησε την νομιμοποίηση από την απόδειξη – ουσιαστική βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών και πρέπει να εξαφανισθεί.
Αλλά και η βασιμότητα των ισχυρισμών μου είναι δεδομένη:
Η Κοινότητα ήταν η κυρία και η έχουσα εξουσία διαχείρισης των κοινοχρήστων υδάτων. Ήδη μου είχε παράσχει ιδιωτικό δικαίωμα να τα χρησιμοποιώ κατά τον τρόπο, την έκταση και με το περιεχόμενο που αναφέρθηκε για την εγκατάσταση και λειτουργία του ιχθυοτροφείου χωρίς να αναιρείται η κοινή τους χρήση και χωρίς κανένας να βλάπτεται.
Στα πλαίσια της ενάσκησης του δικαιώματος κυριότητας της ήτοι έχουσα όλες τις εξουσίες που καταρχήν απορρέουν από το δικαίωμα κυριότητας και διαγράφονται στην ΑΚ 1000(Γεωργ.-Σταθ.υπο 19,20,21,Βαθρακοκοίλης:Ερμηνεία ΑΚ υπό 968) και επιπλέον έχουσα ως Διοίκηση ρυθμιστική εξουσία κατ` 969 ΑΚ κατά τη ρύθμιση της κοινής χρήσης, κανόνισε τούτη επί τη βάσει των κριτηρίων του άρθρου αυτού. Σαφώς σε περίπτωση σύγκρουσης ενός ιδιωτικού ιδιαιτέρου δικαιώματος προ το γενικό δικαίωμα της κοινής χρήσης για ύδρευση και άρδευση, το πρώτο υποχωρεί, πάντοτε υπό την επιφύλαξη της αρχής της αναλογικότητας(Γεωργ .-Σταθ. υπο 970.51 όπου και νομολογία ΣΤΕ.)
Η δέσμευση όλης της ποσότητας ύδατος της πηγής «++» αποτελεί ενέργειά της στα πλαίσια κατά τα` ανωτέρω της εξουσίας της προς ρύθμιση των κοινής χρήσεως πραγμάτων λόγω της κυριότητάς της. Άμεσο επακόλουθο της νομίμου αυτής ενέργειάς της ήταν η μείωση της ποσότητας του νερού του ποταμού. Όσο επιζήμια και να ήταν για μένα δεν θα γενάτο υπέρ εμού δικαίωμα αποζημίωσης(Γεωργ.- Σταθ.υπο 969.1).
Το ότι η δέσμευση κατά τα` ανωτέρω του νερού και η έλξη του στο υδραγωγείο ως υλική ενέργεια ήτοι υλοποίηση της ρυθμιστικής απόφασης της Κοινότητας δεν έγινε από τα όργανα της Κοινότητας αλλά από τρίτον είτε αυτός λέγεται Σύνδεσμος είτε ανάδοχος είτε είναι οποιοσδήποτε είναι παντελώς αδιάφορο για την αγωγή μου, αφού είναι αδιάφορη –ως νόμιμη- η ανωτέρω ρυθμιστική εξουσία-απόφαση της Κοινότητας, από την οποία εξαρτώνταν ,ως εικός και η νομιμότητα της υλοποιήσεως.
Εγώ επικαλούμαι ζημία μου που προήλθε από υπαίτια παράλειψη οφειλομένης ενέργειας από την Κοινότητα ,ήτοι διότι υπαιτίως παρέλειψε να μου χορηγήσει, μετά ταύτα, το νερό της υπερχείλισης της παλαιάς δεξαμενής κατά τον τρόπο που εξετέθη(σύνδεση αυτής με αγωγό στην νέα) ,δηλ. παρέλειψε να προβεί σε υλική θετική ενέργεια (Γεωργ.-Σταθ.υπο 966.41) που όφειλε έναντί μου όχι απαραιτήτως κατ` 969 ΑΚ αλλά διότι ανέλαβε την υποχρέωση να διατηρήσει και διασφαλίσει πλήρως την ικανοποίηση του ήδη υπάρχοντος δικαιώματός μου και παρέλειψε υπαιτίως και παρανόμως να το πράξει.
