αντισυνταγματικότητα της αύξησης του τέλους δικαστικού ενσήμου με τον ν. 4093/12

27 Απριλίου 2014 Γράφτηκε από 

 

Αριθμός απόφασης 669/2013

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
               ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Δικαστής: Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Γεώργιος Μπακούρος, Βασίλειος Τσιφλικιώτης, Ιωάννης Μανουσάκης 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:

[...]

 Ι. Στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή 
έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα 
δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει». Κατά την απολύτως κρατούσα θέση της 
νομολογίας, κατά την έννοια της διάταξης αυτής επιτρέπεται μεν στον κοινό νομοθέτη η θέσπιση 
προϋποθέσεων για την παροχή προστασίας από τα δικαστήρια, οι προϋποθέσεις όμως αυτές πρέπει 
αφενός μεν να συνάπτονται και να είναι ανάλογες με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την 
ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης αφετέρου δε να μην υπερβαίνουν τα όρια 
εκείνα, πέραν των οποίων θα επερχόταν άμεση ή έμμεση κατάλυση του κατά την προαναφερόμενη 
συνταγματική διάταξη ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας
(βλ.ενδεικτικά ΑΠ 675/2010, NOMOS- βλ. και ολΣτΕ 3087/2011, NOMOS, καθώς και ολΣτΕ 
3470/2007, NOMOS, η οποία έκρινε αντισυνταγματική την διάταξη του άρθρου 277 παρ. 3 Κώδικα 
Διοικητικής Δικονομίας, η οποία θέσπισε, προκειμένου περί χρηματικών φορολογικών διαφορών, 
την επί ποινή απαραδέκτου υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου έφεσης, ανερχόμενου 
σε ποσοστό του αντικειμένου της διαφοράς, χωρίς παράλληλα να καθορίζεται στο νόμο σχετικό 
ανώτατο όριο για το ποσό του καταβλητέου παραβόλου). Περαιτέρω, κατά την πάγια νομολογία 
του ΕΔΔΑ, το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ εγγυάται το δικαίωμα καθενός να έχει πρόσβαση σε 
δικαστήριο, το οποίο (δικαίωμα) μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από το κράτος, πλην όμως 
οι θεσπιζόμενοι κάθε φορά περιορισμοί είναι συμβατοί με το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, αν επιδιώκουν 
θεμιτό σκοπό και αν υπάρχει ένας λογικός βαθμός αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που 
χρησιμοποιούνται και του επιδιωκόμενου σκοπού. Μάλιστα, το ΕΔΔΑ τονίζει ότι οι περιορισμοί 
αυτοί θεωρούνται δυσανάλογοι, ιδίως όταν επιβάλλονται σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας (βλ. 
ενδεικτικά ΕΔΔΑ Weissman κατά Ρουμανίας της 4.6.2006 (no. 63945/00)).

      Περαιτέρω, με το άρθρο πρώτο υποπαράγραφος Γ.1. περ. 6 Ν. 4093/2012 αντικαταστάθηκε 
το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. ΓπΟΗ/1912 και ορίζει πλέον ότι «το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε 
ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8%ο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου», 
ενώ στη συνέχεια το εδ. β' της διάταξης αυτής προβλέπει πρόσθετες επιβαρύνσεις, που 
υπολογίζονται επί του ποσού του δικαστικού ενσήμου. Με την διάταξη αυτή του Ν. 4093/2012 το 
ποσό του δικαστικού ενσήμου υπερδιπλασιάστηκε σε σχέση με το ποσό που μέχρι τότε 
προβλεπόταν και ίσχυε για πολλές δεκαετίες, αφού από το έτος 1954 παρέμεινε το ποσοστό του 
4%ο αμετάβλητο. Η Αιτιολογική Εκθεση του Ν. 4093/2012 αναφέρει σε σχέση με το δικαστικό 
ένσημο ότι «η προτεινόμενη αύξηση αυτού κρίνεται επιβεβλημένη, προκειμένου να αποτραπεί η 
προπετής άσκηση αγωγών». Η διάταξη αυτή του Ν. 4093/2012 εντάσσεται στην γενικότερη 
επιλογή του νομοθέτη για αύξηση του τέλους δικαστικού ενσήμου, όπως αυτή αποτυπώθηκε για 
πρώτη φορά με το άρθρο 70 Ν. 3994/2011, που επέκτεινε την υποχρέωση καταβολής δικαστικού 
ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές. Σύμφωνα, εξάλλου, με την Αιτιολογική Εκθεση του Ν. 
3994/2011 η νομοθετική αυτή επιλογή έχει σκοπό αφενός την αύξηση των δημοσίων εσόδων 
αφετέρου την αποφυγή συζήτησης προπετών και αβάσιμων αγωγών.