Η υποχρέωσή της να προβεί στην ορισμένη θετική ενέργεια που παρέλειψε εν τέλει υπαιτίως (με την μορφή της εγκληματικής τουλάχιστον αδιαφορίας για να μην πω του ενδεχόμενου δόλου, άποψη που δικαιολογείται απόλυτα εν` όψει των προηγούμενων ενεργειών μου και της σαφούς γνώσης που είχε η Κοινότητα για την έκταση της βλάβης μου) , πηγάζει από την δέσμευσή της με την ανωτέρω απόφασή της -του Κοινοτικού Συμβουλίου- να μου εξασφαλίσει παρά τον κανονισμό της χρήσεως των υδάτων και μετά απ` αυτόν, την και εις το μέλλον συνεχή ικανοποίηση και άρα διατήρηση του δικαιώματός μου δι` άλλου τρόπου, ήτοι την χορήγηση και των δύο υπερχειλίσεων, αφού εξακολουθεί να είναι η μόνη κυρία τούτων και εξακολουθεί να ασκεί επ` αυτών τις εξουσίες της (διοικητικής της) κυριότητας τις οποίες ΔΕΝ έχει παραχωρήσει με οιαδήποτε παραχωρητήρια πράξη σε οποιονδήποτε τρίτο. Συνεπώς θεμελιώθηκε με την απόφασή της νομική της υποχρέωση προς θετική οφειλόμενη πράξη.
Σαφώς δεν θα μπορούσε να αναλάβει τούτη τη δέσμευση αν δεν κρινόταν ότι όχι μόνο υπάρχει επάρκεια νερού των υπερχειλίσεων αλλά ότι πρωτίστως η επάρκεια τούτη διοχετευόμενη στον ποταμό προ των εγκαταστάσεών μου θα λύσει το πρόβλημα δηλ. την επικίνδυνη κατάσταση για το δικαίωμά μου. Τούτο και μόνο φανερώνει ότι γνώριζε τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στην υποχρέωσή της προς ενέργεια δηλ. ανάμεσα στην κατασκευή αγωγών υπερχειλίσεων και την μη επέλευση βλάβης και άρα γνώριζε τον αιτιακό άμεσο σύνδεσμο ανάμεσα στην παράλειψη κατασκευής των και στην επέλευση βλάβης μου.
Άλλωστε η υποχρέωσή της τούτη να προβεί στην συγκεκριμένη ενέργεια πήγαζε –εκτός από την ρητή της δέσμευση και υπόσχεση-και από την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις αφού τελούσε εις γνώση της επικείμενης βλάβης αν δεν εξευρίσκονταν λύση αλλά και από το γενικό και καθόλου πνεύμα του δικαίου μας .Έτσι, κατά την κρατούσα άποψη στην θεωρία και νομολογία, για την κατάφαση της παρανομίας (και για την εφαρμογή του άρθρου 914 ΑΚ) δεν είναι απαραίτητο οι παραβιαζόμενοι κανόνες να είναι κανόνες του γραπτού δικαίου. Η παρανομία μπορεί να συνίσταται και σε παράβαση των γενικών επιταγών της έννομης τάξης οι οποίες, παρόλο ότι δεν είναι διατυπωμένες σε γραπτούς κανόνες του θετικού δικαίου, εκφράζουν ωστόσο το πνεύμα που κυριαρχεί σ’ αυτό, τους γενικούς σκοπούς και τις γενικές αρχές του και προσδιορίζονται κάθε φορά με αναδρομή στις ουσιαστικές πηγές της έννομης τάξης: την ιδέα της δικαιοσύνης και τις ανάγκες της κοινωνικής ζωής. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι αποτελούν κατά την άποψη αυτή παρανομία και η παράβαση των αγράφων κανόνων της καλής πίστης και των άγραφων ηθικών κανόνων που, μέσω των κρατούντων ηθών, έχουν μετουσιωθεί σε επιταγές του θετικού δικαίου (281, 919) καθώς και αυτή ακόμη η παράβαση των άγραφων κανόνων επιμέλειας, που οι ανάγκες της σύγχρονης κοινωνικής συμβίωσης επιβάλλουν την τήρησή τους στις συναλλαγές (Δεληγιάννης-Κορνηλάκης ειδ. Ενοχ. Δικ. ΙΙΙ, 1992, 131,149 επ. όπου και παραπ, ΕφΘεσ 74/83 Αρμ. ΛΖ, 656: Παράνομη η συμπεριφορά που αντιβαίνει στο καθόλου δίκαιο,Γεωργ.-Σταθ.υπο 914.21,29).
Περαιτέρω η υποχρέωσή της να λάβει όλα τα` αναγκαία μέτρα προς αποτροπή της ζημίας σαφώς πηγάζει και εκ της προηγούμενης θετικής συμπεριφοράς της εκ της οποίας δημιουργήθηκε επικίνδυνη κατάσταση(όχι απαραιτήτως και παράνομη) από την οποία δυνατό να προξενηθεί ζημία αφού υφίσταται υποχρέωση στον δράστη να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προς αποτροπή ζημίας, τον κίνδυνο της οποίας προκάλεσε με προηγούμενη επικίνδυνη συμπεριφορά του (Γεωργ.-Σταθ.υπο 914.30,Δελ.-Κορνηλ. ό.α 149 επ.)