      II. Υπό την εκδοχή ότι το μέτρο αυτό εξυπηρετεί την λειτουργία της δικαιοσύνης, με την έννοια 
αφενός της συμμετοχής κάθε πολίτη, που ζητεί έννομη προστασία, στο κόστος λειτουργίας του 
θεσμού αυτού αφετέρου της αποφυγής προπετούς άσκησης της αγωγής, η υπό τις σημερινές 
κοινωνικοοικονομικές συνθήκες αύξηση (και συγκεκριμένα ο υπερδιπλασιασμός) του ποσού του 
δικαστικού ενσήμου, συνιστά μέτρο προδήλως αντισυνταγματικό και ανίσχυρο, αφού 
παραβιάζονται τα άρθρα 20 παρ. 1 Συντ. και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα, ο επικαλούμενος 
σκοπός της αποφυγής προπετούς άσκησης αγωγών είναι αναμφίβολα θεμιτός. Αντίθετα, δεν ισχύει 
το ίδιο και για το σκοπό συμμετοχής του πολίτη κατά ένα μέρος στο κόστος λειτουργίας του 
θεσμού της δικαιοσύνης. Και τούτο διότι η Δικαιοσύνη αποτελεί δημόσια λειτουργία, συνταγματικά 
κατοχυρωμένη και χρηματοδοτούμενη από το Δημόσιο και δεν λειτουργεί με βάση την αρχή της 
ανταποδοτικότητας. Σε κάθε περίπτωση το θεμιτό του σχετικού περιορισμού πρέπει να έχει ως 
αφετηρία την σκέψη ότι η συμμετοχή του πολίτη στο κόστος λειτουργίας των Δικαστηρίων δεν 
σημαίνει κάλυψη όλων των σχετικών δαπανών, οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να 
υπολογιστούν και να επιμεριστούν σε κάθε διάδικο, αλλά επιβολή ενός μικρού χρηματικού ποσού, 
που μπορεί να καταβάλει κάθε πολίτης, ανεξάρτητα από την οικονομική του κατάσταση. Οι 
επιδιωκόμενοι αυτοί σκοποί, πάντως, δεν είναι αρκετοί για την δικαιολόγηση της προαναφερόμενης 
αύξησης του δικαστικού ενσήμου.