Συνεπώς είναι εύκολα κατανοητό πώς αυτός που παρέλειψε οφειλόμενη και επιβαλλόμενη ενέργεια για την οποία πάντως ανέλαβε ρητή δέσμευση έναντί μου ήταν η Κοινότητα και κανείς άλλος.
Μας ενδιαφέρει λοιπόν κατά νόμω ο φορέας της επιδίκου υποχρεώσεως εκ του νομίμου λόγου ευθύνης και όχι « ο φορέας του έργου εμπλουτισμού- αντικατάστασης -συντήρησης δικτύου ύδρευσης…στο οποίο καμία συμμετοχή δεν είχε η Κοινότητα…»!!!
Ο «Σύνδεσμος» δημοπρατώντας το έργο και εγκαθιστώντας τον ανάδοχο εργολάβο, ήτοι εκτελώντας το έργο, λειτούργησε απλά είτε ως «όργανο» (104,105 ΕισΝΑΚ) είτε ως προστηθείς (922 ΑΚ) της Κοινότητας και μόνο για την υπόθεση ,ως εξετέθη, της κατασκευής των έργων με τα οποία θα υλοποιούνταν και η ρυθμιστική δημόσια εξουσία της Κοινότητας έτσι όπως είχε τούτη κρίνει για την διαχείριση των υδάτων της. Το ότι ήταν ο «φορέας του έργου» σημαίνει κατά το Ν. 1418/84 περί Δημοσίων έργων κλπ, ότι ως «φορέας κατασκευής του έργου (διευθύνουσα ή επιβλέπουσα υπηρεσία) ενεργεί ό,τι απαιτείται για την καλή και έγκαιρη εκτέλεση των έργων και ορίζει τους τεχνικούς υπαλλήλους που θ` ασχοληθούν …και γενικά προβαίνει σε κάθε νόμιμη ενέργεια…» (όπως και η εκκαλουμένη σαφέστατα το αποδέχεται αφού αναφέρεται στον Σύνδεσμο ως τον « φορέα του επιδίκου έργου» και όχι ως τον έχοντα εξουσία κυρίου έστω και κατά παραχώρηση)
Διότι πράγματι κυρία της υπόθεσης και μετά τη δημοπράτηση κλπ είναι μόνο η Κοινότητα. Αυτή αποκομίζει οφέλη από την δραστηριότητα του «Συνδέσμου» που αναλαμβάνει την υλοποίηση του έργου. Άλλωστε ως εξετέθη η ρυθμιστική της εξουσία για τα δικά της ύδατα ανέκυψε κατ` 969 ΑΚ για την ικανοποίηση της δημόσιας ωφέλειας. Η Κοινότητα εξ` ετέρου έχει και την ευθύνη για τους κινδύνους που ανακύπτουν από την άσκηση της ρυθμιστικής της εξουσίας. Έτσι το έργο, την υλοποίηση του οποίου επιχειρεί ο «Σύνδεσμος»,γίνεται προς ίδιον συμφέρον της Κοινότητας και όχι του τελευταίου. Τούτο γίνεται κατανοητό αν σκεφθεί κανείς ότι πώς π.χ λόγω ποσού ,μπορούσε να γίνει απ ευθείας ανάθεση της κατασκευής του έργου στον εργολάβο και χωρίς την παρεμβολή του «Συνδέσμου».
Έτσι είτε πρόκειται για όργανο κατά τις διατάξεις 104,105,105 του ΕισΝΑΚ διότι «…είναι στην υπηρεσία νπδδ κατά την ενάσκηση εξουσίας που έχει ανατεθεί σ` αυτό»,είτε πρόκειται για μη όργανο -προστηθέντα κατ` 922 ΑΚ(Γεωργ.-Σταθ.υπο 922.9), η ευθύνη της Κοινότητας από την παράνομη πράξη του-παράλειψη θεμελιώνεται ήδη και μάλιστα κατά τρόπο αντικειμενικό. Μάλιστα παράλληλη και εις ολόκληρον ευθύνη φέρει και το υπαίτιο πρόσωπο.