      Ειδικότερα, το μέτρο αυτό και κατ' επέκταση ο με τον τρόπο αυτό περιορισμός του 
δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη δεν κρίνεται αναγκαίος ούτε πρόσφορος για τον 
περιορισμό της προπετούς άσκησης αγωγών. Και τούτο διότι λαμβάνεται σε πρώιμο στάδιο, όταν 
δεν έχει μεσολαβήσει καμία δικαστική κρίση, με αποτέλεσμα το ίδιο (δυσβάσταχτο) εμπόδιο να 
τίθεται σε κάθε πολίτη για την άσκηση όχι μόνο των αβάσιμων αλλά και κάθε άλλης αγωγής. Είναι 
προφανές ότι δεν υπάρχει ένας λογικός βαθμός αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου 
μέσου (αύξηση του τέλους δικαστικού ενσήμου) και του ως άνω επιδιωκόμενου σκοπού, ενόψει 
και του ότι ο με τον τρόπο αυτό περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη 
επιβάλλεται στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας, με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην κρίνεται ανεκτός, 
σύμφωνα και με την νομολογία του ΕΔΔΑ που προαναφέρθηκε. Ετσι, με το να τίθεται εμπόδιο στην 
άσκηση κάθε αγωγής επέρχεται ουσιαστικά κατάλυση του ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης 
προστασίας. Εξάλλου, η αποτροπή άσκησης αβάσιμων αγωγών συνδέεται και με την οικονομική 
κατάσταση του ενάγοντος, με αποτέλεσμα όσοι έχουν την σχετική δυνατότητα να μπορούν και 
μετά την αύξηση του δικαστικού ενσήμου να συνεχίσουν να ασκούν αβάσιμες αγωγές, σε αντίθεση 
με τους οικονομικά ασθενείς πολίτες, οι οποίοι πλέον στερούνται το δικαίωμα τους να ζητήσουν 
δικαστική προστασία για αξιώσεις που πράγματι έχουν. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι το αβάσιμο ή 
μη μιας αγωγής δεν μπορεί να ελεγχθεί εκ των προτέρων με γενικά και αόριστα κριτήρια και 
επομένως η αύξηση του τέλους δικαστικού ενσήμου περιορίζει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας 
γενικώς και αδιακρίτως, με αποτέλεσμα να θίγεται πλέον ο πυρήνας   του ατομικού δικαιώματος 
παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (βλ. και τις σχετικές σκέψεις της μειοψ. στην ολΣτΕ 
3470/2007, NOMOS). Εξάλλου, στην νομοθεσία μας υπάρχουν πολλές διατάξεις για τον περιορισμό 
της άσκησης προφανώς αβάσιμων αγωγών, όπως το άρθρο 205 ΚΠολΔ, που προβλέπει την επιβολή 
χρηματικών ποινών και οι διατάξεις των άρθρων 173 επ. ΚΠολΔ, που προβλέπουν την καταδίκη 
στην πληρωμή δικαστικών εξόδων σε βάρος του διαδίκου που νικήθηκε. Αξίζει εδώ να τονιστεί ότι 
και η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής, εκφράζοντας τις θέσεις της επί του νομοσχεδίου, που 
στη συνέχεια ψηφίστηκε και αποτέλεσε τον Ν. 3994/2011, είχε αμφιβολίες για το αν η επέκταση 
της υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές (που όπως ήδη 
αναφέρθηκε εντάσσεται στην νομοθετική επιλογή για αύξηση του εισπραττόμενου από το Δημόσιο 
τέλους δικαστικού ενσήμου) τελεί σε αναλογία προς τον σκοπό αυτό, δηλ. της αποφυγής 
προπετούς άσκησης των αγωγών.

      Περαιτέρω, ο περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη με την αύξηση του 
τέλους δικαστικού ενσήμου δεν είναι αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού της συμμετοχής των 
πολιτών στο κόστος λειτουργίας του θεσμού της δικαιοσύνης. Και τούτο διότι ο επί πολλές 
δεκαετίες υπολογισμός του δικαστικού ενσήμου σε ποσοστό 4%ο κάλυπτε τις λειτουργικές 
ανάγκες της δικαιοσύνης, χωρίς ποτέ να τεθεί ζήτημα αύξησης του σχετικού ποσού. Επομένως, 
δεδομένου ότι το κόστος λειτουργίας των δικαστηρίων έχει σήμερα μειωθεί κατά πολύ, λόγω της 
συγχώνευσης σημαντικού αριθμού Δικαστηρίων, μείωσης των αποδοχών των Δικαστικών 
Λειτουργών και των γραμματέων των Δικαστηρίων, ο υπερδιπλασιασμός του τέλους δικαστικού 
ενσήμου δεν κρίνεται αναγκαίος για την επίτευξη του προαναφερόμενου σκοπού.