Ακόμα λοιπόν και αν δεχθούμε την κρίση της εκκαλουμένης ότι από παράνομη πράξη ή παράλειψη του «Συνδέσμου» (είτε ως οργάνου είτε ως μη οργάνου ,ιδιότητα που πάντως δεν προσδιορίζει η εκκαλουμένη, ενώ η «αυτοτέλεια» που επικαλείται θεμελιώνει μάλλον την ιδιότητα του ως οργάνου κατά νόμο και δεν την αίρει: Δαγτόγλου Γεν.Διοικ.Δικ.,601 επ ) προκλήθηκε η ζημία μου, ΤΟΥΤ` ΑΥΤΟ στοιχειοθετεί την ευθύνη της Κοινότητας και δεν την αίρει. Πράγματι ο όρος «ευθύνη» στο πλαίσιο του νομικού καθεστώτος της αστικής ευθύνης του Δημοσίου (και των Δήμων και Κοινοτήτων κατ` 106 ΕισΝΑΚ) «…εκφράζει την υποχρέωση του δημοσίου να αποκαθιστά τις ζημιογόνες συνέπειες που προκαλούν οι παράνομες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων τους.»(Βαρθακοκοίλης ΕρμΑΚ Β` τόμος, υπό 105,σελ .2558).
Ως εξετέθη όμως, ο νόμιμος λόγος ευθύνης του αντιδίκου που επικαλούμαι, δεν συνίσταται στην παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του που στοιχειοθετεί η δέσμευση κατά τα` ανωτέρω του νερού και η έλξη του στο υδραγωγείο ως υλική ενέργεια (ήτοι υλοποίηση της ρυθμιστικής απόφασης) της Κοινότητας, αλλά στην παράλειψή της Κοινότητας ως έχουσας εξουσία κυρίου να προβεί σε ορισμένη ενέργεια (θετική) που όφειλε διότι ανέλαβε την υποχρέωση (είτε με ίδια πρωτοβουλία είτε μετά από αίτησή μου είναι αδιάφορο) να την πράξει εκ της οποίας προσβλήθηκα στα έννομα αγαθά μου.
Βεβαίως όπως έγινε κατανοητό όμως από όλα τα` ανωτέρω αυτός που παραλείπει αν και υπήρχε νομική υποχρέωση για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε είναι η Κοινότητα και όχι ο Σύνδεσμος, αφού για τα ύδατα της Κοινότητας, ο τελευταίος δεν ΜΠΟΡΕΙ κατά νόμο να αποφασίζει ΔΕΝ έχει εξουσίες κυρίου και περαιτέρω ούτε του παραχωρήθηκαν τέτοιες εξουσίες από την Κοινότητα. Στον Σύνδεσμο ανατέθηκε από την Κοινότητα η εκτέλεση ή και διεύθυνση ή και εποπτεία του έργου εμπλουτισμού κλπ του δικτύου ύδρευσης και ΟΧΙ το , εκ των υστέρων αποφασισθέν από την Κοινότητα έργο σύνδεσης των δεξαμενών και ως εκ τούτου καμία θέση εγγυητή διασφάλισης του δικαιώματός μου δεν έλαβε τούτος απέναντί μου εκτελώντας (ή και διευθύνοντας) το έργο «εμπλουτισμού κλπ ύδρευσης» για την Κοινότητα.
Συνεπώς υπόχρεος απέναντί μου (71,72 ΚΔΔικ) είναι η Κοινότητα ++και ήδη λόγω χωρήσασας καθολικής διαδοχής ο αντίδικος Δήμος ++.
Επειδή η εκκαλουμένη έσφαλλε κατάφωρα και πρέπει να εξαφανισθεί αφού αν ερμήνευε σωστά τις ανωτέρω διατάξεις και εφήρμοζε ορθά το νόμο θα έκανε δεκτή καθ` ολοκληρίαν την αγωγή μου αφού μετά ταύτα, ούτε ο αιτώδης σύνδεσμος αμφισβητείται ούτε το μέγεθος της ζημίας μου.
Για τους λόγους αυτούς και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου
ΑΙΤΟΥΜΑΙ: Να γίνει δεκτή η παρούσα έφεσή μου. Να εξαφανισθεί η υπ` αριθμ` ++ οριστική σε πρώτο βαθμό εκδοθείσα απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου ++(μεταβατική έδρα ++) επί τω τέλει όπως γίνει δεκτή καθ` ολοκληρίαν η από ++ με χρονολογία κατάθεσης ++ αγωγή μου καθ` άπαν αυτής το αιτητικό και να καταδικασθεί ο αντίδικος στην δικαστική μου δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Ο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Ανδρέας Aπ.Βρόντος
Δικηγόρος παρ` Αρείω Πάγω
24410-41255/6972422002
FAX 24410-41257
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013