      Επίσης, με την αύξηση του τέλους δικαστικού ενσήμου, υπό τις σημερινές 
κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, δηλ. την μείωση των αποδοχών όλων των εργαζομένων σε 
υψηλά ποσοστά, που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνά και το 50% και την υπέρμετρη (άμεση και 
έμμεση) φορολόγηση κάθε μορφής επαγγελματικής και κοινωνικής δραστηριότητας, θίγεται πλέον 
ο πυρήνας του ατομικού δικαιώματος για παροχή έννομης δικαστικής προστασίας, καθώς 
σημαντικός αριθμός πολιτών δεν μπορεί να προσφύγει στη δικαιοσύνη, ανεξάρτητα από το 
αντικείμενο της αγωγής που προτίθεται να ασκήσει. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι το αποτέλεσμα 
αυτό δεν μπορεί να αποτραπεί με επίκληση των διατάξεων των σχετικών με το ευεργέτημα πενίας 
ή την παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας, δεδομένου ότι οι διαδικασίες αυτές αναφέρονται σε 
πολίτες εντελώς εξαθλιωμένους, το εισόδημα των οποίων είναι κατά πολύ μικρότερο από τα όρια 
φτώχειας, όπως αυτά καθορίζονται διεθνώς. Πλην, όμως, η δικαιοσύνη δεν μπορεί να απευθύνεται 
μόνο σε συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων, αλλά στο σύνολο των πολιτών ούτε μπορεί να 
απαιτηθεί από την Πολιτεία η οικονομική εξάντληση των πολιτών για να επιτύχουν την πρόσβαση 
στη δικαιοσύνη. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι ο συνυπολογισμός του τέλους δικαστικού 
ενσήμου στη δικαστική δαπάνη, που θα επιδικαστεί υπέρ του ενάγοντος και σε βάρος του 
ηττηθέντος εναγομένου, δεν είναι αρκετός για την άρση των δυσμενών σε βάρος του ενάγοντος 
συνεπειών από την αύξηση του τέλους δικαστικού ενσήμου, αφού το δικαίωμα πρόσβασης στη 
δικαιοσύνη πρέπει να κρίνεται αποκλειστικά και μόνο με βάση τις συνθήκες που διαμορφώνονται 
κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού, δηλαδή κατά τον χρόνο κατάθεσης και συζήτησης της 
αγωγής. Πράγματι, αν ο πολίτης αδυνατεί να καταβάλει το δικαστικό ένσημο δεν θα προσφύγει στη 
δικαιοσύνη, χωρίς το αποτέλεσμα αυτό να αποτρέπεται από την ενδεχόμενη μελλοντική είσπραξη 
του από τον εναγόμενο. Εξάλλου, η είσπραξη του τέλους αυτού από τον εναγόμενο προϋποθέτει 
δυνατότητα εκτέλεσης σε βάρος του τελευταίου, η οποία δεν είναι πάντοτε δεδομένη.

      III. Η πρόβλεψη υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου είχε χαρακτηριστεί αρχικά από 
τη νομολογία του Αρείου Πάγου ως μέτρο με φορολογικό χαρακτήρα (βλ. έτσι και ΑΠ 624/1972, 
ΝοΒ (21/1973), 21). Η άποψη αυτή, όμως, προσαρμόστηκε στη συνέχεια στη νομολογία του ΕΔΔΑ, 
το οποίο έκρινε ότι οι θεσπιζόμενοι κάθε φορά περιορισμοί στο δικαίωμα πρόσβασης στη 
δικαιοσύνη για να είναι συμβατοί με το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ πρέπει να επιδιώκουν θεμιτό σκοπό 
και να επιβάλλονται από το συμφέρον χρηστής απονομής της δικαιοσύνης. Οπως, όμως, ήδη 
αναφέρθηκε η αύξηση   του τέλους δικαστικού ενσήμου με τον Ν.4093/2012 εντάσσεται στην 
νομοθετική επιλογή για αύξηση της σχετικής επιβάρυνσης των πολιτών, με κύριο σκοπό την 
αύξηση των δημοσίων εσόδων. Υπ' αυτή την εκδοχή, επομένως, συνιστά μέτρο αντισυνταγματικό, 
αφού κατά την προαναφερόμενη πάγια νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας, αλλά 
και την θέση του ΕΔΔΑ δεν συνδέεται με την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και 
επομένως δεν αποτελεί θεμιτό σκοπό για τον περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως. 
Εξάλλου, μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα 
γενικότερο δημόσιο συμφέρον, που θα δικαιολογούσε σε κάθε περίπτωση την παραβίαση του 
δικαιώματος του πολίτη για πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

      IV. Με βάση τις προαναφερόμενες σκέψεις προκύπτει το συμπέρασμα ότι η αύξηση του τέλους 
δικαστικού ενσήμου και των επ' αυτού υπολογιζόμενων επιβαρύνσεων με τον Ν. 4093/2012, αλλά 
και με μεταγενέστερες αυτού διατάξεις είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική και μη συμβατή με το 
άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια, εξακολουθεί και σήμερα να αρκεί για την συζήτηση 
καταψηφιστικής αγωγής, χωρίς να επέρχονται οι συνέπειες της πλασματικής ερημοδικίας, η 
καταβολή από τον ενάγοντα του τέλους δικαστικού ενσήμου με τις σχετικές επιβαρύνσεις, όπως 
αυτό υπολογιζόταν πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4093/2012. 

 

 

 

 
Διαβάστηκε 588826 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)

Τελευταία άρθρα από τον/την Βρόντος Αντρέας

 

Copyright Βρόντος Ανδρέας © 2013